Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

 


Ἄ, ἐσὺ δὲν ξέρεις νὰ προσευχηθῆς!

Μ’ ἔμαθε νὰ προσεύχωμαι κατανυκτικὰ καὶ μὲ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, ποὺ κατοικοῦσε στὸ Πέραμα Πειραιῶς καὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικὰ ὄχι μὲ τ’ ὄνομά της, ἀλλὰ μὲ τὸ παρατσούκλι «ἡ Αὐγουλοῦ», γιατὶ πούλαγε φρέσκα αὐγά, νὰ ἐξοικονομήση τὸν «ἄρτον τὸν ἐπιούσιον».

Ὡς περιοδεύων πέρασα μιὰ μέρα ἀπ’ τὸ φτωχικό της σπίτι, γιὰ νὰ εἰσπράξω μιὰ συνδρομὴ γιὰ τὸ περιοδικὸ ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καὶ βρισκόταν ἐκεῖ τὸ παιδί της, ποὺ διήρχετο τὴν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τὸ καντήλι στὸ εἰκονοστάσι κι ἔκανα στὸ παιδὶ τὴν πρότασι, ἂν ἤθελε, μέχρι νὰ ᾽λθη ἡ μητέρα του νὰ προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε ἂς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τὴν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Ἄ, ἐσὺ δὲν ξέρεις νὰ προσευχηθῆς! Ἐγὼ κατεπλάγην ἀπ’ τὴν τολμηρὴ αὐτὴ παρατήρησι καὶ τὸν ρώτησα νὰ μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατὰ τὴ γνώμη του πρέπει νὰ προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει, δὲν ξέρω θεολογία, ἀλλὰ βλέπω τὸ παράδειγμα τῆς μητέρας μου, ποὺ ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς «Κύριε Ἐλέησον», πέφτει συνεχῶς σὲ μετάνοιες, κτυπάει τὸ στῆθος της καὶ τρέχουν ποτάμι τὰ δάκρυά της!

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νὰ γνωρίσω αὐτὴ τὴν ὑπέροχη γυναῖκα καὶ νὰ διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τὴ χαρισματικὴ προσευχή της.

Ἐκείνη τὴ μέρα δὲν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιὰ ἄλλη μέρα πέρασα νὰ τὴ συναντήσω καὶ βρέθηκα μπροστὰ σὲ μιὰ συγκλονιστικὴ σκηνὴ προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, ποὺ τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τὰ αὐγὰ καὶ μπεκρόπινε. Ἐκείνη τὴ μέρα κατὰ τὴν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τὸ μεθύσι του τὴν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τὰ χρήματα καὶ τῆς εἶχε πετάξει τὴν Καινὴ Διαθήκη μέσα στὸ πηγάδι! Ἐγὼ δὲ τὴ βρῆκα γονατιστὴ στὸ πηγάδι νὰ προσεύχεται καὶ νὰ λέη: Χριστέ μου καὶ Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τὸ βιβλίο μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στὸ πηγάδι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀσέβεια, ἀλλὰ ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τὰ ἱερὰ αὐτὰ Γράμματα, ποὺ θὰ λειώσουν καὶ θὰ γίνουν ἕνα μὲ τὸ νερό, νὰ τὰ πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νὰ μετανοήση, νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ σωθῆ, νὰ μὴν πάη στὴν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατὶ ὁ κόσμος μὲ ἔχει γιὰ καλή, ἐνῶ ἐγὼ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλὰ ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!

Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024


Ἕνα πρᾶγμα μὲ ἐνδιαφέρει
Θὰ πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπίστευτα ἀνόητος ἄν, φτάνοντας στὰ χρόνια της ὡριμότητας, δὲν ἀναρωτιέται πότε-πότε, μὲς στὴν παραζάλη τῆς ζωῆς: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἦρθα στὸν κόσμο; Γιατί ζῶ;»
Ὅταν εἶναι κανεὶς νέος, καιρὸς κυλάει τόσο γρήγορα, οἱ διασκεδάσεις εἶναι τόσο πολλές, καὶ τὸ τέρμα τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μοιάζει νά εἶναι τόσο μακριά, ὥστε δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τέτοιες αὐτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σὲ μένα, αὐτὸ εἶχε συμβεῖ. Οἱ φοιτητὲς τῆς ἰατρικῆς, συνήθως, δὲ διακρίνονται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καί, φυσικά, οὔτε ἐγώ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση σ' αὐτὸ τὸν κανόνα. Στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνατομίας, ὅπου διαμελίζονται σὲ χίλια-δυὸ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δέ μοῦ φάνηκε τίποτα περσότερο ἀπὸ μία πολύπλοκη μηχανή. Στὶς αὐτοψίες ποὺ εἶχα παρακολουθήσει, τίποτα δὲν εἶδα ποὺ νὰ μὲ κάμει νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει μὲς στὸ κορμὶ μία ψυχὴ ἀθάνατη. Ὅταν συλλογιόμουν τὸν Θεό, ἄθελά μου στὸ στόμα μου χάραζε ἕνα χαμόγελο ἀνωτερότητας, ποὺ ἔδειχνε τὴν περιφρόνηση ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ ἕναν τόσο παμπάλαιο μῦθο.
Ὅταν ὅμως πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ γιατροῦ καὶ βγῆκα στὴ βιοπάλη, στὶς κοιλάδες τῆς Νότιας Οὐαλλίας, μὲ τὰ ἀνθρακωρυχεῖα, καὶ ἐξασκώντας τὸ ἐπάγγελμά μου εἶδα τὴ ζωὴ ἀπὸ κοντά, ἀπὸ πρῶτο χέρι, ὅπως λένε, καὶ πρόσεξα, τὸ θάρρος καὶ τὴν καλὴ θέληση τῶν ἄλλων συνανθρώπων μου ποὺ ἀγωνίζονταν μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, γιὰ πρώτη φορά, ἄρχισα νὰ εἰσχωρῶ στὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Ὅταν παρευρισκόμουν στὸ θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ ἄνθρωπου, ὅταν καθόμουν πλάι στὸ νεκρὸ τὶς ἥσυχες ὧρες τῆς νύχτας, ὅταν ἄκουγα τὸ σιγανὸ μὰ ἀνελέητο χτύπημα ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τοῦ θανάτου, τότε, οἱ ἀπόψεις μου γιὰ τὴ ζωὴ ἔγιναν κάπως ἀλλιώτικες. Ἡ πεῖρα ποὺ μὲ τόσην ἀγωνία κερδίζεις, ἀργά-ἀργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες ἀξίες. Ἔτσι κατάλαβα πώς, στὴ ζωή, ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ στὰ βιβλία, πολὺ περισσότερα κι ἀπὸ ὅσα μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνειρευτεῖ. Μὲ λίγα λόγια ἔχασα τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου κι αὐτό, μ’ ὅλο ποὺ τότε δὲν τόξερα ἀκόμα, εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν Κύριο.
Σὲ κάποιο κεφάλαιο μίλησα γιὰ τὴν Ὄλγουεν Νταίηβις, τὴ μεσόκοπη νοσοκόμο, ποὺ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, μὲ ἠρεμία καὶ αἰσιοδοξία, ἐξυπηρετοῦσε τὸν κόσμο στὴν περιοχὴ τοῦ Τρέτζενυ. Αὐτὸς ὁ ἀνυστερόβουλος ἀλτρουισμός, ποὺ ἔδειχνε νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ χαρακτῆρα της, εἶχε τόσο γλίσχρα ἀνταμοιβή, ὥστε, ἔμενα τουλάχιστον, πολὺ μὲ στενοχωροῦσε. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος τὴν ἀγάπαγε πάρα πολύ, ὁ μισθὸς τῆς ἦταν τιποτένιος. Στὸ τέλος, ἕνα βράδυ ποὺ εἴχαμε παρασταθεῖ σὲ μία πολὺ δύσκολη κ’ ἐπίμονη περίπτωση, τόλμησα νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγια τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ ἕνα φλυτζάνι τσάι.
— Ἀδελφή, γιατί δὲν τοὺς ζητᾶτε νὰ σᾶς δίνουν κάτι περσότερο; Εἶναι πολὺ κωμικὸ νὰ ξέρει κανεὶς πὼς κάθεστε καὶ τσακιζόσαστε γιὰ τρεῖς κ’ ἑξήντα.
Σούφρωσε πολὺ τὰ φρύδια της, ἀλλά, πάντως, χαμογέλασε:
—Ὅσα παίρνω, μοῦ φτάνουν γιὰ νὰ ζῶ.
—Ὄχι δά! ἐπέμεινα. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ παίρνετε, τὸ λιγότερο, μία λίρα τὴν ἑβδομάδα παραπάνω. Ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς ἀξίζει αὐτό!
Σιωπὴ ἁπλώθηκε ξαφνικά. Τὸ χαμόγελό της δὲν ἔσβησε, ὅμως ἡ ματιὰ της σιγά-σιγὰ πῆρε μίαν αὐστηρότητα καὶ ἕνα βάθος ποὺ μὲ τρόμαζε.
—Γιατρέ, εἶπε, ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Νὰ ξέρει ὁ Θεὸς πὼς κάτι ἀξίζω. Ἂν τὸ πετυχαίνω αὐτό, δέ μοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.
Αὐτὰ πού μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἦταν ἐλάχιστα, τὸ νόημά τους ὅμως διαβαζόταν ὁλοκάθαρα μὲς στὰ μάτια της. Ποτέ, οὔτε γιὰ μία στιγμή, δὲν εἶχε παραστήσει τὴ θρησκευάμενη, κι ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόδειξε ἀνάγλυφα πὼς ὅλη της ἡ ὕπαρξη, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἐξυπηρετικότητα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπ' ὅλο της τὸ εἶναι ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφιέρωσης, ὕψιστη ἀπόδειξη πὼς πίστευε στὸν Χριστό. Σὲ μία στιγμὴ κατανόησης, ἔνιωσα τὸ βαθύτατο νόημα τῆς ζωῆς της καί, συγκρίνοντάς τη μὲ τὴ δική μου, εἶδα τὸ προσωπικό μου κενό.

A. J. Cronin

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024



Πάντα μπροστὰ προχώρα
Νὰ δυναμώνῃς μὲ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια καὶ ὅτι ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὴ τὴν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς κι ὄχι γιὰ τοὺς ῥάθυμους καὶ ὀκνηρούς. Ν᾿ ἀρχίζῃς τὸν ἀγώνα σου μ᾿ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὄχι μὲ δειλία, διότι καὶ τὸ ὡραιότερο ἔργο εἶναι ἄχρηστο ὅταν γίνεται ἀπὸ ἄνδρα δίψυχο, ποὺ τὸ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς θέλει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μας.
Νὰ ἔχῃς τὴν ἐλπίδα σου βέβαιη στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν πάῃ ὁ κόπος σου χαμένος. Ὁ Κύριος εἶναι σπλαγχνικὸς καὶ δίνει τὴ χάρη Του σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ ζητᾶνε μ᾿ ἐπιμονή. Τὸν μισθὸ τὸν δίνει ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴ δουλειὰ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ δείξαμε. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Προσευχήσου μὲ δάκρυα, διάβαζε τὶς θεῖες Γραφές, κάνε ἐλεημοσύνες. Ἀρκεῖ νὰ θερμαίνῃς τὴν καρδιά σου μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Μὴν ὑπολογίσῃς τὴ φυσικὴ ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ δειλιάσῃς. Διῶξε μακρυὰ τὴ φιλαυτία, τὴν πλεονεξία καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Μίσησε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας καὶ ἀγωνίσου μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἂν σὰν ἄνθρωπος πέσῃς, πάλι νὰ σηκωθῇς καὶ ποτὲ μὴ γυρίσῃς στὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή σου. Πάντα μπροστὰ προχώρα μὲ χαρὰ καὶ προθυμία στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, κι Αὐτὸς θὰ σ᾿ ἀνεβάσει στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.
Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024


Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!

Γεώργιος Δροσίνης

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024



Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται
Λέγεις διὰ τὸν Γέροντα ὅτι θέλει νὰ ἔλθη νὰ προσκυνήση εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καλὸν καὶ ἅγιον ἔργον θὰ κάμη. Πλὴν ἐμένα μόνον ἂς μὴν λάβη ὑπ’ ὄψιν του ὅτι γνωρίζει ἢ ὅτι ὑπάρχω εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν. Καθότι ζῶ εἰς ἀπόλυτον ἡσυχίαν· μὲ τάξιν ἑτέραν τῆς συνηθισμένης, ὅπου δύσκολον νὰ μὲ συναντήση. Καθότι ἡ θύρα εἶναι κλειστὴ καὶ ὡρισμένες μόνον ὧρες ἀνοίγει.
Ὅ,τι μὲν θέλει, συνεργείᾳ τῶν ἀδελφῶν, δύναμαι νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸ δὲ πέραν τῆς τάξεως ὅπου ἔχω, νὰ ἀνοίξω τὴν θύραν, νὰ ὁμιλήσω, νὰ χάσω τὴν προσευχήν μου καὶ ἡσυχίαν, αὐτὸ οὐδαμῶς. Ἐκτὸς ἐξ ἀνάγκης τὴν ὥραν ποὺ ὁρίζω ἐγώ. Διότι αἱ ὧρες μου εἶναι μὲ μέτρον. Καὶ πρέπει νὰ παραδράμω ὀλίγον, νὰ χάσω, διὰ νὰ ὁμιλήσω τὴν νύκτα μίαν ὥραν ἢ δύο.
Καὶ ταῦτα γράφω διὰ νὰ ἐξηγηθῶ, προτοῦ παρεξηγηθῶ. Ἐγὼ εἰς ὅλες μου τὲς ἐνέργειες ἔτσι συνηθίζω νὰ λέγω καὶ νὰ πράττω ὅλα καθαρὰ «σὰν καθρέπτης» λόγῳ καὶ ἔργῳ, εἴτε κατὰ διάνοιαν, νὰ μὴ δίδω ὑπόνοιαν σὲ κανένα.
Διότι ἦλθον πολλοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ μάθουν τὴν τάξιν ποὺ ἔχομεν. Καί, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐδέχθην, ἐσκανδαλίσθησαν. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὅλοι οἱ γείτονες ἐναντίον μου ἔχουν, διότι δὲν τοὺς ἀνοίγω. Πλὴν ἐγὼ δὲν κλείνω διὰ νὰ σκανδαλιστοῦν οἱ Πατέρες. Ἀλλά, γυμνασθεὶς τόσα ἔτη καὶ ἰδὼν ὅτι δὲν ὠφελοῦμαι ἀπὸ αὐτὲς τὲς «ἀγάπες» –μόνον τὴν ψυχήν μου χαλῶ χωρὶς νὰ ὠφελοῦμαι- δι' αὐτὸ ἔκλεισα ὅλους διαπαντὸς καὶ ἡσύχασα. Τώρα δὲν ἀνοίγω κανένα. Μήτε ἔχω δωμάτιον περισσὸν διὰ ἕναν ἀπ’ ἔξω. Καί, ἂν ἔλθη κανεὶς μακρυνός, πρέπει νὰ ἔλθη τὴν ὥραν ποὺ ἐργάζονται οἱ Πατέρες, πρωΐ. Καί, ἂν εἶναι ἀνάγκη, στέκει εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Παπᾶ μου. Διότι εἰς ὅλα τὰ Σάββατα, Κυριακάς, καὶ ἑορτὰς ἔχομεν Λειτουργίαν. Ἔρχεται ἐδικός μας Παπὰς καὶ μᾶς λειτουργεῖ καὶ μεταλαμβάνομεν.
Ἰδοὺ λοιπὸν εἶπον, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον. Διὰ Θεὸν τρέχω· οὐ μέλλει μοι διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κἄν ὑβρίσουν, κἄν ὀνειδίσουν, κἄν συκοφαντήσουν, κἄν τὸ ὄνομά μου ἀτιμάσουν, κἄν ὅλη ἡ κτίσις ἀσχοληθῆ νὰ λέγη ἐναντίον μου.
Εἶδον γὰρ καὶ πολυειδῶς ἐδοκίμασα ὅτι, ἂν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν φωτίση τὸν ἄνθρωπον, τὰ λόγια ὅσα καὶ ἂν ὁμιλήσης δὲν 'βγάνεις ὠφέλειαν. Πρὸς στιγμὴν τὰ ἀκούει καὶ τὴν ἄλλην στρέφει πάλιν αἰχμάλωτος εἰς τὰ ἴδια. Ἐὰν ὅμως εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἐνεργήση ἡ χάρις, τότε γίνεται κατ’ ἐκείνην τὴν ὥρα ἀλλοίωσις μὲ τὴν ἀγαθὴν τοῦ ἀνθρώπου προαίρεσιν. Καὶ ἀλλάσσει θαυμαστῶς ἡ ζωὴ του ἐκ τῆς ὥρας ἐκείνης. Ὅμως αὐτὸ συμβαίνει εἰς ὅσους δὲν ἐσκλήρυναν ἀπὸ μέσα τους ἀκοὴν καὶ συνείδησιν. Εἰς δὲ τοὺς ἀκούοντας καὶ ἐν παρακοῆ παραμένοντας εἰς τὰ κακά των θελήματα· εἰς αὐτοὺς κἄν ἡμερονύκτια ὁμιλῆς, κἄν τὴν σοφίαν τῶν Πατέρων εἰς τὰς ἀκοάς των κενώσης, κἄν θαύματα πρὸ ὀφθαλμῶν των ποιήσης, κἄν τὸ ρεῦμα τοῦ Νείλου ἐπάνω των γυρίσης, αὐτοὶ δὲν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ὠφέλειαν. Μόνον θέλουν νὰ ἔρχωνται, νὰ ὁμιλοῦν, νὰ περάσει ἡ ὥρα των, χάριν τῆς ἀκηδίας. Δι' αὐτὸ λοιπὸν κλείω καὶ ἐγὼ τὴν θύραν καὶ ὠφελοῦμαι τουλάχιστον ἐγὼ διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Καθότι τὴν εὐχὴν ὑπὲρ πάντων ὁ Θεὸς πάντοτε τὴν ἀκούει, ἐνῶ τὴν ἀργολογίαν πάντοτε ἀποστρέφεται, ἂς φαίνεται καὶ πνευματικὴ ὅτι εἶναι. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Πατέρας, ἀργολογία εἶναι κυρίως νὰ περνᾶς τὸν καιρόν σου μὲ λόγια, χωρὶς νὰ κάμης τοὺς λόγους σου πράξεις.
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦτε τί λέγουν, ὅταν ἄνθρωποι ἄγευστοι ὁμιλοῦν τὰ τοιαῦτα.
Ὅποιος δὲν ἐδοκίμασε, ἀνάγκη εἶναι νὰ δοκιμάση· καὶ μὲ τὴν πείραν θὰ μάθη καὶ θὰ βρῆ ὅ,τι τοῦ λείπει. Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται. Εἶναι ἑκάστου ἀπόκτημα, κατὰ τὸν κόπον του καὶ τὸ αἷμα του ποὺ θὰ δώση μόνος του νὰ τὴν ἀποκτήση.
Πιστεύσατε, Ἀδελφές μου, ὅτι κόπος πολὺς εἶναι εἰς τὴν Μοναχικὴν πολιτείαν. Δὲν ἔπαυσα καὶ δὲν παύω ἡμέρα καὶ νύκτα φωνάζων, ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου· καὶ εἰς ἀπόγνωσιν προσεγγίζω, ὡς μηδὲν ἐργαζόμενος, ὡς μηδέποτε «ποιήσας ἀρχήν». Ἀλλά, τὸ καθ’ ἡμέραν ποιῶν τὴν ἀρχήν, εὑρίσκομαι ψεύστης καὶ ἁμαρτάνων. Ὅμως ἐσεῖς μιμεῖσθε τὰς φρονίμους παρθένους καὶ ἀγρυπνοῦσαι φωνάζετε γοερῶς, τὸ θεῖον ἐπικαλούμεναι ἔλεος. Ὅτι ἦλθε δι' ἡμᾶς τὸ τέλος. Ἴσως ἐτελείωσεν ἡ εἰρήνη. Λοιπὸν μὲ τοὺς ἀποθαμένους εἴμεθα καὶ ἡμεῖς. Ὅθεν βιασθῆτε.
Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024



Ἡ ἐξομολόγηση
Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
- Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! Δὲν θ' ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές...
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὥς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.
Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν... Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε. Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ· εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε.
Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ' αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε...
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἰστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία - καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του· θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του· κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς τοῦ θολωμένος καί, πάνω ἀπ' ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ' ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
- Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς... Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου...
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μία στιγμὴ καταλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ' ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ' ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ προσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. Μπροστὰ του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη· μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν' ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μιὰ μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἔσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
- Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!
Πρωτοπρεσβύτερος Βλαδίμηρος Βαραμπιώφ

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024


Μὲ τὴν Ἑλλάδα καραβοκύρη
Μὲ τὴ φουρτούνα
καὶ τὸ Σιρόκο
ἦρθε μιὰ σκούνα
ἀπ’ τὸ Μαρόκο

Μὲ τὸν ἀγέρα
καὶ μὲ τ’ ἀγιάζι
πάει μιὰ μπρατσέρα
γιὰ τὴν Βεγγάζη

Ἅγιε Νικόλα,
παρακαλῶ σε
στὰ πέλαγα ὅλα
λουλούδια στρῶσε

Μὲ τὸν ἀσίκη
τὸ μπουρλοτιέρη
ἦρθε ἕνα μπρίκι
ἀπό τ’ Ἀλγέρι

Μὲ τὴν Ἑλλάδα
καραβοκύρη
πάει μιὰ φρεγάδα
γιὰ τὸ Μισίρι

Νῖκος Γκάτσος

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024


Μάθετε τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται
Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἐμπνεύσει κανεὶς στὸ παιδάκι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβεια στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας! Φτάνει μόνο νὰ τοῦ δώσουμε νὰ καταλάβει, ὅτι στὸ ναὸ βρίσκεται πιὸ αἰσθητὰ ὁ «πανταχοῦ παρὼν» Κύριος, ὁ Θεὸς ποὺ τόσο ἀγαπάει τὰ παιδιά, καὶ ποὺ καλεῖ κι αὐτὸ κοντά Του. Ἑπομένως μέσα στὸ ναὸ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἥσυχα, νὰ κάνουμε μὲ προσοχὴ τὸ σταυρό μας καὶ νὰ προσευχόμαστε εὐλαβικά.
Ναί, γονεῖς! Ἂν ἡ καρδιὰ σας εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη στὸ Θεό, θὰ βρεῖτε χίλιους δυὸ τρόπους νὰ μεταδώσετε τὰ αἰσθήματα αὐτὰ στὸ παιδί σας. Τὴ μεγαλύτερη ἀδικία κάνουμε στὰ παιδιά μας, ἂν τοὺς στερήσουμε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἶναι ἀπόλυτα σωστὸ αὐτὸ ποὺ λένε, ὅτι «ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου -ἑπομένως καὶ τοῦ παιδιοῦ- εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χριστιανική». Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς περιμένει χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ ψυχή. Σωστὰ γράφει καὶ ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον».
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ βίωμα στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ μαθαίνουν ἀπὸ μικρὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ Θεό, νὰ προσεύχονται. Ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ παιδί, μπορεῖ νὰ προσεύχεται. Ἀφοῦ ζητάει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κάτι ποὺ θέλει, γιατί ἄραγε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα;
Μάθετε λοιπὸν τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται. Ἂν ἀρχίσετε ὅταν ἀκόμα εἶναι μικρό, ἡ προσευχὴ σιγὰ-σιγὰ θὰ τοῦ γίνει συνήθεια καὶ ἀνάγκη! Νὰ κάνετε συστηματικὰ μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ σας πρωινὴ καὶ βραδινὴ προσευχή, καθὼς καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Νὰ μὴν πλησιάζουν στὸ τραπέζι ὅπως τ’ ἄλογα ζῶα στὸ παχνί, ἀλλὰ νὰ μάθουν ὅτι, ὅποιος θέλει ν’ ἀπολαμβάνει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ ζητάει, ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ ὅταν τὰ παίρνει. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἄλλες σύντομες προσευχὲς πρέπει νὰ τὶς γνωρίζει κάθε παιδάκι.
Εἶναι πολὺ θλιβερὸ φαινόμενο τὸ ὅτι, στὴν ἐποχή μας, ἡ κοινή, οἰκογενειακὴ προσευχὴ χάθηκε σχεδὸν ἀπὸ παντοῦ. Πράγματι, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο βλέπουμε τόσες δυστυχισμένες οἰκογένειες καὶ τόσες ἀποτυχίες στὴν ἀγωγή: Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι, οἱ οἰκογένειες, ἔπαψαν νὰ προσεύχονται. Αἰώνιο κύρος ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν».
Ἐπίσκοπος Αἰκατερίνμπουργκ Εἰρηναῖος

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024


Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης
Κάποτε ποὺ εἶχα φιλοξενηθεῖ στὴν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μὲ παρακάλεσε νὰ δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατὶ ἄλλη ὥρα δὲν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καὶ συνέχεια δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Εἶχε καὶ πολλὴ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ εὔχωμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς ἦταν περίπου τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ εἶχε ἑπτὰ παιδιά. Δυὸ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἄλλοι δυὸ οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καὶ ἔμεναν ὅλοι σὲ ἕνα δωμάτιο.
Μοῦ ἔλεγε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε: «Ὄρθιους μᾶς χωράει τὸ δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δὲν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιὰ κουζίνα καὶ βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καὶ στέγη, πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μένουν στὴν ὕπαιθρο». Ἡ ἐργασία του ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφευγε πρίν φωτίση, γιὰ νὰ βρεθῆ ἐγκαίρως στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ἐργαζόταν.
Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὶς πολλές ὑπερωρίες τὰ πόδια του εἶχαν κιρσοὺς καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλὰ ἡ πολλὴ ἀγάπη του πρὸς τὴν οἰκογένειά του τὸν ἔκανε νὰ ξεχνάη τούς πόνους καὶ τὶς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τὸν ἑαυτό του συνέχεια καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη, γιατὶ δὲν κάνει καλωσύνες σὰν Χριστιανός, καὶ ἐπαινοῦσε τὴν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατὶ ἐκτός ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ πεθερικά της ποὺ φρόντιζε, πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ ροῦχα ἀπὸ τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τὰ ἔπλενε, τοὺς συγύριζε καὶ τὰ σπίτια, τοὺς ἔφτιαχνε καὶ καμμιὰ σούπα.
Ἔβλεπε κανεὶς στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τὴν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα του τὸν Χριστὸ καὶ ἦταν γεμάτος χαρὰ καὶ τὸ δωμάτιό του γεμάτο ἀπὸ παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν μέσα τους τὸν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος, καὶ δυὸ ἄνθρωποι νὰ εἶναι, δὲν χωρᾶνε μέσα σὲ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοὶ ἄνθρωποι μὲ τὸν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο. Ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καὶ νὰ ἔχουν, βλέπεις νὰ μὴ χωροῦν, γιατὶ μέσα τους δὲν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος.
Ἄν οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν στὰ Φάρασα ἔβλεπαν τὴν πολυτέλεια ποὺ ὑπάρχει σήμερα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλὰ Μοναστήρια, θὰ ἔλεγαν: «Θὰ ρίξη ὁ Θεὸς φωτιὰ νὰ μᾶς κάψη! Ἐγκατάλειψη Θεοῦ!» Ἐκεῖνες μάζευαν τὶς δουλειὲς τάκα τάκα. Πρωὶ πρωὶ ἔπρεπε νὰ βγάλουν τὰ γίδια, μετὰ νὰ συμμάσουν τὸ σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν στὰ ἐξωκκλήσια ἤ μαζεύονταν στὶς σπηλιές, καὶ μία ποὺ ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μετά δώσ' του μετάνοιες, ἔλεγαν καὶ τὴν εὐχή. Καὶ δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα ἔπρεπε νὰ ξέρη νὰ ράβη ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ ἔραβαν μὲ τὸ χέρι. Μηχανὲς τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σὲ καμμιὰ πόλη, στὰ χωριὰ δὲν εἶχαν.
Ἄν ὑπῆρχε στὰ Φάρασα ὅλο καὶ ὅλο μία μηχανὴ τοῦ χεριοῦ. Ἔραβαν ἀκόμη καὶ τοῦ ἄνδρα τὰ ροῦχα καὶ ἦταν πιὸ ἄνετα, καὶ τὶς κάλτσες τὶς ἔπλεκαν στὸ χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλὰ τοὺς περίσσευε καὶ χρόνος, γιατὶ τὰ εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δὲν κοιτοῦσαν λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἡ κουβέρτα δὲν ἦταν καλά στρωμένη καὶ κρεμόταν λίγο ἀπὸ τὴν μία μεριὰ καὶ ἔλεγες: «Σιάξε τὴν κουβέρτα», θὰ σοῦ ἔλεγαν: «Σὲ ἐμποδίζει στὴν προσευχή σου;»
Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν τὴν γνωρίζουν. Νομίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ στερηθοῦν, νὰ ταλαιπωρηθοῦν. Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιὸ ἁπλά, θὰ ἦταν ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καὶ ἀπελπισία στὴν ψυχή. «Ὁ τάδε πέτυχε ποὺ ἔφτιαξε δύο πολυκατοικίες ἤ ποὺ ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ.! Ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δὲν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ, χάθηκα!». Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἀρχίζει: «Ὁ ἄλλος ἔχει καλύτερο. Νὰ πάρω καὶ ἐγώ». Παίρνει τὸ καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικὰ καὶ πάλι βασανίζεται. Τελειωμὸ δὲν ἔχουν.
Ἐνῶ ἄλλος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, χαίρεται: «Δόξα τῷ Θεῶ, λέει, ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερὰ τὰ πόδια μου καὶ μπορῶ νὰ περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μὲ κομμένα πόδια, δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τοὺς ὑπηρετῆ, ἐνῶ ἐγὼ ἔχω τὰ πόδια μου!». Καὶ ἕνας κουτσὸς ποὺ λέει: «Καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τὰ δυὸ πόδια;», καὶ αὐτὸς χαίρεται. Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπὸ ὑλικὰ πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπὸ στενοχώρια καὶ ἄγχος, γιατὶ πότε τρέμει μὴν τοῦ τὰ πάρουν καὶ πότε μὴν τοῦ πάρουν τὴν ψυχή.
Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχασα τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιά μου, ἔχασα τὰ παιδιά μου». «Πόσα παιδιὰ ἔχεις;», τοῦ λέω. «Δύο, μοῦ λέει. Τὰ μεγάλωσα μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα. Τί ἤθελαν καὶ δὲν τὸ εἶχαν! Ἀκόμη καὶ αὐτοκίνητο τὰ πῆρα». Ἀπὸ τὴν συζήτηση βγῆκε ὅτι εἶχε καὶ αὐτὸς δικό του αὐτοκίνητο καὶ ἡ γυναίκα του δικό της καὶ τὰ παιδιὰ δικό τους. «Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντὶ νὰ λύσης τὰ προβλήματά σου, τὰ μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαρὰζ γιὰ τὰ αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικὸ νὰ τὸν πληρώνης τετραπλάσια, γιὰ νὰ τὰ διορθώνης, χώρια ποὺ κινδυνεύετε καὶ οἱ τέσσερις κάθε στιγμὴ νὰ σκοτωθῆτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τὴν ζωή σου, θὰ ἦταν ἑνωμένη ἡ οἰκογένειά σου, θὰ καταλάβαινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ δὲν θὰ εἶχες αὐτὰ  τὰ προβλήματα. Δὲν φταῖνε τὰ παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς ποὺ δὲν φρόντισες νὰ δώσης ἄλλη ἀγωγὴ στὰ παιδιά σου». Μία οἰκογένεια, τέσσερα αὐτοκίνητα, ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικὸ κ.λπ.! Ἄς πάη ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτὴ ἡ εὐκολία γεννάει δυσκολίες.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024


Τέλεια χτίζει μόνο ὁ Θεός!
Δὲν ξέρω πόσοι ἔχετε προσέξει, σὲ πετροχτιστὰ σπίτια, πὼς ὁρισμένες πέτρες –συνήθως γωνιακές –ἐξέχουν κάπως ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο κτίσμα. Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχα ρωτήσει ἕναν σπουδαῖο μάστορα τῆς πέτρας νὰ μοῦ ἐξηγήσει γιατί γίνεται αὐτό. Τὸ δικό μου μυαλὸ ἔφτανε μέχρι τὴν ἐξήγηση πὼς τὶς ἔχουν ἀφήσει ἐπίτηδες γιὰ νὰ δημιουργεῖται ἕνα εἶδος σκάλας γιὰ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ χτίζουν τὰ ψηλότερα σημεῖα.
Μοῦ ἔδωσε μία ἀπάντηση ποὺ ὄχι ἁπλὰ μὲ ξάφνιασε, ἀλλὰ μετατόπισε μέσα μου κάποιες φιλοσοφικὲς σταθερές.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄπεργο, μοῦ εἶπε. Εἶναι κάποια «λαθάκια» ποὺ κάνουμε ἐπίτηδες καὶ τὰ ἀφήνουμε ἔτσι γιατὶ θὰ ἦταν ἀλαζονικὸ ἐκ μέρους μας νὰ τὸ χτίσουμε τέλεια, τέλεια χτίζει μόνο ὁ Θεός!
Μοῦ πῆρε λίγη ὥρα νὰ συνέλθω ἀπὸ τὴν ἐξήγηση, τὸν κοιτοῦσα μὲ δυσπιστία, περιμένοντας νὰ χαμογελάσει, νὰ μοῦ πεῖ πὼς μοῦ κάνει πλάκα καὶ νὰ τὸ πάρει πίσω.
Δὲν ἔκανε οὔτε λέξη πίσω, ὑπερασπίστηκε τὴν ἐξήγησή του μέχρι τέλους καὶ μάλιστα μοῦ εἶπε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι καινούργιο, ἄπεργο ἔχει καὶ ἡ Ἀκρόπολη!
Δηλαδὴ ἀπὸ τότε δὲν ἤθελαν νὰ προσβάλλουν τὸν Θεὸ ἢ τοὺς θεοὺς καὶ ἄφηναν ἀτέλειες στὶς κατασκευές τους; τὸν ρώτησα.
Ἀπὸ τότε, μοῦ εἶπε, καὶ συνέχισε λέγοντάς μου πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ κρατᾶνε ὅλοι οἱ μάστορες, δὲν φοβοῦνται ὅλοι τὴν προσβολὴ στὸν Θεὸ καὶ νομίζουν πὼς μποροῦν νὰ φτιάξουν κάτι τέλειο.
Ἐπιστρέφοντας σπίτι τὸ ἔψαξα στὸ λεξικό. Ἄνοιξα πολλά, στὰ περισσότερα δὲν ὑπῆρχε ἡ λέξη, βρῆκα ἕνα ποὺ εἶχε τὴν ἑξῆς ἑρμηνεία: Ἄπεργο: «ἀκατέργαστη ἐπιφάνεια τῶν δομικῶν λίθων ποὺ ἀφαιρεῖται στὸ τέλος τοῦ κτισίματος. Γνώρισμα τῆς ἑλληνιστικῆς λιθοδομῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἐπεξεργασία τῶν γωνιακῶν λίθων».
Κανένας Θεὸς καὶ καμία ἀλαζονεία στὴν ἑρμηνεία τοῦ λεξικοῦ. Τὸ παρουσίαζε ὡς μία καθαρὰ τεχνικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ χτισίματος μὲ πέτρα. Ὁρισμένοι ἔκοβαν ἢ λείαναν τὶς πέτρες μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῆς κατασκευῆς καὶ ἄλλοι τὶς ἄφηναν ἔτσι.
Κάπου ἐδῶ τελειώνουν οἱ λογικὲς ἐξηγήσεις καὶ ἀρχίζει ἡ ποίηση. Ἡ ποίηση ἑνὸς τεχνίτη ποὺ γνωρίζοντας φυσικὰ τὴ χρηστικὴ ἐξήγηση αὐτῆς τῆς μικρῆς, φαινομενικῆς «κακοτεχνίας» ἐπέλεξε νὰ τὴν μπλέξει μὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, μὲ τὸ πάθος τῆς τελειότητας καὶ τὴν ἔπαρσή της.
Βέβαια τὸ σκόπιμο λάθος δὲν εἶναι λάθος, εἶναι στρατηγική, εἶναι μία παραπλάνηση ποὺ στοχεύει κάπου. Ἂς ποῦμε πὼς εἶναι ἄλλη μία ἔκφανση τῆς ἀτελοῦς φύσης μας. Ἡ ὁποία –εὐτυχῶς ἢ δυστυχῶς –δὲν ἔχει ἀνάγκη κανένα προσχηματικὸ λάθος γιὰ νὰ ἀποδειχτεῖ περίτρανα.
Ὅμως εἶναι ὄμορφη σκέψη πὼς μόνο ὁ Θεὸς χτίζει τέλεια καὶ ἐμεῖς, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, μπορεῖ νὰ πλησιάσουμε ἀλλὰ τὸ περισσότερο ποὺ θὰ καταφέρουμε εἶναι νὰ φοβηθοῦμε τὴν ὕβρη. Μπορεῖ σὲ κάποιους νὰ ἀκούγεται ὡς ἡττοπαθὴς παραδοχὴ ἑνὸς «θεοφοβικοῦ», ἀλλὰ μόνο αὐτὸ δὲν εἶμαι.
Ἁπλὰ μοῦ ἀρέσει νὰ σκέφτομαι πὼς στὴν ἀναμέτρησή μας μὲ κάτι ἀνώτερο, ὑπάρχει στὸ τέλος τοῦ δρόμου ἡ ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἑαυτό σου, ὄχι μόνο στὸ ἄνευ ὁρίων ὄνειρο καὶ στὶς ἄπειρες δυνατότητές σου ἀλλὰ καὶ στὴν ταπεινότητα.
Ὀδυσσέας Ἰωάννου

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024



Περιστερὰ διψῶσα
Περιστερά τις σφόδρα ἐδίψα καὶ ἐφ᾿ ὕδατος ζήτησιν τῇδε κἀκεῖσε περιήρχετο.
Ἰδοῦσα δὲ ἔν τινι τοίχῳ ἐζωγραφημένην ὑδρίαν ἐδόκει ἀληθῶς ὁρᾶν ὕδατος σκεῦος μεστόν, καὶ ἐλθοῦσα τοῦ πιεῖν τῷ τοίχῳ προσέκρουσε καὶ αὐτίκα τοῦ ζῆν ἀπερρήγνυτο.
Ὅτε δὲ πρὸς τελευταίαν ἐγγίσασα ἀναπνοὴν ἦν, ἐν ἑαυτῇ ἔλεγεν ὅτι «δυστυχὴς ὄντως ἐγὼ καὶ ἀθλία, ἐφ᾿ ᾧ ὕδατος γλιχομένη μὴ θανάτου ἐμνημόνευον».
 Οὗτος δηλοῖ ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος.
Ἕνα περιστέρι ἦταν τόσο διψασμένο, ὥστε πετοῦσε σὰν τρελὸ ἐδῶ κι ἐκεῖ γιὰ νὰ βρεῖ λίγο νερό.
Ξαφνικά, εἶδε σὲ κάποιο τοῖχο ζωγραφισμένο ἕνα κανάτι καὶ νόμισε πὼς εἶναι ἀληθινό. Πῆρε φόρα λοιπὸν κι ὅρμησε νὰ ξεδιψάσει μὲ τὸ νερὸ ποὺ τάχα ἦταν γεμάτη ἡ ζωγραφιά. Φυσικὰ, ἔσκασε στὸν τοῖχο καὶ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Λίγο πρὶν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:
«Τί ἀτυχία κι αὐτή! Ἀπ᾿ τὴν πολλή μου δίψα, ξέχασα, τὸ δύστυχο, πὼς ὑπάρχει καὶ θάνατος».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑπομονή εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη βιασύνη.
Αἰσώπου Μῦθοι

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024



Λάμπει ἐσωτερικὰ σὰν ἀστέρι
Σὲ ποιόν θέλεις περισσότερο ν’ ἀφιερώσεις τὴ ζωή σου; Τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς σου καθορίζεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα ἐκείνου πρὸς τὸ ὁποῖο περισσότερο κλίνεις. Ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν Θεό, ἔχει ἕνα πνεῦμα θείου φόβου καὶ εὐλάβειας. Ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔχει ἕνα πνεῦμα αὐτάρεσκο, ἐγωιστικό, φίλαυτο, σαρκικό. Καὶ ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ἔχει ἕνα πνεῦμα φιλόκοσμο καὶ μάταιο. Κρίνοντας ἀπ’ αὐτὰ τὰ γενικὰ χαρακτηριστικά, βρὲς τί πνεῦμα ὑπάρχει μέσα σου.
Συνήθως στὶς γιορτὲς εὔχονται εὐτυχία. Εὐτυχία, λοιπόν, σοῦ εὔχομαι κι ἐγώ. Γιατί, ὅμως, κάνουμε αὐτὴ τὴν εὐχή; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κανένας μέχρι σήμερα δὲν ἔχει καθορίσει μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια τὸ τὶ εἶναι εὐτυχία καὶ τὸ ποιός εἶναι πραγματικὰ εὐτυχισμένος. Θαρρῶ πὼς εὐτυχισμένος εἶναι ὅποιος νιώθει ἔτσι. Ὅταν, λοιπόν, σοῦ εὔχομαι εὐτυχία, αὐτὸ ἀκριβῶς εὔχομαι: Νὰ νιώθεις πάντα εὐτυχισμένη! Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόσο διαφορετικὲς ἐπιθυμίες, τόσο διαφορετικὰ γοῦστα καί, συνακόλουθα, τόσο διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν εὐτυχία, ποὺ μπερδεύεται κανεὶς γιὰ τὰ καλά, σοῦ ξεκαθαρίζω δίχως περιστροφές: Ὅσο δὲν ζεῖς πνευματικά, μὴν περιμένεις εὐτυχία.
Ἡ διανοητικὴ καὶ σαρκικὴ ζωή, ὅταν οἱ συνθῆκες εἶναι εὐνοϊκές, δίνουν κάτι σὰν εὐτυχία. Μὰ δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ μιὰ φευγαλέα καὶ ἀπατηλὴ γεύση εὐτυχίας, ποὺ γρήγορα χάνεται. Πέρα ἀπ’ αὐτό, ὅταν ἡ διανοητικότητα καὶ ἡ σαρκικότητα κυριαρχοῦν στὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ταράζονται ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἐπιθυμίες καὶ συναισθήματα. Τὸ δηλητήριο τῶν παθῶν δηλητηριάζει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ ἀφιόνι, ἀλλὰ τὸν κάνει νὰ ξεχνᾶ πρόσκαιρα τὴ δυστυχία του, ὅπως πάλι τὸ ἀφιόνι. Ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀπεναντίας, ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ πάθη, τοῦ προσφέρει τὶς εὐλογίες τοῦ πνεύματος καὶ τὸν κάνει ἀληθινὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ εὐτυχισμένο.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος λάμπει ἐσωτερικὰ σὰν ἀστέρι. Συχνά, μάλιστα, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ λαμπρότητα περνᾶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ στὸ σῶμα καὶ γίνεται ὁρατὴ στοὺς ἄλλους.
Ὅταν ἔμενα στὴν Πετρούπολη, στὴ δεκαετία τοῦ 1840, ἀκούγοντας γι’ αὐτὸ ἀπὸ κάποιους, θέλησα νὰ τὸ διαπιστώσω μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια. Ἤμουνα, βλέπεις, νεαρὸς τότε καὶ δύσπιστος. Ἔτυχε, λοιπόν, νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἕνας μοναχός, στὸν ὁποῖο οἱ ἐνέργειες τῆς χάριτος ἦταν ἤδη ἔκδηλες. Ἀρχίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὅσο πιὸ πολὺ αὐτοσυγκεντρωνόταν, ὅσο πιὸ πολὺ ἡ σκέψη του βάθαινε, τόσο πιὸ φωτεινὸ γινόταν τὸ πρόσωπό του· ὥσπου, τελικά, ἔγινε λευκὸ σὰν τὸ χιόνι, μὲ τὰ μάτια του ν’ ἀστράφτουν. Λένε ὅτι καὶ ὁ γέροντας Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ πολὺ συχνὰ ἔλαμπε, ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, καὶ ὅλοι τὸν ἔβλεπαν φωτόλουστο.
Πολλὲς τέτοιες περιπτώσεις συναντᾶμε στὶς διηγήσεις τῶν ἁγίων πατέρων. Ἀναφέρεται, γιὰ παράδειγμα, στὸ Γεροντικὸ ὅτι ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τῆς Πανεφῶ, ὅταν προσευχόταν μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, τὰ δάχτυλά του γίνονταν σὰν δέκα λαμπάδες ἀναμμένες. Τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἀββὰς Λώτ, ποὺ τὸ εἶδε. Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, πάλι, εἶναι γραμμένο τὸ ἀκόλουθο περιστατικό: Πῆγε κάποτε στὸ κελί του, στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἕνας ἀδελφός. Χτύπησε τὴν πόρτα, μὰ δὲν πῆρε ἀπάντηση. Σκύβοντας τότε, κοίταξε μέσα ἀπὸ τὴ θυρίδα. Καὶ τί νὰ δεῖ! Ὁ ἀββὰς Ἀρσένιος ἦταν ὅλος φωτιά! Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες, τέλος, ὅταν συνάντησε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό, εἶδε τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ σῶμα του νὰ λάμπουν σὰν ἀγγέλου. Καὶ μὴν μπορώντας ν’ ἀτενίσει ἐκείνη τὴν τόση λαμπρότητα, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ.
Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τῆς χάριτος… Ὅλοι οἱ φωτεινοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μετέχουν χαρισματικὰ στὸ ἄκτιστο φῶς –δηλαδὴ στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια– τοῦ Κυρίου, στὸ φῶς ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης στὸ ὅρος Θαβώρ, ὅταν Ἐκεῖνος μεταμορφώθηκε, ὅταν «τὸ πρόσωπό Του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο» καὶ «τὰ ροῦχα Του ἔγιναν ἀστραφτερά, κατάλευκα σὰν τὸ χιόνι».
Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024


Στοὺς τρεῖς γιούς μου, τὴν κόρη μου, τὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονά μου
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη μου (Α)
Εἶμαι πλέον 79 χρονῶν. Ἡ καρδιά μου ἐξασθενεῖ καὶ οἱ δυνάμεις μου μὲ ἐγκαταλείπουν καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου ἀπὸ τούτη τὴ γῆ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄφησε διαθήκη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ».
Δὲν τολμῶ βέβαια νὰ πῶ πρὸς ὅλους τους Χριστιανούς, ἀλλὰ σὲ σᾶς, τὰ παιδιά μου, μπορῶ νὰ πῶ: Μιμηθεῖτε ἐμένα, ὅπως καὶ ἐγὼ τὸν Ἀπ. Παῦλο. Ἦταν σκληρὴ καὶ δύσκολη ἡ ζωή μου, ἀλλὰ οὐδέποτε προσευχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ γίνει εὔκολη.
Διότι εἶναι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴν καὶ ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν».
Καὶ ἀκόμη, «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Διαβάστε ἀκόμη τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι».
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ 25 χρόνια ἡ ζωή μου ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγροτικοῦ χειρουργοῦ καὶ καθηγητῆ τῆς χειρουργικῆς, καὶ μετὰ ἕνδεκα χρόνια διώξεων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς φυλακὲς καὶ στὶς σκληρὲς ἐξορίες.
Ἀπὸ τὸ 1944 συνδύαζα τὴν ἐπίπονη διακονία τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν θεραπεία τῶν τραυματιῶν στὸ Ταμπὼφ καὶ μόλις τὸ 1946 ὁλοκληρώθηκε ἡ χειρουργική μου δραστηριότητα καὶ παρέμεινε μόνον ἡ Ἀρχιερατική.
Στὸν πολὺ κόσμο ἦταν ἀκατανόητο πῶς μποροῦσε ἕνας μεγάλος χειρουργός, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ Α' βραβεῖο Στάλιν, νὰ ἀφήσει τὴ χειρουργικὴ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ περίεργο σ' αὐτό, γιατὶ ἀπὸ τὰ νεανικά μου κιόλας χρόνια, ὁ Κύριος μὲ προόρισε γιὰ τὴν ὑπέρτατη μορφὴ διακονίας σ’ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν τελείωσα τὸ Γυμνάσιο, στὴν τελετὴ ἀποφοίτησης, ἔλαβα ἀπὸ τὸν Διευθυντὴ τοῦ σχολείου τὸ ἀπολυτήριο Γυμνασίου, τὸ ὁποῖο τὸ εἶχε βάλει στὸ Ἱερὸ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τὸ εἶχα διαβάσει καὶ πρίν, ἀλλὰ τώρα, ὅταν διάβασα ἐκ νέου τὰ λόγια του Χριστοῦ ἀπευθυνόμενα στοὺς Ἀποστόλους: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι», ἡ καρδιά μου σκίρτησε καὶ ἀναφώνησα σιωπηλά: «Ὤ, Κύριε! Σοῦ λείπουν οἱ ἐργάτες;».
Πέρασαν χρόνια. Ἔγινα διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς καὶ σκέφθηκα νὰ γράφω τὸ βιβλίο «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων». Ὅταν πῆρα τὴν ἀπόφαση αὐτή, μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἑξῆς περίεργη σκέψη: «Ὅταν θὰ ὁλοκληρωθῆ τὸ βιβλίο αὐτό, θὰ τὸ ὑπογράφει τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐπισκόπου». Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ἀπὸ ποῦ προερχόταν αὐτὴ ἡ σκέψη. Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὅμως, κατάλαβα ὅτι ἦταν μία σκέψη ποὺ μοῦ εἶχε ὑποβληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι μετὰ τὴν πρώτη μου σύλληψη, στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητῆ τῶν φυλακῶν, ὁλοκλήρωσα τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου μου καὶ στὸ ἐξώφυλλο ἔγραφα: «Ἐπίσκοπος Λουκᾶς, Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων».
Πέρασαν ἀκόμη δύο χρόνια. Ἤμουν στὴν πρώτη ἐξορία στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέισκ. Ἦρθε τότε ἐντελῶς ξαφνικὰ νὰ μὲ συναντήσει ἕνας μοναχὸς ἀπ' τὸ Κρασνογιάρσκ. Στὴν πόλη αὐτὴ ὅλοι οἱ ἱερεῖς εἶχαν προσχωρήσει στοὺς «νεωτεριστές», καὶ ὁ πιστὸς στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία λαὸς ἔστειλε αὐτὸν τὸν μοναχὸ νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας, ὄχι σὲ μένα στὸ Γενισέισκ, ἀλλὰ στὸ Μινουσὶνσκ σὲ ἕναν ἄλλο ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο. Μία ἀνεξήγητη ὅμως δύναμη τὸν καθοδήγησε σὲ μένα στὸ Γενισέισκ. Ὅταν μὲ ἀντικρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε καὶ βουβάθηκε. Ἀποδείχθηκε πώς, ὅταν μὲ εἶδε, ἀναγνώρισε ξεκάθαρα ἐκεῖνον τὸν ἀρχιερέα ποὺ εἶχε δεῖ σὲ ἕνα ἀξέχαστο ὄνειρο, νὰ τὸν χειροτονεῖ ἱερέα δέκα χρόνια πρίν, ἐνῶ ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἤμουν δημογιατρὸς στὴν πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.
Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μὲ προίκισε μὲ διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα μὲ τὸ Γυμνάσιο, τελείωσα καὶ τὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου. Εἶχα μεγάλο ταλέντο στὴ ζωγραφικὴ καὶ ἀποφάσισα νὰ δώσω στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὰ μισὰ τῶν ἐξετάσεων ὅμως τὶς ἐγκατέλειψα, γιατὶ θεώρησα πὼς πρέπει νὰ ὑπηρετήσω τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἔργο πιὸ ὠφέλιμο ἀπ' ὅ,τι ἡ ζωγραφική. Ἂν καὶ κεῖνο τὸ διάστημα εἶχε ξεκαθαρίσει μέσα μου ἡ κατεύθυνση τῆς ζωγραφικῆς δραστηριότητας τὴν ὁποία θὰ ἀκολουθοῦσα, ἐὰν δὲν ἐγκατέλειπα τὴ ζωγραφική: θὰ ἦταν καθαρὰ θρησκευτικὴ κατεύθυνση, ἢ θὰ ἀκολουθοῦσα τὰ ἴχνη τῶν Β. Βασνετσὼφ καὶ Νέστερωφ.
Ἀπὸ τότε μὲ ἀπασχολοῦσαν πολὺ καὶ ἐπίμονα τὰ δύσκολα ζητήματα τῆς θεολογίας. Τὸ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα μου ἦταν ἡ ἔντονα ἔκδηλη ἐπιθυμία νὰ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μόνο χάρη σ' αὐτό, παρὰ τὴν μεγάλη ἀντιπάθειά μου πρὸς τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἔδωσα ἐξετάσεις στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κιέβου καὶ τελείωσα μὲ ἄριστα.
Ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο κιόλας ἐκδηλώθηκε τὸ μεγάλο μου ταλέντο τοῦ ἀνατόμου καὶ χειρουργοῦ καὶ οἱ συμφοιτητές μου δὲν ἤθελαν κὰν νὰ ἀκούσουν πὼς προτίθεμαι νὰ γίνω δημογιατρός. Εἶχαν ἀποφασίσει ὁμόφωνα πὼς θὰ γίνω καθηγητὴς ἀνατομίας ἢ χειρουργικῆς. Ἀπ' ὅ,τι γνωρίζετε, εἶχαν μαντέψει σωστὰ τὸ μέλλον μου.
Ὡς δημογιατρὸς ἐργάστηκα γιὰ δεκατρία χρόνια ἀπὸ 12 ἕως 14 ὧρες τὴν ἡμέρα. Σκεφτόμουν σοβαρὰ νὰ ἐγκαταλείψω τὸ δημοτικὸ νοσοκομεῖο καὶ νὰ πάω σὲ ἀπομακρυσμένα χωριὰ ὅπου οἱ δύστυχοι ἄνθρωποι πεθαίνουν δίχως νάχουν καμμιὰ ἰατρικὴ βοήθεια. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικὰ γιὰ μένα. Μὲ ἔστειλε στὴν Τασκένδη, ὅπου ἤμουν ἕνας ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς τοῦ Πανεπιστημίου Μέσης Ἀσίας καὶ καθηγητὴς τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ ἄμεσης χειρουργικῆς. Ἦταν οἱ ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Στὰ χρόνια τῆς πλήρους ἀσυδοσίας τῶν ἀντιθρησκευτικῶν διαδηλώσεων καὶ καρνάβαλων, ὅπου χλεύαζαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἡ καρδιά μου φώναξε: «Δὲν μπορῶ νὰ σιωπῶ».
Στὴν Τασκένδη γινόταν τότε κληρικολαϊκὸ συνέδριο. Ἤμουν παρὼν καὶ γιὰ κάποιο σημαντικὸ πρόβλημα εἶχα κάνει μία ἐνθουσιώδη ὁμιλία. Αὐτὴ ἡ ὁμιλία εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἐπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο καὶ στὸ τέλος τοῦ συνεδρίου μοῦ εἶπε ξαφνικά: «Γιατρὲ πρέπει νὰ γίνετε ἱερέας».
Ἦταν ἐντελῶς ἀπροσδόκητο γιὰ μένα, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιερέα τὰ ἐξέλαβα ὡς κλήση τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν χειλέων του, καὶ χωρὶς νὰ ταλαντευτῶ οὔτε ἕνα λεπτό, ἀπάντησα: «Ἐντάξει, Σεβασμιώτατε, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νὰ γίνω ἱερέας».
Καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἐγώ, ὁ καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, μὲ ξενοδανεικὸ ράσο παρουσιάστηκα στὸν Ἐπίσκοπο ποὺ στεκόταν στὸν θρόνο καὶ χειροτονήθηκα ὑποδιάκονος καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας διάκονος. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἤμουν ἤδη ἱερέας - ἐφημέριος στὸν καθεδρικὸ ναό.
Ἕνα χρόνο καὶ δύο μῆνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή μου, πέθανε ἡ σύζυγός μου καὶ μητέρα σας. Ὁ μικρότερος ἀπὸ σᾶς, ὁ Βαλεντίνος, ἦταν τότε ἕξι χρονῶν καὶ ὁ μεγαλύτερος, ὁ Μιχαήλ, δεκατεσσάρων.
Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως