Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

 


«Ὁ λαὸς πιστεύει, ἀλλὰ θέλει καὶ μερακλῆ τσομπάνο»

Δημήτριος Γκαγκαστάθης Ἱερεύς

Στὶς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 1975 ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης. Τὸ πνευματικό του τέκνο, ὁ Στυλιανὸς Κεμεντζετζίδης, ἔχει ἐκδόσει τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα του γιὰ νὰ γνωρίσουμε πῶς πολιτεύθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ γνήσιος ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων Του.

Ἦταν πραγματικὸς παπᾶς, λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ θυσίαζε τὴν ζωή του ὑπὲρ τῶν προβάτων. Ὅταν τὸν κατεδίωκαν οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ, κατέφυγε στὴν Μητρόπολι Τρικάλων καὶ τὸν ἔστειλαν γιὰ προστασία στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ Ζέρβα.

Διηγεῖται ὁ ἴδιος:

«Ἀποφάσισαν νὰ μὲ πάρουν στὸ Βοργαρέλι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μὲ στείλουν μὲ τὸ ἀεροπλάνο στὴν Μέση Ἀνατολή, στὴν Ἑλληνική Κυβέρνησι. Ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ κομμουνισμὸς καὶ τὸ ΕΑΜ καταδιώκει τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ πάρουν αὐτοὶ γαλόνια (βαθμούς) καὶ ἐμένα νὰ μὲ δώσουν δόξες, τιμὲς καὶ θέσι ἐξαιρετική. Τοὺς εἶπα· θὰ μὲ ἀφήσετε ἀπόψε νὰ προσευχηθῶ καὶ τὸ πρωΐ θὰ σᾶς ἀπαντήσω. Διὰ τῆς προσευχῆς ἔβγαλα τὴν ἀπόφασι: ὄχι. Δὲν πρέπει, εἶπα, νὰ φύγω μακρυὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό μου καὶ ἀπὸ τὸ Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Ἄς βασανιστῶ καὶ ὑποφέρω, θὰ μείνω ἐδῶ, πλησίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τοῦ χρυσοῦ. Θὰ πεθάνω στὴν πόρτα τῶν Ταξιαρχῶν, σύμφωνα μὲ τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσα».

Καὶ δὲν εἶναι εὔκολα λόγια αὐτά. Δὲν εἶναι κηρύγματα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Τὸ πόσο βασανίστηκε, τὸ τί ὑπέστη, δὲν τὸ χωρεῖ νοῦς ἀνθρώπου...

Ὅμως καὶ τὸ ποίμνιό του τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ τὸν προστάτευε, ὅσο μποροῦσε, ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἐπίβουλους:

«Τὸ στρατηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ συνῆλθε καὶ ἀποφάσισε νὰ μὲ πάρουν μὲ τὸ μέρος τους... : Ἤθελαν νὰ μὲ δώσουν ἕνα ἄλογο νὰ γυρίζω στὰ χωριὰ γιὰ καθοδήγησι καὶ 4 ἄνδρες γιὰ σωματοφυλακή, νὰ μὲ φυλάγουν. Τὸ μεγαλύτερο σατανικὸ ἀξίωμα. Ἔρχονται στὸ χωριό. Συναθροίζονται ὅλοι τῆς περιφέρειας τὰ ὑπεύθυνα πρόσωπα καὶ ἀναφέρουν τὴν διαταγή. Ὅλοι οἱ χωρικοὶ ἐταράχθησαν. Τί πράγματα εἶναι αὐτὰ, εἶπαν, καὶ δὲν ἀφήνετε ἥσυχο τὸν παπᾶ μας; Ἐσεῖς θέλετε μὲ αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψετε. Τί συμβαίνει πάλι; τοὺς ἐρωτῶ. Μὲ δείχνουν τὴν διαταγή. Τὴν διαβάζω καὶ τοὺς λέγω: Αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ζητᾶτε ἐσεῖς ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὰ κάνω. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ θέλει ἄνθρωπο μορφωμένο καὶ ἔμπειρο. Καὶ ὕστερα ἐγὼ τὸ ἔχω δηλώσει, θέλω νὰ πεθάνω πραγματικὸς παπᾶς καὶ ὄχι μασκαρᾶς. Δὲν ἀναλαμβάνω τέτοια δουλειὰ καὶ ὅ,τι θέλει ἄς γίνει. Τί σήμερα, τί ἀργότερα, ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος γιὰ τὸν Χριστὸ νὰ θυσιαστῶ ὅποια ὥρα θέλήσετε. Τὸ χωριὸ ὑπὲρ ἐμοῦ... Ἔφυγαν καὶ πάλι ἄπρακτοι. Βλέπετε πόσον ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή!»

«Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 ὁ Δεσπότης Κοζάνης Ἰωακείμ ἐξέδωκε καταδικαστικὴ ἀπόφασι, δὶς εἰς θάνατον. Ὁ πρῶτος ποὺ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη μου, ἐρήμην, ἦταν ὁ Δεσπότης. Ἐστειλε καὶ τὸν Ἀρχιμανδρίτη του, παπᾶ Κοσμᾶ, μὲ πέντε ἀντάρτες, νὰ μὲ ἐκτελέσουν καὶ ἡσυχάσουν, ἐπειδὴ πολὺ τοὺς ἀνησυχοῦσα καὶ τοὺς χαλνοῦσα τὰ σχέδιά τους, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν δουλειὰ στὸ χωριό. Οἱ ἐνορίτες μου μὲ ἄκουγαν, ἐπειδὴ πρῶτος ἐγὼ ἔτρεχα στοὺς κινδύνους, γιὰ νὰ τοὺς σώσω, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο μποροῦσα».

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κοίταζε πρὸς τὰ πάνω καὶ ρύθμιζε τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν οὐράνια, αἰώνια πραγματικότητα. Ἄν κοίταζε καὶ ἔκρινε μὲ τὰ κάτω καὶ μὲ τοὺς γύρω του ἀναπόφευκτα καὶ ὁ βίος του θὰ ἦταν ἀντίστοιχος:

«Μεταχειρίστηκαν καὶ ἄλλα σατανικὰ μέσα. Ἔβαλαν τοὺς ἄλλους ἱερεῖς νὰ ποῦν τὴν παπαδιά: Μήπως μονάχα αὐτὸς δὲν θέλει τὸν κομμουνισμό; Καὶ ἐμεῖς δὲν τὸν θέλουμε. Τί νὰ κάνωμε ὅμως; Ἄς τοὺς κάνωμε τώρα τὸ κέφι καὶ ἅμα ἀλλάξει ἡ κατάστασις, αὐτοὺς θὰ λογαριάσωμε; Καὶ τὸ ἐπέτυχαν. Ἡ παπαδιὰ ἄρχισε νὰ μὲ γκρινιάζῃ καὶ νὰ φωνάζῃ ἐναντίον μου».

«Μοῦ λέγει ἡ παπαδιά: Πράγματι χαζάθηκες. Ἐσὺ θὰ φέρης ἀποτέλεσμα μόνος; Δὲν βλέπεις τοὺς ἄλλους παπάδες τῶν γύρω χωριῶν, ποὺ κάθονται στὰ σπίτια τους, δουλεύουν, τρώγουν καὶ πίνουν μὲ τὶς οἰκογένειές τους; Ὅ,τι θὰ γίνῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο θὰ γίνῃ καὶ γιὰ ἐμᾶς. Τῆς λέγω: Θὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸν χρυσό. Κομμουνιστὴς δὲν γίνομαι».

«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μοῦ λέγουν: Πῶς κατάντησες νὰ ὑποφέρῃς τόσα πράγματα καὶ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια; Τοὺς ἀπαντῶ: Ὑπέφερε ὁ Χριστὸς γιὰ ἐμᾶς, πρέπει τώρα καὶ ἐμεῖς νὰ ὑποφέρουμε γιὰ τὸν Χριστὸ. Θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ φύγῃ αὐτὴ ἡ καταχνιὰ καὶ ἡ βρωμιά καὶ θὰ λάμψῃ πάλιν ἡ Ἐκκλησία».

(Τὰ ἀποσπάσματα εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ Βίος –Θαύματα-Νουθεσίαι καὶ Ἐπιστολαί)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου