Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

 


Ἡ θεραπευτικὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας (β)

Στὴν ὑπερφυσική της λειτουργία ἡ καρδιά γίνεται χῶρος ἐνεργοποίησης τοῦ νοῦ. Στὸν γλωσσικὸ κώδικα τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ νοῦς (στὴν Κ.Δ. ὀνομάζεται «πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς») εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεό, φθάνοντας στὴν θέα τοῦ Θεοῦ ἢ θεοπτία. Βέβαια πρέπει νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν σημαίνει γνώση τῆς ἀμέθεκτης καὶ ἀπρόσιτης θείας οὐσίας, ἀλλὰ τῆς θείας ἐνέργειας. Ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐκδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ ὀνομάζεται «νοερὰ λειτουργία» τῆς καρδιᾶς. Διευκρινίζουμε, καὶ πάλι, ὅτι Νοῦς καὶ Λόγος (Λογική) ὀρθόδοξα δὲν ταυτίζονται, διότι ἡ λογικὴ ἐνεργεῖται στὸν ἐγκέφαλο, ἐνῷ ὁ νοῦς στὴν καρδιά.

Ἡ νοερὰ λειτουργία πραγματώνεται ὡς ἀδιάλειπτη προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ, καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες μας «μνήμη Θεοῦ». Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν καρδιά του τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ», ἀκούοντας δηλαδὴ στὴν καρδιά του τὴν «φωνή» ἔχει αἴσθηση τῆς «ἐνοικήσεως» τοῦ Θεοῦ μέσα του. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴ Β´ ἐπιστολή του λέγει, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μένει ἀδιάλειπτη, ὅταν δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἀλλὰ ὁ νοῦς «ἀναχωρεῖ» πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ ἐνεργούμενος ἀπὸ τὴν θεία ἐνέργεια πιστὸς ἀποφεύγει τὶς ἀναγκαῖες φροντίδες τῆς ζωῆς, μένοντας στὴν ἀπραξία ἢ σὲ κάποια ἔκσταση, ἀλλὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὶς φροντίδες αὐτές, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται ἡ λογική. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα ποὺ μᾶς ἀγγίζει: Ἕνας ἐπιστήμονας ποὺ ἔχει ἀποκτήσει καὶ πάλι τὴν νοερὰ λειτουργία, μὲ τὴν λογικὴ ἀσχολεῖται μὲ τὰ προβλήματά του, ἐνῷ ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιὰ διατηρεῖ ἀδιάλειπτη τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ διασῴζει καὶ τὰ τρία παραπάνω μνημονικὰ συστήματα εἶναι ὁ Ἅγιος. Αὐτὸς εἶναι ὀρθόδοξα ὁ ὑγιὴς (normal) ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ θεραπεία τῆς Ὀρθοδοξίας συνδέεται μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἁγιότητα.

Ἡ μὴ λειτουργία ἢ ὑπολετουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ οὐσία τῆς πτώσεως. Τὸ περιβόητο «προπατορικὸ ἁμάρτημα» εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀρχὴ ἀκόμα τῆς ἱστορικῆς του παρουσίας, νὰ διασώσει τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴν κοινωνία δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό, στὴν καρδιά του. Σ᾿ αὐτὴ τὴν νοσηρὰ κατάσταση μετέχουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, διότι δὲν εἶναι κάποιο ἠθικό, προσωπικὸ δηλαδή, ἁμάρτημα, ἀλλὰ νόσος τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου («Νενόσηκεν ἡμῶν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καὶ μεταδίδεται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο ὅπως ἡ ἀρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σὲ ὅσα ἄλλα προέρχονται ἀπὸ αὐτό.

Ἡ ἀδρανοποίηση τῆς νοερᾶς λειτουργίας ἢ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σύγχυσή της μὲ τὴν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους μας, ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἄγχος καὶ στὸ περιβάλλον καὶ στὴν ἐκζήτηση τῆς εὐδαιμονίας μέσα ἀπὸ τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τῆς ἀντικοινωνικότητας. Στὴν κατάσταση τῆς νόσου τῆς πτώσεως ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο γιὰ τὴν κατοχύρωση τῆς προσωπικῆς του ἀσφάλειας καὶ εὐτυχίας. Ἡ χρήση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν «θρησκεία» (προσπάθεια ἀπόσπασης τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ), ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ αὐτοθεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου («αὐτείδωλον ἐγενόμην» λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν «Μέγαν Κανόνα» του). Ἡ χρήση τοῦ συνανθρώπου καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τῆς κτίσης γίνεται μὲ τὴν ἐκμετάλλευσή της μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ νόσος, τὴν ὁποία ζητεῖ νὰ θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἐντασσόμενος ὁλόκληρος στὸ «πνευματικὸ θεραπευτήριο» τῆς Ἐκκλησίας.

2) Σκοπὸς τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνίας στὸν κόσμο, εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἀποκατάσταση τῆς καρδιακῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό, τῆς νοερᾶς δηλαδὴ λειτουργίας. Κατὰ τὸν καθηγητὴ π. Ἰ. Ρωμανίδη «ἡ πατερικὴ παράδοσις δὲν εἶναι οὔτε κοινωνικὴ φιλοσοφία, οὔτε ἠθικὸν σύστημα, οὔτε θρησκευτικὸς δογματισμός, ἀλλ᾿ εἶναι θεραπευτικὴ ἀγωγή. Εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁμοιάζει πολὺ μὲ τὴν Ἰατρικὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν Ψυχιατρικήν. Ἡ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ποὺ προσεύχεται νοερῶς καὶ ἀδιαλείπτως εἰς τὴν καρδίαν, εἶναι ἕνα φυσιολογικὸ ὄργανον, ποὺ ὅλοι τὸ ἔχουν καὶ τὸ ὁποῖο χρειάζεται θεραπεία. Οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε καμία τῶν γνωστῶν θετικῶν ἢ κοινωνικῶν ἐπιστημῶν δύναται νὰ θεραπεύσει τὸ ὄργανον αὐτὸ [...] Διὰ τοῦτο ὁ ἀθεράπευτος δὲν γνωρίζει οὔτε κἂν την ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου».

Ἡ ἀνάγκη θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὰ παραπάνω, εἶναι πανανθρώπινη ὑπόθεση, σχετιζόμενη πρῶτα μὲ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου στὴ φυσική του ὕπαρξη μὲ τὴν ἐνεργοποίηση καὶ τῆς τρίτης μνημονικῆς λειτουργίας. Ἐπεκτείνεται ὅμως καὶ στὴν κοινωνικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κοινωνεῖ ὡς ἀδερφός μὲ τὸν συνάνθρωπό του, πρέπει ἡ ἰδιοτέλειά του, ποὺ λειτουργεῖ τελικὰ ὡς φιλαυτία, νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἀνιδιοτέλεια («ἡ ἀγάπη... οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἀνιδιοτελὴς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ), ποὺ δίνει τὰ πάντα χωρὶς ἀντάλλαγμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ἡ «κοινοκτημοσύνη», ἀλλὰ ἡ «ἀκτημοσύνη», ὡς αὐτοπαραίτηση ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση. Διότι μόνον τότε εἶναι δυνατὴ ἡ δικαιοσύνη.

π. Γεώργιος Μεταλληνός 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου