Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025
Κυριακή 29 Ιουνίου 2025
Σάββατο 28 Ιουνίου 2025
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.
Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025
Ἐκοίταξεν ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του,
εἶδε τὴν ἀγελάδα, τὸ μοσκάρι,
τὸ βόδι ποὺ μασοῦσε τὸ σανό του.
ἀνέβηκεν ἐπάνω στὴ συκιά μας,
ἐμέτρησε τὰ λίγα πρόβατά μας,
εἶδε τὸ γάϊδαρό μας καὶ γελοῦσε.
ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπ᾿ τὸ κοπάδι,
χωρὶς κουβᾶ κατέβη στὸ πηγάδι
κι ἤπιε πολὺ νερὸ νὰ ξεδιψάσει.
στὸν οὐρανὸ τὸ καθαρὸ ἀνεβαίνει.
Μιὰ χήνα τὸ κοιτάζει σαστισμένη
κι ὁ σκύλος μας ἀκόμα τὸ γαβγίζει.
Τρίτη 24 Ιουνίου 2025
Νὰ εἶσαι
σεμνὸς
Τὸ ποίημα τοῦ Κώστα Κρυστάλλη «Στὸ Σταυραητό», δὲν θὰ φύγει ποτὲ ἀπὸ τὴ
μνήμη μου:
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μὲσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μὲσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
Τὸ διάβαζα στὸν Ὀρέστη Μακρή, στὸ καμαρίνι, κι ἔκλαιγε.
Διάβασέ μου το, ἄλλη μία φορά, μοῦ ἔλεγε.
Ὁ Μακρὴς δὲν ἦταν μόνο σπουδαῖος ἠθοποιός, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα
διαβασμένος. Τοῦ ἄρεσε νὰ μὲ συμβουλεύει. Μοῦ ἔλεγε συνέχεια:
«Τὸ στάχυ... Νὰ εἶσαι σεμνός. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν φτάσεις, ποτὲ μὴ φουσκώσεις.
Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι εἶναι σεμνοί. Δὲν κάνουν ἐπίδειξη. Τὸ μεστωμένο στάχυ, ποὺ
εἶναι γεμάτο ἀπὸ καρπό, εἶναι γυρτό. Τὸ γυρτὸ σημαίνει σεμνότητα. Τὸ ἀδειανὸ
στάχυ πάει ὅπου φυσᾶ ὁ ἀέρας γιατὶ δὲν ἔχει τίποτα μέσα.»
Νίκος Ρίζος
Στὸ
Σταυραητό
Ἀπὸ μικρὸ κι
ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε
μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ
περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ
βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿
ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον
ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε,
σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
Κώστας Κρυστάλλης
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
Κυριακή 22 Ιουνίου 2025
Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ραγίζουν τὴν
καρδιὰ
–Γέροντα, τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός;
–Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς θέλει τὴν προαίρεσή μας, τὴν ἀγαθή μας διάθεση, ποὺ θὰ τὴν
ἐκδηλώνουμε μὲ τὸν ἔστω καὶ λίγο φιλότιμο ἀγώνα μας, καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός
μας. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ δίνει Ἐκεῖνος. Δὲν χρειάζονται μπράτσα στὴν πνευματικὴ ζωή.
Νὰ ἀγωνιζώμαστε ταπεινά, νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε
γιὰ ὅλα.
Αὐτὸς ποὺ ἐγκαταλείπεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς κανένα δικό του
σχέδιο, περνᾶ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι γαντζωμένος στὸν ἑαυτό
του, μένει πίσω· δὲν προχωράει πνευματικά, γιατὶ ἐμποδίζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ προκόψη, χρειάζεται πολλὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ χαϊδεύει μὲ τὴν ἀγάπη Του τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ οἱ καρδιές μας ἔχουν πιάσει πουρί. Ὅταν
καθαρίση τὴν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος, συγκινεῖται, διαλύεται, τρελλαίνεται, γιατὶ
βλέπει τὶς εὐεργεσίες, τὶς καλωσύνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ τὸ ἴδιο. Γι
̓ αὐτοὺς ποὺ ταλαιπωροῦνται, πονάει· γι ̓ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πνευματικὴ ζωή, χαίρεται.
Εἶναι ἀρκετὸ καὶ μόνον οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἐὰν τὶς σκεφθῆ μιὰ
φιλότιμη ψυχή, νὰ τὴν τινάξουν στὸν ἀέρα· πόσο μᾶλλον, ἐὰν σκεφθῆ καὶ τὶς
πολλές της ἁμαρτίες καὶ τὴν πολλὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ! Ὅταν βλέπη ὁ ἄνθρωπος τὴν
φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἔχουν καθαρίσει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, αἰσθάνεται καὶ ζῆ
ὅλη τὴν θεία πρόνοια μὲ τὴν ξεφλουδισμένη εὐαίσθητη καρδιά του καὶ διαλύεται πιὰ
ἀπὸ εὐγνωμοσύνη· παλαβώνει μὲ τὴν καλὴ ἔννοια.
Γιατὶ οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὶς αἰσθάνεται, δημιουργοῦν
ρωγμὴ στὴν καρδιά του, τὴν ραγίζουν. Ἔπειτα, καθὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ χαϊδεύει τὴν
φιλότιμη καρδιά του καὶ ἐγγίζει τὴν ρωγμή, τινάζεται ἐσωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ
μεγαλώνει ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεό. Ὅσοι ἀγωνίζονται καὶ συναισθάνονται τὴν
ἁμαρτωλότητά τους καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους
στὴν μεγάλη Του εὐσπλαγχνία, ἀνεβάζουν τὴν ψυχή τους στὸν Παράδεισο μὲ πολλὴ
σιγουριὰ καὶ μὲ λιγώτερο κόπο σωματικό.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης