Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025



Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Δεσπότη
Ἀφοῦ τὸ βαποράκι ἐστάθη ὣς μισὴν ὥραν εἰς τὸν μικρὸν ὅρμον, κατέναντι τῆς ἀγορᾶς, ἥτις ἐφαίνετο σχεδὸν γεμάτη ἀπὸ κόσμον, ἔστρεψε τὴν πρῷραν πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀπέπλευσε. Συγχρόνως οἱ καμπάνες τῶν δύο ἐκκλησιῶν, αἵτινες διέπρεπον μὲ τοὺς ὑψηλοὺς πύργους καὶ τοὺς θόλους των, ἡ μία εἰς τὸ ὕψος τῆς παραθαλασσίας ὁδοῦ καὶ τῆς πλατείας, ἡ ἄλλη εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐπάνω συνοικίας, ἐκινήθησαν γοργῶς, ἐκχέουσαι μεγάλην καὶ παρατεταμένην κωδωνοκρουσίαν.
Διατί αὐτό; Οἱ παπάδες ἤξευραν, ὅτι ὁ Δεσπότης ὁ νεοχειροτόνητος τῆς ἐπαρχίας ἦτο μέσα στὸ βαπόρι, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτος μεταξὺ αὐτῶν, ὁ ἐπισκοπικὸς ἐπίτροπος, εἶχε πληροφορηθῆ ὅτι ἡ Σεβασμιότης του δὲν ἐπροτίθετο πρὸς τὸ παρὸν νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν πολίχνην, ἀλλὰ θὰ μετέβαινε πρῶτον, χάριν τῆς ἰδίας εὐκολίας του, εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, τὴν ἀνατολικήν, τὴν ἀπωτέραν εἰς τὸν δρόμον του, καὶ εἶτα θὰ ἐπέστρεφε νὰ ἐπισκεφθῇ καὶ τὸ ἐδῶ ποίμνιόν του. Οὐχ ἧττον ἐπῆραν μίαν βάρκαν καὶ ἀνῆλθον ὅλοι ὁμοῦ, οἱ ἑπτὰ παπάδες, εἰς τὸ βαπόρι, διὰ νὰ χαιρετίσουν ἁπλῶς τὸν ἐπίσκοπον εἰς τὴν διέλευσίν του.
Μόλις ἡ μαύρη τῶν ρασοφόρων πλειὰς ἀνῆλθεν εἰς τὸ πρυμναῖον «κάσαρο»* τοῦ ἀτμοπλοίου, ὅπου ἵστατο ἀγναντεύων τὴν μικρὰν πόλιν ὁ περιοδεύων ἱεράρχης, καὶ ὁ διάκος, ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν πρῶτον βαίνοντα ἐκ τῶν ἱερέων, τὸν ὁποῖον ἐκατάλαβεν ὡς ἐπίτροπον τοῦ Δεσπότη, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τὸν ἔβλεπε, τοῦ λέγει μὲ τόνον δεσποτικόν:
― Γιατί δὲν ἐσημάνατε τὶς καμπάνες;
Ὁ παπα-Γιαννάκης, 83 ἐτῶν ἄνθρωπος, ἂν καὶ κωφὸς ἦτο, ἐκατάλαβε τί ἔλεγεν ὁ διάκος. Ἐπειδὴ ὁ Δεσπότης δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐξέλθῃ, δὲν εἶχαν προβλέψει, ἢ τὸ ἐνόμισαν περιττόν, νὰ κρούσουν τὶς καμπάνες. Τώρα ὅμως, εἰς τὸ κέλευσμα τοῦ διάκου, ἐστράφη πρὸς τὴν λέμβον, ἐφώναξεν ἕνα νέον κρατοῦντα τὰς κώπας, καὶ τοῦ λέγει:
― Σταμάτη! τρέχα, γρήγορα, ἔξω! Τὶς καμπάνες! Βαρᾶτε τὶς καμπάνες!
Ὁ Σταμάτης, ἔφηβος ὣς 16 ἐτῶν, κυρίως βαρκάρης δὲν ἦτο, ἀλλ᾿ ὀρφανὸς μάγκας, τρέχων παιδιόθεν κατόπιν εἰς τὰ ράσα τῶν παπάδων. Ὅπως ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ δαιμόνια, οὕτω ὑπάρχουν καὶ ἀγυιόπαιδα ἐκκλησιαστικά. Πάραυτα ἐσιάρισεν*, ἐκωπηλάτησε, καὶ μετὰ ἓν λεπτὸν ἔφθασεν εἰς τὴν προκυμαίαν. Θὰ ἠμποροῦσε νὰ φωνάξῃ ἀπὸ τὴν βάρκαν πρὸς τοὺς ἔξω, διὰ νὰ τρέξουν νὰ σημάνουν τὶς καμπάνες, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαμεν. Ἐπήδησεν ἔξω, κ᾿ ἔτρεξε διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ αὐτὸς πρῶτος τὴν ὑπερτάτην ἡδονὴν τῆς κωδωνοκρουσίας.
Καθὼς ἔτρεχεν, ἔκραξε τὸν ἄλλον ἀδελφόν του, τὸν Φώτην, καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν. Εἶτα ἀνῆλθεν ὑψηλὰ εἰς τὸ καμπαναριό, ἐκόλλησεν ὡς τελώνιον εἰς τὴν μεγάλην καμπάναν, ἥρπασε τὸ γλωσσίδι της, μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα τὴν λαβὴν τοῦ ἐπικράνου τῆς ἄλλης, κ᾿ ἔρριψε τὸ σχοινίον τῆς τρίτης εἰς ἓν ἄλλο παιδίον παρὰ τὴν βάσιν τοῦ κωδωνοστασίου, τὸ ὁποῖον εἶχε κλειδώσει πεισμόνως ἔξω ἀπὸ τὸ πορτέλο τοῦ καμπαναριοῦ.
Μετὰ μίαν στιγμὴν μανιώδης κωδωνοκρουσία ἤρχισε καὶ ἄλλοι ἐναέριοι ἦχοι ἀπήντησαν ἀπὸ τὴν ἄλλην ἐκκλησίαν. Καὶ ὑπὸ τοὺς ἤχους αὐτοὺς τὸ ἀτμόπλοιον ἀπέπλεε, καὶ οἱ παπάδες ἐπέστρεψαν εἰς τὴν ξηράν.
Μετὰ δύο ἑβδομάδας, ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν γείτονα νῆσον, ὁ Σεβασμιώτατος, ἐν μεγάλῃ κλαγγῇ κωδώνων, ὡς πρώτην φορὰν ἐρχόμενος, ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸν ναόν. Ἐκεῖ, εἰς τὸ τέλος τῆς δοξολογίας ―καὶ αὐτὸ ὑπῆρξε μετὰ τὴν περὶ κωδωνοκρουσίας διαταγήν, τὴν διὰ τοῦ διάκου δοθεῖσαν, ἡ πρώτη χαρακτηριστικὴ πρᾶξις τῆς ποιμαντικῆς του― ἐπετίμησεν ἕνα τῶν ἱερέων, διότι ὡς ἐπαρχιώτης καὶ ἀσυνήθιστος ἀπὸ ἀρχιερατικὰς ἱεροπραξίας, εἶπε τὸ σύνηθες «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», καὶ δὲν εἶπε: «Δι᾿ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Δεσπότου ἡμῶν».
Ὁ δυστυχὴς ἱερεὺς πῶς νὰ τὸ ξεύρῃ, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν τὸ εἶχεν εὕρει γραμμένον.
Τὴν Κυριακήν, ὅταν ἐλειτούργησεν ὁ Ἐπίσκοπος, εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ἔδωκε νέον δεῖγμα τῆς ποιμαντικῆς του. Εἰς τὸ «Πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί», τὸν γεροντότερον, τὸν πλέον πεπειραμένον ἀλλὰ καὶ ἐγγράμματον ἱερέα, τὸν ἔπιασεν ἀποτόμως ἀπὸ τὸν βραχίονα, βαστάζοντα τὸ Ἅγιον Ποτήριον, καὶ τὸν ἐβίασε νὰ σταθῇ ἐπὶ ἓν λεπτὸν εἰς τὰ βημόθυρα, διὰ νὰ εἴπῃ τὸ «Πάντοτε» ― ὡς νὰ ἐπρόκειτο, κατόπιν τοῦ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», νὰ γίνῃ καὶ δευτέρα Μετάληψις. Καὶ ὅμως τὸ Εὐχολόγιον γράφει μόνον ὅτι «βλέπει ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν λαὸν» καὶ ὄχι, ἵσταται εἰς τὴν Ἁγίαν Πύλην. Ὅ,τι δὲ περιττὸν γίνεται, μαρτυρεῖ μόνον τάσιν πρὸς τὸ πομπῶδες καὶ θεατρικὸν ― ὅπως συνηθίζουν μάλιστα οἱ Ρῶσοι.
Μέγα εὐτύχημα ὑπῆρξε διὰ τὸν ἄλλον γέροντα, τὸν ἐπίτροπόν του, εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ὁποίου κατέλυσεν ὁ ἱεράρχης, τὸ ὅτι ἦτο πολὺ κωφός. Ὁ δεσπότης ἠδύνατο νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζῃ μάλιστα, χωρὶς αὐτὸς ν᾿ ἀντιλαμβάνεται μηδὲ νὰ πικραίνεται τίποτε. Ὅταν δὲν ἦτο παρὼν ὁ διάκος διὰ νὰ τοῦ ἐξηγήσῃ, αὐτὸς δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοῇ τίποτε ἀπὸ τοὺς θυμοὺς καὶ τὰς ἐξάψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Τέλος κατώρθωσε νὰ δώσῃ λογαριασμὸν ὁ γέρων ἐπίτροπος, εἰς μετρητά, δι᾿ ὅλας τὰς ἀδείας γάμου καὶ τὰ λοιπὰ «δικαιώματα» τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἀλλὰ διὰ τὰ γαλόπουλα, τοὺς ἀστακοὺς καὶ τ᾿ αὐγοτάραχα, κανεὶς δὲν τοῦ ἐζήτησε λογαριασμὸν πόσα εἶχεν ἐξοδεύσει. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ Δεσπότης ἦτο ἐγκρατέστατος. Ἔπασχεν ἀπὸ στομαχικὰ καὶ καρδιακὰ συμπτώματα ― ἴσως ἀπὸ ψαμμίασιν ἢ καὶ διαβήτην. Ἀλλ᾿ ὁ διάκος εἶχε τὰ νιᾶτά του, τὴν ξανθὴν γενειάδα καὶ τὴν κόμην του. Θὰ ἦτο ὑπερβολὴ βεβαίως ἂν ἐλέγαμεν, ὅτι ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀρχιποιητὴν ἐκεῖνον τῆς Παπικῆς αὐλῆς, τοῦ Λέοντος τοῦ Ι´, ὅστις εἶχε παραπονεθῆ ποτε, ὅτι ἔκαμνε στίχους διὰ χιλίους ποιητάς, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ὁ περιώνυμος Ποντίφιξ ἔδωκε τὴν ἀπάντησιν: Et pro mille aliis archipoëta bibit.
Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, εἶναι βέβαιον, ὅτι ἠγάπα πολὺ τὸ ἐντόπιον μοσχᾶτον, εἰς δαμιτζάνες προσφερόμενον.
Τέλος ὁ Σεβασμιώτατος, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ τελευταῖον καὶ κυριώτερον μάθημα ποιμαντορικῆς εἰς τοὺς ἱερεῖς του ―τοὺς ἐνουθέτησε νὰ εἶναι καθάριοι, νὰ μὴ καπνίζουν ναργιλὲ δημοσίᾳ καὶ νὰ μὴ κρατοῦν ποτὲ ράβδον― ἐν ἤχῳ κωδώνων καὶ πάλιν, προεπέμφθη, ἐπεβιβάσθη στὸ βαποράκι, κ᾿ ἐπῆγε νὰ ποιμάνῃ καὶ ἄλλα πρόβατα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025


Ὁ εὐλογημένος Συμεὼν ὁ Μικρασιάτης
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ;
-«Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κάνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Ἦρθε καὶ σήμερα;
-Ἦρθε.
-Καὶ τί σου εἶπε;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κάνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ὁ Πνευματικὸς κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωῒ-πρωῒ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καὶ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο).

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025


Τὰ λιμανάκια
Τέλος, ἀφοῦ ἔφερε πολλὲς βόλτες, ἐντὸς τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς τοῦ Βόλου, ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ― καὶ ποῦ νὰ θυμηθῇ ὅλας τὰς παραγγελίας ὅσας τοῦ εἶχον φορτώσει ἀπὸ τὸ νησὶ οἱ καλοὶ πατριῶταί του! Ἔπρεπε νὰ ἦτον ὁ νοῦς του κατάστιχον τοῦ Δελχαρόγιαννου τοῦ χασάπη, ἢ ἔπρεπε νὰ ἦτον ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τοῦ γερο-Πανᾶ, διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα, μὲ αὔξοντα ἀριθμόν, μὲ εἶδος καὶ ποσόν, καὶ μὲ ὄνομα. Ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει προκαταβολὴν πενῆντα λεπτὰ διὰ νὰ τοῦ ἀγοράσῃ ἕνα τρυγολόγον ἢ ἕνα κυρτὸν σουγιάν, «γκέκαν» καλούμενον, καὶ ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει δύο δραχμὰς διὰ νὰ τοῦ φέρῃ μισὴ δουζίναν πιᾶτα. Ἄλλος τοῦ εἶχε παραγγείλει λαιμοδέτην, ἄλλος καπέλον, καὶ ἄλλος ἕνα κεφαλοτύρι. Ὁ Γιάννης ὁ Ἀντώναρος τοῦ εἶχε παραγγείλει μίαν σβάρναν διὰ τὸ ἰσοπέδωμα τῶν βώλων τοῦ χώματος μετὰ τὸ ὄργωμα, κ᾿ ἡ Μαργαρὼ τῆς Πασσίνας τοῦ εἶχε δώσει λεπτὰ διὰ νὰ τῆς ψωνίσῃ κουντοῦρες κόκκινες ἢ παντόφλες μυτερές.
Ἀφοῦ ἐψώνισεν ὅλας τὰς παραγγελίας, ὅπως ἐνθυμήθη, καὶ τὰς ἐπὶ πιστώσει καὶ τὰς ἐπὶ προκαταβολῇ, καὶ τοῦ ἔμειναν ἀκόμη 1,20 ἀπὸ τὰ ξένα λεπτά, ὅσα εἶχε βάλει χωριστὰ εἰς μίαν σακκούλαν, καὶ τὰς ἔβαλεν εἰς τὸ ἀριστερὸν θυλάκιον τοῦ γελέκου, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν εἰς πάντα ὅστις θὰ τὸ ἀπῄτει ―μὰ δὲν ἦτον τὸ μυαλό του ρολόι διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα· ἕνας νοῦς, κι αὐτὸς ρωμαίικος― ἐμβαρκάρισεν εἰς τὴν βρατσέραν, ὣς τρεῖς ὧρες νύκτα, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀποπλεύσῃ μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Ἐξημέρωνεν ἡ 30 Δεκεμβρίου.
Ὁ καιρὸς ἦτον γλυκὺς καὶ μαλακός. Εἶχε κάμει σφοδρὸν χειμῶνα πρὸ τῶν Χριστουγέννων.
Ὁ καπετὰν Ἠλίας ἐλογάριαζεν ὅτι θὰ εἶχε καιρὸν νὰ φθάσῃ, τὸ ἀργότερον, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του, ἀπέχουσαν περὶ τὰ τριάντα ναυτικὰ μίλια ἀπὸ τὸν Βόλον.
Καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐναντία καὶ τὰ ἐνδεχόμενα, καὶ ἂν τυχὸν θὰ ἠναγκάζετο, ἀπὸ παρακαιρόν, νὰ πλησιάσῃ εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ προσφιλῆ λιμανάκια του, τὰ ἐντὸς τοῦ κόλπου ἢ τὰ ἔξω, εἰς τὸ πέλαγος ― ἐπειδὴ ἦτο πολὺ συντηρητικός, καὶ προβλεπτικός, ὡς κυβερνήτης πλοίου, καὶ δὲν τοῦ ἤρεσκε ν᾿ ἀρμενίζῃ τὴν νύκτα ἀφ᾿ ἑσπέρας, εἰμὴ μόνον μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ εἶχεν ἡμέραν ἐμπρός του. Τὰ λιμανάκια ταῦτα δὲν ἐχρειάζοντο κατάστιχον διὰ νὰ καταριθμηθῶσιν! ἦσαν ἡ Χονδρὴ Ἄμμος, τὸ Ἐλαφοκκλήσι, ὁ Ἁι-Σώστης, τὸ Ἀπάγκειο καὶ ὁ Χαμογιαλός. Καὶ δὲν θὰ ἦτο βεβαίως ἀνάγκη νὰ προσεγγίσῃ εἰς ὅλα, ὅπως ἄλλοτε τοῦ εἶχε συμβῆ. Ἀλλὰ τώρα ἔπρεπε νὰ εὑρίσκεται τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ ἀποβιβάσῃ ὅλα τὰ ἐμπορεύματα καὶ τὰς παραγγελίας, διὰ νὰ ἑορτάσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν Πρωτοχρονιάν, μὲ χαρὰν καὶ ὑγείαν.
Ἀφοῦ ἔπλευσε πέντε μίλια ἐντὸς τοῦ κόλπου, εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐσηκώθη ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἄλλα μπογάζια, ἀπὸ τὰ στενὰ τὰ μεταξὺ Εὐβοίας καὶ τῆς Στερεᾶς. Ὁ ἄνεμος αὐτὸς δὲν ἦτον πολὺ σφοδρός, οὔτε κυρίως ἐναντίος, ἀλλ᾿ ἦτον ὀχληρός. Ἐπειδὴ ἦτον νύκτα ἀκόμη ―ἤθελε τρεῖς ὧρες νὰ χαράξῃ, τέσσερες ὣς ποὺ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος― κ᾿ ἐπειδὴ ἦτον χειμώνας καιρός, ὁ καπετὰν Ἠλίας, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον, ἐγύρισε τὴν πλώρην πρὸς τὸν Γραῖον, κατὰ τὴν στεριάν, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἤραξεν εἰς τὴν Χονδρὴν Ἄμμον.
Μόλις ηὗρε τὸν βυθὸν ἡ ἄγκυρα, κι ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐκόπασεν ἐντὸς τοῦ κόλπου. Ἡ βοὴ ἔπαυσε νὰ ἔρχεται ἔξωθεν, ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ μικροῦ ὅρμου. Ὁ κυβερνήτης τῆς βρατσέρας, διὰ νὰ μὴ χασομερᾷ, ἐσαλπάρισε πάλιν, ἰσάρισε τὲς μποῦμες τῶν δύο καταρτιῶν, τὰς ὁποίας μόλις εἶχε μαϊνάρει, ἔβαλε πλώρην πρὸς ἀνατολὰς κ᾿ ἔπλευσε πρὸς τὸ Τρίκκερι, τὸ ὑψηλὸν ἀκρωτήριον, τὸ κλεῖον τὸν Παγασητικόν.
Ἀλλὰ πρὶν φθάσῃ ἀκόμη ἐκεῖ, καὶ πρὶν δυνηθῇ, εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ν᾿ ἀντικρύσῃ τὰς κοκκινωπὰς οἰκίας τοῦ γραφικοῦ χωρίου, εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐτράπη πρὸς ἀνατολάς, καὶ ἤρχετο ἀντίπρῳρα εἰς τὴν βρατσέραν. Ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει καλά! Ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἐστράφη ἀριστερά, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἔρριψε τὴν ἄγκυραν εἰς τὸ Ἐλαφοκκλήσι, τὸν μικρὸν ὡραῖον λιμενίσκον. Ἴσως ἐκεῖ ἦσαν οἱ Ἀφέται τῶν ἀρχαίων.
Ὁ ἄνεμος ἦτο πράγματι ἀπηλιώτης, καὶ ὅσο πήγαινεν ἐφρεσκάριζε. Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως εἶχε τόσα ἐμπορεύματα εἰς τὸ ἀμπάρι ―ὀρύζια, καπνά, πάστες, βαρέλια ρωμιοῦ καὶ ρακίου― τόσας παραγγελίας εἰς τὴν κάμεραν τῆς πρύμνης. Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν αὐτὸς ἢ τὸ σκάφος ἐκινδύνευε, τὸν ἔμελεν ὅμως πολὺ διὰ τὰ πράγματα τὰ ξένα.
Ἡ βρατσέρα του ἦτο συγχρόνως ἡ Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία τῆς μικρᾶς νήσου. Ὅπως λέγουν ὅτι εἰς περασμένους χρόνους, ἂν δὲν ἔστελλεν ὁ Ἰμάμης τῆς Προύσης μήνυμα ὅτι ἔκαμε φεγγάρι, δὲν ἠδύνατο ὁ Σουλτᾶνος νὰ κάμῃ μπαϊράμι, καὶ ἂς ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον ὁρατὸν ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν τὸ φεγγάρι ὀφθαλμοφανῶς, οὕτω, ἂν ἡ βρατσέρα τοῦ καπετὰν Ἠλία δὲν κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν νῆσον νὰ φέρῃ τὰ τόσα ὀψώνια, σχεδὸν δὲν θὰ ἠδύναντο οἱ κάτοικοι νὰ κάμουν Χριστούγεννα ἢ Πρωτοχρονιὰν ἢ Λαμπρήν.
Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἦτο χρηστὸς καὶ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος. Μίαν μόνην ἀπιστίαν εἶχε κάμει ὅταν ἦτο πάρα πολὺ νέος ― τὸ κρῖμά του τὸ εἶχεν ἐξομολογηθῆ τότε εἰς τὸν πνευματικόν, κ᾿ ἔκτοτε τὸ διηγεῖτο εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὸ δασκάλευμα ἑνὸς γεροντοτέρου, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶναι πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, εἶχον καταχρασθῆ δεκάδας τινὰς κεραμιδίων ἀπὸ τὰ πλινθοποιεῖα τῶν Ὠρεῶν. Ἀλλὰ μόλις εἶχε διαπραχθῆ ἡ κλοπή, ὅταν ἔκυψεν ὁ Ἠλίας νὰ λύσῃ τὴν μπαρούμαν τῆς φελούκας διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ πλοῖον, τεραστία σμέρνα ἀναπηδήσασα ἀπὸ ἕνα χάραυλον ἢ θαλάμι ἐκεῖ πλησίον, τοῦ ἔφαγε τρομερὰ τὰ κρέατα τῆς ὠλένης τῆς δεξιᾶς, μὲ τοὺς θηριώδεις ὀδόντας της.
Αὐτὴ ἦτον ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ διὰ τὸν νεαρὸν τότε ναυτικόν. Ἡ σμέρνα εἶχεν ἀποσταλῆ θεόθεν ὡς τιμωρός. Καὶ μετὰ εἰκοσαετίαν ὕστερον ὁ Ἠλίας ἐδείκνυε τὰς οὐλὰς τοῦ φοβεροῦ δήγματος εἰς ὅλους πρὸς ὅσους διηγεῖτο τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀληθέστατον ὡς φαίνεται.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025


Γιατί ἀγρυπνῶ
Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.
Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.
Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.
Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.
Ἰωάννης Πολέμης

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025


Θύματα καὶ ὕποπτοι
Ἡ ἐποχή μας διαπνέεται ἀπὸ κοινωνικὴ εὐαισθησία. Ἡ εὐαισθησία αὐτὴ φαίνεται ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει πρόσωπα ἀλλὰ κοινωνικὲς ὁμάδες. Οἱ ὁποῖες θεωροῦνται a priori καλὲς ἢ κακές, χρήζουν ὑπερασπίσεως ἢ καταδίκης. Μάλιστα, μὲ περισσὴ εὐκολία τὰ πρόσωπα κατατάσσονται στὶς ἀντίστοιχες ὁμάδες, δεχόμενα τὴν ὑπεράσπιση ἢ τὴν καταδίκη ἀδιακρίτως.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸν μανιχαϊσμὸ καλοῦ καὶ κακοῦ ἀξιοποιεῖται καὶ ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀδικημένου». Τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ πρέπει νὰ ἔχει μία ὁμάδα ὥστε νὰ λάβει τὴν ταυτότητα τοῦ ἀδικημένου – καὶ ἑπομένως τοῦ καλοῦ – εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
Νὰ ἀποτελεῖ μειονότητα.
Νὰ εἶναι παραβατική.
Γιὰ παράδειγμα, μὲ ὅσο μεγαλύτερη μανία θρυμματίζει κάποιος τὴ βιτρίνα ἑνὸς καταστήματος, τόσο περισσότερο ἀξίζει τὴ δικαίωση καὶ τὴν ἐνθάρρυνση, διότι ἡ ἀπεγνωσμένη αὐτὴ πράξη εἶναι ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φασιστικὴ κοινωνία. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός εἶναι ὁ συγκεκριμένος δράστης, καὶ ποιά ἦταν τὰ πραγματικὰ καὶ βαθύτερα κίνητρά του. Ἀντίστοιχα, ὅσο μεγαλύτερη χυδαιότητα καὶ προκλητικὴ συμπεριφορὰ ἐκδηλώνει ὁ παρελαύνων στὸ gay parade, τόσο ἐντονότερα καταγγέλλει τὴν ὁμοφοβικὴ ὑποκρισία τῆς κοινωνίας, κερδίζοντας τὴ συμπαράσταση τῆς μεταμοντέρνας διανόησης.
Ἀντιθέτως, ὁ ἄτυχος ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ μειονότητα καὶ δὲν ἀσκεῖ παραβατικὴ συμπεριφορὰ τυγχάνει ἐκ προοιμίου ὕποπτος ὅτι ἀνήκει στήν (ἢ συμβιβάζεται μὲ τήν) καταπιεστική, πατριαρχικὴ καὶ ρατσιστικὴ κοινωνία ποὺ συντηρεῖ τὶς δομὲς τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
Μπορεῖ νὰ δεῖ κάποιος στὴ σύγχρονη λογοτεχνία τὸν τύπο τοῦ ἀντι-ἥρωα. Στίχοι καὶ τραγούδια μὲ ἀνθρωπιστικὲς ἐξάρσεις ὑπερυψώνουν τὸν νέο ποὺ χάνεται στὸ χάος τῆς πόλης, κρατώντας ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ φεγγάρι (στὰ μάτια τοῦ ποιητῆ), βυθισμένος στὴν ἀνωνυμία. Βέβαια, οἱ λόγιοι ποὺ ἀπαθανατίζουν αὐτὸν τὸν νέο συνήθως δὲν ἀσχολοῦνται στὴν πράξη μὲ κανένα συγκεκριμένο νέο. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ὑπερέξαρση τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας. Ἡ ὁμάδα θυματοποιεῖται καὶ μάλιστα ἡρωοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτὴν θεωρεῖται ἐκ τῶν προτέρων θύμα μιᾶς κοινωνίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς γίνεται ὁ ἥρωας τῶν ποιημάτων καὶ ἀφηγημάτων.
Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο λογοτεχνικὸ μοτίβο. Ἀποτελεῖ ἰδεολόγημα ποὺ γνωρίζει μόνο μία διάκριση: σὲ θύτες καὶ θύματα. Ἀγνοεῖ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι θύτες καὶ θύματα τοῦ ἑαυτοῦ τους. Παραβλέπει τὸ ὅτι ἡ θυματοποίηση εἶναι συχνὰ «μία κάποια λύσις», ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο τοῦ νωθροῦ, τοῦ ἀνεύθυνου ἢ τοῦ νάρκισσου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μόνο δικαιώματα καὶ γι’ αὐτὸ ἀδικεῖται συνεχῶς καὶ ἐξοργιστικὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία.
Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τραγουδήσει ἢ νὰ προβάλει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο τὸν ἄλλον ἥρωα. Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ ἀναγνωρισμένη μειονότητα καὶ δὲν εἶναι παραβατικός. Ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ τὴ δεκαετία τοῦ ‘80 μελετοῦσε τὰ βράδια τοῦ χειμώνα μὲ ἕνα κερί, καὶ τὴν ἡμέρα μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ σπασμένο παράθυρο. Ἡ μητέρα του στὸ ψυχιατρεῖο, καὶ ὁ πατέρας του στὸν τζόγο. Ὅσο κι ἂν θυμίζει μελόδραμα, ἡ περίπτωση εἶναι πραγματική. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἔτσι μεγάλωσε, σπούδασε καὶ ἀγωνίζεται στὴν σκληρὴ καθημερινότητα.
Ἢ οἱ δύο φοιτητὲς ποὺ προσφάτως ἔπαιζαν βιολὶ στοὺς δρόμους τῆς ἐπαρχιακῆς πανεπιστημιούπολης, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ φαγητό τους καὶ νὰ συνεχίσουν τὶς σπουδές τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀόρατοι ἥρωες. Δὲν θορυβοῦν, δὲν κλαίγονται, δὲν ἀρνοῦνται τὴ ζωή τους. Ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀναμετρῶνται δημιουργικὰ μὲ τὶς προκλήσεις. Δὲν χάνονται ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ τὴ βοηθοῦν νὰ βρεῖ ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της. Κανεὶς δὲν θὰ τοὺς τραγουδήσει, κανεὶς δὲν θὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ. Περιέρχονται αὐτομάτως στὴν κατηγορία τῶν ὑπόπτων. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: δὲν ἀνήκουν σὲ μειονότητα καὶ δὲν κάνουν θόρυβο.
Ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται, ἡ στάση αὐτὴ τῆς νέας ἐποχῆς μεταφέρεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ πολλοὶ κοσμικοὶ χριστιανοὶ βλέπουν τὴν μοναστικὴ κοινωνία. Καὶ ἐδῶ ὁ παραβατικός, ὁ παρήκοος, ὁ «ἐπαναστάτης» μοναχὸς ποὺ καταγγέλλει καὶ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «ἐξουσία» (τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι) θεωρεῖται αὐτομάτως ὡς ὁ φέρων καὶ ὁμολογῶν τὴν ἀλήθεια. Διότι αὐτὸς μόνος ξεχώρισε ἀπὸ τὴ μάζα τῶν κοιμωμένων ὑποτακτικῶν. Ὅσο περισσότερο καταργεῖ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες (πάντοτε στὸ ὄνομα τῆς ὀρθῆς πίστεως) τόσο περισσότερο ἀγωνιστὴς θεωρεῖται, τόσο περισσότερο κερδίζει τὶς ἐντυπώσεις. Καὶ οἱ ἐντυπώσεις ὁρίζουν πλέον στὴ συνείδηση πολλῶν τὴν ἀλήθεια.
Εὐτυχῶς καὶ ἐδῶ καὶ παντοῦ ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι ἀγωνιστές, ποὺ δίνουν ψυχὴ στὸ σῶμα τοῦ κόσμου, χωρὶς ὁ κόσμος νὰ τὸ καταλαβαίνει…
Ἱερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανὸς

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025



Ἀγροτικό
Στὸ στάβλο ἦρθ᾿ ἀπόψε τὸ φεγγάρι...
Ἐκοίταξεν ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του,
εἶδε τὴν ἀγελάδα, τὸ μοσκάρι,
τὸ βόδι ποὺ μασοῦσε τὸ σανό του.
Στὸ κῆπο μας ἀνήσυχα γλιστροῦσε,
ἀνέβηκεν ἐπάνω στὴ συκιά μας,
ἐμέτρησε τὰ λίγα πρόβατά μας,
εἶδε τὸ γάϊδαρό μας καὶ γελοῦσε.
Πῆγε στ᾿ ἀμπέλι, πῆγε στὸ λιοστάσι,
ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπ᾿ τὸ κοπάδι,
χωρὶς κουβᾶ κατέβη στὸ πηγάδι
κι ἤπιε πολὺ νερὸ νὰ ξεδιψάσει.
Στῆς λεύκας μας τὰ φύλλα παιχνιδίζει,
στὸν οὐρανὸ τὸ καθαρὸ ἀνεβαίνει.
Μιὰ χήνα τὸ κοιτάζει σαστισμένη
κι ὁ σκύλος μας ἀκόμα τὸ γαβγίζει.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

 


Νὰ εἶσαι σεμνὸς

Τὸ ποίημα τοῦ Κώστα Κρυστάλλη «Στὸ Σταυραητό», δὲν θὰ φύγει ποτὲ ἀπὸ τὴ μνήμη μου:

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,

παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα

κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια

καὶ μὲσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μὲσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις

Τὸ διάβαζα στὸν Ὀρέστη Μακρή, στὸ καμαρίνι, κι ἔκλαιγε.

Διάβασέ μου το, ἄλλη μία φορά, μοῦ ἔλεγε.

Ὁ Μακρὴς δὲν ἦταν μόνο σπουδαῖος ἠθοποιός, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα διαβασμένος. Τοῦ ἄρεσε νὰ μὲ συμβουλεύει. Μοῦ ἔλεγε συνέχεια:

«Τὸ στάχυ... Νὰ εἶσαι σεμνός. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν φτάσεις, ποτὲ μὴ φουσκώσεις. Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι εἶναι σεμνοί. Δὲν κάνουν ἐπίδειξη. Τὸ μεστωμένο στάχυ, ποὺ εἶναι γεμάτο ἀπὸ καρπό, εἶναι γυρτό. Τὸ γυρτὸ σημαίνει σεμνότητα. Τὸ ἀδειανὸ στάχυ πάει ὅπου φυσᾶ ὁ ἀέρας γιατὶ δὲν ἔχει τίποτα μέσα.»

Νίκος Ρίζος

 

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.

Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!

Κώστας Κρυστάλλης

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025


Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ
Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
Κώστας Κρυστάλλης

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

 


Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ραγίζουν τὴν καρδιὰ

–Γέροντα, τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός;

–Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς θέλει τὴν προαίρεσή μας, τὴν ἀγαθή μας διάθεση, ποὺ θὰ τὴν ἐκδηλώνουμε μὲ τὸν ἔστω καὶ λίγο φιλότιμο ἀγώνα μας, καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ δίνει Ἐκεῖνος. Δὲν χρειάζονται μπράτσα στὴν πνευματικὴ ζωή. Νὰ ἀγωνιζώμαστε ταπεινά, νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε γιὰ ὅλα.

Αὐτὸς ποὺ ἐγκαταλείπεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς κανένα δικό του σχέδιο, περνᾶ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι γαντζωμένος στὸν ἑαυτό του, μένει πίσω· δὲν προχωράει πνευματικά, γιατὶ ἐμποδίζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ προκόψη, χρειάζεται πολλὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.

Ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ χαϊδεύει μὲ τὴν ἀγάπη Του τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ οἱ καρδιές μας ἔχουν πιάσει πουρί. Ὅταν καθαρίση τὴν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος, συγκινεῖται, διαλύεται, τρελλαίνεται, γιατὶ βλέπει τὶς εὐεργεσίες, τὶς καλωσύνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ τὸ ἴδιο. Γι ̓ αὐτοὺς ποὺ ταλαιπωροῦνται, πονάει· γι ̓ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πνευματικὴ ζωή, χαίρεται.

Εἶναι ἀρκετὸ καὶ μόνον οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἐὰν τὶς σκεφθῆ μιὰ φιλότιμη ψυχή, νὰ τὴν τινάξουν στὸν ἀέρα· πόσο μᾶλλον, ἐὰν σκεφθῆ καὶ τὶς πολλές της ἁμαρτίες καὶ τὴν πολλὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ! Ὅταν βλέπη ὁ ἄνθρωπος τὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ἂν ἔχουν καθαρίσει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, αἰσθάνεται καὶ ζῆ ὅλη τὴν θεία πρόνοια μὲ τὴν ξεφλουδισμένη εὐαίσθητη καρδιά του καὶ διαλύεται πιὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη· παλαβώνει μὲ τὴν καλὴ ἔννοια.

Γιατὶ οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὶς αἰσθάνεται, δημιουργοῦν ρωγμὴ στὴν καρδιά του, τὴν ραγίζουν. Ἔπειτα, καθὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ χαϊδεύει τὴν φιλότιμη καρδιά του καὶ ἐγγίζει τὴν ρωγμή, τινάζεται ἐσωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ μεγαλώνει ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεό. Ὅσοι ἀγωνίζονται καὶ συναισθάνονται τὴν ἁμαρτωλότητά τους καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους στὴν μεγάλη Του εὐσπλαγχνία, ἀνεβάζουν τὴν ψυχή τους στὸν Παράδεισο μὲ πολλὴ σιγουριὰ καὶ μὲ λιγώτερο κόπο σωματικό.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 21 Ιουνίου 2025


Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλὰ
«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.
Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ᾿να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ᾿να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ᾿να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα: Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν, γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025


Θὰ σεβασθοῦν τὴν λευκὴ κεφαλή μου…
Τὸ τραγικὸ στὴν περίπτωση τοῦ Καποδίστρια εἶναι, ὅτι, βέβαιος γιὰ τὸν ἐθνωφελῆ χαρακτήρα τοῦ ἐπιτελουμένου ἔργου του, δὲν πίστευε ὅτι θὰ βρεθοῦν ἀδελφοί του Ἕλληνες, ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὸ καταστρέψουν: «Οἱ Ἕλληνες, γράφει, δὲν θὰ φθάσουν ποτὲ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὲ δολοφονήσουν. Θὰ σεβασθοῦν τὴν λευκὴ κεφαλή μου [...]. Ἄλλωστε εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου διὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ τὴν θυσιάσω. Ἐὰν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νὰ μὲ δολοφονήσουν, ἂς μὲ δολοφονήσουν. Τόσον τὸ χειρότερον δι' αὐτούς. Θὰ ἔλθη κάποτε ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες θὰ ἐννοήσουν τὴν σημασίαν τῆς θυσίας μου».
Λόγια προφητικά, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐνδεικτικά τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως τοῦ ἐρημίτη πολιτικοῦ στὴ διακονία τῆς Πατρίδος καὶ τοῦ Γένους. Στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831 ἔφυγε ἀπὸ τὸ ταπεινὸ Κυβερνεῖο τοῦ Ναυπλίου, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ, ὅπως ἔκανε σ' ὅλη τὴ ζωή του, ὡς πιστὸς Ὀρθόδοξος. Τὸ γεγονός, ὅτι τὰ φονικὰ βόλια τὸν βρῆκαν λίγο μετὰ τὶς 6.30 τὸ πρωί, δὲν πρέπει νὰ μείνει ἀπαρατήρητο. Δὲν ἦταν ὁ πολιτικὸς τῶν δοξολογιῶν καὶ τῶν πανηγύρεων. Ἦταν ἕνας Ρωμηός, ὅπως ὅλος ὁ ἁπλὸς καὶ εὐσεβὴς λαός, γιὰ τὸ καλό τοῦ ὁποίου ἀνάλωνε τὴ ζωή του. Καὶ γι' αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ λαὸ ἀπὸ τὸν Ὄρθρο συμμετεῖχε στὴ σύναξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ δολοφονία του ἀνέκοψε τὴν πορεία τοῦ Ἔθνους γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του μέσα στὰ ὅρια τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς του. Ἐπηρέασε ὅμως δυσμενῶς τὴν πορεία καὶ ὅλης της Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ἀνατρέποντας τὰ σχέδια γιὰ τὴν ρωμαίικη ἀποκατάστασή της.
Ὁ πιστὸς φίλος τοῦ Καποδίστρια Ἐϋνάρδος μπόρεσε νὰ συνειδητοποιήσει πολὺ ἐνωρὶς τὴ σημασία τῆς δολοφονίας τοῦ ἀληθινοῦ Πατέρα τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος: «Ὁ θάνατος τοῦ Κυβερνήτου -ἔγραφε-εἶναι συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι δυστύχημα δι' ὅλην τὴν Εὐρώπην [...]. Τὸ λέγω μὲ διπλῆν θλίψιν: ὁ κακοῦργος, ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν κόμητα Καποδίστρια, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του». Τὸ εἴπαμε ὅμως παραπάνω: Τὸ δολοφονικὸ χέρι κατευθυνόταν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ἐκεῖνες, ποὺ ἐνήργησαν στὴ δολοφονία, ὡς ἠθικοὶ αὐτουργοί, πραγματοποιώντας ἔτσι τὸν σκοπό τους: τὴν ἀνακοπὴ καὶ ἀνατροπὴ ἑνὸς μεγάλου πατριωτικοῦ ἔργου, ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ συμφέροντά τους.
π. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025


Οἱ φόροι 
Βάλετε φόρους, βάλετε εἰς τὴν πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε μὲ τὸ αἷμα μας τὴν ἄρρωστη πατρίδα
σεῖς τὸ κρασὶ καὶ τὸν καπνὸ ποὺ πίνετε μονάχοι
κι ἐμεῖς νὰ σᾶς κοιτάζομε μὲ μάτι σὰν γαρίδα
Βαριὰ φορολογήσετε καὶ τὸ νερὸ ποὺ τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, ἡ πλάτη μας ἀντέχει.

Ὅ,τι καλὸ κι ἂν ἔχουμε ἐπάνω σας ἂς μείνει
στὰ πρόσωπά μας ἂς χυθεῖ τοῦ μαρασμοῦ τὸ χρῶμα
μ’ ἐμᾶς τὸ ἰσοζύγιο τοῦ ἔθνους μας ἂς γίνει
φορολογῆστε καὶ αὐτὴ τὴ σάρκα μας ἀκόμα
τοῦ σώματός μας κόβετε καμιὰ παχιὰ λωρίδα
καὶ τρώγετέ την λαίμαργα μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα.

Ὅ,τι κι ἂν τρώγουν οἱ πτωχοὶ τὸ ἔθνος ἂς τὰ τρώγει
ὅ,τι κι ἂν πίνουν οἱ πτωχοὶ τὸ ἔθνος ἂς τὰ πίνει
χορταίνετε σὰν Λούκουλοι μ’ ἐμᾶς τὸ σκυλολόγι
κι ἐμεῖς θὰ σᾶς γνωρίζουμε γι’ αὐτὸ εὐγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες ποὺ ‘μαστε ἀντέχουμε εἰς ὅλα
καὶ οὔτε τόσον εὔκολα τινάζουμε τὰ κῶλα.

Πρέπει νὰ εἶναι οἱ πολλοὶ πτωχοὶ καὶ πεινασμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι πάντοτε νὰ βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει νὰ στέκουν οἱ πολλοὶ στὰ σπίτια των κλεισμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι νὰ πηδοῦν ἐπάνω στὸ παλάτι
Πρέπει ὁ κόσμος ὁ πολὺς νὰ δέχεται τὰ βάρη
κι ὁ λιγοστὸς ἐπάνω του κανένα νὰ μὴν πάρει.

Μ’ αὐτὸν τὸν νόμον ἔζησε ὁ κόσμος καὶ θὰ ζήσει
τὴ δύναμή του προσκυνᾶ ἡ κάθε κοινωνία
Δὲν ἠμπορεῖ καθένας μας βεβαίως νὰ πλουτίσει
γιατί τοῦ κόσμου ἔπειτα χαλᾶ ἡ ἁρμονία
Φτώχεια καὶ πλοῦτος – ζήτημα τοῦ καθενὸς αἰῶνος:
Ἰδοὺ τὸ τέλος κι ἡ ἀρχὴ τοῦ φοβεροῦ ἀγῶνος

Λοιπὸν κανένας πρόστυχος κεφάλι μὴ σηκώσει
γιὰ τόσα νομοσχέδια μὴ βγάλει τσιμουδιὰ
Εἰς τῆς πατρίδας τὸν βωμὸν τὸ αἷμα του ἂς δώσει
χωρὶς ν’ ἀφήσει στεναγμὸν ἡ μαύρη του καρδιὰ
Κι ἂν τώρα πάλι ἔπεσεν ἐπάνω του ὁ κλῆρος
Πρέπει καὶ πάλι νὰ φανεῖ γενναῖος – μάρτυς – ἥρως.

Γεώργιος Σουρῆς

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025



Τὸ γράμμα στὴν Ἀμερικὴ
Πᾶσαν φορὰν ὅταν ἔφθανα στὴν πατρίδα μου, ἀνὰ πᾶν τρίτον ἢ τέταρτον ἔτος, μὲ συνήντα καὶ μοῦ προσέφερε γενναίως τὰ ξένια ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος. Ὄχι ὅμως γενναιότερον ἀπὸ ἕνα δεύτερον θεῖόν μου, τὸν καπετὰν Γεωργὸν τὸν Ἀγαγᾶν, ὅστις ἐθυσίασέ ποτε ὁλόκληρον χῆνα καὶ ἤνοιξε μέγα βυτίον ροδίτου οἴνου, κεφαλοκρούστου, πρὸς τιμήν μου. Τὴν θυσίαν ταύτην ἔκαμεν εἰσάπαξ, δι᾿ ὅλας τὰς ἑκάστοτε ἀφίξεις μου, τάς τε παρελθούσας καὶ τὰς μελλούσας, διὰ νὰ μὴ ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος Μπεφάνης ἦτο παλαιὸς φίλος μου. Ἄλλοτε, στὴν νεότητά του, εἶχε μαγαζὶ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο «ἐμπορορράπτης». Ὅταν ἤθελες νὰ ψωνίσῃς, καὶ εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40. Εἰς ὀλίγον καιρὸν τὸ ἔκλεισεν. Εὐτυχῶς εἶχε προφθάσει νὰ νυμφευθῇ, κ᾿ ἐπῆρε καλὴν προῖκα. Κατόπιν ἀπέκτησε δύο υἱούς, ὕστερον ἐχήρευσεν· ἐνυμφεύθη ἐκ δευτέρου καὶ πάλιν ἐπῆρε κτήματα ὡς προῖκα. Ἐγέννησε πάλιν τέκνα, κ᾿ ἐγήρασε συζῶν μὲ τὴν δευτέραν γυναῖκά του.
Κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς χρόνους, ὅταν μὲ συνήντα ἐπανελθόντα ἀρτίως εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ μὲ ἔκαμε τὴν συνήθη δεξίωσιν, εἶτα, συνήθως κατὰ τὴν δευτέραν συνάντησίν μας, ἤρχιζε πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν, καὶ ὑπέβαλλε μίαν ἀπαράλλακτον πρότασιν.
― Ξέρεις ὅτι τὰ δυὸ παιδιά μου, ὁ Γιωργὴς κι ὁ Παυλάκης, εἶναι ἀπὸ χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ δὲν μοῦ γράφουν τί γίνονται. Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.
Εὐτυχῶς ὁ Μπεφάνης, συνήθως τὴν Κυριακήν, ἔλεγε μίαν ἡμέραν νὰ κάμῃ αὐτό, τὸ ἐξανάλεγε μάλιστα πολλὲς φορὲς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας, κατόπιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, δὲν εἶχε πλέον κέφι, δὲν ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ ὅ,τι εἶπε τὴν προτεραίαν, ἴσως διότι τοῦ ἐφαίνετο ἀνιαρόν, κ᾿ ἐκάθητο ἐν ἡσυχίᾳ διὰ νὰ χωνέψῃ, ἐπειδὴ ἦτον «ἀποκαής», καθὼς λέγουν.
Τὴν Τρίτην ἐπήγαινε στὸν ἐλαιῶνα, ὅπου εἶχεν ἐργάτας νὰ ποτίζουν τὰ δένδρα, τὴν Πέμπτην στὸ ἀμπέλι, ὅπου εἶχεν ἀργολόγι ἢ θειάφισμα, κτλ. Τὸ Σάββατον τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸ χωράφι, ἦτο πολὺ κουρασμένος, καὶ τὴν Κυριακὴν ἀπολείτουργα εἶχε συνεδρίασιν, καθότι ἦτο δημοτικὸς σύμβουλος. Τὸ ἀπόγευμα ἔπαιζε κοντσίνα ἢ πρέφα, καὶ τὸ βράδυ ἂν τὸν συνήντων, παρουσίᾳ καὶ ἄλλων πολλῶν, ἡ ὁμιλία θὰ ἦτο μακρὰ καὶ θορυβώδης, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς καὶ χῶρος διὰ νὰ μοῦ ξαναπῇ ὅ,τι ἅπαξ μοῦ εἶχεν εἴπει.
Μετὰ τρία ἔτη πάλιν, ὅταν ἐπανῆλθα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, μ᾿ ἐδεξιώθη ὁ Μπεφάνης, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ:
― Οὔτε γράμμα οὔτ᾿ ἐνθύμηση, μὲ ξέχασαν κεῖνα τὰ παιδιά. Ἔχουν ἑφτὰ χρόνια ποὺ λείπουν, τέσσερα ἔχουν νὰ μᾶς γράψουν. Νὰ πιάσῃς νὰ μοῦ συντάξῃς ἕνα γράμμα, ἀγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, ἐσὺ ξέρεις τί γλῶσσα περνᾷ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά· στὸ Μπουὲνς-Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴ Βρασιλία. Νὰ γράψουμε στὸν Πρόξενό μας ἐκεῖ, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ ξέρῃ ρωμέικα, ἴσως νὰ εἶναι ντόπιος ἀποκεῖ. Θέλετε πάλι νὰ τὸ στείλουμε στὸν διευθυντὴ τῆς ἀστυνομίας; ἐσὺ ξέρεις. Νὰ μοῦ τὸ σκαρώσῃς καλά, νὰ τὸ κουρδίσῃς, καὶ νὰ τὸ στείλουμε. Πότε λὲς νὰ τὸ κάμουμε;
―Ὅποτε θέλῃς.
― Καλά, ἔχουμε καιρό.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ κακὴ καὶ ἀστεία φήμη πολλὰ μὲ εἶχεν ἐνοχλήσει. Γυναῖκες, γέροντες τῆς ἀγορᾶς, θαλασσινοὶ καὶ χερσαῖοι ἄνδρες, ὅπου μ᾿ εὕρισκαν, μ᾿ ἐφορτώνοντο νὰ τοὺς κάμω τὴ «σύσταση», νὰ τοὺς γράψω δηλαδὴ τὴν ἀδρέσσα ἢ τὸ πανώγραμμα ἀγγλιστὶ διὰ τὰς διαφόρους Πολιτείας καὶ πόλεις τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὑπομονή ! Ἀλλ᾿ ἤρχοντο στὴν πτωχικὴν πατρικήν μου οἰκίαν καὶ μ᾿ ἐπολιορκοῦσαν. Ἄλλος πατριώτης εἶχεν ἀποθάνει σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἢ εἶχε πνιγῆ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πέλαγα, κ᾿ ἐστέλλοντο ἔγγραφα δικαστικὰ ἑτερόγλωσσα, καὶ μοῦ τὰ ἔφεραν διὰ νὰ τὰ μεταφράσω. Ἄλλος ἦτον ἀγράμματος, παραπλανημένος εἰς μακρινήν τινα πόλιν, κ᾿ ἔβαλλεν Ἀμερικανὸν φίλον του νὰ τοῦ κάμῃ γράμμα πρὸς τοὺς οἰκείους, ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε γεννηθῆ ἐκ πατρὸς πατριώτου μου εἰς τὴν Αὐστραλίαν ἢ τὴν Καλκούταν καὶ δὲν ἤξευρε ἑλληνικά· ἄλλος εἶχε ξεχάσει τὴν γλῶσσαν σαράντα χρόνια ποὺ ἔλειπε, κ᾿ ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε νυμφευθῆ Ἀμερικανίδα, καὶ αὐτὴ θέλουσα νὰ φανῇ εἰρωνικῶς φιλόφρων πρὸς τὴν ἀγνώριστον πενθεράν της ―εὐτυχῶς δι᾿ ἀμφοτέρας δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ γνωρισθῶσι ποτέ― ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὤφειλα νὰ τὰ μεταφράσω. Θεέ μου! Καὶ ἦσαν τόσοι καὶ τόσοι στὸ χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, μορφωμένοι εὐπρόσωποι, καλλωπισμένοι. Καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτευμένοι ἐπανέκαμπτον ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ κανεὶς δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ σωστὰ ἕνα γράμμα. Ὤ! τί βάσανον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι σχεδὸν καμμία καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἐστοχάσθη ὅτι αὐτὸ ἦτον κόπος, καὶ ἂν ὤφειλε νὰ δώσῃ ἀντάλλαγμα διὰ τὸν κόπον. Πλὴν ἀξιοπρεπέστερον δι᾿ ἐμὲ θὰ ἦτο νὰ μὴ ἐδεχόμην ποτὲ ἀμοιβήν, ἀπείρως ὅμως εὐκτότερον νὰ μ᾿ ἄφηναν εἰς τὴν ἡσυχίαν μου, εἰς τὴν ὀλιγάρκειάν μου. Εἶχα ἐγὼ ἐργασίας νὰ κάμω, κ᾿ ἐβιαζόμην νὰ τὰς ἀφήσω, διὰ νὰ κάμω τὰς ἀλλοτρίας. Εἶχα ἐγκαταλίπει τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, παραιτηθεὶς πρὸ πολλοῦ πᾶν δικαίωμα κληρονομίας, ἰδιοκτησίας, κτλ., κ᾿ ἔπρεπε νὰ φροντίζω διὰ τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὑπῆρξαν καὶ ἄνθρωποι ἐλθόντες νὰ μὲ συμβουλευθῶσι διὰ δικαστικὰς ὑποθέσεις. Καὶ ὅταν ὡμολόγησα ὅτι δὲν ἐννοοῦσα σκρὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, σείοντες τὰς κεφαλὰς ἔλεγον πρὸς ἑαυτούς: Καὶ τί γράμματα ξέρει λοιπόν;
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025



















Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ
Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.
Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.
Παῦλος Νιρβάνας