Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 


Ἄλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός

Γιῶργος Σαραντάρης

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024


Τὸ ἐρημονήσι
Γειά σου Ἀπρίλη γειά σου Μάρτη
    καί πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη καί κατάρτι
    καί γυρεύω ἕνα νησί
    πού δέ βρίσκεται στό χάρτη

Τό κρατᾶνε στόν ἀέρα
    τέσσερα χρυσά πουλιά
Δέ γνωρίζεις ἐκεῖ πέρα
    οὔτε κλέφτη οὔτε φονιά
    οὔτε μάνα καί πατέρα

Τά λουλούδια μεγαλώνουν
    κάθε νύχτα τρεῖς ὀργιές
Τίς ἀκρογιαλιές ἰσκιώνουν
    καί τά δέντρα στίς πλαγιές
    σάν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μές στῆς ἐρημιᾶς τ' ἀγέρι
    ὅλ' ἁγιάζουνε μεμιᾶς
Πιάνεις τοῦ Θεοῦ τό χέρι
    καί στά κύματα ἀκουμπᾶς
    σάν ἀγριοπεριστέρι

Γειά σας ἔχτρες γειά σας μίση
    καί γινάτι καθενός
Ἅμα βρεῖς τό ἐρημονήσι
    ὅλα τ' ἄλλα εἶναι καπνός
    Μία φορά νά τό 'χεις ζήσει.


Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024


Δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη
Ἀπὸ τότε ὁποῦ ἔπεσε ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἡ φατρία του ἔπεσε ὅλως διόλου καὶ ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ἀγγλίας καὶ ἡ δύναμη τῆς Ἀγγλικῆς πρεσβείας. Ἐλαμπρύνθη ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του κι᾿ ὅλες οἱ ξεκλησμένες παντιέρες καὶ οἱ σαβοῦρες τοῦ τόπου. Κι᾿ ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας ἦταν τὸ πᾶν καὶ κοντὰ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Καὶ ἦταν τὸ «λύσε» καὶ τὸ «δέσε» καὶ γενικὸς συβουλάτορας σὲ ὅλα ὁ κύριος Πισκατόρης· κι᾿ ἀδελφὸς στενὸς τοῦ πρώτου ὑπουργοῦ Κωλέτη. Κι᾿ ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας καὶ ἡ κυβέρνησή του ἐκεῖνο γένονταν. Κι᾿ ὅλος ὁ ἀγώνας τους, τώρα ὁποῦ ἔλαβαν ἐπιρροὴ καὶ τὰ μέσα ἐδῶ, εἶναι διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργον. Μάσαν κι᾿ ὅλους τοὺς μπερμπάντες δικούς μας καὶ ξένους κι᾿ ἀγωνίζονται εἰς αὐτὸ τὸ ἀντικείμενον μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ ποιοὶ ἐργάζονται εἰς αὐτό; Μεγάλοι ἄντρες, βασιλέας πλούσιος ἀπὸ σοφία, ἀπὸ κατάστασιν, ἀπὸ ὑπηκόγους. Καὶ τί ἀγωνίζεται αὐτός; Ν᾿ ἀλλάξῃ τὴν θρησκείαν ἑνοῦ ξεψυχησμένου καὶ μικρούτζικου ἔθνους – νὰ πάρῃ μισὸ δράμι νερὸν νὰ τὸ ρίξῃ εἰς τὴν θάλασσα νὰ τὴν γλυκάνῃ, νὰ πγῇ νερὸ αὐτός.
Μεγάλε βασιλέα, δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔργα ἑνοῦ ἀνώτερου βασιλέα, τοῦ Θεοῦ. Θέλει αὐτὸς ν᾿ ἀκούγῃ δοξολογίαν ξεχωριστὴ ἀπὸ τὴν δική σου. Θέλει κάθε ἔθνος κατὰ τὴν θρησκείαν του νὰ τὸν σέβεται, νὰ τὸν λατρεύῃ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃ. Οἱ ψεῦτες καὶ οἱ κόλακες, ὁποῦ σᾶς κάνουν ὅλους ἐσᾶς τοὺς βασιλεῖς μὲ τὴν γλυκή τους γλώσσα καὶ χάνετε τὴν δικαιοσύνη σας καὶ γίνεστε ἐπίορκοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ δοξολογᾶτε τὸν διάβολον, αὐτεῖνοι δὲν πιστεύουν Θεόν. Δὲν δουλεύουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καὶ σκοτώνονται δι᾿ αὐτά. Ἐκεῖνοι θέλουν νά ῾χουν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τῆς θρησκείας, καὶ τότε λέγεστε κ᾿ ἐσεῖς δίκαιοι βασιλεῖς, ἐπίτροποι τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοὺς ἀφίνετε ἐλεύτερους εἰς τὰ αἰστήματά τους. Καὶ ζῆτε δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους σας κι᾿ ὄχι ἀπὸ τοὺς τεμπέληδες. Ὄχι νὰ κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας, καὶ νὰ καταγένεσαι ν᾿ ἀλλαξοπιστήσῃς μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνίαν. Ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κυρίεψε τοὺς ἔκαιγε εἰς τοὺς φούρνους, τοὺς ἔκοβε γλῶσσες, τοὺς παλούκωνε ν᾿ ἀλλάξουν τὴν θρησκείαν τους καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτας.
Τώρα Θεός, δίκιος καὶ παντοδύναμος, ὁποῦ ὁρίζει κ᾿ ἐσένα, ἀνάστησε αὐτεῖνο τὸ μικρὸ ἔθνος καὶ θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως κι᾿ ἀνατολικῶς, καθὼς οἱ ἐδικοί σου ὑπήκοοι τὸν δοξάζουν δυτικῶς. Κ᾿ ἐσὺ μεγάλος χριστιανὸς δυτικὸς βασιλέας, ἐπίτροπος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν λαόν σου, πρέπει νὰ προσέχῃς νά ῾χῃ αὐτὸς λαὸς ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ νὰ τὸν παρακινῇς νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν κατὰ τὴν θρησκείαν του· κ᾿ ἐσέναν καὶ τὴν πατρίδα του νὰ σᾶς σέβεται, κι᾿ ὄχι νὰ χάνῃς τῆς βασιλικές σου στιμὲς καὶ τῆς πολυτίμητες· νὰ ὁδηγῇς τὸν «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (ὁποῦ δὲν ἤξερε πῶς βάνουν τὴν πέτρα εἰς τὸ ντουφέκι καὶ τὸν ὀνόμασες καὶ γκενεράλη· ὅτι οἱ Μεγαλειότες σας ὅλους τοὺς τοιούτους τοὺς τιμᾶτε καὶ δοξάζετε, ὅτι αὐτεῖνοι ἐκτελοῦν τὴν θέλησή σας), καὶ καταγίνεται νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὴν θρησκεία τους τοὺς ἀπογόνους τῶν παλιῶν Ἑλλήνων, τὰ παιδιὰ τοῦ Ρήγα, τοῦ Μάρκο Μπότζαρη, τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Δυσσέα, τοῦ Διάκου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Νικήτα, τοῦ Κυργιακούλη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη, τῶν Ὑψηλάντων κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν, ὁποῦ θυσιάσαν καὶ τὴν ζωή τους καὶ τὴν κατάστασίν τους δι᾿ αὐτείνη τὴν ὀρθόδοξη θρησκεία καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Μεγαλειότη σου μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ξέρῃς αὐτά· Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι του δὲν τὰ ξέρουν; Μαυροκορδάτος καὶ οἱ ὀπαδοί του δὲν τὰ ξέρουν; Καὶ οἱ ἄλλες φατρίες δὲν τὰ ξέρουν, νὰ σᾶς εἰποῦνε, τῆς Μεγαλειότης σας καὶ τῆς συντροφιᾶς σας, ὅτι· «Αὐτὸ δὲν γένεται εἰς τὴν θρησκεία μας καὶ εἰς τὴν πατρίδα μας, ὅτι αὐτείνη θρησκεία κι᾿ αὐτείνη πατρίδα εἶναι δική μας καὶ μᾶς τίμησε κιόλα καὶ μᾶς γιόμισε δόξες, σταυροὺς καὶ μᾶς ἔδωκε βαρυοὺς μιστοὺς καὶ ἔκαμεν Ἐκλαμπρότατους καὶ μᾶς τιμάει καὶ μᾶς σέβεται, ὁποῦ ἤμαστε πρῶτα τουρκοκόπελα καὶ τώρα ἐγίναμεν τοιοῦτοι». Ἂν εἶναι τοιοῦτοι αὐτεῖνοι ὅλοι, προδότες τῆς θρησκείας τους κι᾿ ὅλων τῶν τίμιων ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, Βασιλέας μας διατὶ ἀμελεῖ ἀπάνου εἰς αὐτό; Ὅταν δέχτη νὰ ῾ρθῇ νὰ βασιλέψῃ κι᾿ ὁρκίστη ὅτι θὰ βασιλέψῃ καὶ θὰ δοικήσῃ Ἕλληνες ὀρθόδοξους χριστιανοὺς καὶ θὰ τοὺς διατηρήσῃ θρησκεία, τιμή, κατάσταση καὶ συνταματικῶς θὰ κυβερνάγηὅλα αὐτὰ Μεγαλειότης του διατὶ τὰ ἀμέλησε καὶ τὰ τζαλαπάτησε;

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

 


Ἡ λυπημένη

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

Γιῶργος Σεφέρης

Σάββατο 22 Ιουνίου 2024


Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας
― Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὗραν τρόπον κ᾿ ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κ᾿ ἡ μυῖγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κ᾿ οἱ μουσίτσες;
― Καὶ τὰ μικρόβια;
Αἱ δύο κυρίαι εἶχαν τὸν λόγον. Ἡ πρώτη, εὐτραφής, μεγαλόσωμος, καὶ καλοκαμωμένη, ὅσον ἐφαίνετο ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τῆς σελήνης, μέσῳ τοῦ δένδρου, καὶ ὑπὸ τὸ φῶς ἑνὸς φανοῦ ἐπὶ χαμηλοῦ στύλου, ἔξωθεν τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, ἦτο σύζυγος τοῦ παρακαθημένου αὐτῇ ὑπερμεσήλικος κυρίου μὲ τὴν γενειάδα, ὅστις ἦτο ἐπαρχιώτης πολιτευόμενος. Ἡ ἄλλη, νεαρὰ ἀκόμη, ἄγαμος, ἦτο ἐν ἐνεργείᾳ δασκάλα. Εἷς γνώριμός των, νεαρὸς κύριος, συνεπλήρου τὴν τετράδα. Εἶχαν πίει τὸν καφέν των, τὴν θερινὴν ἐκείνην νύκτα, καὶ ἀνεψύχοντο.
― Κι ὁ ψύλλος τάχα ποῦ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώσῃ; εἶπεν ἡ δασκάλα.
― Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος.
Ὅλοι ἐκάγχασαν.
― Μὰ ἡ ψείρα;
―Ὤ, ἡ ψείρα; Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴν γενειάδα τοῦ Νῶε.
Ὁ γηραιὸς κύριος ἀκουσίως ἔψαυσε τὴν γενειάδα του.
*
* *
Εἰς ἕνα ὅμιλον ἀντικρινὸν ἐκάθηντο τρεῖς λιμοκοντόροι. Οἱ δύο μόνον ἐφοροῦσαν στενά. Ὁ τρίτος, ἀμύστακος ἀκόμη, ἐφοροῦσε κομψὰ ρασάκια, καὶ εἶχε τὴν κοτσίδα του ὀπίσω δεμένην εἰς τὴν μέσην μὲ κορδέλαν. Ἴσως ἦτο Ριζαρείτης.
Κατὰ σύμπτωσιν, κ᾿ ἐκεῖ ἡ ὁμιλία ἦτο σχετικὴ μὲ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Οἱ τρεῖς νέοι ὡμιλοῦσαν ἐν ἐξάψει, κ᾿ ἐφαίνοντο ὅτι εἶχαν δειπνήσει ἐν ἀφθονίᾳ.
― Καὶ τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά, βρέ;… Πῶς μίλησεν ἡ γαϊδάρα τοῦ Βαρλαάμ; (sic) Τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά, βρέ;
Τὸ βρὲ ὁ Ριζαρείτης τὸ ἀπηύθυνε βεβαίως εἰς τὸν ἀόρατον καὶ ἀπρόσωπον διευθυντὴν συντάκτην τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπέστρεφε ρητορικῶς τὸν λόγον. Ἴσως εἰς τὸν προφήτην Μωυσέα.
― Τίνος τὰ πουλᾷς αὐτά; ἐπανέλαβε καὶ τρίτην φοράν.
Ὁ νεαρὸς κύριος τοῦ γείτονος ὁμίλου, ἂν κ᾿ ἐγέλασε μὲ τὰς ἐλαφρὰς εὐφυολογίας τῶν δύο γυναικῶν, φαίνεται ὅτι δὲν εὐηρεστήθη ἀπὸ τὴν βαναυσότητα τοῦ μικροῦ ρασοφόρου. Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν ἰδίαν ὁμάδα του, ἀρκετὰ μεγαλοφώνως ὥστε ν᾿ ἀκούεται καὶ ἀπὸ τοὺς γείτονας, εἶπε:
― Τίνος τὰ πουλᾷ;… Μ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι εἴκοσιν αἰῶνες τώρα, ἐξακολουθοῦν νὰ πουλοῦνται εἰς ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα αἱ Βιβλικαὶ Ἑταιρεῖαι τὰ πουλοῦνμεταφρασμένα εἰς τριακόσιες τόσες γλῶσσες… Κ᾿ ἔπειτα, ἐκεῖνος ποὺ τὰ πουλᾷ, ὡς θαῦμα ζητεῖ νὰ τὰ πουλήσῃ καὶ ὄχι ὡς κοινόν τι καὶ σύνηθες. Οὐδὲ βιάζει κανένα νὰ τὸ πιστεύσῃ.
― Καὶ δὲν εἶναι καὶ πολὺ παράξενο ἂν ὡμίλησε μίαν φορὰν ἡ γαϊδάρα, εἶπεν ἀκάκως ὁ γηραιὸς κύριος. Πόσοι γαϊδάροι καὶ γαϊδάρες πόσες μιλοῦν!
―Ἂς τ᾿ ἀφήσουμε αὐτό, εἶπεν ὁ νέος. Μὰ ἰδέτε πόσον καλὰ ὁ νεαρὸς αὐτὸς ρασοφόρος μανθάνει τὰ «ἱερὰ γράμματα», ἀφοῦ τὸν Βαλαάμ, τὸν μάντιν, ποὺ ἔζησε χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ, τὸν κάνει Βαρλαάμ, τὸν αἱρετικὸν τῆς 13ης μετὰ Χριστὸν ἑκατονταετηρίδος… Καὶ τὸ κάτω-κάτω, κύριε, ἐπέφερεν οἱονεὶ ἀποστρέφων τὸν λόγον πρὸς τὸν Ριζαρείτην, ἀφοῦ δὲν σ᾿ ἀρέσει, κύριε, ἡ Θρησκεία καὶ τὸ ἱερατικὸν στάδιον, διατί φορεῖς ράσα, καὶ διατί οἱ φιλόστοργοι γονεῖς σου σὲ στέλνουν νὰ φοιτᾷς εἰς τὴν Ριζάρειον; Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024



Σελήνη
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Στὸ περιβόλι τὸ πυκνὸ
καθὼς κοιμότουν σκοτεινὸ
μπῆκε ἡ κυρὰ σελήνη
καὶ ξύπνησε γιὰ μία στιγμὴ
τ᾿ ἀηδόνι καὶ τὸ γιασεμὶ
καὶ τὴ μουντὴ νεροσυρμὴ
ποὺ ὁλόχρυση ἔχει γίνει!
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Τ᾿ ἄστρα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
χορεύουν καλαματιανὸ
μὲ τὴν κυρὰ σελήνη
κι ἡ θάλασσα μουρμουριστὰ
τὸν ἦχο τάχα τῆς βαστᾷ
καὶ τὴν κυρὰ εὐχαριστᾷ
κι αὐτὴ φλωριὰ τῆς δίνει!
Γεώργιος Ἀθάνας

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024



Ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ πήδηξα στὴ βάρκα
Μία δύναμις μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὴν λιτανεία πρὶν φύγουμε ἀπὸ τὰ Ψαρὰ γιὰ τὴν Χίο. Μία δύναμις θεϊκὴ μὲ γιγάντωσε...
Αὐτὴ ἡ θεία δύναμις μοῦ ἔδωσε θάρρος διὰ νὰ φθάσω μὲ τὸ πυρπολικό μου στὴν Τουρκικὴ Ναυαρχίδα... Οἱ Τοῦρκοι ἦταν τόσοι ὥστε ἐὰν ἔπτυον ἐπάνω μας θὰ μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως...
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου» φώναξα ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ πήδηξα στὴ βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στὴν Ναυαρχίδα, ποὺ τινάχθηκε στὸν ἀέρα καὶ παρέσυρε στὸν θάνατο χιλιάδες Τούρκους...
Κωνσταντῖνος Κανάρης

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024


Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία
Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον. Αὐτό ἐντέλλεται ὁ Κύριος σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους. Συγχωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς. Γι’ αὐτό καί δήλωσε ὅτι χαρά μεγάλη γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἐπί τῆς γῆς. Ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος ἀτενίζει σέ σένα, ἀδελφέ καί ἀδελφή, πῶς ζῆς στήν γῆ. Πέφτεις στήν ἁμαρτία καί δέν μετανοεῖς; Νά, οἱ Ἄγγελοι κλαῖνε καί θλίβονται στόν Οὐρανό ἐξ αἰτίας σου. Μόλις ἀρχίσῃς νά μετανοῇς, νά, οἱ Ἄγγελοι στόν Οὐρανό χαίρονται, καί σάν οὐράνιοι ἀδελφοί σου χορεύουν...
Νά ἡ σημερινή μεγάλη ἁγία, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Πόσο ἁμαρτωλή! Ἀπό αὐτήν ὁ Κύριος ἔκανε μία ἁγία ὕπαρξι σάν τά Χερουβίμ. Μέ τήν μετάνοια ἔγινε ἰσάγγελη, μέ τήν μετάνοια κατέστρεψε τήν κόλασι, στήν ὁποία βρισκόταν, καί ἀνέβηκε ὁλόκληρη στόν παράδεισο τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Χριστιανός ἀδύνατος σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν τοῦ ἐπιτίθενται οἱ φρικωδέστερες ἁμαρτίες καί πειρασμοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ μόνο ὁ Χριστιανός νά μή ξεχάσῃ τά μεγάλα του ὅπλα: τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν νηστεία· νά ἐπιδοθῇ σέ κάποια εὐαγγελική ἄσκησι, σέ κάποια ἀρετή: εἴτε στήν προσευχή, εἴτε στήν νηστεία, εἴτε στήν εὐαγγελική ἀγάπη, εἴτε στήν εὐσπλαχνία. Ἄς θυμηθοῦμε τούς μεγάλους Ἁγίους τοῦ Θεοῦ, ἄς θυμηθοῦμε τήν ἑορταζομένη σήμερα μεγάλη Ἁγία, τήν ὁσία Μητέρα μας Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι εὔκαιρος βοηθός μας. Ἡ ἁγία Μαρία ἐβίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί σώθηκε ἀπό τήν φοβερή της κόλασι, ἀπό τούς φοβερούς της δαίμονες. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί σήμερα καί πάντοτε μᾶς βοηθεῖ σέ ὅλες τίς εὐαγγελικές μας ἀρετές: στήν προσευχή, καί στήν νηστεία, καί στήν ἀγρυπνία, καί στήν ἀγάπη, καί στούς οἰκτιρμούς, καί στήν ὑπομονή, καί σέ κάθε ἄλλη ἀρετή. Εὔχομαι νά μᾶς βοηθῇ πάντα καί νά μᾶς καθοδηγῇ...
Γι’ αὐτό, ποτέ νά μήν ἀποκάμῃς στόν ἀγῶνα καί στόν πόλεμο μέ τίς ἁμαρτίες σου... Σέ ὅλες τίς δυσκολίες σου καί στίς πιό μεγάλες πτώσεις σου νά θυμᾶσαι τήν κραυγή αὐτῆς τῆς ἁγίας ἑβδομάδος, πού ἔχει τήν δύναμι νά σέ ἀναστήσῃ: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». 
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

 


Δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά μελαγχολοῦμε

Κάποιος μοναχός τῆς Μονῆς τοῦ Σαρώφ κυριεύθηκε ἀπό μελαγχολία. Μιά φορά μάλιστα πού ἔνιωσε νά φθάνει στήν ἀπόγνωση, ζήτησε τήν συμπαράσταση ἑνός ἀδελφοῦ. Βγῆκαν καί οἱ δύο ἔξω ἀπό τήν Μονή μετά τόν Ἑσπερινό καί ἄρχισαν νά περιπατοῦν στόν κῆπο καί νά παρηγοροῦνται μέ τήν συζήτηση. Πλησίασαν στόν σταῦλο τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ κοντά ἄρχιζε τό δρομάκι πού ὁδηγοῦσε στήν πηγή τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Ὁ ἄρρωστος ἀδελφός θέλησε ν’ ἀλλάξει κατεύθυνση, γιά νά μήν συναντηθεῖ μέ τόν Στάρετς σ’ αὐτήν τήν ψυχική κατάσταση.

Πρίν ὅμως προφθάσουν ν’ ἀπομακρυνθοῦν, τόν βλέπουν νά ἔρχεται πρός τό μέρος τους. Οἱ δύο Μοναχοί ἔπεσαν μέ σεβασμό στά πόδια του. Ἐκεῖνος τούς εὐλόγησε καί τούς μίλησε μέ ἀσυνήθιστη καλωσύνη. Σάν στοργικός πατέρας! Κατόπιν ἄρχισε νά ψάλλει ἕνα τροπάριο τῆς ἐνάτης ὡδῆς τοῦ μικροῦ Παρακλητικοῦ κανόνος τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται σέ κάθε θλίψη καί δοκιμασία:

«Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα.» Γέμισε μὲ χαρὰ τὴν καρδιά μου, Παρθένε, Ἐσὺ ποὺ δέχθηκες μέσα Σου τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ χαρὰ σὲ τέλειο βαθμό, κι ἔτσι ἐξαφάνισες τὴ λύπη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία.

Ὕστερα χτύπησε τό πόδι του στήν γῆ καί εἶπε:

-Δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά μελαγχολοῦμε. Ὁ Χριστός νίκησε τά πάντα! Ἀνάστησε τόν Ἀδάμ! Ἐλευθέρωσε τήν Εὔα! Θανάτωσε τόν θάνατο!

Ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ Στάρετς μεταδόθηκε στήν ψυχή τῶν ἀδελφῶν. Ζωογονημένοι τώρα μέ τήν χαρά του, ἐπέστρεψαν στήν Μονή εἰρηνικοί!

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

 


Τί ἔτρωγε ἡ Στιλούδα

Πλημμυρίζει τύψεις ἡ συνείδησή μου, μαυρίζει ἡ ψυχή μου, ὅταν μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ τὸ περιστατικὸ μὲ τὴ Στιλούδα, τὸ ἀνοιξιάτικο ἐκεῖνο δειλινὸ στὴν ἀλάνα τῶν παιδικῶν μου παιχνιδιῶν. Ἡ Στιλούδα ἦταν ἕνα κοριτσάκι 4-5 χρονῶν, λεπτὸ καὶ εὔθραυστο σὰν μίσχος λουλουδιοῦ, ἕνα κοριτσάκι φοβισμένο καὶ κλεισμένο στὸν ἑαυτό του, σὰ πουλάκι λαβωμένο.

Ἦταν ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν κατοχὴ ἐποχή, ἡ ταραγμένη, ἡ φριχτὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας περίοδος, ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐμφυλίου.

Ἡ Στιλούδα ζοῦσε μὲ τὴ μάνα της σὲ ἕνα σκοτεινὸ κατῶι ἑνὸς σπιτιοῦ τῆς γειτονιᾶς μου, ὅπου βρῆκαν καταφύγιο, ὅταν ἦρθαν πανικοβλημένες στὸν Πολύγυρο ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς μέσα στὴ δίνη τῶν καιρῶν. Ἡ μάνα τῆς Στιλούδας, μία λιπόσαρκη ταλαιπωρημένη γυναίκα, μαυροφοροῦσα καὶ μαυρομαντηλοῦσα, ἔχασε τὸν ἄνδρα της, ὅταν εἶχε ἀκόμα στὴν κοιλιά της τὴ Στιλούδα. Ἔτσι χωρὶς πόρους, χωρὶς στήριξη πῆρε τὸ παιδί της καὶ ἦρθε, ὅπως εἶπα, στὸν Πολύγυρο καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει ξενοδουλεύοντας.

Ἡ Στιλούδα ἔμενε κλεισμένη στὸ κατῶι, ὅσο ἔλειπε ἡ μάνα της στὴ δουλειά, ὅλο τὸ πρωινό. Ὅταν, ὅμως, ἐρχόταν τὸ ἀπόγευμα καὶ τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς μαζεύονταν σὲ κάποια ἀλάνα ἤ στὸ δρόμο καὶ ξεσήκωναν τὸν κόσμο μὲ τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές τους, τότε ἔβλεπες καὶ τὴ Στιλούδα νὰ ξεμυτίζει καὶ νὰ ἔρχεται δειλὰ δειλὰ στὴ μάζωξη τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς. Κούρνιαζε πάντα σὲ μία ἄκρη, μία ψυχούλα τόση δά ποὺ φαινόταν ἀκόμα μικρότερη, καθὼς καθόταν συνεσταλμένη καὶ μαζεμένη καὶ παρακολουθοῦσε μὲ τὰ μεγάλα μάτια της μὲ ζέση καὶ ἐνδιαφέρον, ὅσα ἔκαναν τὰ ἄλλα παιδιὰ, χωρὶς νὰ τολμάει ὅμως νὰ συμμετέχει στὸ παιχνίδι.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπῆρχε συνήθεια, τηρούμενη μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν παιδιῶν, κάθε παιδί, ὅταν ἔβγαινε γιὰ παιχνίδι, νὰ κρατάει στὸ ἕνα του χέρι μία φέτα ψωμὶ (τὸ λεγόμενο γουνίδ’ ἢ γουνίδα) καὶ στὸ ἄλλο του χέρι κάποιο φαγώσιμο. Αὐτὸ τὸ ἄλλο φαγώσιμο, οἱ παλιοὶ συνήθιζαν νὰ τὸ χαρακτηρίζουν «αὐτό ποὺ ξεγελάει τὸ ψωμὶ νὰ κατιβαίν’(ει) σιακάτ». Τὸ σύνηθες συνοδὸ τοῦ ψωμιοῦ ἦταν τὸ τυρί. Μία φέτα, λοιπὸν, μεγάλη ψωμὶ στὸ ἕνα χέρι καὶ ἕνα συνήθως μικρὸ κομμάτι τυρὶ στὸ ἄλλο χέρι, τὸ λεγόμενο ψωμοτύρι, ἦταν τὸ παραδοσιακὸ ἀπογευματινὸ τῶν παιδιῶν, ποὺ τὸ ἔτρωγαν, ὅπως εἴπαμε, πάντα παίζοντας στὸ δρόμο. Ἀπαραίτητα, ἡ μάνα ἔδινε στὸ παιδί της κάθε φορὰ τὴν ὁδηγία: «Νὰ δαγκάνεις πολὺ ψωμὶ ἀλλὰ τσιμοῦδα τυρί». Προφανῶς, γιὰ νὰ ἐπαρκέσει τὸ λιγοστὸ τυρὶ νὰ ξεγελάσει ὅλο τὸ ψωμὶ, γιὰ νὰ κατεβεῖ σιακάτ’!

Ἐκτὸς, ὅμως, ἀπὸ τὸ τυρὶ ὑπῆρχαν καὶ διάφορα ἄλλα συνοδὰ τοῦ ψωμιοῦ «γιὰ νὰ τὸ ξεγελάσουν». Ἔτσι, ἔβλεπες κάποια παιδιὰ νὰ κρατοῦν μία φέτα ψωμὶ βρεγμένη καὶ πασπαλισμένη μὲ ζάχαρη, κάποια ἄλλα μία φέτα περιχυμένη μὲ λάδι καὶ ἐπάνω ἁλάτι καὶ ρίγανη ἢ ἀλειμμένη μὲ λίγδα, ταραμά, πολτοποιημένες ἐλιὲς ἢ μέλι. Σπάνια, ἔβλεπες κάποιο παιδὶ νὰ ἔχει τὴ φέτα του ἀλειμμένη μὲ βούτυρο καὶ ζάχαρη ἢ βούτυρο μὲ μέλι ἢ βούτυρο μὲ μαρμελάδα. Αὐτὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς γαστρονομικῆς πολυτέλειας τῆς ἐποχῆς.

Ἐξαίρεση στὴν ἀπογευματινὴ αὐτὴ συνήθεια τῶν παιδιῶν δὲ θὰ μποροῦσε, βέβαια, νὰ ἀποτελέσει ἡ Στιλοῦδα. Ὅπως καθόταν, μαζεμένη καὶ θλιβερὴ στὴν ἀκροῦλα της, κρατοῦσε κι αὐτὴ κάποιο φαγώσιμο κι ἔτρωγε ἐναλλὰξ μία μπουκιὰ ψωμὶ καὶ μία ἀπὸ τὸ ἄλλο φαγώσιμο. Καὶ ὅλα συνέχιζαν τὸ ρυθμὸ τους, μέχρι ποὺ ἔγινε ἡ μεγάλη ἀποκάλυψη, ἐπακολούθησε ὁ μεγάλος χαμὸς καὶ ὁ μεγάλος διασυρμὸς τῆς Στιλούδας καὶ ἡ αἰτία τῶν μεγάλων τύψεων, ποὺ μὲ κατατρέχουν μέχρι σήμερα.

Ἕνα παιδὶ κάποια στιγμὴ διαπίστωσε, ὅτι ἡ Στιλούδα στὸ ἕνα της χέρι κρατοῦσε βέβαια μία φέτα ψωμί, ἀλλὰ στὸ ἄλλο της χέρι δὲν κρατοῦσε τυρὶ ἢ κάποιο ἄλλο φαγώσιμο ἀλλὰ κρατοῦσε, ἄκουσον ἄκουσον, καὶ στὸ ἄλλο της χέρι, ἐπίσης, ἕνα μικρὸ κομμάτι ψωμὶ καὶ τὸ ἔτρωγε μὲ πολὺ μικρὲς μπουκιὲς, ἐναλλὰξ μὲ τὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία δάγκωνε πολὺ μεγαλύτερες μπουκιές.

Ἔγινε, ὅπως εἶπα, χαμὸς μετὰ τὴ φοβερὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη. Τὸ παιδὶ ποὺ τὴν ἔκανε, τὸ ἔβγαλε ἀμέσως βούκινο: «Ὄϊντε, αὐτῆν’(η) τρώει ψουμὶ μὶ ψουμὶ ἀντὶ νὰ τρώει ψουμὶ κι τυρί».

Σὲ λίγο ὅλο τὸ τσοῦρμο τῶν παιδιῶν, μὲ ἐμένα ἀνάμεσά τους, εἶχε μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὴ Στιλούδα χαχανίζοντας καὶ φωνάζοντας καὶ ξαναφωνάζοντας: «Ὄϊντε, αὐτῆν’(η) τρώει ψουμὶ κι ψουμί. Γιατί, μαρή, τρῶς ψουμὶ μὶ ψουμί;» (εἶναι πολὺ σκληρὰ τὰ παιδιά, ἔμαθα, ὅταν μεγάλωσα πιά).

Ἡ Στιλούδα ζάρωσε, μίκρυνε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν καὶ σίγουρα εὐχόταν νὰ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ τὴν καταπιεῖ. Ἦταν ἕνα θέαμα ἀξιοθρήνητο, ἐφιαλτικὸ, μὲ θύτες τὸ σύνολο τῶν παιδιῶν καὶ θύμα τὴ φτωχὴ Στιλούδα. Τέλος, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ὧρα τὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ ξεφωνητὰ ἄρχισαν νὰ καταλαγιάζουν, κατόρθωσε ἡ Στιλούδα ξέπνοα νὰ ψιθυρίσει: «Ἰμεῖς δὲν ἔχουμι πατέρα στοῦ σπιτ’ νὰ μᾶς ἀγουρᾶζ’(ει) τυρὶ κι ἡ μάναμ’ μὶ δίν’(ει) νὰ τρώου μία φέτα ψουμὶ κι ἕνα κουμματοῦδ’ ψουμὶ νὰ τοῦ τρώου γιὰ τυρί».

Νέα χάχανα καὶ νέα «ὄϊντε» καὶ νέος διασυρμὸς ἐπακολούθησε, μετὰ τὰ λόγια τῆς Στιλούδας. Ἡ δύστυχη μικρούλα, πιὸ μαζεμένη ἀπὸ ποτὲ, σηκώθηκε κι ἔφυγε καὶ δὲ θυμᾶμαι νὰ ξαναφάνηκε στὸ ἀπογευματινὸ παιχνίδι τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς μου μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό.

Ἀργότερα ἔμαθα, ὅτι κάποιες μάνες, ὅταν δὲν εἶχαν νὰ δώσουν κάτι συνοδὸ τῆς φέτας τοῦ ψωμιοῦ, ἔδιναν στὸ παιδί τους μαζὶ μὲ τὴ φέτα καὶ ἕνα μικρὸ κομματάκι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν αὐτὸ νὰ τὸ τρώει λίγο λίγο μὲ μικρὲς μπουκιὲς γιὰ τυρί, ἐνῶ τὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ νὰ τὴν τρώει κανονικά, ὅπως τρῶνε τὸ ψωμὶ μὲ μεγάλες μπουκιές!

Ἡ πρώτη μου ὅμως ἐπαφὴ μὲ τὸ γεῦμα τῆς Στιλούδας, «ψωμὶ μὲ ψωμί», ἦταν γιὰ μένα μία ἐμπειρία πρωτόγνωρη γιὰ τότε καὶ πηγή, ὅπως εἶπα, συνεχῶν καὶ μεγάλων τύψεων γιὰ τὸ σήμερα. Τύψεων γιὰ τὴ βάρβαρη συμμετοχή μου στὸ διασυρμὸ τῆς μικρῆς Στιλούδας, ποὺ ἦταν λεπτὴ σὰ μίσχος λουλουδιοῦ καὶ πονεμένη σὰ πουλάκι λαβωμένο.

Γιάννης Τσίκουλας

Καθηγητὴς Παιδιατρικῆς