Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024
Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024
Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024
Τὸ πρῶτο μου Πάσχα
Ἀγαπητοί μου,
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ξαναγυρίζω πάντα στὰ παιδικά μου χρόνια. Καὶ θυμᾶμαι τὶς
θαυμάσιες ἐκεῖνες γιορτὲς, ποὺ χαιρόμουν στὴν πατρίδα μου, ὅταν ἤμουν μικρὸ ἀμέριμνο
παιδὶ κι εἶχα τοὺς καλούς μου γονεῖς νὰ μὲ φροντίζουν καὶ νὰ μ’ ὁδηγοῦν σὲ ὅλα.
Φυσικὰ καὶ στὴν ἐκκλησία ἢ στὰ «θρησκευτικά μου καθήκοντα»…, ὅσο ἦταν χειμώνας,
ἡ μητέρα μου μ’ ἔπαιρνε μαζί της στὸν Ἀϊ-Γιάννη ἢ στὴ Φανερωμένη, τὶς
γειτονικές μας ἐκκλησίες, ποὺ λειτουργοῦσαν κάπως ἀργὰ – ἀπὸ τὶς ὀκτὼ ἡ μία, ἀπὸ
τὶς ἐννιὰ ἡ ἄλλη. Μὰ ὅταν ἔμπαινε ἡ ἄνοιξη, ποὺ μποροῦσα νὰ ξυπνῶ καὶ νὰ βγαίνω
πιὸ πρωί, ὁ πατέρας μου μ’ ἔπαιρνε στὴν Ἐπισκοπιανὴ ἢ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, ἐξοχικὲς
ἐκκλησίτσες αὐτές, σ’ ἕνα ὡραῖο παραθαλάσσιο προάστιο, ποὺ λειτουργοῦσαν ἀπὸ τὶς
ἑπτά. Μετὰ τὴ λειτουργία κάναμε κι ἕναν περίπατο στοὺς Κήπους καὶ γυρίζαμε
λιγάκι κουρασμένοι, μὰ πολὺ εὐχαριστημένοι, κι οἱ δυό.
Ὦ, ἦταν τόσο ὄμορφα! Ἡ ἄνοιξη εἶχε στολισμένες τὶς πρασινάδες μὲ
μαργαρίτες ἄσπρες καὶ κίτρινες, μὲ ὁλοκόκκινες παπαροῦνες καὶ μ’ ἄλλα γαλάζια ἢ
μαβιὰ ἀγριολούλουδα. Τί πολύχρωμο τὸ χαλὶ, ποὺ ἁπλωνόταν στὰ χωράφια! Τὸ ἔβλεπα
κι ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καθὼς ἄκουγα τὰ ψαλσίματα, τὶς εὐχὲς καὶ
τὰ εὐαγγέλια. Τὰ εὐαγγέλια, προπάντων, μ’ ἄρεσαν πολύ. Εἶναι τόσο ποιητικὰ αὐτὰ
ποὺ λένε πρὶν καὶ μετὰ τὸ Πάσχα! Πρῶτα τῶν Βαΐων – καὶ συνήθως ἀπ’ αὐτὴ τὴν
Κυριακὴ, ἄρχιζα νὰ πηγαίνω στὶς ἐξοχικὲς ἐκκλησίτσες – ἔπειτα τῆς Ἀνάστασης, ἔπειτα
τοῦ Θωμᾶ, τῶν Μυροφόρων, τῆς Σαμαρείτιδος… Ὁ παπα-Λογοθέτης, ἐφημέριος στὸν Ἁϊ-Χαράλαμπο,
πολὺ γραμματισμένος, τὰ ἔλεγε θαυμάσια. Κι ὄχι ψαλτὰ μὲ μπάσα καὶ σικόντα, ὅπως
σ’ ἄλλες ἐκκλησιές, ἀλλὰ διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη πρὸς λέξη καὶ μ’ ἔκφραση,
μὲ τόνο, ὥστε νὰ καταλαβαίνει τὸ νόημα κι ὁ ἀγράμματος. Κι ἀλήθεια, στὶς ἐκκλησίτσες
ἐκεῖνες, τὸ περισσότερο πήγαιναν ἁπλοί, ταπεινοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ – ψαράδες,
βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Καὶ σοῦ ‘κανε χαρὰ νὰ τοὺς βλέπεις ντυμένους
κυριακάτικα, ν’ ἀκοῦνε μὲ τόση εὐλάβεια καὶ μὲ τόση προσοχὴ τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου…
Ὅμως τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα, ὅλη μου ἡ «ἐκκλησία» ἦταν, τὴν
Κυριακὴ τὸ πρωί, ἡ Ἀνάσταση ποὺ γινόταν στὸ ὕπαιθρο καὶ κατόπι ἡ λειτουργία: Δεῦτε
λάβετε φῶς, Χριστὸς Ἀνέστη, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ καθεξῆς. Δὲν μ’ ἔβγαζαν ἔξω
βράδυ, κι οὔτε στὰ Νυμφία μὲ πήγαιναν οὔτε στὴν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν οὔτε στὴ
λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ μόνο τὴν πένθιμη μουσική της ἄκουγα ἀπὸ μακριά, ἂν
τύχαινε νὰ ξυπνήσω τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἔτσι, δὲν ἤξερα καλὰ τί
προηγήθηκε ἀπ’ τὴν Ἀνάσταση. Μόνο, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, πὼς ὁ Χριστὸς μπῆκε
θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ τί ἔκαμε κεῖ, τί τὸν ἔκαμαν, ἄκρες μέσες.
Μόλις εἶχα μία ἰδέα.
Κι ἄξαφνα… τὰ ἔμαθα ὅλα! Εἶχα μεγαλώσει, φαίνεται, ἐκεῖνο τὸ χρόνο κι οἱ
γονεῖς μου μὲ πῆραν μαζί τους παντοῦ. Ἔτσι ἄκουσα καὶ τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα εὐαγγέλια
τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ τὸ Σήμερον κρεμᾶται! … Εἶδα
καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ ἀγκαθένιο του στεφάνι στὸν μαῦρο σταυρό, ἕναν μεγάλο Χριστὸ,
σὰν ἀληθινό… Ἔπειτα Τὸν εἶδα καὶ νεκρό, ξαπλωμένο στὸν χρυσὸ Ἐπιτάφιο (κι ὁ
Χριστὸς τοῦ Ἐπιταφίου στὴ Ζάκυνθο δὲν εἶναι κεντημένος σὲ πανί, εἶναι ζωγραφισμένος
σὲ ξύλο, σὰν εἰκόνα περικομμένη, ὅπως κι ὁ Ἐσταυρωμένος). Καὶ θυμοῦμαι ἀκόμα,
τί ἀλλιώτικη ἐντύπωση, τί μεγαλύτερη χαρά μοῦ ἔκαμε τὸ Πάσχα στὴν ἐκκλησίτσα, τὴν
πρώτη φορά, ἀφοῦ εἶχ’ ἀκούσει πιὰ κι ἰδεῖ καὶ μάθει ὅλα τὰ προηγούμενα. Μπορῶ νὰ
πῶ, πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο μου Πάσχα.
Γιατί ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὴν εἶχα περάσει μὲ τὸ πένθος, μὲ τὴ λύπη τῶν
Παθῶν. Εἶχα παρακολουθήσει τὸν Χριστὸ στὸ μαρτύριό Του, στὴν ἀγωνία Του, στὸ
θάνατό Του. Εἶχ’ ἀκούσει καὶ τὴ Διαθήκη Του, εἶχα παρακαθίσει καὶ στὸν Μυστικό
Δεῖπνο, εἶχ’ ἀκολουθήσει καὶ τὴν ἐκφορά Του, κλαίγοντας μαζὶ μὲ τὴ Θλιμμένη
Μητέρα, ποὺ κι αὐτὴ ἀκολουθοῦσε ζωγραφιστὴ σὲ μία μεγάλη εἰκόνα, σὰν ἀληθινή: ὦ
γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον… Γι’ αὐτὸ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη μοῦ ἔκαμε ὕστερα
τόση χαρά, τόση ἀγαλλίαση. Γι’ αὐτό μοῦ φάνηκε σὰν μία ὑπέρτατη ἱκανοποίηση, σὰν
μία νίκη, σὰν ἕνας θρίαμβος. Ἐκεῖνος ποὺ φόρεσε γιὰ ἐμπαιγμὸ ψεύτικη πορφύρα. Ἐκεῖνος
ποὺ ποτίσθηκε χολὴ καὶ ξίδι καὶ μαστιγώθηκε καὶ καρφώθηκε σὲ ξύλο, καὶ πέθανε
μαρτυρικά σὰν ἄνθρωπος, ἔβγαινε ζωντανὸς ἀπὸ τὸν τάφο κι ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ σὰν
Θεός!
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι. Γιὰ νὰ μοῦ δώσει τόση χαρὰ ἡ Ἀνάσταση, ἔπρεπε νὰ
προηγηθεῖ τὸ Πάθος. Γιὰ νὰ μοῦ κάμει τόση ἐντύπωση τὸ Πάσχα, ἔπρεπε νὰ γνωρίζω
τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μαθαίνοντας ὅσα ἔμαθα ἐκεῖνον τὸν χρόνο, μάθαινα τὴ ζωή, ποὺ
ὡς τότε ἤμουν πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν ξέρω, ἀφοῦ οἱ γονεῖς ποὺ μὲ φρόντιζαν καὶ
μ’ ὁδηγοῦσαν, δὲν μὲ πήγαιναν παρὰ στὶς χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες καὶ
μὲ προφύλαγαν ἀπ’ τὰ λυπητερά, ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμα γιὰ μένα. Ἔτσι καὶ στὴ ζωή: Τὴ
χαρά, τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν κατακτοῦμε ὕστερ’ ἀπὸ ἀγῶνα καὶ ἀγωνία, ὕστερ’ ἀπὸ
κόπο καὶ λύπη. Πρὶν ἀπὸ κάθε μας Πάσχα, πρέπει νὰ περάσουμε μία Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Σᾶς ἀσπάζομαι
Φαίδων
Ἐπὶ δεκαετίες, ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) ἔγραφε στὸ πρῶτο
παιδικὸ ἑλληνικὸ περιοδικό, τὴ Διάπλαση τῶν Παίδων, τὴ στήλη «Ἀθηναϊκὲς
ἐπιστολές» ὑπογράφοντας μὲ τὸ ψευδώνυμο Φαίδων. Ἡ ἐπιστολὴ εἶναι γραμμένη τὴ
δεκαετία τοῦ 1930.
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024
Ἡμερολόγιο ἑνὸς ἀθέατου
Ἀπριλίου
Κυριακὴ (Πάσχα), 26
Καθαρὴ διάφανη μέρα. Φαίνεται ὁ ἄνεμος ποὺ ἀκινητεῖ μὲ τὴ μορφὴ βουνοῦ κεῖ
κατὰ τὰ δυτικά. Κι ἡ θάλασσα μὲ τὰ φτερὰ διπλωμένα, πολὺ χαμηλά, κάτω ἀπὸ τὸ
παράθυρο.
Σοῦ ̉ρχεται νὰ πετάξεις ψηλὰ κι ἀπὸ κεῖ νὰ μοιράσεις δωρεὰν τὴν ψυχή σου.
Ὕστερα νὰ κατεβεῖς καί, θαρραλέα, νὰ καταλάβεις τὴ θέση στὸν τάφο ποὺ σοῦ ἀνήκει.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024
Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024
Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024
Ἕνα θαῦμα στή γῆ
Ὁ γάμος εἶναι
ἕνα θαῦμα στή γῆ. Σέ ἕναν κόσμο ὅπου ὅλα καί ὅλα εἶναι ἄτακτα, ὁ γάμος εἶναι ἕνα
μέρος ὅπου δύο ἄνθρωποι, χάρη στό γεγονός ὅτι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον,
γίνονται ἕνα, ἕνα μέρος ὅπου τελειώνει ἡ σύγκρουση, ὅπου ξεκινᾶ ἡ πραγματοποίηση
μίας ἑνιαίας ζωῆς. Καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ
Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.
Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024
κάτω ἀπ’ τὴν ρόδα τοῦ ἥλιου ποὺ δὲν χάνει
οὔτε ἕνα χιλιοστὸ καθὼς γυρίζει
ἀπ’ τὸ πρωί ὥς τὸ βράδυ πάνωθέ μου!
Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,
τὸν κόσμο αὐτὸ ποὖναι γιομάτος μάγια
καὶ βρυσοῦλες φωτός! Δὲν ἔχω ἀρχίσει
τὸ τραγούδι του ἀκόμη, μὰ ἔχω ἐντός μου
χρόνο πολύ κι ἀγέρα καὶ πιστεύω
πώς θὰ μοῦ δώσει ὁ Θεός νὰ τὸ τελειώσω.
Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Ὅλα τὰ λόγια γίνονται τραγούδι
στ’ ἁπλά μου χείλη σήμερα καὶ τρέχουν
ἀβίαστα, καθαρὰ, σὰν τὸ νεράκι
τῆς Βρύσης τοῦ Πουλιοῦ ποὺ καναλίζει
τὸ καλοκαίρι. Εἶμαι ἕνα ποτάμι
ξεχειλισμένο. Ἔχω καταλύσει
τὸ φράγμα τοῦ ἥλιου. Θεέ μου, περισσεύω!
Δὲν σοῦ γυρεύω τίποτα ὅπως ὁ ἥλιος
κι ὁ ἀγέρας σοῦ γυρεύουν. Ἔχω ἀπ’ ὅλα.
Μικρὴ φωνὴ πουλιοῦ θέλω ν’ ἀφήσω
μέσα στ’ αὐτὶ σου μόνο. Μοῦ περίσσεψε
σήμερα τὸ τραγούδι καὶ δὲν ξέρω
τὶ νὰ τὸ κάμω, ποῦ νὰ τὸ χωρέσω!
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πάρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ Βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ᾿ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Νικηφόρος Βρεττᾶκος
Βρύση τοῦ Πουλιοῦ: πηγή στὸν Ταΰγετο



















