Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024



Ὁ ἄθεος πολιτισμὸς
Τί εἶναι ὁ ἄθεος πολιτισμός; Εἶναι τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνθρώπινη περηφάνεια, ἡ πολύχρωμη σκόνη, τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μαζεύουν καὶ προσέχουν, ἀλλὰ ὁ ἀέρας τοῦ χρόνου τὴν σκορπίζει σὰν στάχτη.
Τί εἶναι ὁ πολιτισμὸς ὅταν συγκρίνεται μὲ τὸν Θεό; Καπνὸς καὶ στάχτη, παιδικὸ παιχνίδι.
Τί εἶναι ὁ πολιτισμὸς σὲ σύγκριση μὲ τὸν ἄνθρωπο; Μηδέν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανὸ πλάσμα καὶ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι μηχανικὴ δημιουργία χωρὶς ζωή, ἀνθρώπινο ἔργο. Ὁ Θεὸς μὲ πάρα πολὺ αὐστηρὸ τρόπο τιμώρησε τοὺς λαοὺς οἱ ὁποῖοι λάτρευαν τὶς δικές Του δημιουργίες: τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἀστέρια, τὰ ζῶα, τὰ δέντρα, τὶς πέτρες. Πῶς νὰ μὴν τιμωρήσει ἐκείνους ποὺ λατρεύουν τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, ποὺ εἶναι ἀσήμαντα σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;
Τί εἶναι πολιτισμός; Εἶναι χρωματιστὸ χαρτὶ ἢ πελεκημένο δέντρο, ἢ σμιλευμένη πέτρα, ἢ σωρὸς ἀπὸ πέτρες, ἢ ἕνα ποίημα ἢ ἕνα σχέδιο ρούχου, ἢ μία ἀτμομηχανή, ἢ μία ἠλεκτρικὴ μηχανή, ἢ μία μαγνητικὴ μηχανὴ ἢ ἕνας δρόμος. Αὐτὰ εἶναι πολιτισμὸς καὶ τίποτε ἄλλο. Σ' αὐτὰ προσκύνησαν οἱ Εὐρωπαῖοι θεωρώντας τα θεότητες μὲ τὴν παρακίνηση τῶν Ἑβραίων.
Στὸ μυαλὸ αὐτῶν τῶν νέων εἰδωλολατρῶν ὑπάρχει ὁ λογισμὸς πὼς δὲν εἶναι τίποτε νὰ σκοτώσει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο, εἴτε ἕνα ἑκατομμύριο ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι κακὸ νὰ σπάσει κανεὶς ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ μάρμαρο, ἕνα ἔργο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Στὸ μυαλὸ αὐτῶν τῶν νέων εἰδωλολατρῶν θεωρεῖται πὼς δὲν εἶναι τίποτε, ἂν κάποιος ξεκινήσει ἕνα πόλεμο, κάψει χωριά, πόλεις καὶ μὲ τὴν πείνα, τὴ φωτιά, τὸ σπαθί, καταστρέψει ὁλόκληρους λαούς. Ἂν ὅμως κάποιος κάψει ἕνα πίνακα ζωγραφικῆς, εἴτε κάποιος καταστρέψει μία βιβλιοθήκη μὲ ἕνα ἑκατομμύριο ἀθεϊστικὰ βιβλία, εἶναι ἄγριος, εἶναι ἀληθινὰ ἄθεος, ἐπειδὴ δὲν σεβάστηκε τὴ μοναδικὴ θεότητά τους, τὸν πολιτισμό...
Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024



Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ
Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!
Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,
τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.
Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.
Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024


Tί κάνετε τόση ὥρα μέσα στήν ἐκκλησία;
Θυμᾶμαι ἕναν ἐπισκέπτη πού εἶχε πεῖ κάποτε: «Μά τί κάνετε τόση ὥρα μέσα στήν ἐκκλησία; Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς περνᾶτε τόσες ὧρες, κοιμᾶστε; Ἐγώ δέν μπορῶ νά καθήσω ἄπραγος. Θέλω κάτι νά κάνω, ἀλλοιῶς θά μέ πιάσουν τά νεῦρα μου». Κι ἔτσι πού τά ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τόν δικαιολογοῦσα. Δέν εἶχα ὅμως ἐκείνη τή στιγμή νά τοῦ πῶ κάτι. Μετά ἀπό λίγες μέρες μπαίνοντας στήν ἐκκλησία ἔνοιωσα τήν ἀπάντηση: Λέω, οἱ ἁγιορεῖτες μπαίνουν μέσα στήν ἐκκλησία. Κάνουν τό σταυρό τους. Προσκυνοῦν τίς εἰκόνες. Κάθονται στό στασίδι. Καί ἁπλῶς μένουν μέσα στήν ἐκκλησία. Σάματι τί κάνει τό μωρό πού εἶναι μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του; Δέν κάνει ἀπολύτως τίποτα, ἀλλά ἁπλῶς μένει μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του, καί συνέχεια αὐξάνει. Κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στή μήτρα τῆς μάνας μας. Καί βλέπομε ὅτι οἱ σχέσεις πού ἔχομε μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέσεις ὀργανικές. Καί μπορεῖ νά κάθεται κανείς μουγκός. Νά φαίνεται ὅτι δέν κάνει τίποτα. Ἤ νά φαίνεται ὅτι λέει συνέχεια τά ἴδια πράγματα. «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον…» Ἤ νά φαίνεται ὅτι μέ τά τεριρέμ κάποιον νανουρίζει. Ἤ ὅτι ἁπλῶς ἀναβοσβήνει τά καντήλια. Καί ὅμως οὐσιαστικά γίνεται μέ ὅλα αὐτά κάτι πάρα πολύ μεγάλο καί πάρα πολύ γερό.
Ἔτσι καταλαβαίνομε, γινόμενοι Ἁγιορεῖτες, τήν παραβολή πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Νοιώθει κανείς ὅτι, ζώντας μέσα στό Ἅγιον Ὅρος, μπαίνοντας μέσα σέ μία ἀκολουθία ἁγιορείτικη, γίνεται ἕνα κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς. Νοιώθει ἀθόρυβα καί διαρκῶς, νά ἔρχωνται ζωοπάροχοι χυμοί στό κλῆμα αὐτό ἀπό βαθειές ρίζες. Καί τοῦτο εἶναι τό μεγάλο πού ἔχομε ἐδῶ: οἱ βαθειές ρίζες, ἡ Παράδοση. Ὅταν ἕνας ψάλτης Ἁγιορείτης ψάλλει, κάνει κάτι πολύ σπουδαῖο. Καί δέν ἐκτιμᾶ κανείς αὐτόν πού ψάλλει καλά, ἀλλά αὐτόν πού εἶναι Ἁγιορείτης. Μακάρι νά κραυγάζει, νά κάνει παραφωνίες. Εἶναι καλλίτερες αὐτές οἱ ἁγιορείτικες παραφωνίες ἀπό τίς κοσμικές ἁρμονίες. Γιατί ὅταν ψάλλει ἕνας Ἁγιορείτης ψάλτης, δέν ψάλλει αὐτός μόνος. Δέν διατυπώνει μία ἄποψη δική του μέ μουσικούς φθόγγους. Φτάνει δι’ αὐτοῦ ἡ φωνή μίας παραδόσεως μακρᾶς, καί ἡ ἐλευθερία πού τοῦ χάρισε ἡ ὑπακοή στήν παράδοση αὐτή. Καί δέν εἶναι μόνο οἱ ψάλτες πού ψάλλουν «ξένως». Ψάλλουν καί οἱ Ἅγιοι πού δέν μιλοῦν καί εἶναι παρόντες μαζί μας. Ψάλλουν καί τά γεροντάκια τά ὁποία βρίσκονται ἐδῶ. Ὁ γέροντας μοναχός πού σιγά-σιγά ἔσυρε τά βήματά του γιά νά ἀσπαστεῖ τό ἅγιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἀναστασίας.
Ἔτσι λοιπόν νοιώθομε, ὅπως εἶπε ὁ Γέροντάς σας, αὐτή τή μεγάλη εὐλογία πού ἔχομε νά βρισκόμαστε στό Ἅγιον Ὅρος. Νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἅγια μήτρα τῆς μητέρας μας τῆς Ἐκκλησίας. Τί μεγάλο πράγμα εἶναι αὐτό! Καί ὅταν καθόμαστε στήν ἀγρυπνία καί ἀγρυπνοῦμε καί μᾶς δίδει τή χάρη ὁ Θεός, ἐκείνη τήν ὥρα ἡ ἀνάσα ἡ βαθειά πού παίρνομε, φέρνει παράκληση πού φθάνει «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν». Αὐτή ἡ ἴδια παράκληση καί ἡ ἀγαλλίαση οὐσιαστικά φθάνει καί εἰς πάντας τούς ἀδελφούς μας τούς ταλαιπωρημένους, τούς δυσκολεμένους, τούς βασανισμένους, πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο. Ὁπότε ζώντας ἐμεῖς σωστά μέσα ἐδῶ καί εὐγνωμονώντας τόν Κύριο, ἀληθινά κηρύττομε καί βοηθοῦμε ὅλους τους ἄλλους. «Ἕν σῶμα ἐσμέν οἱ πολλοί».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024


Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ
Τώρα οἱ τρίλιες τῶν πουλιῶν ποὺ ἄκουγα τὰ ξημερώματα πρέπει νὰ ᾿χουν φτάσει μακριά, νὰ τρέχουν μιὰ δῶ μιὰ κεῖ καὶ νὰ συρράπτουν τὰ κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας ποὺ τὴν ἐκαταντήσαμε. Νὰ μποροῦν οἱ θεοὶ νὰ διαβάσουν τί γίνεται δῶ πέρα. Στὰ πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι αὐτοὶ ἔχουνε πέσει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἐφημερίδες ποὺ μόλις ἔφερε τὸ μεσημεριανὸ ἀεροπλάνο.
Μυστήριοι ἄνθρωποι. Τοὺς ξέρω χρόνια, τοὺς παρακολουθῶ, τοὺς μελετῶ σὰν νὰ ᾿τανε πειραματόζωα. Στὶς κοινωνικές τους σχέσεις, τὶς οἰκογενειακὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται μὲ μίαν εὐθύτητα καὶ μιὰ ψυχικὴ εὐγένεια ποὺ μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στὸ προγονικό τους ὑπέδαφος. Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρὸ μαχαίρι. Κόβει τὰ πράγματα σὲ καλὰ καὶ κακά, μαῦρα καὶ ἄσπρα, ὅπως μᾶς τὰ ᾿μαθε ἡ μάνα μας.
Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στὰ συνθήματα ποὺ τοὺς προσφέρουν μὲ τὸν δικό τους, δόλιο τρόπο οἱ πολιτικὲς παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτὴ χάνεται. Καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δὲ εἶναι ὅλα καλὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ μέρος μας καὶ ὅλα κακὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωριστοῦν ἀλλιῶς. Οὔτε κανεὶς βιοχημικὸς ἢ ὀφθαλμολόγος θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν᾿ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τὸ ἴδιο χρῶμα καὶ νὰ θολώνουν τὸ ἴδιο μυαλό.
Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι σὲ τελικὴν ἀνάλυση, τὴ νύφη τὴν πληρώνεις ἐσύ, ποὺ βρίσκεσαι ἀπ᾿ τοὺς ἀπ᾿ ἔξω. Δὲν τολμᾷς νὰ τραβήξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ πιστεύεις ὅτι ἱκανοποιοῦν τὴν ἐθνική σου φιλαυτία, καὶ βλέπεις νὰ βγαίνουν μαζί της ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν στὴν κόλαση ὅπως στὸ σπίτι τους. Δὲν κοτᾷς ν᾿ ἀγγίξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, καὶ βρίσκεσαι νὰ «κάνεις πορεία» μ᾿ ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψη, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024



Σύγχρονη ζωὴ καὶ ἡσυχία
Στοὺς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου καὶ ἄλλων πόλεων εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ χῶρος γιὰ στάθμευση, εἶναι φοβερὰ ἐπικίνδυνο καὶ δύσκολο νὰ διασχίσει κάποιος τοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν αὐτοκινήτων, τὴν τρελὴ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ὅλοι ἐπιθυμοῦν νὰ τρέχουν.
Σχηματίζεται εἰκόνα φοβερῆς ἀπομονώσεως ὅλων ἀπὸ ὅλους. Εἶναι ἀδύνατη ἡ ἥσυχη ἐπαφή, καὶ πουθενὰ σχεδὸν δὲν ὑπάρχει ἤρεμο μέρος. Ὁ γενικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἀφύσικα γρήγορος. Οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἱκανότητα γιὰ ἤρεμη ἀνάπαυση, ἁπλὴ φιλία, ἀνιδιοτελῆ ἐπικοινωνία μεταξύ τους… Τόσο πολλοὶ πάσχουν ἀπὸ μοναξιά.
Καμία κοινωνικὴ ἐξασφάλιση ἢ ὑπηρεσία δὲν τοὺς σώζει ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς φοβερῆς ἀπομόνωσης, καὶ πολλὲς χιλιάδες πέφτουν στὸ φρικτὸ κενό, ὁδηγοῦνται στὸ ἀδιέξοδο τῆς ἀπόγνωσης. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ τοὺς βοηθήσει κανείς. Λόγια γιὰ ἔμπνευση, γιὰ τὴν κλήση μας νὰ ὑπερνικήσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν περιλάβουμε στὴ συνείδησή μας ὡς προσωπική μας ζωή, σπάνια βρίσκουν ἀπήχηση σὲ νεκρὲς ψυχές. Σὲ αὐτὸ μποροῦμε νὰ προσθέσουμε τὸν ἐφιάλτη τῶν ἀκατάπαυστων ἀλληλοεξοντώσεων, τῶν πολέμων, τῶν ληστειῶν, τῶν ἐγκλημάτων καὶ τὰ παρόμοια.
Συμβαίνει κάποτε νὰ συναντοῦμε ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλέον δυνάμεις νὰ ὑποφέρουν τὸ θέαμα αὐτό. Μετὰ ἀπὸ τέτοιες σύντομες «ἐξορμήσεις» στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ ἥσυχό μας μέρος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Λειτουργίας, μπορεῖς νὰ ἐκτιμήσεις τὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ ἀκόμη περισσότερο. Τώρα βεβαίως ἔχω ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπομόνωση στὸ νέο μου «ἐρημητήριο». Νά, τώρα ὅλα γύρω εἶναι τόσο ἥσυχα.
Ἔφτασε ἡ νύκτα καὶ θυμᾶμαι ἐσένα καὶ ὅλους, ὅλους, εὐλογώντας ὅλο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὡς τὴ Δύση, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ ὡς τὸν Νότο. Καὶ μολονότι εἶμαι ἐντελῶς πεπεισμένος ὅτι καμιὰ προσευχή, δηλαδὴ ἡ ἐνέργειά της, δὲν ἐξαφανίζεται χωρὶς ἴχνη στὸν κόσμο, γνωρίζω ὡστόσο ἐπίσης ὅτι εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ παρεμποδίσει ἔστω καὶ ἕνα κακὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν διατίθεμαι νὰ παρηγορηθῶ μὲ περιττὴ αἰσιοδοξία.
Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024



Κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα
Πατρίς, νὰ μακαρίζης γενικῶς ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν διὰ σένα νὰ σ᾿ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθῆς ἄλλη μίαν φορᾶ ἐλεύτερη πατρίδα, ὁποῦ ἤσουνε χαμένη καὶ σβυσμένη ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ἐθνῶν.
Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζης. Ὅμως νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ λαμπρύνης ἐκείνους ὁποῦ πρωτοθυσιάστηκαν εἰς τὴν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μὲ τόση δύναμη Τούρκων, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀποφασίστηκαν καὶ κλείστηκαν σὲ μίαν μαντρούλα μὲ πλίθες, ἀδύνατη, εἰς τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ λυώσανε τόση Τουρκιὰ καὶ πασσάδες εἰς τὰ Βασιλικά, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀγωνίστηκαν σὰν λιοντάρια εἰς τὴν Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου, ὁποῦ πολεμήθηκαν συνχρόνως σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ θέσες, ὁποῦ ῾ναι τὰ κλειδιά σου, ἕνα ἡ Πόρτα τοῦ Μακρυνόρου καὶ τ᾿ ἄλλο τῶν Θερμοπύλων. Κι᾿ ἀφοῦ πήγανε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ν᾿ ἀνοίξουνε δρόμο οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι τόσοι ὀλίγοι, (ὀγδοήντα ἕνας εἰς τὴν Λαγκάδα) γιόμωσαν τὸν τόπον κόκκαλα ἐκεῖ. Καὶ τοὺς καταδιάλυσαν ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι ῾σ τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος τῶν Θερμοπύλων κι᾿ ἀλλοῦ. Αὐτεῖνοι σὲ ἀνάστησαν καὶ δὲν μπῆκε δύναμη καὶ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, αὐτεῖνοι ψύχωσαν ἐκείνους ὁποῦ πολιορκοῦσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές. Καὶ νηστικοὺς κι᾿ ἀδύνατούς τους περιλάβαν καὶ τοὺς σφάξαν σὰν τραγιά. Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτεῖνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, ἀπὸ τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι᾿ ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος αὐτείνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτζα κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστᾶς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: «Ποιός σας εἶπε, τοὺς λένε, νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;» Ἔχουνε δίκαιον, ὅτι ὁ Ζαΐμης χρώσταγε τῶν Τούρκων ἕνα μιλιούνι γρόσια, καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι, κι᾿ ὁ Μεταξάς, κόντες τῆς πιάτζας, χωρὶς παρά, κι᾿ ὁ Κωλέτης ἕνας γιατρός, ὁ Μαυροκορδάτος τζιράκι τῆς Κωσταντινοπόλεως. Τοὺς φκειάσαν αὐτεῖνοι οἱ διακονιαραῖγοι, οἱ ἀγωνισταί, Ἐκλαμπρότατους, τοὺς λευτέρωσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀπὸ τὰ χρέη, ὁποῦ χρώσταγαν τῶν Τούρκων, κ᾿ ἔγιναν τώρα μεγάλοι καὶ τρανοί. Γύμνωσαν καὶ τοὺς Τούρκους, παίρνοντας τὸ βίον τους, καὶ τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες καὶ κακίες τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀγῶνος. Τοὺς καταδιαιροῦν – γιομόζουν αὐτεῖνοι ἀγαθά. Καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι οἱ φίλοι τους τὰ καλύτερα ὑποστατικὰ καὶ πλούτη τῆς πατρίδος. Ἔμειναν οἱ ἀγωνισταὶ διακονιαραῖοι, τοὺς κατατρέχει ὁ Κυβερνήτης μας κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος, καταφρονοῦν ὅλους αὐτοὺς καὶ βαθμολογοῦνε πολλούς, ὁποῦ ῾παιζαν τὸ μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες καὶ τώρα εἶναι σπιγοῦνοι τοῦ Κυβερνήτη καὶ τῶν ἀλλουνῶν.
Αὐτεῖνοι βαθμολογῶνται, αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς. Οἱ ἀγωνισταὶ δυστυχοῦν. Τῶν σκοτωμένων τὶς φαμελιὲς ὅποια εἶναι νέα τὴν θέλει ὁ τάδε, σὰ νὰ λέμε ὁ Βελήπασσας, ὁ Μουχτάρπασσας, ὅτι δὲν ἔχει ἡ φτωχὴ νὰ φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι᾿ ἀπὸ ἄλλα μέρη (τὶς λευτέρωσαν οἱ φιλάνθρωποι) καὶ διακονεύουν ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἰς τ᾿ Ἀναπλιοῦ τοὺς δρόμους. Τῶν ἀγωνιστῶν οἱ ἄνθρωποι διακονεύουν καὶ γυρεύουν νὰ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους. Τοὺς εἴχανε αὐτεῖνοι σκλάβους, τοὺς ντύνανε, τοὺς συγυρίζανε καὶ τρώγαν. Εἰς τὴν πατρίδα τοὺς ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ διακονεύουν. Ἀπὸ ὅλα αὐτά, καϊμένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου, ὅτι σιδερώνουν τὴν ἀρετὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ κυβερνοῦσαν καὶ σὲ κυβερνοῦν, καὶ τώρα κατατρέχουν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ μὲ ψέματα θέλουν καὶ μὲ σπιγούνους νὰ σὲ λευτερώσουνε, μήτε τώρα εἶσαι καλά, μήτε διὰ τὰ μέλλοντά σου, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σὲ τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους καὶ τοιούτους ἀξιωματικούς.
Συχωρᾶτε μέ, ἀναγνῶστες, ὁποῦ ῾φυγα ἀπὸ τὸ προκείμενον. Μὴ στοχάζεστε ὅτ᾿ εἶμαι ἢ γόητας, εἴτε φαντασμένος, εἴτε ἐγὼ ἀδικημένος. Λυποῦμαι καὶ γράφω αὐτὰ ὅτι ἤτανε πέντε ἀδέλφια κ᾿ ἔμεινε ἕνας μόνον ἀπὸ τὸ ντουφέκι, καὶ οἱ ἄνθρωποί τους ἤτανε τόσον καιρὸν σκλαβωμένοι καὶ σώθη μία γυναίκα μόνον κι᾿ αὐτείνη πείναγε, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς ζήταγε ψωμὶ θέλαν νὰ κάμουν τὸ κέφι τους νὰ τῆς δώσουνε νὰ φάγη. Κι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἄλλα πολλὰ τοιούτα μ᾿ ἔκαμαν νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ προκείμενον. Ὅτι τὰ τοιούτα δὲν λευτερώνουν πατρίδα, τὴν χάνουν, κ᾿ ἔχω σκοπὸν νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Ὅτι ἔχω τόση ἀδύνατη φαμελιὰ καὶ δὲν ῾πιτηδεύομαι νὰ κολακεύω τοὺς δυνατούς. Καὶ εἶμαι δυστυχής, καὶ κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα, ὁποῦ δι᾿ αὐτείνη χύσαμε τὸ αἷμα μας ἀδίκως.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024


Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος
Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα ἐπῆγε ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Κυβερνήτη. Ἐφόρεσε τὴ λαμπρότερη ἐνδυμασία του, βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του, ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του, διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην· τὸν ἐδέχθη αὐτὸς ὡς πατέρας τὸν υἱόν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε:
«Δὲν σ᾿ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμεν ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμεν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο· - εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τὶ παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ· προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς. «Ζήτω ὁ Κυβερνήτης, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας», ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ τὲς σπηλιές· δὲν ἦτον τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος· ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα· ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸν γιαλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδίαν μου· μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀπεθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς το βυζὶ τὰ παιδιά τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ, καὶ μὲ δίκαιο μοῦ ἐζητοῦσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγὼ ἦλθα καὶ ἐσεῖς μὲ προκαλέσατε νὰ οἰκοδομήσω, νὰ θεμελιώσω κυβέρνησιν, καὶ κυβέρνησις καθὼς πρέπει, ζεῖ, εὐτυχεῖ τοὺς ζωντανούς, ἀνασταίνει τοὺς ἀποθαμένους, διατὶ διορθώνει τὴν ζημίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀδικίας· δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργον του, καρποφορεῖ, ἂν ὁ διοικητὴς εἶναι δίκαιος, ἂν τὸ κράτος ἔχει συνείδησιν, εὐσπλαγχνίαν, μέτρα σοφίας. Δύναμαι νὰ κάμω ἐγὼ ὅλα αὐτά, καὶ νὰ δικαιολογήσω τὴν παντοχὴν τοῦ κόσμου; δύναμαι νὰ πράξω μηδέν, χωρὶς τὴν σταθερὰν ὁμοφροσύνην τῶν πρώτων τοῦ τόπου; δὲν εἶναι κίνδυνος, ὅτι τὰ ἀγαθοεργήματά τους εἰς τὸν ἀγώνα ἔχυσαν πλησμονὴν ὀρέξεων, ἀπαιτήσεων εἰς τὰ στήθη τους; - πλησμονὴ ἀφιλίωτη μὲ τὸ γενικὸ καλό, μὲ τὸ κύρος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ· ἂν εὑρεθῶμεν εἰς ἀντιλογίαν, ἀντίμαχοι εἰς τὸ φρόνημα, ποῖος θὰ μονομερήσει; ἐγὼ ἢ ἐκεῖνοι;
- Ὑιὲ τοῦ Μαυρομιχάλη, διὰ νὰ μὲ τιμήσεις ἦλθες εὐμορφοστολισμένος, τὸ ἐννοῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ, ὅθεν καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδίαν μου. Ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα σας ἕνας ὁμογενής περισσότερος, δὲν ἤφερα ξένους ὁπλοφόρους, συνοδείαν μου ἔχω μόνο τὴν πειθώ, τὸ φίλεργον καὶ τίμια γηρατεῖα· ὄχι ἐσὺ ποὺ εἶσαι νέος, ἀλλὰ οἱ πλέον, πλέον γέροντες δὲν ἔχετε γνώση λευκαμένην ἀπὸ παλαιότητα καιροῦ. Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίκτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ κράτους· τίνος κράτους; μετροῦμε εἰς τὰ δάκτυλα τὴν ἐπικράτειάν μας, τ᾿ Ἀνάπλι, τὴν Αἴγινα, Πόρον, Ὕδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ὁ Ἰμβραΐμης κρατεῖ τὰ κάστρα καὶ τὸ μεσόγειον τῆς Πελοποννήσου, ὁ Κιουτάγιας τὴν Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτεξούσιον στρατιώτην καὶ ἀπὸ πειρατείαν, τὰ δύο μεγάλα καράβια σας, εἶναι ἀραμμένα ξαρμάτωτα εἰς τὸν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἔφαγε πέρυσι τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴν δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους, πρὶν ἀκόμα σπαρθεῖ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιον εἶναι πλακωμένον ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν ἰδίαν ἀπόφασιν, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου.
- Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο· ὁ Θεὸς μοῦ τό ῾δωσε, τὸ παίρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει· εἶμαι ἀπὸ τὴν φυλήν σας· εἰς ἕνα μνῆμα μαζὶ μὲ σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω, ζωήν, περιουσίαν, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων, ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἂς ὑψώσωμεν τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὅποιος θελήσει, δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώσει, στερεωμένο εἰς ρίζες ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητον. Ἐκάμετε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα. Βασιλεῖς καὶ ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλὰ πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ προδρόμου πρέπει νὰ εἶναι στολισμός μας, ὄχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ Βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύωμεν δένδρα, νὰ ἀνοίγωμεν δρόμους νὰ παλεύωμεν μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσωμεν τὴν κοινωνίαν μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτον. Μέτρο καὶ ἄστρο εἰς δεινὰ Ἑλληνικὰ θεραπεία Ἑλληνική. Μὲ τὸ στόμα μας, ὄχι ὡς οἱ χειροῦργοι τῆς Εὐρώπης κόφτοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομεν τὸ ἔμπυο τῆς πατρίδος μας, διὰ νὰ τὴ γιάνωμεν.
Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογίαν του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ Ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνά, καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους - καὶ ὄχι εἰς τὲς ὄψιμες ἡμέρες τῶν ἀπογόνων ὅσα σοῦ προλέγω, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ τὰ ἰδεῖς πού ῾σαι νέος, θὰ ζήσεις καὶ θὰ γεράσεις. Ἕνα μόνον φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρίαν σας. Ἂν ἡ νέα κυβέρνησις τύχῃ νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων - ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς του, τὸν νόμον τῆς εὐτυχίας του, - ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμός σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξύ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει;... ποῦ θὰ πᾶμε, τί θὰ γενοῦμε; Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ᾿ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς Κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιοτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει τὴν καρδίαν μας, θεὸς ζηλότυπος, μόνον τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικό· ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης.
Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ. Μὴ φορεῖς πολυτελῆ φορέματα ἀταίριαστα μὲ τὴν ἔνδειαν τῶν πολλῶν καὶ κεφάλαιο θαμμένο, ἀχρησίμευτο· ἢ ἀφορμή, ἡ ἀπόκτησίς του, κακῶν ὀρέξεων καὶ πράξεων· μὴ θέλεις ἄλλο στολίδι καὶ καύχημα, εἰμὴ ὅτι εἶσαι ἀπὸ οἰκογένεια δοξασμένη, ποὺ τόσο ἔχυσε αἷμα ἀνδρειωμένο διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος».
Γεώργιος Τερτσέτης

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

 


Τὸ πρῶτο μου Πάσχα

Ἀγαπητοί μου,

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ξαναγυρίζω πάντα στὰ παιδικά μου χρόνια. Καὶ θυμᾶμαι τὶς θαυμάσιες ἐκεῖνες γιορτὲς, ποὺ χαιρόμουν στὴν πατρίδα μου, ὅταν ἤμουν μικρὸ ἀμέριμνο παιδὶ κι εἶχα τοὺς καλούς μου γονεῖς νὰ μὲ φροντίζουν καὶ νὰ μ’ ὁδηγοῦν σὲ ὅλα. Φυσικὰ καὶ στὴν ἐκκλησία ἢ στὰ «θρησκευτικά μου καθήκοντα»…, ὅσο ἦταν χειμώνας, ἡ μητέρα μου μ’ ἔπαιρνε μαζί της στὸν Ἀϊ-Γιάννη ἢ στὴ Φανερωμένη, τὶς γειτονικές μας ἐκκλησίες, ποὺ λειτουργοῦσαν κάπως ἀργὰ – ἀπὸ τὶς ὀκτὼ ἡ μία, ἀπὸ τὶς ἐννιὰ ἡ ἄλλη. Μὰ ὅταν ἔμπαινε ἡ ἄνοιξη, ποὺ μποροῦσα νὰ ξυπνῶ καὶ νὰ βγαίνω πιὸ πρωί, ὁ πατέρας μου μ’ ἔπαιρνε στὴν Ἐπισκοπιανὴ ἢ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, ἐξοχικὲς ἐκκλησίτσες αὐτές, σ’ ἕνα ὡραῖο παραθαλάσσιο προάστιο, ποὺ λειτουργοῦσαν ἀπὸ τὶς ἑπτά. Μετὰ τὴ λειτουργία κάναμε κι ἕναν περίπατο στοὺς Κήπους καὶ γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι, μὰ πολὺ εὐχαριστημένοι, κι οἱ δυό.

Ὦ, ἦταν τόσο ὄμορφα! Ἡ ἄνοιξη εἶχε στολισμένες τὶς πρασινάδες μὲ μαργαρίτες ἄσπρες καὶ κίτρινες, μὲ ὁλοκόκκινες παπαροῦνες καὶ μ’ ἄλλα γαλάζια ἢ μαβιὰ ἀγριολούλουδα. Τί πολύχρωμο τὸ χαλὶ, ποὺ ἁπλωνόταν στὰ χωράφια! Τὸ ἔβλεπα κι ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καθὼς ἄκουγα τὰ ψαλσίματα, τὶς εὐχὲς καὶ τὰ εὐαγγέλια. Τὰ εὐαγγέλια, προπάντων, μ’ ἄρεσαν πολύ. Εἶναι τόσο ποιητικὰ αὐτὰ ποὺ λένε πρὶν καὶ μετὰ τὸ Πάσχα! Πρῶτα τῶν Βαΐων – καὶ συνήθως ἀπ’ αὐτὴ τὴν Κυριακὴ, ἄρχιζα νὰ πηγαίνω στὶς ἐξοχικὲς ἐκκλησίτσες – ἔπειτα τῆς Ἀνάστασης, ἔπειτα τοῦ Θωμᾶ, τῶν Μυροφόρων, τῆς Σαμαρείτιδος… Ὁ παπα-Λογοθέτης, ἐφημέριος στὸν Ἁϊ-Χαράλαμπο, πολὺ γραμματισμένος, τὰ ἔλεγε θαυμάσια. Κι ὄχι ψαλτὰ μὲ μπάσα καὶ σικόντα, ὅπως σ’ ἄλλες ἐκκλησιές, ἀλλὰ διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη πρὸς λέξη καὶ μ’ ἔκφραση, μὲ τόνο, ὥστε νὰ καταλαβαίνει τὸ νόημα κι ὁ ἀγράμματος. Κι ἀλήθεια, στὶς ἐκκλησίτσες ἐκεῖνες, τὸ περισσότερο πήγαιναν ἁπλοί, ταπεινοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ – ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Καὶ σοῦ ‘κανε χαρὰ νὰ τοὺς βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ἀκοῦνε μὲ τόση εὐλάβεια καὶ μὲ τόση προσοχὴ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου…

Ὅμως τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα, ὅλη μου ἡ «ἐκκλησία» ἦταν, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, ἡ Ἀνάσταση ποὺ γινόταν στὸ ὕπαιθρο καὶ κατόπι ἡ λειτουργία: Δεῦτε λάβετε φῶς, Χριστὸς Ἀνέστη, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ καθεξῆς. Δὲν μ’ ἔβγαζαν ἔξω βράδυ, κι οὔτε στὰ Νυμφία μὲ πήγαιναν οὔτε στὴν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν οὔτε στὴ λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ μόνο τὴν πένθιμη μουσική της ἄκουγα ἀπὸ μακριά, ἂν τύχαινε νὰ ξυπνήσω τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἔτσι, δὲν ἤξερα καλὰ τί προηγήθηκε ἀπ’ τὴν Ἀνάσταση. Μόνο, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, πὼς ὁ Χριστὸς μπῆκε θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ τί ἔκαμε κεῖ, τί τὸν ἔκαμαν, ἄκρες μέσες. Μόλις εἶχα μία ἰδέα.

Κι ἄξαφνα… τὰ ἔμαθα ὅλα! Εἶχα μεγαλώσει, φαίνεται, ἐκεῖνο τὸ χρόνο κι οἱ γονεῖς μου μὲ πῆραν μαζί τους παντοῦ. Ἔτσι ἄκουσα καὶ τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα εὐαγγέλια τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ τὸ Σήμερον κρεμᾶται! … Εἶδα καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ ἀγκαθένιο του στεφάνι στὸν μαῦρο σταυρό, ἕναν μεγάλο Χριστὸ, σὰν ἀληθινό… Ἔπειτα Τὸν εἶδα καὶ νεκρό, ξαπλωμένο στὸν χρυσὸ Ἐπιτάφιο (κι ὁ Χριστὸς τοῦ Ἐπιταφίου στὴ Ζάκυνθο δὲν εἶναι κεντημένος σὲ πανί, εἶναι ζωγραφισμένος σὲ ξύλο, σὰν εἰκόνα περικομμένη, ὅπως κι ὁ Ἐσταυρωμένος). Καὶ θυμοῦμαι ἀκόμα, τί ἀλλιώτικη ἐντύπωση, τί μεγαλύτερη χαρά μοῦ ἔκαμε τὸ Πάσχα στὴν ἐκκλησίτσα, τὴν πρώτη φορά, ἀφοῦ εἶχ’ ἀκούσει πιὰ κι ἰδεῖ καὶ μάθει ὅλα τὰ προηγούμενα. Μπορῶ νὰ πῶ, πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο μου Πάσχα.

Γιατί ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὴν εἶχα περάσει μὲ τὸ πένθος, μὲ τὴ λύπη τῶν Παθῶν. Εἶχα παρακολουθήσει τὸν Χριστὸ στὸ μαρτύριό Του, στὴν ἀγωνία Του, στὸ θάνατό Του. Εἶχ’ ἀκούσει καὶ τὴ Διαθήκη Του, εἶχα παρακαθίσει καὶ στὸν Μυστικό Δεῖπνο, εἶχ’ ἀκολουθήσει καὶ τὴν ἐκφορά Του, κλαίγοντας μαζὶ μὲ τὴ Θλιμμένη Μητέρα, ποὺ κι αὐτὴ ἀκολουθοῦσε ζωγραφιστὴ σὲ μία μεγάλη εἰκόνα, σὰν ἀληθινή: ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον… Γι’ αὐτὸ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη μοῦ ἔκαμε ὕστερα τόση χαρά, τόση ἀγαλλίαση. Γι’ αὐτό μοῦ φάνηκε σὰν μία ὑπέρτατη ἱκανοποίηση, σὰν μία νίκη, σὰν ἕνας θρίαμβος. Ἐκεῖνος ποὺ φόρεσε γιὰ ἐμπαιγμὸ ψεύτικη πορφύρα. Ἐκεῖνος ποὺ ποτίσθηκε χολὴ καὶ ξίδι καὶ μαστιγώθηκε καὶ καρφώθηκε σὲ ξύλο, καὶ πέθανε μαρτυρικά σὰν ἄνθρωπος, ἔβγαινε ζωντανὸς ἀπὸ τὸν τάφο κι ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ σὰν Θεός!

Ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι. Γιὰ νὰ μοῦ δώσει τόση χαρὰ ἡ Ἀνάσταση, ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ τὸ Πάθος. Γιὰ νὰ μοῦ κάμει τόση ἐντύπωση τὸ Πάσχα, ἔπρεπε νὰ γνωρίζω τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μαθαίνοντας ὅσα ἔμαθα ἐκεῖνον τὸν χρόνο, μάθαινα τὴ ζωή, ποὺ ὡς τότε ἤμουν πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν ξέρω, ἀφοῦ οἱ γονεῖς ποὺ μὲ φρόντιζαν καὶ μ’ ὁδηγοῦσαν, δὲν μὲ πήγαιναν παρὰ στὶς χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες καὶ μὲ προφύλαγαν ἀπ’ τὰ λυπητερά, ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμα γιὰ μένα. Ἔτσι καὶ στὴ ζωή: Τὴ χαρά, τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν κατακτοῦμε ὕστερ’ ἀπὸ ἀγῶνα καὶ ἀγωνία, ὕστερ’ ἀπὸ κόπο καὶ λύπη. Πρὶν ἀπὸ κάθε μας Πάσχα, πρέπει νὰ περάσουμε μία Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Σᾶς ἀσπάζομαι

Φαίδων

Ἐπὶ δεκαετίες, ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) ἔγραφε στὸ πρῶτο παιδικὸ ἑλληνικὸ περιοδικό, τὴ Διάπλαση τῶν Παίδων, τὴ στήλη «Ἀθηναϊκὲς ἐπιστολές» ὑπογράφοντας μὲ τὸ ψευδώνυμο Φαίδων. Ἡ ἐπιστολὴ εἶναι γραμμένη τὴ δεκαετία τοῦ 1930.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024


Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία
Μέ πολλή μεγάλη συντομία μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τρία συγκεκριμένα γεγονότα:
Πρῶτον, Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδή τά δόγματα πού διατυπώθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά καί τίς Τοπικές Συνόδους οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τίς πρῶτες. Ὅταν διαβάση κανείς τά Πρακτικά καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε θά καταλάβη τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεύτερον, Ὀρθοδοξία εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ σημαντικοῦ πεντάτομου ἔργου πού λέγεται «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», τό ὁποῖο δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά φθάση στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός πού συνδέεται μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» εἶναι συλλογή πατερικῶν ἔργων, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τόν ἱερό ἡσυχασμό. Αὐτό ἀκριβῶς δείχνει οὐσιαστικά τήν μέθοδο γιά νά φθάση κανείς στήν ἐσωτερική πνευματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού ἐκφράζουν τά δόγματα, οὐσιαστικά οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Καί τρίτον, Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τά Μυστήριά της μέ κορυφαῖο τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μαζί μέ τίς ἐκκλησιαστικές μας τέχνες, δηλαδή, τήν ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία, τήν ἐκκλησιαστική μουσική, τήν ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία, τίς ἱερές εἰκόνες κλπ.
Ἄλλωστε, γιατί καθόρισε ἡ Ἐκκλησία τήν σημερινή ἡμέρα πού εἶναι ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, νά ἑορτάζεται ὡς Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας; Τό ἔκανε αὐτό, γιατί οἱ εἰκόνες εἶναι ἐκεῖνες πού παρουσιάζουν ὅλο τό πνευματικό ἐσωτερικό μεγαλεῖο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δείχνουν κατά τρόπο αὐθεντικό τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί τό μυστήριο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως, ὅταν συνδέση κανείς καί τά τρία αὐτά γεγονότα, δηλαδή τά δόγματα, πού εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τήν ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως καταγράφεται στό βιβλίο τῆς «Φιλοκαλίας» καί σέ ἄλλα πατερικά κείμενα, καί τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες, τήν ἁγιογραφία, τήν μουσική μας παράδοση, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κτίζουμε τούς ναούς, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία, τήν θεία Εὐχαριστία, τότε καταλαβαίνει τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅλα τά ἄλλα πού γίνονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καρπός αὐτῶν τῶν βασικῶν γνωρισμάτων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι συνδέεται στενά τό δόγμα μέ τήν προσευχή πού γίνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως μέ τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά τό ἐκφράσω αὐτό μέ ἁπλούστερο τρόπο θά ἔλεγα ὅτι Ὀρθοδοξία εἶναι νά συναντήση κανείς ἕναν θεόπτη ἅγιο, ὁ ὁποῖος συνδέει στενά τήν θεία Λειτουργία μέ τήν προσευχή στήν καρδιά καί τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, νά μαθητεύση κοντά του, νά ἀκολουθήση τίς συμβουλές του καί νά μιμηθῆ τήν ζωή του.
Τότε θά μάθη ἐκ πείρας –ὅπως ἕνας φοιτητής μαθαίνει τήν ἐπιστημονική γνώση ἀπό τόν ἐπιστήμονα ἐρευνητή– τί εἶναι ’Ορθοδοξία καί θά γίνη ὀρθόδοξος σέ ὅλες τίς ἐκφράσεις καί ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία παραλαμβάνεται ὡς πνευματική γέννηση μέσα ἀπό πνευματικά «ζωντανούς ὀργανισμούς». Συμβαίνει καί ἐδῶ ὅ,τι μέ τήν βιολογική ζωή, ἡ ὁποία μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπό ζωντανούς βιολογικά ὀργανισμούς. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζεται ὡς «θεολογία γεγονότων». Τότε θά μάθη στήν πράξη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ὁ βερμπαλισμός, τά ἰδεολογήματα, τά συνθήματα, οἱ ἔξυπνες ἀτάκες πού ἐντυπωσιάζουν πρόσκαιρα, ὅπως οἱ φωτοβολίδες τόν οὐρανό.
Ὁπότε, γιά νά μάθη κανείς τήν Ὀρθοδοξία, πρέπει νά ἀσχοληθῆ καί νά ἐνδιαφερθῆ μέ τό βάθος αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Καί τελικά Ὀρθοδοξία εἶναι νά γνωρίση κανείς τό βάθος της, πού εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωση καί τότε θά γνωρίση καί τό ὕψος της, πού εἶναι τό ὄρος Θαβώρ, τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καί βιαία πνοή τῆς Πεντηκοστῆς.
Μακάρι, μέχρι πού νά τελειώσουμε τήν ζωή μας, μέχρι πού νά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο αὐτόν κόσμο νά μάθουμε, ἔστω καί λίγο, τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί νά μήν παραμείνη μέχρι τέλους ἡ Ὀρθοδοξια ἄγνωστη σ’ ἐμᾶς, ἔστω κι ἄν τήν ὁμολογοῦμε καί τήν πανηγυρίζουμε λαμπρά.
Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

 


Ἡμερολόγιο ἑνὸς ἀθέατου Ἀπριλίου

Κυριακὴ (Πάσχα), 26

Καθαρὴ διάφανη μέρα. Φαίνεται ὁ ἄνεμος ποὺ ἀκινητεῖ μὲ τὴ μορφὴ βουνοῦ κεῖ κατὰ τὰ δυτικά. Κι ἡ θάλασσα μὲ τὰ φτερὰ διπλωμένα, πολὺ χαμηλά, κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο.

 

Σοῦ ̉ρχεται νὰ πετάξεις ψηλὰ κι ἀπὸ κεῖ νὰ μοιράσεις δωρεὰν τὴν ψυχή σου. Ὕστερα νὰ κατεβεῖς καί, θαρραλέα, νὰ καταλάβεις τὴ θέση στὸν τάφο ποὺ σοῦ ἀνήκει.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024


Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς
Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πείνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου.
Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου... καὶ διὰ τῆς βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτως τοὺς λεγόμενους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των...

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024


Ἡ μόρφωση
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος».
Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλῇ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτούς της μάθησης, ποὺ ἔχονν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτούς του χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη.
Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.

Γιῶργος Σεφέρης

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024



Ποιητική
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
Μανώλης Ἀναγνωστάκης

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

 


Ἕνα θαῦμα στή γῆ

Ὁ γάμος εἶναι ἕνα θαῦμα στή γῆ. Σέ ἕναν κόσμο ὅπου ὅλα καί ὅλα εἶναι ἄτακτα, ὁ γάμος εἶναι ἕνα μέρος ὅπου δύο ἄνθρωποι, χάρη στό γεγονός ὅτι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γίνονται ἕνα, ἕνα μέρος ὅπου τελειώνει ἡ σύγκρουση, ὅπου ξεκινᾶ ἡ πραγματοποίηση μίας ἑνιαίας ζωῆς. Καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024


Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024



Ἀπὸ τὸ Μέτωπο τῆς Ἀλβανίας,
ἀπόσπασμα γράμματος, Δεκέμβριος 1940.
«...Πρὶν λίγη ὥρα ἦλθε στὸ νοσοκομεῖο ὁ Γρηγόρης, ποὺ ὁ καημένος εἶναι τυφλὸς ἀπὸ βλῆμα καὶ ἐπιστρέφει σπίτι του, κοντὰ στοὺς δικούς του, πολὺ καταβεβλημένος καὶ πονεμένος, ὄχι μόνο γιατὶ ἔχασε τὸ φῶς του, μὰ καὶ γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ πολεμήσει πιὰ γιὰ τὴν πατρίδα. Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο, πονοῦσε πιὸ πολὺ ποὺ ἔβγαινε ἐκτὸς μάχης παρὰ γιὰ τὸ φῶς του ποὺ ἔχασε γιατί, ὅπως μοῦ ἔλεγε, χωρὶς μάτια ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς λεύτερη πατρίδα ὅμως πεθαίνει κάθε μέρα...».
Ἀπὸ τὰ χιονισμένα Ἀλβανικὰ βουνὰ
Σπῦρος Γραμμένος
Ἀνθυπολοχαγὸς

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024



Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο
Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.
Κώστας Κρυστάλλης

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024



Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο
Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,

κάτω ἀπ’ τὴν ρόδα τοῦ ἥλιου ποὺ δὲν χάνει

οὔτε ἕνα χιλιοστὸ καθὼς γυρίζει

ἀπ’ τὸ πρωί ὥς τὸ βράδυ πάνωθέ μου!

Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,

τὸν κόσμο αὐτὸ ποὖναι γιομάτος μάγια

καὶ βρυσοῦλες φωτός! Δὲν ἔχω ἀρχίσει

τὸ τραγούδι του ἀκόμη, μὰ ἔχω ἐντός μου

χρόνο πολύ κι ἀγέρα καὶ πιστεύω

πώς θὰ μοῦ δώσει ὁ Θεός νὰ τὸ τελειώσω.

Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!


Ὅλα τὰ λόγια γίνονται τραγούδι

στ’ ἁπλά μου χείλη σήμερα καὶ τρέχουν

ἀβίαστα, καθαρὰ, σὰν τὸ νεράκι

τῆς Βρύσης τοῦ Πουλιοῦ ποὺ καναλίζει

τὸ καλοκαίρι. Εἶμαι ἕνα ποτάμι

ξεχειλισμένο. Ἔχω καταλύσει

τὸ φράγμα τοῦ ἥλιου. Θεέ μου, περισσεύω!

Δὲν σοῦ γυρεύω τίποτα ὅπως ὁ ἥλιος

κι ὁ ἀγέρας σοῦ γυρεύουν. Ἔχω ἀπ’ ὅλα.

Μικρὴ φωνὴ πουλιοῦ θέλω ν’ ἀφήσω

μέσα στ’ αὐτὶ σου μόνο. Μοῦ περίσσεψε

σήμερα τὸ τραγούδι καὶ δὲν ξέρω

τὶ νὰ τὸ κάμω, ποῦ νὰ τὸ χωρέσω!


Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πάρε μου ὅλες

τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,

τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,

νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν

οἱ γρῦλοι μιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε

ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ Βρύση

τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω

μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη

κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω

τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες

ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν

τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας

νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω

τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,

τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο

ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,

τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου

καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.


Ὢ τί καλὰ πού ᾿ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Βρύση τοῦ Πουλιοῦ: πηγή στὸν Ταΰγετο

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024


Βαρδιάνος στὰ σπόρκα
Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὅλα, τὸ πράσινον τῆς θαμνοσκεποῦς καὶ σχοινοφύτου ἀκτῆς, κλειούσης ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, τὴν θάλασσαν ρυτιδουμένην καὶ φωσφορίζουσαν εἰς χιλίας μυριάδας ὑγρῶν πτυχῶν, πλήττουσαν τὰ Μυρμήκια, ὑφάλους μόλις ἀνεχούσας ἀπὸ τὸ κῦμα, τὸ Δασκαλειό, μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον, καὶ τὸ ὀγκῶδες καὶ ἄκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τὰ κατάρτια καὶ τὰς κεραίας καὶ τὰ ἐξάρτια τῶν πλοίων, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος, ὅταν ὀλίγα τούτων παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐβασίλευε τὸ βράδυ, σπεύδων νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τοῦ βαθυπρασίνου βουνοῦ, τῆς Πευκόρραχης, ἀφήνων τὰ δένδρα νὰ σείωνται ἐλαφρῶς ἀπὸ τὴν αὔραν, καὶ τὰ ἀόρατα ἐκεῖνα μυρία ἔντομα νὰ τρύζωσι μελαγχολικῶς εἰς τὸ βαθὺ σκότος.
Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον. Τὰ μάρμαρα ἢ αἱ πλάκες αὗται ἐχρησίμευον διὰ τὰς πτωχὰς γυναῖκας νὰ λευκαίνωσι τὰ ἀκέραια* ὑφαντὰ πανιά, νὰ πλύνωσι τὰ σπάργανα, τὰ σινδόνια, καὶ τὰ ράκη των εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκαίνωσιν εἶτα εἰς τὸ γλυφὸν νερόν, τὸ ρέον ἀπό τινος ρωγμῆς ἀναμέσον τοῦ κρημνοῦ, οἱ δὲ βράχοι, ἐχρησίμευον εἰς τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς νὰ «δίνουν βουτιὰ» ἢ νὰ «δίνουν παλούκια*», νὰ πηδῶσι δηλαδὴ μὲ τὴν κεφαλὴν ἢ μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ κῦμα, ὅταν ἐκολύμβων τὸ θέρος, τὰ μὲν ἀρχοντόπουλα ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὰ δὲ πτωχόπαιδα δεκάκις τῆς ἡμέρας, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας μὲ μικρὰ διαλείμματα. Καὶ δὲν ἦτο τοῦ τυχόντος πρωτοπείρου νὰ δώσῃ «βουτιὰ» ἢ καὶ «παλούκια» ἀπὸ τὸν Μύτικα καὶ ἀπὸ τοὺς δύο Καππάρεις. Ὑπῆρχε βαθμολογία ἀκριβής, αὐστηρά, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παραδιδομένη καὶ ἀπαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τῶν μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, ὡς καὶ τῶν παιδίων τοῦ δρόμου.
Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου. Κατόπιν, ἀφοῦ ἠσκεῖτο ἀρκετά, ἠδύνατο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ βουτιὰ ἤρχετο κατὰ ἕνα βαθμὸν ὀψιμωτέρα ἀπὸ τὰ παλούκια· ὅταν δηλαδὴ ὁ μαθητευόμενος ἤρχιζε νὰ πηδᾷ ὀρθὸς ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν, τότε ἤρχιζε συγχρόνως νὰ πηδᾷ κατακεφαλῆς ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἶτα, ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸν Μύτικα, τότε ἤρχιζε νὰ «δίνῃ βουτιὰ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Καὶ τέλος ὅταν ἐπροβιβάζετο εἰς τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε «ἔδιδε βουτιὰ» ἀπὸ τὸν Μύτικα. Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*. Καὶ ταῦτα, μὲ ὅλας τὰς βραχνὰς κραυγὰς τοῦ πλοιάρχου, ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, τοῦ μούτσου ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ τοῦ σκύλου ἀπὸ τὴν πρῷραν, οἵτινες ἔκραζον ὅλοι μὲ μίαν φωνήν: «Στὸ γιαλό, κανάγια, στὸ γιαλό!»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Γιατί νὰ μὴ μπορῆ νὰ πιῆ τέτοιο νερό;
Τί σχέσι ἔχουν οἱ διοργανωτὲς τῆς Παιδείας μας μὲ τοὺς γενάρχες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ;
Θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ καὶ λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του· δὲν τὸν ἀφήνομε νὰ πῇ στὰ παιδιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπαινοῦμε τὸν Μακρυγιάννη καὶ περιφρονοῦμε τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς του, βγάζοντάς τον τρελὸ καὶ θρησκόληπτο.
Τί σχέσι ἔχει ὁ ἀνδρισμὸς καὶ ἡ χάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν παλληκαριῶν τῆς παραδόσεώς μας μὲ τὸ ἦθος αὐτῶν ποὺ κάνουν διακηρύξεις γιὰ νέα ζωὴ στὰ παιδιά;
Καὶ ὅταν ξεσκεπαστῇ στὰ μάτια τῶν παιδιῶν αὐτὴ ἡ καπηλεία καὶ παραχάραξι ποὺ γίνεται, αὐτὰ τί θὰ προτιμήσουν, ἄλλο ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὸ ἦθος τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καὶ τοῦ Μακρυγιάννη;
Γιατί νὰ μὴ μπορῇ ἕνα σημερινὸ παιδὶ νὰ πιῇ τέτοιο νερό; Νὰ ἀναπνεύσῃ τέτοιο ἀέρα; Νὰ ὑψωθῇ σὲ τέτοιο ἐπίπεδο; Νὰ προχωρήσῃ σὲ τέτοια εὐρυχωρία;
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀποστολικό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Νὰ χαρῇ μ᾿ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο τὴ ζωή του; Νὰ περάσῃ στὴν αἰωνιότητα ψυχὴ τὲ καὶ σώματι ἀπὸ τώρα σὰν τὸν Μακρυγιάννη; Νὰ δεχθῇ τὸν Χριστὸ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι μέσα στὴν ψυχή του, τὸ εἶναί του; Νὰ μιλήσῃ πρωτότυπα καὶ ἐλεύθερα. Νὰ διοργανώσῃ ὑπεύθυνα. Καὶ νὰ πολιτευθῇ συνετά. Νὰ δώσῃ λύσεις σὲ προβλήματα ἀκατάπαυστα νέα. Νὰ τοῦ εἶναι ὅλα ἁπλά, συνηθισμένα, τετριμμένα καὶ εὔκολα, τὰ πιὸ δύσκολα καὶ πρωτάκουστα καὶ δαιμονικῶς μπλεγμένα. Νὰ κάμῃ συντροφιὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἑνωθῇ ἀδιάρρηκτα μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὶς ἀδελφές του. Νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα θηρίο νὰ τοὺς κατασπαράξῃ. Νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ συμπεριφερθῇ γαλήνια καὶ ἀδυσώπητα καὶ στοὺς θηριώδεις ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς δαμάσῃ. Νὰ τοὺς ἡμερέψῃ. Νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐμέσουν τὸ δηλητήριο. Καὶ νὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἡ φύσι τους, τὸ εἶναι τους, ἡ προσπάθεια, ἡ ἰδεολογία τους.
Νὰ σταθῇ σὲ τόπο ἀκρογωνιαῖο σὰν εὔθραυστο παιδί, σὰν ἀκμῶν τυπτόμενος· προφήτης, ἡγέτης, ποὺ ἀνασυγκροτεῖ, ἀνιστὰ τὴν πεπτωκυΐαν σκηνήν, τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου. Σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ πράγματα κακορρίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχᾳ, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα; Γιατί νὰ μὴν ζωοποιηθοῦν μὲ τοῦτο τὸ ἕνα πνεῦμα ποὺ δίδει νόημα στὸ καθετὶ καὶ ξεπερνᾷ τὸ θάνατο; ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο, στὰ ὑπὲρ φύσιν. Καὶ γεμίζει τὴν τωρινή του ζωή, τὴ μικρὴ καὶ συνηθισμένη, μὲ αἴγλη καὶ χάρι πρωτόβλεπτη καὶ ἀνέκλειπτη;
Γιατί νὰ μὴν ἀνάψουμε τὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπ᾿ ἐδῶ; Νὰ δώσωμε σ᾿ ὅλα τα παιδιὰ τὴ δυνατότητα, πλησιάζοντας τοὺς πυρφόρους καὶ θεοφόρους τούτους ἀνθρώπους, τοὺς Ἁγίους μας, νὰ γίνουν κι αὐτὰ ἄνθρωποι ζωντανοί, αὐθόρμητοι, φοβεροὶ τοῖς ὑπεναντίοις, ἀτρόμητοι σὲ κάθε κίνδυνο, σὲ κάθε ἀπειλή· φοβεροὶ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Καὶ νὰ εἶναι ταυτόχρονα λεπτοί, εὐαίσθητοι, παρηγοριὰ γιὰ κάθε κατατρεγμένο καὶ πληγωμένο, γιὰ κάθε πλάσμα, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία ποὺ συνωδίνει καὶ συστενάζει, περιμένοντας καὶ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ τὰ ἐλευθερωμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ νοιώσουν, νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ὑπάρχει διχασμὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι πνευματικὸ τὸ μὴ ὑλικό, ἀλλὰ τὸ γεμάτο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο ἀπὸ τώρα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ μεγάλος δὲν εἶναι ὁ ἱκανός, ποὺ μπορεῖ νὰ συνθλίψῃ, νὰ πληγώσῃ, νὰ χτυπήσῃ τὸν ἄλλο. Μεγάλος εἶναι ὁ ἐλάχιστος, ὁ εὐαίσθητος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀγαπῶν, ποὺ δέχθηκε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ κάμῃ κακὸ στὸν ἄλλο, ἀνίκανος νὰ τὸν πληγώσῃ. Καὶ ἱκανὸς νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ πεθαίνῃ αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ ζοῦν, νὰ προκόβουν, νὰ χαίρονται οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024


Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται
Λέγεις διὰ τὸν Γέροντα ὅτι θέλει νὰ ἔλθη νὰ προσκυνήση εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καλὸν καὶ ἅγιον ἔργον θὰ κάμη. Πλὴν ἐμένα μόνον ἂς μὴν λάβη ὑπ’ ὄψιν του ὅτι γνωρίζει ἢ ὅτι ὑπάρχω εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν. Καθότι ζῶ εἰς ἀπόλυτον ἡσυχίαν· μὲ τάξιν ἑτέραν τῆς συνηθισμένης, ὅπου δύσκολον νὰ μὲ συναντήση. Καθότι ἡ θύρα εἶναι κλειστὴ καὶ ὡρισμένες μόνον ὧρες ἀνοίγει.
Ὅ,τι μὲν θέλει, συνεργείᾳ τῶν ἀδελφῶν, δύναμαι νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸ δὲ πέραν τῆς τάξεως ὅπου ἔχω, νὰ ἀνοίξω τὴν θύραν, νὰ ὁμιλήσω, νὰ χάσω τὴν προσευχήν μου καὶ ἡσυχίαν, αὐτὸ οὐδαμῶς. Ἐκτὸς ἐξ ἀνάγκης τὴν ὥραν ποὺ ὁρίζω ἐγώ. Διότι αἱ ὧρες μου εἶναι μὲ μέτρον. Καὶ πρέπει νὰ παραδράμω ὀλίγον, νὰ χάσω, διὰ νὰ ὁμιλήσω τὴν νύκτα μίαν ὥραν ἢ δύο.
Καὶ ταῦτα γράφω διὰ νὰ ἐξηγηθῶ, προτοῦ παρεξηγηθῶ. Ἐγὼ εἰς ὅλες μου τὲς ἐνέργειες ἔτσι συνηθίζω νὰ λέγω καὶ νὰ πράττω ὅλα καθαρὰ «σὰν καθρέπτης» λόγῳ καὶ ἔργῳ, εἴτε κατὰ διάνοιαν, νὰ μὴ δίδω ὑπόνοιαν σὲ κανένα.
Διότι ἦλθον πολλοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ μάθουν τὴν τάξιν ποὺ ἔχομεν. Καί, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐδέχθην, ἐσκανδαλίσθησαν. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὅλοι οἱ γείτονες ἐναντίον μου ἔχουν, διότι δὲν τοὺς ἀνοίγω. Πλὴν ἐγὼ δὲν κλείνω διὰ νὰ σκανδαλιστοῦν οἱ Πατέρες. Ἀλλά, γυμνασθεὶς τόσα ἔτη καὶ ἰδὼν ὅτι δὲν ὠφελοῦμαι ἀπὸ αὐτὲς τὲς «ἀγάπες» –μόνον τὴν ψυχήν μου χαλῶ χωρὶς νὰ ὠφελοῦμαι- δι' αὐτὸ ἔκλεισα ὅλους διαπαντὸς καὶ ἡσύχασα. Τώρα δὲν ἀνοίγω κανένα. Μήτε ἔχω δωμάτιον περισσὸν διὰ ἕναν ἀπ’ ἔξω. Καί, ἂν ἔλθη κανεὶς μακρυνός, πρέπει νὰ ἔλθη τὴν ὥραν ποὺ ἐργάζονται οἱ Πατέρες, πρωΐ. Καί, ἂν εἶναι ἀνάγκη, στέκει εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Παπᾶ μου. Διότι εἰς ὅλα τὰ Σάββατα, Κυριακάς, καὶ ἑορτὰς ἔχομεν Λειτουργίαν. Ἔρχεται ἐδικός μας Παπὰς καὶ μᾶς λειτουργεῖ καὶ μεταλαμβάνομεν.
Ἰδοὺ λοιπὸν εἶπον, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον. Διὰ Θεὸν τρέχω· οὐ μέλλει μοι διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κἄν ὑβρίσουν, κἄν ὀνειδίσουν, κἄν συκοφαντήσουν, κἄν τὸ ὄνομά μου ἀτιμάσουν, κἄν ὅλη ἡ κτίσις ἀσχοληθῆ νὰ λέγη ἐναντίον μου.
Εἶδον γὰρ καὶ πολυειδῶς ἐδοκίμασα ὅτι, ἂν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν φωτίση τὸν ἄνθρωπον, τὰ λόγια ὅσα καὶ ἂν ὁμιλήσης δὲν 'βγάνεις ὠφέλειαν. Πρὸς στιγμὴν τὰ ἀκούει καὶ τὴν ἄλλην στρέφει πάλιν αἰχμάλωτος εἰς τὰ ἴδια. Ἐὰν ὅμως εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἐνεργήση ἡ χάρις, τότε γίνεται κατ’ ἐκείνην τὴν ὥρα ἀλλοίωσις μὲ τὴν ἀγαθὴν τοῦ ἀνθρώπου προαίρεσιν. Καὶ ἀλλάσσει θαυμαστῶς ἡ ζωὴ του ἐκ τῆς ὥρας ἐκείνης. Ὅμως αὐτὸ συμβαίνει εἰς ὅσους δὲν ἐσκλήρυναν ἀπὸ μέσα τους ἀκοὴν καὶ συνείδησιν. Εἰς δὲ τοὺς ἀκούοντας καὶ ἐν παρακοῆ παραμένοντας εἰς τὰ κακά των θελήματα· εἰς αὐτοὺς κἄν ἡμερονύκτια ὁμιλῆς, κἄν τὴν σοφίαν τῶν Πατέρων εἰς τὰς ἀκοάς των κενώσης, κἄν θαύματα πρὸ ὀφθαλμῶν των ποιήσης, κἄν τὸ ρεῦμα τοῦ Νείλου ἐπάνω των γυρίσης, αὐτοὶ δὲν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ὠφέλειαν. Μόνον θέλουν νὰ ἔρχωνται, νὰ ὁμιλοῦν, νὰ περάσει ἡ ὥρα των, χάριν τῆς ἀκηδίας. Δι' αὐτὸ λοιπὸν κλείω καὶ ἐγὼ τὴν θύραν καὶ ὠφελοῦμαι τουλάχιστον ἐγὼ διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Καθότι τὴν εὐχὴν ὑπὲρ πάντων ὁ Θεὸς πάντοτε τὴν ἀκούει, ἐνῶ τὴν ἀργολογίαν πάντοτε ἀποστρέφεται, ἂς φαίνεται καὶ πνευματικὴ ὅτι εἶναι. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Πατέρας, ἀργολογία εἶναι κυρίως νὰ περνᾶς τὸν καιρόν σου μὲ λόγια, χωρὶς νὰ κάμης τοὺς λόγους σου πράξεις.
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦτε τί λέγουν, ὅταν ἄνθρωποι ἄγευστοι ὁμιλοῦν τὰ τοιαῦτα.
Ὅποιος δὲν ἐδοκίμασε, ἀνάγκη εἶναι νὰ δοκιμάση· καὶ μὲ τὴν πείραν θὰ μάθη καὶ θὰ βρῆ ὅ,τι τοῦ λείπει. Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται. Εἶναι ἑκάστου ἀπόκτημα, κατὰ τὸν κόπον του καὶ τὸ αἷμα του ποὺ θὰ δώση μόνος του νὰ τὴν ἀποκτήση.
Πιστεύσατε, Ἀδελφές μου, ὅτι κόπος πολὺς εἶναι εἰς τὴν Μοναχικὴν πολιτείαν. Δὲν ἔπαυσα καὶ δὲν παύω ἡμέρα καὶ νύκτα φωνάζων, ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου· καὶ εἰς ἀπόγνωσιν προσεγγίζω, ὡς μηδὲν ἐργαζόμενος, ὡς μηδέποτε «ποιήσας ἀρχήν». Ἀλλά, τὸ καθ’ ἡμέραν ποιῶν τὴν ἀρχήν, εὑρίσκομαι ψεύστης καὶ ἁμαρτάνων. Ὅμως ἐσεῖς μιμεῖσθε τὰς φρονίμους παρθένους καὶ ἀγρυπνοῦσαι φωνάζετε γοερῶς, τὸ θεῖον ἐπικαλούμεναι ἔλεος. Ὅτι ἦλθε δι' ἡμᾶς τὸ τέλος. Ἴσως ἐτελείωσεν ἡ εἰρήνη. Λοιπὸν μὲ τοὺς ἀποθαμένους εἴμεθα καὶ ἡμεῖς. Ὅθεν βιασθῆτε.

Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς