Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

 


Τὰ Ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια

Ἀκόμη δὲν ἤνοιξαν αἱ πύλαι τῆς Ἀνατολῆς νὰ εἰσέλθῃ παμβασιλεὺς ὁ ἥλιος, κι ὁ γερο-Γατζῖνος ἐσηκώθη, ἤνοιξε τὸ καφενεδάκι, καὶ ὑπηρετεῖ τοὺς πρωινοὺς πελάτας. Πῶς νὰ χορτάσῃ τις τὸν ὕπνον ἐκεῖ, εἰς τὰ ὡραῖα λυκαυγῆ, εἰς τὰς γλυκείας ἠοὺς τοῦ φθινοπώρου… Ἐξύπνησα τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ, ἐξῆλθα, καὶ κάμψας ἕνα δρομίσκον, ἔφθασα εἰς τὸν αἰγιαλόν.

Ὁ αὐγερινὸς τώρα εἶχεν ἀνατείλει. Ἀνήρχετο ὑψηλά, ὑψηλά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἓν ἀστεράκι, τὸ ὁποῖον ἔτρεχεν ὡς μαγευμένον κοντά του. Ἐπάνω στὴν ράχιν, ἀντικρύ, ἄνωθεν τοῦ σκοτεινοῦ ἄλσους, ἐχόρευον δύο ἄλλα ἄστρα· φλοῖσβος καὶ ἦχος ἔπληττε τὴν ἀκτήν· πρὸς τὰ βορειανατολικὰ ἐστρώνετο ρηχὸν τὸ κῦμα, καὶ οἱ βράχοι ἀριστερὰ μὲ τὰς λευκὰς οἰκίας, ὡς φωλεὰς γλάρων χυτὰς κτισμένας ἐπάνω των, ἐδέχοντο εἰς τοὺς πόδας τὸ προσκύνημα τῶν θωπευτικῶν κυμάτων.

Ὁ γερο-Γατζῖνος μοῦ ἔκαμε καφέν, χωρὶς νὰ τοῦ παραγγείλω. Δὲν ἦτο ἡ ὥρα τώρα δι᾿ ὁμιλίαν. Εἰς τὰς ὥρας τοῦ ροδίνου λυκαυγοῦς κανὲν τοιοῦτον δὲν ἔχει τὸν τόπον του. Δὲν εἶχε σκάσει ἀκόμη τ᾿ ἀφιόνι. Ἦτο ἡ ὥρα διὰ μαχμουρλίκι τουρκικόν. Ἄλλως θὰ μοῦ διηγεῖτο πολλὰς ἱστορίας· πῶς ὁ γερο-Ἀκούκατος, τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχε λάβει τὸ ἐπώνυμον τοῦτο, καθότι ὅταν ἔκαμνε τὸν διαλαλητήν, εἰς τὰς δημοπρασίας, ἐπανελάμβανε συχνὰ ἐρωτηματικῶς πρὸς τὸ κοινὸν «τ᾿ ἀκούκατε, βρὲ παιδιά;», ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἐπροφέρετο οὕτω, ἀντὶ ἀκούσατε· αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ἀκούκατος, ὅταν εἶχε τὸ καφενεδάκι, εἰς τὸν ἄλλον γιαλόν, πρὸ χρόνων, ἔρημος καὶ μοναχὸς στὰ ξένα, εἶχεν ὡς κατοικίαν αὐτὸ τὸ μαγαζάκι του, κ᾿ ἐκοιμᾶτο ἐπὶ τῆς σανίδος τοῦ καναπέ, δύο σπιθαμῶν τὸ πλάτος, μὲ δύο προσκέφαλα εἰς τὰς δύο ἄκρας· ὥστε, ὅταν ἤθελε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, ἀνεκάθιζε, κ᾿ ἐπλάγιαζε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε πρὶν τοὺς πόδας. Ἀλλ᾿ ἦτο τόσον πρόθυμος νὰ περιποιῆται τοὺς πελάτας, ὥστε ποτὲ δὲν ἐχόρταινε τὸν ὕπνον, καὶ ἅμα τοῦ ἔκρουέ τις τὴν θύραν, ξένος, πτωχὸς ἢ ἄστεγος, πάραυτα ἐσηκώνετο καὶ τοῦ ἤνοιγε· καὶ τοῦ ἔκαμνε καφὲν ἢ φασκομηλιάν, καὶ ἂν εἶχε καὶ ἂν δὲν εἶχε πεντάλεπτον.

*
* *

Τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχον ἀνοίξει ἤδη, τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ. Ἓν τούτων μ᾿ ἐξυπνοῦσε κάθε πρωί, δίπλα εἰς τὴν πατρικήν μας οἰκίαν. Ἄλλα δύο ἦσαν ἀντικρύ, πέραν τοῦ μικροῦ ποταμίσκου τῆς μούργας. Ἓν ἄλλο ἔκειτο ἐκεῖθεν τοῦ δρόμου, καὶ ἄλλα ὀκτὼ ἢ δέκα εὑρίσκοντο εἰς τὰς ἄκρας τοῦ χωρίου, ὁλόγυρα εἰς τοὺς κήπους.

Πολλοὶ ἄνθρωποι ἐκυκλοφόρουν, πρωινοί. Κρότοι εὐάρεστοι ἔπληττον τὰς ἀκοάς. Ἠκούοντο πανταχόθεν ὁμιλίαι, γέλωτες καὶ ᾄσματα· μᾶλλον κελεύσματα ἀρχαιοπρεπῆ, συνοδεύοντα τὴν βαρεῖαν ἀγγαρείαν τοῦ ἀδρακτιοῦ μὲ τὴν μακρὰν ὀγκώδη μανέλαν, τοῦ ἐργάτου, καὶ τοῦ ἐλαιοτρίπτου. Τηγανίτες ἐμοσχοβολοῦσαν παντοῦ. Οἱ ἐλαιοτριβεῖς ἐκαλοπερνοῦσαν καθημερινῶς ἀπὸ τὰ φιλεύματα καὶ τὰ κεράσματα τῶν οἰκοκυράδων.

Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ νεωτερισμοί.

Ἐσχάτως, ὡς καὶ ἕνας σαλεπτζὴς ἀκόμη μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ χωρίον. Οἱ ὀλίγοι ὅμως πελάται του ἀριθμοῦνται μεταξὺ τοῦ κινητοῦ καὶ ἀγοραίου πληθυσμοῦ, καμμία δὲ οἰκοκυρὰ δὲν θὰ ἐπέτρεπεν εἰς τὸν υἱὸν ἢ τὸν σύζυγόν της κατ᾿ οἶκον νὰ ζητήσῃ σαλέπι νὰ πιῇ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πλανοδίου ξένου… Ἐὰν ἔλειπε τὸ μαχμουρλίκι, ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Γατζῖνος θὰ μοὶ διηγεῖτο καὶ πάλιν πῶς, τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν αὐτὸς ἦτο καραβοκύρης, μᾶς ἔφερνεν εἰς τὴν οἰκίαν ὡς δῶρον χαλβὰν πολίτικον, ὅταν ἐγύριζεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, καὶ πῶς, ὅταν ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μπακάλης, ἐπωλοῦσε τὸ μαῦρο χαβιάρι μὲ τὸ βαρελάκι ὡς ταραμάν, πρὸς ἓξ δραχμὰς τὴν ὀκάν. Πλὴν αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς δὲν ἐπιτρέπουσιν ἐκμυστηρεύσεις.

Ὤ, αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς!… Ἰδοὺ αὐτόμαται ἦξαν πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι· πλὴν ἂς ἀφήσωμεν τοὺς παλαιούς, καὶ ἂς ψάλωμεν μετὰ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ θεσπεσίου: «Προσενωπίῳ σοι ὧραι, ὑπεκλίθησαν· φῶς γάρ, καὶ πρὸ ποδῶν ὑψίδρομον σέλας, Χριστέ…»

Ἰδοὺ ἀριστερά μας, μεταξὺ τῶν βράχων, ἓν λείψανον σεσαθρωμένης ξυλίνης ἀποβάθρας, καὶ δύο βαθμίδες κάτω ὑποβρύχιοι. Μία βάρκα φαίνεται ἐκεῖ δεμένη. Δύο μορφαὶ πλησιάζουν, ὁ εἷς φορτωμένος μέγα ζεμπίλι, ὁ ἄλλος μὲ ἐλευθέρας τὰς χεῖρας, κύπτων καὶ ἀνασηκώνων τὴν περισκελίδα του. Ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας ὑπάγει διὰ τὸν ἀρσανάν. Ὁ υἱός του, ὁ Νικολός, λύει τὴν μπαρούμα*, ὁ πατέρας βάζει τὰ κουπιά· ὁ μικρὸς πηδᾷ μέσα, ἡ πλώρη στρέφεται πρὸς τὸ πέλαγος. Τόσον πρωινὸς ἤδη ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας! Μὲ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς τρέχει εἰς τὴν ἰσόβιον καθημερινὴν ἀγγαρείαν του. Ἐργασία ὁλοήμερος ἐκεῖ, καὶ κρότος, καὶ «ὠδῖνες ὡς τικτούσης». Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν κοιλοπονοῦν, ὅσον καὶ ἂν καταπονοῦνται οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ κατασκευάζωσι «τείχη Τριτογενεῖ», ἡ θάλασσα θὰ καταφάγῃ μίαν ἡμέραν ὅλους τοὺς δρυΐνους δράκοντας, «δὴ ὦκ λεβάιαθανς», ὅπως λέγει ὁ Μπάυρων. «Ἐν πνεύματι βιαίῳ συντρίψεις πλοῖα Θαρσείς».

*
* *

Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου