Τρίτη 23 Μαΐου 2023

 


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης

Τὴν παλιὰ συνοικία τοῦ Μακρυγιάννη τὴν ξέρουν ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τὴ δράση τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ 1821, τοῦ πρωτεργάτη τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου καὶ τοῦ κατάδικου τῶν στρατοδικείων τοῦ Ὄθωνα, τὴν ξέρουν ὅσοι μελέτησαν τὰ χρονικὰ τῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς βαυαροκρατίας. Εἶναι ὅμως λιγοστοὶ ἐκεῖνοι ποὺ πρόσεξαν πὼς ὁ Μακρυγιάννης μας ἄφησε ἕνα πολὺ σημαντικὸ βιβλίο -τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του- ἴσως ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἀγράμματος.

Τὸν Μακρυγιάννη τῶν Ἀπομνημονευμάτων τὸν ἀγάπησαν πραγματικὰ μερικοὶ νέοι ποὺ ἄρχισαν νὰ δημοσιεύουν ὕστερα ἀπὸ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή. Δὲ νομίζω πὼς θὰ γελαστῶ πολὺ ἂν προσθέσω πὼς ἡ φωνὴ τοῦ μπαίνει δειλὰ καὶ ψιθυριστὰ στὴν ἑλληνικὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὰ 1925 καὶ στὰ 1935. Κι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ φανεῖ στὸ πλατὺ κοινό. Οἱ νέοι ποὺ μεγάλωσαν στὸν περασμένο παγκόσμιο πόλεμο καὶ ἦταν ἀκόμη στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τοὺς ὅταν ἄρχισε ἡ σημερινὴ κρίση, δὲν πρόφτασαν οὔτε τὸ ἔργο τους νὰ ὡριμάσουν οὔτε νὰ ἀποκαταστήσουν τὴ δική τους ἱεραρχία πνευματικῶν ἀξιῶν ὅπως τὴν ἤθελαν. Καὶ ὅμως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρθηκαν νὰ παρακολουθήσουν τὰ ἑλληνικὰ ρεύματα στὰ μεσοπολεμικὰ ἐκεῖνα χρόνια, πὼς μὲ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἀρχίζει στὸν τόπο μας μία περίοδος ἰδεολογικῶν ἰσολογισμῶν καὶ μετατροπῶν ποὺ μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ τὴν περίοδο, τῆς ἀναμόρφωσης ποὺ ἀκολούθησε τὸν πόλεμο τοῦ ῾97. Τὶς προσπάθειες αὐτὲς τὶς σκέπασε ἢ τὶς ἑτοιμάζει ὀξύτερες ὁ σημερινὸς ἀγῶνας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ποὺ βρῆκε μία φορὰ τὸ δρόμο τῆς καρδιᾶς τῶν νέων, θὰ πρέπει νὰ περιμένει νὰ καθαρίσει πάλι ὁ οὐρανὸς γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση ποὺ τοῦ ἀξίζει.

Αἰσθάνομαι -καὶ πιστεύω πὼς τὸ αἰσθανόσαστε καὶ σεῖς -ὅτι μὲ τέτοιες συνθῆκες μου εἶναι δύσκολο, μέσα στὸ διάστημα μίας σύντομης ὁμιλίας, νὰ σᾶς πείσω γιὰ τὴ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μακρυγιάννη, ἢ τουλάχιστο νὰ σᾶς δείξω τὸ μονοπάτι ποὺ ἀκολούθησα γιὰ νὰ νιώσω ἕνα τόσο ἀγνοημένο ἔργο. Εἶμαι, μὲ κάποιον τρόπον, ὁ πρῶτος μάρτυρας ποὺ ἀκοῦτε γιὰ μίαν ἄγνωστη ὑπόθεση. Ἔτσι θὰ ἤθελα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε χωρὶς προκατάληψη τὶς λίγες περικοπὲς ποὺ θὰ σᾶς διαβάσω ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μακρυγιάννη καὶ νὰ μοῦ δώσετε τὴν καλή σας προαίρεση.

Ὡστόσο ὑπάρχει κάτι ποὺ μοῦ ἀλαφραίνει τὴν καρδιά, τώρα ποὺ καταπιάνομαι νὰ διατυπώσω τὴν ἰδέα μου γιὰ αὐτὴ τὴν ἰδιότυπη συγγραφή. Ἐσεῖς ποὺ εἴχατε τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ῾ρθεῖτε νὰ μ᾿ ἀκούσετε, μοῦ δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεπληρώσω ἕνα παλιὸ χρέος ποὺ μὲ βαραίνει ἀπὸ χρόνια. Ἀπὸ τὰ ῾26, ποὺ ἔπεσαν στὰ χέρια μου τὰ Ἀπομνημονεύματα, ὡς τὰ σήμερα, δὲν πέρασε μήνας χωρὶς νὰ ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δὲν πέρασε ἑβδομάδα χωρὶς νὰ συλλογιστῶ αὐτὴ τὴν τόσο ζωντανὴ ἔκφραση. Μὲ συντρόφεψαν σὲ ταξίδια καὶ σὲ περιπλανήσεις, μὲ φώτισαν ἢ μὲ παρηγόρησαν σὲ χαρούμενες καὶ σὲ πικρὲς στιγμές. Στὸν τόπο μας, ὅπου εἴμαστε τόσο σκληρὰ κάποτε αὐτοδίδακτοι, ὁ Μακρυγιάννης στάθηκε ὁ πιὸ ταπεινὸς ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ σταθερὸς διδάσκαλός μου.

Πίστευα πάντα πὼς θὰ βρισκότανε κάποια εὐκαιρία νὰ τοῦ δώσω ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης μου. Κατὰ παράξενη σύμπτωση, τὴν εὐκαιρία μου τὴ δίνετε σεῖς· μοῦ τὴ δίνει τὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς· μοῦ τὴ δίνουν οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου. Σὲ μία στιγμὴ ποὺ κοιτάζουμε καὶ συλλογιζόμαστε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ πεπρωμένο τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πλατιὰ στροφὴ ποὺ κάνει στὰ χρόνιά μας ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου -ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἕνα κρυφὸ νόημα σ᾿ αὐτὴ τὴ σύμπτωση. Στοὺς καιρούς μας ὅπου ὁ ἀγῶνας, τὸ αἷμα, ὁ πόνος καὶ ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης ἀπογυμνώνει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ναρκωτικὰ καὶ τὶς φρεναπάτες· ὅπου ὁ ἄνθρωπος γυρεύει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ καθαρό, τὸ στέρεο καὶ τὴ συμπάθεια -εἶναι σωστὸ νὰ μιλοῦμε γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους ὅπως ὁ Μακρυγιάννης. Ἀκοῦστε τὸν:

«Κι ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο. Γιὰ κεῖνο ἔμαθα γράμματα στὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμο τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω: ἤμουν φτωχὸς κι ἔκανα τὸν ὑπηρέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα, κι ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα, νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος ποὺ μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κι ἐγὼ σὲ τούτη τὴν κοινωνία, ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα μου. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμει νεκρανάσταση στὴν Πατρίδα μου, νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη, λιγότερον ἀπὸ τὸν χερότερο πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα πρᾶμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. Ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσομεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζὶ νὰ τὴ φυλᾶμε κι ὅλοι μαζί, καὶ νὰ μὴ λέγει οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγει ὁ καθεὶς «ἐγώ»; ὅταν ἀγωνιστεῖ μόνος του καὶ φκιάσει ἢ χαλάσει, νὰ λέγει «ἐγώ»· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκιάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε στὸ «ἐμεῖς» κι ὄχι στὸ «ἐγώ». Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ μάθομε γνώση, ἂν θέλομε νὰ φκιάσομε χωριὸ νὰ ζήσομε ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴ θρησκεία τους· νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε: «Ἔχομε ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομε θυσίες -ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμία καὶ νὰ ἐργάζονται στὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας- ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζονται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸ νόμο, καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη».

Ἔτσι τελειώνει τὸ χειρόγραφό του. Τὸ χειρόγραφο αὐτὸ τυπωμένο, πιάνει πάνω ἀπὸ 460 πυκνὲς σελίδες μεγάλου σχήματος. O Μακρυγιάννης τὸ ἀρχίζει στὶς 26 Φεβρουαρίου 1829, τριάντα δυὸ περίπου χρονῶ, στὸ Ἄργος, ὅπου τὸν βρίσκουμε «Ἀρχηγὸ τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης», εἴτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, εἴτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σὰν ἕνα ἡμερολόγιο. Περισσότερο ἀπὸ τὸ μισὸ εἶναι γραμμένο, ὡς φαίνεται, στὸ Ἄργος, ὡς τὰ 1832. Τὸ συνεχίζει στὸ Ναύπλιο καὶ στὴν Ἀθήνα ὡς τὰ 1840, ὅποτε τὸ κλείνει βιαστικὰ γιὰ νὰ τὸ κρύψει. Ἡ ἐξουσία ἔχει ὑποψίες ἐναντίον του. «Εἶχαν μεγάλην ὑποψίαν ἀπὸ μένα» σημειώνει «καὶ γύρευαν νὰ μοῦ ψάξουν τὸ σπίτι μου νὰ μοῦ βροῦνε γράμματα». Τὸ ἐμπιστεύεται λοιπὸν σ᾿ ἕνα κουμπάρο, ποὺ τὸ παίρνει στὴν Τῆνο. Στὰ 1844, ὕστερα δηλαδὴ ἀπὸ τὴ συνωμοσία γιὰ τὸ Σύνταγμα, ὅπου παίζει μεγάλο ρόλο, καὶ τὰ σεπτεμβριανά, πηγαίνει καὶ τὸ παίρνει· ἀντιγράφει τὶς σημειώσεις ποὺ κρατοῦσε στὸ ἀναμεταξὺ μὲ πολλὲς προφυλάξεις· «σημείωνα» μᾶς λέει «καὶ εἶχα ἕναν τενεκὲ καὶ τά ῾βανα μέσα καὶ τά ῾χωνα» -γράφει ὡς τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1850, καὶ μετὰ ἕνα χρόνο περίπου τὸ συμπληρώνει μ᾿ ἕναν πρόλογο καὶ μ᾿ ἕναν ἀρκετὰ μακρὺ ἐπίλογο. Ἡ ἔξοχα μελετημένη ἔκδοση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη, ἡ μοναδικὴ ποὺ ἔχουμε ὡς τὰ σήμερα, δημοσιεύτηκε στὰ 1907, ἀφοῦ πέρασε δηλαδὴ μισὸς αἰῶνας ποὺ τὸ πολύτιμο αὐτὸ κείμενο ἔμεινε χαμένο μέσα στ᾿ ἀπόλυτο σκοτάδι.

Γιῶργος Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου