Πέμπτη 4 Μαΐου 2023



Ὁλόγυρα στὴ λίμνη
Ὅταν ἐπανῆλθες μετὰ ἑπτὰ ἔτη εἰς τὴν ὡραίαν τοποθεσίαν, τὴν προσφιλῆ εἰς τὰς ἀναμνήσεις σου, δὲν ἦτο Φεβρουάριος ὁ μὴν καὶ δὲν ὑπῆρχον πλέον ἴτσια νὰ μυρώνωσι τὴν ἀτμοσφαῖραν μὲ τὰς μεθυστικὰς εὐωδίας των. Ἀλλὰ δὲν ἦτο πλέον καὶ ἡ Πολύμνια ἐκεῖ, ἄλλο ἔμψυχον ἴον, ἡ μεθύσκουσα ποτὲ τὴν παιδικὴν φαντασίαν σου μὲ μόνον τῆς λευκῆς λινομετάξου ἐσθῆτός της τὸν θροῦν. Δὲν ἐσώζετο πλέον οὔτε ὁ σικυὼν τοῦ ἀγαθοῦ Παρρήση, ὁ περιβάλλων ποτὲ μὲ χλοερὸν πλαίσιον τὴν γαληνιῶσαν λίμνην, τὴν ἀντανακλῶσαν εἰς τὰ νερά της τὸ αἴθριον κυανοῦν, οὔτε κἂν ἡ καλύβα τοῦ Λούκα τοῦ Θανασούλα, ἡ βρεχομένη ἀπὸ τὸ κῦμα παρὰ τὸ στόμιον τῆς λίμνης, ὅπου οὐδεὶς ἁλιεὺς ἐτόλμα ἐντὸς βολῆς νὰ πλησιάσῃ, διότι καὶ κοιμωμένου τοῦ Λούκα, ἡ καραβίνα ἠγρύπνει παρὰ τὸ πλευρόν του, καὶ ἤκουες τότε ἔξαφνα, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ξηρὸν κρότον οὐδὲν καλὸν ὑποσχόμενον εἰς τὸν τολμητίαν ὅστις θὰ ἐδοκίμαζε νὰ πλησιάσῃ ποτέ. Ἂν ἠδύνατό τις νὰ πιστεύσῃ τὰ λεγόμενα, ἡ καραβίνα αὕτη ἦτο τὸ ἀληθὲς ξυπνητήρι τοῦ ἐνοικιαστοῦ τῆς λίμνης, εἰδοποιοῦσα αὐτὸν μυστηριωδῶς διὰ κτύπου εἰς τὸν δεξιόν του ὦμον περὶ τῆς λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινὸς ἐκ τοῦ λιμένος διὰ νυκτός. Διότι οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου ἔλεγαν ὅτι ὅλα τὰ κεφαλόπουλα καὶ τὰ καβούρια, ὅσα ἐπλησίαζαν εἰς τὴν λίμνην, ἦσαν τῆς λίμνης, ἐνῷ ὅσα ἐτόλμων νὰ ἐξέλθωσιν αὐτῆς, δὲν ἦσαν τοῦ λιμένος. Ἐφηρμόζετο δ᾿ ἐνταῦθα κατὰ πλάτος τὸ ἀξίωμα τὰ ἐμὰ ἐμά, καὶ τὰ σὰ ἐμά.
Ἄλλοτε κατήρχετο ἐκεῖ βόσκων τὰς ὀλίγας ἀμνάδας καὶ τὰ ἀρνία του, ὁ μπαρμπα-Γιωργός, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, ὁ Κοψιδάκης, ὅστις δὲν ἐφείδετο νὰ διηγῆται εἰς πάντας ὅσας ὀπτασίας ἔβλεπε (ἁγίους, ἀγγέλους, δαίμονας, τὴν κατάστασιν τῶν ψυχῶν, καὶ αὐτὴν τὴν τελευταίαν κρίσιν, ὅλα τὰ ἔβλεπεν ὁ μακαρίτης) καὶ ἅπαξ μάλιστα ἠλήθευσε περιφανῶς, ὅταν ἔπεισε τοὺς πολίτας καὶ «τὸν δήμαρχο μὲ ὅλη τὴ δωδεκάδα», ὅτι ἦτο ἐπάναγκες ν᾿ ἀνακαινίσωσιν ἐκ βάθρων τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καὶ προεῖπεν αὐτοῖς ὅτι, ἅμα ἀνέσκαπτον τὰ θεμέλια, ὁ Ἅγιος θὰ ἤρχετο βοηθός. Καὶ πράγματι, ὡς ἤρχισεν ἡ σκαπάνη νὰ ξεκοιλιάζῃ μετὰ δούπου τὴν γῆν καὶ νὰ στομοῦται πλήττουσα λίθους καὶ χάλικας, προέκυψαν εἰς τὸ φῶς δίδυμοι τάφοι μετὰ κιτρίνων σκελετῶν, τίς οἶδεν ἀπὸ ποίου λοιμοῦ, κατὰ τοὺς παρελθόντας αἰῶνας ἐκεῖ θαμμένων, καὶ μεταξὺ ἀδελφωμένων κοκκάλων καὶ χώματος, εὑρέθησαν περὶ τὰ ἑκατὸν ἑνετικὰ φλωρία. Ἄλλοι ἐπίστευσαν τότε τὸ θαῦμα καὶ ἄλλοι ἐξεπλάγησαν διὰ τὴν σύμπτωσιν, ἀλλὰ τὸ ὁρατὸν ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ ναΐσκος εὐπρεπὴς ὁπωσοῦν ἐκτίσθη.
Εἰς τὸν ναΐσκον ἐκεῖνον, ὅταν ἦτο ἀκόμη παλαιὸς καὶ στενὸς καὶ μικρούτσικος, ἐκλείεσο τὸ πάλαι, ὅταν ἤθελες νὰ ἐπικαλεσθῇς τὴν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου διὰ τοὺς πρωίμους πόνους τῆς καρδίας σου. Καὶ δὲν ἠδύνατό τις νὰ σὲ ὀνομάσῃ βέβηλον, καθόσον δὲν ἐζήτεις ἀπὸ τὸν Ἅγιον ἐγκόσμιον εὐτυχίαν, ἀλλὰ παρηγορίαν διὰ τὰς θλίψεις σου. Καὶ σὺ ἔπλεες τότε εἰς ψευδῆ ἀσφάλειαν, πεποιθὼς ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν σὲ ἔβλεπεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιον· ἀλλ᾿ ὁ νέος ἐκεῖνος ὅστις ἐφύλαγε τότε τὰ πρόβατα τοῦ μπαρμπα-Γιωργοῦ, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, τοῦ Κοψιδάκη, ἂν καὶ δὲν ἦτο προικισμένος μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῶν ὀπτασιῶν ὡς ὁ ἀφέντης του, ὅταν σ᾿ ἔβλεπεν ἀντικρὺ ἀπὸ τὸν λόφον, κ᾿ ἔκλειες τὴν θύραν ἅμα ἔμβαινες εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργὰ-γοργὰ ἀπὸ τὸν λόφον μὲ τὰ τσαρουχάκια του, πατῶν εἰς τὴν γῆν τόσον μαλακὰ ὡς νὰ ἦτο ἐλαφρὸς ἀτμὸς διολισθαίνων ἐπὶ τῆς χλόης, καὶ συνέχων τὴν ἀναπνοήν του, ἐπλησίαζε σιγὰ-σιγὰ εἰς τὴν μικράν, μισοασβεστωμένην καὶ λαδωμένην ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν εὐλάβειαν τῶν προσκυνητριῶν, ὑαλόφρακτον θυρίδα τοῦ ναΐσκου, κ᾿ ἔβλεπε, χωρὶς νὰ τὸν βλέπῃς, τὰς μετανοίας καὶ τὰς προσευχάς σου, καὶ ἤκουε, χωρὶς νὰ τὸν ἀκούῃς, τοὺς ψιθυρισμούς σου καὶ τοὺς στεναγμούς σου. Ὤ! πόσα ἔτη παρῆλθον ἔκτοτε!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου