Πέμπτη 25 Μαΐου 2023



Ἡ Παναγία ἐλάρωσεν ἀτὸν
Πέρασαν ἑξήντα πέντε χρόνια ἀπὸ τότε! Ἤμην μαθητὴς τῆς α΄ τάξεως τοῦ Φροντιστηρίου Τραπεζοῦντος. Ἐτελείωσαν αἱ ἐξετάσεις καὶ εὑρισκόμην εἰς τὸ χωριό μας, Κοινώνισσα τῶν Σουρμένων.
Εἰς γειτονικόν μας ἀγρόκτημα ἀρρώστησεν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς τοῦ Κ. Καλαντίδου, νέος 30 ἐτῶν, εὔρωστος, ὑγιέστατος καὶ ἀκατάβλητος πεζοπόρος. Ἔπαθε ἀπὸ ἀφασίαν, μὲ τὸ βλέμμα ἀπλανές, ἔχασε κάθε ἐνεργητικότητα καὶ βούλησιν.
Ἰατρὸς στὸ χωριὸ βέβαια δὲν ὑπῆρχε, καὶ ἡ μητέρα του Ἐλέγκω, τύπος ἀνδρογυναίκας, ἀπεφάσισε νὰ τὸν πάγη στὴν Τραπεζούντα. Ἐπῆρε κι ἐμένα μαζί της ὡς γνώστην τῆς πόλεως καὶ διερμηνέα.
Ἀνεχωρήσαμεν πολὺ πρωὶ ἀπ’ τὰ Σούρμενα, καὶ τὸ ἀπόγευμα εἴμεθα στὴν Τραπεζούντα. Ἀπ’ τὴ βάρκα κατ’ εὐθείαν ἐπήγαμεν εἰς τὸ φαρμακεῖον τοῦ Σπαθάρου. Ὁ ἰατρὸς ἐξήτασε μὲ πολλὴν προσοχὴν τὸν ἀσθενῆ. Ὕστερα ἀπὸ ἐξαντλητικὴ ἐξέτασιν μᾶς εἶπε νὰ καθίσωμε νὰ περιμένωμε ὀλίγον. Δὲν ἐπέρασε πολλὴ ὥρα καὶ παρετήρησα ὅτι ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον συγκεντρώθησαν εἰς τὸ φαρμακεῖον ὅλοι οἱ ἰατροὶ τῆς Τραπεζούντας, μὲ τὰ ὑψηλὰ καπέλα των: ὁ Μεταξάς, ὁ Ἐφραιμίδης κ.ἄ. Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἰατροὶ προσεκτικὰ ἐξήτασαν τὸν ἀσθενῆ καὶ στὸ τέλος μ’ ἐκάλεσε ὁ Σπάθαρος καὶ μὲ πολλὴν σοβαρότητα μοῦ εἶπε νὰ μεταδώσω στὴν μητέρα τοῦ ἀσθενοῦς ὅτι ὅλοι οἱ ἰατροὶ συμφωνοῦν πὼς ὁ υἱός της δὲν θὰ ζήσει πολύ, καὶ θὰ κάμη καλὰ νὰ ἐπιστρέψη ἀμέσως στὸ χωριό της.
Τὰ λόγια του ἰατροῦ τὰ κατάλαβε ἡ γρηούλα καὶ μὲ ὕφος ὀργίλον τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ ἐξέρω καὶ ἄλλον γιατρόν, πρῶτα θὰ πάω σὲ ἐκεῖνον καὶ ὕστερα θὰ γυρίζω’ς σὸ χωρίον!» Ἐννοοῦσε τὴν Παναγία τοῦ Σουμελᾶ.
Τὴν ἐπαύριον, ἐνωρίς, ξεκινήσαμεν μὲ ἄλογα γιὰ τὸ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἐφθάσαμεν ἐνωρὶς τὴν ἑπομένην. Ἐκεῖ αἱ τρεῖς λειτουργίαι, αἱ προσευχαί, αἱ νηστεῖαι, τὰ δάκρυα τῆς στοργικῆς μάνας, ἔκαμαν τὸ θαῦμα. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἀπ’ τὸ πρωί, ὁ ἀσθενὴς ἤρχισε νὰ ἐρωτᾶ τὴν μητέρα του «ποῦ εὐρισκόμεθα, ποῦ εἶναι ἡ Ἀνθή (ἡ σύζυγός του), ποῦ εἶναι τὰ δύο ἀγόρια του».
Φαντάζεσθε τώρα τὴν χαρὰ τῆς μάνας, τὰ θερμὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Θεομήτορα. Ἀπὸ συγκίνησιν ἔκλαιαν καὶ οἱ δύο συνοδοὶ καλόγηροι. Εἰδοποιήθη ἀμέσως ὁ ἡγούμενος διὰ τὸ θαῦμα, ἐκτύπησαν οἱ καμπάνες, ἔγινε γενικὴ συνάθροισις ὅλων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν καὶ ἀντελάλησαν οἱ ὕμνοι καὶ αἱ ψαλμωδίαι τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ κανόνος. Μετὰ τὸ τέλος τῆς παρακλήσεως, ὁ ἀσθενὴς ἐζήτησεν τροφήν, ἔφαγε μόνος του καὶ κατόπιν ἔπεσε σὲ ληθαργικὸν ὕπνον, ὁ ὁποῖος διήρκεσε 14 ὥρας.
Ἐμείναμεν ἀκόμη τρεῖς ἡμέρας, μὲ αὐξάνουσαν βελτίωσιν τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς μας καὶ τὴν ὀγδόην ἀνεχωρήσαμεν. Τῇ παρακλήσει τῆς γρηᾶς οἱ ἀγωγιᾶται, οἱ ὁποῖοι ἔμαθαν τὸ θαῦμα, μᾶς πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στὸ φαρμακεῖον τοῦ Σπαθάρου, ὅπου ὁ καταδικασμένος ἀσθενὴς ξεπέζευσε καὶ ἐχαιρέτησε τὸν ἰατρόν!
Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Σπαθάρος μὲ ἀπορίαν καὶ θαυμασμὸν τὸν ἐρώτησε «ἐσὺ ζῆς ἀκόμη, δὲν πέθανες;».
Ἀπήντησεν ἀμέσως ἡ μητέρα. «Ἡ Παναγία ἐλάρωσεν ἀτόν, ἡ Παναγία, νὰ λελεύ’ ἀτέν, τινὰ ἐσεῖν ’κι πιστεύετε».
Ἔκαμεν τὸν σταυρὸν του ὁ ἰατρὸς καὶ εἶπε: «Πρέπει νὰ πιστεύωμεν».
Αὐτὰ τὰ ἐνθυμοῦμαι σὰ νὰ ἤτανε χθές! Ἄραγε πόσα θαύματα δὲν θὰ ἐβλέπαμε κι ἐδῶ, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἂν οἱ πάσχοντες μποροῦσαν νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὴν Παναγία μας, ὅπως ἄλλοτε…
Νικόλαος Θειόπουλος
Περιοδικὸ «Ποντιακὴ Ἑστία», Ἔτος 1951

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου