Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025


Σιώπα καί εἰρήνευε.
Σιώπα καί εἰρήνευε.
Ὁ πολύλογος, ἔστω κι ἄν εἶναι ρήτορας, πνευματικά δέν εὐδοκιμεῖ.
Ἡ ἀργολογία ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιὰ τό χαροποιόν πένθος.
Νά ὁμιλεῖς μόνο ὅταν πρόκειται νά πεῖς κάτι ἀνώτερο τῆς σιωπῆς.
Αὐτός, πού θέλει νά μιμηθῆ τόν πράο καί ἡσύχιο Κύριο, πρέπει νά ἀγαπήση τήν εὐλογημένη σιωπή. Τότε μόνο θά μπορεῖ νά προφέρη ἀδιαλείπτως τό πανάγιό Του ὄνομα καί νά ἐργάζεται διαρκῶς τό θέλημά Του "ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς" του καί μέ πόθο ἅγιο.
Γιά νά ἀποκτήσης τή σιωπή καί τήν ἡσυχία στήν καρδιά σου, ἀπόφευγε τίς περιττές βιοτικές σκέψεις. Ἔτσι θά σωθεῖς καί θά συγχορεύης μέ Ἀγγέλους.
Νά γνωρίζεις γιά ποιό σκοπό σιωπᾶς. Ἄν π.χ. μέ τή γλώσσα σιωπᾶς καί μέ τόν λογισμό σου κατακρίνης, δέν σέ ὠφελεῖ μία τέτοια σιωπή. Οὔτε πάλιν ὠφελεῖ νά σιωπᾶς καί στήν καρδία σου νά βασιλεύη μελαγχολία καί ἀπόγνωση.
Ἕνας Γέροντας, πολύ μεγάλος νηστευτής, εἶπε: "Ἐκείνη τήν ἡμέρα, πού θά παραβιάσω ἀσκόπως τήν εὐλογημένη σιωπή, δέν μπορῶ οὔτε κι αὐτό τόν κανόνα τῆς νηστείας μου νά τηρήσω, καθώς πρέπει".
Γιά τή σιωπή, πού μ’ ἐρωτᾶς, πρέπει νά ξέρεις ὅτι αὐτή δέν ἔγκειται μόνο στή σιωπή τῆς γλώσσας, ἀλλά πρό παντός στή σιωπή τῶν λογισμῶν. Ἄν δηλαδή σιωπᾶ ἡ γλώσσα σου, οἱ λογισμοί σου ὅμως κρίνουν καί καταδικάζουν τούς ἄλλους, ἔ! τότε αὐτό δέν εἶναι σιωπή! Εἶναι γραμμένο κάπου: "Μπορεῖ νά ὁμιλῆς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως ἐσωτερικά νά ἔχης εὐλογημένη σιωπή, ἐπειδή δηλαδή δέν θά λέγης ἐκεῖνα, πού δέν ἁρμόζουν. Καί μπορεῖ νά σιωπᾶς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως νά μήν τηρῆς θεάρεστα τή σιωπή, διότι ὁ λογισμός σου φλυαρεῖ καί κατακρίνει".
Ἔλεγε κάποιος: "Ἄν καί πολλές φορές μετάνοιωσα, ἐπειδή μίλησα, ὅμως ποτέ μου δέν μετάνοιωσα, ἐπειδή σιώπησα." Καί ἐγώ σέ συμβουλεύω νά ὁμιλῆς μόνο, ὅταν πρόκειται νά πῆς κάτι, πού εἶναι καλύτερο τῆς σιωπῆς!
Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή σιωπή, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή ὁμιλία, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Καλή σιωπή εἶναι ἡ ταπεινή, ἡ ἐσωτερική, αὐτή, πού συνοδεύεται μέ προσευχή, καί γεμίζει τήν ψυχή μέ χαρά. Κακή σιωπή εἶναι ἐκείνη, πού τήν συνοδεύει ἡ δειλία, ἡ ἐσωτερική κατάκριση, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ θλίψη, ἡ ἀπόγνωση. Καλή ὁμιλία εἶναι ἐκείνη, πού λέγει τά σωστά καί ἀναγκαῖα. Κακή ὁμιλία εἶναι ἡ ἀργολογία, ἡ εὐτραπελία, ἡ κολακεία, ἡ ὑποκρισία, ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ αἰσχρολογία, ἡ κατάκριση, ἡ συκοφαντία καί ὅλα τά παρόμοια. Πρέπει λοιπόν νά ἀποκτήσουμε "νοῦν Χριστοῦ", ὥστε νά μποροῦμε νά διακρίνουμε πότε θά πρέπει νά μιλήσουμε καί πότε θά πρέπει νά σιωπήσουμε.
Γέρων Γερμανὸς Σταυροβουνιώτης

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025


Ἡ περιοδεία τοῦ Καποδίστρια

Συνοδοὺς δὲ κατὰ τὴν παροῦσαν περιήγησιν ὁ Καποδίστριας εἶχε τὸν Γεν. Γραμματέα, τὸν Κολοκοτρώνην, τὸν Νικήταν, τὸν χαράξαντα τὸ σχέδιον τῆς πόλεως Πατρῶν μηχανικὸν Βούλγαρην, τοὺς δύο ἰδιαιτέρους αὐτοῦ γραμματεῖς καὶ τοὺς δύο νεωτέρους συντάκτας.
Προηγεῖτο δὲ ὁδηγὸς ὁ κύριος τῶν ταχυδρομικῶν ἵππων, φορῶν ἔνδυμα ἑλληνικὸν χρυσοπόρφυρον καὶ ἀναβαίνων ἵππον ὑψαύχενα. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ συρρέοντες εἰς προϋπάντησιν τοῦ Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εἰς τὰς πολυτελεῖς καὶ πομπικὰς παρατάξεις τῶν πασάδων καὶ τὰς χρυσοϋφάντους στολὰς τῶν τετυφωμένων καπιταναίων καὶ κοτζαμπασίδων, ἐκλαμβάνοντες τὸν κοκκινοφόρον καὶ κυδρούμενον ταχυδρόμον ἀντ’ ἐκείνου, προσεκύνουν αὐτὸν πίπτοντες εἰς ἔδαφος· δὲν ἐνόουν πῶς ἦτο δυνατὸν ἀρχηγὸς ἔθνους νὰ ἀναβαίνῃ ἵππον κυφαγωγόν, οὐχὶ ζωηρότερον τοῦ πώλου τοῦ Ἰησοῦ, καὶ νὰ φορῇ ἔνδυμα οἷον οἱ πολλοί.
Ἀλλ’ οὐδ’ ἁψίδες ἢ θριαμβικὰ τόξα ἀνηγείροντο, ὡς σήμερον, οὐδὲ μουσικαὶ ἐπαιάνιζον, οὐδὲ πυροτεχνήματα ἐξηκοντίζοντο εἰς οὐρανούς, καθ’ ὅσον αἱ ἐπιδείξεις αὖται, γινόμεναι ἐπιμελείᾳ καὶ ἀξιώσει τῶν ἀρχῶν, διαθρύπτουσι μὲν τὴν ματαιότητα, βλάπτουσιν ὅμως τοὺς ἡγέτας τῶν ἐθνῶν, ἀποκρύπτουσαι τὸ ἀληθὲς φρόνημα. Οἱ δὲ λαοί, ἀκούοντες ἀπροσδοκήτως ὅτι ἤρχετο ὁ Κυβερνήτης, ἔτρεχον αὐθόρμητοι εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, οὐχὶ κράζοντες γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ, Ζήτω! ἀλλὰ κλαίοντες καὶ σφραγιζόμενοι διὰ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, καὶ βάλλοντες μετανοίας καὶ καίοντες λιβανωτὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν, τὸν σώσαντα αὐτοὺς ἀπὸ τῆς δουλείας καὶ τῆς ὀλεθριωτέρας ἀναρχίας.
Ἰδὼν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι ὁ λαὸς προσεκύνει τὸν ταχυδρόμον Καρδαρᾶν, πλησιάσας εἶπε:
-Τὸ πρᾶγμα, ὑπερεξοχώτατε, δὲν ‘πάγει καὶ πρέπει ὁ κόσμος νὰ γνωρίσῃ τὸν Κυβερνήτην του.
-Καὶ τί θέλεις νὰ κάμω;

-Νὰ βάλῃ ἡ ὑπερεξοχότης σου τὴν στολήν σου.
Καὶ πεζεύσας εἰς μικράν τινὰ καὶ σκιερὰν κοιλάδα, ἀνέλαβε τὴν στολὴν αὐτοῦ, πενιχροτέραν καὶ τῆς τῶν δασονόμων τῆς ἀντιβασιλείας.
Ὅτε δὲ ἐπλησιάσαμεν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον:
-Ποῦ θὰ καταλύσωμεν ἀπόψε; ἠρώτησε τὸν παρ΄ ἵππον στρατάρχην τῆς Πελοποννήσου.
-Εἰς τοῦ Δεσπότου.
-Πρέπει λοιπὸν νὰ φροντίσω, ἐπανέλαβε μετὰ βραχεῖαν σιωπήν, νὰ πληρωθῶσιν ὅλα τὰ ἔξοδα.
-Ποῖα ἔξοδα; ἠρώτησεν ὁ γέρων.
-Τῆς τροφῆς μας, τῆς τροφῆς τῶν ἀλόγων καὶ καθεξῆς.
-Καὶ ποῖος, ὑπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαῦτα ἔξοδα; …
-Δὲν τὰ πληρώνετε σεῖς, ἀνεφώνησεν ὀργίλως ὁ Κυβερνήτης, καὶ διὰ τοῦτο παραπονεῖται ἐξ αἰτίας σας ὁ λαός.
-Καὶ τί ἔχει νὰ κάμῃ, ὑπερεξοχώτατε, ὁ λαὸς μὲ τὸ φαγητὸν τοῦ Δεσπότου;
-Τί ἔχει νὰ κάμῃ! ἀνέκραξεν ἐντόνως ὁ Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρῶς τὸν ἐρωτήσαντα. Μόλις αὔριον θ’ ἀναχωρήσωμεν καὶ θὰ ρίψουν ἔρανον εἰς τοὺς χωρικοὺς διὰ τὰ ἔξοδα τοῦ Κυβερνήτου, καί, τὸ χειρότερον, θὰ τὰ συνάξουν διπλά. Οὕτω πως εἶσθε συνηθισμένοι σεῖς.
-Ἠξεύρεις πῶς τὸ πάγει ἡ ὑπερεξοχότης σου; εἶπε γελῶν ὁ Κολοκοτρώνης. Μίαν φορὰν ἔπεσ’ ἕνας ποντικὸς εἰς ἕνα πιθάρι λάδι κ’ ἐπνίγηκεν. Ὁ οἰκοκύρης τὸν ηὖρε μετὰ δύο ἡμέρας καί, ἐνῶ τὸν ἀνέσυρεν, ἐφώναζεν ἡ οἰκοκυρά: «Πρόσεξε μὴ στάξ’ ἡ οὐρά του καὶ βρωμίσῃ τὸ λάδι».
-Δὲν ἐννοῶ ποίαν σχέσιν ἔχει ὁ μύθος σου μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ Δεσπότου, εἶπεν ἀδημονῶν ὁ Κυβερνήτης.
-Μεγάλην, ὑπερεξοχώτατε, διότι, εἴτε πληρώσωμεν εἴτε μή, ὁ Δεσπότης θὰ συνάξη τὰ γρόσια. Τὰ ἐδικά μας τὰ ἔξοδα εἶναι τὸ λάδι τῆς οὐρᾶς τοῦ ποντικοῦ.
Καὶ ἐσιώπησε μὲν ὁ Κυβερνήτης, τὴν δ’ ἐπιοῦσαν ἀπέτισε μέχρι λεπτοῦ τὰ δαπανηθέντα.
Ἐκεῖθεν δὲ ἀπελθόντες εἰς Ἄργος, ἐξενίσθημεν ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ Τσώκρη. Ὅτε δ’ ἐζητήθη ὁ λογαριασμὸς τῆς δαπάνης, ὁ οἰκοδεσπότης, προσβληθείς, ἐγέλασεν ὑπεροπτικῶς. Μαθὼν ὅμως ὅτι τοιαύτη ἦν ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυβερνήτου, τοσοῦτον ὠργίσθη, ὥστε ἐσημείωσεν καὶ τοῦ ἅλατος τὴν ἀξίαν.
Νικόλαος Δραγούμης
Ἱστορικαὶ Ἀναμνήσεις

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Πατὴρ Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος
Βρέθηκε ὁ π. Ἰωὴλ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια στὴν Ἀθήνα καὶ κλήθηκε σὲ φιλικὴ σύσκεψη μὲ ἄλλους φιλομόναχους κληρικούς. Ἡ σύσκεψη εἶχε ὡς θέμα τὸν Μοναχικὸ Βίο. Μετὰ τὸ τέλος της, λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους:
—Νὰ βγάλουμε μία ἀναμνηστικὴ φωτογραφία.
—«Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον!», ἀπαντᾶ χαριτολογώντας καὶ φεύγει.
Ἐκ τῶν ὑστέρων ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιο φίλο:
—Καὶ ἦταν κακὸ νὰ βγάλετε μία φωτογραφία ὅλοι μαζί;
—Πάψε, καημένε! Ἡ φωτογραφία προοριζόταν γιὰ δημοσίευση. Πήγαμε νὰ συζητήσουμε γιὰ τὸν Μοναχισμό, ποὺ σημαίνει ἀφάνεια καὶ σιωπή, καὶ ἐμεῖς βρήκαμε τὴν εὐκαιρία νὰ αὐτοδιαφημιστοῦμε στὶς ἐφημερίδες;

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

 


Γιὰ τὸ γάμο

Ὦ Παναγία Δέσποινα
μὲ τὸν Μονογενῆ Σου
στ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ δώσεις τὴν εὐχή Σου.

Ἀπόψε λάμπει ὁ οὐρανός,
ἀπόψε λάμπει ἡ σφαῖρα,
ἀπόψε στεφανώνεται
ἀητὸς τὴν περιστέρα.

Γειτόνοι καὶ γειτόνισσες
προβάλετε νὰ δεῖτε,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται,
νὰ τὸ ὑποδεχθεῖτε.

Παντρεύεται ὁ αὐγερινὸς
καὶ παίρνει τὸ φεγγάρι,
ἂς εἶναι καλορίζικοι
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.

Χελιδονάκια καὶ πουλιὰ
λαλοῦν στὰ δώματά σας
καὶ λένε καλορίζικα
στὰ στεφανώματά σας.

Ἐγύρανε τὰ στέφανα
σὲ ἀσημένιο τάσι,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.

Ὅσ᾿ ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ χειμώνας χιόνια,
τόσα σᾶς εὔχομαι νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένα χρόνια.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
κάνουμε τὸ σταυρό μας
καὶ στέλνουμε τὶς προσευχὲς
γιὰ νύφη καὶ γαμπρό μας.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
Θεὸς θέλει βοηθήσει,
ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλονε
νὰ μὴ βαρυγκομήσει.

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός,
χωρὶς καημὸ καὶ βάρη,
ὁ πεθερός, ἡ πεθερά,
οἱ φίλοι, κι οἱ κουμπάροι.

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρὸς
εὐτυχισμένα χρόνια
νὰ τοὺς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ δοῦν
παιδιὰ μὰ καὶ ἐγγόνια.

Προχώρει γλῶσσα μου, ἄρχισε
τραγούδια ν᾿ ἀραδιάζεις,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ τὸ καλοτυχιάζεις.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025



Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ
Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.
Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.
Παῦλος Νιρβάνας

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025


Ἑρμηνεία στὸν ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἐάν τις καταλαλήσῃ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ παρὰ σοί, καὶ καταβάλῃ αὐτὸν καὶ ἐκφαίνῃ κακίαν, μὴ θελήσῃς ἐκκλῖναι κατ'αὐτοῦ, ἵνα μὴ καταλάβῃ σε ἅ οὔ θέλεις.
Συνήθως δικαιολογούμεθα ὅτι ὁ ἄλλος καὶ ὄχι ἐμεῖς κατακρίνει ἐνώπιόν μας κάποιον ἀδελφό. Αὐτὸ εἶναι πρόφασις. Ἄν συμβῆ νὰ ἔρθη κάποιος στὸ κελλί σου μὲ διάθεσι νὰ κατακρίνη, ἄν εἶσαι κύριος, πές του: Νόμιζα πὼς ἤσουν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι τύραννος τῆς ψυχῆς μου. Σὲ παρακαλῶ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐμεῖς ὅμως τὸν δεχόμαστε καὶ ἀρχίζομε καὶ συμπίπτομε, συγκαταπίπτομε καὶ οἱ δυό μας. Ἐσὺ ὄχι μόνον νὰ μὴν κατακρίνης, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἀκούσης λόγο κατακρίσεως, διότι, ἐὰν ἀκούσης, θὰ πῆς καὶ σύ.
Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἀποκαλύπτη ἀδυναμίες, προβλήματα, δυσκολίες τοῦ ἄλλου, μὴ θελήσης καὶ ἐσὺ νὰ συμμετάσχης στὴν συζήτησι καὶ νὰ γίνης ἔτσι συμμάρτυς, ἔστω καὶ ἄν δείχνης πὼς δὲν εἶσαι. Σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: Αὐτὸς εἶναι παλιάνθρωπος. Λὲς καὶ ἐσύ: Ὄχι, εἶναι καλός· μόνον ποὺ ὁ καημένος καμιὰ φορὰ τοῦ ξεφεύγει κάτι. Μὲ τὰ λόγια σου τὰ εἶπες ὅλα, μόνον ποὺ δὲν χρησιμοποίησες τὴν λέξι παλιάνθρωπος· ὅμως αὐτὸ ἐννοεῖς. Πρόσεξε λοιπὸν νὰ μὴ σοῦ ξεφύγη λέξις γιὰ τὸν ἄλλον, ἵνα μὴ καταλάβῃ σε ἅ οὔ θέλεις, γιὰ νὰ μὴ σὲ βρῆ ὅ,τι δὲν θέλεις. Δὲν θέλεις τὴν ἀμαρτία; θὰ σὲ βρῆ ἀτιμία. Δὲν θέλεις τὴν ἀρρώστια; θὰ σὲ βρῆ ἀρρώστια.
Τὸ «κατ' αὐτοῦ» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῆ κατὰ τοῦ ὁμιλοῦντός σοι, καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὑπάρχει θαυμάσιο νόημα. Μὴν τὰ βάλης δηλαδὴ οὔτε καὶ μὲ αὐτὸν ποὺ σοῦ μιλάει, διότι, ἄν διαφωνήσης μαζί του, θὰ ἐκφράσης γνώμη ἀντίθετη ἀπὸ τὴν δική του, καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη θὰ ἀρχίση διάλογος, ἀντίδρασις, ἀντίθεσις κατὰ τοῦ ὁμιλοῦντός σοι. Ὅ,τι πῆ ὁ ἄλλος· σταμάτα ἐκεῖ. Μὴ θελήσῃς ἐκκλῖναι κατ' αὐτοῦ, μὴν κατηγορήσης οὔτε αὐτὸν οὔτε τὸν ἄλλον. Αὐτὸ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνης, εἶναι νὰ σιωπήσης ἤ νὰ φύγης. ἄν εἶσαι ἔξυπνος, θὰ ἀλλάξης συζήτησι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Ἄν δὲν εἶσαι, πές του τοὐλάχιστον, σὲ παρακαλῶ, ἄς τὸ ἀφήσωμε αὐτό, γιατὶ θέλω νὰ κοινωνῶ καί, ἐάν μιλήσωμε περὶ τρίτου προσώπου, πρέπει νὰ σταματήσω τὴν θεία κοινωνία. Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κάνης οὔτε αὐτό, τότε νὰ φύγης. Ἐὰν οὔτε νὰ φύγης μπορῆς, σημαίνει πὼς δὲν θέλεις νὰ φύγης, ὅτι σοῦ ἀρέσει νὰ τρῶς κρέας ἀνθρώπων καὶ ὄχι μόνο ζώων. Μὴ θελήσης ὅμως νὰ πέσης μαζί του στὸ ἴδιο παράπτωμα.
Τί ὡραῖα ποὺ τὰ λέγει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας! Εἶναι ἄνθρωπος; Εἶναι οὐράνιος ἄνθρωπος καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ἁπλὲς φαίνονται οἱ λέξεις του, ἔχουν ὅμως τόσο μεγάλο βάθος.

Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025



Τὸ κερὶ
Ἦταν σούρουπο. Ὁ γερο-Σωφρόνιος κι ὁ ἐγγονός του, ὁ ὀκτάχρονος Πετράκης, προχωροῦσαν μέσα στὸ δάσος. Ὁ παπποὺς εἶναι τυλιγμένος μὲ τὴ ζεστὴ κάπα του. Τὸν ἔχουν πάρει πιὰ τὰ χρόνια. Καμπούριασε. Τὰ γένια του γίνανε κάτασπρα — τοῦ τ᾿ ἀνακατώνει τώρα ὁ ἀνοιξιάτικος ἄνεμος. Ὁ Πέτρος βαδίζει πίσω ἀπ᾿ τὸν παπποῦ. Φοράει κι αὐτὸς κάπα. Τὸ κεφαλάκι του εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ γούνινο σκοῦφο τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ πέφτει πολὺ μεγάλος καὶ τοῦ κρύβει σχεδὸν τὰ μάτια. Στὸ χέρι του κρατάει ἕνα κλαδὶ ἰτιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει. Τὸ δάσος βουίζει παράξενα. Ὁ μικρὸς σταματάει κι ἀφουγκράζεται:
— Παππού!... Ἀκοῦς;... Χτυπᾶνε καμπάνες!...
— Ἔτσι κάνει τὸ δάσος, παιδί μου, τώρα τὴν ἄνοιξη, μὲ τὸν ἀέρα. Χτυπάει ἡ καμπάνα τοῦ Κυρίου...
— Στὴν ἐκκλησία πᾶμε, παππού;
— Στὴν ἐκκλησία, ἀγάπη μου, στὸν πασχαλινὸ ὄρθρο!
— Μὰ ἀφοῦ κάηκε, παππού! Δὲν τὴν κάψανε τὸ καλοκαίρι; Μόνο τοῦβλα καὶ καμένα ξύλα ἀπομείνανε...
— Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία! ἀποκρίθηκε σοβαρὰ-σοβαρὰ ὁ Σωφρόνιος.
— Ἄλλο καὶ τοῦτο!... μονολογεῖ ἀπορημένος ὁ μικρός. Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, κι ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία! Μήπως ἔπαθε τίποτα ὁ παππούς; Τσάμπα χαλᾶμε τὰ παπούτσια μας...
Ἡ μαυρισμένη καὶ ἐρειπωμένη ἐκκλησία φάνηκε ἀνάμεσα σὲ καμένες σημύδες. Παπποὺς κι ἐγγονὸς σταυροκοπήθηκαν.
— Νὰ λοιπόν, ἤρθαμε... μουρμούρισε ὁ Σωφρόνιος καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς. Γιὰ πολλὴ ὥρα στεκόταν μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι καὶ κρεμασμένα τὰ χέρια. Εἶχε πέσει πιὰ ἡ νύχτα — ἡ κρύα ἀλλὰ ἥσυχη πασχαλιάτικη νύχτα. Ὁ Σωφρόνιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακοῦλι του ἕνα χοντρὸ κερί, τὸ ἄναψε, τὸ στερέωσε πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ἐκεῖ, στὰ χαλάσματα... καὶ προσευχήθηκε γιὰ λίγο νοερά. Μετὰ ἔψαλε μὲ τὴ σπασμένη του φωνή:
— Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...
Ἀντάλλαξε μὲ τὸν ἐγγονό του τὸν ἀναστάσιμο ἀσπασμό. Ἀναστέναξε καὶ κάθισε σ᾿ ἕνα καμένο κούτσουρο.
— Ναί... Ἑξήντα χρόνια ἐρχόμουν ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία... μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, ὅσο ζοῦσε, καὶ μετὰ μόνος... Νά, ἐδῶ ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου... Στὸ ἕνα του χέρι ὁ ἅγιος Ἱεράρχης κρατοῦσε μία ἐκκλησούλα, καὶ στὸ ἄλλο ἕνα ξίφος... θαυματουργός! Ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητοῦσες, θὰ σοῦ τὸ ἔκανε!... Καλὸς ὁ Ἱεράρχης μας, γρήγορος στὴ βοήθεια, ταχὺς στὶς πρεσβεῖες!... Τώρα... τί νὰ πεῖ κανείς... Ἐδῶ, ἀγάπη μου, ἦταν ἡ ἁγία Τράπεζα... Ἔλα, γονάτισε καὶ προσκύνησε, καλό μου παιδί... Ἔτσι λοιπόν... Ἄχ, Πετράκη, Πετράκη μου!...
Ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Σωφρόνιος. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔμεινε ἐκεῖ καθισμένος καὶ ἀμίλητος ὥς ἀργὰ — τόσο, ποὺ ὁ Πετράκης νύσταξε καὶ θέλησε νὰ κοιμηθεῖ. Κάθισε δίπλα στὸν παππού, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι στὰ γεροντικά του γόνατα κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ὁ παπποὺς τράβηξε τὴν κάπα του καὶ τὸν σκέπασε...
Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Νὰ ἤμουν παππούς
«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.
Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.
Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.
Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...

Γεώργιος Σουρῆς

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

 


Καλλιέργεια χρειαζόμαστε

Ἀναμφισβήτητα ἔγινε μία παραποίηση στὸ πρόσωπό μας ὕστερα ἀπὸ τὸ 1821. Μπορεῖ ἀπαραίτητη, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Τὸ ἑλληνικὸ ποτάμι βγῆκε ἀπὸ τὴν κοίτη του. Ποῦ πάει καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Ὁ Τοῦρκος ἦταν πρωτόγονος, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξε τὴν ψυχή μας. Τὴ μεγαλύτερη ζημιὰ τὴν ἔκανε ὁ φαναριώτης λακές του. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες γραμματιζούμενοι μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Χάνομε τὸν ἀέρα ποὺ τὸν εἶχαν ἀπέναντι στοὺς ξένους ὁ Κολοκοτρώνης ἢ ὁ Μακρυγιάννης.

Τὸ ριζικό μας ἐμᾶς τῶν φτωχῶν ἢ μικρῶν λαῶν μετριέται διαφορετικά. Καὶ στὴ ζυγαριὰ βαραίνει γιὰ ἐμᾶς πολὺ ὁ Μακρυγιάννης ἢ ὁποιαδήποτε κυρὰ Γιάνναινα καθισμένη στὸ κεφαλόσκαλο μὲ τὴ ρόκα της. Πνευματικότητα χρειαζόμαστε. Καλλιέργεια χρειαζόμαστε. Ὁ ψυχισμός μας ἢ τὸ πνεῦμα μετράει ἐμᾶς τῶν ἀδύναμων, ποὺ δὲν μετράει ἡ γροθιά μας.

Ζήσιμος Λορεντζάτος

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025



Φῶς ἱλαρὸν
Αὐτὸ εἶναι τὸ «Φῶς ἱλαρόν». Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τό ‘βλεπα τὸ βράδυ ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἐξωτικό, χρυσοκκόκινο, νὰ χρυσώνει τὰ σπίτια, τὰ μικρὰ τὰ βουνά, τὰ βράχια, τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν, σὰν νὰ ἤτανε χρυσοκαπνισμένα.
Τὸ θέαμα ἤτανε πανηγυρικό, κ’ ἔπεφτα σὲ ἔκσταση, σὰν νὰ ἐρχότανε ἐκεῖνο τὸ φῶς ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατὰ κεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος.
Πόσο ποιητικὰ ἐκφράζει ὁ λαός μας τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ ἔχει ἐκείνη ἡ ἱερὴ ὥρα, λέγοντας πὼς ὁ ἥλιος «βασιλεύει». Ἀληθινά, ποιός βασιλιὰς ντύθηκε ποτὲ μὲ τέτοια πορφύρα; Θά ‘λεγε κανένας πὼς δὲν εἶναι ὁ ἥλιος αὐτὸς ὁ βασιλέας, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων.
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

 

Ἀπὸ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα

«Σῦρε, Μητέρα μ᾿, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴν τὴν ὥρα,
κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουν οἱ παπάδες,
τότες καὶ σύ, Μαννούλα μου, νά ᾿χῃς χαρὲς μεγάλες.»

Οὕτω πως προανήγγειλε, κατὰ τὴν λαϊκὴν Μοῦσαν, τὴν ἰδίαν Ἀνάστασίν του ὁ Χριστός, ὁμιλῶν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Παναγίαν Μητέρα του. Εἰς αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι εἶχον δείξει πρὸ ὀλίγου μακρόθεν τὸν Γολγοθᾶν, ὅπου ἐτελεῖτο τὸ φρικτὸν μυστήριον.

«Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνί, μὲ κόκκινην παντέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων Βασιλέα».

Τί ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι! Ὅταν ἤμεθα παιδία, τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐτρέχαμεν ὅλοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Τετάρτης, διὰ νὰ δρέψωμεν ἄνθη, κατακόκκινες παπαροῦνες, ὀλίγα ἴα καὶ κρίνους, κ᾿ ἐκλέπταμεν ἀπὸ τοὺς ἀκανθωτοὺς φράκτας τῶν κήπων τὰ πρῶτα μπουμπούκια τῶν ρόδων τοῦ Ἀπριλίου. Κατεσκευάζομεν καλάμινον Σταυρόν, τὸν ἀρματώναμεν, ἐξεκολλούσαμεν ἀπὸ τὸ Χτωήχι τὴν Σταύρωσιν, καὶ λίαν πρωὶ τῆς Πέμπτης ἐγυρίζαμεν εἰς τὰ σπίτια, κ᾿ ἐτραγῳδούσαμεν τὸ ἀνωτέρω ᾆσμα. Αἱ εὐσεβεῖς οἰκοκυράδες μᾶς ἐφόρτωναν «καλὲς χρονιές», καὶ μᾶς ἐφίλευαν, ζεστὰ ἀκόμη, τὰ μόλις βαφέντα κόκκινα αὐγά. Μὲ τὶς ὀλίγες πεντάρες ποὺ μᾶς ἔδιδαν πότε πότε, ἀγοράζαμεν σπίρτα, καψύλια, καὶ πυροκρόταλα, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐν κρότῳ τὴν Ἀνάστασιν.

Τί χαρές, τί συγκινήσεις ἦσαν ἐκεῖναι; Ὅταν ἀνέτελλεν ἡ Μεγάλη Παρασκευή, κορίτσια, γυναῖκες, παιδιά, μὲ κοφίνας καὶ φορτώματα ἀνθέων, ἔτρεχαν εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ στολίσουν τὸν Ἐπιτάφιον. «Ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσιν». Ὁ στέφανος μὲ τὸν ὁποῖον ἐστεφάνωσε τὸν Χριστὸν ἡ ἀκανθηφόρος Συναγωγή, ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθῇ, νὰ ταφῇ ὑπὸ βουνὰ ἀνθέων, τὰ ὁποῖα προσέφερε χαίρουσα καὶ φρίσσουσα ἡ γῆ, εἰς ἐκεῖνον ὅστις δι᾿ αὐτῶν τὴν ἐζωγράφησε. Καὶ τί θαῦμα χάριτος, κομψότητος, καλλονῆς ἦτον ὁ στολισμὸς ἐκεῖνος τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου! Αὐτοφυὲς ὅπως τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὸ καλλιτεχνικὸν αἴσθημα τῶν γυναικῶν καὶ κορασίδων, ἁμιλλωμένων ποία νὰ ὑπερβῇ εἰς τὴν φιλοκαλίαν τὴν ἄλλην.

Τὸ ἀπομεσήμερον, ἀφοῦ ἐψάλησαν αἱ Ὧραι καὶ ὁ ἑσπερινός, καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθησαν τὸν Ἐπιτάφιον, ἔπρεπεν ὅλα τὰ παιδία, μεγάλα καὶ μικρά, νὰ περάσουν τρεῖς φορὲς ἀποκάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον. Καὶ ὅταν εἶχε νυκτώσει, ἂν καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ὤφειλε νὰ ψαλῇ, κατὰ τὸ τοπικὸν ἔθιμον, πρὸς τὸ πρωί, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁ Ναὸς ἔμενεν ἀνοικτός, καὶ κορίτσια ἀνέβγαλτα, κοπάδια - κοπάδια, ἤρχοντο, μετὰ τὴν ἀμφιλύκην, νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἐπιτάφιον. Καὶ ὀλίγαι γυναῖκες, προνομιοῦχοι χῆραι καὶ γραῖαι, ἔμενον τὴν νύκτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ «ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν»! Ἦσαν αὗται αἱ νεώτεραι Μυροφόροι.

Τέλος, μεγάλη κλαγγὴ κωδώνων μᾶς ἐξύπνα, τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐψάλλετο ἡ Ἀκολουθία. Περὶ ὥραν τετάρτην, ἐγίνετο ἡ ἔξοδος τῆς ἱερᾶς λιτανείας. Οἱ κρότοι τῶν κωδώνων μᾶς προέπεμπον, ἡ σελήνη, φθίνουσα, μᾶς προϋπήντα ἐξ ἀνατολῶν, ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἐχαιρέτιζε τὴν ἱερὰν πομπὴν ἀπὸ τοὺς αἰγιαλούς μας. Τὸ λαμπρὸν ὀρθογώνιον Κουβούκλιον, σελαγίζον ἀπὸ σειρὰν λαμπάδων, πάμφωτον, ἐκρατεῖτο ἀπὸ ἓξ ρωμαλέους ναυτικούς, ὁ λαὸς ἠκολούθει λαμπαδηφορῶν, *** οἱ ἄνδρες, εἶτα αἱ γυναῖκες. Τὸ ἱερὸν Ἐπιτάφιον ὑφίστατο ἐνίοτε κυματοειδεῖς λικνισμούς, ὡς μυστηριῶδες πλοῖον, τὸ ὁποῖον «σκαμπανεβάζει» εἰς τὰς ἀνωφερείας καὶ κατωφερείας τοῦ δρόμου, καὶ ἦτο μακρόθεν ἔκλαμπρον θέαμα. Εἰς ὅλα τὰ παράθυρα καὶ τὰς πεζούλας τῶν οἰκιῶν, πήλινα θυμιατήρια καί τινες μεγάλαι κεραμίδες ἐκάπνιζον, διαχέοντα εὐωδίαν. Ἀπὸ ἡμίκλειστα παράθυρα, καί τινας ἐξώστας, γυναῖκες μαυροφοροῦσαι, λυσίκομοι - ὤ! δὲν ἔλειπον καὶ αὐτὰ - προέκυπτον μεγαλοφώνως θρηνῳδοῦσαι. Εἶχον θάψει προσφάτως γονεῖς, συζύγους, ἢ τέκνα, κ᾿ ἐλάμβανον τὸ θάρρος νὰ ἐκφράσωσι πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν κόσμον, δημοσίᾳ, τὸν πόνον των!...

Τέλος, ἐπεστρέφομεν εἰς τὸν ναόν. Τώρα κατὰ τὰ νησιωτικά μας ἔθιμα, ἔμελλε νὰ διαδραματισθῇ μεγάλη ἐπικὴ σκηνὴ - ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Αἱ λαμπάδες, αἱ ἀνημμέναι ἐπὶ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ἐξόχως θαυματουργοὶ καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν οἱ ναυτικοί, ὅσοι τυχὸν ἐπεδήμουν εἰς τὸ χωρίον, ἐφιλοτιμοῦντο νὰ τὰς ἁρπάσωσιν ὅλας, ζηλοτύπως δὲ ἀπηγόρευον εἰς γεωργοὺς ἢ χειρώνακτας νὰ τολμήσουν νὰ βάλωσι χεῖρα. Πρὶν τὸ Κουβούκλιον φθάσῃ εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, καὶ πρὶν ἐκφωνηθῇ τὸ «Ἄρατε πύλας» ἐκ τρίτου, οἱ βαστάζοντες ὕψωνον τὸ ἱερὸν κενοτάφιον ὑψηλὰ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ἕως ὅπου ἔφθανον οἱ βραχίονές των, ἐτεντώνοντο πατῶντες ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων· διότι μερικοὶ τολμητίαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, ἐπεχείρουν ν᾿ ἁρπάσωσι τὰς λαμπάδας πρὸ τῆς ὥρας. Τέλος ὑψιτενὲς τὸ Ἐπιτάφιον εἰσήρχετο εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ τὰ τουφέκια τῶν πολιτοφυλάκων ὑψωμένα ἐπροσπάθουν νὰ ἐμποδίσωσι τὰς ἀνατεινομένας χεῖρας. Ἐκεῖ ἄλλοι ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸ παγκάρι, ἄλλοι ἐκαβαλίκευαν ὑψηλὰ εἰς τὰς κορυφὰς τῶν στασιδίων, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγίνετο ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Καὶ ὅπως εἰς ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ἀνισότης ἐπεκράτει κ᾿ ἐδῶ. Ἄλλος ἔπαιρνε δύο ἢ τρεῖς, ἄλλος μίαν, καὶ ἄλλος καμμίαν.

Εἶτα, ἀφοῦ ἀνέτελλε τὸ Μέγα Σάββατον, ἐψάλλετο τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» κ᾿ ἐγέμιζεν ὁ ναὸς ἀπὸ πέταλα ἀνθέων, ὅλη ἡ ἡμέρα, ὅπου πρέπει νὰ «σιγᾷ πᾶσα σάρξ», ἀφιερώνετο εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ Πάσχα. Βελάσματα ἀρνίων, κοπαδίων, κωδωνισμοί, σοῦβλες, σφάγια, Ἀνάστασις...

(1905)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

 


Ἐγὼ θὰ πάω πρῶτος

Διάλογος π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου (1901-1966) μὲ κάποιον χωρικό:

-… Μὰ δὲν μπορῶ, πάτερ μου, νὰ μιλήσω ἐγὼ πρῶτος. Ὁ ἀδελφός μου πρέπει νὰ μοῦ μιλήσει πρῶτος. Αὐτὸς ἔφταιξε καὶ ὄχι ἐγώ. Κι ἔπειτα, αὐτὸς εἶναι μικρότερος καὶ ἐγὼ μεγαλύτερος.

-Δὲν μοῦ λές, ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος; Ἐμεῖς ἢ ὁ Θεός;

-Μὰ θέλει ρώτημα; Ὁ Θεὸς, βέβαια.

-Ποιὸς ἔφταιξε στὸν ἄλλον; Ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς ἢ ἐμεῖς στὸ Θεό;

-Ἐμεῖς φταίξαμε στὸ Θεό.

Καὶ ποιὸς πρῶτος ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς συμφιλιώσεως; Ἐμεῖς πήγαμε στὸ Θεὸ ἢ ὁ Θεὸς ἦλθε σ’ ἐμᾶς;

-Ὁ Θεὸς ἦλθε σ’ ἐμᾶς.

-Λοιπόν;

-Λοιπόν, σ’ εὐχαριστῶ. Ἔχεις δίκιο. Ἐγὼ θὰ πάω πρῶτος στὸν ἀδελφό μου.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025


Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (2)
Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς ὑπερβολικῆς μου εὐαισθησίας εἶναι καὶ ὁ τρόπος ὁποῦ ὑπανδρεύθην. Ὅταν ἐπλησίασαν νὰ μὲ πλακώσουν τὰ γεράματα, νὰ μὲ κουράζουν οἱ διασκεδάσεις καὶ νὰ μ᾿ ἐνοχλοῦν οἱ ῥευματισμοί, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχω ἕνα σπιτικὸν καὶ μίαν γυναῖκα δική μου νὰ μὲ περιποιῆται. Καθὼς πᾷς ἄλλος, ἀγαπῶ κι ἐγὼ τὶς εὔμορφες καὶ πλούσιος καθὼς εἶμαι, εὔκολον ἦτο νὰ εὕρω ἕνα νόστιμο κορίτσι, ἂν δὲν ἐζητοῦσα προῖκα. Ἄλλος εἰς τὴν θέσιν μου θὰ τὸ ἔκαμνεν, ἀλλ᾿ ἐγὼ συλλογίσθηκα πόσον θὰ ἐβασάνιζε τὴν εὐαισθησίαν μου ἂν ὑπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, ἡ ἰδέα ὅτι μ᾿ ἐπῆρεν ὄχι διὰ τὰ εὐγενῆ μου, ἀλλὰ διὰ τὰ ἑπτά μου σπίτια. Παρὰ ταύτην τὴν ἀνυπόφορην ἐπροτίμησα νὰ θυσιασθῶ καὶ νὰ πάρω πλουσίαν ἀσχημομούραν. Ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς μου εἶναι τόση, ὥστε ἡ μεγάλη της μύτη καὶ τὰ ψεύτικά της δόντια δὲ μὲ ἐμπόδισαν, ὄχι μόνον νὰ φέρωμαι καλὰ μαζί της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν ἀγαπῶ, περισσότερον ἴσως ἀπ᾿ ὅτι πρέπει. Ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης μου ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω πώς, ὅταν ἔτυχε πέρυσι ν ἀῤῥωστήση δὲν κατόρθωσα ποτὲ νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ. Ὁ βῆχας καὶ τὸ γλού-γλοὺ τῆς γαργάρας της μοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ μυρωδιὰ τῆς ἀῤῥωστοκάμεράς μου ἔφερνε ζάλη. Ἡ ἀνικανότης μου νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ μὲ ἀνάγκαζε νὰ μένω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωί. Αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια τῆς γυναίκας μου μ᾿ ἔκαμε νὰ ἐξοδέψω πάρα πολλὰ χρήματα εἰς ἁμάξια, θέατρα, γεύματα εἰς τὴν Μεγάλην Βρετανίαν καὶ ἐκδρομᾶς μὲ φίλους μου εἰς τὴν Κηφισσιάν καὶ τὴν Πεντέλην. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔξοδο ἦτο ὅτι τὰς ἡμέρας ποὺ ἡ γυναῖκα μου δὲν ἐφαίνετο διόλου καλά, ἡ ἀνησυχία καὶ ἡ λύπη μου ἦτον τόσο μεγάλη, ὥστε ἀναγκάσθηκα νὰ πάρω διὰ παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα τοῦ Φαλήρου. Περιττὸν εἶναι νὰ προσθέσω ὅτι ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν τρόπων μου μ᾿ ἐμπόδισαν νὰ εἴπω τίποτε δι᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα εἰς τὴν γυναῖκα μου, ὅταν ἔγινε καλά.
Ἐναντίον της δὲν ἔχω κανένα σπουδαῖο παράπονο. Προσπαθεῖ εἰς ὅλα νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ καὶ ποτὲ δὲν ἐρωτᾷ οὔτε ποὺ ἤμουν οὔτε τί κάμνω. Εἶναι φρόνιμη, ἥσυχη νοικοκυρὰ καὶ μὲ κάμνει νὰ καλοπερνῶ χωρὶς νὰ ἐξοδεύῃ πολλά. Τὸ σπίτι λάμπει, ποτὲ δὲν ἔλειψε κουμπὶ ἀπὸ τὰ πουκάμισά μου καὶ εἶμαι πάντοτε βέβαιος νὰ εὕρω εἰς τὸ τραπέζι τὸ φαγὶ ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Ἐκατάφερε μάλιστα νὰ μαγειρεύει καὶ τὸν ἀστακὸν μὲ μία ἀμερικάνικη σάλτσα ποὺ ἠμπορεῖ τώρα νὰ τὸν τρώγω χωρὶς νὰ μοῦ πειράζει τὸ στομάχι. Αὐτὰ εἶναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ἕνα μόνον τῆς λείπει, ἡ εὐαισθησία. Αὐτὸ τὸ ἐκατάλαβα ὅταν ἦλθεν ἡ σειρά μου ναῤῥωστήσω!
Ἐνῷ ἐγὼ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀῤῥώστιαν δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ καὶ ἀναγκαζόμουν νὰ φεύγω καὶ νὰ ζητῶ παρηγορίαν εἰς τὸ ξεφάντωμα, αὐτὴ οὔτε στιγμὴν δὲν ἔλειψεν ἀπὸ κοντά μου. Ἀγρύπνησε δέκα νύχτες εἰς τὸ προσκέφαλό μου. Ἤθελεν ἡ ἴδια νὰ μοῦ δίνη τὰ γιατρικά, νὰ μ᾿ ἀλλάζῃ καὶ νὰ μὲ μεταγυρίζη, χωρὶς νὰ μὲ συνερίζεται διὰ τὸν κακόν μου τρόπο, χωρὶς νὰ σιχαίνεται τὰ καταπλάσματα οὔτε νὰ ἐνοχλῆται ἀπὸ τὴ ἀῤῥωστομυρωδιὰν τοῦ δωματίου. Αὐτὸ μ᾿ ἔκαμεν νὰ ὑποπτευθῶ, ὅτι ἡ γυναῖκα μου δὲν ἔχει οὔτε καλὴν ὄσφρησιν οὔτε μεγάλην εὐαισθησίαν. Πῶς τῷ ὄντι θὰ ἠμποροῦσε, ἂν ἦτο εὐαίσθητη, νὰ μὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρω, νὰ βασανίζωμαι, νὰ μὲ καίουν οἱ συνασπισμοὶ καὶ νὰ μὲ δαγκάνουν αἱ βδέλλαι; Κατάντησα νὰ πιστεύω πὼς ἔχουν κάποιον δίκαιον ὅσοι θεωροῦν τὴν ὑπερβολικὴν τρυφερότητα τῶν γυναικῶν ὡς πρόληψιν καὶ παραμύθι. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο καὶ ν᾿ ἀπαιτήσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν ἰδική μου ἔκτακτον καὶ μοναδικὴ εὐαισθησία.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (1)
Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.
Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.
Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (...)
Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.
Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025



Ἡ ζωντανὴ πίστη
-Ἐπειδὴ ζήσατε ἀρκετὰ στὴν Ἑλλάδα καὶ γνωρίσατε τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τὴν ἁπλὴ εὐσέβειά του, θὰ θέλατε νὰ μᾶς εἰπεῖτε πῶς εἴδατε νὰ βιώνεται ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ λαό μας τὸν ὀρθόδοξο, Σερβικὸ καὶ Ἑλληνικό;
-Θὰ ἀπαντήσω μ' ἕνα παράδειγμα. Προσφάτως εἶχα πάει στὴν Κύπρο. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ ἦθος ποὺ διατηροῦν οἱ Κύπριοι μέχρι σήμερα. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, στὰ εὐρέα λαϊκὰ στρώματα, ἔχει χαθεῖ νομίζω τὸ πανάρχαιο αὐτὸ ἦθος. Ἴσως νὰ τὸ συναντᾶς στὰ νησιά. Εἶναι ἕνα ἦθος ζυμωμένο μὲ τὸν λαό, ποὺ τὸ συναντᾶς σὲ κάποιες γυναικοῦλες, γριοῦλες, σὲ λαϊκοὺς καὶ σὲ κληρικοὺς ἀκόμη, ὅπως εἶναι ὁ π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αὐτὸ ποὺ εἶδα στὴν Κύπρο μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση. Ρώτησα μία γριούλα: «Πότε ἦρθες ἀπὸ τὸ χωριό;». Λέει: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πάτερ;». Λέω: «Ἀπὸ τὴ Σερβία». Λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ τάδε χωριό».
Ἔτσι ὅπως ἦταν, φαινόταν καὶ στὸ φέρσιμο καὶ στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου καὶ στὴ συμπεριφορά. Καὶ κατάλαβα πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἐργαστήριο, ἕνα χωνευτήρι, ποὺ κτίζει, ποὺ δημιουργεῖ, ποὺ ζυμώνει μὲ τὴν αὐτὴ ζύμη τοὺς λαοὺς (ἀνεξαρτήτως τῆς περιοχῆς καὶ γλώσσης καὶ τῶν ἐθνικῶν ἰδιομορφιῶν, κλπ.). Ἢ Ἐκκλησία ἀφήνει μία σφραγίδα στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος.
Μοῦ ἔλεγαν γιὰ κάποιον καλλιτέχνη μας ποὺ εἶναι τελείως ἐκκοσμικευμένος καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία, ὅτι εἶχε κάποια ἔκθεση ζωγραφικῆς στὴ Σουηδία. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ καλλιτέχνες τὸν ρωτοῦσε: «Ἐσεῖς πῶς ἔχετε τὴν Βυζαντινὴ ὑφὴ μέσα στὰ ἔργα σας;».
— Δὲν ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Βυζαντινὴ τέχνη, λέει. Δὲν ἀσχολήθηκα ποτέ! 
— Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; τὸν ρώτησαν. 
— Ἀπὸ τὴ Σερβία.
— Σὲ ποιά θρησκεία ἀνήκεις;
— Δὲν ἀνήκω σὲ καμία θρησκεία.
— Καλὰ ἐσύ. Ὁ πατέρας σου ὅμως;
— Εἶναι ὀρθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ἦταν ἐκκοσμικευμένος, ὁ καλλιτέχνης διατηροῦσε μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του ὅ,τι εἶχε πάρει τὸ μάτι του περνώντας ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Καὶ αὐτὸ τὸν σημάδεψε.
Τὸ ἴδιο παρατήρησα καὶ στὴ Μολδαβία ποὺ δὲν ὑπέστη δυτικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Οὐνίτες, ὅπως ἡ Τρανσυλβανία.
Τὸ ἴδιο καὶ στὸ Μαυροβούνιο. Σᾶς λέω: γυναῖκες στὴν Κύπρο εἶναι σὰν νὰ τὶς ἔχεις μεταφυτέψει ἀπὸ τὸ Μαυροβούνιο. Εἶναι ἕνα πράγμα μυστήριο. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔργου της μέσα στοὺς λαούς.
Τὸ ἴδιο εἶδα καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἐφημέριος. Αὐτὲς οἱ γριοῦλες τοῦ χωριοῦ μοῦ ἔμαθαν πολλὰ πράγματα. Θυμᾶμαι μία γριούλα ἀπὸ τὰ Σπάτα. Εἶχα πάει νὰ τὴν ἐξομολογήσω καὶ νὰ τὴν κοινωνήσω. Ἦταν ἄρρωστη ἡ καημένη! Ἔκανε πολλὴ χαρὰ ποὺ πῆγα. Μοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, πολὺ σ' εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες τὴν Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τὰ Μυστήρια εἶναι ἡ προίκα τῆς Ἐκκλησίας». Ἄκου! Καὶ τὴν ἴδια σχεδὸν ἔκφραση βρῆκα στὸν Νικόλαο Καβάσιλα.
Θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν πηγαία πίστη τοῦ λαοῦ. Ἤμουν στὸ 4ο ἢ 5ο ἔτος τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς. Εἶχα πολλὲς δυσκολίες καὶ περνοῦσα μία σοβαρὴ κρίση. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχα πάει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν ἀδελφή μου, ποὺ εἶναι παντρεμένη σὲ ἕνα ἄλλο χωριό. Ἦταν μακριὰ καὶ εἶχα πάει μὲ τὸ ἄλογο. Ἐπιστρέφοντας συναντῶ ἕναν χωρικὸ ἀπὸ τὴν Ἄνω Μόρατσα καὶ τὸν χαιρετῶ μὲ τὸν χαιρετισμό: «Ὃ Θεὸς βοηθός». Λαϊκὸς χαιρετισμὸς στὴ Σερβία, στὸν ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ λαός: «ὁ Θεὸς καὶ σένα νὰ βοηθήσει». Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ χαιρετισμός μου. Νέος ἄνθρωπος νὰ χαιρετᾶ ἔτσι! Μοῦ ἀπάντησε: «ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει» καὶ μὲ ρώτησε: «Δὲν μοῦ λές, ἀπὸ ποῦ εἶσαι;».
— Εἶμαι ἀπὸ τὴν Κάτω Μόρατσα, εἶπα.
— Ποῦ πῆγες;
— Ἔχω ἐδῶ τὴν ἀδελφή μου παντρεμένη καὶ πῆγα νὰ τὴν ἰδῶ.
— Πῶς λέγεται ὁ πατέρας σου; μοῦ λέει.
— Εἶναι ὁ Τσίρο.
— Δὲν μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, λέει, τί ἔγινε μ' ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε πάει νὰ γίνει παπάς;
— Καλὰ εἶναι, λέω. Ἐδῶ εἶναι τώρα καὶ σᾶς μιλάει. Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ἐκεῖνο τὸ πράγμα. Σταμάτησε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα. Λέει:
— Παιδί μου, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ἀξίωσε νὰ σὲ ἰδῶ σήμερα. Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ ὁ πατέρας σου ποὺ σ' ἔστειλε νὰ πάρεις αὐτὸ τὸ δρόμο. Γιὰ μένα, πίστεψέ με, εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέρα τῆς ζωῆς μου, ποὺ σὲ εἶδα σήμερα.
Κι' ἄρχισε κι ἔκλαιγε ὁ ἄνθρωπος.
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχα μία κρίση, ἔνιωθα μία τρομακτικὴ πίεση. Εἶχα μία ἀναστάτωση. Νόμιζα ὅτι ὅλοι ἦσαν ἐναντίον μου, ὅτι ὅλοι μὲ ὑποβλέπουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκηνὴ μοῦ ἔχει μείνει. Νὰ βρεῖς ἕναν ἄνθρωπο μὲ τέτοια πίστη! Ἐγὼ προχώρησα κι αὐτὸς συνέχισε νὰ εὐλογεῖ. Λέει ἡ Γραφή: «Τέτοια πίστη δὲν βρῆκα οὔτε στὸν Ἰσραήλ». Αὐτὸ δείχνει μία ἄλλη περίπτωση ποὺ συνέβη ὅταν πῆγα στὸ 40ήμερο μνημόσυνο τοῦ πατέρα μου (πέθανε τὸ 1977). Περνώντας ἀπὸ τὸ δρόμο συνάντησα μία χωρικὴ 50-55 ἐτῶν. Ἦταν ἐρημιὰ καὶ τῆς εἶπα:
— Ὁ Θεὸς μαζί σας. 
— Καλημέρα, μοῦ ἀπαντᾶ. 
— Τί κάνεις; τῆς λέω. 
— Καλά, λέει. Ἐσὺ εἶσαι τοῦ Τσίρο ὁ γιός;
— Ναί!
— Μὲ γνωρίζεις ἐμένα; Εἶμαι τοῦ τάδε ἀδελφή, ποὺ εἴσαστε κουμπάροι. Καὶ συμπληρώνει: Πότε θὰ ἔλθεις ἐδῶ σ' ἐμᾶς;
— Τί νὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ, λέω. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν πιστεύετε, τὸν παπὰ δὲν τὸν σέβεστε. Ἐγὼ χωρὶς Θεὸ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω.
— Ὄχι κι ἔτσι!
— Πῶς δὲν εἶναι ἔτσι!
— Δὲν εἶναι ἔτσι.
Κοίταξε λίγο γύρω, νὰ δεῖ ὅτι δὲν εἶναι κανεὶς καὶ λέει:
— Νὰ ξέρης, προσεύχομαι ἐγὼ στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐγὼ ξέρω ποῦ καὶ πότε θὰ προσευχηθῶ. Δὲν θέλω μπροστὰ σ' αὐτὰ τὰ σκυλιά, νὰ κοροϊδεύουν τὸν Θεὸ κι' ἐμένα. Ἀλλὰ ξέρεις, χωρὶς τὸν Θεό, χωρὶς τὴν πίστη στὸν Θεό, δὲν θὰ ὑπῆρχα σήμερα καὶ δὲν θὰ μιλοῦσα μαζί σου.
Καὶ πιστέψατε: Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ἔχει πατήσει στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1945, ἀλλὰ τὴν ἔχει κρύψει μέσα της. Μαυροφοροῦσε. Ἦταν σὰν καλόγρια. Αὐτὴ ἡ πίστη κρυμμένη μέσα της.
Αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ζεῖ Κύριος ὁ Θεός; Ἡ ζωντανὴ πίστη. Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσκοπος Βανάτου Ἀμφιλόχιος

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

 


Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ’ ἀγέρι

στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,

σὰν νύφ’ ἡ γῆ, πόχει ἄμετρα ἄνθη προῖκα,

λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ’ ἀστέρι.

Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,

ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφῆκα·

τὴ φύση στὴν καλή της ὧρα ἐβρήκα,

λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ’ ὅλα τὰ μέρη.

Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,

κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει

πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα

νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ’ ἅγιο χῶμα,

νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,

ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

Λορέντζος Μαβίλης

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025


Τὸ κράτος ἔτσι πάγει πολλὰ ὀμπρός!
Ἀφοῦ μίλησα τοῦ Βασιλέα διὰ τὸν Λασσάνη, τῆς μεγάλες κατάχρησες ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, κι᾿ ἀφάνισε τὴν πατρίδα, καὶ τοῦ Σπυρομήλιου τὸ ῾δωσε τὴν Λιβαδόστρατα εἰς τὴν Φήβα κι᾿ ἄλλα, τὸν ἔβγαλε τὸν Λασσάνη ἀπὸ τὴν ῾Κονομίαν καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν Λογιστικὴ ῾πιτροπή μὲ βαρειὸν μιστὸν νὰ διορθώση τῆς κατάχρησες, αὐτὸς τῆς δικές του καὶ τῶν φίλωνε του· – καὶ οἱ ἀγωνισταὶ καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ παιδιά τους, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ θυσιάσαν τὸ δικόν τους ῾στὰ δεινὰ τῆς πατρίδος ἂς γκεζεροῦν εἰς τοὺς δρόμους ξυπόλυτοι καὶ ταλαιπωρεμένοι κι ἂς λένε «ψωμάκι». Οἱ ἀκαθαρσίες τῆς Κωσταντινόπολης καὶ τῆς Εὐρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλῆθος. Αὐτεῖνοι ἀφεντάδες μας κ᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους. Πῆραν τὰ καλύτερα ὑποστατικά, τῆς καλύτερες θέσες τοὺς σπιτότοπους, ῾στὰ ὑπουργεῖα βαρειοὺς μιστούς· δανείζουν τὰ χρήματά τους δυὸ καὶ τρία τὰ ἑκατὸ τὸν μήνα, παίρνουν ὑποθῆκες – ῾σ ἕνα χρόνο καὶ λιγώτερον κάνει δέκα τὸ παίρνει ἕνα· γίνηκαν ὅλοι ῾διοχτῆτες. Κριταὶ αὐτεῖνοι, ἀφεντάδες αὐτεῖνοι· ὅπου νὰ πᾶνε οἱ Ἕλληνες ὅλο ξυλιὲς τρῶνε. Ἡ φτώχεια ἄξηνε· λίγον φταίξιμο νὰ κάμῃ ὁ ἀγωνιστής, χάψη ἄλλος ἐπὶ ζωγῆς, ἄλλος κόψιμον μὲ τὴν τζελατίνα. Ὅλο τέτοιες καλωσύνες ἔχομεν. Γιόμωσαν οἱ χάψες τοῦ κράτους. Καὶ θησαύρισαν οἱ κριταί μας καὶ οἱ ἀβοκάτοι μας. Τὸ κράτος ἔτσι πάγει πολλὰ ὀμπρός!
Μίαν ἡμέρα πέρναγε ὁ Ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου ὁ Σμάλτζης· δὲν εἶχα τὴ νιφόρμα μου – δὲν τὸν χαιρέτησα. Εὐτὺς μὲ προσκαλεῖ καὶ μοῦ λέγει διατί δὲν ἔχω τὴ νιφόρμα μου καὶ δὲν τὸν χαιρέτησα. Τοῦ λέγω· «Σκαλίζω τὸν κῆπο μου νὰ γένουν λάχανα νὰ φάγω μὲ τὰ παιδιά μου καὶ μὲ τόσες φαμελιὲς τῶν σκοτωμένων ὁποῦ ῾ναι εἰς τὸ σπίτι μου. Οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ ἀγωνίστηκαν, δὲν τοὺς δώσετε οὔτε ἕνα ἀριστεῖον· ἐνταὐτῷ ὅσοι ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς κιντύνους ὅλους τοὺς δικιώσετε – βαθμούς, μιστοὺς πλουσιοπάροχους! Κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ ἀγωνίστηκαν περπατοῦνε εἰς τὸν ἕναν καὶ εἰς τὸν ἄλλον νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Ἔχω καμπόσους τοιούτους εἰς τὸ σπίτι μου, κύριε Ὑπουργέ, ὁποῦ τοὺς θρέφω νὰ μὴν πᾶνε διὰ ψωμὶ σὲ κακὲς στράτες καὶ τοὺς βάλετε εἰς τοὺς νόμους καὶ τοὺς κόψῃ ἡ τζελατίνα – θὰ τοὺς χρειαστοῦμεν καμμίαν βολά· δι᾿ αὐτὸ σκαλίζω καὶ δὲν βάνω νιφόρμα, ὅτι κορνιαχτίζεται ἀπὸ τὸ σκαλιστήρι. Κι᾿ ὅταν βγαίνω μὲ χωρὶς νιφόρμα, κι᾿ ὁ Βασιλέας νὰ εἶναι δὲν τὸν χαιρετῶ – οὔτε τὸν καταφρονῶ». Ἀφοῦ τοῦ εἶπα πολλά, τὸν ἔβαλα σὲ συμπάθειον καὶ πῆγε καὶ μίλησε τοῦ Βασιλέως καὶ μερεμέτησε καμπόσους ἀγωνιστάς – καὶ πάλε περισσότερους βάλαν μὴν ἔχοντας δικαιώματα· καὶ πάλε ἄφησαν τόσα λιοντάρια· καὶ σ᾿ ἔπαιρνε ἡ νίλα νὰ τοὺς βλέπῃς. Τότε σηκώθηκα πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ μίλησα. Μοῦ λέγει· «Τοὺς δίκιωσα» καὶ τραβγέται. Τότε τὸν πιάνω πίσω. Ἀγανάχτησε ἀναντίον μου. Ματὰ τὸν πιάνω, καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια μου, καὶ τοῦ λέγω· «Εἶμαι ἄτιμος στρατιωτικὸς ἂν σὲ ἀπατῶ· εἶναι καλύτεροι πολλοὶ ἀπὸ ῾μένα, Βασιλέα!» Τότε σὰν μ᾿ εἶδε ὁποῦ ῾κλαψα, μπῆκε σὲ συμπάθεια καὶ ἦρθε καὶ μοῦ μίλησε. Μοῦ εἶπε· «Τὸ λοιπὸν μ᾿ ἀπάτησαν! – Ἒτζ᾿ εἶναι, Βασιλέα μου, καὶ θέλει τοὺς ἰδῇς». Τὴν ἄλλη ἡμέρα τοὺς εἶπα καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι καὶ τοὺς εἶδε· τοὺς ἐσπλαχνίστη καὶ τοὺς δίκιωσε. Ὅτι ξύσαν τὸ μητρῶον καὶ βάναν ἀνθρώπους χωρὶς δικιώματα εἰς τοὺς βαθμούς. Ὅποτε βρῆ τὴν ἀλήθεια ὁ Βασιλέας, ἔχει δικαιοσύνη – ποῦ ἀφίνει ἡ ἀκαθαρσία τῆς ἀνθρωπότης;

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης