Σάββατο 31 Μαΐου 2025


Καλημέρα σας καὶ χρόνια πολλά!
Ἐμπῆκε στὸ τραῖνο ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Θησείου. Ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, μεσόκοπος, παρεπίδημος ἴσως, ποιός ξέρει ἀπὸ ποίαν μακρυνὴν ἐπαρχίαν, φέρνοντας μαζή του, μέσα στὸ ἀθηναϊκὸν περιβάλλον, τὸν ἀέρα -ἕναν ἀέρα ἁπλότητος καὶ ἐγκαρδιότητος- ἄλλων τόπων. Ροδοκόκκινος, καλοθρεμμένος, πρόσχαρος, μὲ ὕφος ἀνθρώπου καλοζωισμένου καὶ ἔχοντος τὴν καλλιτέραν ἰδέαν περὶ τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἕνα φλογῶδες γαρύφαλλο, περασμένο σὲ μία κουμπότρυπα τοῦ γελέκου του -σακκάκι μ' αὐτὴ τὴ ζέστη δὲν ὑπῆρχε-, ἐπρόσθετε κάποιον τόνον λαϊκῆς γκαλαντερὶ στὸν γηραλέον, ποὺ ἔφερεν ὑπερήφανα τὰ χρόνια του, χωρὶς νὰ φαίνεται ὅτι προσέχει στὸ βάρος των.
-Καλημέρα σας! εἶπε μεγαλοφώνως, χαιρετώντας ἀπὸ τὴν πόρτα τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. Καὶ χρόνια πολλά!
Κανένας δὲν τοῦ ἀνταπέδωσε τὸν ἀπροσδόκητον χαιρετισμόν. Βλέμματα περίεργα ὑψώθησαν, μειδιάματα ἐχαράχθησαν, κάποιοι ψιθυρισμοὶ ἀντηλλάγησαν καὶ ὁ κύκλος τῆς ἀδιαφορίας ἔκλεισε πάλιν γύρω του, ἐνῶ ὁ περίεργος νεοφερμένος καταλάμβανε τὴν θέσιν του, ξαφνιασμένος κάπως ἀπὸ τὴν ἀνεξήγητην γι' αὐτὸν ὑποδοχὴν τῶν εὐγενῶν καὶ καλοντυμένων ἀνθρώπων.
-Χάθηκε μία καλημέρα; μουρμούρισε σὲ λιγάκι μ' ἕναν ἐλαφρὸν ἀναστεναγμὸν καὶ χωρὶς κακίαν, ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Ἂς εἴσαστε καλά...
Σὲ κάποιο βλέμμα ἐπιβάτου, ποὺ ἔπεσεν ἐπάνω του, ἐμάντευε κανεὶς τὴν ὁμαδικὴν ἀπάντησιν ὅλων τῶν ἄλλων πρὸς τὸν σχετλιασμὸν τοῦ ἀφελοῦς:
-Εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν καλημέρα σου, χριστιανέ μου; Καὶ ἀπὸ τὰ «χρόνια πολλά σου»; Ποῦ σὲ εἴδαμε, ποῦ σὲ ξέρουμε; Μήπως σὲ εἴδαμε καὶ χθές; Μήπως θὰ σὲ ξαναϊδοῦμε κι' αὔριο; Ἀπὸ ποῦ κι' ὡς ποῦ αὐτὴ ἡ οἰκειότης; Στὸ σπίτι σου μπῆκες ἐδῶ μέσα ἢ στὸ σπίτι τοῦ ξαδέρφου σου; Ἐδῶ εἶνε σιδηρόδρομος. Οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν καὶ κάθονται. Οἱ χαιρετοῦρες καὶ τὰ «χρόνια πολλὰ» εἶνε περιττά. Μποροῦνε νὰ λείπουν χριστιανέ μου. Ἀλλὰ ποῦ νὰ μάθης νὰ φέρνεσαι, κακομοίρη.
Τὸ πρωτόκολλον ὅμως τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἐντελῶς διαφορετικοὺς κανόνας:
-Γιατί δηλαδὴ κύριοι; Ἔκανα λάθος λοιπὸν ποὺ σᾶς εἶπα τὴν καλημέρα καὶ τὰ «χρόνια πολλά», ἡμέρα ποὺ εἶνε σήμερα τῆς Παναγίας; Ἔπρεπε νὰ μπῶ σὰν τὸ γαϊδούρι ἐδωμέσα; Μέσα στὸ ἴδιο μέρος βρεθήκαμε ὅλοι μας, δίπλα καθόμαστε, παρέα κάνουμε, χριστιανοὶ εἴμαστε ὅλοι, τὴν ἴδια Παναγία προσκυνοῦμε. Τί μὲ κυττᾶτε; Ἔτσι τὤχετε ἐσεῖς ἐδῶ στὴν Ἀθήνα; Αὐτὴ εἶνε ἡ εὐγένειά σας; Μὲ συμπαθᾶτε χριστιανοί μου.
Δύο ἀντίθετα πρωτόκολλα εἶχαν συγκρουσθῆ. Τὸ ἕνα τῆς ψυχρᾶς τυπικότητας καὶ τῆς στεγνῆς ἐθιμοτυπίας. Τὸ ἄλλο τῆς ἀφελοῦς ἐγκαρδιότητας καὶ τῶν ἀδελφικῶν τρόπων. Μπορεῖ ν' ἀκολουθοῦμεν τὸ πρῶτον. Ἀλλὰ θὰ ἦτο λάθος μας νὰ μὴ συγκινούμεθα ἀπὸ τὸ δεύτερον.
Παῦλος Νιρβάνας (Χρονογράφημα στὴν «Ἑστία», Αὔγουστος 1929)

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025


Ἡ βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἔχει πνευματικὴ ζωή, νὰ ἔχει τὸ φῶς στὴ ζωή του, πρέπει νὰ ἔχει τελεία ἐπικοινωνία μὲ τὸ περιβάλλον του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἁπλή, τὴν φυσική, τὴν ἄνετη ἐγκατάλειψη καὶ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ του στὸν ἄλλον, καὶ ἑπομένως τὴν βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει Θεόν. Γι’ αὐτὸ σκοτίζεται ἡ ψυχή, ὅταν κλονίζεται ἡ σχέση της μὲ τὸν Θεό.
Πῶς ὅμως κλονίζεται; Μὲ τὸ νὰ μισεῖ τὸν πλησίον του. Τὸ μισῶ τὸν πλησίον ἔχει κατά κύριον λόγο ἐνεργητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει, κτυπῶ, ἀρνοῦμαι, ἐπιτίθεμαι ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐκφράζει τὴν ἐπιθετικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Ἀντὶ νὰ ἔχω φυσικὴ σχέση μὲ τὸν ἄλλον, νὰ τὸν βάζω στὴν καρδιά μου, ἔχω τὸ μῖσος, ποὺ εἶναι μία ἔξοδος τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ ἀπὸ τὴν ζωή μου.
Μῖσος λοιπὸν εἶναι νὰ βλέπω ὡς ἕτερον τὸν ἄλλον, νὰ τὸν πετάω ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μου, νὰ μὴν τὸ θεωρῶ ὡς εἶναι μου. Ἀντὶ νὰ δῶ ὅτι ὁ ἄλλος εἶμαι ἐγώ, βλέπω ὅτι εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι φυσικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ μᾶς, ποὺ εἴμαστε σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἀφύσικο. Τὸ μῖσος εἶναι ἐκ τῶν μεγάλων ἁμαρτημάτων, διότι εἶναι ἀπόρροια μεγάλης ἐμπαθείας καὶ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δούλεψε πολλὰ χρόνια στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, καὶ ἔχει σκληρυνθεῖ τόσο πολὺ ἡ καρδιά του, ὥστε κατὰ κάποιο τρόπο ἔγινε ἀνώμαλη καὶ ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, ἀλλὰ καὶ μισεῖ. Χρειάζεται πολὺ δάκρυ γιὰ νὰ ἀποβάλλει κάποιος τὸ μῖσος. Δὲν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ἀποφάσεως ἁπλῶς ἢ ἀγῶνος μιᾶς μέρας. Ὅταν μισῶ κάποιον, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, ἀποφασίζω νὰ μὴν τὸν μισῶ. Μπορῶ νὰ πῶ, ἀποφασίζω νὰ μὴν τὸν χτυπήσω, νὰ μὴν τὸν βλάψω, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν μισῶ πλέον, χρειάζεται μία ἐσωτερικὴ κάθαρσις. Τὸ μῖσος πρὸς τὸν πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι’ αὐτὸ καὶ συσκοτίζει τὴν ψυχή.
Πῶς ἀλλιῶς κλονίζεται ἡ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους; Μὲ τὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὸ νὰ ταπεινώνεις τὸν ἄλλον. Μὲ τὸ νὰ τὸν κρίνεις. Ὅταν ὅμως κρίνω τὸν ἄλλον, τὸν βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Εἶναι τόσος ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τῆς κρίσεώς του, οὔτε ἕνας Θεός, πόσο μᾶλλον ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ νὰ θεωρῶ τὸν ἄλλον ὡς κατώτερο, περισσότερο ὅμως τὸ νὰ τὸ ἐκφράζω, εἶναι κεφαλαιῶδες ἁμάρτημα.
Ἄλλη μορφὴ σχέσεώς μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία διαταράσσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα, εἶναι ἡ ζήλεια μὲ ὅλες τὶς ἔννοιες. Ζηλεύω κάποιον ἀπὸ ἀγάπη, τὸν θεωρῶ δικό μου καὶ ἑνώνομαι ἀναπόσπαστα μαζί του. Ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μία ὑποβίβαση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ σὲ ἀνθρώπινη σχέση. Εἶναι ἐπίσης μία πλήρης μοιχικὴ ἐσωτερικὴ ἐνέργεια. Ἂν πάρουμε τὴν ζήλεια μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ζηλεύω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπωθῶ, τότε ἡ ζήλεια εἶναι ἔκφραση ἐσωτερικῆς ἀδυναμίας ἀλλὰ καὶ ἀνώμαλης ἀγάπης. Δηλαδὴ τὸν ἀγαπῶ κατὰ τρόπο ἐγωιστικὸ καὶ ἀποκλειστικό, πιστεύω ὅτι ἔχω δικαιώματα στὴ ζωή του καὶ ὅτι αὐτὸς ἔχει ὑποχρεώσεις ἀπέναντί μου, ὅτι πρέπει νὰ μοῦ δίνει λογαριασμὸ γιὰ τὸ ποὺ πηγαίνει καὶ τί κάνει. Ἡ ζήλεια λοιπὸν εἶναι διαταραχὴ τῶν σχέσεών μας λόγω περισσῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς ἐνέργειας. Ζήλεια εἶναι κάθε στροφὴ πρὸς τὸν ἄλλον, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ κάτι ὑπερβολικό, ἀπὸ ἕναν ζῆλο, ἀπὸ μία ζέση, ἀπὸ μία βράση. Ἑπομένως ζῆλος μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον μου, ἡ ἀγάπη μου, ἡ φροντίδα μου νὰ τὸν σώσω, νὰ τὸν βοηθήσω νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ζέσις εἶναι ἕνας ἀφύσικος ἐσωτερικὸς ὀργασμός, μία ἀφύσικη πνευματικὴ συσσωμάτωση.
Τὸ ἀντίθετό της ζήλειας εἶναι ὁ γογγυσμός, ὁ ὁποῖος ἐπίσης προέρχεται ἀπὸ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, ἀρνοῦμαι, παραπονοῦμαι, εἶμαι στενοχωρημένος, δὲν ἱκανοποιοῦμαι. Αὐτὸν τὸν γογγυσμὸ τὸν ἐκφράζω στὸ περιβάλλον μου, στὰ γραπτά μου, στὴν προσευχή μου. Ζητῶ λόγου χάριν, κάτι ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἢ προσδοκῶ ἢ ἀπαιτῶ κάτι. Δὲν μοῦ τὸ δίνει ὅμως, γιατί καὶ αὐτὸς εἶναι ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸν δικό του ἀγῶνα καὶ πόθο, ἀπὸ τὴν δική του σκέψη, ἁμαρτία, χαρά, ἀπὸ τὴ δική του ἀκολασία, ἁγιότητα ἢ ἀρετή. Τότε πέφτω σὲ ἕναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιοῦμαι στὴν σκέψη του. Προσεύχεται αὐτός, νομίζω ὅτι μὲ ἀφήνει μοναχό μου. Ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα, νομίζω ὅτι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ἢ ὅτι τὸ ἔκανε ἐλλιπές. Ὁ γογγυσμὸς εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νοιώθουμε στὴ ζωή μας καὶ προέρχεται ἀπὸ ἕνα μειονεκτικὸ ἐγώ. Ἡ ζήλεια προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἐγὼ ὑπερτροφικό, ἐνῷ ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ ἕνα ἐγὼ αὐτοτρεφόμενο καὶ αὐτοδυναμούμενο ἄνευ Θεοῦ, ποὺ βλέπει τὸν ἄλλον κατώτερο, μηδαμινό. Τὸ μῖσος εἶναι ἡ διαφοροποίηση, ἡ ἀπώθηση τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μας.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025



Ἡ εὐλογημένη σιωπὴ
Σιώπα καί εἰρήνευε.
Ὁ πολύλογος, ἔστω κι ἄν εἶναι ρήτορας, πνευματικά δέν εὐδοκιμεῖ.
Ἡ ἀργολογία ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιὰ τό χαροποιόν πένθος.
Νά ὁμιλεῖς μόνο ὅταν πρόκειται νά πεῖς κάτι ἀνώτερο τῆς σιωπῆς.
Αὐτός, πού θέλει νά μιμηθῆ τόν πράο καί ἡσύχιο Κύριο, πρέπει νά ἀγαπήση τήν εὐλογημένη σιωπή. Τότε μόνο θά μπορεῖ νά προφέρη ἀδιαλείπτως τό πανάγιό Του ὄνομα καί νά ἐργάζεται διαρκῶς τό θέλημά Του "ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς" του καί μέ πόθο ἅγιο.
Γιά νά ἀποκτήσης τή σιωπή καί τήν ἡσυχία στήν καρδιά σου, ἀπόφευγε τίς περιττές βιοτικές σκέψεις. Ἔτσι θά σωθεῖς καί θά συγχορεύης μέ Ἀγγέλους.
Νά γνωρίζεις γιά ποιό σκοπό σιωπᾶς. Ἄν π.χ. μέ τή γλώσσα σιωπᾶς καί μέ τόν λογισμό σου κατακρίνης, δέν σέ ὠφελεῖ μία τέτοια σιωπή. Οὔτε πάλιν ὠφελεῖ νά σιωπᾶς καί στήν καρδία σου νά βασιλεύη μελαγχολία καί ἀπόγνωση.
Ἕνας Γέροντας, πολύ μεγάλος νηστευτής, εἶπε: "Ἐκείνη τήν ἡμέρα, πού θά παραβιάσω ἀσκόπως τήν εὐλογημένη σιωπή, δέν μπορῶ οὔτε κι αὐτό τόν κανόνα τῆς νηστείας μου νά τηρήσω, καθώς πρέπει".
Γιά τή σιωπή, πού μ’ ἐρωτᾶς, πρέπει νά ξέρεις ὅτι αὐτή δέν ἔγκειται μόνο στή σιωπή τῆς γλώσσας, ἀλλά πρό παντός στή σιωπή τῶν λογισμῶν. Ἄν δηλαδή σιωπᾶ ἡ γλώσσα σου, οἱ λογισμοί σου ὅμως κρίνουν καί καταδικάζουν τούς ἄλλους, ἔ! τότε αὐτό δέν εἶναι σιωπή! Εἶναι γραμμένο κάπου: "Μπορεῖ νά ὁμιλῆς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως ἐσωτερικά νά ἔχης εὐλογημένη σιωπή, ἐπειδή δηλαδή δέν θά λέγης ἐκεῖνα, πού δέν ἁρμόζουν. Καί μπορεῖ νά σιωπᾶς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως νά μήν τηρῆς θεάρεστα τή σιωπή, διότι ὁ λογισμός σου φλυαρεῖ καί κατακρίνει".
Ἔλεγε κάποιος: "Ἄν καί πολλές φορές μετάνοιωσα, ἐπειδή μίλησα, ὅμως ποτέ μου δέν μετάνοιωσα, ἐπειδή σιώπησα." Καί ἐγώ σέ συμβουλεύω νά ὁμιλῆς μόνο, ὅταν πρόκειται νά πῆς κάτι, πού εἶναι καλύτερο τῆς σιωπῆς!
Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή σιωπή, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή ὁμιλία, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Καλή σιωπή εἶναι ἡ ταπεινή, ἡ ἐσωτερική, αὐτή, πού συνοδεύεται μέ προσευχή, καί γεμίζει τήν ψυχή μέ χαρά. Κακή σιωπή εἶναι ἐκείνη, πού τήν συνοδεύει ἡ δειλία, ἡ ἐσωτερική κατάκριση, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ θλίψη, ἡ ἀπόγνωση. Καλή ὁμιλία εἶναι ἐκείνη, πού λέγει τά σωστά καί ἀναγκαῖα. Κακή ὁμιλία εἶναι ἡ ἀργολογία, ἡ εὐτραπελία, ἡ κολακεία, ἡ ὑποκρισία, ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ αἰσχρολογία, ἡ κατάκριση, ἡ συκοφαντία καί ὅλα τά παρόμοια. Πρέπει λοιπόν νά ἀποκτήσουμε "νοῦν Χριστοῦ", ὥστε νά μποροῦμε νά διακρίνουμε πότε θά πρέπει νά μιλήσουμε καί πότε θά πρέπει νά σιωπήσουμε.
Γέρων Γερμανὸς Σταυροβουνιώτης

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025


Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
Κωστὴς Παλαμᾶς

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

 


Κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του

Ὁ Πατέρας μᾶς ἀγάπησε τόσο, πού μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του. ᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός θέλησε καί ἐνσαρκώθηκε κι ἔζησε μαζί μας στή γῆ. Κι οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τόν Κύριο κατά σάρκα, ἀλλά δέν τόν ἐγνώρισαν ὅλοι ὡς Κύριο. Σ᾿ ἐμένα δέ, τόν γεμάτον ἁμαρτίες, δόθηκε ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά γνωρίσω πώς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.

῾Ο Κύριος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος εὐδοκεῖ. Καί ἡ ψυχή, ὅταν δῆ τόν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινά γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότη καί δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀγαπήση τίποτε ἄλλο τόσο, ὅπως ἀγαπᾶ τόν Δημιουργό της. Κι ἄν ἀκόμα ὅλα τά βλέπη κι ὅλους τούς ἀγαπᾶ, ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ἀγαπᾶ τόν Κύριο.

῾Η ψυχή γνωρίζει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν μπορεῖ ὅμως νά τήν μεταδώση μέ λόγια, γιατί γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῾Η ψυχή ξαφνικά βλέπει τόν Κύριο καί Τόν ἀναγνωρίζει. Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψη αὐτή τή χαρά καί ἀγαλλίαση;

Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα γεμίζει ὅλο τόν ἄνθρωπο.καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα. ῎Ετσι γνωρίζεται ὁ Θεός καί στόν οὐρανό καί στή γῆ. ῾Ο Κύριος μοῦ ἔδωσε κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του κι ἐμέ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτή τή χάρη, γιά να γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί νά στραφοῦν πρός Αὐτόν.

Ἅγιος Σιλουανὸς

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

 


Κάποιοι ταπεινοί

Μπορεῖ ἐγὼ νὰ μιλάω γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου νὰ ἀναδύεται μία ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ· νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία καὶ νὰ σᾶς ταράσσω. Βέβαια ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι, ὑπάρχουν οἱ φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται.

Νὰ σᾶς πῶ γιὰ παράδειγμα τὸ γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σήμερα βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ παλιὰ ἔλεγαν ὅτι ἦταν καταδικασμένο νὰ πεθάνει, κτλ. Ἐν τέλει, καθὼς περνᾶν τὰ χρόνια, νιώθομε ὅτι πήγαμε ἐκεῖ γιὰ κάποιους ἁπλοὺς μοναχούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους ταπεινούς, ποὺ δὲν εἶχαν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους· κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι σοῦ μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα, ποὺ ἔφερνε τὴν Ἀνάσταση. Καὶ τότε λές: «Ναί, κάθομαι κοντὰ σ᾿ αὐτούς».

Τέτοιοι, ὅμως, ἄνθρωποι ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν πάρα πολλλοὶ στὸν κόσμο, στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγωγή, ποὺ παίρνομε, μᾶς λέει πολλὲς φορὲς ὅτι αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκὲς καὶ νὰ τὸ ἀποφεύγουμε· καὶ νὰ θεωροῦμε τὸν τενεκὲ γιὰ χρυσάφι. Γι᾿ αὐτὸ βασανιζόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω: Ἡσυχάστε λίγο στὸν ἑαυτό σας, βρεῖτε μία ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο, ὅπου θὰ εἶστε εἰλικρινεῖς με τὸν ἑαυτό σας. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ - σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ δύναμη, ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς...

Καὶ θὰ ἔχετε τὴν δύναμη καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν εὐαισθησία γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἁγίους, ὅπως εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅπως εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ βρίσκονται στὰ σπίτια σας, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ γιαγιὰ ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔχομε πολλοὺς γέρους, πολλὲς γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴν χάρη τὴ μεγάλη, ποὺ ἔχουν οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνο μὲ τὸ νὰ ὑπάρχουν. Οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦν πρὶν σὲ γνωρίσουν, σὲ σέβονται περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.

Πρὸ ἡμερῶν ἤμουν σὲ ἕνα σπίτι καὶ κουβέντιαζα μὲ τὸν πατέρα γιὰ μία δουλειά, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ Μοναστήρι, ἐνῷ δίπλα ἦταν ἡ γυναῖκα του, σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, καὶ κάτι συλλάβιζε. Σκέφτηκα ὅτι θὰ μαθαίνει κάποιο ἐγγονάκι της νὰ διαβάζει, ἀλλ᾿ ὅταν ρώτησα: «Τί κάνει;», μοῦ εἶπαν ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν τελειώσαμε τὴν δουλειὰ καὶ φεύγαμε, αὐτὴ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι καὶ διάβαζε συλλαβιστὰ τὴν Παράκληση... Αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριά, μὲ τὰ γυαλιά, ἦταν σὰν ἄγγελος. Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο...». Κι αὐτὴ μέσα της εἶχε τὴν χαρά, ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο. Γιατί δὲν εἶχε καμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, πὼς ἦταν κάτι σπουδαῖο· καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο εἶχε μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση.

Εἶναι, λοιπόν, καλὸ νὰ πετύχει κανείς, νὰ βγεῖ πρῶτος στὰ μαθήματα, καὶ νὰ τὰ πετύχει ὅλα. Ἀλλ᾿ ἐν τέλει, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. Δὲν λέω νὰ μὴν ζητήσει κανεὶς νὰ ἔχει κάτι. Ἀλλὰ νὰ ἔχει ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ ἐπαρκεῖ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσει πάση θυσία αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ φωτίζει ἔσωθεν ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς καὶ μία αἴγλη αἰωνιότητος.

Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, πιστεύω ὅτι τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν νομίζετε ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνετε, τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν δὲν τὰ νιώθετε τώρα, θὰ τὰ νιώσετε λίγο ἀργότερα. Ἂν τὰ ἔλεγα κάπου ἀλλοῦ, σὲ μία ἄλλη χώρα, δὲν θὰ καταλάβαιναν τίποτε. Ἀλλ᾿ ἐσεῖς τὰ καταλαβαίνετε, γιατί ὑπάρχει στὴν γενιά σας ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία ἡ ὁποία συλλαβίζει τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ἀνάβει τὸ καντήλι. Ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σοῦ λέει μία κουβέντα καὶ νιώθεις ὅτι σὲ ἀνέπαυσε ἐσωτερικά. Ὅπως ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν εἶδε τοὺς μαθητές Του στὸν αἰγιαλὸ καὶ τοὺς εἶπε νὰ βάλουν στὰ δεξιὰ τὰ δίχτυα, κτλ, κι ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ ἁπλὰ πράγματα.

Πολλοὶ «Θεοφόροι» ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ «Χριστοφόροι» κυκλοφοροῦν μεταξύ μας: εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν πληγώνουν κανέναν καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχαν πλυντήρια, μιὰ γριὰ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἡ ὁποία ἔπλενε τὰ ροῦχα μας. Αὐτὴ στὸ τέλος δὲν μποροῦσε νὰ πλένει, ἀλλ᾿ ἐρχόταν κι ἔπαιρνε μία βοήθεια. Καὶ ὅταν ἤμασταν μικρὰ παιδιὰ - γιατί ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀγαπάει τὸν ἀδύναμο, ὅπως ἀγαπάει κι ἕνα τραυματισμένο πουλάκι - πηγαίναμε καὶ τῆς φιλούσαμε τὸ χέρι. Κάποτε, σὲ μιὰ συζήτηση, εἶπε ἡ κυρὰ-Ζαχαρένια: «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα». Κι αὐτὸ μοῦ ἔχει μείνει μέσα μου. Δὲν εἶχε δόξα, δὲν εἶχε τιμές, δὲν εἶχε παιδιά, δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε τίποτε· εἶχε μόνο ἕνα πρᾶγμα: τὸ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025



Ἀκτινοβολοῦμε καὶ μοσχοβολᾶμε
Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος τακτικά νά πλησιάζει τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Ἡ καλύτερη καὶ ἁγιώτερη πρόσκληση… «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» λέει ὁ ἱερεύς, ὄχι «ἀπέλθετε»!.. Παίρνουμε Χριστό Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστημένο. Καὶ τότε ὅλα τὰ δύσκολα σημεῖα δὲν ἔχουν καμιά θέση στὴ ζωή μας… Ἀκτινοβολοῦμε καὶ μοσχοβολᾶμε ἀπό ζωή Χριστοῦ. Καὶ ἀπολαμβάνουμε τὴ χαρά τοῦ Οὐρανοῦ ἀπό ἐδῶ, γιατί «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν».
Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 23ῃ Ἰανουαρίου 1969 
Σεβαστέ πάτερ Χαράλαμπες,
Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλον σάλον, πού γίνεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα καί ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω καί ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθῇ καί αὐτό, ἔστω καί γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας. Πιστεύω ὅτι θά κάμετε ἀγάπην καί θά τό χρησιμοποιήσετε διά μέσου του θρησκευτικοῦ σας φύλλου. Σᾶς εὐχαριστῶ.
Θά ἤθελα νά ζητήσω συγγνώμην ἐν πρώτοις ἀπ' ὅλους, πού τολμῶ νά γράψω κάτι, ἐνῶ δέν εἶμαι οὔτε ἅγιος οὔτε θεολόγος. Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή.
Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάσῃ τό ἱερό νόημά της ἀπό τέτοιου εἴδους ἀγάπες, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν…
Μέ μία τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξῃ ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσῃ μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμον καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίσῃ, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τους φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τούς εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζωμεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί.
Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῇ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί . ὅμως, δέν εἶναι ἀνησυχητικόν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει. Δέν εἶναι Ναός, πού κτίζεται ἀπό πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται, ἐφ' ὃν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτόν» (Ματθ. κα΄44-45). Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπῃ, θά παρουσιάσῃ τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμᾶδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας.
Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίῃ ὁ Πατριάρχης . ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωσι ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του.
Τό νά διακόψῃ τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῇ καί νά δημιουργήσῃ ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῇ νά ὁμιλῇ ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α ἤ τήν β λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! - θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας.
Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἢ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη. Ἐπειδή συνέβη στό Καλύβι των (ὁμιλῶ διά τά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει συμβαίνοντα) νά ὑπάρχῃ καί Ναός, ἐνόμισαν ὅτι μποροῦν νά κάνουν καί δική τους ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία. Ἐάν οἱ φιλενωτικοί δίνουν τό πρῶτο πλῆγμα στήν Ἐκκλησία, αὐτοί, οἱ ἀνωτέρω, δίνουν τό δεύτερο.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώσῃ ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνῃ πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῇ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καί κατόπιν ἄς γίνῃ σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα.
Θά ἤθελα ἀκόμη νά εἰπῶ ὅτι ὑπάρχει καί μία τρίτη μερίδα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, πού παραμένουν μέν πιστά τέκνα Αὐτῆς, δέν ἔχουν ὅμως συμφωνίαν πνευματικήν ἀναμεταξύ τους. Ἀσχολοῦνται μέ τήν κριτικήν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καί ὄχι διά τό γενικώτερον καλόν τοῦ ἀγῶνος. Παρακολουθεῖ δέ ὁ ἕνας τόν ἄλλον (περισσότερον ἀπό τόν ἑαυτόν του) εἰς τό τί θά εἰπῇ ἢ τί θά γράψῃ, διά νά τόν κτυπήσῃ κατόπιν ἀλύπητα. Ἐνῶ ὁ ἴδιος, ἄν ἔλεγε ἡ ἔγραφε τό ἴδιο πρᾶγμα, θά τό ὑπεστήριζε καί μέ πολλές μάλιστα μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων.
Τό κακό, πού γίνεται εἶναι μεγάλο, διότι ἀφ' ἑνός μέν ἀδικεῖ τόν πλησίον του, ἀφ' ἑτέρου δέ καί τόν γκρεμίζει μπροστά στά μάτια τῶν ἄλλων πιστῶν. Πολλές φορές σπέρνει καί τήν ἀπιστία στίς ψυχές τῶν ἀδυνάτων, διότι τούς σκανδαλίζει. Δυστυχῶς, μερικοί ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Θέλουμε οἱ ἄλλοι νά ἔχουν τόν ἴδιο μέ ἐμᾶς πνευματικόν χαρακτήρα.
Ὅταν κάποιος ἄλλος δέν συμφωνῇ μέ τόν χαρακτήρα μας, δηλαδή ἢ εἶναι ὀλίγον ἐπιεικής ἢ ὀλίγον ὀξύς, ἀμέσως βγάζομε τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Ὅλοι χρειάζονται εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλοι οἱ Πατέρες προσέφεραν τάς ὑπηρεσίας των εἰς Αὐτήν. Καί οἱ ἤπιοι χαρακτῆρες καί οἱ αὐστηροί. Ὅπως διά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητα καί τά γλυκά καί τά ξινά, καί τά πικρά ἀκόμη ραδίκια (τό καθένα ἔχει τίς δικές του οὐσίες καί βιταμίνες), ἔτσι καί διά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶναι ἀπαραίτητοι.
Ὁ ἕνας συμπληρώνει τόν πνευματικόν χαρακτῆρα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀνεχώμεθα ὄχι μόνον τόν πνευματικόν του χαρακτῆρα, ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἀδυναμίες, πού ἔχει σάν ἄνθρωπος.
Καί πάλιν ἔρχομαι νά ζητήσω εἰλικρινῶς συγγνώμην ἀπό ὅλους, διότι ἐτόλμησα νά γράψω. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλός Μοναχός καί τό ἔργον μου εἶναι νά προσπαθῶ, ὅσο μπορῶ, νά ἀπεκδύωμαι τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά βοηθῶ τούς ἄλλους καί τήν Ἐκκλησίαν, μέσῳ τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς.
Ἀλλ' ἐπειδή ἔφθασαν μέχρι τό ἐρημητήριό μου θλιβερές εἰδήσεις διά τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μας, ἐπόνεσα πολύ καί ἐθεώρησα καλό νά γράψω αὐτά πού ἒνοιωθα.
Ἄς εὐχηθοῦμε ὅλοι νά δώσῃ ὁ Θεός τήν χάριν Του καί ὁ καθένας μας ἄς βοηθήσῃ μέ τόν τρόπον του διά τήν δόξαν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μέ πολύν σεβασμόν πρός ὅλους
Ἕνας Μοναχός Ἐρημίτης

(Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης)

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει τὴν ψυχὴ
Μία φορὰ εἶχε ἔλθει μία κυρία ἐδῶ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι πάσχει ἀπὸ κατάθλιψη, καὶ μοῦ ζητοῦσε νὰ τὴ συμβουλέψω τί πρέπει νὰ κάνει, γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Τώρα ἡ αἰτία ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μὲ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατὶ εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καὶ ἐκεῖ ἀγανάκτησε καὶ μοῦ φέρθηκε πολὺ ἄσχημα καὶ μ᾿ ἔπιασε πολὺ δυνατὴ κατάθλιψη. Δὲν ἔφαγα τὸ βράδυ, ὅλη τὴ νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ᾿ ἕνα πέλαγος, μέσα σε μία μαυρίλα, σὲ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοὶ ὅτι, τί τὴ θέλω τὴ ζωή; Τί τὴ θέλω ἢ καλύτερα εἶναι νὰ μὴ ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες ποὺ μοῦ δυνάμωναν τὴν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρωὶ ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νὰ μοῦ μιλήσει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τὸν καφέ, εἶπε νὰ μοῦ φέρει καφέ, ἐγὼ δὲν ἤθελα κι ἔφυγε.
Αὐτὴ τυλιγμένη στὸ πάπλωμα, σοῦ λέω, ὅπως μοῦ τὰ ἔλεγε, νηστική, ζοῦσε, ἂς ποῦμε, τὴν κατάθλιψη. Εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο, τὸ ὁποῖο σὲ καταλαμβάνει, καὶ σὲ καθηλώνει. Οὔτε νὰ σκεφθεῖς, οὔτε... Σκέφτεσαι αὐτό. Νομίζεις ὅτι ἐσὺ σκέφτεσαι σοβαρὰ πράγματα. Ἐνῷ ἐσὺ εἶσαι αἰχμάλωτος μιᾶς ἰδέας. Πάντοτε ὅταν ἔχω καιρὸ κάτι λέω, ἀλλὰ ἅμα εἶμαι κουρασμένος δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω.
Λοιπόν. Τῆς λέω, ξέρω ἐγὼ ἕνα πολὺ μεγάλο φάρμακο, ἀλλὰ πρέπει νὰ μοῦ δώσεις προσοχὴ γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Τῆς ἔκανα τὴν ἐρώτηση, ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο εὐχάριστο γεγονός. Καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ναί, ἐνῷ ἤμουνα ξάπλα, κατὰ τὶς δέκα καὶ μισή, ἀκούω τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ νὰ χτυπάει ἐπίμονα, βροῦ, βροῦ, βροῦ. Ἐγὼ ἔτσι ἤμουνα τυλιγμένη, ὅπως ἀπὸ τὸ βράδυ, καί, εἶδα ποὺ ἐπέμενε καὶ σηκώθηκα, ἔριξα ἀπὸ πάνω τὸ παλτό μου καὶ πῆγα καὶ ἄνοιξα καὶ μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη ποὺ σπουδάζαμε στὸ Ἀρσάκειο, καὶ μὲ χαρὰ μὲ ἀγκαλιάζει, μὲ φιλεῖ, μοῦ λέει, νὰ σοῦ πῶ ἕνα εὐχάριστο γεγονός, σκιρτοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά. Ἦρθε ἡ τάδε ἀπὸ τὸ Κάιρο καὶ εἶναι στὸ Ξενοδοχεῖο Πάγγειο στὴν Ὁμόνοια.
Φιληθήκαμε ἐκεῖ πέρα, μοῦ ᾿λεγε, ἔτσι τοῦτο, ἔτσι ἐκεῖνο... Μάλιστα θυμοῦμαι καὶ λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, καὶ αὐτὴ πῆγε καθηγήτρια σὲ μιὰ σχολὴ τοῦ Καΐρου, ἑλληνική. Λοιπόν, καὶ ἑτοιμάστηκα, λέει, μὲ χαρά, μοῦ ᾿λεγε ὅλο χαρούμενα πράγματα καὶ ἐπήγαμε, πήραμε ταξὶ καὶ πήγαμε στὴν Ὁμόνοια, πήγαμε στὸ Πάγγειο, ἄλλες χαρὲς ἐκεῖ πέρα, μετὰ κουβεντιάσαμε ἐκεῖ, μετὰ βγήκαμε ἔξω γιὰ νὰ ψωνίσει διάφορα πράγματα καὶ νὰ κάνει ὁρισμένες ἐργασίες ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει.
Λέω πῶς πέρασες;
Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μοῦ φύγανε.
Λέω, ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσὺ ἀπὸ πότε τὰ εἶχες αὐτά;
Τὰ εἶχα ἀπὸ τὴν περασμένη ἡμέρα τὸ μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καὶ ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καὶ ἔφυγε ψυχραμένος καὶ ἐγὼ ὑπόφερνα ἐκεῖ πέρα.
Τῆς λέω, πῶς τὸ βλέπεις αὐτό;
Δὲν τοῦ ἔχω δώσει σημασία, μοῦ λέει. Τώρα ποὺ ἐσὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, βλέπω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.
Τῆς λέω, ξέρεις μουσικά;
Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλὰ τά ᾿χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μὲ τὰ φάρμακα. Δὲν θέλω, λέει, οὔτε τὸ σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικὰ ποὺ ἤξερα. Τὰ παράτησα, τά᾿ χω ξεχάσει, μοῦ λέει.
Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλὰ πράματα γιὰ τὰ μουσικὰ καὶ περισσότερο, τῆς εἶπα, ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχὴ διότι δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι τὸ σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει ἔπειτα τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει ἄλλο. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο τὴν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχικὴ δύναμις καὶ ἀντὶ νὰ γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ψυχική, τὴν ἔκανε κατάθλιψη καὶ βασάνιζε τὸν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγὰ-σιγὰ ν᾿ ἀρχίσει νὰ παίζει πιάνο.
Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τῆς εἶπα νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ νὰ δώσει σημασία στὴν ἔννοια ὅτι πρέπει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸν Χριστό. Τῆς εἶπα παραδείγματα, πῶς βλέπουμε πολλὲς φορὲς μιὰ μητέρα νὰ λαχταράει τὸ παιδάκι της, ποὺ τό ᾿χει στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλεῖ μὲ μιὰ λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα ποὺ μᾶς κάνουνε ἔτσι...
Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν᾿ ἀγαπήσαμε τὸ Χριστό, μὲ μιὰ λαχτάρα. Κύριον αἴτιον εἰς τὴν κατάθλιψη καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὰ λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, ποὺ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδὴ πειρασμικὰ πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸ μέσα σου.
Καὶ τῆς εἶπα πῶς θὰ κατορθώσει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ τὴ μεταβάλει σὲ χαρά. Μέσα στὴ θρησκεία μας εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πάρα πολύ, καὶ οἱ Ἅγιοί μας τὸ εἴχανε πάρα πολύ. Δηλαδὴ εἶχαν εὕρει τρόπο νὰ μεταβάλλουν τὴν κατάθλιψη σὲ χαρά. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ἤτανε ἔτσι, ξέρανε πῶς θὰ δοθοῦνε στὸν Θεό. Μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐφώναζαν μὲ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου».
Τόσο δυνατὸ ποὺ ἤτανε τὸ αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιὰ νὰ τοὺς συντρίψει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα τὸ πολὺ δυνατὸ ποὺ ἤτανε, ἂς ποῦμε, μία ψυχικὴ δύναμη δική τους, τὸ παίρνανε αὐτοί, τὸ δίνανε στὸν Θεό, τὸ κάνανε προσευχή, τὸ κάνανε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025



Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς;
Στενοχωρεῖσαι. Βαρέθηκες τὴν δουλειά σου. Ὅλες οἱ ἄλλες ἐργασίες σοῦ φαίνονται καλύτερες. Εἶσαι πικραμένος καὶ ἀνήσυχος, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ βρῆς ἄλλο ἐπάγγελμα!
Πολὺ σκέφθηκα πρὶν πάρω τὸ μολύβι μου νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Προσπάθησα μὲ τὴν φαντασία μου νὰ ἔρθω στὴν θέση σου. Προσπάθησα νὰ μπῶ στὴν μαυρίλα καὶ στὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς. Φαντάσθηκα τὸν ἑαυτό μου κατάμαυρο καὶ ἱδρωμένο νὰ κοιτάζω μὲ προσοχή, μὲ προσοχὴ πάντα μπροστά, ἐνῷ πίσω μου ἔρχεται ἕνας μικρὸς λαός: γέροι, γονεῖς, παιδιά, ἡγεμόνες, διπλωμάτες, ὑπάλληλοι, χωρικοί, ἐργάτες, μεροροκαματιάρηδες. Ὅλοι γνωστοί μου, καὶ ὅλοι αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Εἴτε τὸ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, εἴτε ἁπλῶς τὸ σκέπτονται μέσα τους. Ὅλοι τρέχουν μὲ λαχτάρα γιὰ τὸν προορισμό τους. Καὶ ἐγὼ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ ἐπιβάτες δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζουν. Χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν! Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστεύονται. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ δίνει χαρά! Ὅταν ἀνέβηκαν στὸ ὄχημα καὶ ξεκινήσαμε, κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ ἰδῆ καὶ νὰ μὲ γνωρίση! Κανεὶς δὲν ἀναρωτήθηκε: Μήπως εἶναι τρελλὸς ἤ τυφλὸς ἤ μεθυσμένος; Ὅλοι μοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὴν ζωή τους! Χωρὶς νὰ εἶναι σίγουροι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἱκανὸς ἄνθρωπος σ' αὐτὴν τὴν θορυβώδη κίνηση τῆς πόλης, ποὺ οἱ ἐπιβάτες μένουν στὸ ὄχημά μου γιὰ λίγο καὶ συνεχῶς ἀλλάζουν! Κανενὸς δὲν πέρασε τέτοια σκέψη. Καὶ αὐτὸ μὲ χαροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο. Χαίρω, γιατὶ τόσος λαὸς ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του στὰ χέρια μου.
Καὶ τότε, παρ' ὅλο τὸν κόπο μου, αἰσθάνθηκα μιά βαθειὰ εὐχαρίστηση καὶ ἄρχισα νὰ δοξολογῶ τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια:
- Ὢ Θεέ μου, μεγάλε καὶ θαυμαστέ! Δόξα σὲ Σένα καὶ εὐχαριστία. Γιατὶ μοῦ ἔδωσες μιά τέτοια σπουδαία ἐργασία ποὺ μοιάζει μὲ τὴν δική Σου! Γιατί, Κύριε, καὶ Σὺ εἶσαι κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος μέσα στὴν μηχανὴ ποὺ ὀνομάζεται πλάση. Τὸ δικό Σου ὄχημα εἶναι τεράστιο. Καὶ οἱ ἐπιβάτες του ἀναρίθμητοι. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ὁδηγὸς τοῦ σύμπαντος! Καὶ ὅμως πολλοί, πάρα πολλοί, δὲν Σὲ σκέπτονται καθόλου. Οὔτε Σὲ ἀναζητοῦν. Καὶ ὅμως Σὺ τοὺς ὁδηγεῖς καλά. Σὺ τοὺς ξέρεις. Σὺ τοὺς δίνεις τροφὴ καὶ ἀνάπαυση καὶ χαρά. Καὶ τοὺς θυμίζεις πότε πρέπει νὰ φάγουν, καὶ ποῦ νὰ κατεβοῦν!
Ὅλοι μας ἐλάχιστα πράγματα ξέρουμε γιὰ τὸ ὄχημα αὐτό. Γιὰ τὸ ξεκίνημά του. Καὶ γιὰ τὸ τέρμα του. Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη ἀνεβαίνουμε καὶ κατεβαίνουμε σὲ αὐτό. Καὶ ἂς εἶσαι Σύ, Κύριε, κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος! Χίλιες χιλιάδες φορὲς Σὲ δοξολογῶ. Καὶ Σὲ εὐχαριστῶ. Καὶ σὲ παρακαλῶ, τὸν Τεχνίτη καὶ Δημιουργό τοῦ Παντός, τὸν Παντεπόπτη καὶ Παντοδύναμο. Σὲ Σένα ἐμπιστεύομαι σὲ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅλα, ὅσα θὰ μοῦ συμβοῦν. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μοναδικός μου βοηθός. Σὺ θὰ μὲ πᾷς στὸ τέρμα.
Νεαρέ μου φίλε! Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς; Νομίζεις ἦταν καλύτερη ἡ ἐργασία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν ψαράς, ἤ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ ἦταν σκηνοποιός; Τὸ δικό σου ἐπάγγελμα εἶναι πολὺ πιὸ καλό! Πρέπει νὰ εὐχαριστῇς τὴν Θεία Πρόνοια ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε μιὰ τέτοια ἐργασία.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς



Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

 


Ἡ δοκιµασία τοῦ λογικοῦ

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ µαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, µ᾿ ὅλο τὸ σεβασµὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐµπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ µνῆµα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς µαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήµατα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…

Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς µαθητάδες του. Εἶδες µὲ πόση µακροθυµία τὰ ὑπόµεινε ὅλα; Καὶ µ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαµε σήµερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ µᾶς εἴµαστε χωρισµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µ᾿ ἕνα τοῖχο παγωµένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ µᾶς καλεῖ κ᾿ ἐµεῖς τὸν ἀρνιόµαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπηµένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐµεῖς λέµε πὼς δὲν τὰ βλέπουµε. Ἐµεῖς ψάχνουµε νὰ βροῦµε στηρίγµατα στὴν ἀπιστία µας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουµε τὸν ἐγωϊσµό µας, ποὺ τὸν λέµε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήµη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ µέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσµου, δὲ µπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισµούς, ὄχι ὅµως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται µὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».

Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογηµένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς µακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύµατι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωµᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ µὲ εἶδες Θωµᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».

Ἂς παρακαλέσουµε τὸν Κύριο νὰ µᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦµε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦµε κ᾿ ἐµεῖς µαζί του.

Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.

Φώτης Κόντογλου


Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

 


Ἐπιστολὴ Μάρκου Μπότσαρη πρός τή θεία του Μαρία

Μάρκος Μπότσαρης (Μεσολόγγι)

Μαρία Μπότσαρη (Ἀγκῶνα)

11 Φεβρουαρίου 1823

Κυρία Θεία σὲ προσκυνῶ. Περιχαρῶς ἐδέχθην τὸ ποθητόν μοι γράμμα σου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐχάρην μαθὼν διὰ τὴν ἀγαθὴν ὑγείαν σας, κἀγὼ ὑγιαίνω. Μὲ μεγάλην μου ἀπορίαν εἶδον νὰ μοῦ γράφῃς ὅτι δὲν ἔλαβες κανένα γράμμα μου, ἐνῶ σᾶς ἔστειλα τρία τέσσερα καὶ κατ’ εὐθεῖαν καὶ διὰ μέσου Κορφῶν.

Τὴν ἅλωσιν τῆς Πατρίδος μας πρὸ καιροῦ στοχάζομαι τὴν ἐμάθατε. Ἐγὼ ἐπειδὴ καὶ ἔλλειψα ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸν τῆς Πατρίδος μας, ἡ τύχη μὲ ἔφερε καὶ ἀπεκλείσθην εἰς τὸ Μεσολόγγι, καὶ ἐπολιορκήθημεν ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες. Πολεμούμενοι μὲ μεγάλην ὁρμὴν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα ἔκαμον καὶ ἕνα γιουροῦσι πλὴν δὲν ἐκατώρθωσαν τίποτε, ἐσκοτώθηκαν ἕως τετρακόσιοι καὶ ἐτράπησαν εἰς τὰ ὀπίσω.

Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιουροῦσι αἰφνηδίως τοὺς ἐνέπεσε πανικὸς καὶ διὰ νυκτὸς ἔφυγαν, ἀφίνοντες τὰ κανόνια, τζιουπχανέδες, τζατήρια καὶ ὅλα τὰ πράγματά τους καὶ ἐστάθησαν εἰς Βραχῶρι, ἐκεῖ ἔμειναν τριάντα σχεδὸν ἡμέρας ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὸν Ποταμὸν καὶ ἀπὸ τὰ εἰδικά μας ἀσκέρια πέριξ. Ἔκαμον πολλοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ ἐσκοτώθηκαν ἀρκετοί, καὶ τέλος πάντων μὲ μανιώδη ἀπόφασιν ἐπέρασαν τὸν ποταμόν, ὅπου ἐπνίγησαν σχεδὸν ὀκτακόσιοι καὶ δίχως νὰ σταθοῦν πουθενὰ ἐτραβήχθησαν εἰς Βόνιτζαν, πλὴν καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ σταθοῦν. Ὁ χαμός τους εἰς ὅλην τὴν ἐκστρατείαν ταύτην ἔγινεν ἀπὸ χιλιάδες τρεῖς καὶ ἐπέκεινα, μέχρι τοῦδε ἡ θεία χάρις μᾶς ἐβοήθησεν, οὕτω καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἄμποτε.

Τὸ μηνιαῖον ὅπου σᾶς ἐμβάζει ὁ μητροπολίτης Ἰγνάτιος σᾶς ἀρκεῖ, λοιπόν, σταθῆτε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ ἴδωμεν ἀκόμη κανένα δυὸ μῆνες καὶ κατὰ τὴν ὁδηγίαν τοῦ καιροῦ, τότε σᾶς γράφω καὶ βγαίνετε. Θεόθεν δὲ ὑγιαίνετε.

Ὁ καπετὰν Νότης, Κώστας, Τόλιος καὶ Θανάσης καὶ ἡ Δέσπω καὶ ὁ Νικολάκης καὶ Δημήτρης εἶναι εἰς Κορφοὺς καὶ εἶναι καλὰ καὶ τοὺς ἔγραψα διὰ νὰ ἔλθουν ἐδῶ, ἀφήνοντας μόνο τὴν Δέσπω εἰς Κορφούς.

Καὶ ἐγὼ νοῦτζο σᾶς προσκυνῶ καὶ γέρεψα ἀπὸ τὸ λάβωμα καὶ τώρα σὰν θέλει ὁ Θεός.

Μάρκος Μπότσαρης


Τρίτη 13 Μαΐου 2025

 


Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ!

Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν γυναίκα του. Εἶδα ὅμως ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι σοβαρὸ ἀνάμεσά τους. Ἔχει ἕνα ἐξόγκωμα αὐτός, κάποιο ἄλλο ἡ γυναίκα του, καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Χρειάζονται λίγο πλάνισμα. Πάρε δύο σανίδες ἀπλάνιστες. Ἡ μία ἔχει σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἕναν ρόζο, ἡ ἄλλη σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καί, ἂν πᾶς νὰ τὶς ἑνώσης, μένει ἕνα κενὸ ἀνάμεσά τους. Ἅμα ὅμως πλανίσης λίγο τὴν μιὰ ἀπὸ ἐδῶ, λίγο τὴν ἄλλη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια πλάνη, ἀμέσως ἐφάπτονται.

Μοῦ λένε μερικοὶ ἄνδρες: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν γυναίκα μου· εἴμαστε ἀντίθετοι χαρακτῆρες. Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ! Πῶς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ὁ Θεός; Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ οἰκονομήση μερικὲς καταστάσεις ἔτσι ὥστε νὰ ταιριάζουν τὰ ἀνδρόγυνα, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν πνευματικά;». «Δὲν καταλαβαίνετε, τοὺς λέω, ὅτι μέσα στὴν διαφορὰ τῶν χαρακτήρων κρύβεται ἡ ἁρμονία τοῦ Θεοῦ; Οἱ διαφορετικοὶ χαρακτῆρες δημιουργοῦν ἁρμονία. Ἀλλοίμονο, ἂν ἤσασταν ἴδιοι χαρακτῆρες! Σκεφθῆτε τί θὰ γινόταν, ἂν λ.χ. καὶ οἱ δύο θυμώνατε εὔκολα· θὰ γκρεμίζατε τὸ σπίτι. Ἤ, ἂν καὶ οἱ δύο ἤσασταν ἤπιοι χαρακτῆρες, θὰ κοιμόσασταν ὄρθιοι! Ἂν ἤσασταν τσιγγούνηδες, θὰ ταιριάζατε μέν, ἀλλὰ θὰ πηγαίνατε καὶ οἱ δύο στὴν κόλαση. Ἂν πάλι ἤσασταν ἁπλοχέρηδες, θὰ μπορούσατε νὰ κρατήσετε σπίτι; Θὰ τὸ διαλύατε, καὶ τὰ παιδιά σας θὰ γύριζαν στοὺς δρόμους. Ἕνα στραβόξυλο, ἂν πάρη ἕνα στραβόξυλο, ταιριάζουν μεταξύ τους – ἔτσι δὲν εἶναι; – θὰ σκοτωθοῦν ὅμως σὲ μιὰ μέρα! Γι᾿ αὐτό, τί γίνεται; Οἰκονομάει ὁ Θεὸς ἕνας καλὸς νὰ πάρη ἕνα στραβόξυλο, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶχε καλὴ διάθεση, ἀλλὰ νὰ μὴν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ μικρός».

Οἱ μικροδιαφορὲς τῶν χαρακτήρων τῶν συζύγων βοηθοῦν νὰ δημιουργηθῆ μιὰ ἁρμονικὴ οἰκογένεια, γιατὶ ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον. Στὸ αὐτοκίνητο εἶναι ἀπαραίτητο καὶ τὸ γκάζι, γιὰ νὰ προχωρήση, ἀλλὰ καὶ τὸ φρένο, γιὰ νὰ σταματήση. Ἂν τὸ αὐτοκίνητο εἶχε μόνο φρένο, δὲν θὰ κουνιόταν, καὶ ἂν εἶχε μόνον ταχύτητες, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταματήση. Σὲ ἕνα ἀνδρόγυνο ξέρετε τί εἶπα; «Ἐπειδὴ ταιριάζετε, γι᾿ αὐτὸ δὲν ταιριάζετε!». Εἶναι καὶ οἱ δύο εὐαίσθητοι. Ἂν συμβῆ κάτι στὸ σπίτι, καὶ οἱ δύο τὰ χάνουν καὶ ἀρχίζουν: «Ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἕνας, «ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας δηλαδὴ βοηθάει τὸν ἄλλον νὰ ἀπελπισθῆ πιὸ πολύ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τονώση λίγο· «γιά στάσου, νὰ τοῦ πῆ, δὲν εἶναι καὶ τόσο σοβαρὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβαίνει». Τὸ ἔχω δεῖ αὐτὸ σὲ πολλὰ ἀνδρόγυνα.

Καὶ στὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν, ὅταν οἱ σύζυγοι εἶναι διαφορετικοὶ χαρακτῆρες, μποροῦν περισσότερο νὰ βοηθήσουν. Ὁ ἕνας κρατάει λίγο φρένο, ὁ ἄλλος λέει: «Ἄφησε τὰ παιδιὰ λίγο ἐλεύθερα». Ἂν τὰ στριμώξουν καὶ οἱ δύο, θὰ χάσουν τὰ παιδιά τους. Καὶ ἂν τὰ ἀφήσουν καὶ οἱ δύο ἐλεύθερα, πάλι θὰ τὰ χάσουν. Ἐνῶ ἔτσι βρίσκουν καὶ τὰ παιδιὰ μία ἰσορροπία.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

 


Ὅποτε εὐκαιρήσω

Δὲν μποροῦμε νὰ λέμε «ἔχω νὰ μαγειρέψω, εἶμαι πτῶμα, ἔχω πυρετό, ἔχω τὸ διδακτορικό, ἔχω ἐξεταστική, ἔχω ταξίδι, ἔχω, ἔχω, ἔχω, ...κοιμήθηκα πολὺ ἀργὰ καὶ δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ, εἴτε ἔχω ἐκεῖνο, εἴτε αὐτό» καὶ νὰ μὴν ἐκκλησιάζομαι.

Ἄν πάθαινε κάτι ὁ γονιός σου ἤ τὸ παιδί σου, θὰ ἔμενες ἄυπνος μέρες ὁλόκληρες γιὰ νὰ εἶσαι κοντά του στὸ νοσοκομεῖο, ναὶ ἤ ὄχι; Σίγουρα ναί. Θὰ τὰ ἄφηνες ὅλα γιατὶ θὰ ἦταν τὸ πρῶτο σου μέλημα ὁ ἄνθρωπός σου.

Τότε μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἀλλὰ Τὸν βάζεις στὸ περιθώριο. Λές, ὅποτε εὐκαιρήσω, θὰ πάω στὸ ναό...

Εἶναι ὁ Θεὸς εὐκαιριακὴ ὑπόθεση στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας!

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος


Κυριακή 11 Μαΐου 2025

 


Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο

Ὅταν ἀναπολῶ τὸ παρελθόν μου καὶ σκέφτομαι πόσο χρόνο ἔχω χάσει σὲ τιποτένια πράγματα, πόσο χρόνο ἔχω σπαταλήσει σὲ λάθη, τεμπελιά, σὲ ἀνικανότητα γιὰ νὰ ζήσω - πόσο λίγο ἐκτιμοῦσα τὴ ζωή, πόσες φορὲς ἁμάρτησα ἐνάντια στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή μου -τότε ἡ καρδιά μου ματώνει.

Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο, ἡ ζωὴ εἶναι εὐτυχία, κάθε λεπτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι μία αἰωνιότητα εὐτυχίας.

Θὰ βρίσκομαι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπινα πλάσματα, θὰ εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος μεταξὺ ἀνθρώπων, κι ἔτσι θὰ παραμείνω γιὰ πάντα.

Δὲν θὰ χάσω τὸ κουράγιο μου, δὲν θὰ ἀποκαρδιωθῶ, καὶ δὲν θὰ τὰ παρατήσω ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ.

Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸ εἶναι τὸ νόημά της, αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον μας.

Τώρα τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ θὰ τὸ θυμᾶμαι γιὰ πάντα.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι


Σάββατο 10 Μαΐου 2025

 


Ἕνα τηλεφώνημα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο

...Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.

-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;

-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.

-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες, καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.

Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

Μὲ διέκοψε ἀπότομα.

-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;

Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.

-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...

Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.

-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!

Γεώργιος Παπαζάχος


Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

 


Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες -
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του,
ὁ γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε
σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως·
εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

Κωνσταντῖνος Καβάφης


Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

 


Ἀνθήτω ὡς κρῖνον

Πολλὰ ρημοκκλήσια βρίσκουνται χτισμένα ἀπάνου στὰ μικρὰ βουνὰ καὶ κοντὰ στὴ θάλασσα. Εὐωδιάζουνε καθαρὰ κι ἀσπρισμένα˙ οἱ γυναῖκες κ’ οἱ ἄντρες τὰ διατηροῦνε, τὰ στολίζουνε μὲ μυρσίνες, μὲ δάφνες καὶ μὲ ἀβαγιανούς. Τὴν Ἅγια Τράπεζα τὴ στρώνουνε μὲ κεντημένα τραπεζομάντιλα ἀρχαῖο σκέδιο, βάζουνε καὶ κουρτίνες στοῦ τέμπλου τα κονίσματα. Στὸ κόνισμα τῆς Παναγίας καὶ στοὺς ἄλλους ἅγιους κρεμάζουνε τάματα, ἀνθρωπάκια, μάτια, αὐτιά, χέρια, ποδάρια, πρόβατα, καΐκια κι ἄλλα πολλά.

Ἀπ’ ὄξω, αὐτά τα ρημοκκλήσια ἔχουνε πάντα ἕνα χαγιάτι γιὰ ν’ ἀποσκιάζει, κι ἀπὸ κεῖ βλέπεις τὴ θάλασσα, τοὺς κάβους καὶ τὰ βουνά. Ἅμα τελειώσει ἡ Λειτουργία, ἐκεῖ πέρα κάθουνται καὶ πίνουνε τὸν καφέ, κ’ ὕστερα τρῶνε ψάρια καὶ θαλασσινά.

Τὰ κορίτσια κάνουνε κούνιες στὰ δέντρα καὶ τραγουδᾶνε τοῦτο τὸ πρωτινὸ τὸ τραγούδι, πού ‘ναι σὰν τὶς ζωγραφιὲς τῆς ἐκκλησιᾶς:

Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά, στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα,

νὰ δέσω δυὸ γαρούφαλα, νὰ κάνω φρουκαλιούδα,

νὰ φρουκαλῶ τὴ θάλασσα, ν’ ἀράζουν τὰ καΐκια.

Ἕνα καΐκι ἄραξε στοῦ βασιλιᾶ τὴν πόρτα˙

κι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἤτανε, μὸν’ τρεῖς βασιλοποῦλες.

Ἡ μιὰ κεντᾶ τὸν οὐρανό, κ’ ἡ ἄλλη τὸ φεγγάρι,

κ’ ἡ τρὶτ’ ἡ πιὸ μικρότερη τ’ ἀρ’ βουνιασ’ κοὺ τς μαντίλι.

Ὅποτε τελείωνε τὸ κούνημα κ’ ἔπρεπε νὰ κατεβοῦνε κεῖνες ποὺ κουνηθήκανε, τραγουδούσανε οἱ ἄλλες ποὺ τὶς κουνούσανε:

Τὸ γυαλὶ τὸ λὲν κρουστάλλι,

βγεῖτε σεῖς, νὰ μποῦνε κ’ ἄλλοι.

Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, ξεχώριζες μέσα στὴ χιβάδα τὴν Παναγιά την Πλατυτέρα, μελαχρινὴ καὶ στηλομάτα, μ’ ἀνοιχτὰ χέρια καὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της. Ὁ Ἄη – Νικόλας ἤτανε ζωγραφισμένος ἴδιος σὰν τὸν μπάρμπα – Νικόλα, ποὺ κάθεται ἀπ’ ὄξω στὴν πεζούλα, μὲ τὸ τουνεζλίδικο φέσι σὰν κορόνα στὸ κεφάλι του, ξεθωριασμένο ἀπὸ τὸν ἀψὺν ἀγέρα τῆς θάλασσας. Ἡ Ἅγια – Κυριακὴ μαντιλωμένη, λὲς κ’ εἶναι ξεσηκωμένη ἀπὸ τὶς κοπέλες ποὺ τραγουδοῦσε ἀπ’ ὄξω:

Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά,

στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα.

Οἱ δυὸ ἀρχαγγέλοι στὶς δυὸ πόρτες, ποὺ βαστᾶνε τὴ γῆς στό ‘να χέρι, παλαιὰ κονίσματα φερμένα ἀπὸ τὴν Πόλη, μοιάζουνε συναμεταξύ τους σὰν ἀδέρφια, κ’ εἶναι στὸ σουσούμι ἴδιοι μὲ τὰ δυὸ παιδιὰ τοῦ μπάρμπα – Μανώλη, ποὺ καλαφατίζουνε τὴ βάρκα πίσω ἀπὸ τ’ Ἅγιο – Βῆμα.

Στὶς ζωγραφιὲς ποὺ βλέπεις στὸν τοῖχο, ὅλα τὰ πάντα εἶναι πλουμισμένα μὲ τὴ φαντασία, ὅπως εἶναι ὄξω κ’ ἡ πλάση ὁλόγυρα. Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπάνου στὴ σπηλιά, ὁ ζωγράφος ἔχει ζωγραφισμένα μάτια, σὰ νά ‘ναι ζωντανή. Τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἔχουνε ἕνα κεφάλι σὰν ἀϊτός. Στὴ Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ζωγραφισμένος σὰν ἄνθρωπος μ’ ἕναν κάβουρα στὸ κεφάλι του, κ’ οἱ βράχοι ποὺ βγαίνουνε οἱ φλέβες τοῦ ποταμοῦ, ἔχουνε καὶ κεῖνοι ἀνθρωπινὸ σκέδιο. Ἡ θάλασσα εἶναι σὰ γοργόνα καβαλικεμένη σ’ ἕνα θεριόψαρο, μ’ ἕνα καμάκι στὸ χέρι της. Ὁ βοριᾶς παριστάνεται σὰν ἄνθρωπος ἀναμαλλιάρης καὶ φυσᾶ μιὰ τρουμπέτα στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Ἕνα ὄμορφο κόνισμα εἶναι κρεμασμένο σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ παρασταίνει τὸν Ἅγιο Μόδεστο, ὁπού ‘ναι γιατρὸς στὰ ζωντανά, καὶ γύρω του εἶναι πλαγιασμένα βόδια, ἀρνιά, γίδια καὶ ἄλογα, καὶ κοιτάζουνε σὰν ἀνθρῶποι τὸν πατέρα τους. Ὁ Ἅη – Γιάννης ὁ Πρόδρομος στέκεται ἀπάνου σὲ μιὰ στουρναρόπετρα, ἴδιος ἄγριος ἁγιούπας ἀναφτερουγισμένος, δίπλα στὸ δέντρο πού ‘ναι καρφωμένη ἡ ἀξίνα του. Θεριόψαρα βουτᾶνε γύρω στὸ καΐκι τ’ Ἄη – Νικόλα, κι ἀπάνου στὰ μελανὰ σύννεφα τελώνια εἶναι καθισμένα. Μέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ βουνοῦ ἀσκητεύουνε ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, κι ἄλλοι εἶναι ἀνεβασμένοι ἀπάνου σὲ κολόνες γιὰ νὰ μὴν κατέβουνε ποτὲ στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πλέκουνε καλάθια, ἄλλοι κάνουνε χουλιάρια σὰν τοὺς Ἁγιονορεῖτες. Παραπέρα, πὶσ’ ἀπὸ μιὰ ράχη, δυὸ λέοντες θάφτουνε τὸν Ἅγιο Μακάριο, καὶ στ’ ἄλλο τὸ βουνὸ ἕνας ἄλλος λέοντας τραβᾶ ἀπὸ τὸ χαλινάρι ἕναν γάϊδαρο μὲ τὶς καμῆλες, γιατί τὸν πρόσταξε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ποὺ κάθεται σ’ ἕνα βράχο.

Οἱ παράξενες ζωγραφιές, τὰ βουνὰ κ’ ἡ θάλασσα, κι οἱ ἁπλοῖ ἀνθρῶποι, εἶναι ὅλα συνταιριασμένα. Τὸ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ τὰ στασίδια εἶναι κανωμένα ἀπὸ σιδερόξυλα παλαιά, ἴδια μὲ τὰ στραβόξυλα τῆς βάρκας, καρφωμένα ὄχι μὲ καρφιά, ἀλλὰ μὲ καβίλιες˙ εὐωδιάζουνε σὰν μοσκοκάρυδα, γιατί εἶναι κανωμένα μ’ ἁγιασμένα ξύλα.

Τὰ ρουμάνια, τ’ ἄγρια τὰ δέντρα, τὰ πολύκορφα τὰ βουνά, εἶναι ἁγιασμένα καὶ χαρούμενα, σὰν ἐκκλησιὰ ποὺ γιορτάζει. Κι αὐτὸ τὸ ξεροπέτρι λάμπει σὰ νά ‘ναι διαμάντι.

Φώτης Κόντογλου