Σάββατο 31 Μαΐου 2025
Παρασκευή 30 Μαΐου 2025
Πέμπτη 29 Μαΐου 2025
Πέμπτη 22 Μαΐου 2025
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
Τετάρτη 21 Μαΐου 2025
Κατά τό ἄμετρο ἔλεός
Του
Ὁ Πατέρας μᾶς ἀγάπησε τόσο, πού μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του. ᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος
ὁ Υἱός θέλησε καί ἐνσαρκώθηκε κι ἔζησε μαζί μας στή γῆ. Κι οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι
καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τόν Κύριο κατά σάρκα, ἀλλά δέν τόν ἐγνώρισαν ὅλοι
ὡς Κύριο. Σ᾿ ἐμένα δέ, τόν γεμάτον ἁμαρτίες, δόθηκε ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά
γνωρίσω πώς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.
῾Ο Κύριος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος εὐδοκεῖ.
Καί ἡ ψυχή, ὅταν δῆ τόν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινά γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ
Δεσπότη καί δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀγαπήση τίποτε ἄλλο τόσο, ὅπως ἀγαπᾶ τόν
Δημιουργό της. Κι ἄν ἀκόμα ὅλα τά βλέπη κι ὅλους τούς ἀγαπᾶ, ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους
θά ἀγαπᾶ τόν Κύριο.
῾Η ψυχή γνωρίζει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν μπορεῖ ὅμως νά τήν μεταδώση μέ
λόγια, γιατί γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῾Η ψυχή ξαφνικά βλέπει τόν
Κύριο καί Τόν ἀναγνωρίζει. Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψη αὐτή τή χαρά καί ἀγαλλίαση;
Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα γεμίζει ὅλο
τόν ἄνθρωπο.καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα. ῎Ετσι γνωρίζεται ὁ Θεός καί
στόν οὐρανό καί στή γῆ. ῾Ο Κύριος μοῦ ἔδωσε κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του κι ἐμέ τοῦ
ἁμαρτωλοῦ αὐτή τή χάρη, γιά να γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί νά στραφοῦν
πρός Αὐτόν.
Ἅγιος Σιλουανὸς
Τρίτη 20 Μαΐου 2025
Κάποιοι ταπεινοί
Μπορεῖ ἐγὼ νὰ
μιλάω γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου
νὰ ἀναδύεται μία ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ· νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία καὶ νὰ σᾶς ταράσσω.
Βέβαια ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι, ὑπάρχουν οἱ φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν
εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται.
Νὰ σᾶς πῶ γιὰ
παράδειγμα τὸ γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σήμερα βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει
στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ παλιὰ ἔλεγαν ὅτι ἦταν καταδικασμένο νὰ πεθάνει, κτλ. Ἐν
τέλει, καθὼς περνᾶν τὰ χρόνια, νιώθομε ὅτι πήγαμε ἐκεῖ γιὰ κάποιους ἁπλοὺς
μοναχούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους
ταπεινούς, ποὺ δὲν εἶχαν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους· κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι σοῦ
μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα, ποὺ ἔφερνε τὴν Ἀνάσταση. Καὶ τότε λές: «Ναί, κάθομαι κοντὰ
σ᾿ αὐτούς».
Τέτοιοι, ὅμως,
ἄνθρωποι ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν
πάρα πολλλοὶ στὸν κόσμο, στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγωγή, ποὺ παίρνομε, μᾶς λέει πολλὲς
φορὲς ὅτι αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκὲς καὶ νὰ τὸ ἀποφεύγουμε· καὶ νὰ θεωροῦμε
τὸν τενεκὲ γιὰ χρυσάφι. Γι᾿ αὐτὸ βασανιζόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω: Ἡσυχάστε λίγο
στὸν ἑαυτό σας, βρεῖτε μία ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο, ὅπου θὰ εἶστε εἰλικρινεῖς
με τὸν ἑαυτό σας. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ - σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ
δύναμη, ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς...
Καὶ θὰ ἔχετε
τὴν δύναμη καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν εὐαισθησία γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς
μεγάλους ἁγίους, ὅπως εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅπως εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ
βρίσκονται στὰ σπίτια σας, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ
γιαγιὰ ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔχομε πολλοὺς γέρους, πολλὲς
γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴν χάρη τὴ μεγάλη, ποὺ ἔχουν οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ
ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνο μὲ τὸ νὰ ὑπάρχουν. Οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦν πρὶν σὲ
γνωρίσουν, σὲ σέβονται περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο
σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ
σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.
Πρὸ ἡμερῶν ἤμουν
σὲ ἕνα σπίτι καὶ κουβέντιαζα μὲ τὸν πατέρα γιὰ μία δουλειά, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε
τὸ Μοναστήρι, ἐνῷ δίπλα ἦταν ἡ γυναῖκα του, σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, καὶ κάτι
συλλάβιζε. Σκέφτηκα ὅτι θὰ μαθαίνει κάποιο ἐγγονάκι της νὰ διαβάζει, ἀλλ᾿ ὅταν
ρώτησα: «Τί κάνει;», μοῦ εἶπαν ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν τελειώσαμε τὴν
δουλειὰ καὶ φεύγαμε, αὐτὴ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι καὶ
διάβαζε συλλαβιστὰ τὴν Παράκληση... Αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριά, μὲ τὰ γυαλιά, ἦταν σὰν ἄγγελος.
Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο...». Κι αὐτὴ μέσα της εἶχε τὴν χαρά,
ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο. Γιατί δὲν εἶχε καμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, πὼς ἦταν κάτι
σπουδαῖο· καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο εἶχε μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση.
Εἶναι,
λοιπόν, καλὸ νὰ πετύχει κανείς, νὰ βγεῖ πρῶτος στὰ μαθήματα, καὶ νὰ τὰ πετύχει ὅλα.
Ἀλλ᾿ ἐν τέλει, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. Δὲν λέω νὰ μὴν ζητήσει κανεὶς νὰ ἔχει
κάτι. Ἀλλὰ νὰ ἔχει ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ ἐπαρκεῖ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσει πάση
θυσία αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ φωτίζει ἔσωθεν
ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς καὶ μία αἴγλη αἰωνιότητος.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς
λέω, πιστεύω ὅτι τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν νομίζετε ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνετε, τὰ
καταλαβαίνετε. Κι ἂν δὲν τὰ νιώθετε τώρα, θὰ τὰ νιώσετε λίγο ἀργότερα. Ἂν τὰ ἔλεγα
κάπου ἀλλοῦ, σὲ μία ἄλλη χώρα, δὲν θὰ καταλάβαιναν τίποτε. Ἀλλ᾿ ἐσεῖς τὰ
καταλαβαίνετε, γιατί ὑπάρχει στὴν γενιά σας ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία ἡ ὁποία
συλλαβίζει τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ἀνάβει τὸ καντήλι. Ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σοῦ
λέει μία κουβέντα καὶ νιώθεις ὅτι σὲ ἀνέπαυσε ἐσωτερικά. Ὅπως ὁ Κύριος, μετὰ τὴν
Ἀνάσταση, ὅταν εἶδε τοὺς μαθητές Του στὸν αἰγιαλὸ καὶ τοὺς εἶπε νὰ βάλουν στὰ
δεξιὰ τὰ δίχτυα, κτλ, κι ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος
τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ ἁπλὰ πράγματα.
Πολλοὶ
«Θεοφόροι» ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ «Χριστοφόροι» κυκλοφοροῦν μεταξύ μας: εἶναι ἄνθρωποι,
οἱ ὁποῖοι δὲν πληγώνουν κανέναν καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχαν πλυντήρια, μιὰ γριὰ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία,
ἡ ὁποία ἔπλενε τὰ ροῦχα μας. Αὐτὴ στὸ τέλος δὲν μποροῦσε νὰ πλένει, ἀλλ᾿ ἐρχόταν
κι ἔπαιρνε μία βοήθεια. Καὶ ὅταν ἤμασταν μικρὰ παιδιὰ - γιατί ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀγαπάει
τὸν ἀδύναμο, ὅπως ἀγαπάει κι ἕνα τραυματισμένο πουλάκι - πηγαίναμε καὶ τῆς
φιλούσαμε τὸ χέρι. Κάποτε, σὲ μιὰ συζήτηση, εἶπε ἡ κυρὰ-Ζαχαρένια: «Ἄνθρωπο μ᾿
εἶπαν κι ἐμένα». Κι αὐτὸ μοῦ ἔχει μείνει μέσα μου. Δὲν εἶχε δόξα, δὲν εἶχε τιμές,
δὲν εἶχε παιδιά, δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε τίποτε· εἶχε μόνο ἕνα πρᾶγμα: τὸ ὅτι ἦταν
ἄνθρωπος. «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα».
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης
Δευτέρα 19 Μαΐου 2025
Κυριακή 18 Μαΐου 2025
Σάββατο 17 Μαΐου 2025
Παρασκευή 16 Μαΐου 2025
Πέμπτη 15 Μαΐου 2025
Ἡ δοκιµασία τοῦ
λογικοῦ
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ
χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο
ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ
τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα
πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ
πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε
μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας.
Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ
τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ µαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν
δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, µ᾿ ὅλο
τὸ σεβασµὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐµπιστοσύνη στὰ λόγια
του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ µνῆµα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς
δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε
τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς µαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας
τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ
ῥήµατα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους
τοὺς µαθητάδες του. Εἶδες µὲ πόση µακροθυµία τὰ ὑπόµεινε ὅλα; Καὶ µ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαµε
σήµερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ µᾶς εἴµαστε χωρισµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µ᾿ ἕνα τοῖχο
παγωµένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ µᾶς καλεῖ
κ᾿ ἐµεῖς τὸν ἀρνιόµαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπηµένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿
ἐµεῖς λέµε πὼς δὲν τὰ βλέπουµε. Ἐµεῖς ψάχνουµε νὰ βροῦµε στηρίγµατα στὴν ἀπιστία
µας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουµε τὸν ἐγωϊσµό µας, ποὺ τὸν λέµε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήµη.
Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ µέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου
τοῦ κόσµου, δὲ µπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος
λογισµούς, ὄχι ὅµως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται µὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογηµένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς
µακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύµατι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Καὶ στὸν Θωµᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ µὲ εἶδες
Θωµᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουµε τὸν Κύριο νὰ µᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν
καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦµε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦµε κ᾿ ἐµεῖς
µαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια
ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Φώτης Κόντογλου
Τετάρτη 14 Μαΐου 2025
Ἐπιστολὴ Μάρκου
Μπότσαρη πρός τή θεία του Μαρία
Μάρκος Μπότσαρης (Μεσολόγγι)
Μαρία Μπότσαρη (Ἀγκῶνα)
11 Φεβρουαρίου 1823
Κυρία Θεία σὲ προσκυνῶ. Περιχαρῶς ἐδέχθην τὸ ποθητόν μοι γράμμα σου, ἐκ
τοῦ ὁποίου ἐχάρην μαθὼν διὰ τὴν ἀγαθὴν ὑγείαν σας, κἀγὼ ὑγιαίνω. Μὲ μεγάλην μου
ἀπορίαν εἶδον νὰ μοῦ γράφῃς ὅτι δὲν ἔλαβες κανένα γράμμα μου, ἐνῶ σᾶς ἔστειλα
τρία τέσσερα καὶ κατ’ εὐθεῖαν καὶ διὰ μέσου Κορφῶν.
Τὴν ἅλωσιν τῆς Πατρίδος μας πρὸ καιροῦ στοχάζομαι τὴν ἐμάθατε. Ἐγὼ ἐπειδὴ
καὶ ἔλλειψα ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸν τῆς Πατρίδος μας, ἡ τύχη μὲ ἔφερε καὶ ἀπεκλείσθην
εἰς τὸ Μεσολόγγι, καὶ ἐπολιορκήθημεν ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες. Πολεμούμενοι μὲ
μεγάλην ὁρμὴν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα ἔκαμον καὶ ἕνα γιουροῦσι
πλὴν δὲν ἐκατώρθωσαν τίποτε, ἐσκοτώθηκαν ἕως τετρακόσιοι καὶ ἐτράπησαν εἰς τὰ ὀπίσω.
Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιουροῦσι αἰφνηδίως τοὺς ἐνέπεσε πανικὸς
καὶ διὰ νυκτὸς ἔφυγαν, ἀφίνοντες τὰ κανόνια, τζιουπχανέδες, τζατήρια καὶ ὅλα τὰ
πράγματά τους καὶ ἐστάθησαν εἰς Βραχῶρι, ἐκεῖ ἔμειναν τριάντα σχεδὸν ἡμέρας ἀποκλεισμένοι
ἀπὸ τὸν Ποταμὸν καὶ ἀπὸ τὰ εἰδικά μας ἀσκέρια πέριξ. Ἔκαμον πολλοὺς ἀκροβολισμοὺς
καὶ ἐσκοτώθηκαν ἀρκετοί, καὶ τέλος πάντων μὲ μανιώδη ἀπόφασιν ἐπέρασαν τὸν
ποταμόν, ὅπου ἐπνίγησαν σχεδὸν ὀκτακόσιοι καὶ δίχως νὰ σταθοῦν πουθενὰ ἐτραβήχθησαν
εἰς Βόνιτζαν, πλὴν καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ σταθοῦν. Ὁ χαμός τους εἰς ὅλην τὴν ἐκστρατείαν
ταύτην ἔγινεν ἀπὸ χιλιάδες τρεῖς καὶ ἐπέκεινα, μέχρι τοῦδε ἡ θεία χάρις μᾶς ἐβοήθησεν,
οὕτω καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἄμποτε.
Τὸ μηνιαῖον ὅπου σᾶς ἐμβάζει ὁ μητροπολίτης Ἰγνάτιος σᾶς ἀρκεῖ, λοιπόν,
σταθῆτε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ ἴδωμεν ἀκόμη κανένα δυὸ μῆνες καὶ κατὰ τὴν ὁδηγίαν τοῦ
καιροῦ, τότε σᾶς γράφω καὶ βγαίνετε. Θεόθεν δὲ ὑγιαίνετε.
Ὁ καπετὰν Νότης, Κώστας, Τόλιος καὶ Θανάσης καὶ ἡ Δέσπω καὶ ὁ Νικολάκης
καὶ Δημήτρης εἶναι εἰς Κορφοὺς καὶ εἶναι καλὰ καὶ τοὺς ἔγραψα διὰ νὰ ἔλθουν ἐδῶ,
ἀφήνοντας μόνο τὴν Δέσπω εἰς Κορφούς.
Καὶ ἐγὼ νοῦτζο σᾶς προσκυνῶ καὶ γέρεψα ἀπὸ τὸ λάβωμα καὶ τώρα σὰν θέλει ὁ
Θεός.
Μάρκος Μπότσαρης
Τρίτη 13 Μαΐου 2025
Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ!
Μιὰ μέρα ἦρθε
στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ δὲν
συμφωνεῖ μὲ τὴν γυναίκα του. Εἶδα ὅμως ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι σοβαρὸ ἀνάμεσά
τους. Ἔχει ἕνα ἐξόγκωμα αὐτός, κάποιο ἄλλο ἡ γυναίκα του, καὶ δὲν μποροῦν νὰ
πλησιάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Χρειάζονται λίγο πλάνισμα. Πάρε δύο σανίδες ἀπλάνιστες.
Ἡ μία ἔχει σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἕναν ρόζο, ἡ ἄλλη σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καί, ἂν πᾶς
νὰ τὶς ἑνώσης, μένει ἕνα κενὸ ἀνάμεσά τους. Ἅμα ὅμως πλανίσης λίγο τὴν μιὰ ἀπὸ ἐδῶ,
λίγο τὴν ἄλλη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια πλάνη, ἀμέσως ἐφάπτονται.
Μοῦ λένε
μερικοὶ ἄνδρες: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν γυναίκα μου· εἴμαστε ἀντίθετοι χαρακτῆρες. Ἄλλος
χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ! Πῶς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ὁ Θεός; Δὲν θὰ
μποροῦσε νὰ οἰκονομήση μερικὲς καταστάσεις ἔτσι ὥστε νὰ ταιριάζουν τὰ ἀνδρόγυνα,
γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν πνευματικά;». «Δὲν καταλαβαίνετε, τοὺς λέω, ὅτι μέσα στὴν
διαφορὰ τῶν χαρακτήρων κρύβεται ἡ ἁρμονία τοῦ Θεοῦ; Οἱ διαφορετικοὶ χαρακτῆρες
δημιουργοῦν ἁρμονία. Ἀλλοίμονο, ἂν ἤσασταν ἴδιοι χαρακτῆρες! Σκεφθῆτε τί θὰ γινόταν,
ἂν λ.χ. καὶ οἱ δύο θυμώνατε εὔκολα· θὰ γκρεμίζατε τὸ σπίτι. Ἤ, ἂν καὶ οἱ δύο ἤσασταν
ἤπιοι χαρακτῆρες, θὰ κοιμόσασταν ὄρθιοι! Ἂν ἤσασταν τσιγγούνηδες, θὰ ταιριάζατε
μέν, ἀλλὰ θὰ πηγαίνατε καὶ οἱ δύο στὴν κόλαση. Ἂν πάλι ἤσασταν ἁπλοχέρηδες, θὰ
μπορούσατε νὰ κρατήσετε σπίτι; Θὰ τὸ διαλύατε, καὶ τὰ παιδιά σας θὰ γύριζαν στοὺς
δρόμους. Ἕνα στραβόξυλο, ἂν πάρη ἕνα στραβόξυλο, ταιριάζουν μεταξύ τους – ἔτσι
δὲν εἶναι; – θὰ σκοτωθοῦν ὅμως σὲ μιὰ μέρα! Γι᾿ αὐτό, τί γίνεται; Οἰκονομάει ὁ
Θεὸς ἕνας καλὸς νὰ πάρη ἕνα στραβόξυλο, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶχε
καλὴ διάθεση, ἀλλὰ νὰ μὴν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ μικρός».
Οἱ
μικροδιαφορὲς τῶν χαρακτήρων τῶν συζύγων βοηθοῦν νὰ δημιουργηθῆ μιὰ ἁρμονικὴ οἰκογένεια,
γιατὶ ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον. Στὸ αὐτοκίνητο εἶναι ἀπαραίτητο καὶ τὸ γκάζι,
γιὰ νὰ προχωρήση, ἀλλὰ καὶ τὸ φρένο, γιὰ νὰ σταματήση. Ἂν τὸ αὐτοκίνητο εἶχε μόνο
φρένο, δὲν θὰ κουνιόταν, καὶ ἂν εἶχε μόνον ταχύτητες, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταματήση.
Σὲ ἕνα ἀνδρόγυνο ξέρετε τί εἶπα; «Ἐπειδὴ ταιριάζετε, γι᾿ αὐτὸ δὲν ταιριάζετε!».
Εἶναι καὶ οἱ δύο εὐαίσθητοι. Ἂν συμβῆ κάτι στὸ σπίτι, καὶ οἱ δύο τὰ χάνουν καὶ ἀρχίζουν:
«Ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἕνας, «ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας δηλαδὴ βοηθάει τὸν ἄλλον
νὰ ἀπελπισθῆ πιὸ πολύ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τονώση λίγο· «γιά στάσου, νὰ τοῦ πῆ, δὲν
εἶναι καὶ τόσο σοβαρὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβαίνει». Τὸ ἔχω δεῖ αὐτὸ σὲ πολλὰ ἀνδρόγυνα.
Καὶ στὴν ἀγωγὴ
τῶν παιδιῶν, ὅταν οἱ σύζυγοι εἶναι διαφορετικοὶ χαρακτῆρες, μποροῦν περισσότερο
νὰ βοηθήσουν. Ὁ ἕνας κρατάει λίγο φρένο, ὁ ἄλλος λέει: «Ἄφησε τὰ παιδιὰ λίγο ἐλεύθερα».
Ἂν τὰ στριμώξουν καὶ οἱ δύο, θὰ χάσουν τὰ παιδιά τους. Καὶ ἂν τὰ ἀφήσουν καὶ οἱ
δύο ἐλεύθερα, πάλι θὰ τὰ χάσουν. Ἐνῶ ἔτσι βρίσκουν καὶ τὰ παιδιὰ μία ἰσορροπία.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης
Δευτέρα 12 Μαΐου 2025
Ὅποτε εὐκαιρήσω
Δὲν μποροῦμε νὰ λέμε «ἔχω νὰ μαγειρέψω, εἶμαι πτῶμα, ἔχω πυρετό, ἔχω τὸ
διδακτορικό, ἔχω ἐξεταστική, ἔχω ταξίδι, ἔχω, ἔχω, ἔχω, ...κοιμήθηκα πολὺ ἀργὰ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ, εἴτε ἔχω ἐκεῖνο, εἴτε αὐτό» καὶ νὰ μὴν ἐκκλησιάζομαι.
Ἄν πάθαινε κάτι ὁ γονιός σου ἤ τὸ παιδί σου, θὰ ἔμενες ἄυπνος μέρες ὁλόκληρες
γιὰ νὰ εἶσαι κοντά του στὸ νοσοκομεῖο, ναὶ ἤ ὄχι; Σίγουρα ναί. Θὰ τὰ ἄφηνες ὅλα
γιατὶ θὰ ἦταν τὸ πρῶτο σου μέλημα ὁ ἄνθρωπός σου.
Τότε μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἀλλὰ Τὸν βάζεις στὸ περιθώριο.
Λές, ὅποτε εὐκαιρήσω, θὰ πάω στὸ ναό...
Εἶναι ὁ Θεὸς εὐκαιριακὴ ὑπόθεση στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση
στὴ ζωή μας; Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας!
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Κυριακή 11 Μαΐου 2025
Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο
Ὅταν ἀναπολῶ τὸ παρελθόν μου καὶ σκέφτομαι πόσο χρόνο ἔχω χάσει σὲ
τιποτένια πράγματα, πόσο χρόνο ἔχω σπαταλήσει σὲ λάθη, τεμπελιά, σὲ ἀνικανότητα
γιὰ νὰ ζήσω - πόσο λίγο ἐκτιμοῦσα τὴ ζωή, πόσες φορὲς ἁμάρτησα ἐνάντια στὴν
καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή μου -τότε ἡ καρδιά μου ματώνει.
Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο, ἡ ζωὴ εἶναι εὐτυχία, κάθε λεπτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι μία αἰωνιότητα
εὐτυχίας.
Θὰ βρίσκομαι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπινα πλάσματα, θὰ εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος μεταξὺ
ἀνθρώπων, κι ἔτσι θὰ παραμείνω γιὰ πάντα.
Δὲν θὰ χάσω τὸ κουράγιο μου, δὲν θὰ ἀποκαρδιωθῶ, καὶ δὲν θὰ τὰ παρατήσω ὅ,τι
κι ἂν συμβεῖ.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸ εἶναι τὸ νόημά της, αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον μας.
Τώρα τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ θὰ τὸ θυμᾶμαι γιὰ πάντα.
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
Σάββατο 10 Μαΐου 2025
Ἕνα τηλεφώνημα ἀπὸ
τὸν Ἅγιο Πορφύριο
...Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου.
Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα
καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ
πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά
μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ
παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.
-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.
-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο
ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες, καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων
καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ
μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Μὲ διέκοψε ἀπότομα.
-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν
ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε.
Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς
ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ».
Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ
πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη
φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως.
Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...
Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.
-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς
δωρίζει ὁ Θεός!
Γεώργιος Παπαζάχος
Παρασκευή 9 Μαΐου 2025
Οὐκ ἔγνως
Γιὰ τὲς
θρησκευτικὲς μας δοξασίες -
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του,
ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες
ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε
σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως·
εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
Κωνσταντῖνος
Καβάφης
Πέμπτη 8 Μαΐου 2025
Ἀνθήτω ὡς κρῖνον
Πολλὰ ρημοκκλήσια βρίσκουνται χτισμένα ἀπάνου στὰ μικρὰ βουνὰ καὶ κοντὰ
στὴ θάλασσα. Εὐωδιάζουνε καθαρὰ κι ἀσπρισμένα˙ οἱ γυναῖκες κ’ οἱ ἄντρες τὰ
διατηροῦνε, τὰ στολίζουνε μὲ μυρσίνες, μὲ δάφνες καὶ μὲ ἀβαγιανούς. Τὴν Ἅγια
Τράπεζα τὴ στρώνουνε μὲ κεντημένα τραπεζομάντιλα ἀρχαῖο σκέδιο, βάζουνε καὶ
κουρτίνες στοῦ τέμπλου τα κονίσματα. Στὸ κόνισμα τῆς Παναγίας καὶ στοὺς ἄλλους ἅγιους
κρεμάζουνε τάματα, ἀνθρωπάκια, μάτια, αὐτιά, χέρια, ποδάρια, πρόβατα, καΐκια κι
ἄλλα πολλά.
Ἀπ’ ὄξω, αὐτά τα ρημοκκλήσια ἔχουνε πάντα ἕνα χαγιάτι γιὰ ν’ ἀποσκιάζει,
κι ἀπὸ κεῖ βλέπεις τὴ θάλασσα, τοὺς κάβους καὶ τὰ βουνά. Ἅμα τελειώσει ἡ
Λειτουργία, ἐκεῖ πέρα κάθουνται καὶ πίνουνε τὸν καφέ, κ’ ὕστερα τρῶνε ψάρια καὶ
θαλασσινά.
Τὰ κορίτσια κάνουνε κούνιες στὰ δέντρα καὶ τραγουδᾶνε τοῦτο τὸ πρωτινὸ τὸ
τραγούδι, πού ‘ναι σὰν τὶς ζωγραφιὲς τῆς ἐκκλησιᾶς:
Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά, στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα,
νὰ δέσω δυὸ γαρούφαλα, νὰ κάνω φρουκαλιούδα,
νὰ φρουκαλῶ τὴ θάλασσα, ν’ ἀράζουν τὰ καΐκια.
Ἕνα καΐκι ἄραξε στοῦ βασιλιᾶ τὴν πόρτα˙
κι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἤτανε, μὸν’ τρεῖς βασιλοποῦλες.
Ἡ μιὰ κεντᾶ τὸν οὐρανό, κ’ ἡ ἄλλη τὸ φεγγάρι,
κ’ ἡ τρὶτ’ ἡ πιὸ μικρότερη τ’ ἀρ’ βουνιασ’ κοὺ τς μαντίλι.
Ὅποτε τελείωνε τὸ κούνημα κ’ ἔπρεπε νὰ κατεβοῦνε κεῖνες ποὺ κουνηθήκανε,
τραγουδούσανε οἱ ἄλλες ποὺ τὶς κουνούσανε:
Τὸ γυαλὶ τὸ λὲν κρουστάλλι,
βγεῖτε σεῖς, νὰ μποῦνε κ’ ἄλλοι.
Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, ξεχώριζες μέσα στὴ χιβάδα τὴν Παναγιά την
Πλατυτέρα, μελαχρινὴ καὶ στηλομάτα, μ’ ἀνοιχτὰ χέρια καὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὰ
γόνατά της. Ὁ Ἄη – Νικόλας ἤτανε ζωγραφισμένος ἴδιος σὰν τὸν μπάρμπα – Νικόλα,
ποὺ κάθεται ἀπ’ ὄξω στὴν πεζούλα, μὲ τὸ τουνεζλίδικο φέσι σὰν κορόνα στὸ κεφάλι
του, ξεθωριασμένο ἀπὸ τὸν ἀψὺν ἀγέρα τῆς θάλασσας. Ἡ Ἅγια – Κυριακὴ
μαντιλωμένη, λὲς κ’ εἶναι ξεσηκωμένη ἀπὸ τὶς κοπέλες ποὺ τραγουδοῦσε ἀπ’ ὄξω:
Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά,
στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα.
Οἱ δυὸ ἀρχαγγέλοι στὶς δυὸ πόρτες, ποὺ βαστᾶνε τὴ γῆς στό ‘να χέρι, παλαιὰ
κονίσματα φερμένα ἀπὸ τὴν Πόλη, μοιάζουνε συναμεταξύ τους σὰν ἀδέρφια, κ’ εἶναι
στὸ σουσούμι ἴδιοι μὲ τὰ δυὸ παιδιὰ τοῦ μπάρμπα – Μανώλη, ποὺ καλαφατίζουνε τὴ
βάρκα πίσω ἀπὸ τ’ Ἅγιο – Βῆμα.
Στὶς ζωγραφιὲς ποὺ βλέπεις στὸν τοῖχο, ὅλα τὰ πάντα εἶναι πλουμισμένα μὲ
τὴ φαντασία, ὅπως εἶναι ὄξω κ’ ἡ πλάση ὁλόγυρα. Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπάνου
στὴ σπηλιά, ὁ ζωγράφος ἔχει ζωγραφισμένα μάτια, σὰ νά ‘ναι ζωντανή. Τὰ σύννεφα
ποὺ σηκώνουνε τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἔχουνε ἕνα
κεφάλι σὰν ἀϊτός. Στὴ Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι
ζωγραφισμένος σὰν ἄνθρωπος μ’ ἕναν κάβουρα στὸ κεφάλι του, κ’ οἱ βράχοι ποὺ
βγαίνουνε οἱ φλέβες τοῦ ποταμοῦ, ἔχουνε καὶ κεῖνοι ἀνθρωπινὸ σκέδιο. Ἡ θάλασσα
εἶναι σὰ γοργόνα καβαλικεμένη σ’ ἕνα θεριόψαρο, μ’ ἕνα καμάκι στὸ χέρι της. Ὁ
βοριᾶς παριστάνεται σὰν ἄνθρωπος ἀναμαλλιάρης καὶ φυσᾶ μιὰ τρουμπέτα στὴ λίμνη
Γενησαρέτ. Ἕνα ὄμορφο κόνισμα εἶναι κρεμασμένο σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ
παρασταίνει τὸν Ἅγιο Μόδεστο, ὁπού ‘ναι γιατρὸς στὰ ζωντανά, καὶ γύρω του εἶναι
πλαγιασμένα βόδια, ἀρνιά, γίδια καὶ ἄλογα, καὶ κοιτάζουνε σὰν ἀνθρῶποι τὸν
πατέρα τους. Ὁ Ἅη – Γιάννης ὁ Πρόδρομος στέκεται ἀπάνου σὲ μιὰ στουρναρόπετρα, ἴδιος
ἄγριος ἁγιούπας ἀναφτερουγισμένος, δίπλα στὸ δέντρο πού ‘ναι καρφωμένη ἡ ἀξίνα
του. Θεριόψαρα βουτᾶνε γύρω στὸ καΐκι τ’ Ἄη – Νικόλα, κι ἀπάνου στὰ μελανὰ
σύννεφα τελώνια εἶναι καθισμένα. Μέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ βουνοῦ ἀσκητεύουνε ἁγιασμένοι
ἄνθρωποι, κι ἄλλοι εἶναι ἀνεβασμένοι ἀπάνου σὲ κολόνες γιὰ νὰ μὴν κατέβουνε ποτὲ
στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πλέκουνε καλάθια, ἄλλοι κάνουνε χουλιάρια σὰν τοὺς Ἁγιονορεῖτες.
Παραπέρα, πὶσ’ ἀπὸ μιὰ ράχη, δυὸ λέοντες θάφτουνε τὸν Ἅγιο Μακάριο, καὶ στ’ ἄλλο
τὸ βουνὸ ἕνας ἄλλος λέοντας τραβᾶ ἀπὸ τὸ χαλινάρι ἕναν γάϊδαρο μὲ τὶς καμῆλες,
γιατί τὸν πρόσταξε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ποὺ κάθεται σ’ ἕνα βράχο.
Οἱ παράξενες ζωγραφιές, τὰ βουνὰ κ’ ἡ θάλασσα, κι οἱ ἁπλοῖ ἀνθρῶποι, εἶναι
ὅλα συνταιριασμένα. Τὸ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ τὰ στασίδια εἶναι κανωμένα ἀπὸ σιδερόξυλα
παλαιά, ἴδια μὲ τὰ στραβόξυλα τῆς βάρκας, καρφωμένα ὄχι μὲ καρφιά, ἀλλὰ μὲ
καβίλιες˙ εὐωδιάζουνε σὰν μοσκοκάρυδα, γιατί εἶναι κανωμένα μ’ ἁγιασμένα ξύλα.
Τὰ ρουμάνια, τ’ ἄγρια τὰ δέντρα, τὰ πολύκορφα τὰ βουνά, εἶναι ἁγιασμένα
καὶ χαρούμενα, σὰν ἐκκλησιὰ ποὺ γιορτάζει. Κι αὐτὸ τὸ ξεροπέτρι λάμπει σὰ νά
‘ναι διαμάντι.
Φώτης Κόντογλου