Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025



Ἡ Χάρη τῆς ἱερωσύνης καὶ ἡ χάρη τῆς ἁπλότητας
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἔπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του!
Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελόνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων», «ὡς ἐνδεδυμένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν».
Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

 


Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ

Τὸ πρόγραμμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας προέβλεπε τὴν ἐπίσκεψή μας σὲ μία πάμπτωχη συνοικία στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας Φρὴ Τάουν, τὴν παραγκούπολη Κροὺ Μπέι. Μὲ τὸ ποὺ φτάσαμε στὸν συνοικισμό, ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ οἱ παράγκες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος σκουπιδιῶν μᾶς σάστισαν. Προχωρούσαμε σοκαρισμένοι. Ἕνας κατάμαυρος ποταμὸς κυλοῦσε ἀργὰ ἀνάμεσα σὲ τόνους ἀπορριμμάτων, δημιουργώντας μία ἀφόρητα ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα.

Καθὼς προσπαθούσαμε νὰ καταγράψουμε φωτογραφικὰ αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου τὸν Δανιήλ. Μόλις εἶχε διασχίσει τὴ γέφυρα καὶ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ σχολεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὶς παρυφὲς τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἀγόρι μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένο μὲ τὴ στολὴ τοῦ σχολείου του, λευκὸ κοντομάνικο πουκάμισο καὶ θαλασσί, κοντὸ παντελονάκι. Εἶχε τὴν τσάντα του στὴν πλάτη. Τὰ καθαρά του ροῦχα δημιουργοῦσαν ἀπίστευτη ἀντίθεση μὲ τὸ γεμάτο τόνους σκουπιδιῶν περιβάλλον.

Τὰ ’χασα καθὼς τὸν εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου. Κοντοστάθηκε, μόλις μὲ εἶδε νὰ ὑψώνω αὐθόρμητα τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἴσα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὸν φωτογραφίσω, κι ὕστερα χάθηκε μέσα στὶς παράγκες.

Προσπαθώντας νὰ ἐπεξεργαστῶ τὴν ἐμπειρία τῆς στιγμῆς, κοιτώντας τὴ φωτογραφία ποὺ μόλις εἶχα τραβήξει, σκεφτόμουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ μαγνήτισε σ’ αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀγόρι.

Ἦταν ἄραγε ἡ ἀπίστευτη ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ περιποιημένου παρουσιαστικοῦ του καὶ τοῦ ἄθλιου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Παρατηρώντας πιὸ προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία κατάλαβα· ἦταν τὸ βλέμμα του. Ἕνα βλέμμα διαπεραστικὸ καί, συγχρόνως, θλιμμένο. ‘Ένα καθάριο, ἁγνὸ βλέμμα ποὺ σὲ λυγίζει. Τί θὰ σκεφτόταν, ἄραγε, βλέποντας νὰ φωτογραφίζουμε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Θεμιστοκλῆ, ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ: «Ἔχετε παρατηρήσει τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Δὲν εἶναι σὰν τὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων παιδιῶν. Ἔχετε προσέξει τὰ μάτια τῶν ζητιάνων ἐδῶ πέρα; Ἔχουν «κάτι»... Ἐγὼ βλέπω σ’ αὐτά, τὰ μάτια τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Γιὰ σκεφτεῖτε ὅτι ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάντοτε μέσα στὸν πόνο καὶ νιώθει τὸν θάνατο νὰ τὸν ἀγγίζει».

Ζήτησα κι ἔμαθα γι’ αὐτὸ τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ βλέμμα του ἄγγιξε τόσο τὴν ψυχή μου. Πρόκειται γιὰ τὸν Δανιὴλ Salima Salisu, ἕνα δεκατριάχρονο παιδὶ γεννημένο σὲ προτεσταντικὴ οἰκογένεια. Εἶναι ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο ἔχασε πρὶν λίγα χρόνια, καὶ ζεῖ σὲ μία παράγκα τοῦ συνοικισμοῦ μὲ τὴ φτωχὴ μητέρα του καὶ τὴ θεία του. Ὁ καθημερινὸς ἀγώνας τους εἶναι νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, κάνοντας ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο καὶ νὰ πηγαίνει τουλάχιστον μὲ καθαρὰ ροῦχα στὸ σχολεῖο... Ὁ ἴδιος ὁ Δανιήλ, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινότητά τους, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Ὁ πατὴρ Θεμιστοκλῆς, βλέποντας τὰ γεμάτα εὐγνωμοσύνη μάτια τῶν κατοίκων τοῦ συνοικισμοῦ, προέβλεψε ὅτι, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνέγερση τοῦ σχολείου «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου» μέσα στὴν παραγκούπολη, σὲ λίγα χρόνια ὅλοι θὰ ἀναζητήσουν νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μακάρι νὰ γίνει!».

(Ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Ἰωάννη Περράκη ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε ἐπισκεπτόμενος τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ στὴ Σιέρρα Λεόνε)

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025



Τέχνη
Ἔζησα τά πάθη σά μιὰ φωτιά, τάδα ὕστερα νά μαραίνονται καί νά σβήνουν,

καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα

γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα. Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,

καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα. Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,

καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς,

εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια,

θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία,

συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν, ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα,

ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά, ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος

ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' ὄνομά μου

γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου ―

κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός. Τίς νύχτες ἔκλαψα,

συνθηκολόγησα τίς μέρες, ἀδιάκοπη πάλη μ' αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου

ποὺ τά ἤθελε ὅλα, τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα

καί πείναγε, τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς,

καί πείναγε. Βούλιαξα σέ μικροζητήματα

φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα,

ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό, καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει

ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά.


Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι, πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω

ἕνα στίχο, ἀληθινό.
Τάσος Λειβαδίτης

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025


Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πάρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μιιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

Νικηφόρος Βρεττάκος

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025


Ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.

Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025


Ὅταν προπορεύεται ἡ προσευχή
– Γέροντα, πῶς σκέφτεσθε, ὅταν ἔχετε νὰ ἀντιμετωπίσετε ἕνα πρόβλημα;
– Σκέφτομαι τί γίνεται, τί δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως. Τὸ ἐξετάζω ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές. «Θὰ κάνω αὐτό· τί ἀντίκτυπο θὰ ἔχει ἐκεῖ, ἐκεῖ;… Τί κακὸ μπορεῖ νὰ κάνει ἢ σὲ τί μπορεῖ νὰ ὠφελήσει;». Ἐγὼ πάντα ἕνα πρόβλημα προσπαθῶ νὰ τὸ δῶ ἀπὸ πολλὲς πλευρές, ὥστε ἡ λύση ποὺ θὰ δώσω νὰ εἶναι, ὅσο γίνεται, πιὸ σωστή. Γιατὶ μπορεῖ νὰ γίνουν πολλὰ λάθη, ἂν δὲν προσέξει κανείς. Ἂν καταλάβει ἐκ τῶν ὑστέρων τί ἔπρεπε νὰ κάνη, δὲν ὠφελεῖ, γιατὶ πάει, πέταξε, ὅπως λένε, τὸ πουλί! Ἂς ποῦμε, δὲν πρόσεξε κάποιος καὶ ἔκαψε ἕνα σπίτι. Καλά, ἐντάξει, δὲν τὸν κρεμάει κανείς, ἀλλὰ τὸ κακὸ ἔγινε.
Κάπου εἶχαν ἕνα πρόβλημα. Ἦρθε ὁ ὑπεύθυνος καὶ μοῦ λέει: «Ἔ, τώρα τακτοποιήθηκε τὸ θέμα. Πῆγα, βρῆκα τὸν τάδε, τὸν τάδε, τοὺς εἶπα αὐτὸ καὶ αὐτὸ καὶ τακτοποιήθηκε ἡ ὑπόθεση!». «Τώρα ἄρχισε τὸ πρόβλημα, τοῦ λέω. Ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχε, δὲν ἦταν πρόβλημα. Τώρα ἄναψε ἡ φωτιά. Πρῶτα δύο καρβουνάκια ἦταν, καὶ αὐτὰ θὰ ἔσβηναν μόνα τους». Αὐτὸς νόμιζε ὅτι μὲ τὶς ἐνέργειές του εἶχε τακτοποιήσει τὴν ὑπόθεση καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἐπαινέσουμε κιόλας. Ἐνῶ, μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, δημιούργησε μεγάλη φασαρία καὶ μεγάλωσε τὸ πρόβλημα.
Χρειάζεται πολλὴ προσοχή, σύνεση καὶ διάκριση, γιὰ νὰ γίνεται τὸ καλὸ μὲ καλὸ τρόπο καὶ νὰ ὠφελεῖ, γιατὶ ἀλλιῶς, ἀντὶ νὰ ὠφελεῖ, δαιμονίζει τὸν ἄλλον. Ὕστερα, κάτι ποὺ σκέφτεται κανεὶς νὰ κάνει, καλύτερα νὰ τὸ ἀφήνει νὰ ὡριμάσει· γιατί, ἂν τὸ ἀγουροκόψει, ἀποφασίσει δηλαδὴ βεβιασμένα, ἴσως νὰ ἔχει προβλήματα ἀργότερα καὶ νὰ βασανίζεται. Τὰ σοβαρὰ πράγματα, ὅταν καθυστεροῦν λίγο, προχωροῦν μετὰ γρήγορα καὶ σωστά. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχει ἐξυπνάδα, ἀλλὰ νὰ ἔχει καὶ κενοδοξία καὶ ἐγωισμό, καὶ νὰ προπορεύονται αὐτὰ στὶς ἐνέργειές του καὶ νὰ μὴν προσέχει. Ἕνα σκυλὶ π.χ. στὸ κυνήγι, ὅταν προχωράει προσεκτικά, καὶ ἀπὸ ράτσα νὰ μὴν εἶναι, βρίσκει τὰ ἴχνη τοῦ λαγοῦ. Ἐνῶ ἄλλο ποὺ εἶναι ἀπὸ πολὺ καλὴ ράτσα καὶ ἔχει ὅλα τὰ προσόντα, ὅταν βιάζεται, τρέχει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνέργεια πρὶν ἀπὸ σκέψη ἔχει ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ βιάζεται κανεὶς νὰ ἐνεργήσει, ἀλλὰ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ προσεύχεται προηγουμένως. Ὅταν προπορεύεται ἡ προσευχή, δὲν ἐνεργεῖ ὁ ἀφρὸς τοῦ μυαλοῦ, ἡ ἐλαφρότητα, ἀλλὰ τὸ ἁγιασμένο μυαλό.
Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι μερικὲς φορὲς κάνουμε σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός· δὲν ἀφήνουμε τὸν Θεὸ νὰ ἐνεργήσει. Ὁ Θεὸς ξέρει πῶς δουλεύει. Ἐνῶ ὑπάρχουν δηλαδὴ πνευματικὰ μέσα γιὰ νὰ τακτοποιοῦνται οἱ δύσκολες καταστάσεις μὲ πνευματικὸ τρόπο, ἐμεῖς πᾶμε νὰ ἐνεργήσουμε κοσμικά. Ὅταν ἤμουν στὸ Σινά, ἕνας Χότζας πήγαινε κάθε Παρασκευὴ μέσα στὸ μοναστήρι, ἀνέβαινε στὸν μιναρὲ ἑνὸς τζαμιοῦ ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ φώναζε! Καὶ εἶχε μία φωνή!… μέχρι ἐπάνω στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης ἀκουγόταν. Ὕστερα τὸ μοναστήρι βρῆκε σὰν λύση νὰ κλείνουν τὴν πόρτα τὴν Παρασκευὴ ποὺ πήγαινε ὁ Χότζας, γιὰ νὰ μὴν μπαίνει μέσα – ἐγὼ δὲν τὸ ἤξερα. Μία μέρα ποὺ κατέβηκα κάτω, βλέπω τὸν Χότζα ὀργισμένο. «Τώρα θὰ τοὺς δείξω ἐγώ, μοῦ λέει, ποὺ μοῦ ’κλεισαν τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὴν μπαίνω μέσα…». «Τὴν ἔκλεισαν, τοῦ λέω, γιὰ νὰ μὴν μποῦν οἱ γκαμῆλες. Δὲν πιστεύω ὅτι τὴν ἔκλεισαν, γιὰ νὰ μὴν μπεῖς ἐσύ!».
Μετὰ εἶπα κάτι γι’ αὐτὸ στοὺς Πατέρες. Λέει ἕνας γραμματεύς: «Θὰ τοῦ δείξω ἐγὼ τοῦ Χότζα! Θὰ τοῦ βάλω μία φλούδα. Θὰ γράψω στὴν Κυβέρνηση ὅτι ὁ Χότζας μᾶς πιέζει». «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι φλούδα. Νὰ κάνουμε μία ἀγρυπνία, νὰ ψάλουμε τὴν Ἀκολουθία τῶν Σιναϊτῶν Πατέρων, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Θεός. Θὰ πάω καὶ ἐγὼ ἐπάνω νὰ προσευχηθῶ». Εἶπα καὶ σὲ μερικοὺς Πατέρες νὰ προσευχηθοῦν, καὶ ἔτσι τοῦ ἦρθε ἕνα σκαμπίλι τοῦ Χότζα· σηκώθηκε, ἔφυγε, ἐξαφανίσθηκε! Γιατὶ καὶ τὴν πόρτα νὰ ἔκλειναν, μετὰ ἡ Κυβέρνηση θὰ ἐξακρίβωνε ὅτι δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς τοὺς πίεζε ὁ Χότζας καὶ θὰ εἶχαν φασαρίες. Θὰ ἔλεγε ὁ Χότζας ὅτι ἔκλεισαν τὴν πόρτα, ἐπειδὴ πήγαινε κάθε Παρασκευή, καὶ θὰ ἔκανε κακὸ στὸ μοναστήρι. Ἕνας ἄλλος παλιότερα εἶδε τὸ βουνὸ καὶ θέλησε νὰ κάνη ἐξοχικὸ πάνω στὴν κορυφὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης!… Ἔπαθε μία ἀρρώστια, πάει, πέθανε. Ἦρθε τελευταῖα καὶ ἄλλος νὰ φτιάξει κάτι ἐκεῖ, πάει, πέθανε καὶ αὐτός. Γι’ αὐτὸ καλύτερα εἶναι νὰ μὴ στηριζόμαστε μόνο στὶς δικές μας ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἀλλὰ νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ἀφήνουμε τὸν Θεὸ νὰ ἐνεργῆ.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής. Οἱ τρεῖς πειρασμοί
Πολλά, ἀμέτρητα, εἶναι ὅσα γραφήκανε γιὰ τὸν Παπισμό, ἀλλὰ λίγα εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸ αἰνιγματικὸ τοῦτο σύστημα ὁ πλέον βαθυστόχαστος κι᾿ ἀποκαλυπτικὸς Ρῶσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογέφσκης. Τοῦτο τὸ μοναδικὸ κείμενο εἶναι ἕνα κεφάλαιο μέσα στὸ βιβλίο του «Τ᾿ Ἀδέρφια Καραμάζωφ», κι᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἔχει γιὰ ἐπανώγραμμα «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής». Ὁ Ντοστογέφσκης, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ἕνα φιλοσοφικὸ πνεῦμα, ὡστόσο στὸν «Μέγαν Ἱεροεξεταστή» αἰσθάνεται καὶ γράφει σὰν Ὀρθόδοξος, ποὺ ξέρει καλὰ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστὸς κι᾿ ἡ διδασκαλία του.
Στὸν «Μέγαν Ἱεροεξεταστή» βάζει τὸν Χριστὸ ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ψεύτικο ἀντιπρόσωπό του στὴ γῆ, μὲ τὸν Ἰησουίτη Ἱεροεξεταστή, τὸ φοβερὸ τέρας ποὺ ἔκαιγε τοὺς «αἱρετικούς» στ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἕνα πρᾶγμα ἀπίστευτο κι᾿ ἀκατανόητο. Εἶναι τρομερὸ νὰ σκεφθῇ κανένας τί μπορεῖ νὰ κάνῃ ὁ διάβολος γιὰ νὰ δυσφημήσῃ τὸν Χριστό, ἀφοῦ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ φαίνεται ὁ σατανᾶς πὼς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ παράδοξο κείμενο τοῦ Ντοστογέφσκη, ὁ Ἱεροεξεταστὴς κάνει μία μακρυὰ ἐξομολόγηση στὸν Χριστό, ποὺ δὲν βγάζει μήτε μία λέξη ἀπὸ τὸ στόμα του γιὰ νὰ δώσῃ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα τοῦ ἱεροδικαστῆ, καὶ γιὰ τοῦτο ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος σὲ ὅσα ἐρωτᾷ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσα λέγει εἶναι ἕνας καταθλιπτικὸς μονόλογος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου πλάσματος ποὺ θαρρεῖς πὼς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν κόλαση.
Ὁ Ἱεροεξεταστὴς καταδίκασε κάποιους «αἱρετικούς» σε θάνατο μὲ τὴ φωτιά, κι᾿ ἀφοῦ ἔγινε θανάτωση στὴ μεγάλη πλατεῖα μιᾶς σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στὸ κελλί του, ποὺ βρισκότανε στὸ κτίριο τοῦ «Ἱεροῦ Δικαστηρίου», ἱκανοποιημένος πῶς ἔκανε τὸ χρέος του, κατὰ τὸ σύστημα ποὺ ὑπηρετοῦσε μ᾿ ἕναν φρικτὸν φανατισμό. Τὸ σύστημά του ἤτανε ἕνας Χριστιανισμὸς ὄχι ὅπως τὸν δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ παραμορφωμένος κι᾿ ἀγνώριστος ὁλότελα, μέχρι ποὺ νὰ μοιάζῃ μὲ θρησκεία τοῦ ἀντιχρίστου, κι᾿ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μποροῦνε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν δεχτοῦνε, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ποὺ παραγγέλνει καὶ ποὺ ζητᾷ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Ἱεροξεταστῆ καὶ τῶν ὁμοίων του, ἀπόλυτα κι᾿ ἀνεφάρμοστα, ὑπεράνθρωπα κι᾿ ἀπάνθρωπα. Δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ἕνα σύστημα σὰν τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα συστήματα, μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία της τοὺς πιστούς της, καὶ ποὺ τοὺς διοικεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς καταδικάζει ὅπως ἡ πολιτικὴ ἐξουσία. Ἀπὸ τὸν Χριστὸ κράτησε μοναχὰ τὸ προσωπεῖο, κι᾿ ὅ,τι κάνει, λέγει πὼς τὸ κάνει στ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τὸ κάνει στ᾿ ὄνομα τοῦ σατανᾶ. Γιὰ τοῦτο ὁ Ἱεροεξεταστὴς ὁλοένα ἀναφέρει τὸν διάβολο μὲ σεβασμό, καὶ τὸν ὀνομάζει «Αὐτός», «τὸ Μέγα καὶ Σοφὸ Πνεῦμα», «τὸ Σοφὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦμα».
Ἀλλὰ ἀναπάντεχα, ἐνῷ ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἤτανε ἱκανοποιημένος ποὺ ἔκαψε τοὺς αἱρετικούς, ὑπηρετώντας τὸ σύστημα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπάντεχα φανερώνεται ὁ Χριστὸς μέσα στὸν δρόμο, κι᾿ ὁ κόσμος τρέχει ἀπὸ πίσω του, κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση. Μὲ ὅλο ποὺ δὲν λέγει ποιὸς εἶναι, κι᾿ οὔτε βγάζει μιλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡστόσο ὅλοι καταλάβανε πὼς ἤτανε ὁ Χριστός. Τρέξανε λοιπὸν καὶ τοῦ πήγανε τοὺς ἀρρώστους τους, κι᾿ Ἐκεῖνος τοὺς θεράπευε, ἀνάστησε μάλιστα κι᾿ ἕνα πεθαμένο παιδάκι, μπροστὰ στὴν καθεδρικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Σεβίλλιας, ἐκεῖ ποὺ καίγανε τοὺς «αἱρετικούς» στ᾿ ὄνομά του.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ πέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἱεροεξεταστής, ψηλός, κοκκαλιάρης, καραμουντζωμένος καὶ κατσουφιασμένος, ἴδιος σκιάχτρο, μὲ βαθουλωμένα μάτια ποὺ βγάζανε σπίθες, γέρος ἐνενήντα χρονῶν.
Μόλις εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε, ἔδωσε διαταγὴ στὴν «ἁγία φρουρά», ποὺ τὸν φύλαγε, νὰ τὸν πιάσουνε. Πιάσανε λοιπὸν τὸν Χριστό, κι᾿ ὁ λαός, ποὺ λίγο πρὶν ἔκανε σὰν τρελλὸς ἀπὸ τὴ χαρά του γιὰ τὸν Χριστό, ἄνοιξε δρόμο, ταπεινὰ κι᾿ ὑπάκουα, γιὰ νὰ περάσουνε οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν κατάδικο τὸν Χριστό, κι᾿ ὅλοι σκύψανε ὡς τὴ γῆ μπροστὰ στὸν Ἱεροεξεταστή. Καὶ κεῖνος βλόγησε σιωπηλὰ τὸν λαό, καὶ γύρισε στὸ διαμέρισμά του, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή.
Αὐτὴ τὴ διήγηση τὴν παρουσιάζει ὁ Ντοστογέφσκης σὰν λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Ἰβὰν Καραμάζωφ, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τοῦ γέρου Καραμάζωφ, σπουδασμένος στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία. Καὶ τὸ διαβάζει στὸν μικρότερο ἀδελφό του, τὸν Ἀλιόσα, ποὺ εἶχε γίνει καλόγερος, ὑποτακτικὸς σ᾿ ἕναν ἅγιο γέροντα ξομολόγο, ἕναν «στάρετς», ὅπως τοὺς λέγουνε στὰ ρωσικά.
Ὁ Ἀλιόσας, κάθε τόσο διακόπτει τὸν Ἰβὰν ποὺ διαβάζει, καὶ κάνει κάποιες παρατηρήσεις. Αὐτὲς δὲ τὶς βάζω στὸ κείμενο τοῦ Ντοστογέφσκη ποὺ δίνω παρακάτω, γιὰ νὰ μὴν κόβεται ὁ μονόλογος τοῦ Ἱεροεξεταστῆ.
Πρέπει νὰ σημειώσω πὼς αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν τὸ ἀφήνω ὅπως εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν συγγραφέα, ἀλλὰ τὸ ἄλλαξα κάμποσο, σὲ πολλὰ τὸ ἄλλαξα πολύ, σὲ ἄλλα μέρη τὸ συντόμεψα καὶ σὲ ἄλλα μέρη προσπάθησα νὰ τὸ κάνω πιὸ ἁπλοποιημένο, ὥστε νὰ τὸ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης καλύτερα. Τὸ ὕφος του Ντοστογέφσκη, ἐπειδὴ εἶναι νευρικό, ἀκατάστατο, καὶ συχνὰ ἔχει κάποια βορεινὴ ἀοριστία, τὸ ἄλλαξα, κάνοντάς το πιὸ ἥσυχο, πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ ἁπλό, γιὰ νὰ νοιώση ὁ ἀναγνώστης τὰ δύσκολα καὶ βαθειὰ νοήματα πιὸ εὔκολα. Κάπου-κάπου ἔβαλα καὶ κάποια λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν τὰ ἔχει ὁ Ῥῶσος συγγραφέας, γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἰδέες του πιὸ χειροπιαστές, καθὼς καὶ μερικὰ ἐξηγητικὰ λόγια καὶ ὑποσημειώσεις.
Ἡ βάση, ποὺ ἀπάνω της εἶναι γραμμένος «ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής», εἶναι, μὲ ἁπλὰ λόγια, τούτη: Πὼς ὁ Παπισμὸς εἶναι ἕνα σύστημα φοβερό, βγαλμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ πονηρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ ἐξουσιάζῃ ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνῃ ὑποτακτικούς του, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς πίστη, χωρὶς τίποτα χριστιανικό, ἀλλὰ γεμάτο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγει ὅμως πονηρὰ πὼς ἡ ἐξουσία του προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ πὼς ὅ,τι κάνει τὸ κάνει ἐν ὀνόματί Του. Αὐτὴ ἡ σατανικὴ ὑποκρισία εἶναι τὸ μυστικὸ αὐτοῦ τοῦ συστήματος, ποὺ τὸ κρύβουνε καλὰ οἱ ἱερωμένοι του. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, ἀπὸ τὴν ὀργὴ ποὺ ἔνοιωσε σὰν εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται πάλι σὲ τοῦτο τὸν κόσμο γιὰ νὰ χαλάσῃ τὸ «μεγάλο» ἔργο ποὺ ἔγινε μὲν στ᾿ ὄνομά του, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχῃ σχέση μ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν παραφορά του λοιπὸν τὸ φανερώνει, φωνάζοντας στὸν Χριστό: «Ἐμεῖς δεχθήκαμε τὸ ξίφος τοῦ Καίσαρα, ποὺ δὲν θέλησες νὰ τὸ πάρης Ἐσύ, κι᾿ ἔτσι σὲ πετάξαμε Ἐσένα κι᾿ ἀκολουθήσαμε Αὐτόν», δηλαδὴ τὸν διάβολο. Σήμερα ποὺ γίνονται τόσες συζητήσεις ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῆς κίνησης ποὺ σηκώθηκε ἄξαφνα γιὰ τὸ σμίξιμο τοῦ Βατικανοῦ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ Παπισμός, κι᾿ ἐπειδὴ οἱ πολλοί, σχεδὸν ὅλοι, εἶναι ἀκατατόπιστοι στὰ ζητήματα τῆς θρησκείας, καὶ δὲν γνωρίζουν τί ἀντιπροσωπεύει ὁ Παπισμὸς καὶ τί ἀντιπροσωπεύει ἡ Ὀρθοδοξία, θεώρησα καλὸ νὰ γράψω μερικὰ ἄρθρα σχετικὰ μ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, κι᾿ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ γράφω ἀπ᾿ ἀφορμὴ τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ» τοῦ Ντοστογέφσκη.
Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025


Μᾶλλον κέρδισα
Ἀγαπημένε μας γιέ, καλημέρα. Ἐλπίζουμε ἡ ἐπιστολή μας αὐτὴ νὰ σὲ βρίσκει καλὰ στὴν ὑγεία σου καὶ οἱ σπουδές σου νὰ προχωροῦν βάσει προγράμματος. Μᾶς λείπεις, νὰ ξέρεις, ὅλο τὴν κουβέντα σου ἔχουμε. Ἐμεῖς ἐδῶ εἴμαστε ὅλοι καλά, ὅπως τὰ ξέρεις. Πρέπει νὰ σοῦ ποῦμε πὼς ὁ σκύλος χτυπάει τὸ κουδούνι ὅποτε θέλει νὰ μπεῖ μέσα. Πολλὰ χαιρετίσματα στὴ θεία Ἀσπασία καὶ στὸν θεῖο σου τὸν Τζίμη. Νὰ μὴν τοὺς στενοχωρεῖς. Θὰ τὰ ποῦμε τὰ Χριστούγεννα. Φιλιά. 9 Νοεμβρίου 1977. «Αὔριο τὸ πρωὶ στὶς 6.30, στὸ γκισὲ νούμερο τάδε τῆς Ὀλυμπιακῆς, θὰ βρεῖς τὸ εἰσιτήριό σου γιὰ τὴν πτήση τῶν 8 γιὰ Χίθροου. Θὰ σὲ περιμένω στὶς Ἀφίξεις».
Μὲ αὐτὸ τὸ σύντομο τηλεφώνημα τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸ Λονδίνο ξεκίνησε ἡ περίοδος τοῦ ξενιτεμοῦ μου. Ἕξι χρόνια ἔλειψα καὶ τὸ ταχυδρομεῖο ἦταν ἡ μεγάλη μου προσμονή, μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, μιὰ κάρτα ἀπὸ κάποιο ξαδέλφι, μιὰ φωτογραφία παλιῶν συμμαθητῶν ἀπὸ τὴ βόλτα στὴ Βάρκιζα μὲ ὀτοστόπ, μιὰ εἰδοποίηση πὼς τὸ συνάλλαγμά μου ἔχει κατατεθεῖ. Τὸ ταχυδρομεῖο μὲ κράταγε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν πατρίδα, τὴν οἰκογένεια καὶ τοὺς φίλους. Καὶ ὅταν πιὰ γύρισα, πάλι τὸ ταχυδρομεῖο περίμενα, μιὰ γλυκιὰ ταραχὴ στὸ στέρνο ὅποτε ἔβρισκα φάκελο γιὰ μένα στὸ σπίτι, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πιά. Ἀπὸ τοὺς καινούργιους φίλους, τοὺς συμφοιτητές. Καὶ τὸ πτυχίο μου ταχυδρομικὰ τὸ παρέλαβα.
Ἡ σχέση αὐτὴ κράτησε μέχρι τὴν ἀγορὰ τοῦ πρώτου μου πι-σί. Ἐνθουσιάστηκα μὲ τὸ ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο, ἄμεση ἀνταπόκριση, ἁπλὲς διαδικασίες. Τότε τὸ ταχυδρομεῖο ἄρχισε νὰ ἀραιώνει, μερικὲς χριστουγεννιάτικες κάρτες καὶ κυρίως λογαριασμοί. Τὸν ἴδιο ἐνθουσιασμὸ ἔνιωσα ὅταν ἀγαπητὸς συνάδελφος μοῦ περιέγραψε τὸν καινούργιο τρόπο ἐπικοινωνίας, καὶ μάλιστα μοῦ ἔφτιαξε δικό μου λογαριασμὸ στὸ facebook.
Μόλις τὸ ἄνοιξα, μιὰ φούσκα ἐμφανίστηκε στὴν ὀθόνη: «Ὁ Τάκης εἶμαι, εἶσαι μέσα;». Δὲν τὸ σκέφτηκα λεπτό. Βγῆκα ἀμέσως καὶ δὲν ξαναμπῆκα ποτέ. Γιὰ ἕνα διάστημα ἔπαιρνα μηνύματα τὰ ὁποῖα δὲν ἄνοιγα, μέχρι τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ facebook πὼς κλείνει τὸν λογαριασμό, γιατί τὸν θεωρεῖ ἀνενεργό. Φίου. Ἀνακούφιση.
Σκέφτομαι τί ἔχασα τὴ δεκαετία ποὺ ὁσονούπω τελειώνει, μὲ τὴν ἄρνησή μου νὰ ἐνταχθῶ στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης. Μᾶλλον κέρδισα. Χρόνο. Αὐτὸν τὸ χρόνο τὸν ὁποῖο οἱ συνάνθρωποί μου θυσιάζουν στὶς ὀθόνες τους. Καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγὼ προσπαθῶ νὰ κλέψω μιὰ στιγμή. Μιὰ ματιά.
Βαγγέλης Καρατζᾶς
Γαστρονόμος τ. 165

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025



Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;
῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό εἶναι μιά σχέση εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος πηγαίνει ὄντως στόν Θεό καί πηγαίνει γιατί Τόν ἐμπιστεύεται, Τόν ἀγαπᾶ. Τί σημαίνει Τόν ἐμπιστεύεται; Λέει ἡ ᾿Οπισθάμβωνος Εὐχή: «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον». Αὐτό ἔχει καί μιά δεύτερη ἀνάγνωση. ῞Ο,τι κατέρχεται ἄνωθεν εἶναι «δόσις ἀγαθή» καί «δώρημα τέλειον». Δηλαδή; Δηλαδή καί μία ἀρρώστεια καί μία δοκιμασία καί ἕνας θάνατος.᾿Εμεῖς ὅμως, πού δέν κατανοήσαμε τή σχέση μας αὐτή, οὐσιαστικά δέν ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός τότε τά λέει καλά, ὅταν συμφωνεῖ μαζί μας, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε μιά λαθεμένη θρησκευτικότητα. 
᾿Εμπιστεύομαι λοιπόν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν πηγαίνω στόν Θεό μέ τό ζόρι. ῾Ο Θεός, οὔτε ἐμένα οὔτε ἐσᾶς ἔχει ἀνάγκη. ῾Υπῆρχε πρίν ἀπό μᾶς καί μπορεῖ νά ὑπάρχει καί χωρίς ἐμᾶς. Κι εἶναι σημαντικό νά τό καταλάβουμε. Γιατί μερικές φορές θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος σέ μᾶς, γιατί νηστεύουμε, γιατί πᾶμε στήν ἐκκλησία. Εἶναι γνωστή ἡ φράση πού προέρχεται ἀπό τά χείλη, πολλές φορές, εὐσεβῶν ἀνθρώπων «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Δηλαδή, τί ὄχι σέ σένα; Τί σέ μένα; Τί σημαίνει αὐτό τό ἐρώτημα; Πόσο λίγο ἐμπιστευόμαστε. Καί δέν καταλάβαμε κάτι. ᾿Ακριβῶς γι’ αὐτό σέ μᾶς. Γιατί ἔχουμε οἰκοδομήσει μιά λαθεμένη οἰκοδομή καί ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει δέν μᾶς ἀφήνει στήν πλάνη μας καί μᾶς παραχωρεῖ τή δοκιμασία πού φέρνει στήν ἐπιφάνεια ποιοί πραγματικά εἴμαστε.
Κάποτε ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐργάστηκε χρόνια ὁλόκληρα μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἀσθένησε, καί εἶπε αὐτό: «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Κι ἐγώ τοῦ παρήγγειλα: «Γιατί ὄχι σέ σένα; πρῶτον, καί δεύτερον, τό ἐρώτημά σου εἶναι καί ἡ ἀπάντηση. ῞Οταν παλιότερα ἐσύ πήγαινες σέ κάποιον ἀσθενή νά τόν παρηγορήσεις, τί τοῦ ἔλεγες; Γιατί δέν τά λές τώρα στόν ἑαυτό σου; ᾿Από αὐτή τήν καλουπιά ὁ Θεός πάει νά σέ βγάλει». Καί ἔτσι ἤτανε. ῾Ο Θεός ἑτοίμασε τό πρόσωπο αὐτό, τό ὡρίμασε. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι». Καί ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ζωή μέ ᾿Εκεῖνον.
Εἶναι πολύ σημαντικό λοιπόν νά προσέξουμε μήπως ἡ θρησκευτικότητά μας καί ἡ πίστη μας εἶναι ἀρρωστημένη. Γιατί ἡ ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ἐπηρεάζει τήν κατάσταση τοῦ σπιτιοῦ μας, ἐπηρεάζει τήν ἀγωγή πού δίνουμε στά παιδιά μας καί πολλές φορές ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀποτυχημένη αὐτή ἡ ἀγωγή, ὅταν ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ποῦμε ἀκόμα καί σ' Αὐτόν, ὄχι. ᾿Εμεῖς θέλουμε νά τ’ ἀπαγορεύσουμε αὐτό ἀπό τά παιδιά μας. ᾿Από ἀγάπη, λέμε. Σά νά μή μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός. ῎Ετσι λοιπόν, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μιά ὑγιής σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο ἔχει αὐτά τά δύο θεμέλια. Τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πηγαίνει ἐλεύθερα στόν Θεό γιατί Τόν ἀγαπᾶ καί Τόν ἐμπιστεύεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. 
Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

 


Ἐκκλησιαζόμενοι

Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.

Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.

Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025


Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ
(Μαρτυρία τοῦ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, Σουηδοῦ Στοῦρε Λίννερ, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ἀπὸ τὸ αὐτοβιογραφικό του ἔργο «Ἡ Ὀδύσσειά μου»)
Παντρευτήκαμε στὶς 14 Ἰουνίου. Ο Emil Sandstrom, πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς, διοργάνωσε μία δεξίωση γιὰ τὴν περίσταση. Ἀργὰ τὸ βράδυ μὲ πλησίασε καὶ μὲ τράβηξε στὴν ἄκρη, σὲ μία γωνία, μακριὰ ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὶς φωνές, νὰ μιλήσουμε ἰδιαιτέρως.
Μοῦ ἔδειξε ἕνα τηλεγράφημα ποὺ μόλις εἶχε λάβει: Οἱ Γερμανοὶ ἔσφαζαν ἐπὶ τρεῖς μέρες τοὺς κατοίκους τοῦ Διστόμου, κοντὰ στοὺς Δελφούς, καὶ στὴ συνέχεια ἔκαψαν τὸ χωριό. Ἂν ὑπῆρχαν ἐπιζῶντες, θὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄμεση βοήθεια. Τὸ Δίστομο ἦταν ἐντὸς τῆς περιοχῆς εὐθύνης μου γιὰ τὴν προμήθεια τροφίμων καὶ φαρμάκων. Πέρασα τὸ τηλεγράφημα στὴν Κλειώ, τὴν σύζυγό μου, νὰ τὸ διαβάσει. Ἐκείνη ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἀμέσως ἀναχώρησε διακριτικὰ ἀπὸ τὴ γιορτή.
Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασταν στὸν δρόμο μας μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Χρειάστηκαν ἀρκετὲς ἀγωνιώδεις ὧρες γιὰ νὰ ταξιδέψουμε ἀνάμεσα στοὺς λεηλατημένους δρόμους καὶ νὰ περάσουμε ἀρκετὰ ὁδοφράγματα. Ἦταν ξημερώματα ὅταν φτάσαμε τελικὰ στὸν κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Δίστομο.
Ὄρνια ἀνέβαιναν ἀργὰ καὶ διστακτικὰ σὲ χαμηλὸ ὕψος ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ δρόμου, ὅταν ἄκουσαν νὰ ἐρχόμαστε. Κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου ἀνθρώπινα σώματα κρέμονταν ἀπὸ κάθε δέντρο, τρυπημένα μὲ τὶς ξιφολόγχες – μερικοὶ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί. Αὐτοὶ ἦταν οἱ χωρικοὶ ποὺ τιμωρήθηκαν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἦταν ὕποπτοι γιὰ τὴν παροχὴ βοήθειας στοὺς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στήσει ἐνέδρα σὲ μία μονάδα SS. Ἡ μυρωδιὰ ἦταν ἀνυπόφορη.

Στὸ χωριὸ τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια τῶν σπιτιῶν ἀκόμα καίγονταν. Ἑκατοντάδες νεκρὰ σώματα ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ἀπὸ ἡλικιωμένους μέχρι νεογέννητα, ἦταν σκορπισμένα γύρω στὸ χῶμα. Ἀρκετὲς γυναῖκες θανατώθηκαν μὲ ξιφολόγχες, μὲ τὶς μῆτρες τους στὸ χῶμα καὶ τὰ στήθη τους κομμένα. Ἄλλοι ἦταν στραγγαλισμένοι μὲ τὰ ἔντερά τους τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό τους. Φαινόταν σὰν κανεὶς νὰ μὴν εἶχε ἐπιζήσει …
Ὅμως, ἐκεῖ! Ἕνας γέρος στὸ τέλος τοῦ χωριοῦ! Εἶχε ὡς ἐκ θαύματος ἐπιζήσει τῆς σφαγῆς. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπὸ τὸν τρόμο γύρω του, μὲ ἕνα ἄδειο βλέμμα, καὶ μία ἔκφραση ἀπορίας. Κατεβήκαμε στὴ μέση τῆς καταστροφῆς καὶ φωνάξαμε στὰ ἑλληνικά: «Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἐρυθρὸς Σταυρός! Ἤρθαμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε!»
Ἀπὸ κάποια ἀπόσταση μία ἀκόμη γυναίκα πλησίασε μὲ δισταγμό. Μᾶς εἶπε ὅτι μόνο μία χούφτα χωρικοὶ κατάφεραν νὰ διαφύγουν πρὶν ἀρχίσει ἡ ἐπίθεση. Μαζί της ἀρχίσαμε τὴν ἀναζήτησή τους. Εἴχαμε προχωρήσει ἀρκετὰ στὸ ψάξιμο, ὅταν ἡ ἴδια συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε πυροβοληθεῖ στὸ χέρι. Ἀμέσως ἠ Κλειὼ ἔπεσε πάνω της καὶ τὴν χειρούργησε. Κατὰ τ’ ἄλλα, ἦταν τὸ ταξίδι τοῦ μέλιτός μας!
Ὄχι πολὺ καιρὸ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρομακτικὴ σφαγή, ἡ σύνδεσή μας μὲ τὸ Δίστομο, θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ αὐτὸν τὸν ἀξιοσημείωτο ἐπίλογο.
Ὅταν οἱ γερμανικὲς δυνάμεις κατοχῆς ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὰ πράγματα δὲν πῆγαν ὅπως τὰ περίμεναν. Μία γερμανικὴ μονάδα αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ ἀντάρτες ἀκριβῶς στὴν ἴδια περιοχή, στὸ Δίστομο. Σκέφτηκα ὅτι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς εὐκαιρία γιὰ μία αἱματηρὴ ἐκδίκηση, ἰδιαίτερα ἐὰν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο διάστημα ἡ περιοχὴ εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ κάθε προμήθεια τροφίμων.
Φορτώσαμε μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα μερικὰ φορτηγά, εἰδοποιήσαμε στὸ Δίστομο γιὰ τὴν προγραμματισμένη μας ἄφιξη, καὶ βρεθήκαμε στὸν ἴδιο δρόμο, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἡ Κλειὼ κι ἐγώ.
Ὅταν φτάσαμε στὰ περίχωρα τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡλικιωμένο ἱερέα. Ἦταν μία μορφὴ πατριάρχη τοῦ παλιοῦ καιροῦ, μὲ μακριά, κυματιστή, λευκὴ γενειάδα. Δίπλα του ὁ καπετάνιος τῶν ἀνταρτῶν, πλήρως ὁπλισμένος. Ὁ ἱερέας μίλησε πρῶτος καὶ μᾶς εὐχαρίστησε γιὰ λογαριασμὸ ὅλων γιὰ τὶς προμήθειες τροφίμων. Στὴ συνέχεια πρόσθεσε: «Πεθαίνουμε ὅλοι ἀπὸ τὴν πείνα ἐδῶ, καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ Γερμανοὶ κρατούμενοι. Τώρα, ἂν εἴμαστε ἐμεῖς πεινασμένοι, εἴμαστε τουλάχιστον στὸν τόπο μας. Οἱ Γερμανοὶ δὲν ἔχουν χάσει μόνο τὸν πόλεμο, εἶναι ἐπίσης μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα τους. Δῶστε σ’ αὐτοὺς τὸ φαγητὸ ποὺ ἔχετε μαζί σας, ἔχουν πολὺ δρόμο μπροστά τους».
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς φράσης, ἡ Κλειὼ γύρισε τὰ μάτια της σὲ μένα. Ὑποπτευόμουν τί ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ καθαρὰ πιά. Στεκόμουν ἁπλὰ βουρκωμένος...
Sture Linner, Min Odysse, Stockholm, Norstedt, 1982

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025


Ὁ κάλαμος καὶ τὰ καλάμια
Μιλώντας κάποτε γιά τόν Καρυωτάκη, ὁ κριτικός λογοτεχνίας Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἡ βαθύτερη ἀρρώστεια τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἡ ἀρρώστεια τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς λογίους μας. Ἀπό ἐγωκεντρισμό πάσχουν ὅλοι. Τούς φοβίζει φοβερά ὁ θάνατος! Καί δέν θέλουν νά καταλάβουν, πώς ὁ κόσμος θά ἐξακολουθήσει τόν δρόμο του καί χωρίς αὐτούς· ὁ κόσμος θά ὑπάρχει καί ὕστερα ἀπό αὐτούς. Τήν ἀπρόσωπη συμβολή στήν ζωή δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκούσουν. Καί ὅμως ἡ ζωή χρωστᾶ -νομίζω– τά ἴδια, ἄν μή περισσότερα, στήν ἀπρόσωπη αὐτή συμβολή τῶν ἀγνώστων, στήν ἀνώνυμη ἀνθρωπότητα, ὅσα καί στίς προσωπικότητες...».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀποστολίδης μᾶς λέει ὅτι τό σοβαρότερο πρόβλημα τῶν περισσοτέρων λο­γίων καί «σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ὅτι «ἔχουν καβαλήσει τό καλάμι». Ἔχουν τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτοί στηρίζουν τόν κόσμο μέ τήν σοφία τους καί μέ τήν ἐξυπνάδα τους! Καί ὅτι, χωρίς αὐτούς, ὁ κόσμος θά κατρακυλήσει σέ κατήφορο καί σέ σκοτάδι! Καί ὅλη τους ἡ ἔγνοια εἶναι, πῶς θά καταφέρουν νά μή ξεχαστῆ τό ὄνομά τους!
Στίς 30 Ἰουνίου εἶναι ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τιμᾶμε καί γιορτάζουμε δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν πλειονότητά τους ἦταν ἀμόρφωτοι ψαράδες. Ἦταν ἄνθρωποι, πού ποτέ δέν τούς πέρασε ἀπό τό μυαλό νά ...σώσουν τόν κόσμο! Ποτέ δέν «καβάλησαν τό καλάμι» τοῦ κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ καί τοῦ σωτήρα τῆς οἰκουμένης! Καί ποτέ δέν σκέφθηκαν νά ἀφήσουν «μεγάλο» ὄνομα μέσα στήν ἱστορία!
Καί ὅμως. Μέ τόν δικό τους «κάλαμο» (μέ τήν γραφίδα τους), δηλαδή μέ ὅσα ἔγραψαν στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀναστάτωσαν ὅλους τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες τοῦ κόσμου! «Ἁλιέων ὁ κάλαμος, φιλοσόφων τό φρύαγμα καί ρητόρων τά ρεύματα διετάραξε...». Διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σταυροῦ, πού γιά τούς ψευτοφιλοσοφοῦντες εἶναι «σκάνδαλο» καί «μωρία»! Γιά τούς δῆθεν «λογικούς» φιλοσόφους, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει σάν ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία...
- Τί τό σπουδαῖο ἔκαναν αὐτοί οἱ φτωχοί καί ἀγράμματοι, γιά νά ἀξιωθοῦν μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς; Πῶς ἔγιναν τόσο μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς ποτέ νά ἐπιδιώξουν ἀνθρώπινες δόξες;
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντάει μέ δυό λέξεις ἕνα ἐπίσης ὡραῖο τροπάριο τῆς γιορτῆς τους: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, λέει, ἔβαλαν στόχο τους νά γίνουν «χωρητικά δοχεῖα τοῦ Φωτός». Αὐτό ἦταν τό κατόρθωμά τους. Αὐτός ἦταν ὁ κόπος τους. Αὐτό ἦταν τό ἄθλημά τους! Εἶδαν τό Φῶς. Τό ἔβαλαν μέσα τους. Καί τό κράτησαν.
Καί αὐτό εἶναι τό πιό ἀξιέπαινο ἄθλημα, διότι, γιά νά γίνει κάποιος «χωρητικό δοχεῖο τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ», χρειάζεται νά ἀδειάσει τό ἐγώ του ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρει ὅλα·νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε βρωμιά ἁμαρτίας καί αἰσχρότητας· νά πάψει νά ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ἀγάπες καί τιμές· νά ξεκαβαλικέψει τό «καλάμι» ὅτι δικαιοῦται νά κρίνει τούς πάντες καί τά πάντα· καί νά ἀναζητεῖ παντοῦ καί πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἅγιο καί σωτήριο.
Σ’ αὐτά τά ἀθλήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πῆραν «ἄριστα». Πῆραν «μετάλλιο χρυσό». Μέ τό «σπαθί» τους. Καί μέ τόν ἱδρῶτα τους.
Καί, ὅσο αὐτοί δέν ἐπεδίωξαν ποτέ ἀνθρώπινες τιμές, τόσο ὁ Θεός τούς δόξασε! Καί χωρίς νά τό ἔχουν ποτέ ὀνειρευτῆ, ἔγιναν οἱ δώδεκα στῦλοι πού κρατᾶνε ὁλόκληρο τό τεῖχος τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔγιναν τά ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο!
Ἀρχιμ. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025



Ἀγάπη καί Ἐλευθερία
Πρόσωπο εἶναι τὸ ὂν ἐν κοινωνίᾳ καὶ πρόσωπα γινόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὅταν ὁ Καλὸς Ποιμένας καλεῖ τὰ δικά του πρόβατα μὲ τ΄ ὄνομά τους καὶ τὰ ὁδηγεῖ, ἡ κλήση αὐτὴ ἀποτελεῖ εἴσοδο σὲ μία ζωὴ κοινωνίας. Ἕνα ὄνομα, δοσμένο σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, ἀποκτᾶ συγχρόνως καὶ μοναδικότητα, καθὼς ἕνας μοναδικὸς ἄνθρωπος καλεῖται μέσῳ αὐτοῦ, ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καί σὲ Ἐκκλησία. Ὁ καθένας εἶναι ἕνα ὄνομα μοναδικό, τὸ ὁποῖο ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ὁλοκληρωμένων ὑπάρξεων καὶ ὄχι μάζα, ἀποτελούμενη ἀπὸ κομμάτια. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν προσωπείων. Ἡ κοινωνία τῶν προσωπείων εἶναι τὸ σύνολο τῶν εἰδώλων, τὸ σύνολο τῶν ἀποσπασματικῶν ὑπάρξεων, τὸ σύνολο τῶν μοναχικῶν ἀτόμων καὶ γι’ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν ψευδῶν ἑαυτῶν.
Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γιὰ νὰ φτάσουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ κινηθοῦμε τόσο ἐν ἐλευθερίᾳ ὅσο καὶ ἐν ἀγάπῃ. Ἡ λύση τοῦ προσωπείου εἶναι ἡ εὔκολη λύση, εἶναι ἡ λύση τῆς ἀκινησίας, τῆς παγίωσης τῶν ἀποστάσεων, τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς νεκρικῆς σιγῆς τῆς ἀδράνειας τοῦ εἰδώλου, ἔστω καὶ ἂν πολλὲς φορὲς δίνεται ἡ ἐντύπωση τῆς τάξης καὶ τῆς ἡσυχίας.
Ἀντίθετα, μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἐπαναπαύεσαι. Ἡ ἐλευθερία ἐπιβεβαιώνει ἢ ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ τὶς ἐπιλογὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ καλεῖ σ΄ αὐτὴ τὴν διαρκῆ ἀνοιχτὴ ἐπικοινωνία. Ὁ χειρότερος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἡ ρήξη μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ἀπόθεση τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ βύθιση σὲ μία σχέση, ὅπου ὁ Δημιουργὸς ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναντίρρητη ὑπεροχὴ συντρίβει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Πρέπει νὰ κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἂν τυχὸν δὲν κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ, καὶ ἂν τυχὸν θελήσεις νὰ ἀποθέσεις τὸν ζυγὸ τῆς ἐλευθερίας, τότε δὲ θὰ νιώσεις ποτὲ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς, τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν πάλη τῆς ζωῆς, τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχεις μέσα σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὁποία ἔχεις πλαστεῖ. Χωρὶς ἐλευθερία, τὰ δῶρα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ἄνθρωπο θὰ μείνουν γιὰ πάντα ἀνενεργὰ καὶ ἀκατανόητα.
Ἡ φύση μας, ὅπως λέει ἡ ἀρχαία τραγωδία ἀλλὰ κι ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι νὰ ἀγαπάει. Ὅταν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ν’ ἀγαπᾶ, ὄχι συναισθηματικὰ ἀλλὰ νὰ νιώθει αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Θεία Λειτουργία, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου, τότε παραχωρεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸν ἄλλον.
Γιὰ τὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ κατάργηση τῆς ἀτομικότητας ἰσοδυναμεῖ μὲ καταστροφή. Γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὅμως ἄνθρωπο, ἡ κίνηση αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἕνωση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ στιγμή, ποὺ ἀποκαλύπτεται μία διάσταση πέρα ἀπὸ τὸ «εἶναι» καὶ τὸν χωροχρόνο. Εἶναι ἡ στιγμὴ συνάντησης μὲ τὴν ἀληθινὴ φύση καὶ τὴν κατὰ χάριν θέωση. Ὁπότε φτάνει ἡ στιγμὴ ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ ἀγαπᾶ. Μὲ τὴν ἀγάπη διαστέλλεται καὶ παίρνει τὶς πραγματικές του διαστάσεις. «Ζῶ γιὰ τὸν ἄλλο» σημαίνει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι κὰν μία προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἂν φτάσω σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ νιώσω ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ ἑαυτός μου, οὐσιαστικὰ θωρακίζω τὸ πρόσωπό μου.
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025


Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ κ' ἡ πάχνη δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κ' ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ καὶ δὲ μ' ἀφήνει ὁ πόνος.
Σὰν παίρνης τὸν κατήφορο, τὴν ἄκρη τὸ ποτάμι,
μὲ τὸ πλατὺ πουκάμισο, μὲ τ΄ ἄσπρο σου ποδάρι,
χαμήλωσε τὴν μπόλια σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν,
καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ΄ ἀηδόνια.
Σύρε νὰ εἰπῆς τῆς μάννας σου, νὰ μὴ σὲ καταρειέται,
τί θὰ τὴν κάμω πεθερά, τί θὰ τὴν κάμω μάννα.
Ἄιντε καὶ βάνε τ΄ ἄρματα, κ' ἔλα στὴν Κρύα Βρύση,
νὰ περπατᾶμε στὰ βουνά, στῆς Λιάκουρας τὰ χιόνια,
νά ΄σαι τ΄ς αὐγούλας ἡ δροσιὰ καὶ τοῦ Μαγιοῦ ἡ πάχνη,
καὶ μέσα στὸ λημέρι μου νὰ λάμπης σὰν τὴν Πούλια.
Αἱ παραλλαγαὶ τοῦ ἄσματος ἔχουν διαφορετικὸν γύρισμα ἑκάστη (οἶον, Ἑλένη μου, Ἑλένη, Ἑλένη φιλημένη κτλ., κάτω μπιρμπίλι μου ἡ πέρδικα, γειά σου, μωρὴ Βλάχα μου, Δέσπω βραχούλα μ', Δέσπω τοῦ Λιακατᾶ κ.τ.τ.).

Τὸ τελευταῖον, ἂν μὴ καὶ τὸ προηγούμενον, ἀναφέρεται εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ καπετάνιου τῆς Ἀρτοτίνας τῆς Δωρίδας Νίκου Λιακατᾶ, ἀγαπητικὴν τοῦ ἀρματωλοῦ τῆς Βουνιχώρας Ἀλικούρη.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025


Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα!

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ἤ Νικηταρᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἥρωες τοῦ 1821, πέθανε στήν ψάθα ζητιανεύοντας στά σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια κρατική ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε τίς θέσεις στούς ἐπαῖτες, εἶχε ὁρίσει γιά τόν ἥρωα μία θέση κοντά στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ ἐκκλησία της Εὐαγγελίστριας ὅπου τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐπαιτεῖ κάθε Παρασκευή. Τόση ἦταν ἡ φτώχεια τοῦ σχεδόν τυφλοῦ πλέον στρατηγοῦ. Ἡ πολιτεία τοῦ εἶχε δώσει μία μικρή τιμητική σύνταξη πού δέν ἔφθανε οὔτε γιά νά ἀγοράσει ψωμί γιά τήν ἄρρωστη γυναίκα του.
Ἡ περιπέτεια τοῦ ἥρωα ἔφθασε στά αὐτιά πρέσβη Μεγάλης Δυνάμεως, ὁ ὁποῖος ἐνημέρωσε σχετικά τήν κυβέρνησή του. Ἔτσι κάποια στιγμή ἀπεσταλμένος τῆς πρεσβείας βρέθηκε στή θέση πού ζητιάνευε ὁ στρατηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς τόν κατάλαβε μάζεψε ἀμέσως τό ἁπλωμένο του χέρι.
-Τί κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ἀπεσταλμένος.
-Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα! ἀπάντησε περήφανα ὁ ἥρωας.
-Μά ἐδῶ τήν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στόν δρόμο;
-Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιά νά ζῶ καλά, ἀλλά ἐγώ ἔρχομαι ἐδῶ γιά νά παίρνω μία ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀντέτεινε ὁ περήφανος Νικηταρᾶς.
Εἶδε καί ἀπόειδε ὁ ξένος καί γύρισε νά φύγει χαιρετώντας εὐγενικά.
Φεύγοντας ὅμως, ἄφησε νά τοῦ πέσει ἕνα πουγγί μέ χρυσές λίρες, ὥστε νά μήν προσβάλει τόν πάμφτωχο στρατηγό. Ὁ Νικηταρᾶς ἄκουσε τόν ἦχο, ἔπιασε τό πουγγί, τό ψηλάφισε καί φώναξε στόν ξένο:
-Σοῦ ἔπεσε τό πουγγί σου. Πάρτο γιά νά μήν τό βρεῖ κανείς καί τό χάσεις!

T

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε τό 1782 στό χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης καί ἦταν γιός τοῦ κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα καί τῆς Σοφίας Καρούτσου,  ἀδελφῆς τῆς γυναίκας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, γεννήθηκε τό 1784 στό χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σέ ἡλικία 11 χρονῶν βγῆκε στό κλαρί μέ τήν ὁμάδα τοῦ πατέρα του καί στή συνέχεια ἐντάχθηκε  στό  σῶμα τοῦ πρωτοκλέφτη Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη, τοῦ ὁποίου ἀργότερα παντρεύτηκε τήν κόρη  Ἀγγελίνα.  Ἡ  ἀνδρεία  καί τά σωματικά του προσόντα  τόν  ὁδήγησαν  τό  1805 στή ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στό ρωσικό τάγμα, πού πολέμησε τόν Ναπολέοντα στήν Ἰταλία.  Ἀργότερα, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο γιά  νά  ὑπηρετήσει  αὐτή  τή φορά τούς Γάλλους, πού εἶχαν καταλάβει τό νησί.  Στίς 18 Ὀκτωβρίου  1818,  ἐνῶ βρισκόταν στήν Καλαμάτα, μυήθηκε στήν Φιλική Ἑταιρεία.  Μέ  τόν θεῖο του, Θεόδωρο  Κολοκοτρώνη,  καί  τον  Παπαφλέσσα  συνέβαλε  στήν προετοιμασία τοῦ Ἐθνικοῦ Ξεσηκωμοῦ καί στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκε στήν Καλαμάτα μαζί μέ τούς ἄλλους στρατιωτικούς ἀρχηγούς.
Ἀπό τήν ἀρχή ἐνστερνίσθηκε τό στρατηγικό σχέδιο τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καί πῆρε μέρος σέ ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις γιά τήν κατάληψη τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῶν Ὀθωμανῶν στήν Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Βαλτετσίου στις 12 Μαΐου 1821, ἐνῶ ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή του στή Μάχη τῶν Δολιανῶν στις 18 Μαΐου 1821, ὅπου ἀνέδειξε στό ἔπακρο τίς στρατιωτικές του ἱκανότητες. Ἐπικεφαλῆς μόλις 600 ἀνδρῶν κατανίκησε τόν στρατό τοῦ Κεχαγιάμπεη πού ἀνήρχετο σέ 6.000 ἄνδρες καί σχεδόν τόν ἀποδεκάτισε. Γι' αὐτόν τόν πραγματικό του ἄθλο, οἱ συμπολεμιστές του τόν ὀνόμασαν Τουρκοφάγο.
Μέχρι τό τέλος τοῦ Ἀγώνα ὁ Νικηταρᾶς ἦταν στήν πρώτη γραμμή, πολεμώντας εἴτε στήν Πελοπόννησο εἴτε στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα, ὅπου συνεργάστηκε μέ τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καί τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Πῆρε μέρος στήν Ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καί ἦταν ἀπό τούς λίγους ἀρχηγούς πού ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στή διανομή τῶν λαφύρων. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Ἁγιονορίου στις 26-28 Ἰουλίου 1822, πού ἀποτελείωσε τή στρατιά τοῦ Δράμαλη δύο μέρες μετά τή Μάχη στά Δερβανάκια. Ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ ἀνδρός φάνηκε γιά μία ἀκόμη φορά, ὅταν ἀπό τό πλῆθος τῶν λαφύρων τῆς μάχης πείστηκε νά δεχθεῖ ἕνα πανάκριβο σπαθί, τό ὁποῖο ἀργότερα προσέφερε στόν ἔρανο γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Μεσολογγίου. Κατά τή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά φρόντισε πάντα νά ἐπιδιώκει τόν συμβιβασμό καί τή συνεννόηση.
Μετά τήν Ἀπελευθέρωση τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Καποδίστρια κι ἔγινε ἕνας ἀπό τούς στενότερους συνεργάτες τοῦ Κυβερνήτη. Πῆρε μέρος στήν Δ' Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους το 1829, ὡς πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Ἐπί Ὄθωνος περιέπεσε σέ δυσμένεια, ἐπειδή ὑποστήριζε τό ἀντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε τό 1839 ὡς ἀρχηγός συνωμοτικῆς ὁμάδας, ἀλλά στή δίκη του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1840, ἀθωώθηκε ἐλλείψει στοιχείων. Ἐντούτοις, ἡ κράτησή του παρατάθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη βλάβη ἡ ὑγεία του καί σχεδόν νά τυφλωθεῖ. Ἀποφυλακίστηκε στίς 18 Σεπτεμβρίου 1841 καί ἀποτραβήχτηκε μέ τήν οἰκογένειά του στόν Πειραιά.

Μετά τήν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμός τοῦ ὑποστρατήγου καί ἔλαβε μία τιμητική σύνταξη, ἡ ὁποία ἦταν ὁ μόνος πόρος τῆς ζωῆς του. Τό 1847 διορίσθηκε μέλος τῆς Γερουσίας καί δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849, ἔφυγε ἀπό τή ζωή σέ ἡλικία 67 ἐτῶν. Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέκτησε δύο κόρες κι ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη Σταματελόπουλο, πού ἀκολούθησε καριέρα στρατιωτικοῦ.

 Τετράδιο 144 * Μάρτιος 2012

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025


Τὰ δύο μαχαίρια
Λίγο πρίν τήν σύλληψή Του, ὁ Χριστός θέλοντας νά ὑπενθυμίσει στούς μαθητές Του τήν προφητεία “καί μετά ἀνόμων ἐλογίσθη”, ὅτι δηλ. θά τόν θανατώσουν σάν ἕνα κοινό ἐγκληματία, τούς εἶπε: ὅποιος δέν ἔχει μαχαίρι νά ἀγοράσει. Τότε οἱ ἀπόστολοι, χωρίς νά καταλάβουν τί τούς ἔλεγε, εἶπαν: Νά, Κύριε, ὑπάρχουν ἐδῶ δύο μαχαίρια!
Γιατί δύο μαχαίρια καί ὄχι τρία ἤ τέσσερα ἤ…;
Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἔχομε μπροστά μας δύο μαχαίρια:
• Τό ἕνα στρέφεται πρός τά ἔξω, στούς ἄλλους· καί τό ἄλλο στρέφεται πρός τά μέσα, στόν ἑαυτό μας.
• Τό ἕνα προκαλεῖ βλάβη στόν διπλανό μας, ὅπως τό μαχαίρι πού χρησιμοποίησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά νά κόψει τό αὐτί τοῦ ὑπηρέτη τοῦ ἀρχιερέα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό μαχαίρι, ὁ Χριστός εἶπε νά ἐπιστραφεῖ στήν θήκη του.
• Τό ἄλλο μαχαίρι (ἐκεῖνο πού στρέφεται πρός τά μέσα) εἶναι αὐτό μέ τό ὁποῖο κόβουμε - πρέπει νά κόβουμε - ὄχι τούς ἄλλους ἀλλά τόν ἑαυτό μας, δηλ. τά πάθη μας.
• Τό ἕνα τό κρατᾶνε στά χέρια τους τά ἔθνη, γιά νά προκαλοῦν μεταξύ τους πολέμους καί νά ἀλληλοεξοντώνονται.
• Τό ἄλλο τό κρατᾶμε ὁ καθένας στά δικά του χέρια γιά νά ἀφαιρεῖ ἀπό ἐπάνω του ὁ,τιδήποτε τόν ἐμποδίζει νά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσο λιγότερο οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν τό κακό μέσα τους, τόσο περισσότερο θά πολεμοῦν τόν διπλανό τους, τόν γείτονά τους καί τά ἄλλα κράτη. Καί ἀντίστροφα. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ κακοῦ τόσο λιγότερη θά εἶναι ἡ ἀνάγκη νά μάχονται μέ τόν ἐξωτερικό ἐχθρό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος “χύνει” λιγότερο δικό του αἷμα πολεμώντας τό κακό μέσα στήν καρδιά του, ἀναπόφευκτα θά χύσει περισσότερο ξένο αἷμα, τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ αὐτοδικαίωση καί ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός πᾶνε μαζί χέρι-χέρι!
Ἐκεῖνος πού δέν ψάχνει νά βρεῖ τόν ἐχθρό πού ἐμφωλεύει μέσα του, ὁπωσδήποτε θά τόν βρεῖ ἔξω!
Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἡμέρα, κάθε στιγμή, μέσα στά μύχια τῆς καρδιάς του διεξάγει ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο μέ τόν ἑαυτό του. Ἄν σ᾽ αὐτόν τόν πόλεμο δέν δείξει παλληκαριά καί ἠττηθεῖ, σίγουρα θά τόν προεκτείνει καί πρός τά ἔξω, στούς ἀδελφούς του!
• Ἐκεῖνος πού δέν ἀγωνίζεται νά σταυρώνει καθημερινά τόν ἑαυτό του καί τά πάθη του, νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά σταυρώνει καθημερινά τούς ἄλλους.
• Ἐκεῖνος πού δέν σηκώνει καθημερινά τόν δικό του σταυρό, πρόσεξε καί θά τό ἰδεῖς, θά τόν τοποθετεῖ στήν πλάτη τῶν ἀλλων!
Μή σᾶς φανεῖ περίεργο τό ὅτι πολλές φορές ἀναρωτιόμαστε γιατί δέν ἔχομε μέσα μας εἰρήνη καί γαλήνη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἀκόμη δέν ξεκινήσαμε τόν πόλεμο μέ τόν ἑαυτό μας. Καί γιατί δέν τόν ξεκινήσαμε; Μά γιατί δέν ἔχομε τήν διάθεση νά τό παραδεχθοῦμε ὅτι πράγματι μέσα μας ἔχομε ἕνα ἐχθρό ὁ ὁποῖος δέν παύει κάθε στιγμή νά μᾶς κλέβει καί νά μᾶς τραυματίζει. Ἐνῶ αὐτός δουλεύει ἔντεχνα γιά τήν ἀπώλειά μας, ἐμεῖς καμαρώνουμε καί λέμε πώς ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, ὀφείλεται σέ ἐξωτερικές αἰτίες!..
Τί κρῖμα! Τί κρῖμα! Ἄνθρωπος πού ποτέ δέν ἔκατσε νά σκεφτεῖ τήν καλωσύνη καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποτέ δέν θά ἀναλάβει ἕνα τέτοιο ἀγώνισμα.
Γιατί;
Ἐπειδή ἔγινε ὁ ἴδιος νομοθέτης τοῦ ἑαυτοῦ του! Νόμο ἔχει τό προσωπικό του συμφέρον! Ἔμπνευσή του ἔχει τήν φιλαυτία του! Σκοπό καί στόχο του ἔχει τήν αὐταρέσκεια· καί γιά Θεό λατρεύει - ποιόν ἄλλο; - τόν ἑαυτούλη του!
Fulton Sheen