Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025



Τὸ γράμμα στὴν Ἀμερικὴ
Πᾶσαν φορὰν ὅταν ἔφθανα στὴν πατρίδα μου, ἀνὰ πᾶν τρίτον ἢ τέταρτον ἔτος, μὲ συνήντα καὶ μοῦ προσέφερε γενναίως τὰ ξένια ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος. Ὄχι ὅμως γενναιότερον ἀπὸ ἕνα δεύτερον θεῖόν μου, τὸν καπετὰν Γεωργὸν τὸν Ἀγαγᾶν, ὅστις ἐθυσίασέ ποτε ὁλόκληρον χῆνα καὶ ἤνοιξε μέγα βυτίον ροδίτου οἴνου, κεφαλοκρούστου, πρὸς τιμήν μου. Τὴν θυσίαν ταύτην ἔκαμεν εἰσάπαξ, δι᾿ ὅλας τὰς ἑκάστοτε ἀφίξεις μου, τάς τε παρελθούσας καὶ τὰς μελλούσας, διὰ νὰ μὴ ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος Μπεφάνης ἦτο παλαιὸς φίλος μου. Ἄλλοτε, στὴν νεότητά του, εἶχε μαγαζὶ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο «ἐμπορορράπτης». Ὅταν ἤθελες νὰ ψωνίσῃς, καὶ εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40. Εἰς ὀλίγον καιρὸν τὸ ἔκλεισεν. Εὐτυχῶς εἶχε προφθάσει νὰ νυμφευθῇ, κ᾿ ἐπῆρε καλὴν προῖκα. Κατόπιν ἀπέκτησε δύο υἱούς, ὕστερον ἐχήρευσεν· ἐνυμφεύθη ἐκ δευτέρου καὶ πάλιν ἐπῆρε κτήματα ὡς προῖκα. Ἐγέννησε πάλιν τέκνα, κ᾿ ἐγήρασε συζῶν μὲ τὴν δευτέραν γυναῖκά του.
Κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς χρόνους, ὅταν μὲ συνήντα ἐπανελθόντα ἀρτίως εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ μὲ ἔκαμε τὴν συνήθη δεξίωσιν, εἶτα, συνήθως κατὰ τὴν δευτέραν συνάντησίν μας, ἤρχιζε πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν, καὶ ὑπέβαλλε μίαν ἀπαράλλακτον πρότασιν.
― Ξέρεις ὅτι τὰ δυὸ παιδιά μου, ὁ Γιωργὴς κι ὁ Παυλάκης, εἶναι ἀπὸ χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ δὲν μοῦ γράφουν τί γίνονται. Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.
Εὐτυχῶς ὁ Μπεφάνης, συνήθως τὴν Κυριακήν, ἔλεγε μίαν ἡμέραν νὰ κάμῃ αὐτό, τὸ ἐξανάλεγε μάλιστα πολλὲς φορὲς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας, κατόπιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, δὲν εἶχε πλέον κέφι, δὲν ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ ὅ,τι εἶπε τὴν προτεραίαν, ἴσως διότι τοῦ ἐφαίνετο ἀνιαρόν, κ᾿ ἐκάθητο ἐν ἡσυχίᾳ διὰ νὰ χωνέψῃ, ἐπειδὴ ἦτον «ἀποκαής», καθὼς λέγουν.
Τὴν Τρίτην ἐπήγαινε στὸν ἐλαιῶνα, ὅπου εἶχεν ἐργάτας νὰ ποτίζουν τὰ δένδρα, τὴν Πέμπτην στὸ ἀμπέλι, ὅπου εἶχεν ἀργολόγι ἢ θειάφισμα, κτλ. Τὸ Σάββατον τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸ χωράφι, ἦτο πολὺ κουρασμένος, καὶ τὴν Κυριακὴν ἀπολείτουργα εἶχε συνεδρίασιν, καθότι ἦτο δημοτικὸς σύμβουλος. Τὸ ἀπόγευμα ἔπαιζε κοντσίνα ἢ πρέφα, καὶ τὸ βράδυ ἂν τὸν συνήντων, παρουσίᾳ καὶ ἄλλων πολλῶν, ἡ ὁμιλία θὰ ἦτο μακρὰ καὶ θορυβώδης, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς καὶ χῶρος διὰ νὰ μοῦ ξαναπῇ ὅ,τι ἅπαξ μοῦ εἶχεν εἴπει.
Μετὰ τρία ἔτη πάλιν, ὅταν ἐπανῆλθα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, μ᾿ ἐδεξιώθη ὁ Μπεφάνης, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ:
― Οὔτε γράμμα οὔτ᾿ ἐνθύμηση, μὲ ξέχασαν κεῖνα τὰ παιδιά. Ἔχουν ἑφτὰ χρόνια ποὺ λείπουν, τέσσερα ἔχουν νὰ μᾶς γράψουν. Νὰ πιάσῃς νὰ μοῦ συντάξῃς ἕνα γράμμα, ἀγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, ἐσὺ ξέρεις τί γλῶσσα περνᾷ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά· στὸ Μπουὲνς-Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴ Βρασιλία. Νὰ γράψουμε στὸν Πρόξενό μας ἐκεῖ, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ ξέρῃ ρωμέικα, ἴσως νὰ εἶναι ντόπιος ἀποκεῖ. Θέλετε πάλι νὰ τὸ στείλουμε στὸν διευθυντὴ τῆς ἀστυνομίας; ἐσὺ ξέρεις. Νὰ μοῦ τὸ σκαρώσῃς καλά, νὰ τὸ κουρδίσῃς, καὶ νὰ τὸ στείλουμε. Πότε λὲς νὰ τὸ κάμουμε;
―Ὅποτε θέλῃς.
― Καλά, ἔχουμε καιρό.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ κακὴ καὶ ἀστεία φήμη πολλὰ μὲ εἶχεν ἐνοχλήσει. Γυναῖκες, γέροντες τῆς ἀγορᾶς, θαλασσινοὶ καὶ χερσαῖοι ἄνδρες, ὅπου μ᾿ εὕρισκαν, μ᾿ ἐφορτώνοντο νὰ τοὺς κάμω τὴ «σύσταση», νὰ τοὺς γράψω δηλαδὴ τὴν ἀδρέσσα ἢ τὸ πανώγραμμα ἀγγλιστὶ διὰ τὰς διαφόρους Πολιτείας καὶ πόλεις τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὑπομονή ! Ἀλλ᾿ ἤρχοντο στὴν πτωχικὴν πατρικήν μου οἰκίαν καὶ μ᾿ ἐπολιορκοῦσαν. Ἄλλος πατριώτης εἶχεν ἀποθάνει σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἢ εἶχε πνιγῆ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πέλαγα, κ᾿ ἐστέλλοντο ἔγγραφα δικαστικὰ ἑτερόγλωσσα, καὶ μοῦ τὰ ἔφεραν διὰ νὰ τὰ μεταφράσω. Ἄλλος ἦτον ἀγράμματος, παραπλανημένος εἰς μακρινήν τινα πόλιν, κ᾿ ἔβαλλεν Ἀμερικανὸν φίλον του νὰ τοῦ κάμῃ γράμμα πρὸς τοὺς οἰκείους, ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε γεννηθῆ ἐκ πατρὸς πατριώτου μου εἰς τὴν Αὐστραλίαν ἢ τὴν Καλκούταν καὶ δὲν ἤξευρε ἑλληνικά· ἄλλος εἶχε ξεχάσει τὴν γλῶσσαν σαράντα χρόνια ποὺ ἔλειπε, κ᾿ ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε νυμφευθῆ Ἀμερικανίδα, καὶ αὐτὴ θέλουσα νὰ φανῇ εἰρωνικῶς φιλόφρων πρὸς τὴν ἀγνώριστον πενθεράν της ―εὐτυχῶς δι᾿ ἀμφοτέρας δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ γνωρισθῶσι ποτέ― ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὤφειλα νὰ τὰ μεταφράσω. Θεέ μου! Καὶ ἦσαν τόσοι καὶ τόσοι στὸ χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, μορφωμένοι εὐπρόσωποι, καλλωπισμένοι. Καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτευμένοι ἐπανέκαμπτον ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ κανεὶς δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ σωστὰ ἕνα γράμμα. Ὤ! τί βάσανον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι σχεδὸν καμμία καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἐστοχάσθη ὅτι αὐτὸ ἦτον κόπος, καὶ ἂν ὤφειλε νὰ δώσῃ ἀντάλλαγμα διὰ τὸν κόπον. Πλὴν ἀξιοπρεπέστερον δι᾿ ἐμὲ θὰ ἦτο νὰ μὴ ἐδεχόμην ποτὲ ἀμοιβήν, ἀπείρως ὅμως εὐκτότερον νὰ μ᾿ ἄφηναν εἰς τὴν ἡσυχίαν μου, εἰς τὴν ὀλιγάρκειάν μου. Εἶχα ἐγὼ ἐργασίας νὰ κάμω, κ᾿ ἐβιαζόμην νὰ τὰς ἀφήσω, διὰ νὰ κάμω τὰς ἀλλοτρίας. Εἶχα ἐγκαταλίπει τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, παραιτηθεὶς πρὸ πολλοῦ πᾶν δικαίωμα κληρονομίας, ἰδιοκτησίας, κτλ., κ᾿ ἔπρεπε νὰ φροντίζω διὰ τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὑπῆρξαν καὶ ἄνθρωποι ἐλθόντες νὰ μὲ συμβουλευθῶσι διὰ δικαστικὰς ὑποθέσεις. Καὶ ὅταν ὡμολόγησα ὅτι δὲν ἐννοοῦσα σκρὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, σείοντες τὰς κεφαλὰς ἔλεγον πρὸς ἑαυτούς: Καὶ τί γράμματα ξέρει λοιπόν;
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025



















Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ
Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.
Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.
Παῦλος Νιρβάνας

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025


Κάποια γυναίκα πάμφτωχη
Ἦταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ' ἕνα μικρό χωριό τῆς Αἰτωλοα­καρνανίας καί εἶχε τρία παιδιά. Κατάφερε νά τά μεγαλώσει μέ ἀπίστευ­τες στερήσεις καί δυσκολίες, ὅμως μέ μιά μοναδική ἀξιοπρέπεια. Ἡ κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή τῆς Παναγίας τοῦ 1998. Τήν ἑπόμενη μέρα, 15 Αὐγούστου, τό φτηνό φέρετρο μέ τή σορό της ἦταν πάνω στήν καρότσα τοῦ μικροῦ ἀγροτικοῦ ἡμιφορτηγοῦ τοῦ ἱερέα καί κατευθυνόταν πρός τό κοιμητήριο.
Ἀκολουθοῦσαν μερικοί συγχωριανοί της καί συζη­τοῦσαν γιά τά βάσανα πού εἶχε περάσει, ὅταν ξάφνου εὐωδίασε ὁ τό­πος· χιλιάδες ἄνθη καί λουλούδια νά ὑπῆρχαν, δέν θά μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν καί ἀπόρησαν. Δέν εἶχαν ἐξήγηση.
Ἀνάμεσα σ' ἐκείνους πού τή συνόδευαν ἦταν κι ἕνα πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα Ἀμβρόσιου*, πού λίγες μέρες μετά πῆγε καί τοῦ ἀνέφερε τό γεγονός. Τοῦ εἶπε μόνο πώς μιά γυναίκα πέθανε καί εὐωδίασε ὁ τόπος. Ἐκεῖνος στήν ἀρχή ἔμεινε σιωπηλός. Ἔπειτα μπῆκε στό δωμάτιό του, ἔμεινε γιά λίγο καί ἐπέστρεψε.
- Αὐτή ἁγίασε, ἀπάντησε. Καί ξέρεις τόν λόγο; Γιατί ποτέ στή ζωή της δέν παραπονέθηκε.
Τέτοιους ἀνθρώπους θέλει ὁ Θεός, γιά νά γεμί­σει τόν Παράδεισο καί νά κάνει τή Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;
* Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης 

Ὁ Πνευματικός τῆς Μονῆς Δαδίου (1912-2006)

Τετράδιο 115 * Ἰούλιος 2009

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025



Ἐπιστροφὴ στὸ βουνό
Δὲ θὰ ξανάρθω πιὰ κοντά σου
νὰ μὴν ἀκούσεις τὸ ποτάμι
ποὺ μὲς στὸ στῆθος μου κυλᾷ.
Ἂν δεῖς τὸν ἥλιο νὰ σοῦ γνέφει
τὸν ἕσπερο νὰ σὲ ρωτᾷ,
βάλε τὰ σπάρτα τὰ μαλλιά σου
τὶς μυγδαλιὲς στὴν ἀγκαλιά σου
κι᾿ ἔβγα νυφούλα στὰ βουνὰ
Ἔβγα νυφούλα στὰ βουνά.
κι᾿ ἂν σὲ ρωτήσουνε τ᾿ ἀλάφια,
ἂν σὲ ρωτήσουν τὰ πουλιά,
πές τους: θὰ βγῶ μὲ τὸ φεγγάρι,
μὲ τρεῖς ἀγγέλους συντροφιά!
Διπλὸ γαρύφαλλο στ᾿ ἀφτί μου,
ἡ μάνα μου καὶ τ᾿ ἄλογό μου,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κ᾿ ἑφτὰ παιδιά!
Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025


Περὶ ἀγάπης...
Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.
Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.
- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.
- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:

- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025


Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημο του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».

Φώτης Κόντογλου

Τετράδιο 140 * Νοέμβριος 2011

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025


Ἡ Θεοσκέπαστη
Ἄξαφνα ψίθυρος σιγανότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνὴ ἱκέτις, μπερδεύοντας μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἐρημίας καὶ τῆς θαλάσσης, ἔφτασε στ᾿ αὐτιά μας. Χείλη γυναικεία ἔψελναν ὕμνους χριστιανικούς. Κάτω ἀπ᾿ τὰ ἐρείπια τοῦ κάστρου τῶν Φράγκων, ἡ ταπεινὴ μελωδία τῆς Ὀρθοδοξίας, βεβαίωση τῆς συνέχειας, τί συγκίνηση ποὺ ἦταν!
Σὰν νὰ μᾶς ἔσεισε ἀγέρας βίαιος. Κάμαμε ἀκόμα λίγα βήματα. Καὶ τότε πρόβαλε μπρὸς στὰ μάτια μας, ὅραμα θαμπωτικό, ἀλησμόνητο γιὰ πάντα, ἄσπρο, πάλλευκο: ἡ «Θεοσκέπαστη». Πάνω ἀπ᾿ τὰ κρεμαστὰ νερά, στὸν ἄγριο βράχο, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἡφαίστειο.
Οἱ ὕμνοι τώρα ἔρχονται πιὸ καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στὴ Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ἦταν τὸ ξωκκλήσι, καθὼς ὅλα τὰ ξωκκλήσια τῶν Ἑλλήνων. Μονάχα ἕνα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Καὶ μπρὸς στὸ Ἱερό, κάτω ἀπ᾿ τὸ φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στὶς πλάκες, μὲ σκυφτὸ κεφάλι, ἀποτραβηγμένες στὴ δέησή τους, μονάχες μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὸ Θεό, ξιπόλυτες, οἱ μαυροφορεμένες γυναῖκες, ποὺ εἴχαμε δεῖ ἀπὸ μακριά, ἔψελναν. Ἡ μιὰ διάβαζε τὰ τροπάρια ἀπ᾿ τὴ Σύνοψη, οἱ ἄλλες, οἱ ἀγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Εἶχαν ἀνάψει τὰ καντήλια, ἔξω ἦταν τὸ πέλαγο, τὰ «συστήματα τῶν ὑδάτων» ὅλα ἦταν κατάνυξη κ᾿ ἐρημιά. Οἱ γυναῖκες λέγαν τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος:
«Προστασίαν καὶ σκέπην ζωῆς ἐμῆς τίθημί σε, Θεογεννῆτορ Πάρθενε, σὺ μὲ κυβέρνησον πρὸς τὸν λιμένα σου». «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου, Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν».
Ἄκουσαν τὰ βήματά μας, μὰ ἦταν σὰ νὰ μὴν εἴμαστε, μήτε κἂν γύρισαν πρὸς τὰ ἐμᾶς. Ἔτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στὰ μαῦρα, ἱκέτιδες.
Μᾶς συνεπῆρε κ᾿ ἐμᾶς τὸ μυστήριο, ἡ κατάνυξη, γινήκαμε σὲ λίγο μαζί τους ἕνα, προσευχηθήκαμε κ᾿ ἐμεῖς γιὰ ὅ,τι ἀγαποῦμε καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Σὰν τέλειωσε ἡ παράκληση κ᾿ οἱ γυναῖκες σηκωθῆκαν ἀπ᾿ τὶς πλάκες, ὠχρές, γαλήνη ἦταν στὸ πρόσωπό τους πολλή. Μᾶς τριγυρίσανε, εἶπαν τὰ δικά τους, εἴπαμε τὰ δικά μας. Ἡ μιὰ εἶχε παιδὶ σκοτωμένο στὸν πόλεμο, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ στὸ στρατό, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ ποὺ ταξιδεύει στὴ θάλασσα. Κάθε χρονιὰ ἔχουνε τάμα νὰ πάρουν βόλτα ὅλο τὸ νησί, μὲ τὰ πόδια, ν᾿ ἀνάψουν τὰ καντήλια στὰ ξωκκλήσια. Ἔτσι ξεκινήσανε καὶ φέτος. Μὲ τὰ χαράματα πέσαν στὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸν Πύργο, ξιπόλυτες, κ᾿ ἡ σκόνη σκέπαζε τὰ σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Τώρα, ὕστερα ἀπ᾿ τὴ χάρη της, μετὰ τὴ Θεοσκέπαστη, θ᾿ ἀνηφορίζαν γιὰ τ᾿ ἄλλα τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὰ δυτικά.
Βγάλανε ἀπ᾿ τὸ μπογαλάκι τους τὸ γιόμα τους, ψωμὶ σταρένιο, τὶς μικροσκοπικὲς ντομάτες τῆς Σαντορίνης, ψαράκια τῆς τράτας τηγανητά. «Ἤντλησαν» νερὸ ἀπ᾿ τὴ μικρὴ στέρνα, νερὸ βρόχινο, μᾶς φιλέψαν νερὸ καὶ ψωμί. Δὲ θέλαμε νὰ τοὺς τὸ στερήσουμε ποὺ τὸ εἶχαν λιγοστὸ - τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό. Μὰ ἐπιμένανε νὰ τὸ πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικὰ μὲς στὰ μάτια, σὰν νὰ τὸ γυρεῦαν γιὰ χάρη.
«Τώρα μᾶς ἕνωσε ἡ Θεοσκέπαστη», εἶπαν.

Ἠλίας Βενέζης

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025



Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Στειρίτης
Στὶς 7 Φεβρουαρίου, τελεῖται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Στειρίτου. Τὸ μοναστήρι ποὺ τιμᾶ τ’ ὄνομά του βρίσκεται κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι κι' ἀπὸ τοῦτο λέγεται κι' ἅγιος Λουκᾶς ὁ Στειρίτης ἢ Νέος, γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἔζησε 890 χρόνια πρωτύτερα. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι φημισμένο κ' ἡ ἐκκλησιὰ του εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ' ὅσες σώζουνται ἀπὸ κεῖνον τὸν καιρό, στολισμένη μὲ ψηφιὰ καὶ μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα. Πηγαίνει κανένας στὸ μοναστήρι ἀπὸ τὸ Δίστομο. Εἶναι χτισμένο σὲ ἔμορφο μέρος, κοντὰ στὸ βουνὸ ποὺ τὸ λέγανε στ' ἀρχαῖα Ἑλικώνα καὶ σήμερα τὸ λένε Παληοβούνα.
Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ἀλλὰ οἱ παπποῦδες του φύγανε ἀπὸ τὸ νησί, σὲ καιρὸ ποὺ ρήμαξε ἀπὸ τοὺς πειράτες μπαρμπερίνους, καὶ πήγανε στὰ μέρη τῆς Ἰτέας. Ἐκεῖ πέρα γεννήθηκε ὁ πατέρας του Στέφανος, κ' ὕστερα πῆγε καὶ παντρεύτηκε στὸ χωριὸ Καστρί, ποὺ ἤτανε κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ ἅγιος Λουκᾶς, στὰ 896 μ.X. Γιὰ τοῦτο λέγει ἕνα τροπάριό του: «Ἡ πόλις ἀγάλλεται Δελφῶν καὶ ταύτης ἡ ὅμορος, μάλιστα τοῖς σπαργάνοις σου, καὶ ἑπτάπυλαι Θῆβαι τὰ σὰ θαυμάσια κηρύττουσι τρανῶς».
Ἀπὸ τὰ πέντε ἀδέλφια καλογερέψανε τὰ τρία, ὁ Λουκᾶς, ἡ ἀδελφή του ἡ Καλὴ κι' ὁ ἀδελφός του Ἐπιφάνιος. Πρὶν νὰ καλογερέψει, ἤτανε τσομπάνος καὶ ξωχάρης, πλὴν καὶ τότε ὁλοένα καταγινότανε μὲ τὰ θρησκευτικά. Ἡ καρδιὰ του ἤτανε ἁπλή, τὸ μυαλὸ του καθαρὸ ἀπὸ ἄσοφες σοφίες, γιὰ τοῦτο λέγει καὶ τὸ τροπάρι του: «Στάθηκες, Λουκᾶ, ἄμαθος στὰ λόγια, ἀλλὰ σοφὸς σὲ ἔργα θεϊκά. K' ἔβαλες μέσα στὰ στήθια σου, μακάριε, τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ σὰν ἀρχὴ τῆς κάθε σοφίας, ὅθεν ἔζησες θεάρεστα». Ὁ ἴδιος ἔλεγε τὸν ἑαυτὸ του «ἀμαθῆ καὶ ἀγροῖκον». Ἤτανε ταπεινότατος, ἁπλός, ἄκακος, ἡ ὄψη του ἤτανε γλυκύτατη. Τοὺς φτωχούς τοὺς λυπότανε καὶ τοὺς πονοῦσε. Ὄντας ἀκόμα τσομπάνος, σὰν ἀντάμωνε κανέναν φτωχόν, τούδινε τὸ ψωμί του καὶ τὰ ροῦχα του, κι' αὐτὸς ἀπόμνησκε πεινασμένος καὶ γυμνός. Τὸ σπόρι ποῦχε γιὰ σπάρσιμο τὸ μοιραζότανε μὲ τοὺς ἄλλους φτωχοὺς ζευγάδες. M' ἕνα σύντομο λόγο, πιὸ πολὺ ἐζοῦσε γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Πολλὲς φορὲς οἱ γονιοὶ του τὸν μαλώνανε, κ' ἐκεῖνος ὁ μακάριος τὰ ὑπόμενε πλὴν δὲν ἄλλαζε γνώμη. Σὰν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοσιώθηκε περισσότερο στὰ τῆς θρησκείας, κ' ἔμαθε τ' ἀλφάβητο δίχως δάσκαλο, ὅσο νὰ διαβάζει τὸ Ψαλτήρι. Ἡ μάννα του τὸν ἄκουγε τὴ νύχτα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχὴ του γονατισμένος ὡς τὰ ξημερώματα. Μιὰ μέρα ἔφυγε νὰ πάγει στὴ Θεσσαλία νὰ γίνει καλόγερος μὰ τὸν πιάσανε κάποιοι στρατιῶτες, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ σκλάβο πώφυγε ἀπὸ τ' ἀφεντικό του, καὶ τὸν δείρανε καὶ τὸν φυλακώσανε κ' ὕστερα τὸν ἀφήσανε καὶ γύρισε στὸ σπίτι του. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ κονέψανε στὸ σπίτι του δυὸ καλογέροι ποὺ πηγαίνανε στὸν ἅγιο Τάφο κι' ὁ Λουκᾶς πῆγε κρυφὰ μαζί τους κ' ἦρθε στὴν Ἀθῆνα.
Μὲ τὰ πολλά, τὸν πῆρε ἕνας γούμενος στὸ μοναστήρι του, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ παρακάλια, γιατί ἤτανε μονάχα δεκατεσσάρων χρονῶν. Ἡ μητέρα του δὲν ἤξερε ποῦ βρίσκεται κ' ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ ξαναγυρίσει τὸ παιδί της στὸ σπίτι τους. Κι' ὁ Κύριος ἄκουσε τὸ θρῆνο της καὶ τῆς τὸ ἔδωσε. Τρεῖς φορὲς εἶδε ὁ γούμενος στὸν ὕπνο του τὴ μητέρα τοῦ Λουκᾶ νὰ κλαίγει καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ τὸ τέκνο της. Ὡς ποὺ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸν ἔστειλε στὸ σπίτι του.
Κάθισε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τρεῖς-τέσσερις μῆνες, κι' ὁλοένα τὴν παρακαλοῦσε νὰ στέρξει νὰ γίνει καλόγερος. Καὶ κείνη στὸ τέλος τὸν εὐχήθηκε κι' ὁ Λουκᾶς πῆγε σ' ἕνα βουνὸ ἔρημο ποὺ τὸ λέγανε τοῦ Ἰωαννίτζη, κ' ἔκανε μιὰ καλύβα κι' ἀσκήτευε. Ὓστερ' ἀπὸ λίγον καιρό, πήγανε κοντά του καὶ δύο-τρεῖς ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ ξεπετραδιάσανε λίγον τόπο καὶ φυτέψανε περιβόλι, γιὰ νὰ φιλεύουνε τοὺς περαστικοὺς μὲ τὰ λάχανα ποὺ βγάζανε. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς τὴν ἡμέρα δούλευε κι' ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε. Οἱ πατέρες ποὺ ἤτανε μαζί του ἀπορούσανε πῶς καθότανε ξάγρυπνος, δίχως νὰ καλοξέρει νὰ διαβάσει τὸ Ψαλτήρι καὶ τὶς ἄλλες προσευχές. Ἕνας ἀπὸ δαύτους κρύφθηκε ἕνα βράδυ γιὰ νὰ ἀκούσει τί ἔλεγε, κι' ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγε νὰ λέγει γονατιστὸς ὁλοένα "Κύριε ἐλέησον".
Ἀπ' ὅσα ἔβγαζε τὸ περιβόλι του, κάτι τιποτένια ἔτρωγε ὁ ἴδιος καὶ τἄλλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ὅσο εἶναι φυσικὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸ νὰ παίρνουνε καὶ νὰ ἀποχτοῦνε, ἄλλο τόσο φυσικὸ ἤτανε γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ τὸ νὰ δίνει τὰ δικά του στοὺς ἄλλους. Κι' ὄχι μονάχα τἄδινε, ἀλλὰ τὰ φόρτωνε στὸ γαϊδουράκι του καὶ τὰ πήγαινε στοὺς φτωχοὺς ποὺ εἴχανε ἀνάγκη οἱ καημένοι. Δὲν ἀγαποῦσε μονάχα τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα τ' ἀγαποῦσε καὶ τὰ λυπότανε. Πηγαίνανε κάτι ἐλάφια καὶ τρώγανε τὰ λάχανα καὶ κεῖνος τὰ μάλωνε μὲ ἠμερότητα καὶ τοὺς μιλοῦσε σὰν νὰ τὸν καταλαβαίνανε.
Μιὰ φορά, ἕνα ἀπ' αὐτὰ τὰ ζαρκάδια ἔσπασε τὸ ποδάρι του καὶ τρέξανε κάποιοι κυνηγοὶ νὰ τὸ σκοτώσουνε, μὰ ὁ ἅγιος τοὺς παρακάλεσε μὲ δάκρυα νὰ τ' ἀφήσουνε νὰ ζήσει κι' αὐτοὶ θαυμάσανε γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Ἀπὸ τὴ νηστεία κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια τὸ κορμὶ του εἶχε γίνει σὰν ξύλο ἀναίσθητο στὸ κρύο καὶ στὴ ζέστη, στὴν πεῖνα καὶ στὴ δίψα. Καὶ μ' ὅλο ποὺ καθότανε μοναχὸς μέσα στὴν ἔρημο, δὲν ἀγρίεψε, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του ἔφεγγε ἀπὸ τὴν καλοσύνη κι' ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος κ' ὑποδεχότανε μὲ προθυμία τοὺς ὁδοιπόρους καὶ ποτὲς δὲν τὸν εἶδε ἄνθρωπος νὰ εἶναι κατσούφης ἢ βαριεστημένος.
Ἐκεῖνος ἔτρωγε σ' ὅλη τὴ ζωὴ του χορταρικὰ καὶ ὄσπρια καὶ ψωμὶ κριθαρένιο, ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τοὺς φίλευε πλουσιοπάροχα, μὲ καλὰ φαγητὰ καὶ μὲ κάθε τί ποὺ βρισκότανε στὸ καλύβι του. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν ἄσκηση ἔγινε σὰν ἄυλος. Μέσα στὴν καλύβα του εἶχε σκάψει ἕνα λάκκο κ' ἐκεῖ μέσα πλάγιαζε γιὰ νὰ θυμᾶται τὸν τάφο του. Μόλις τὸν θόλωνε ὁ ὕπνος, σηκωνότανε κ' ἔπιανε τὴν προσευχή, ψέλνοντας μέσα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι μὲ θρῆνο πολύν. Ἀπ' ὅσο ἁπλὸς ἤτανε πρῶτα, κατάντησε ἀκόμα πιὸ ἁπλὸς κι' ἄπλαστος, ἀφοῦ μιλοῦσε μὲ τὰ πουλιὰ σὰν νἄτανε ἄνθρωποι κ' εἶχε μερέψει δύο φίδια καὶ τἄθρεφε.
Ἡ καρδιὰ του καιγότανε ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία ποὺ ἔνοιωθε γιὰ κάθε πλάσμα. Ἀπάνω ἀπ' ὅλα ἔλαμπε ἡ πίστη του στὸ Θεό, ἁπλή, σὰν δέντρο ριζωμένη στὴν καρδιά του. Γιὰ τοῦτο ἀξιώθηκε προφητικὸ χάρισμα, καὶ προεῖπε πὼς οἱ Βούλγαροι θὰ κουρσέψουνε τὴ Ρούμελη καὶ τὸν Μοριά. Ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ξακούσθηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλο τὸ Ἑλληνικό.
Ἑφτὰ χρόνια εἶχε κάνει ὁ ἅγιος σ' αὐτὸ τὸ βουνό, ὅπου κατεβήκανε οἱ Βούλγαροι μὲ τὸν τσάρο τους τὸν Συμεὼν καὶ κουρσεύανε τὸν τόπο. Σὰν ἀκούσθηκε πὼς ζυγώσανε στὰ κάτω μέρη, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἄφησε τ' ἀσκηταριό του καὶ πέρασε σὲ κάτι νησόπουλα ποὺ βρίσκουνται κοντὰ σὲ κείνη τὴν ἀκρογιαλιὰ κι' ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο. Ἐκειπέρα ἔμαθε καὶ λίγα γράμματα, μὰ δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο. Γι' αὐτὸ σὰν ἄκουσε πὼς βρισκότανε ἕνας ἅγιος στυλίτης στὰ μέρη τῆς Πάτρας, πῆγε νὰ τὸν βλογήσει. Ἀλλὰ περνώντας ἀπὸ τὸ Ζεμενό, ἧβρε ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ ποὺ καθότανε κι' αὐτὸς ἀπάνω σὲ μία κολόνα καὶ πῆγε ὑποταχτικός του καὶ κάθισε κοντὰ του δέκα χρόνια καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε αὐτὸν καὶ τοὺς γέροντες ποὺ ἤτανε μαζί του, κουβαλώντας ξύλα καὶ νερό, μαγειρεύοντας, πλέκοντας δίχτυα, ψαρεύοντας κι' ὁλοένα ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀπὸ κεῖ γύρισε στὸ βουνὸ τοῦ Ἰωαννίτζη. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸν ἀφήνανε ἥσυχο οἱ ἄνθρωποι, πῆγε κ' ἔκανε τὸ καλύβι του στὴν Ἀντικυρά. Ἐκεῖ γίνηκε ψαρὰς κι' ὅσα ψάρια ἔπιανε τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Ὓστερ' ἀπὸ λίγο, ἐπειδὴ κουρσεύανε τὸν κόσμο οἱ Σαρακηνοί, πέρασε σ' ἕνα ρημονήσι ποὺ τὸ λέγανε Ἀμπελῶνα κ' ἐκεῖ κάθισε τρία χρόνια μαζὶ μὲ τὴν ἀδερφὴ του τὴν Καλή.
Σὰν ἡσύχασε λίγο ὁ κόσμος, πέρασε στὴ στεριὰ καὶ πῆγε κι' ἔκανε τὸ καλύβι του κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι, στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστῆρι του. Μὰ κ' ἐκεῖ δὲν ξαπόστασε, γιατί κάθε τόσο διαγουμίζανε τὸν τόπο οἱ Βούλγαροι κι' ἄλλα βάρβαρα ἔθνη, καὶ κρυβότανε στὶς σπηλιὲς καὶ σὲ γκρεμνὰ ἀπάτητα. Ὅλη ἡ ζωὴ του πέρασε μέσα σὲ κατατρεγμοὺς καὶ σὲ αἱματοχυσίες.
Τρεῖς μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἔφερε γύρο ὅλα τὰ χωριὰ καὶ τὰ ἀσκητήρια καὶ πῆρε συγχώρηση ἀπ' ὅλους. Ἀναπαύθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου τὸ 953, πενήντα ἕξ χρονῶν. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ζήσανε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, "μέτριος, ἄκακος, πρᾶος, ἁπλοῦς, ἡσύχιος".
Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025


Χόρτασαν ὅλοι

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1963 ἤρθανε στή Μονή 75 Λιβαναταῖοι. Ἐργαστήκανε γιά τή στέρνα τῆς Μονῆς, τό Ἁγιονέρι, ἐθελοντικά.
Τό ἔχουν τάμα πολλοί ἀπό τίς Λιβανάτες, τήν πατρίδα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, νά προσφέρουν κάτι στή Μονή τοῦ συμπατριώτη τους, χρήματα ἤ ἐργασία. Ἔτσι φτάσανε τότε 75 ἄντρες γιά νά κάνουν τό ἔργο τῆς στέρνας. Καί στή Μονή βρισκόσανε ἄλλοι 15, γιά νά βοηθήσουν.
Ὁ π. Ἰάκωβος συντόνιζε γενικά τίς ἐργασίες, μά ἦταν καί ὁ μόνος πού ἔπρεπε νά φροντίσει γιά τό φαγητό καί τή διαμονή τῶν καλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων.Χρησιμοποίησε ὅ,τι ὑπῆρχε καί δέν ὑπῆρχε στήν ἀποθήκη.
Μία μέρα τά τρόφιμα τελείωσαν, χρήματα δέν εἶχε. Ἔψαξε ὅλα τά ράφια, ὅλες τίς γωνίες. Κατόρθωσε νά βρεῖ δυόμισι ὀκάδες μανέστρα. Καί ἀπό ψωμί μόνο μισό πρόσφορο. Τοῦ ἔδωσε καί ὁ γερο-Εὐθύμιος μισό καρβελάκι.
Ποσότητες ἀστεῖες γιά σχεδόν ἑκατό πρόσωπα, πού δουλεύανε ὅλη τήν ἡμέρα χειρωνακτικά. Στενοχωριόταν καί δέν ἤξερε τί νά κάνει. Τόν ἔπιασε ἀπελπισία καί σχεδόν ἔκλαιγε, πού θ' ἄφηνε τόν κόσμο νηστικό.
Ξαφνικά ὅμως τοῦ ἦρθε μία ἰδέα: κατεβάζει τή μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τή μανέστρα, βάζει καί τό ψωμί καί ὅπως ἤτανε πῆγε στόν ναό.
Στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ ὁσίου Δαβίδ καί τοῦ εἶπε:
- Ἅγιέ μου, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δουλεύουν γιά τό Μοναστήρι σου. Γυρνᾶνε κουρασμένοι καί πεινασμένοι. Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά τούς δώσω νά φᾶνε, μόνο τίς δυόμισι ὀκάδες μανέστρα μέ τό λίγο λαδάκι, τό μισό προσφοράκι καί τό μισό καρβελάκι (καί τά ἔδειχνε στόν Ἅγιο). Σέ παρακαλῶ, ἐσύ νά τά εὐλογήσεις, νά φᾶνε καί νά χορτάσουνε.
Μαγείρεψε στήν κατσαρόλα τούτη, ἔβγαζε συνέχεια φαγητό καί δέν τελείωνε. Χόρτασαν ὅλοι καί περίσσεψε μισή κατσαρόλα, ναί περίσσεψε! Τό εἶδαν πολλοί καί ὁ νῦν ἡγούμενος π. Κύριλλος.
Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τά θαύματα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος:
- Ἀδελφέ μου, ἐπανάληψη τοῦ θαύματος τῶν πεντάκις χιλίων!

Ἀπό τόν βίο τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη

Τετράδιο 139 * Ὀκτώβριος 2011

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025


Μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο
Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ πνευματικὴ τρέλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέει ὁ Δαβίδ: “Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον”. Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνεις, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνεται στοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ.
Ὅσο μπορεῖτε νὰ νηστεύετε, ὅσες μετάνοιες μπορεῖτε νὰ κάνετε, ὅσες ἀγρυπνίες θέλετε ν’ ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ νὰ εἶστε χαρούμενοι. Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει αἰώνια εὐφροσύνη. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλὴ γαλήνη, τὴν γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν πάντερπνη εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Εὔχομαι “ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾗ πεπληρωμένη”.
Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ πᾶμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Παράδεισος, παιδιά μου. Τί εἶναι Παράδεισος; Ὁ Χριστὸς εἶναι. Ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Ὅσοι ἐδῶ στὴ γῆ ζοῦν τὸν Χριστό, ζοῦν τὸν Παράδεισο. Ἔτσι εἶναι ποὺ σᾶς τὸ λέω. Εἶναι σωστό, ἀληθινὸ αὐτό, πιστέψτε με! Ἔργο μας εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο νὰ μποῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς τὰ τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸν θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θὰ μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θὰ εἶναι τότε ἡ χαρὰ μας ἀναφαίρετη.
Ἅμα ἀγαπάεις, ζεῖς στὴν Ὁμόνοια καὶ δὲν ξέρεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν Ὁμόνοια. Οὔτε τὰ αὐτοκίνητα βλέπεις, οὔτε κόσμο βλέπεις, οὔτε τίποτε. Εἶσαι μέσα σου μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάεις. Τὸ ζεῖς, τὸ εὐχαριστεῖσαι, σὲ ἐμπνέει. Δὲν εἶναι ἀληθινὰ αὐτά; Σκεφτεῖτε αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶτε νὰ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς στὸ νοῦ σου, ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου, ὁ Χριστὸς σ’ ὅλο σου τὸ εἶναι, ὁ Χριστὸς παντοῦ.
Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ζεῖ τὴ ζωή. Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δὲν εἶναι ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μὴ ἀγάπη. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἢ θὰ εἶσαι στὴ ζωὴ ἢ στὸν θάνατο. Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται νὰ διαλέξεις.
Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ὁ Χριστιανὸς πονάει γιὰ ὅλους, θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, ὅλοι νὰ γευτοῦν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ χριστιανισμός. Μέσῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλουμε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό.
Ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας
Μετὰ τὴν θεραπεία του ὁ Μοτοβίλωφ ἔγινε πολὺ τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς μονῆς. Κατὰ τὴν διάρκεια μίας συνομιλίας του μὲ τὸν ὅσιο Σεραφείμ, τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1831, εὐτύχησε νὰ τὸν δῇ καταγλαϊσμένο ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ λάμποντα μέσα στὸ φῶς, καὶ νὰ ἀκούσει ἀπὸ αὐτὸν ὅτι ἡ Χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ γίνῃ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Νὰ τί ἔγραψε σχετικὰ ὁ Μοτοβίλωφ στὸ σημειωματάριό του, τὸ ὁποῖο βρέθηκε στὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς Ντιβιέγιεβο, ὅπου εἶχε γίνει μοναχὴ ἡ χήρα Ἑλένη Μοτοβίλοβα:
«Ἡ ἡμέρα ἦταν συννεφιασμένη, ἡ γῆ εἶχε καλυφθεῖ ἀπὸ παχὺ στρῶμα χιονιοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπεφτε συνεχῶς, ὅταν ὁ στάρετς Σεραφεὶμ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του σ’ ἕνα πεσμένο κορμὸ δένδρου.
«Ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε, μοῦ εἶπε, ὅτι στὴν παιδική σας ἡλικία ἐπιθυμούσατε νὰ μάθετε ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σᾶς συμβούλευαν νὰ ἐκκλησιάζεσθε, νὰ προσεύχεσθε, νὰ κάνετε καλὲς πράξεις, διότι σ’ αὐτά, σᾶς ἔλεγαν, συνίσταται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ σᾶς ἱκανοποιήσει. Ὄντως ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ὅπως καὶ ὅλη ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση εἶναι καλὰ καθ’ ἑαυτά.
Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι μόνο νὰ ἐκπληρώσουμε αὐτά, διότι αὐτὰ εἶναι μόνο μέσα. Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι μόνο ἐκεῖνο τὸ καλὸ ἔργο ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ φέρει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μ ’ αὐτὰ ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας».
«-Μὲ ποιὰ ἔννοια λέτε ὅτι πρέπει νὰ κερδίσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; (ἐρώτησα ἐγώ), δὲν τὸ καταλαβαίνω καλὰ αὐτό».
«-Κερδίζω σημαίνει ἀποκτῶ, (μοῦ ἀπάντησε). Ἐσεῖς γνωρίζετε σίγουρα τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς γιὰ τὸν κοινὸ ἄνθρωπο εἶναι νὰ κερδίσει χρήματα ἢ ν’ ἀποκτήσει τιμές, διακρίσεις καὶ βραβεῖα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐπίσης κεφάλαιο καὶ μάλιστα τὸ αἰώνιο κεφάλαιο καὶ ὁ μοναδικὸς θησαυρός, ἀστείρευτος στὸν αἰώνα. Κάθε ἔργο, ποὺ ἔγινε ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ, φέρει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως τοῦτο κατορθώνεται εὐκολότερα μὲ τὴν προσευχή, διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο ποὺ διαθέτουμε. Μπορεῖ νὰ τύχῃ νὰ θέλετε νὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησία νὰ μὴ εἶναι κοντά, ἢ νὰ ἔχει τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἢ ἔχετε ἐνδεχομένως ἐπιθυμία νὰ ἐλεήσετε κάποιον πτωχό, ἀλλὰ πτωχὸς δὲν ὑπάρχει. Ἴσως ἐπιθυμεῖτε νὰ γίνετε ἀπαθής, ἀλλὰ δὲν ἔχετε γι’ αὐτὸ δυνάμεις. Γιὰ τὴν προσευχὴ ὅμως ὑπάρχει πάντοτε δυνατότητα, αὐτὴ εἶναι προσιτὴ τόσο στὸν πλούσιο, ὅσο καὶ στὸν πτωχό, τόσο στὸν ἐγγράμματο, ὅσο καὶ στὸν ἁπλοϊκό, στὸν ἰσχυρό, ὅσο καὶ στὸν ἀδύναμο, στὸν ὑγιῆ ὅσο καὶ στὸν ἀσθενῆ, στὸν δίκαιο ὅσο καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς εἶναι τεράστια καὶ περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο αὐτὴ ἑλκύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.»
«-Γέροντα, (εἶπα), ὅλη τὴν ὥρα μιλᾶτε γιὰ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία πρέπει ν’ ἀποκτήσουμε, ἀλλὰ πῶς καὶ ποῦ μπορῶ νὰ τὴν δῶ; Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁρατά. Ἄραγε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ γίνῃ ὁρατό; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίζω ἂν Αὐτὸ εἶναι μαζί μου ἢ ὄχι;»
«-Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει δοθεῖ στὸ βάπτισμα, λάμπει στὴν καρδιά μας παρὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ μᾶς περικυκλώνουν. Αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα σὲ ἄρρητο φῶς σ’ ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀναγγέλλει τὴν παρουσία Του. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι αἰσθάνθηκαν χειροπιαστὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»
Ἐγὼ τότε ρώτησα: «-Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ γίνω καὶ ἐγὼ προσωπικὰ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ πράγματος;»
Ὁ π. Σεραφεὶμ μὲ ἀγκάλιασε καὶ μοῦ εἶπε: «-Ἀγαπητέ μου, ἐμεῖς εἴμαστε καὶ οἱ δύο τώρα ἐν Πνεύματι. Γιατί δὲν μὲ κοιτάζετε;»
«-Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς κοιτάξω, διότι τὸ πρόσωπό σας ἔγινε φωτεινότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μάτια μου ἔχουν θαμβωθεῖ.»
«-Μὴ φοβῆσθε, διότι καὶ ἐσεῖς ἔχετε γίνει τώρα φωτοφόρος, ὅπως καὶ ἐγώ. Ἔχετε καὶ ἐσεῖς τώρα πληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιῶς δὲν θὰ μπορούσατε νὰ μὲ δῆτε ἔτσι ὅπως μὲ βλέπετε».
Καὶ σκύβοντας κοντά μου, μοῦ ψιθύρισε: «-Παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ δῆτε μὲ τὰ σωματικά σας μάτια αὐτὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος. Καὶ νά, μὲ τὸ μέγα Του ἔλεος παρηγόρησε τὴν καρδιά σας, ὅπως θάλπει ἡ μητέρα τὰ παιδιά της. Λοιπὸν ἀγαπητέ μου, γιατί δὲν μὲ κοιτάζετε; Μὴ φοβῆσθε τίποτε, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σας!»
Τὸν κοίταξα καὶ μὲ διαπέρασε ρίγος. Φαντασθῆτε τὸν ἥλιο στὴν πιὸ δυνατὴ λάμψη τῆς μεσημβρινῆς ἀκτινοβολίας του καὶ στὸ κέντρο τοῦ ἡλίου νὰ βλέπετε πρόσωπο ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μαζί σας. Βλέπετε τὶς κινήσεις τῶν χειλιῶν του, τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του, ἀκοῦτε τὴ φωνή του, αἰσθάνεσθε ὅτι τὸ ἕνα του χέρι εἶναι ἁπλωμένο γύρω ἀπὸ τὸν ὦμο σας, ἀλλὰ δὲν βλέπετε οὔτε αὐτὸ τὸ χέρι οὔτε τὸ πρόσωπο, παρὰ μόνο τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ γύρω σας καὶ φωτίζει μὲ τὴ λάμψη τοῦ τὸ χιόνι ποὺ καλύπτει τὸ ξέφωτο καὶ τὶς χιονονιφάδες ποὺ πέφτουν.
«-Τί αἰσθάνεσθε;» μὲ ἐρώτησε.
«-Ἡσυχία καὶ εἰρήνη ἀνέκφραστη», εἶπα.
«-Καὶ τί ἀκόμη αἰσθάνεσθε;»
«-Νὰ γεμίζει ἡ καρδιά μου ἀπὸ ἄρρητη χαρά.»
«-Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσθε εἶναι μηδαμινή, ὅταν συγκριθεῖ μὲ ἐκείνη τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γραφεῖ: ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν. Σὲ μᾶς δόθηκε μία σκιὰ μόνο τῆς χαρᾶς αὐτῆς, τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν πραγματικὴ χαρά; Τί αἰσθάνεσθε ἀκόμη φιλόθεε;»
«-Ἀνέκφραστη θερμότητα», εἶπα.
«-Τί εἴδους θερμότητα; Εἴμαστε στὸ δάσος, τώρα εἶναι χειμώνας καὶ παντοῦ γύρω μας χιόνι... Τί εἴδους θερμότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ αἰσθάνεσθε;» Καὶ ἐγὼ ἀποκρίθηκα:
«-Ὅπως ὅταν λούζωμαι μὲ ζεστὸ νερό. Αἰσθάνομαι ἀκόμη εὐωδία τέτοια ποὺ ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχω αἰσθανθεῖ.»
«-Ξέρω, ξέρω, εἶπε ἐκεῖνος, σᾶς ἐρωτῶ ἐπίτηδες. Αὐτὴ ἡ εὐωδία ποὺ αἰσθάνεσθε εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ αὐτὴ ἡ θερμότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶτε δὲν ὑπάρχει στὴν ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ μέσα μας. Θερμαινόμενοι ἀπὸ αὐτὴν οἱ ἐρημίτες δὲν φοβοῦνταν τὸν χειμώνα, διότι φοροῦσαν τὸν χιτώνα τῆς χάριτος, ὁ ὁποῖος ἀντικαθιστοῦσε τὸ ἔνδυμα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία τώρα βρισκόμαστε τὸ ἀποδεικνύει. Νὰ τί σημαίνει νὰ εἶσαι πλήρης Πνεύματος Ἁγίου.»
«-Θὰ θυμᾶμαι τὸ ἔλεος αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπισκέφθηκε σήμερα;» ἐρώτησα.
«-Πιστεύω ὅτι ὁ Κύριος θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ τὸ διαφυλάξετε στὴν καρδιά σας, διότι αὐτὸ δόθηκε ὄχι μόνο γιὰ μᾶς, ἀλλὰ διὰ μέσου ἡμῶν καὶ γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ! Ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία ἂς εἶναι μαζί σας!»
Όταν τὸν ἄφησα τὸ ὅραμα δὲν εἶχε παύσει: ὁ γέροντας βρισκόταν στὴν ἴδια θέση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχὴ τῆς συνομιλίας μας καὶ τὸ ἄρρητο φῶς ποὺ εἶχα ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια μου συνέχιζε νὰ τὸν περιβάλλει».
Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
«Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ»

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025



Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας
Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι᾿ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πὤχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν».
Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ᾿ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ᾿ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώτων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη.
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχή του τὴν oυράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι᾿ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορᾶ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁποῦ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.
Ὅποιος πορεύεται μ᾿ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι᾿ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁποῦ τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου vα θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται.
Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πὼς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ᾿ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ᾿ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μιὰ ἥμερη χαρὰ κ᾿ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποὖναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁποῦ δὲν ἔχει μέσα της καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μιὰ παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια, μὲ τὴν ὁποία παρηγορᾶ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους.» Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.
Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025



Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι "ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία". Γι’ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι’ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, "καλὰ λίαν ἐποίησε" τὰ πάντα. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους. Καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "Ἕλλησι τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί".
Σὰν παράδειγμα σᾶς φέρνω πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀπολαύση τὴν ζωή του, μόνο ἂν τυχὸν ἀποφασίση νὰ τὴν θυσιάση γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἄν τυχὸν αὐτὸ γίνη, τότε ἀπὸ τώρα μπαίνει στὴν αἰωνιότητα καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει ὅτι "ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι τρία πρόσωπα καὶ συγχρόνως εἶναι ἕνας Θεός". Καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι "ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότης ἡ Τριαδική, ἡ ὁποία ἱερουργεῖται μέσα ἐδῶ". Μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι "ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου". Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐὰν τυχὸν ἐγὼ φροντίζω μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τότε πνίγω τὸν ἑαυτό μου, γιατί τὸν χωρίζω ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι "μπορεῖ νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ". Καὶ γι’ αὐτό: "Εἷς ἄνθρωπος κατονομάσει τὸ πᾶν". Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρο τὸ γένος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Κι ἂν τυχὸν κανεὶς ζῆ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε νοιώθει ὅτι, ὄντας ἐλάχιστος καὶ μὴ ὄντας ἄξιος νὰ φιλήση τὰ πόδια τοῦ ἄλλου, ταυτόχρονα εἶναι μεγάλος καὶ δυνατός, γιατί ὁ νεκρὸς ἑαυτὸς του μπορεῖ νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμο. Ὁπότε, αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς δυνάμεως, τῆς ἡσυχίας, θὰ ἔλεγα, τὸ νὰ μείνω μόνος καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ὅλους τους ἄλλους, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δίνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Θυμᾶμαι μιά γριὰν ἑλληνίδα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Μασσαλία. Δούλευε σ’ ἕνα ἑστιατόριο. Ἐγέρασε καὶ πῆρε σύνταξι κι ἔμενε στὸ σπίτι της. Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πολλοὶ μὲ λυποῦνται τώρα καὶ μοῦ λένε: "Κυρά-Κατίνα, τί κάνεις τώρα μόνη σου;" Ἀλλ’ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, τώρα ποὺ εἶμαι μόνη μου, περνῶ τὴν καλύτερη περίοδο τῆς ζωῆς μου, γιατί συνέχεια λέω τὴν εὐχή: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με", καὶ ταυτόχρονα διαβάζω βίους ἁγίων».
Ἔτσι βλέπομε, ἀπὸ τὴν μιά μεριά, ἕναν ποὺ τὰ ἔχει ὅλα, (σπίτια τέλεια, αὐτοκίνητα τῆς τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), καὶ νὰ μὴν ἔχη ὄρεξι νὰ ζήσει. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν κυρά-Κατίνα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι διωγμένη, νὰ ἔχη πεθάνει ὁ ἄντρας της, νὰ μένη μόνη σ’ ἕνα δωματιάκι καὶ νὰ νοιώθη ὅτι βρίσκεται μέσα στὸν παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ χαρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὄχι μόνο μπορεῖ κανεὶς νὰ χαρῆ εὐαίσθητα καὶ σωστὰ τὶς εὐλογίες τῆς ζωῆς, ἀλλ’ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχη μέσα του αὐτὴν τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν χαρά, ἡ ὁποία περιγελᾶ τὸν θάνατο καὶ ἡ ὁποία κάνει τὶς δυσκολίες, τὰ γεράματα καὶ τὸν θάνατο, μεγάλη εὐλογία…
Ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025


Τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νοιώθουμε στὴν ζωή μας
Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, ἀρνοῦμαι, παραπονοῦμαι, εἶμαι στενοχωρημένος, δὲν ἱκανοποιοῦμαι. Αὐτὸν τὸν γογγυσμὸ τὸν ἐκφράζω στὸ περιβάλλον μου, στὰ γραπτά μου, στὴν προσευχή μου.
Ζητῶ, λόγου χάριν, κάτι ἀπὸ τὸν ἄλλον ἢ προσδοκῶ ἢ ἀπαιτῶ κάτι. Δὲν μοῦ τὸ δίνει ὅμως, γιατί καὶ αὐτὸς εἶναι ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸν δικό του ἀγώνα καὶ πόθο, ἀπὸ τὴν δική του σκέψη, ἁμαρτία, χαρά, ἀπὸ τὴν δική του ἀκολασία, ἁγιότητα ἢ ἀρετή. Τότε πέφτω σὲ ἕναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιοῦμαι στὴν σκέψη του. Προσεύχεται αὐτός, νομίζω ὅτι μὲ ἀφήνει μοναχό μου. Ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα, νομίζω ὅτι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ἢ ὅτι τὸ ἔκανε ἐλλιπές. 
Ὁ γογγυσμὸς εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νοιώθουμε στὴν ζωή μας καὶ προέρχεται ἀπὸ ἕνα μειονεκτικὸ ἐγώ.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

 


Ἡ θεραπευτικὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας (γ)

Ἡ μέθοδος θεραπείας, ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωή, ὡς ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ βιώνεται ὡς ἄσκηση καὶ μετοχὴ στὴν παρεχόμενη μέσῳ τῶν μυστηρίων ἄκτιστη Χάρη. Ἡ ἄσκηση εἶναι βιασμὸς τῆς αὐτονομημένης καὶ νεκρωμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσεώς μας, ποὺ πορεύεται πρὸς τὸν πνευματικὸ ἢ αἰώνιο θάνατο, τὸν αἰώνιο δηλ. χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἀποβλέπει στὴ νίκη πάνω στὰ πάθη, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἡ ἐσωτερικὴ δουλεία στὶς νοσογόνες ἑστίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ μετάσχουμε στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀνάστασή του. Ὁ Χριστιανὸς ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεραπευτῆ- Πνευματικοῦ του, γίνεται δεκτικὸς τῆς Χάρης ποὺ δέχεται μὲ τὴν μετοχή του στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Χριστιανὸς ἀνάσκητος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὅπως δὲν ὑπάρχει θεραπευμένος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν τηρεῖ τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ γιατρός του.

3) Τὰ παραπάνω ὁδηγοῦν σὲ κάποιες σταθερές, ποὺ τεκμηριώνουν τὴν ταυτότητα τῆς χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας:

α) Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, λειτουργεῖ ὡς θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι Ἐκκλησία ἀλλὰ θρησκεία. Οἱ κληρικοί, ἐκλέγονταν ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους, γιὰ νὰ λειτουργοῦν ὡς θεραπευτές. Ἡ θεραπευτικὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας σῴζεται σήμερα κυρίως στὶς Μονές, ποὺ ἀντέχοντας ἀκόμη στὴν ἐκκοσμίκευση συνεχίζουν τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων.

β) Οἱ ἐπιστήμονες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς θεραπείας εἶναι ἤδη θεραπευμένοι. Ὅποιος δὲν ἔχει ἐμπειρία τῆς θεραπείας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεραπευτής. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς καὶ ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἰατρικῆς θεραπευτικῆς (Πατέρες καὶ Μητέρες) ἀναδεικνύουν ἄλλους θεραπευτές, ὅπως οἱ Καθηγητὲς τῆς Ἰατρικῆς ἀναδεικνύουν τοὺς διαδόχους τους.

γ) Ὁ περιορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἁπλὴ συγχώρηση ἁμαρτιῶν γιὰ τὴν εἴσοδο μετὰ θάνατον στον παράδεισο συνιστᾷ ἀλλοτρίωση καὶ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ συγχωρεῖ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη τὸν ἀσθενῆ, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ μετὰ θάνατον! Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ στείλει κάποιον στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλαση. Παράδεισος καὶ κόλαση, ἄλλωστε, δὲν εἶναι τόποι, ἀλλὰ τρόποι ὑπάρξεως. Ἡ Ἐκκλησία, θεραπεύοντας τὸν ἄνθρωπο, τὸν προετοιμάζει νὰ βλέπει τὸν Χριστὸ αἰώνια μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς Του ὡς παράδεισος καὶ ὄχι ὡς κόλαση, δηλαδὴ «πῦρ καταναλίσκον». Καὶ αὐτό, φυσικά, ἀφορᾷ σὲ κάθε ἄνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν αἰώνια τὸν Χριστό, ὡς «Κριτή» τοῦ κόσμου.

δ) Ἡ ἐγκυρότητα τῆς ἐπιστήμης τεκμηριώνεται ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων της (π.χ. στὴν ἰατρική, ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς). Ἔτσι, διαφοροποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ ἀπὸ τὸν κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς θεραπείας, μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πορείας πρὸς τὴν θέωση. Ἡ θεραπεία δὲν μετατίθεται στὴν μεταθανάτια ζωή, ἀλλὰ συντελεῖται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Αὐτὸ διαπιστώνεται ἀπὸ τὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν Ἁγίων, ποὺ νικοῦν τὴν βιολογικὴ φθορά, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων τῆς Ἑπτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου καὶ Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας. Τὰ ἄφθαρτα ἱερὰ λείψανα εἶναι στὴ παράδοσή μας οἱ ἀδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις τῆς θεώσεως, τῆς ὁλοκληρώσεως δηλαδὴ τῆς ἀσκητικῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ παρακαλοῦσα δὲ τὸν ἰατρικὸ κόσμο τῆς Χώρας μας νὰ προσέξει ἰδιαίτερα τὴν περίπτωση τῶν ἀκεραίων ἱερῶν λειψάνων, διότι ὄχι μόνο δὲν ἔχουν δεχτεῖ ἐπιστημονικὴ ἐπέμβαση, ἀλλὰ φανερώνεται σ᾿ αὐτὰ ἡ ἐνέργεια τῆς θεϊκῆς Χάρης, διότι τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀρχίζει ἡ διάλυση τοῦ κυτταρικοῦ συστήματος, σταματᾷ αὐτόματα καὶ ἀντὶ δυσοσμίας ἐκπέμπεται εὐωδία. Περιορίζομαι στὰ ἰατρικὰ συμπτώματα, καὶ δὲν ἐπεκτείνομαι στὰ θαύματα ὡς ἀποδείξεις τῆς θεώσεως διότι ἀνήκουν σὲ ἄλλη σφαῖρα.

ε) Τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας (Γραφή, συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα) δὲν κωδικοποιοῦν κάποια Χριστιανικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἔχουν θεραπευτικὸ χαρακτῆρα λειτουργώντας ὅπως τὰ πανεπιστημιακὰ συγγράμματα στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ λειτουργικὰ κείμενα, λ.χ. τὶς Εὐχές. Ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση μιᾶς Εὐχῆς (προσευχῆς), χωρὶς παράλληλη ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στὴ θεραπευτικὴ διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς καταφεύγει στὸν γιατρὸ μὲ ἰσχυροὺς πόνους, καὶ ἐκεῖνος ἀντὶ νὰ ἐπέμβει δραστικά, περιορίζεται στὸ νὰ τὸν ξαπλώσει στὸ χειρουργικὸ κρεβάτι καὶ νὰ τοῦ διαβάσει τὸ σχετικὸ μὲ τὴ νόσο του κεφάλαιο.

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχει σημασία ἂν τὴν ἀποδέχεται κανεὶς ἢ ὄχι. Ἀναφερόμενος ὅμως σὲ ἐπιστήμονες προσπάθησα, ὡς ἐν ἐπιστήμῃ συνάδελφος, νὰ ἀπαντήσω ἐπιστημονικὰ στὸ ἐρώτημα «τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία». Κάθε ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ συνιστᾷ παραποίηση καὶ διαστροφή του, ἔστω καὶ ἂν θέλει νὰ προβάλλεται σὰν Ὀρθοδοξία.

π. Γεώργιος Μεταλληνός