Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025



Τὸ κερὶ
Ἦταν σούρουπο. Ὁ γερο-Σωφρόνιος κι ὁ ἐγγονός του, ὁ ὀκτάχρονος Πετράκης, προχωροῦσαν μέσα στὸ δάσος. Ὁ παπποὺς εἶναι τυλιγμένος μὲ τὴ ζεστὴ κάπα του. Τὸν ἔχουν πάρει πιὰ τὰ χρόνια. Καμπούριασε. Τὰ γένια του γίνανε κάτασπρα — τοῦ τ᾿ ἀνακατώνει τώρα ὁ ἀνοιξιάτικος ἄνεμος. Ὁ Πέτρος βαδίζει πίσω ἀπ᾿ τὸν παπποῦ. Φοράει κι αὐτὸς κάπα. Τὸ κεφαλάκι του εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ γούνινο σκοῦφο τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ πέφτει πολὺ μεγάλος καὶ τοῦ κρύβει σχεδὸν τὰ μάτια. Στὸ χέρι του κρατάει ἕνα κλαδὶ ἰτιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει. Τὸ δάσος βουίζει παράξενα. Ὁ μικρὸς σταματάει κι ἀφουγκράζεται:
— Παππού!... Ἀκοῦς;... Χτυπᾶνε καμπάνες!...
— Ἔτσι κάνει τὸ δάσος, παιδί μου, τώρα τὴν ἄνοιξη, μὲ τὸν ἀέρα. Χτυπάει ἡ καμπάνα τοῦ Κυρίου...
— Στὴν ἐκκλησία πᾶμε, παππού;
— Στὴν ἐκκλησία, ἀγάπη μου, στὸν πασχαλινὸ ὄρθρο!
— Μὰ ἀφοῦ κάηκε, παππού! Δὲν τὴν κάψανε τὸ καλοκαίρι; Μόνο τοῦβλα καὶ καμένα ξύλα ἀπομείνανε...
— Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία! ἀποκρίθηκε σοβαρὰ-σοβαρὰ ὁ Σωφρόνιος.
— Ἄλλο καὶ τοῦτο!... μονολογεῖ ἀπορημένος ὁ μικρός. Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, κι ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία! Μήπως ἔπαθε τίποτα ὁ παππούς; Τσάμπα χαλᾶμε τὰ παπούτσια μας...
Ἡ μαυρισμένη καὶ ἐρειπωμένη ἐκκλησία φάνηκε ἀνάμεσα σὲ καμένες σημύδες. Παπποὺς κι ἐγγονὸς σταυροκοπήθηκαν.
— Νὰ λοιπόν, ἤρθαμε... μουρμούρισε ὁ Σωφρόνιος καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς. Γιὰ πολλὴ ὥρα στεκόταν μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι καὶ κρεμασμένα τὰ χέρια. Εἶχε πέσει πιὰ ἡ νύχτα — ἡ κρύα ἀλλὰ ἥσυχη πασχαλιάτικη νύχτα. Ὁ Σωφρόνιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακοῦλι του ἕνα χοντρὸ κερί, τὸ ἄναψε, τὸ στερέωσε πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ἐκεῖ, στὰ χαλάσματα... καὶ προσευχήθηκε γιὰ λίγο νοερά. Μετὰ ἔψαλε μὲ τὴ σπασμένη του φωνή:
— Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...
Ἀντάλλαξε μὲ τὸν ἐγγονό του τὸν ἀναστάσιμο ἀσπασμό. Ἀναστέναξε καὶ κάθισε σ᾿ ἕνα καμένο κούτσουρο.
— Ναί... Ἑξήντα χρόνια ἐρχόμουν ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία... μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, ὅσο ζοῦσε, καὶ μετὰ μόνος... Νά, ἐδῶ ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου... Στὸ ἕνα του χέρι ὁ ἅγιος Ἱεράρχης κρατοῦσε μία ἐκκλησούλα, καὶ στὸ ἄλλο ἕνα ξίφος... θαυματουργός! Ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητοῦσες, θὰ σοῦ τὸ ἔκανε!... Καλὸς ὁ Ἱεράρχης μας, γρήγορος στὴ βοήθεια, ταχὺς στὶς πρεσβεῖες!... Τώρα... τί νὰ πεῖ κανείς... Ἐδῶ, ἀγάπη μου, ἦταν ἡ ἁγία Τράπεζα... Ἔλα, γονάτισε καὶ προσκύνησε, καλό μου παιδί... Ἔτσι λοιπόν... Ἄχ, Πετράκη, Πετράκη μου!...
Ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Σωφρόνιος. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔμεινε ἐκεῖ καθισμένος καὶ ἀμίλητος ὥς ἀργὰ — τόσο, ποὺ ὁ Πετράκης νύσταξε καὶ θέλησε νὰ κοιμηθεῖ. Κάθισε δίπλα στὸν παππού, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι στὰ γεροντικά του γόνατα κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ὁ παπποὺς τράβηξε τὴν κάπα του καὶ τὸν σκέπασε...
Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Νὰ ἤμουν παππούς
«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.
Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.
Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.
Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...

Γεώργιος Σουρῆς

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

 


Καλλιέργεια χρειαζόμαστε

Ἀναμφισβήτητα ἔγινε μία παραποίηση στὸ πρόσωπό μας ὕστερα ἀπὸ τὸ 1821. Μπορεῖ ἀπαραίτητη, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Τὸ ἑλληνικὸ ποτάμι βγῆκε ἀπὸ τὴν κοίτη του. Ποῦ πάει καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Ὁ Τοῦρκος ἦταν πρωτόγονος, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξε τὴν ψυχή μας. Τὴ μεγαλύτερη ζημιὰ τὴν ἔκανε ὁ φαναριώτης λακές του. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες γραμματιζούμενοι μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Χάνομε τὸν ἀέρα ποὺ τὸν εἶχαν ἀπέναντι στοὺς ξένους ὁ Κολοκοτρώνης ἢ ὁ Μακρυγιάννης.

Τὸ ριζικό μας ἐμᾶς τῶν φτωχῶν ἢ μικρῶν λαῶν μετριέται διαφορετικά. Καὶ στὴ ζυγαριὰ βαραίνει γιὰ ἐμᾶς πολὺ ὁ Μακρυγιάννης ἢ ὁποιαδήποτε κυρὰ Γιάνναινα καθισμένη στὸ κεφαλόσκαλο μὲ τὴ ρόκα της. Πνευματικότητα χρειαζόμαστε. Καλλιέργεια χρειαζόμαστε. Ὁ ψυχισμός μας ἢ τὸ πνεῦμα μετράει ἐμᾶς τῶν ἀδύναμων, ποὺ δὲν μετράει ἡ γροθιά μας.

Ζήσιμος Λορεντζάτος

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025



Φῶς ἱλαρὸν
Αὐτὸ εἶναι τὸ «Φῶς ἱλαρόν». Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τό ‘βλεπα τὸ βράδυ ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἐξωτικό, χρυσοκκόκινο, νὰ χρυσώνει τὰ σπίτια, τὰ μικρὰ τὰ βουνά, τὰ βράχια, τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν, σὰν νὰ ἤτανε χρυσοκαπνισμένα.
Τὸ θέαμα ἤτανε πανηγυρικό, κ’ ἔπεφτα σὲ ἔκσταση, σὰν νὰ ἐρχότανε ἐκεῖνο τὸ φῶς ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατὰ κεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος.
Πόσο ποιητικὰ ἐκφράζει ὁ λαός μας τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ ἔχει ἐκείνη ἡ ἱερὴ ὥρα, λέγοντας πὼς ὁ ἥλιος «βασιλεύει». Ἀληθινά, ποιός βασιλιὰς ντύθηκε ποτὲ μὲ τέτοια πορφύρα; Θά ‘λεγε κανένας πὼς δὲν εἶναι ὁ ἥλιος αὐτὸς ὁ βασιλέας, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων.
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

 

Ἀπὸ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα

«Σῦρε, Μητέρα μ᾿, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴν τὴν ὥρα,
κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουν οἱ παπάδες,
τότες καὶ σύ, Μαννούλα μου, νά ᾿χῃς χαρὲς μεγάλες.»

Οὕτω πως προανήγγειλε, κατὰ τὴν λαϊκὴν Μοῦσαν, τὴν ἰδίαν Ἀνάστασίν του ὁ Χριστός, ὁμιλῶν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Παναγίαν Μητέρα του. Εἰς αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι εἶχον δείξει πρὸ ὀλίγου μακρόθεν τὸν Γολγοθᾶν, ὅπου ἐτελεῖτο τὸ φρικτὸν μυστήριον.

«Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνί, μὲ κόκκινην παντέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων Βασιλέα».

Τί ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι! Ὅταν ἤμεθα παιδία, τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐτρέχαμεν ὅλοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Τετάρτης, διὰ νὰ δρέψωμεν ἄνθη, κατακόκκινες παπαροῦνες, ὀλίγα ἴα καὶ κρίνους, κ᾿ ἐκλέπταμεν ἀπὸ τοὺς ἀκανθωτοὺς φράκτας τῶν κήπων τὰ πρῶτα μπουμπούκια τῶν ρόδων τοῦ Ἀπριλίου. Κατεσκευάζομεν καλάμινον Σταυρόν, τὸν ἀρματώναμεν, ἐξεκολλούσαμεν ἀπὸ τὸ Χτωήχι τὴν Σταύρωσιν, καὶ λίαν πρωὶ τῆς Πέμπτης ἐγυρίζαμεν εἰς τὰ σπίτια, κ᾿ ἐτραγῳδούσαμεν τὸ ἀνωτέρω ᾆσμα. Αἱ εὐσεβεῖς οἰκοκυράδες μᾶς ἐφόρτωναν «καλὲς χρονιές», καὶ μᾶς ἐφίλευαν, ζεστὰ ἀκόμη, τὰ μόλις βαφέντα κόκκινα αὐγά. Μὲ τὶς ὀλίγες πεντάρες ποὺ μᾶς ἔδιδαν πότε πότε, ἀγοράζαμεν σπίρτα, καψύλια, καὶ πυροκρόταλα, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐν κρότῳ τὴν Ἀνάστασιν.

Τί χαρές, τί συγκινήσεις ἦσαν ἐκεῖναι; Ὅταν ἀνέτελλεν ἡ Μεγάλη Παρασκευή, κορίτσια, γυναῖκες, παιδιά, μὲ κοφίνας καὶ φορτώματα ἀνθέων, ἔτρεχαν εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ στολίσουν τὸν Ἐπιτάφιον. «Ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσιν». Ὁ στέφανος μὲ τὸν ὁποῖον ἐστεφάνωσε τὸν Χριστὸν ἡ ἀκανθηφόρος Συναγωγή, ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθῇ, νὰ ταφῇ ὑπὸ βουνὰ ἀνθέων, τὰ ὁποῖα προσέφερε χαίρουσα καὶ φρίσσουσα ἡ γῆ, εἰς ἐκεῖνον ὅστις δι᾿ αὐτῶν τὴν ἐζωγράφησε. Καὶ τί θαῦμα χάριτος, κομψότητος, καλλονῆς ἦτον ὁ στολισμὸς ἐκεῖνος τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου! Αὐτοφυὲς ὅπως τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὸ καλλιτεχνικὸν αἴσθημα τῶν γυναικῶν καὶ κορασίδων, ἁμιλλωμένων ποία νὰ ὑπερβῇ εἰς τὴν φιλοκαλίαν τὴν ἄλλην.

Τὸ ἀπομεσήμερον, ἀφοῦ ἐψάλησαν αἱ Ὧραι καὶ ὁ ἑσπερινός, καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθησαν τὸν Ἐπιτάφιον, ἔπρεπεν ὅλα τὰ παιδία, μεγάλα καὶ μικρά, νὰ περάσουν τρεῖς φορὲς ἀποκάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον. Καὶ ὅταν εἶχε νυκτώσει, ἂν καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ὤφειλε νὰ ψαλῇ, κατὰ τὸ τοπικὸν ἔθιμον, πρὸς τὸ πρωί, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁ Ναὸς ἔμενεν ἀνοικτός, καὶ κορίτσια ἀνέβγαλτα, κοπάδια - κοπάδια, ἤρχοντο, μετὰ τὴν ἀμφιλύκην, νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἐπιτάφιον. Καὶ ὀλίγαι γυναῖκες, προνομιοῦχοι χῆραι καὶ γραῖαι, ἔμενον τὴν νύκτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ «ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν»! Ἦσαν αὗται αἱ νεώτεραι Μυροφόροι.

Τέλος, μεγάλη κλαγγὴ κωδώνων μᾶς ἐξύπνα, τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐψάλλετο ἡ Ἀκολουθία. Περὶ ὥραν τετάρτην, ἐγίνετο ἡ ἔξοδος τῆς ἱερᾶς λιτανείας. Οἱ κρότοι τῶν κωδώνων μᾶς προέπεμπον, ἡ σελήνη, φθίνουσα, μᾶς προϋπήντα ἐξ ἀνατολῶν, ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἐχαιρέτιζε τὴν ἱερὰν πομπὴν ἀπὸ τοὺς αἰγιαλούς μας. Τὸ λαμπρὸν ὀρθογώνιον Κουβούκλιον, σελαγίζον ἀπὸ σειρὰν λαμπάδων, πάμφωτον, ἐκρατεῖτο ἀπὸ ἓξ ρωμαλέους ναυτικούς, ὁ λαὸς ἠκολούθει λαμπαδηφορῶν, *** οἱ ἄνδρες, εἶτα αἱ γυναῖκες. Τὸ ἱερὸν Ἐπιτάφιον ὑφίστατο ἐνίοτε κυματοειδεῖς λικνισμούς, ὡς μυστηριῶδες πλοῖον, τὸ ὁποῖον «σκαμπανεβάζει» εἰς τὰς ἀνωφερείας καὶ κατωφερείας τοῦ δρόμου, καὶ ἦτο μακρόθεν ἔκλαμπρον θέαμα. Εἰς ὅλα τὰ παράθυρα καὶ τὰς πεζούλας τῶν οἰκιῶν, πήλινα θυμιατήρια καί τινες μεγάλαι κεραμίδες ἐκάπνιζον, διαχέοντα εὐωδίαν. Ἀπὸ ἡμίκλειστα παράθυρα, καί τινας ἐξώστας, γυναῖκες μαυροφοροῦσαι, λυσίκομοι - ὤ! δὲν ἔλειπον καὶ αὐτὰ - προέκυπτον μεγαλοφώνως θρηνῳδοῦσαι. Εἶχον θάψει προσφάτως γονεῖς, συζύγους, ἢ τέκνα, κ᾿ ἐλάμβανον τὸ θάρρος νὰ ἐκφράσωσι πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν κόσμον, δημοσίᾳ, τὸν πόνον των!...

Τέλος, ἐπεστρέφομεν εἰς τὸν ναόν. Τώρα κατὰ τὰ νησιωτικά μας ἔθιμα, ἔμελλε νὰ διαδραματισθῇ μεγάλη ἐπικὴ σκηνὴ - ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Αἱ λαμπάδες, αἱ ἀνημμέναι ἐπὶ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ἐξόχως θαυματουργοὶ καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν οἱ ναυτικοί, ὅσοι τυχὸν ἐπεδήμουν εἰς τὸ χωρίον, ἐφιλοτιμοῦντο νὰ τὰς ἁρπάσωσιν ὅλας, ζηλοτύπως δὲ ἀπηγόρευον εἰς γεωργοὺς ἢ χειρώνακτας νὰ τολμήσουν νὰ βάλωσι χεῖρα. Πρὶν τὸ Κουβούκλιον φθάσῃ εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, καὶ πρὶν ἐκφωνηθῇ τὸ «Ἄρατε πύλας» ἐκ τρίτου, οἱ βαστάζοντες ὕψωνον τὸ ἱερὸν κενοτάφιον ὑψηλὰ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ἕως ὅπου ἔφθανον οἱ βραχίονές των, ἐτεντώνοντο πατῶντες ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων· διότι μερικοὶ τολμητίαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, ἐπεχείρουν ν᾿ ἁρπάσωσι τὰς λαμπάδας πρὸ τῆς ὥρας. Τέλος ὑψιτενὲς τὸ Ἐπιτάφιον εἰσήρχετο εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ τὰ τουφέκια τῶν πολιτοφυλάκων ὑψωμένα ἐπροσπάθουν νὰ ἐμποδίσωσι τὰς ἀνατεινομένας χεῖρας. Ἐκεῖ ἄλλοι ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸ παγκάρι, ἄλλοι ἐκαβαλίκευαν ὑψηλὰ εἰς τὰς κορυφὰς τῶν στασιδίων, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγίνετο ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Καὶ ὅπως εἰς ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ἀνισότης ἐπεκράτει κ᾿ ἐδῶ. Ἄλλος ἔπαιρνε δύο ἢ τρεῖς, ἄλλος μίαν, καὶ ἄλλος καμμίαν.

Εἶτα, ἀφοῦ ἀνέτελλε τὸ Μέγα Σάββατον, ἐψάλλετο τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» κ᾿ ἐγέμιζεν ὁ ναὸς ἀπὸ πέταλα ἀνθέων, ὅλη ἡ ἡμέρα, ὅπου πρέπει νὰ «σιγᾷ πᾶσα σάρξ», ἀφιερώνετο εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ Πάσχα. Βελάσματα ἀρνίων, κοπαδίων, κωδωνισμοί, σοῦβλες, σφάγια, Ἀνάστασις...

(1905)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

 


Ἐγὼ θὰ πάω πρῶτος

Διάλογος π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου (1901-1966) μὲ κάποιον χωρικό:

-… Μὰ δὲν μπορῶ, πάτερ μου, νὰ μιλήσω ἐγὼ πρῶτος. Ὁ ἀδελφός μου πρέπει νὰ μοῦ μιλήσει πρῶτος. Αὐτὸς ἔφταιξε καὶ ὄχι ἐγώ. Κι ἔπειτα, αὐτὸς εἶναι μικρότερος καὶ ἐγὼ μεγαλύτερος.

-Δὲν μοῦ λές, ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος; Ἐμεῖς ἢ ὁ Θεός;

-Μὰ θέλει ρώτημα; Ὁ Θεὸς, βέβαια.

-Ποιὸς ἔφταιξε στὸν ἄλλον; Ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς ἢ ἐμεῖς στὸ Θεό;

-Ἐμεῖς φταίξαμε στὸ Θεό.

Καὶ ποιὸς πρῶτος ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς συμφιλιώσεως; Ἐμεῖς πήγαμε στὸ Θεὸ ἢ ὁ Θεὸς ἦλθε σ’ ἐμᾶς;

-Ὁ Θεὸς ἦλθε σ’ ἐμᾶς.

-Λοιπόν;

-Λοιπόν, σ’ εὐχαριστῶ. Ἔχεις δίκιο. Ἐγὼ θὰ πάω πρῶτος στὸν ἀδελφό μου.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025


Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (2)
Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς ὑπερβολικῆς μου εὐαισθησίας εἶναι καὶ ὁ τρόπος ὁποῦ ὑπανδρεύθην. Ὅταν ἐπλησίασαν νὰ μὲ πλακώσουν τὰ γεράματα, νὰ μὲ κουράζουν οἱ διασκεδάσεις καὶ νὰ μ᾿ ἐνοχλοῦν οἱ ῥευματισμοί, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχω ἕνα σπιτικὸν καὶ μίαν γυναῖκα δική μου νὰ μὲ περιποιῆται. Καθὼς πᾷς ἄλλος, ἀγαπῶ κι ἐγὼ τὶς εὔμορφες καὶ πλούσιος καθὼς εἶμαι, εὔκολον ἦτο νὰ εὕρω ἕνα νόστιμο κορίτσι, ἂν δὲν ἐζητοῦσα προῖκα. Ἄλλος εἰς τὴν θέσιν μου θὰ τὸ ἔκαμνεν, ἀλλ᾿ ἐγὼ συλλογίσθηκα πόσον θὰ ἐβασάνιζε τὴν εὐαισθησίαν μου ἂν ὑπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, ἡ ἰδέα ὅτι μ᾿ ἐπῆρεν ὄχι διὰ τὰ εὐγενῆ μου, ἀλλὰ διὰ τὰ ἑπτά μου σπίτια. Παρὰ ταύτην τὴν ἀνυπόφορην ἐπροτίμησα νὰ θυσιασθῶ καὶ νὰ πάρω πλουσίαν ἀσχημομούραν. Ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς μου εἶναι τόση, ὥστε ἡ μεγάλη της μύτη καὶ τὰ ψεύτικά της δόντια δὲ μὲ ἐμπόδισαν, ὄχι μόνον νὰ φέρωμαι καλὰ μαζί της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν ἀγαπῶ, περισσότερον ἴσως ἀπ᾿ ὅτι πρέπει. Ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης μου ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω πώς, ὅταν ἔτυχε πέρυσι ν ἀῤῥωστήση δὲν κατόρθωσα ποτὲ νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ. Ὁ βῆχας καὶ τὸ γλού-γλοὺ τῆς γαργάρας της μοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ μυρωδιὰ τῆς ἀῤῥωστοκάμεράς μου ἔφερνε ζάλη. Ἡ ἀνικανότης μου νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ μὲ ἀνάγκαζε νὰ μένω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωί. Αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια τῆς γυναίκας μου μ᾿ ἔκαμε νὰ ἐξοδέψω πάρα πολλὰ χρήματα εἰς ἁμάξια, θέατρα, γεύματα εἰς τὴν Μεγάλην Βρετανίαν καὶ ἐκδρομᾶς μὲ φίλους μου εἰς τὴν Κηφισσιάν καὶ τὴν Πεντέλην. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔξοδο ἦτο ὅτι τὰς ἡμέρας ποὺ ἡ γυναῖκα μου δὲν ἐφαίνετο διόλου καλά, ἡ ἀνησυχία καὶ ἡ λύπη μου ἦτον τόσο μεγάλη, ὥστε ἀναγκάσθηκα νὰ πάρω διὰ παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα τοῦ Φαλήρου. Περιττὸν εἶναι νὰ προσθέσω ὅτι ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν τρόπων μου μ᾿ ἐμπόδισαν νὰ εἴπω τίποτε δι᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα εἰς τὴν γυναῖκα μου, ὅταν ἔγινε καλά.
Ἐναντίον της δὲν ἔχω κανένα σπουδαῖο παράπονο. Προσπαθεῖ εἰς ὅλα νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ καὶ ποτὲ δὲν ἐρωτᾷ οὔτε ποὺ ἤμουν οὔτε τί κάμνω. Εἶναι φρόνιμη, ἥσυχη νοικοκυρὰ καὶ μὲ κάμνει νὰ καλοπερνῶ χωρὶς νὰ ἐξοδεύῃ πολλά. Τὸ σπίτι λάμπει, ποτὲ δὲν ἔλειψε κουμπὶ ἀπὸ τὰ πουκάμισά μου καὶ εἶμαι πάντοτε βέβαιος νὰ εὕρω εἰς τὸ τραπέζι τὸ φαγὶ ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Ἐκατάφερε μάλιστα νὰ μαγειρεύει καὶ τὸν ἀστακὸν μὲ μία ἀμερικάνικη σάλτσα ποὺ ἠμπορεῖ τώρα νὰ τὸν τρώγω χωρὶς νὰ μοῦ πειράζει τὸ στομάχι. Αὐτὰ εἶναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ἕνα μόνον τῆς λείπει, ἡ εὐαισθησία. Αὐτὸ τὸ ἐκατάλαβα ὅταν ἦλθεν ἡ σειρά μου ναῤῥωστήσω!
Ἐνῷ ἐγὼ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀῤῥώστιαν δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ καὶ ἀναγκαζόμουν νὰ φεύγω καὶ νὰ ζητῶ παρηγορίαν εἰς τὸ ξεφάντωμα, αὐτὴ οὔτε στιγμὴν δὲν ἔλειψεν ἀπὸ κοντά μου. Ἀγρύπνησε δέκα νύχτες εἰς τὸ προσκέφαλό μου. Ἤθελεν ἡ ἴδια νὰ μοῦ δίνη τὰ γιατρικά, νὰ μ᾿ ἀλλάζῃ καὶ νὰ μὲ μεταγυρίζη, χωρὶς νὰ μὲ συνερίζεται διὰ τὸν κακόν μου τρόπο, χωρὶς νὰ σιχαίνεται τὰ καταπλάσματα οὔτε νὰ ἐνοχλῆται ἀπὸ τὴ ἀῤῥωστομυρωδιὰν τοῦ δωματίου. Αὐτὸ μ᾿ ἔκαμεν νὰ ὑποπτευθῶ, ὅτι ἡ γυναῖκα μου δὲν ἔχει οὔτε καλὴν ὄσφρησιν οὔτε μεγάλην εὐαισθησίαν. Πῶς τῷ ὄντι θὰ ἠμποροῦσε, ἂν ἦτο εὐαίσθητη, νὰ μὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρω, νὰ βασανίζωμαι, νὰ μὲ καίουν οἱ συνασπισμοὶ καὶ νὰ μὲ δαγκάνουν αἱ βδέλλαι; Κατάντησα νὰ πιστεύω πὼς ἔχουν κάποιον δίκαιον ὅσοι θεωροῦν τὴν ὑπερβολικὴν τρυφερότητα τῶν γυναικῶν ὡς πρόληψιν καὶ παραμύθι. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο καὶ ν᾿ ἀπαιτήσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν ἰδική μου ἔκτακτον καὶ μοναδικὴ εὐαισθησία.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (1)
Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.
Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.
Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (...)
Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.
Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025



Ἡ ζωντανὴ πίστη
-Ἐπειδὴ ζήσατε ἀρκετὰ στὴν Ἑλλάδα καὶ γνωρίσατε τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τὴν ἁπλὴ εὐσέβειά του, θὰ θέλατε νὰ μᾶς εἰπεῖτε πῶς εἴδατε νὰ βιώνεται ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ λαό μας τὸν ὀρθόδοξο, Σερβικὸ καὶ Ἑλληνικό;
-Θὰ ἀπαντήσω μ' ἕνα παράδειγμα. Προσφάτως εἶχα πάει στὴν Κύπρο. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ ἦθος ποὺ διατηροῦν οἱ Κύπριοι μέχρι σήμερα. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, στὰ εὐρέα λαϊκὰ στρώματα, ἔχει χαθεῖ νομίζω τὸ πανάρχαιο αὐτὸ ἦθος. Ἴσως νὰ τὸ συναντᾶς στὰ νησιά. Εἶναι ἕνα ἦθος ζυμωμένο μὲ τὸν λαό, ποὺ τὸ συναντᾶς σὲ κάποιες γυναικοῦλες, γριοῦλες, σὲ λαϊκοὺς καὶ σὲ κληρικοὺς ἀκόμη, ὅπως εἶναι ὁ π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αὐτὸ ποὺ εἶδα στὴν Κύπρο μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση. Ρώτησα μία γριούλα: «Πότε ἦρθες ἀπὸ τὸ χωριό;». Λέει: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πάτερ;». Λέω: «Ἀπὸ τὴ Σερβία». Λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ τάδε χωριό».
Ἔτσι ὅπως ἦταν, φαινόταν καὶ στὸ φέρσιμο καὶ στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου καὶ στὴ συμπεριφορά. Καὶ κατάλαβα πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἐργαστήριο, ἕνα χωνευτήρι, ποὺ κτίζει, ποὺ δημιουργεῖ, ποὺ ζυμώνει μὲ τὴν αὐτὴ ζύμη τοὺς λαοὺς (ἀνεξαρτήτως τῆς περιοχῆς καὶ γλώσσης καὶ τῶν ἐθνικῶν ἰδιομορφιῶν, κλπ.). Ἢ Ἐκκλησία ἀφήνει μία σφραγίδα στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος.
Μοῦ ἔλεγαν γιὰ κάποιον καλλιτέχνη μας ποὺ εἶναι τελείως ἐκκοσμικευμένος καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία, ὅτι εἶχε κάποια ἔκθεση ζωγραφικῆς στὴ Σουηδία. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ καλλιτέχνες τὸν ρωτοῦσε: «Ἐσεῖς πῶς ἔχετε τὴν Βυζαντινὴ ὑφὴ μέσα στὰ ἔργα σας;».
— Δὲν ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Βυζαντινὴ τέχνη, λέει. Δὲν ἀσχολήθηκα ποτέ! 
— Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; τὸν ρώτησαν. 
— Ἀπὸ τὴ Σερβία.
— Σὲ ποιά θρησκεία ἀνήκεις;
— Δὲν ἀνήκω σὲ καμία θρησκεία.
— Καλὰ ἐσύ. Ὁ πατέρας σου ὅμως;
— Εἶναι ὀρθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ἦταν ἐκκοσμικευμένος, ὁ καλλιτέχνης διατηροῦσε μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του ὅ,τι εἶχε πάρει τὸ μάτι του περνώντας ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Καὶ αὐτὸ τὸν σημάδεψε.
Τὸ ἴδιο παρατήρησα καὶ στὴ Μολδαβία ποὺ δὲν ὑπέστη δυτικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Οὐνίτες, ὅπως ἡ Τρανσυλβανία.
Τὸ ἴδιο καὶ στὸ Μαυροβούνιο. Σᾶς λέω: γυναῖκες στὴν Κύπρο εἶναι σὰν νὰ τὶς ἔχεις μεταφυτέψει ἀπὸ τὸ Μαυροβούνιο. Εἶναι ἕνα πράγμα μυστήριο. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔργου της μέσα στοὺς λαούς.
Τὸ ἴδιο εἶδα καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἐφημέριος. Αὐτὲς οἱ γριοῦλες τοῦ χωριοῦ μοῦ ἔμαθαν πολλὰ πράγματα. Θυμᾶμαι μία γριούλα ἀπὸ τὰ Σπάτα. Εἶχα πάει νὰ τὴν ἐξομολογήσω καὶ νὰ τὴν κοινωνήσω. Ἦταν ἄρρωστη ἡ καημένη! Ἔκανε πολλὴ χαρὰ ποὺ πῆγα. Μοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, πολὺ σ' εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες τὴν Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τὰ Μυστήρια εἶναι ἡ προίκα τῆς Ἐκκλησίας». Ἄκου! Καὶ τὴν ἴδια σχεδὸν ἔκφραση βρῆκα στὸν Νικόλαο Καβάσιλα.
Θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν πηγαία πίστη τοῦ λαοῦ. Ἤμουν στὸ 4ο ἢ 5ο ἔτος τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς. Εἶχα πολλὲς δυσκολίες καὶ περνοῦσα μία σοβαρὴ κρίση. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχα πάει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν ἀδελφή μου, ποὺ εἶναι παντρεμένη σὲ ἕνα ἄλλο χωριό. Ἦταν μακριὰ καὶ εἶχα πάει μὲ τὸ ἄλογο. Ἐπιστρέφοντας συναντῶ ἕναν χωρικὸ ἀπὸ τὴν Ἄνω Μόρατσα καὶ τὸν χαιρετῶ μὲ τὸν χαιρετισμό: «Ὃ Θεὸς βοηθός». Λαϊκὸς χαιρετισμὸς στὴ Σερβία, στὸν ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ λαός: «ὁ Θεὸς καὶ σένα νὰ βοηθήσει». Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ χαιρετισμός μου. Νέος ἄνθρωπος νὰ χαιρετᾶ ἔτσι! Μοῦ ἀπάντησε: «ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει» καὶ μὲ ρώτησε: «Δὲν μοῦ λές, ἀπὸ ποῦ εἶσαι;».
— Εἶμαι ἀπὸ τὴν Κάτω Μόρατσα, εἶπα.
— Ποῦ πῆγες;
— Ἔχω ἐδῶ τὴν ἀδελφή μου παντρεμένη καὶ πῆγα νὰ τὴν ἰδῶ.
— Πῶς λέγεται ὁ πατέρας σου; μοῦ λέει.
— Εἶναι ὁ Τσίρο.
— Δὲν μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, λέει, τί ἔγινε μ' ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε πάει νὰ γίνει παπάς;
— Καλὰ εἶναι, λέω. Ἐδῶ εἶναι τώρα καὶ σᾶς μιλάει. Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ἐκεῖνο τὸ πράγμα. Σταμάτησε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα. Λέει:
— Παιδί μου, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ἀξίωσε νὰ σὲ ἰδῶ σήμερα. Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ ὁ πατέρας σου ποὺ σ' ἔστειλε νὰ πάρεις αὐτὸ τὸ δρόμο. Γιὰ μένα, πίστεψέ με, εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέρα τῆς ζωῆς μου, ποὺ σὲ εἶδα σήμερα.
Κι' ἄρχισε κι ἔκλαιγε ὁ ἄνθρωπος.
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχα μία κρίση, ἔνιωθα μία τρομακτικὴ πίεση. Εἶχα μία ἀναστάτωση. Νόμιζα ὅτι ὅλοι ἦσαν ἐναντίον μου, ὅτι ὅλοι μὲ ὑποβλέπουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκηνὴ μοῦ ἔχει μείνει. Νὰ βρεῖς ἕναν ἄνθρωπο μὲ τέτοια πίστη! Ἐγὼ προχώρησα κι αὐτὸς συνέχισε νὰ εὐλογεῖ. Λέει ἡ Γραφή: «Τέτοια πίστη δὲν βρῆκα οὔτε στὸν Ἰσραήλ». Αὐτὸ δείχνει μία ἄλλη περίπτωση ποὺ συνέβη ὅταν πῆγα στὸ 40ήμερο μνημόσυνο τοῦ πατέρα μου (πέθανε τὸ 1977). Περνώντας ἀπὸ τὸ δρόμο συνάντησα μία χωρικὴ 50-55 ἐτῶν. Ἦταν ἐρημιὰ καὶ τῆς εἶπα:
— Ὁ Θεὸς μαζί σας. 
— Καλημέρα, μοῦ ἀπαντᾶ. 
— Τί κάνεις; τῆς λέω. 
— Καλά, λέει. Ἐσὺ εἶσαι τοῦ Τσίρο ὁ γιός;
— Ναί!
— Μὲ γνωρίζεις ἐμένα; Εἶμαι τοῦ τάδε ἀδελφή, ποὺ εἴσαστε κουμπάροι. Καὶ συμπληρώνει: Πότε θὰ ἔλθεις ἐδῶ σ' ἐμᾶς;
— Τί νὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ, λέω. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν πιστεύετε, τὸν παπὰ δὲν τὸν σέβεστε. Ἐγὼ χωρὶς Θεὸ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω.
— Ὄχι κι ἔτσι!
— Πῶς δὲν εἶναι ἔτσι!
— Δὲν εἶναι ἔτσι.
Κοίταξε λίγο γύρω, νὰ δεῖ ὅτι δὲν εἶναι κανεὶς καὶ λέει:
— Νὰ ξέρης, προσεύχομαι ἐγὼ στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐγὼ ξέρω ποῦ καὶ πότε θὰ προσευχηθῶ. Δὲν θέλω μπροστὰ σ' αὐτὰ τὰ σκυλιά, νὰ κοροϊδεύουν τὸν Θεὸ κι' ἐμένα. Ἀλλὰ ξέρεις, χωρὶς τὸν Θεό, χωρὶς τὴν πίστη στὸν Θεό, δὲν θὰ ὑπῆρχα σήμερα καὶ δὲν θὰ μιλοῦσα μαζί σου.
Καὶ πιστέψατε: Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ἔχει πατήσει στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1945, ἀλλὰ τὴν ἔχει κρύψει μέσα της. Μαυροφοροῦσε. Ἦταν σὰν καλόγρια. Αὐτὴ ἡ πίστη κρυμμένη μέσα της.
Αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ζεῖ Κύριος ὁ Θεός; Ἡ ζωντανὴ πίστη. Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ.
Ἐπίσκοπος Βανάτου Ἀμφιλόχιος

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

 


Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ’ ἀγέρι

στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,

σὰν νύφ’ ἡ γῆ, πόχει ἄμετρα ἄνθη προῖκα,

λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ’ ἀστέρι.

Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,

ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφῆκα·

τὴ φύση στὴν καλή της ὧρα ἐβρήκα,

λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ’ ὅλα τὰ μέρη.

Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,

κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει

πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα

νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ’ ἅγιο χῶμα,

νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,

ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

Λορέντζος Μαβίλης

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025


Τὸ κράτος ἔτσι πάγει πολλὰ ὀμπρός!
Ἀφοῦ μίλησα τοῦ Βασιλέα διὰ τὸν Λασσάνη, τῆς μεγάλες κατάχρησες ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, κι᾿ ἀφάνισε τὴν πατρίδα, καὶ τοῦ Σπυρομήλιου τὸ ῾δωσε τὴν Λιβαδόστρατα εἰς τὴν Φήβα κι᾿ ἄλλα, τὸν ἔβγαλε τὸν Λασσάνη ἀπὸ τὴν ῾Κονομίαν καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν Λογιστικὴ ῾πιτροπή μὲ βαρειὸν μιστὸν νὰ διορθώση τῆς κατάχρησες, αὐτὸς τῆς δικές του καὶ τῶν φίλωνε του· – καὶ οἱ ἀγωνισταὶ καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ παιδιά τους, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ θυσιάσαν τὸ δικόν τους ῾στὰ δεινὰ τῆς πατρίδος ἂς γκεζεροῦν εἰς τοὺς δρόμους ξυπόλυτοι καὶ ταλαιπωρεμένοι κι ἂς λένε «ψωμάκι». Οἱ ἀκαθαρσίες τῆς Κωσταντινόπολης καὶ τῆς Εὐρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλῆθος. Αὐτεῖνοι ἀφεντάδες μας κ᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους. Πῆραν τὰ καλύτερα ὑποστατικά, τῆς καλύτερες θέσες τοὺς σπιτότοπους, ῾στὰ ὑπουργεῖα βαρειοὺς μιστούς· δανείζουν τὰ χρήματά τους δυὸ καὶ τρία τὰ ἑκατὸ τὸν μήνα, παίρνουν ὑποθῆκες – ῾σ ἕνα χρόνο καὶ λιγώτερον κάνει δέκα τὸ παίρνει ἕνα· γίνηκαν ὅλοι ῾διοχτῆτες. Κριταὶ αὐτεῖνοι, ἀφεντάδες αὐτεῖνοι· ὅπου νὰ πᾶνε οἱ Ἕλληνες ὅλο ξυλιὲς τρῶνε. Ἡ φτώχεια ἄξηνε· λίγον φταίξιμο νὰ κάμῃ ὁ ἀγωνιστής, χάψη ἄλλος ἐπὶ ζωγῆς, ἄλλος κόψιμον μὲ τὴν τζελατίνα. Ὅλο τέτοιες καλωσύνες ἔχομεν. Γιόμωσαν οἱ χάψες τοῦ κράτους. Καὶ θησαύρισαν οἱ κριταί μας καὶ οἱ ἀβοκάτοι μας. Τὸ κράτος ἔτσι πάγει πολλὰ ὀμπρός!
Μίαν ἡμέρα πέρναγε ὁ Ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου ὁ Σμάλτζης· δὲν εἶχα τὴ νιφόρμα μου – δὲν τὸν χαιρέτησα. Εὐτὺς μὲ προσκαλεῖ καὶ μοῦ λέγει διατί δὲν ἔχω τὴ νιφόρμα μου καὶ δὲν τὸν χαιρέτησα. Τοῦ λέγω· «Σκαλίζω τὸν κῆπο μου νὰ γένουν λάχανα νὰ φάγω μὲ τὰ παιδιά μου καὶ μὲ τόσες φαμελιὲς τῶν σκοτωμένων ὁποῦ ῾ναι εἰς τὸ σπίτι μου. Οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ ἀγωνίστηκαν, δὲν τοὺς δώσετε οὔτε ἕνα ἀριστεῖον· ἐνταὐτῷ ὅσοι ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς κιντύνους ὅλους τοὺς δικιώσετε – βαθμούς, μιστοὺς πλουσιοπάροχους! Κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ ἀγωνίστηκαν περπατοῦνε εἰς τὸν ἕναν καὶ εἰς τὸν ἄλλον νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Ἔχω καμπόσους τοιούτους εἰς τὸ σπίτι μου, κύριε Ὑπουργέ, ὁποῦ τοὺς θρέφω νὰ μὴν πᾶνε διὰ ψωμὶ σὲ κακὲς στράτες καὶ τοὺς βάλετε εἰς τοὺς νόμους καὶ τοὺς κόψῃ ἡ τζελατίνα – θὰ τοὺς χρειαστοῦμεν καμμίαν βολά· δι᾿ αὐτὸ σκαλίζω καὶ δὲν βάνω νιφόρμα, ὅτι κορνιαχτίζεται ἀπὸ τὸ σκαλιστήρι. Κι᾿ ὅταν βγαίνω μὲ χωρὶς νιφόρμα, κι᾿ ὁ Βασιλέας νὰ εἶναι δὲν τὸν χαιρετῶ – οὔτε τὸν καταφρονῶ». Ἀφοῦ τοῦ εἶπα πολλά, τὸν ἔβαλα σὲ συμπάθειον καὶ πῆγε καὶ μίλησε τοῦ Βασιλέως καὶ μερεμέτησε καμπόσους ἀγωνιστάς – καὶ πάλε περισσότερους βάλαν μὴν ἔχοντας δικαιώματα· καὶ πάλε ἄφησαν τόσα λιοντάρια· καὶ σ᾿ ἔπαιρνε ἡ νίλα νὰ τοὺς βλέπῃς. Τότε σηκώθηκα πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ μίλησα. Μοῦ λέγει· «Τοὺς δίκιωσα» καὶ τραβγέται. Τότε τὸν πιάνω πίσω. Ἀγανάχτησε ἀναντίον μου. Ματὰ τὸν πιάνω, καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια μου, καὶ τοῦ λέγω· «Εἶμαι ἄτιμος στρατιωτικὸς ἂν σὲ ἀπατῶ· εἶναι καλύτεροι πολλοὶ ἀπὸ ῾μένα, Βασιλέα!» Τότε σὰν μ᾿ εἶδε ὁποῦ ῾κλαψα, μπῆκε σὲ συμπάθεια καὶ ἦρθε καὶ μοῦ μίλησε. Μοῦ εἶπε· «Τὸ λοιπὸν μ᾿ ἀπάτησαν! – Ἒτζ᾿ εἶναι, Βασιλέα μου, καὶ θέλει τοὺς ἰδῇς». Τὴν ἄλλη ἡμέρα τοὺς εἶπα καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι καὶ τοὺς εἶδε· τοὺς ἐσπλαχνίστη καὶ τοὺς δίκιωσε. Ὅτι ξύσαν τὸ μητρῶον καὶ βάναν ἀνθρώπους χωρὶς δικιώματα εἰς τοὺς βαθμούς. Ὅποτε βρῆ τὴν ἀλήθεια ὁ Βασιλέας, ἔχει δικαιοσύνη – ποῦ ἀφίνει ἡ ἀκαθαρσία τῆς ἀνθρωπότης;

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025


Ἡ οὐσία καὶ ὁ χαρακτήρας
Ἐπειδή ἔτυχε νά εἶμαι ζωγράφος καί πολυτεχνίτης, δηλαδή νά ἐκφράζομαι μέ ἁπτά καί θετικά μέσα, μπόρεσα νά ἰδῶ πιό καθαρά ποιά εἶνε ἡ οὐσία, ὁ χαρακτήρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τή μορφή της, ἀπό τά ἁπτά μέσα τῆς ἐκφράσεως πού μεταχειρίζεται. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, εἶδα (ἀφοῦ γνώρισα καλά καί δούλεψα μέ ἐπιτυχία στήν κοσμική τέχνη) ὅτι δέν εἶνε κάποια αὐθαίρετα κατασκευάσματα ἀνθρωπίνης ἐφευρέσεως (ἐμπνεύσεως, φαντασίας καί ταλέντου, ὅπως λένε) πού δείχνουν τήν ὑποκειμενικήν ἀντίληψιν πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πρόσωπα τῆς θρησκείας, ὅπως εἶνε τά ἔργα τῆς Ἀναγεννήσεως καί τά ἄλλα τῶν δυτικῶν λαῶν, ρεαλιστικά, ἀναπαραστατικά (κινηματογραφικά), ἀλλά εἶνε ἔργα πνευματικά, ἐκφράζοντα τήν ἀναλλοίωτον πνευματικήν οὐσίαν τῶν ἱερῶν προσώπων ἀντικειμενικῶς (λαμβανομένου τοῦ «ἀντικειμενικῶς» στήν περιοχή τόν πνεύματος), ἤτοι ἔργα ἐκφραστικά τῆς εὐλαβείας τῶν πιστῶν, τά ὁποῖα ἔγιναν μέ θείαν ἐπιφοίτησιν, καί ὄχι κατά τήν ἀνθρωπίνην φαντασίαν ἡ ὁποία ποικίλλει κατά τό ἄτομον.
Γι' αὐτό, καί ὅσοι ἁγιογράφοι ἔβαλαν τ' ὄνομά τους εἰς τά ἔργα τους, ἔγραψαν «διά χειρός τοῦ ἁμαρτωλοῦ τάδε», φανερώνοντας μ' αὐτό ὅτι δέν εἶνε ἔργον ἰδικόν τους, ἀλλά ὅτι ἔγινε ἀπό θείαν ἐπισκίασιν καί φώτισιν, ὁ δέ ζωγράφος ἔδωσε μόνον ταπεινῶς καί ὑπευθύνως τό χέρι του, ὡς ὄργανον ἁπλοῦν διά νά ζωγραφισθοῦνε αὐτά τά ἀκηλίδωτα ἀρχέτυπα. Γι' αὐτό ὑπάρχουνε στήν Ὀρθοδοξία καί εἰκόνες «ἀχειροποίητοι». Ἄλλως τε καί οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, χωρίς νά τό λένε, φαίνεται ὅτι ζωγραφίζουνε τές εἰκόνες τῶν ἐκκλησιῶν των ἁπλῶς πρός τέρψιν (ἔστω καί τήν λεγομένην πνευματικήν), χωρίς νά ἀποδίδουν θαυματουργὰς ἰδιότητας σ' αὐτά τά ἔργα πού εἶνε ζωγραφισμένα μέ κοσμικό πνεῦμα, ὅπως οἱ πίνακες τῆς ἱστορικῆς, λεγομένης ζωγραφικῆς καί μόνον τό θέμα τους ἁπλῶς εἶνε θρησκευτικό.
Καί πώς δέν περιμένουν θαύματα οἱ Δυτικοί ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες, φαίνεται ἀπό τό ὅτι σ' ὅλες τίς πόλεις τῆς Ἰταλίας λ.χ. οἱ λεγόμενες εἰκόνες «Μiracolosae» εἶνε ὅλες παλιές βυζαντινές εἰκόνες, ἐνῶ θά γελάσουνε ἄν τούς πεῖς πώς εἶνε θαυματουργός καμμιά Παναγία τοῦ Ραφαέλλου ἤ τοῦ Ἀντρέα ντέλ Σάντο, ζωγραφισμένη ἀπό κάποια γυναίκα πού ποζάρισε, γιατί ὁ ζωγράφος ἔτσι φανταζότανε τήν Παναγία μέ τή σαρκική φαντασία του.
Τό ἴδιο ἔγινε καί στή μουσική (πρό πάντων σ' αὐτή), στά ἄμφια (μπελερίνες σάν φτερά τοῦ Μεφιστόφελε, κολλαρίνες σιδερωμένες, κομπολόγια, βελλάδες κλπ.), στή μορφή τῶν παπάδων (ξούρισμα, δηλαδή κοσμικότατη ἀπασχόληση, ἀφοῦ κι' ὁ φτωχός ἅγιος Φραγκίσκος πού εἶχε λίγα γένεια ἀχτένιστα ζωγραφίσθηκε ξουρισμένος σάν τόν Πάπα, αὐτός πού δέν ἔτρωγε κἄν καί ζοῦσε σάν ἀγρίμι, ξουριζότανε καθημερινῶς μέ ζιλέτ. Σέ τέτοια ἀνοησία φτάνει ὁ ἄνθρωπος καί δή ὅταν ἐπικαλεῖται διαρκῶς τή λογική, ὅπως οἱ Δυτικοί). 
Ἔτσι λοιπόν, ἀντί νά ἁγιασθεῖ ἡ ζωή τῶν Χριστιανῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς τέχνες, στά ἔθιμα κλπ., ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε κοσμική, αἴθουσα παραστάσεων πρός τέρψιν. Στίς εἰκόνες ὁ Χριστός κι' οἱ ἅγιοι ἔγιναν κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τῶν ἀνθρώπων, μέ γαλανά μάτια καί μέ ξανθά μαλλιά καί γένεια ἤ καί ξουρισμένοι, ἀκόμα καί μέ τά κοστούμια πού φορούσανε αὐτοί κι' οἱ γυναῖκες τους, ἀναλόγως τή φυλή τους. Κ' ἡ ὑμνωδία ἔγινε κι' αὐτή τραγούδι θεατρικό, ἐρωτικό, ὅπως δυστυχῶς πάει νά γίνει καί σ' ἐμᾶς, πού κατήντησε γιά μᾶς ἕνα τό «ψέλνω» μέ τό «τραγουδῶ». 

Φώτης Κόντογλου

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025


Ἡ «ἄλλη λογική»

Ἁπλὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὶς διόδους μας, τὰ περάσματά μας· νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν «ἄλλη λογική». Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο. Ἡ ἴδια ἡ ἀνόργανη φύση τὰ πιὸ λεπτὰ μυστικά της τὰ περιφρουρεῖ μὲ μεταφυσικὴ λογική. Ἀμύνεται ἀπέναντι στὴ σκληρότητα τῆς νομοτέλειας καὶ τῶν αἰσθήσεων μὲ μηχανισμοὺς ποὺ ἀποκαλύπτουν νόμους καὶ ἀρχὲς ἀνατρεπτικὲς τῆς φυσικῆς λογικῆς.
Ἔτσι στὸν μικρόκοσμο ἡ αἰτιοκρατία γίνεται ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα (ἀρχὴ τοῦ Heisenberg), ἐνῷ στὸν μακρόκοσμο ἡ ἀπολυτότητα τῆς παντοδυναμίας τῶν μεγάλων μεγεθῶν ἐμφανίζεται ὡς σχετικότητα (θεωρία τῆςσχετικότητος). Κατὰ ἀντίστροφη ἀναλογία, ἡ λογικὴ τοῦ Θεοῦ τὴν φαινομενικὴ ἀπροσδιοριστία Του τὴν μεταλλάσσει σὲ βεβαιότητα καὶ τὴν σχετικότητα τῆς εἰκόνος Του τὴν μεταμορφώνει σὲ ἀπολυτότητα τοῦ προσώπου Του.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ποὺ πρέπει νὰ πιστέψεις, οὔτε ἡ προσωποποίηση τοῦ καλοῦ ποὺ πρέπει νὰ θαυμάσεις οὔτε μιὰ ἀπόμακρη ὀντότητα ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψεις. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο ποὺ πρέπει ὁ κάθε ἕνας μας νὰ συναντήσει.
Εἶναι «ἕτερος» ὡς πρὸς τὴν εἰκόνα, ποὺ ὅμως ἐμφανίζεται στοὺς «ἑτεροποιημένους» ὡς πρὸς τὴν λογικὴ καὶ τὴν φύση. Ἡ λογικὴ τοῦ εὐαγγελίου διαποτίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ σταυροῦ. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλόν ἐστι, Ἕλλησι δὲ μωρία, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία».
Στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ἡ λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.
Ἀλλὰ καὶ ποιά ἡ συμβατότητα τοῦ «ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν» ἢ τοῦ «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» μὲ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη λογική;
Ποιός ποὺ θέλει νἄναι πρῶτος συμβιβάζεται μὲ τὴν τελευταία θέση; Ποιός ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἐκ τῶν προτέρων καὶ συνειδητὰ συναινεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά της;
Ποιός ἱδρυτὴς μιᾶς νέας θρησκείας, ὅσο ἀληθινὴ καὶ ὄμορφη κι ἂν αὐτὴ ἦταν, θὰ ξεκινοῦσε τὸ προσκλητήριό του προτρέποντας τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ στηρίζονται περισσότερο στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λιγότερο στὶς ἱκανότητες ἢ τὴν προετοιμασία τους; «Ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε»· τὸ γὰρ ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν».
Ἀλλὰ καὶ ὁ μακαρισμὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κλαιόντων, «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ... μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν...» ἢ τὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ἂν δὲν ἀποτελοῦν ἀνοησία, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ βασικοὶ ἄξονες μιᾶς λογικῆς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ τὴν φιλία μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν θάνατο στὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ;
Πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ συνεχῶς διδάσκει τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτόχρονα προβάλλει τὴν ἐρημία τῶν μοναχῶν; Πῶς ὅταν ἡ διδασκαλία της εἶναι ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «ναὸ τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» κατανοεῖ τὴν λογικὴ τῶν βιαστῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς σάρκας, δέχεται τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν; Πῶς τὸ κήρυγμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς μεσότητός της συνδυάζεται μὲ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀκροτήτων της;
Ἡ ὑπέρλογος λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ διεκδικήσεις, μὲ συγκρίσεις, μὲ ὑπεροχικὲς ἀντιλήψεις. Ἐξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸν θάνατο μὲ τὴν ζωή, τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Μεταμορφώνει τὸ ἐδῶ καὶ τώρα σὲ ἀπὸ ἐδῶ καὶ παντοῦ καὶ γιὰ πάντα, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὸν φυσικὸ φόβο σὲ πνευματικὴ παρρησία, τὸ ἄγχος σὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, τὶς «βαρεῖες» ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου σὲ «χρηστὸ ζυγό», τὴν σκλαβιὰ τῆς σάρκας σὲ κατὰ Θεὸν ἐλευθερία.
Δίνει στὰ ἀνθρώπινα θεϊκὸ ἄρωμα. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό· «ὑμεῖς θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου
Μητροπολίτης Μεσογαίας 

Τετράδιο 134 * Ἀπρίλιος 2011

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025


Ὁ ἰδιότυπος Φώτης Κόντογλου

Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὸ εἶδος γραφῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἔγινε στὰ μαθητικά μου χρόνια. Τότε διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» (ἐκδόσεις Χ. Γανιάρη, 1922) καὶ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὴν ἰδιοτυπία του: Γλώσσα, τρόπος ἀφήγησης, πειστικὴ περιπέτεια. Κι ὅπως τὰ καλὰ βιβλία ποὺ μποροῦσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴν ἐπαρχία μου ἦταν ἐλάχιστα, τὸ διάβασα καὶ τὸ ξαναδιάβασα. Ἔτυχε μάλιστα νὰ τὸ διαβάσω κοντὰ-κοντὰ μὲ τὸ «Ντὲ προφούντις» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἕνα βιβλίο ποὺ μὲ εἶχε συνεπάρει μὲ τὸν κεντημένο του λόγο, τὴ λεπταισθησία καὶ τὴν πραγματικὰ ἐκ βαθέων ἀνθρώπινη θλίψη του. Αὐτὰ καὶ ἄλλα, ποὺ παράλληλα διάβασα τὴν ἴδια ἐποχή, δὲν εἶχαν καμμία σχέση τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἀποτελοῦσαν διαφορετικοὺς κόσμους ἄσχετους μεταξύ τους. Μποροῦσα νὰ διακρίνω ἔτσι τοὺς κόσμους αὐτῶν τῶν δημιουργῶν, ποὺ ὁ καθένας τοὺς εἶχε τὴ δική του ἀτμόσφαιρα, τὸ δικό του χρῶμα, τὴ δική του ἰδεατὴ αὐτοτέλεια. Τὸ κοινό τους γνώρισμα ἦταν τὸ ὅτι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀποδοχή τους καὶ νὰ ἐντυπώνουν στὸ μυαλό μου τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα τους.
Ἀπὸ τότε τοποθέτησα τὸ ὄνομα τοῦ Φώτη Κόντογλου στὰ ἰδιαίτερά μου. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀποστῶ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀναζητοῦσα κάθε νέο βιβλίο ἢ ἀνάτυπο, φυλλάδιο, ἢ ἐπιφυλλίδα ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του. Ἀκόμη καὶ τὸ «πεποιημένο» ὕφος του στὶς πολύμορφες ἀφηγήσεις τῶν τελευταίων χρόνων του δὲν ἦταν στερημένο ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη γοητεία τοῦ εὔστροφου καὶ πληθωρικοῦ Ἀνατολίτη Κόντογλου. Ὁ συγκερασμὸς τοῦ ἐξωτικοῦ, τοῦ μυστικιστικοῦ, ἱστορικοῦ ἢ ἁπλῶς παραδοσιακοῦ στοιχείου στὸν σχεδὸν λαϊκὸ λόγο, δὲ σὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ὁ Κόντογλου ἦταν ἕνας καθαρόαιμος Ῥωμιὸς καὶ μαγνήτιζε μὲ τὰ κείμενά του τὸν λίγο ἢ πολὺ Ῥωμιὸ ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας.
Ὁ συγγραφέας τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» ἀποτελεῖ μίαν ἰδιοτυπία γιὰ τὰ Γράμματά μας, γιὰ τὴ ζωγραφική, ἀκόμη καὶ τὶς δοκιμιακὲς ἐπιδόσεις του («Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω» 1923, «Γιὰ νὰ πάρουμε μία ἰδέα γιὰ τὴ ζωγραφική» 1929, «Ἔκφρασις» 1960). Κι ἂν ἡ ἰδιοτυπία εἶναι αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὶς προσωπικότητες μεταξύ τους, ἡ δική του ἰδιοτυπία ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα. Οἱ δημιουργοὶ καλύπτουν τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀπουσία τῆς δικῆς του ἰδιοτυπίας θὰ ἄφηνε μία μακριὰ περίοδο δρώμενων τῆς φυλῆς μας ἀνιστόρητη. Τὸ γένος, ἡ πίστη, ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ἀποκοτιά, ἡ περιπέτεια, τὸ ἐξαγιασμένο ἀπὸ τὸ αἷμα πατρικὸ χῶμα, πράγματα «φημισμένα» ποὺ πᾶνε νὰ λησμονηθοῦν, ὁ Ἕλληνας. Κυρίως ὁ Ἕλληνας, ποὺ ἐξαιτίας τῆς πίστης του καὶ τῶν βασάνων του, ἀπόχτησε μία θειότητα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Ἕλληνας γιὰ τὸν Κόντογλου, ἔχει μίαν ἁγιότητα μέσα του κι εἴτε γίνεται πειρατής, εἴτε κουρσάρος, εἴτε καὶ φονιὰς ἀκόμη, ὁ Θεὸς ὅλα τοῦ τὰ συγχωρεῖ.
Τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα καὶ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ἀποτελεῖ τὴ συνισταμένη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του. Εἶναι ὁ ἴδιος καμωμένος ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἡρώων του. Κι ἂν δὲν ἦταν συγγραφέας, ζωγράφος, εἰκονογράφος βιβλίων, δάσκαλος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι θαλασσοπόρος καὶ πειρατὴς καὶ κουρσάρος. Ὁ κόσμος του δὲ δέχεται καμμία ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Ἐκφράζεται μὲ τὴ δική του σκέψη, τὴ δική του γλώσσα, τὸ δικό του ὕφος. Γράφει ὅπως ἕνας ἀσπούδαχτος. Πρότυπά του ὁ λαϊκὸς λόγος, γραμμένος ἢ προφορικός. Φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ ἀπολογητὴς τῶν παθῶν τοῦ Ἕλληνα, ποὺ πιστεύει καὶ πολεμάει ἀδιάκοπα μὲ κάθε τρόπο.
Ἦταν γύρω στὸ 1946 ὅταν στὸ βιβλιοπωλεῖο «Ἀετὸς» μισογυρμένος, ὅπως τὸ συνήθιζε, μὲ ἀκουμπισμένο μὲ τὸ ἕνα του πλευρὸ σ᾿ ἕναν πάγκο ἀπὸ βιβλία, μοῦ μίλησε μ᾿ ἕνα πάθος σχεδὸν μανιακὸ γι᾿ αὐτὰ τὰ ξένα ρεύματα ποὺ ἔρχονται νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἱστορικὴ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα. Μοῦ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τὰ δέχονται, εἶναι πολέμιοι τοῦ γένους μας. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ μάτια μας κ᾿ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ βάσανά τους μᾶς ὁδήγησαν ὡς ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, θ᾿ ἀφανιστοῦμε». Ἀποτελεῖ κι αὐτὸ μιὰ πλευρὰ τῆς μοναδικῆς ἰδιοτυπίας τοῦ Κόντογλου, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος κι ἀπὸ ἕνα εἶδος δονκιχωτισμοὺ γιὰ τὶς μέρες ἐκεῖνες καί, φυσικά, καὶ γιὰ τὶς μέρες μας. θεωροῦσε προδοσία τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀδάμαστων ψυχῶν». Αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔλεγε «τιμιώτατον» γιὰ τὸ ἔργο του ἦταν ἡ παθολογική του ἀγάπη, ἡ συνοστέωσή του θὰ ἔλεγα μ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο, τὶς παραδόσεις του καὶ τὴ θρησκεία του. Ἡ μονομανία του μεταβαλλόταν κάποτε σὲ σκέτη χολή. «Τί ψυχολογίες, τί ὑποσυνείδητα, τί ἰψενικὰ τρίγωνα, τί πασχαλινὰ τετράγωνα, τί σοφίες ποὺ τρέμει ὁ κόσμος, τί θεωρίες, φοβερὰ πράγματα (...) Τί εἶπε ὁ Προύστ, τί ἔκανε ὁ Μπωντλαίρ (...) γιόμισε ὁ κόσμος ἀπὸ λογῆς-λογῆς ξεράσματα καὶ κλεφτοφάναρα».
Ὡστόσο, ἂν δὲν ἦταν ὁ τόσο πεισματικὰ ἀσυμβίβαστος, ὁ κολλημένος ὅπως τὸ ὄστρακο πάνω στὴ δική του πέτρα, δὲν θὰ ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ κάποτε ἡρωικο-κουτσαβάκης, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ δίκαιος ποὺ προσωποποιεῖ τὸν Ἕλληνα ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ὁ Κόντογλου δὲν ἀπέτυχε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσωποποίηση, οὔτε ὡς συγγραφέας, οὔτε ὡς ζωγράφος, οὔτε ὡς ἁγιογράφος, οὔτε ὡς εἰκονογράφος βιβλίων. Μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι «ὁ ποιητὴς εἶναι ἀνάγκη, δίχως ἄλλο, νἄχει χαρίσματα ζωγράφου» καί, φυσικά, κι ὁ ζωγράφος χαρίσματα ποιητῆ, κατόρθωσε νὰ ἑνοποιήσει τὴν πολύμορφη δραστηριότητά του καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του ἰδιότυπη προσωπικότητα, δίνοντας τὰ πράγματα καὶ τὰ συμβάντα τῶν ἡμερῶν ποὺ ἱστόρησε μὲ κάποια φυσικὰ καὶ κάποτε ἠθελημένη ἁπλότητα, μὲ φαντασία, ἀλλὰ χωρὶς φανταχτερὰ χρώματα, ὅπως ἔδωσε καὶ τοὺς Ἁγίους του. Γήινα πράγματα, ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025


Λόγοι περί παιδείας
- Γέροντα, συχνά λέτε ὅτι πᾶνε τά πάντα νά διαλύσουν. Ἐννοεῖτε καί τήν παιδεία;
- Ναί, δέν βλέπετε τί γίνεται; Σχολεῖα εἶναι αὐτά; Γλώσσα εἶναι αὐτή πού διδάσκουν σήμερα στά παιδιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱστορία μας; Ἀλλά καί στήν Θεολογία τί γίνεται; Ἔχει ἕνας ἄθεος πτυχίο τῆς Θεολογίας καί τόν ἀφήνουν νά διδάσκη θρησκευτικά. Δέν ἐξετάζουν ὅμως· θρησκευτικά διδάσκει ἤ ἀθεΐα; «Δέν μποροῦμε, λένε, νά τόν βγάλουμε». Ἄν ἕνας φιλόλογος πάη νά διδάξη μαθηματικά, θά τόν ἀφήσουν;
Ἄλλος εἶναι θεολόγος καί δέν ἀφήνει τούς ἀνθρώπους νά κοινωνοῦν, γιά νά μήν κολλήσουν ἔιτζ! Εἶναι ἀπό αὐτούς πού τούς ἔστειλε στήν Θεολογική Σχολή τό κομπιοῦτερ! Αὐτή δέν εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Παλιά λέγανε: «Ἔμαθε τά ἱερά γράμματα τό παιδί», γιατί ἦταν ἱερά τά γράμματα. Βλέπεις καθηγητή Θεολογίας νά μήν πιστεύη, νά βρίζη μπροστά στούς φοιτητές τούς Προφῆτες, καί νά μήν τόν βγάζουν. Μά τί θέλεις, καλέ μου ἄνθρωπε, στήν Θεολογική Σχολή; Ἐσύ, τί θεολόγους θά βγάλης;
Πόσο ἔχουν ἐπιδράσει οἱ Προτεστάντες, οἱ Καθολικοί! Τό ἄθεο πνεῦμα πόσο μπῆκε στόν Καθολικισμό! Οἱ Καθολικοί πᾶνε σιγά-σιγά νά κουτσουρέψουν τούς Ἁγίους. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, λένε, δέν ἦταν μεγάλη Ἁγία· ἕνας μικρός βασιλίσκος ἦταν ὁ πατέρας της. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν μικρός Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος μύθος. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ δέν ὑπῆρχε· ἦταν μία παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο καί ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ». Μετά θά ποῦν: «Ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός· ἦταν μόνον ἕνας δάσκαλος μεγάλος». Μετά θά προχωρήσουν καί ἄλλο: «Ὁ Θεός εἶναι μία δύναμη». Καί μετά θά ποῦν: «Ὁ Θεός εἶναι ἡ φύση»! Ἐνῶ ὑπάρχουν γεγονότα χειροπιαστά. Προφῆτες, προφητεῖες, τόσο ζωντανά θαύματα, φθάνουν καί μερικοί δικοί μας στό σημεῖο νά πιστεύουν τέτοιες χαζομάρες.
Ἦρθε καί σ’ ἐμένα κάποιος νά πάρη εὐλογία, γιά νά πάη στήν Ἰταλία νά σπουδάση Λειτουργική καί νά κάνη διατριβή. «Εἶσαι στά καλά σου; τοῦ εἶπα. Θέλεις νά πᾶς στούς Ἰησουΐτες νά κάνης τήν διατριβή σου καί ἦρθες νά σοῦ δώσω καί εὐλογία; Αὐτοί δέν ξέρουν τί τούς γίνεται! Ἐκεῖ διδάσκουν Οὐνίτες, Ἰησουΐτες, δέν ξέρω τί!». Θέλει προσοχή ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις. Γιατί ἔτσι κάνουν· πᾶνε, σπουδάζουν στήν Ἀγγλία, Γαλλία κ.λπ., πιάνουν τά εὐρωπαϊκά μικρόβια καί κάνουν μετά διατριβή. Μελετοῦν λ.χ. τούς Ἕλληνες Πατέρες σέ μετάφραση πού ἔκαναν οἱ ξένοι στήν γλώσσα τους.
Ἐκεῖνοι, εἴτε ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἀποδώσουν τά νοήματα σωστά εἴτε ἀπό πονηριά, πρόσθεσαν καί τά δικά τους τά λανθασμένα. Οἱ δικοί μας πάλι, οἱ Ὀρθόδοξοι, πού μάθανε τίς ξένες γλῶσσες, παίρνουν ἀπό ‘κεῖ τά ξένα μικρόβια καί τά μεταφέρουν ἐδῶ καί μετά τά διδάσκουν κιόλας. Φυσικά, ὅταν προσέξη κανείς, εὔκολα ξεχωρίζει τό χρυσό ἀπό τό κεχριμπάρι.
- Γέροντα, μερικά παιδιά πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία, ὅταν βγοῦν γιά σπουδές στό ἐξωτερικό, ἐπειδή δέν περνᾶνε ἐδῶ στό Πανεπιστήμιο, χάνουν τήν πίστη τους καί παραστρατοῦν.
- Θά πῶ σέ κανέναν ἀπό αὐτούς πού γνωρίζω, νά κάνουν ἀκόμα κάνα-δύο Πανεπιστήμια ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, γιά νά μήν βγαίνουν τά παιδιά ἔξω. Νά σπουδάζουν ἐδῶ, γιατί καί τά παιδιά χάνονται καί οἱ γονεῖς ξοδεύονται καί τόσο συνάλλαγμα βγαίνει ἔξω.
Πάντα λέω στά παιδιά πού πᾶνε ἔξω γιά σπουδές: «Νά πᾶτε, ἀφοῦ τό θέλετε, ἀλλά νά προσέξετε νά μή χάσετε τήν πίστη σας· νά πάρετε μόνον τίς γνώσεις τους. Καί προπαντός μήν ξεχάσετε νά γυρίσετε πίσω στήν Πατρίδα. Ἡ Ἑλλάδα σᾶς περιμένει. Ἔχετε χρέος νά τήν βοηθήσετε. Νά εἶστε κοντά στούς Ἕλληνες, γιά νά μήν ἀναγκάζωνται οἱ καημένοι νά τρέχουν στό ἐξωτερικό, γιά νά βροῦν ἕναν γιατρό ἤ ἕναν εἰδικό γιά μία ἐπιστήμη. Πολύ προσέξτε νά μήν ψυχρανθῆ ἡ καρδιά σας. Οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι ψυχροί. Ἡ Ἀμερική πάλι εἶναι μόνο γιά νά πλουτίζη κανείς ὑλικά καί νά χρεωκοπῆ πνευματικά».
- Καί οἱ ἀπεργίες, Γέροντα, τί κακό κάνουν! Ὁλόκληρο μήνα χωρίς μάθημα τά παιδιά, νά γυρίζουν στούς δρόμους!
- Ἐγώ λέω στούς δασκάλους ποτέ νά μήν κάνουν ἀπεργία, ἐκτός ἄν πᾶνε νά καταργήσουν λ.χ. τά θρησκευτικά, τήν προσευχή ἤ νά κατεβάσουν τόν σταυρό ἀπό τήν σημαία κ.λπ. Τότε πρέπει νά διαμαρτυρηθοῦν. Ἀλλιῶς τί φταῖνε τά παιδιά νά χάνουν μαθήματα;
- Δηλαδή, Γέροντα, ἔτσι πού ἔχει διαμορφωθῆ ἡ παιδεία θά κάνη πολύ κακό.
- Τώρα θά σακατευτοῦν πολλά παιδιά, ἀλλά καί ὁ Καλός Θεός θά κρίνη ἀνάλογα. Θά ἐξετάση σέ τί κατάσταση θά ἦταν, ἄν δέν τά ἐπηρέαζαν καί δέν τούς ἔκαναν κακό. Ὅμως καί ἐμεῖς χρειάζεται νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά τά καημένα τά παιδιά, ὥστε νά ἐπέμβη ὁ Θεός νά τά βοηθήση καί νά μή σακατευτοῦν, ἀλλά νά εἶναι ὑγιέστατα πνευματικά καί νά ἀποκτήσουν ἀρετές.
Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη
Σήμερα ὅλοι βασανιζόμαστε, τὸ καταλαβαίνω. Κι ὅταν λέμε «βασανιζόμαστε», σημαίνει ὅτι ἔχομε μία ὑγεία μέσα μας. Βασανίζεται ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλ᾿ ἐλευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι μακάριοι κι εὐλογημένοι οἱ βασανισμένοι, γιατί ὑπάρχει δυνατότης νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ εἶναι μακάριοι οἱ διψασμένοι, γιατί μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ λογικὴ κι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας, θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι σ᾿ ἕνα βάσανο.
Πρὸ καιροῦ ἤμουν στὴν Ἀμερική, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πόσο τὰ πράγματα εἶναι πλούσια, πόσο οἱ δρόμοι τεράστιοι, πόσο τὰ σπίτια σὰν ζωγραφιά, μὲ τὸ σπίτι, τὸ γρασίδι, τὰ δέντρα, τὰ αὐτοκίνητα... Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδα μερικοὺς ἀνθρώπους, ἔνοιωσα πὼς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τάξι καὶ τὴν καθαριότητα, ἐκεῖ ποὺ δὲν λείπει τίποτε, λείπουν ὅλα. Καὶ ὅλα μία στιγμὴ εἶναι ἄοσμα, ἄγευστα καὶ ἄχρωμα, ἀφοῦ μοῦ εἶπαν κάποιοι ὅτι, ἐνῷ τὰ εἶχαν ὅλα, δὲν εἶχαν διάθεσι γιὰ ζωὴ καὶ ἤθελαν νὰ «τελειώσουν»...
Βλέπει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ λογική, ποὺ ἔχομε πολλὲς φορὲς καὶ λέμε «νὰ ἀνεβάσωμε τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, νὰ μποῦμε στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ἔχωμε ἕνα νόμισμα, νὰ εἴμαστε πλούσιοι, κτλ», δὲν βγάζει πουθενά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ παράξενο, ποὺ δὲν χορταίνει μὲ τὰ πλούτη. Κι ἂν τοῦ λύσης ὅλα τὰ προβλήματα, ἢ νομίζεις ὅτι τοῦ τὰ λύσης, τότε εἶναι ποὺ μπῆκες στὸ ἄλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οἱ Σουηδοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἴσως τὸ ἀνώτερο βιοτικὸ ἐπίπεδο στὴν Εὐρώπη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο. Γιατί, ἐνῷ νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν τίποτε.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἕνα παράξενο ὄν, ποὺ ὅταν πλησιάση αὐτὸν τὸν παράδεισο τὸν κοσμικό, νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ λέει τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανεὶς ἔχῃ μέσα του τὴ φλόγα τοῦ Θεοῦ, ἂν τυχὸν θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον κι ἂν τυχὸν ζεῖ ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ἂν ἔχῃ ταπείνωσι, τότε εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Τότε καμμιὰ ἐπίθεσι, καμμιὰ κόλασι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψῃ. Τότε συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι «ἀποκτᾷ κανεὶς δυνατὸ στομάχι καὶ χωνεύει κάθε μιὰ τροφή». Κάθε μιὰ δυσκολία τοῦ κάνει καλὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ κάνει καλό.
Ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, ζητὰ τὴν ἐπιτυχία, ζητᾷ τὴν πρόοδο. Θέλει λ.χ. ἕνα παιδὶ νὰ τελειώσῃ τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, τὸ λύκειο, νὰ πάῃ στὸ πανεπιστήμιο καὶ νὰ προχωρήσῃ. Ἐν συνεχείᾳ ἂν τυχὸν ἀξιωθῇ νὰ πάρῃ καὶ τὸ βραβεῖο Νόμπελ, συνεχίζει νὰ πεινᾷ καὶ νὰ διψᾷ γιὰ πρόοδο. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: «Ἐπιποθῶ τοῦ πλείονος καὶ πάντοτε στενάζω». «Ἐπιποθῶ», θέλω, ποθῶ συνεχῶς καὶ περισσότερο, καὶ διαρκῶς στενάζω. Ὁ ἄνθρωπος -εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει, αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα- ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ὅτι «ὑπάρχει μία μικρὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο». Κι ἂν τυχὸν ὅλα τὰ κερδίσωμε καὶ δὲν κερδίσωμε ἐκείνη τὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο, τότε εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀποτυχημένοι, εἴτε εἴμαστε πλούσιοι, εἴτε φτωχοί, εἴτε γραμματισμένοι, εἴτε ἀγράμματοι.
Τώρα ποὺ μπαίνομε στὴν Εὐρώπη, αὐτὸ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε, γιατί εἶναι ἁμαρτία πρὸς τὴν παράδοσί μας καὶ ταυτόχρονα ἀδικοῦμε καὶ τοὺς εὐρωπαίους, εἶναι τὸ νὰ μιλᾶμε τὴν γλῶσσα καὶ νὰ ἔχωμε τὴν λογική της Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλούσια καὶ ταυτόχρονα εἶναι πάρα πολὺ φτωχή. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι πολὺ προχωρημένος καὶ ταυτόχρονα εἶναι μέγας ἐπαρχιωτισμός. Μέσα ἐδῶ στὴν παράδοσί μας ὑπάρχει κάτι, ἂν θέλετε κάτι τὸ τρελλό, τὸ μωρὸ -αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός»- κάτι τὸ φτωχό, κάτι τὸ ἀνύπαρκτο, ποὺ τὰ διαλύει ὅλα καὶ δίνει σημασία καὶ ἀξία στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι «ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία». Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ τὸν θάνατο. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, «καλὰ λίαν ἐποίησε» τὰ πάντα. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους· καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης (14.5.1988)