Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος
Νὰ ξέρετε, μόνον τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές μας. Ὅ,τι καλὸ κάνουμε
εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅ,τι ἀνοησίες κάνουμε εἶναι δικές μας. Λίγο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
νὰ μᾶς ἀφήση, τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Ὅπως στὴν φυσικὴ ζωή, λίγο τὸ ὀξυγόνο
νὰ μᾶς πάρη ὁ Θεός, ἀμέσως θὰ πεθάνουμε, ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, λίγο ἂν
μᾶς ἀφαιρέση τὴν θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.
Μιὰ φορὰ ἔνιωθα στὴν προσευχὴ μιὰ ἀγαλλίαση. Ὧρες στεκόμουν ὄρθιος καὶ δὲν
ἔνιωθα καθόλου κούραση. Ὅσο προσευχόμουν, ἔνιωθα μιὰ γλυκειὰ ξεκούραση, κάτι ποὺ
δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω. Ὕστερα μοῦ πέρασε ἕνας λογισμὸς ἀνθρώπινος: ἐπειδὴ μοῦ
λείπουν δυὸ πλευρὰ καὶ εὔκολα κρυώνω, σκέφθηκα, γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὴν τὴν κατάσταση
καὶ νὰ προχωρήσω ὅσο πάει, νὰ πάρω ἕνα σάλι, νὰ τυλιχθῶ, μήπως ἀργότερα κρυώσω.
Μόλις δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, ἀμέσως σωριάσθηκα κάτω. Ἔμεινα πεσμένος κάτω
μισὴ ὥρα περίπου καὶ μετὰ μπόρεσα νὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸ κελλὶ νὰ ξαπλώσω.
Προηγουμένως, ὅσο προχωροῦσα στὴν προσευχή, ἔνιωθα σὰν ἕνα πούπουλο, ἕνα ἐλάφρωμα,
μιὰ ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἐκφράζεται. Μόλις ὅμως δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, σωριάσθηκα
κάτω. Ἂν ἔφερνα ἕναν ὑπερήφανο λογισμὸ καὶ ἔλεγα λ.χ. «ζήτημα εἶναι, ἂν ὑπάρχουν
δύο‐τρεῖς σὲ τέτοια κατάσταση», τότε εἶναι ποὺ θὰ πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ἀνθρώπινα,
ὅπως σκέφτεται ὁ κουτσὸς νὰ πάρη τὰ δεκανίκια του, ὄχι δαιμονικά. Ἦταν ἕνας
φυσικὸς λογισμός, ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδες τί ἔπαθα.
Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ διάθεση καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴν τὸν
βοηθάει ὁ Θεός. Γιʹ αὐτὸ λέω, ὅσα ἀγαθὰ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἔργα μας
εἶναι μηδὲν καὶ οἱ ἀρετές μας εἶναι μία συνέχεια ἀπὸ μηδενικά. Ἐμεῖς θὰ
προσπαθοῦμε νὰ προσθέτουμε συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ βάλη
τὴν μονάδα στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι. Ἐὰν δὲν βάλη τὴν μονάδα ὁ Χριστὸς
στὴν ἀρχή, χαμένος ὁ κόπος μας.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου