Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

 


Νὰ δέχεσαι καὶ νὰ προσφέρεις

Στὴν Παλαιστίνη ὑπάρχουν δύο λίμνες, ἡ λίμνη της Γαλιλαίας καὶ ἡ Νεκρὰ Θάλασσα. Τὸ κοινὸ χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι δέχονται καὶ οἱ δύο τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη. Ἀλλὰ ἡ Γαλιλαία δέχεται τὰ νερὰ καὶ τὰ ἀφήνει νὰ φύγουν πρὸς τὸν Νότο. Ἡ Νεκρὰ Θάλασσα δέχεται τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της.

Στὴν Γαλιλαία ὑπάρχει ὑπέροχη ζωὴ μέσα στὴν λίμνη καὶ γύρω ἀπὸ αὐτήν. Στὴ Νεκρὰ Θάλασσα δὲν ὑπάρχει ἴχνος ζωῆς. Ἡ Νεκρὰ Θάλασσα δείχνει συμβολικὰ τί συμβαίνει ὅταν κάποιος κρατάει πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Νὰ δέχεσαι καὶ νὰ προσφέρεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ γιὰ νὰ ἔχεις πληρότητα ζωῆς.

Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος


Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

 


Ἕνα σωρὸ στολές

– Γέροντα, μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ κλῆρος, ἄν ἐκσυγχρονισθῆ, θὰ βοηθήση πιὸ πολύ.

– Ὅταν εἶχε πάει ὁ Πατριάρχης Δημήτριος στὴν Ἀμερική στὴν Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πῆγαν μερικοὶ εὐλαβεῖς φοιτητές Ἀμερικάνοι καὶ τοῦ εἶπαν: «Παναγιώτατε, στὴν ἐποχή μας πρέπει ὁ κλῆρος νὰ ἐκσυγχρονισθῆ». Καὶ ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς λέει: ὅταν οἱ κληρικοί γίνουν λαϊκοί, οἱ λαϊκοί θὰ γίνουν δαίμονες!» «Καλά δὲν τούς εἶπε; Τοῦ ἑτοίμασαν γιὰ νὰ μείνη ἕνα πολυτελέστατο δωμάτιο μὲ κρεββάτι ἐπίσημο κ.λπ. Μόλις τὸ εἶδε, εἶπε: «Ποῦ θὰ μείνω; Σ΄ αὐτὸ τὸ δωμάτιο; Φέρτε μου καλύτερα ἕνα ράντζο. Ὁ κληρικός, ὅταν κοσμικοποιηθῆ, γίνεται ὑποψήφιος διάβολος».

– Γέροντα, μήπως νὰ κάνουμε πιὸ ἁπλὰ ἄμφια; Μήπως βλάπτουμε τούς ἱερεῖς μὲ τὰ πολύ κεντημένα;

– Θὰ σᾶς τιμᾶ, ἄν πῆτε: «Ἐμεῖς κάνουμε αὐτὰ τὰ ἁπλά. Μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ μὲ πολύ κέντημα, ἀλλὰ τὸ ἀποφεύγουμε, γιατὶ μᾶς πειράζει ὁ λογισμὸς ποὺ σκανδαλίζεται ὁ κόσμος. Τὸ ἐκμεταλλεύονται μετὰ καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἀκοῦμε νὰ λένε: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ψωμί νὰ φᾶμε καὶ οἱ παπάδες ἔχουν ἕνα σωρὸ στολές». Ἄν κάνετε ἁπλὰ κεντήματα, θὰ ἔρχωνται καὶ σοβαροὶ ἱερεῖς νὰ τὰ πάρουν. Ἄν ἔρχωνται ἱερεῖς μὲ κοσμικό φρόνημα, καὶ αὐτοὶ θὰ γίνωνται ρεζίλι, καὶ ἐσεῖς θὰ γίνεσθε ρεζίλι μὲ τὰ πολὺ στολισμένα. Στὰ καλύμματα Ἁγίας Τραπέζης καὶ Τιμίων Δώρων μπορεῖτε νὰ βάλετε περισσότερο κέντημα. Καὶ νὰ ἀποφεύγετε νὰ βάζετε σταυροὺς χαμηλὰ στὰ στιχάρια καὶ στὰ φαιλόνια. Βάλτε κάτι ἄλλο συμβολικό. Κάθονται οἱ ἱερεῖς ἐπάνω στοὺς Ἁγίους, στοὺς σταυρούς… Αὐτὸ εἶναι ἀνευλάβεια.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

 


Μὲ σιδερωμένα ράσα καὶ πουκάμισο...

Ὁ Γέρων Αἰμιλιανὸς ἦταν εἴκοσι δύο χρόνια μικρότερος ἀπὸ τὸν παπα-Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη, κι ὅμως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε κρίνει ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἱερομόναχος ἦταν σὲ θέση νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ βιώματα τοῦ σπουδαίου ἁγιορείτη, κι ὅπως ἀργότερα ἐξομολογοῦνταν ὁ παπα-Ἐφραίμ: «Οἱ καρδιές μας ἔγιναν ἕνα καὶ συναντιόμαστε σὰν δύο φλόγες ποὺ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό!»

Στὴν πρώτη ἐντύπωση, ὁ παπα-Ἐφραὶμ εἶχε παρεξηγήσει τὸν μετέπειτα Γέροντα Αἰμιλιανὸ τὸν Σιμωνοπετρίτη. Τὸν εἶχε δεῖ κάπως καλοφτιαγμένο, τοῦ φάνηκε κάπως «σιδερωμένος», ἀτσαλάκωτος ποὺ λέμε, ἔμοιαζε κάπως σὰν πριγκιπόπουλο, ὥστε εἶπε ἀπὸ μέσα του:

«Ἔ, καλά, ἕνας παπὰς σὰν τοὺς ἄλλους, ποὺ ἦρθε νὰ συζητήσουμε γιὰ προσευχή! Μὲ σιδερωμένα ράσα καὶ πουκάμισο! Ἄντε, νὰ τοῦ δώσω ἕνα λουκούμι καὶ νὰ φύγει!»

Ὁ Γέρων Αἰμιλιανός, ἔτσι ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του καλοσυνάτος, εὐγενής, ὁλόλαμπρος, ἔβγαλε μὲ σεμνότητα τὸν σκοῦφο του, καθήμενος σεβαστικὰ ἀπέναντι στὸν Γέροντα Ἐφραίμ.

«Εἶμαι ἡγούμενος στὰ Μετέωρα», συστήθηκε ὁ Γέρων Αἰμιλιανός. Φαινόταν ὅτι εἶχε ἔρθει μὲ λαχτάρα γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν παπα-Ἐφραὶμ περὶ νοερᾶς προσευχῆς.

«Στὰ Μετέωρα πολὺς κόσμος», ἀποκρίθηκε ὁ παπα-Ἐφραίμ, ἴσως ἀκόμη μὲ μία ἄρνηση μέσα του γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἀπρόσμενο ἐπισκέπτη. «Νὰ ἔρθετε στὸ Ἅγιον Ὄρος», προτίμησε νὰ πεῖ.

Κάτι, ὅμως, εἰδοποιοῦσε τὸν παπα-Ἐφραίμ, μέσα του ἐνδομύχως, ὅτι κάπως εἶχε ἀδικήσει στὴν κρίση του ἐκεῖνον τὸν νεαρὸ ἡγούμενο ἀπὸ τὰ Μετέωρα, ὁ ὁποῖος, ἐξάλλου, εἶχε κοπιάσει ἀρκετά, μαζὶ μὲ ἄλλους δύο, γιὰ νὰ ἔρθουν σὲ συνάντηση μαζί του.

«Μήπως τὸν ἀδικῶ τὸν ἄνθρωπο;» συλλογίστηκε ὁ παπα-Ἐφραίμ. Πῆγε νὰ φέρει τὸ λουκούμι γιὰ τὸ κέρασμα, ἐνῶ μέσα του βαροῦσε μία πολὺ βαριὰ ἀμφιβολία.

«Καὶ δὲν παίρνω μιὰ πληροφορία;» εἶπε γιὰ νὰ σιγουρευτεῖ.

Πῆγε ὁ παπα-Ἐφραὶμ παραμέσα στὸ ἐκκλησάκι του, στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔχοντας βάλει γιὰ σκοπὸ νὰ πάρει ὁπωσδήποτε «πληροφορία» περὶ τοῦ πατρὸς Αἰμιλιανοῦ, αὐτουνοῦ τοῦ μουσαφίρη του ἀπ' ἔξω, τοῦ ἀτσαλάκωτου ἀπ’ τὰ Μετέωρα.

Ἔκανε δυό, ἔκανε τρεῖς μετάνοιες ὁ παπα-Ἐφραίμ, εἶπε μετὰ πρὸς τὴ Θεοτόκο:

«Παναγία μου, νὰ τοῦ μιλήσω ἢ θὰ χάσω τὰ λόγια μου;»

Ἀκούει, τότε, ὁ Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης τὴν ἴδια τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ τοῦ ἀποκρίνεται μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα Της:

«Βρῆκες δεύτερον Γερο-Ἰωσήφ. Μίλα!» τοῦ λέει.

Ἀναφέρονταν ἡ Θεοτόκος στὸν μακάριο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, τὸν ἀετὸ τῶν ἀετῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ ἐκλιπόντα πνευματικὸ πατέρα τοῦ παπα-Ἐφραίμ.

Ἀναστατώθηκε ὁ παπα-Ἐφραίμ. Ὤ, ἵδρωσε! Τρόμαξε. «Ὤ, ἐγκλημάτησα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου!» εἶπε μὲ τρομάρα. Ἔτρεξε ἔξω, πῆρε μαζί του τὸν πατέρα Αἰμιλιανὸ καὶ τὸν ἔχωσε μέσα στὸ ἐκκλησάκι.

Θὰ πρέπει νὰ συζήτησαν κάμποσες ὧρες μεταξύ τους καὶ ἀπὸ τότε δὲν χώρισαν ποτέ τους.

Ὁ παπα-Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης ἔλεγε συχνὰ γι’ αὐτὸν τὸν θεόσταλτο τῶν Μετεώρων: «Βρῆκα τὸν ἀπολεσθέντα Γέροντά μου, ἕναν ἄλλο Γερο-Ἰωσήφ, τὸν χρυσόγλωσσο καὶ σεβαστὸ Γέροντα Αἰμιλιανό!»

Ἄλλοτε, εἶπε γιὰ τὸν Αἰμιλιανό: «Αὐτός, παιδί μου, εἶναι εὐωδία».

Γέρων Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

 


Μνήμη τῶν ἁγίων Βονιφατίου καὶ Ἀγλαΐδος

Ἦταν Ρωμαῖος. Καὶ ὑπηρέτης της Ἀγλαΐδος, ποὺ ἦτο κόρη συγκλητικοῦ. Ἤτανε ἐλεήμων, ἦταν ταπεινός, ἔκανε τὸν πόνο τοῦ ἄλλου δικό του, Ἀλλὰ εἶχε ἕνα ἐλάττωμα. Ἔπινε κι ἦτο καὶ ἐραστὴς τῆς κυρίας του, ἡ ὁποία κι ἐκείνη ἦτο ἐλεήμων καὶ φιλομάρτυς.

Καὶ μιὰ μέρα τοῦ λέει: «Βρὲ Βονιφάτιε», —Βονιφάτιος εἶναι αὐτὸς ποὺ κάνει τὸ καλό. Ἀγλαΐς σημαίνει λάμψη. Δόξα. — «δὲν πᾶς στὴν Ἀνατολή, ποὺ μαρτυρᾶνε ἐκεῖ οἱ χριστιανοί, νὰ μοῦ φέρεις ἅγια λείψανα νὰ τά ‘χουμε γιὰ εὐλογία, μήπως μᾶς συγχωρέσουν;»

Κι ἐκεῖνος τί τῆς λέει; Θά ‘ταν καὶ πιωμένος… «Ἂν σοῦ φέρω τὸ δικό μου, τί θὰ κάνεις;» «Ἄντε, ρὲ μπεκρῆ», λέει, «νὰ φέρεις τὸ δικό σου! Ἐσὺ κι ἐγὼ γιὰ μάρτυρες κάνομε!» Εἶχε συναίσθηση!

Καὶ πῆρε ἐκεῖνος δούλους, πῆρε χρυσάφι, καὶ πῆγε στὴν Κιλικία, στὴν πατρίδα ἐκεῖ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Στὴν Ταρσό. Πῆρε ὑπηρέτες. Ἔ, τοὺς λέει: «Καθίστε, ἐδῶ, παιδιά», ἐκεῖ ποὺ κατέλυσαν, «θὰ πάω ἐγὼ μιὰ δουλειὰ καὶ θά ‘ρθω.» Αὐτοὶ νόμισαν, θὰ πάει νὰ βρεῖ καμιὰ ταβέρνα, γιὰ νὰ πιεῖ. Γιατὶ ἔπινε πάρα πολύ. Μὴν κατακρίνουμε κανένα, ποτέ. Δὲν ξέρεις τί ἔχει ὁ ἄλλος μέσα του. Κρύβει τὸν παράδεισο κι ἐμεῖς βλέπουμε τὴν κόλαση.

Πάει κι αὐτός, δὲν πῆγε στὴν ταβέρνα. Πῆγε κατ' εὐθεῖαν ἐκεῖ ποὺ μαρτυροῦσαν οἱ χριστιανοί. Τοὺς εἶδε, λοιπόν, καὶ κατεπλάγη καὶ τί κάνει; Τοῦ ‘ρθε κι αὐτοῦ μιὰ φλασιά. Εἴχαμε πεῖ καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο προηγουμένως καὶ μπαίνει κι αὐτὸς στὸ στάδιο, ἐκεῖ ποὺ μαρτυροῦσαν. Καὶ λέει: «Κι ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι καὶ Βονιφάτιος ὀνομάζομαι. Τὸν Χριστό μου προσκυνῶ!» Τί ἦταν αὐτός!

Τὸν ὑπέβαλαν σὲ δεινὰ βασανιστήρια. Μεγαλομάρτυς εἶν’ ὁ Βονιφάτιος. Στὸ τέλος τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή. Τώρα οἱ σύντροφοί του λένε: «Τί νά ‘γινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Δὲν πᾶμε νὰ ψάξουμε, μήπως ἔχει μεθύσει κι ἔχει ξαπλώσει;» Γιατὶ τὰ βλέπουν ὅλα ἰσιώματα οἱ μεθυσμένοι. «Πᾶμε.» Ἔψαξαν, πᾶνε στὸ στάδιο, λέει: «Αὐτός; Ἐμαρτύρησε, νά ‘τος. Νὰ τὸ λείψανό του.» Κι ἄρχισαν, λοιπόν, καὶ κλαίγανε, τὸν φιλούσανε, τοῦ ζητάγανε συγγνώμη γι’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ποὺ ‘καναν πρίν, καὶ τὸν πῆραν καὶ τὸν πήγανε στὴ Ρώμη.

Ἡ κυρία του βγῆκε ἐννέα χιλιόμετρα ἀπ’ τὴ Ρώμη, νὰ τὸν προϋπαντήσει, τὴν φώτισε ὁ Θεός, τὸν ἔθαψε ἐκεῖ, σ’ ἕνα ἐξοχικὸ ποὺ εἶχαν, σ’ ἕνα ἀγρόκτημα, Ἀλλὰ σὲ λίγο, τί ἔκανε αὐτός; Ἔβγαζε ἰάματα, ἔκανε θαύματα - ὁ μπεκρῆς, ἔ; Κι ὄχι μόνο. Πῆρε τὸ λείψανό του ἡ ἁγία, ἡ Ἀγλαΐς, τό ‘φερε στὴ Ρώμη, ἔκανε τὸ σπίτι ἐκκλησία, ἔβαλε τὸ λείψανο ἐκεῖ, τὸ ὁποῖο κι ἐθαυματουργοῦσε κάθε μέρα. Ὁ μπεκρὴς κι ὁ ἐρωδιός. Ὁ ἐραστής. Μάλιστα. Κι ἐκείνη ἔμενε κοντά, ζῶσα ἐν μετανοίᾳ, καὶ οἱ εὐχές τοῦ Βονιφατίου κι ὁ ἀγώνας ποὺ ἔκανε τὴν ἔβαλαν στὸν παράδεισο.

Εἶναι συγκινητικὰ αὐτά. Πολὺ συγκινητικὰ καὶ συγκλονιστικά. Γι’ αὐτὸ μὴν κρίνομε κανέναν, γιατὶ δὲν ξέρομε ὁ Θεὸς στὸ τέλος τί θὰ τοῦ δώσει. Καὶ τί ἔχει μέσα του ὁ καθένας. Ἐμεῖς κρίνομε τὸ ἀπ’ ἔξω, ὁ Θεὸς κρίνει τὸ ἀπὸ μέσα. Ἔτσι. Τί γίνεται; Μυστήριο εἶν’ ὁ ἄνθρωπος. Ἄβυσσος εἶν’ ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος.

π. Ἀνανίας Κουστένης  


Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

 


Τὸ διήγημα τῶν Χριστουγέννων

Παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων. ῏Ηταν ὥρα δειλινοῦ καὶ ἐγὼ καθόμουνα σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς «᾿Ακροπόλεως» εἰς τὴν Στοὰν τοῦ Πάππου, τότε. ῎Αλλος κανεὶς μοῦ φαίνεται ἀπὸ τὴν σύνταξι δὲν ἤτανε ἐκεῖ. Κάτι ἔγραφα ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμή, καὶ ἤμουνα ἀπορροφημένος μὲ τὴν ἐργασία, ὅταν μέσα στὸ θαμπὸ φῶς τῆς ἑσπέρας, ποὺ γινότανε βαθύτερον εἰς τὸ γραφεῖον, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε ἕνας ἄνθρωπος, μᾶλλον ὑψηλός, κακοντυμένος, μὲ ροῦχα ὁπωσδήποτε ἀπεριποίητα καὶ μακρὺ ἐπανωφόρι τριμμένο. Παρὰ τὴν φτωχικὴ ἐμφάνισιν, ἀπὸ τὰ μάτια του ἔσταζε μιὰ γλύκα. ᾿Εμπῆκε συνεσταλμένος.

– ῾Ο κύριος Σίγμα;

᾿Ενόμισα πὼς ἦταν κανένας ἀπὸ τοὺς φτωχούς, ποὺ συστημένοι εἰς ἐμὲ ἀπὸ τὴ διαχείρισι, ἤρχοντο νὰ πάρουνε σημείωμα γιὰ νὰ λάβουν τὸ χριστουγεννιάτικο βοήθημά τους.

– ᾿Εγὼ εἶμαι, τοῦ ἀπήντησα, ἀλλὰ καθῆστε μιὰ στιγμή, σᾶς παρακαλῶ, νὰ τελειώσω κάτι ποὺ γράφω ἐδῶ καὶ ἀμέσως θὰ σᾶς διευκολύνω.

Ἐκάθησε σκυφτὸς μὲ γυρμένο τὸ κεφάλι καὶ κύτταζε διαρκῶς τὸ πάτωμα.

– ῾Ο κακομοίρης, σκέφθηκα, φτώχεια μεγάλη θά ᾿χη!

Καὶ τὸν κύτταζα μὲ βλέμμα πονεμένο καὶ μιὰ συμπάθεια μεγάλη ποὺ ἔφτανε μέχρι συγκινήσεως.

– ῾Ορῖστε, τοῦ εἶπα, ἅμα ἐτελείωσα.

– Μὲ ζητήσατε;

– ῎Οχι, ἐγὼ δὲν σᾶς ζήτησα, ἀλλὰ ξέρω γιατὶ ἤρθατε καὶ θὰ τελειώσω ἀμέσως τὴ δουλειά σας.

Μοῦ φαίνεται ὅτι δίναμε δέκα δραχμὰς σὲ κάθε ἄτομο οἰκογενείας.

Σημειωτέον ὅτι ἡ «᾿Ακρόπολις», ἡ ὁποία ἔκαμνε τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τὶς μεγάλες αὐτὲς φιλανθρωπικὲς χειρονομίες, κινδύνευε νὰ μὴ βγῆ γιὰ ἔλλειψι χαρτιοῦ, οἱ δὲ συντάκται της νὰ μὴν πάρουν οὔτε δέκα δραχμὰς γιὰ νὰ περάσουν τὰ Χριστούγεννα.

Γιὰ νὰ κανονίσω τὸ ποσὸν ὅπου θὰ ἔπαιρνε, ἠθέλησα νὰ μάθω τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του.

– Εἶσθε παντρεμένος;

– ῎Οχι… ἀκόμη! μοῦ εἶπε μ᾿ ἕνα πικρὸ μειδίαμα.

– ῎Εχετε ἄλλη οἰκογένεια;

– Δύο ἀδελφές, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐδῶ.

Γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω περισσότερο, ἐσκέφθηκα νὰ κάμω μία πλαστογραφία. Νὰ συμπεριλάβω ὡς συγκατοικούσας εἰς τὰς ᾿Αθήνας μὲ αὐτὸν καὶ τὰς ἀδελφάς του καὶ ἔκαμα μίαν ἀπόδειξιν γιὰ τριάκοντα δραχμές.

– Λαμβάνεις τὸν κόπο, τοῦ εἶπα, νὰ περάσης ἀπὸ τὸ λογιστήριον;

Εὐχαρίστησε ψιθυριστά, καὶ συνεσταλμένος πάντοτε, σηκώθηκε, ἀλλὰ σὰν νὰ κοντοστεκότανε.

– Κι αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;

Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

– Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.

᾿Εσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε σκυφτὸς νὰ φύγη, ξαναγύρισε.

– Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

– Δὲν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας, Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

– Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν τὰ πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

– Μά, δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἡμεῖς!…

– ῎Ε, τότε, πᾶρτε κι ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε. Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι.

᾿Εσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

– Μὰ τί εἶναι, ἐπὶ τέλους, αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

– Τὸ διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

– Τὸ διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιός εἶσθε ἐσεῖς;

– ῾Ο ᾿Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

– Ο ἴδιος;

–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

῎Επεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.

῾Ο ᾿Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν ῾Ελλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμᾶτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτός, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλυκὲς πνευματικὲς καὶ ψυχικὲς συγκινήσεις, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινοὺς κι ἐζωντάνεψε ἐμπρός μας ἀνθρώπους μακρινοὺς κι ἄγνωστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἔσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μία λέξι νὰ προφέρω. ᾿Απὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγη τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι. Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…

Σταμάτης Σταματίου


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

 


Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ

Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ
μικρὴ φυτρώνει νεραντζιὰ
ἡ μικρή μου ἡ κοπελιὰ

Πόχει τὶς ρίζες στὸ βυθὸ
καὶ τὰ κλαδιὰ στὸν οὐρανὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Πλάσμα δὲν εἶναι ἀνθρωπινὸ
δὲν εἶναι μήτε ξωτικὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Μά ᾿χει τὸν ἥλιο φορεσιὰ
τὰ κύματα περπατηξιὰ
ἡ μικρή μου ἡ Παναγιὰ

Χάιντε νύφη τῆς θαλάσσης
τί φαμίλιες θὰ χαλάσεις

Νύφη μέσα στὰ μπουγάζια
μὲ τὰ πέπλα τὰ γαλάζια

Ἄνεμος νὰ μὴ σὲ πιάσει
λούλουδο μὴ σοῦ χαλάσει

Κι ἄν γενεῖ ποτὲ τὸ θάμα
κι ἀγαπήσεις κάνω τάμα

Νὰ σοῦ στείλω μιὰ μπρατσέρα
μὲ τὸν Πολικὸν Ἀστέρα.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

 


Κοίτα πάνω καὶ πές μου τί βλέπεις

Ὁ Σέρλοκ Χόλμς καὶ ὁ βοηθὸς του Δρ. Γουάτσον πῆγαν γιὰ κάμπινγκ. Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν τὸ κρασάκι τους, ἔπεσαν γιὰ ὕπνο.

Ξαφνικά, μέσα στὴ νύχτα, ὁ Σέρλοκ Χόλμς σκουντάει τὸν Δρ. Γουάτσον.

– Γουάτσον, ξύπνα! Κοίτα πάνω καὶ πές μου τί βλέπεις.

– Τί νὰ δῶ, κ. Χόλμς; Ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ἀστέρια.

– Καὶ τί συμπέρασμα βγάζεις ἀπὸ αὐτό;

– Κοιτάξτε …ἀστρονομικά, συμπεραίνω ὅτι ὑπάρχουν ἑκατομμύρια γαλαξίες στὸ σύμπαν καὶ συνεπῶς ἄπειρο πλῆθος ἀστέρων καὶ πλανητῶν. Ἀστρολογικά, ὁ Σκορπιὸς πρέπει νὰ βρίσκεται στὸ Λέοντα. Ὡρολογικά, πρέπει νὰ εἶναι περίπου τρεῖς καὶ τέταρτο τὰ ξημερώματα. Μετεωρολογικά, μᾶλλον θὰ κάνει καλὸ καιρὸ αὔριο. Θεολογικά, συμπεραίνω ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ ὅτι ἀποτελοῦμε ἕνα ἀπειροελάχιστο καὶ ἀσήμαντο κομμάτι τοῦ σύμπαντος. Ἐσεῖς τί συμπεραίνετε κ. Χολμς;

– Ὅτι μᾶς ἔκλεψαν τὴ σκηνὴ!


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

 


Ἀληθινὰ Χριστούγεννα

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.

Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει:

«Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».

Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιά του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».

Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ:

«Ἐξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».

Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἡμῖν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατὶ ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.

Φώτης Κόντογλου


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

 


Οἱ κερασιές

Ὁ χειμώνας

θὰ μᾶς κυρτώσει τὶς ράχες

καὶ θὰ χιονίσει.

Θὰ χιονίσει ἀλύπητα

πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια μας.

Κι ὅταν θὰ φύγει κι αὐτός,

οἱ κερασιές, ναί,

θ’ ἀνθίσουν καὶ πάλι...

Μενέλαος Λουντέμης


Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

 


Λοιπόν, εἰρήνευε, ἔχε θάρρος!

Βλέποντας τοὺς πειρασμούς, μᾶς πιάνει μία τραγικὴ δειλία. Ὅμως ὄχι! Χίλια χρόνια νὰ παιδεύεσαι μέσα στὴν ἁμαρτία, νὰ τὴν νικήσης, θὰ πᾶς στὸν παράδεισο, ἐπειδὴ ὁ ἀγώνας σου δείχνει ὅτι θέλεις τὸν παράδεισο, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει αὐτὸ ποὺ θέλομε.

Ἄρα, τὸ πρόβλημα εἶναι ὄχι τί κάνω, ἀλλὰ τί θέλω ἢ τί ἀγωνίζομαι νὰ ἐπιτύχω. Μὴ φοβᾶσαι λοιπὸν καὶ μὴν ἀνησυχῇς, ἐὰν βλέπης ὅτι σήμερα εἶσαι ἁμαρτωλός. Σήμερα ναί, εἶμαι ἁμαρτωλός, ὅμως δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεόν μου καὶ αὐτὸν παρακαλῶ νὰ μὲ βοηθήση.

Ὅσο καὶ νὰ θέλωμε, μέσα στὴν ἐκκλησία μας θὰ ζοῦμε πλάϊ πλάϊ δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί. Θὰ συζοῦμε ἅγιοι καὶ ἐμπαθεῖς. Ἀλλὰ οἱ ἅγιοι μπορεῖ νὰ πέσουν αὔριο, ἐνῷ ὁ ἐμπαθὴς προσελκύει τὴν προσοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ αὔριο πιθανὸν νὰ γίνη ἅγιος. Θυμᾶστε τί ὡραῖα ποὺ λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνὸς καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ».

Καὶ ἐπὶ τέλους, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸ πάθος δὲν θὰ τὸ νικήσωμε ἐμεῖς. Μπορεῖς ἐσὺ νὰ βάλεις τὸ χέρι σου μέσα στὴν καρδιά σου; Δὲν μπορεῖς. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ. Μπορεῖς νὰ βάλεις τὸ χέρι σου στὴν ψυχή σου καὶ νὰ τὴν κάνεις διαφορετική; Δὲν μπορεῖς. Τὰ πάθη διώχνονται ἀπὸ τὸν Θεόν.

Καμιὰ φορὰ λέμε: Ὤχ, Θεέ μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ κόψω αὐτὸ τὸ πάθος; Μά, δὲν ἔχεις νὰ κόψεις τίποτε ἐσύ, θὰ σοῦ τὸ κόψη ὁ Θεός. Ὅσο καὶ ἂν θέλης καὶ ἂν τρέχης, δὲν θὰ κάνης ἐσὺ τίποτε.

«Τὸ ἐκριζῶσαι τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ συνὸν κακόν, λέγει ἕνας ἅγιος, τοῦτο τῇ θείᾳ δυνάμει μόνον δυνατὸν ἐστι κατορθῶσαι».

Λοιπόν, εἰρήνευε, ἔχε θάρρος ἐσύ! Μά, δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ κόψη τὸ πάθος; Βεβαίως μπορεῖ. Καὶ ἀφοῦ σὲ κάλεσε γιὰ τὴν ἀρετή, θὰ τὸ κάνη ὁ Θεός.

Ἐσὺ πάλεψε ὅσο θέλεις, ἀγωνίζου μέσα στὴν ζωή, ὄχι γιὰ νὰ κόψης τὸ πάθος σου, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξης τὴν ἀγάπη σου στὸν Θεόν.

Ἀρχιμ. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

 


Ἡ χαρά!

Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται συνεχῶς γιὰ νὰ ζητήσουν συμβουλὲς (σήμερα ἀπὸ τὶς 7:30 τὸ πρωί, ἐξομολόγηση, συζήτηση, συζήτηση, συζήτηση, τέσσερις ἄνθρωποι μὲ προβλήματα, χωρὶς νὰ λογαριάζω τὶς συναντήσεις ποὺ ἔχω ἀργότερα).

Καὶ κάποια ἀδυναμία ἢ ψεύτικη ντροπὴ μὲ συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πῶ: «Δὲν ἔχω καμιὰ συμβουλὴ νὰ σᾶς δώσω. Δὲν ἔχω παρὰ μιὰ ἀδύναμη, ἑτοιμόρροπη, ἀλλὰ ὡστόσο γιὰ μένα, ἀδιάλειπτη χαρά. Τὴ θέλετε;»

Ὄχι, δὲν τὴ θέλουν.

Θέλουν νὰ συζητοῦν γιὰ «προβλήματα» καὶ νὰ κουβεντιάζουν γιὰ «λύσεις».

Ὄχι, δὲν ὑπῆρξε μεγαλύτερη νίκη τοῦ Διαβόλου στὸν κόσμο ἄλλη ἀπ’ αὐτὴν τὴν «ψυχολογικοποιημένη» θρησκεία. Ὑπάρχουν τὰ πάντα στὴν ψυχολογία. Ἕνα πρᾶγμα εἶναι σ’ αὐτὴν ἀδιανόητο: ἡ χαρά!

Πρωτ. Ἀλέξανδρος Σμέμαν


Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

 


Ἄς εἶναι καλὰ ἡ μάνα σου

Καλὸ εἶναι οἱ γονεῖς νὰ δείχνουν στὸ παιδὶ ὅτι στενοχωριοῦνται γιὰ τὶς ἀταξίες ποὺ κάνει, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸ πιέζουν καὶ νὰ προσεύχωνται. Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πόνο φέρνει θετικὰ ἀποτελέσματα. Ἂν πάλι τὸ παιδὶ κάνη κάποιο σφάλμα πολὺ σοβαρό, τότε οἱ γονεῖς νὰ ἐπέμβουν μὲ τρόπο. Ἂν δὲν εἶναι σοβαρό, ἂς τὸ παραβλέψουν λίγο, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίσουν τὸ παιδὶ καὶ χειροτερέψουν τὴν κατάστασή του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ κοντά τους. Μόνο νὰ προσεύχωνται στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία νὰ τὸ προστατεύη.

Ἡ προσευχὴ τῶν γονέων, ἰδίως τῆς μάνας, ἐπειδὴ εἶναι καρδιακὴ καὶ ἔχει πόνο, πολὺ εἰσακούεται. Ὅταν ἤμουν στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ἦρθε τυχαίως ἕνας νεαρὸς καὶ μὲ βρῆκε. Γύριζε στὴν Χαλκιδική, βρῆκε μιὰ παρέα μὲ προσκυνητὲς ποὺ ἔρχονταν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦρθε καὶ αὐτὸς μαζί τους στὸ Κελλί. Πὰ‐πά, ἦταν ἄθεος, βλάσφημος, ἀναιδέστατος! Εἶχε μιὰ δαιμονικὴ ἐξυπνάδα καὶ δὲν πίστευε τίποτε. Τοὺς ἔβριζε ὅλους, μικροὺς‐μεγάλους. Ἀπὸ ᾿δῶ‐ἀπὸ ᾿κεῖ τὸν ἔφερα, ἦρθε σὲ ἕναν λογαριασμό· τὸν κούρεψα κιόλας, γιατὶ εἶχε κάτι μακριὰ μαλλιά!... «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἂς εἶναι καλὰ ἡ μάνα σου. Οἱ προσευχές της σὲ κουβάλησαν ἐδῶ». «Ναί, Πάτερ, μοῦ λέει. Γύριζα στὴν Χαλκιδικὴ καὶ οὔτε κι ἐγὼ δὲν κατάλαβα πῶς ἦρθα ἐδῶ». «Ἂν τὸ μάθη ἡ μάνα σου ποὺ ἦρθες στὸ Ἅγιον Ὄρος, τοῦ λέω, καὶ σὲ δῆ ἔτσι κουρεμένο, τί χαρὰ θὰ κάνη!». «Ποῦ τὸ κατάλαβες, Πάτερ; μοῦ λέει. Πράγματι, χαρὰ ποὺ θὰ κάνη ἡ μάνα μου νὰ μὲ δῆ ἔτσι ἀλλαγμένο!». Ὁ Θεὸς τὸν τύλιξε ἀπὸ ᾿δῶ, τὸν τύλιξε ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ τὸν πῆγε στὸν ...μάστορα! Πόση προσευχὴ θὰ ἔκανε ἡ καημένη ἡ μάνα του!

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

 


Στήν ἔρημο, παιδί μου!

Ἕνα ἄλλο θαυμαστό πρότυπο ὑπομονῆς εἶναι ἡ κυρά- Βασιλικούλα, πού ἦρθε στό Μοναστήρι, προσκυνήτρια τῆς Παναγιᾶς. Μικροσκοπική, ἀποστεωμένη, σκεβρωμένη, θαρρεῖς σάν τά παλιά σκαριά, τά θαλασσοδαρμένα ἀλλά ἀνίκητα ἀπ’ τόν χρόνο καί τήν ταλαιπωρία, ἔμοιαζε ἡ γριούλα πού ἦρθε νά λειτουργηθεῖ τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στό Μοναστήρι. Τά μάτια της μισοσβησμένα ἀπό τόν καταρράκτη, φαίνονταν νά διαθέτουν μία ἄλλη ὅραση, πιό ὀξεία καί μακρινή.

Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἄνοιξε τήν ψυχή της καί βγῆκαν οἱ θησαυροί τῆς καρδιᾶς της.

«Ἔζησα», εἶπε, «ἕνα μαρτύριο στή ζωή μου, ἀλλά εὐχαριστῶ τόν Κύριο! Ἤμουν ὀρφανή καί μέ πάντρεψε ἕνας θεῖος μου καί μοῦ ‘δωσε ἕναν Γολγοθά! Μιά ζωή ξύλο καί καταφρόνια. Ἔκανα αὐτό τό παιδί, ἀνάπηρο στό μυαλό (εἶπε κι ἔδειξε καθισμένον σέ μιά καρέκλα πιό πέρα ἕναν ἀνάπηρο πνευματικά μέ ἄσπρα μαλλιά). Αὐτός εἶναι ὁ γιός μου. Προσευχηθεῖτε γι’ αὐτόν. Αὐτός θά μέ τραβήξει πάνω, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»!

Κάποια μοναχή τήν ρώτησε:

- Τί νά κάνουμε γιά νά σωθοῦμε, νά κερδίσουμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιαγιά;

- Στήν ἔρημο, παιδί μου!

- Ποιά εἶναι ἡ ἔρημος, γιαγιά;

- Νά βλέπεις καί νά μή βλέπεις, νά ἀκοῦς καί νά μήν ἀκοῦς, καί νά σιωπᾶς!

Ὅσοι τήν ἄκουγαν, θαύμασαν. Μόνον φιλοκαλικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας θά μποροῦσε νά πεῖ αὐτά τά λόγια, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.

Καί τελείωσε ἐπαναλαμβάνοντας:

-Τήν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μήν χάσουμε, τήν Βασιλεία Του. Νά μᾶς τραβήξει ἐπάνω νά σωθοῦμε!...

«Ἔκφράσεις τοῦ πνευματικοῦ κόσμου»

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

 


Ὅ,τι θέλεις Ἐσύ

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει δώσει τὴν καρδιά του στὸν Χριστὸ δὲν ὑποφέρει, ὅσες δυσκολίες καὶ νὰ συμβοῦν. Χαίρεται, εἶναι γεμάτος ἐσωτερικὴ χαρά. Εἶναι δραστήριος, προσεκτικός. Δὲν κάνει λάθη, ζημιές. Τὸ μυαλό, τὰ χέρια, τὰ πόδια, ὅλα κινοῦνται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅταν ἔχουμε μέσα μας τὸν Χριστό, δὲν ζοῦμε κανονίζοντας ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας. Ζεῖ ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός, καὶ κανονίζει αὐτὸς τὴ ζωή μας.

Ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ -αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Ἡ τέλεια ὑπακοὴ στὸ Θεό, χωρὶς ἀντίρρηση, χωρὶς ἀντίδραση, ἔστω κι ἂν ὁρισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα καὶ παράλογα. Τὸ ἄφημα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν Θεία Λειτουργία τὰ λέγει ὅλα: «πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Σ’ Ἐσένα Κύριε, τὰ ἀφήνομε ὅλα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Αὐτὴ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν καθιστᾶ θεάνθρωπο.

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ Ἐκεῖνον. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἀξία, νὰ ὁδηγεῖσαι ἀπ’ τὸν Θεό, νὰ μὴν ἔχεις κανένα θέλημα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Νὰ καίγεσαι γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Ἂν νικηθεῖς ἀπ’ τὸν Θεό, ὑποδουλώνεσαι σ’ Αὐτὸν καὶ ζεῖς στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ...

Ὅλα τὰ προβλήματά μας, τὰ ὑλικά, τὰ σωματικά, τὰ πάντα, νὰ τ΄ ἀναθέτουμε στὸν Θεό.

Πῶς λέμε στὴν Θεία Λειτουργία: «...καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Ὅλη τὴ ζωή μας σ΄ Ἐσένα, Κύριε, ἀφήνουμε. Ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. «Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς».

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ κάνει προσευχή. Καὶ τὴ δυσκολία καὶ τὴ θλίψη, τὶς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ τύχει, ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με».

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

 


Τὴν κρατάω ἀγκαλιά

Κάποτε, σ’ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ βιβλιοπωλεῖο μπῆκε μιὰ γριούλα γιὰ νὰ ψωνίσει. Κατευθύνθηκε πρὸς τὸν ὑπάλληλο τοῦ βιβλιοπωλείου καὶ ζήτησε τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ ὑπάλληλος πρόθυμος, τὴν ἐξυπηρέτησε ἀμέσως. Στὸ κατάστημα ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔτυχε νὰ βρίσκεται καὶ κάποιος ἱερέας. Βλέποντας τὴν γριούλα νὰ ἀγοράζει τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀναρωτήθηκε ἂν τὴν ἤθελε γιὰ τὴν ἴδια ἢ γιὰ κάποιον ἄλλον, καθὼς τὴν θεώρησε ἀρκετὰ μεγάλη γιὰ νὰ ξέρει νὰ διαβάζει. Πῆρε τὸ θάρρος, λοιπόν, καὶ τὴν ρώτησε:

-Γιαγιάκα, γιὰ σένα τὴν θέλεις τὴν Καινὴ Διαθήκη;

-Μάλιστα, πάτερ μου, ἀπάντησε ἐκείνη.

-Ἀλήθεια; Ξέρεις νὰ διαβάζεις;

-Ὄχι, ἀπάντησε ἡ γριούλα.

-Καὶ τότε τί θὰ τὴν κάνεις τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἂν δὲν μπορεῖς νὰ τὴν διαβάσεις; τὴν ξαναρώτησε ὁ ἱερέας.

-Νά, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα. Τὴν κρατάω ἀγκαλιά, πάω μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δείχνω τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τοῦ λέω: «Χριστέ μου, δὲν ξέρω νὰ διαβάζω, ἀλλὰ ὅ,τι λὲς σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, βάλτο ἐδῶ μέσα» - καὶ μὲ ἕνα ἐλαφρὺ χτύπο τοῦ χεριοῦ της ἔδειξε τὴν καρδιά της.


Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

 


Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος

Νὰ ξέρετε, μόνον τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές μας. Ὅ,τι καλὸ κάνουμε εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅ,τι ἀνοησίες κάνουμε εἶναι δικές μας. Λίγο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀφήση, τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Ὅπως στὴν φυσικὴ ζωή, λίγο τὸ ὀξυγόνο νὰ μᾶς πάρη ὁ Θεός, ἀμέσως θὰ πεθάνουμε, ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, λίγο ἂν μᾶς ἀφαιρέση τὴν θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.

Μιὰ φορὰ ἔνιωθα στὴν προσευχὴ μιὰ ἀγαλλίαση. Ὧρες στεκόμουν ὄρθιος καὶ δὲν ἔνιωθα καθόλου κούραση. Ὅσο προσευχόμουν, ἔνιωθα μιὰ γλυκειὰ ξεκούραση, κάτι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω. Ὕστερα μοῦ πέρασε ἕνας λογισμὸς ἀνθρώπινος: ἐπειδὴ μοῦ λείπουν δυὸ πλευρὰ καὶ εὔκολα κρυώνω, σκέφθηκα, γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ νὰ προχωρήσω ὅσο πάει, νὰ πάρω ἕνα σάλι, νὰ τυλιχθῶ, μήπως ἀργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, ἀμέσως σωριάσθηκα κάτω. Ἔμεινα πεσμένος κάτω μισὴ ὥρα περίπου καὶ μετὰ μπόρεσα νὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸ κελλὶ νὰ ξαπλώσω. Προηγουμένως, ὅσο προχωροῦσα στὴν προσευχή, ἔνιωθα σὰν ἕνα πούπουλο, ἕνα ἐλάφρωμα, μιὰ ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἐκφράζεται. Μόλις ὅμως δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Ἂν ἔφερνα ἕναν ὑπερήφανο λογισμὸ καὶ ἔλεγα λ.χ. «ζήτημα εἶναι, ἂν ὑπάρχουν δύο‐τρεῖς σὲ τέτοια κατάσταση», τότε εἶναι ποὺ θὰ πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ἀνθρώπινα, ὅπως σκέφτεται ὁ κουτσὸς νὰ πάρη τὰ δεκανίκια του, ὄχι δαιμονικά. Ἦταν ἕνας φυσικὸς λογισμός, ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδες τί ἔπαθα.

Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ διάθεση καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴν τὸν βοηθάει ὁ Θεός. Γιʹ αὐτὸ λέω, ὅσα ἀγαθὰ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἔργα μας εἶναι μηδὲν καὶ οἱ ἀρετές μας εἶναι μία συνέχεια ἀπὸ μηδενικά. Ἐμεῖς θὰ προσπαθοῦμε νὰ προσθέτουμε συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ βάλη τὴν μονάδα στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι. Ἐὰν δὲν βάλη τὴν μονάδα ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχή, χαμένος ὁ κόπος μας.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

 


Γνωρίζοντας ὅτι ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι

Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν θεία Μετάληψη ἐπειδὴ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ νὰ προσερχόμαστε ἀκόμα πιὸ συχνὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ νοῦ, ἔχοντας ὅμως ταπείνωση καὶ πίστη, ὥστε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητά μας νὰ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τὴν ἴαση τῶν πληγῶν μας. Εἶναι ἀνάρμοστο νὰ μεταλαμβάνουμε μία φορὰ τὸν χρόνο, ὅπως ὁρισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας τὴν ἱερότητα τῶν θείων Μυστηρίων προσιτὴ μόνο στοὺς ἁγίους. Εἶναι προτιμότερο νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἡ Χάρη ποὺ λαμβάνουμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο μᾶς ἐξαγιάζει.

Κάθε ἄλλη συμπεριφορὰ φανερώνει περισσότερο οἴηση παρὰ ταπείνωση, καθὼς οἱ ἄνθρωποι, τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ προσέρχονται, πιστεύουν ὅτι εἶναι ἄξιοι τῆς θείας Κοινωνίας. Πολὺ καλύτερο θὰ ἦταν ἐάν, μὲ ταπείνωση καρδιᾶς, γνωρίζοντας ὅτι ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι τῶν θείων Μυστηρίων, μετέχουμε κάθε Κυριακὴ πρὸς ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας, παρὰ τυφλωμένοι ἀπὸ περηφάνεια νὰ νομίζουμε ὅτι, μετὰ τὴν πάροδο ἑνὸς χρόνου ἀποχῆς, γινόμαστε ἄξιοι τῆς θείας Μετάληψης.

Ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανὸς


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

 


Νηστεία καὶ δίαιτες

Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος εἶχε νὰ ἀπαντήσει συχνὰ σὲ προκλήσεις σχετικὰ μὲ τὴ νηστεία.

Κάποτε τὸν ρώτησαν:

– Ποιὸς νηστεύει καλύτερα, πάτερ, σὲ περίοδο νηστείας, αὐτὸς ποὺ τρώει δύο πιάτα ἀνάλαδη φασουλάδα, χαλβὰ κ.λπ., ἢ αὐτὸς ποὺ τρώει ἕνα αὐγὸ σφικτό;

Χωρὶς περιστροφὲς ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

-Ὁ πρῶτος! Ὁ δεύτερος κάνει ἁπλῶς δίαιτα.

Καὶ τὸ αἰτιολογοῦσε:

-Ἡ νηστεία ἔχει δύο στόχους: τὴν ἄσκηση ἐγκρατείας στὸ σῶμα διὰ τοῦ περιορισμοῦ τῶν πλούσιων σὲ θρεπτικὲς οὐσίες τροφῶν, καὶ τὴ συμμόρφωση στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἄσκηση γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρώει ἕνα αὐγὸ σὲ περίοδο νηστείας, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας, ὁπωσδήποτε ἀθετεῖ τὴν ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκοντας νὰ ἔχουν γιὰ λόγους καλῆς διατροφῆς ἕνα ποικίλο διαιτολόγιο τρῶνε Τρίτη καὶ Πέμπτη ὄσπρια καὶ λαχανικά, ἐνῶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀρτύσιμα.

Ἡ περιφρόνηση αὐτὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶναι προκλητική, δεδομένου ὅτι ἡ συμμόρφωση πρὸς τὰ καθιερωθέντα ἀπὸ αὐτὴν εἶναι καὶ ἀνέξοδη καὶ εὔκολη. Νὰ τρῶνε δηλαδὴ Τρίτη καὶ Πέμπτη ἀρτύσιμα καὶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τὰ νηστίσιμα. Ἔτσι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἀπόψεως διατροφῆς θὰ ἦταν τὸ ἴδιο καὶ δὲν θὰ γινόταν καταπάτηση τῆς νηστείας. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὑπάρχει παχυλὴ ἄγνοια καὶ ἀδιαφορία γιὰ ὅ,τι ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ ἀκόμη χειρότερο, ἑωσφορικὴ οἴηση.

Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Γέροντας δὲν εὐνοοῦσε τὴν πολυφαγία σὲ νηστήσιμες τροφὲς ἢ τὰ πολυτελῆ καὶ ἐξεζητημένα ἐδέσματα κατὰ τῆς περιόδους τῆς νηστείας, ἔστω κι ἂν αὐτὰ κατατάσσονται στὶς νηστίσιμες τροφές. Πάντοτε συνιστοῦσε λιτότητα, ἀνεξαρτήτως ἂν ὑπῆρχε νηστεία ἢ ὄχι, καὶ σὲ μοναχοὺς καὶ σὲ λαικούς.

Προέβαλλε μάλιστα συχνὰ πρὸς ἔλεγχον τὸν βασανιστικὸ αὐτοπεριορισμὸ περὶ τὸ φαγητό, στὸν ὁποῖο ὑποβάλλονται τακτικὰ κοσμικοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ διατηροῦν τὴ σιλουέττα τους, καὶ βέβαια ὄχι ἀπὸ λόγους ὑγείας ἀλλὰ ἐπιδείξεως.


Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

 


Τὸν ἔχασες τὸ μισθό σου

Ὁ Γέροντας Πορφύριος, σὰν γιατρός μου, δὲν «ἔβλεπε» μόνο τὶς σωματικές μου ἀσθένειες. Φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς πολλὲς πνευματικὲς ἀτέλειές μου. Προσπάθειά του νὰ βρῶ τὴν ταπείνωση.

Ἕνα ἀπόγευμα μοῦ τηλεφώνησε στὸ ἰατρεῖο, ἀκριβῶς μετὰ τὴν ὑπερβολικὴ ἐκδήλωση ἀγάπης ἑνὸς ζεύγους ἀσθενῶν μου, ποὺ περιποιήθηκα.

Μεταφέρω τὰ λόγια του: «Γιωργάκη, εἶμαι ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς οἱ δυὸ θὰ πᾶμε μαζὶ στὴν κόλαση. Θὰ ἀκούσουμε: Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ… Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου ἀπήλαυσες, ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»

Τὸν διέκοψα: «Τί ἀπολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή; Τὸ σαράβαλο αὐτοκίνητο, τὸ ἄδειο βιβλιάριο ἢ τὸν ἀνύπαρκτο ὕπνο μας;»

Ἀπάντησε ἀπότομα: «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Δὲν σοῦ λέει ὁ κόσμος: Τί καλὸς γιατρὸς ποὺ εἶσαι; Μᾶς ἀγαπᾶς, μᾶς φροντίζεις, δὲν μᾶς γδέρνεις. Καὶ σὺ τὰ ἀποδέχεσαι, τὰ χάφτεις. Ἔ! Τὸν ἔχασες τὸ μισθό σου. Τὸ ἴδιο παθαίνω καὶ ἐγώ. Μοῦ λένε πὼς ἔχω χαρίσματα, πὼς μπορῶ νὰ τοὺς ἀκουμπήσω καὶ νὰ κάνω θαύματα, πὼς εἶμαι ἅγιος. Καὶ τὰ χάφτω, ὁ ἀνόητος καὶ ἀδύναμος. Ἔ! Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα, ὅτι μαζὶ θὰ πᾶμε στὴν κόλαση!»

«Ἂν εἶναι νὰ πᾶμε μαζί», τοῦ ἀπάντησα, «πᾶμε καὶ στὴν κόλαση!»

Κι ἐκεῖνος ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο, λέγοντας: «Ἐγὼ σοῦ μιλάω σοβαρὰ καὶ σὺ πάντα ἀστειεύεσαι. Καλὴ μετάνοια καὶ στοὺς δυό μας».

Γεώργιος Παπαζάχος


Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

 


Νὰ εἶστε πάντα χαρούμενοι

Σὲ ἱκετεύω, χαρά μου, ἀπόκτησε τὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατέχει αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν ταράσσεται ἀπὸ τίποτε.

Εἶναι σὰν κουφὸς καὶ ἄλαλος, σὰν νεκρὸς ὅταν πέφτουν πάνω του λύπες, συμφορές, κατηγορίες καὶ διωγμοί, ποὺ ἀναπόφευκτα ἔρχονται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό.

Γιατὶ πρέπει νὰ περάσουμε πολλὲς θλίψεις, γιὰ νὰ μποῦμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ἡ βαθιὰ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ σὲ ἀφήσει ποτέ.

Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς διατηρεῖται μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κατάκρισης καὶ τὴν σιωπή.

Νὰ προσεύχεσθε ἀδιάκοπα. Νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ πάντα. Νὰ εἶστε πάντα χαρούμενοι. Μὴν ἀφήσετε νὰ κυριευθεῖτε ἀπὸ πνεῦμα ἀπογοήτευσης.

Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

 


Πρῶτα νὰ γίνει ποιητής

Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής. Αὐτὸ εἶναι! Πρέπει νὰ πονᾶς. Ν’ ἀγαπᾶς καὶ νὰ πονᾶς. Νὰ πονᾶς γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶς. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιὰ τὸν ἀγαπημένο. Ὅλη νύχτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τὰ πόδια, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες, δὲ λογαριάζει τίποτα, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, ἀπείρως ἀνώτερο. Καὶ ὅταν λέμε ἀγάπη, δὲν εἶναι οἱ ἀρετές ποὺ θ’ ἀποκτήσουμε ἀλλά ἡ ἀγαπῶσα καρδιὰ πρὸς τὸ Χριστό καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ καθετὶ ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε...

Οἱ περισσότεροι ἔρχονται ἐδῶ καὶ μοῦ λένε: Κανεὶς δὲν μὲ θέλει, εἶμαι ἄχρηστος, δὲν μὲ καταλαβαίνουν, δὲν μ' ἀγαποῦν.

Τοὺς ἐξηγῶ τότε ὅτι ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Ὅταν στραφεῖς πρὸς τὸ Θεό, δὲν ζητᾶς τίποτε, δὲν εἶσαι ἀνικανοποίητος, καὶ εἶσαι μὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλους εὐχαριστημένος. Τοὺς ἀγαπᾶς τότε ὅλους κι' ἐκεῖνοι σ' ἀγαποῦν.

Κι' αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσένα, διότι ἑνώθηκες μὲ τὸν Θεό.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης