Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024


Ἡ ἀνεμώνη
Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,

Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!

Βιζυηνός Γεώργιος

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024



Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργὶ
«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024


Χελιδὼν καὶ κόραξ
Χελιδὼν καὶ κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο καί φησιν ὁ κόραξ τῇ χελιδόνι:
«Τὸ σὸν κάλλος ἐν μόνῳ τῷ ἔαρι καταφαίνεται, ἐν δὲ τῷ τοῦ χειμῶνος καιρῷ οὐ δύναται πρὸς τὸ ψύχος ἀντισχεῖν. Τὸ δὲ ἐμὸν σῶμα καὶ τῷ κρύει τοῦ χειμῶνος καὶ τῷ καύσωνι τοῦ θέρους γενναίως ἀνθίσταται».
Οὗτος δηλοῖ ὅτι ὑγεῖα καὶ ἰσχὺς σώματος κρείττων κάλλους καὶ ὡραιότητος πέφυκε

Τὸ χελιδόνι καὶ ὁ κόρακας λογομαχοῦσαν γιὰ τὰ κάλλη τους.
Λέει λοιπὸν ὁ κόρακας στὸ χελιδόνι:
«Ἡ ὀμορφιά σου κρατάει ὅσο κι ἡ Ἄνοιξη. Τὴν παγωνιὰ δὲν τὴν ἀντέχει. Ὅμως τὸ δικό μου σῶμα καὶ τὸ κρύο τοῦ Χειμώνα ὑποφέρει καὶ τη ζέστη τοῦ Καλοκαιριοῦ».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀντοχή, ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τὰ κάλλη ὅλου τοῦ κόσμου.
Αἰσώπου Μῦθοι

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024


Οἱ προοδευτικοὶ
Γιὰ νὰ εὐαρεστήσεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὸν Θεό, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνεις κάτι τὸ πολὺ μεγάλο, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶς στὸ ἐξωτερικό, ὅπως κάνουν οἱ νεωτεριστὲς καὶ τάχα προοδευτικοί. Φτάνει νὰ κοιτᾶς γύρω σου κάθε μέρα καὶ ὥρα. Διακρίνεις σὲ κάτι τὴ σφραγίδα τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς; Κάνε το δίχως χρονοτριβὴ ἢ δισταγμό, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ὥρα ζητάει ἀπὸ σένα αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τίποτ’ ἄλλο. Προσπάθησε νὰ στερεώσεις μέσα σου ἕναν τέτοιο τρόπο σκέψεως. Ὅταν τὸ κατορθώσεις, ἀπέραντη γαλήνη θὰ πλημμυρίσει τὴν καρδιά σου, εἰρήνη ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ὅτι κάθε στιγμὴ δουλεύεις γιὰ τὸν Κύριο. Ἀκόμα κι ὅταν σοῦ λένε νὰ μπαλώσεις τὶς κάλτσες τοῦ μικροῦ σου ἀδελφοῦ, καὶ τὸ κάνεις πρόθυμα γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς πρόσταξε ν’ ἀκοῦμε καὶ νὰ βοηθᾶμε τὸν πλησίον, ἐκτελεῖς ἕνα ἔργο θεάρεστο. Ἔτσι, μὲ κάθε βῆμα, μὲ κάθε λέξη, μὲ κάθε κίνηση, ἀκόμα καὶ μὲ κάθε ματιὰ μποροῦμε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, νὰ βαδίζουμε στὸ δρόμο τοῦ θελήματός Του, καὶ ἑπομένως νὰ κατευθυνόμαστε πρὸς τὸν τελικὸ σκοπό μας.
Οἱ νεωτεριστές, οἱ τάχα προοδευτικοί, ἔχουν στὸ νοῦ τους σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στοιβαγμένους μαζί. Εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι ἡ «ἀνθρωπότητα» ἢ ὁ «λαὸς» δὲν ὑπάρχει ὡς πρόσωπο, ἕνα πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσες κάτι νὰ κάνεις τώρα ἀκριβῶς. Ἡ ἀνθρωπότητά μας συγκροτεῖται ἀπὸ ξεχωριστὰ πρόσωπα. Κάνοντας κάτι γιὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ κάνουμε μέσα στὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὁ καθένας μας ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του, ἀντὶ νὰ ρίχνει μάταια τὸ βλέμμα του τόσο μακριά, στὸ ἀπρόσωπο σύνολο τῶν ἀνθρώπων, τότε ὅλοι μας θὰ κάναμε κάθε στιγμὴ ὅ,τι χρειάζεται γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, κι ἔτσι θὰ ἑδραιώναμε τὴν εὐημερία τοῦ συνόλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πλούσιους καὶ φτωχούς, ἀπὸ ἀδύνατους καὶ ἰσχυρούς. Ὅσοι ὁραματίζονται τὴν εὐημερία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας συνολικά, ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι μπροστὰ στὰ ματιά τους. Ἔτσι, ὅμως, δὲν ἐκπληρώνουν τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς, γιατί οὔτε τὴ δυνατότητα ἔχουν νὰ ἐπιτελέσουν ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ὅπως εἶναι ἡ πανανθρώπινη εὐημερία, οὔτε πάλι ἀξιοποιοῦν τὶς εὐκαιρίες, ποὺ τοὺς δίνονται, γιὰ τὴν ἐκτέλεση μικρῶν καλῶν ἔργων.
Μοῦ μίλησαν γιὰ μία τέτοια περίπτωση στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Σὲ μία συγκέντρωση νέων, ὑπέρμαχων τῆς «πανανθρώπινης εὐημερίας» –αὐτὸ ἦταν τὸ κεντρικὸ σύνθημα τοῦ «προοδευτικοῦ» παραληρήματός τους–, κάποιος… τζέντλεμαν ἔβγαλε ἕναν παθιασμένο λόγο γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸ λαό. Τοὺς συνεπῆρε ὅλους. Ὅταν, ὅμως, γύρισε στὸ σπίτι του, ὁ ὑπηρέτης του, ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν ἐπιστροφή του, δὲν τοῦ ἄνοιξε ἀμέσως τὴν πόρτα καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀμέσως κερί. Ἐπιπλέον, ἐπειδὴ τὸ μπουρὶ τῆς σόμπας του εἶχε βουλώσει, τὸ δωμάτιό του ἦταν λίγο κρύο. Ἔ, ὁ «ἀνθρωπιστής» μας δὲν μπόρεσε νὰ τ’ ἀνεχθεῖ ὅλα αὐτά, κι ἔλουσε τὸν ὑπηρέτη του μ’ ἕνα χείμαρρο ἀπὸ βρισιές. Ὅταν ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ δικαιολογηθεῖ, τοῦ κατάφερε κι ἕνα γερὸ χτύπημα στὸ στῆθος. Νά, λοιπόν, ὁ φίλος μας μὲ τὰ λεπτὰ αἰσθήματα, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος διαλαλοῦσε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι, δὲν μποροῦσε νὰ φερθεῖ φιλάνθρωπα σ’ ἕναν μόνο ἄνθρωπο. Τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ “προοδευτικοῦ” παραληρήματος ἦταν ἡ διαγωγὴ ποὺ ἔδειχναν μερικὲς δραστήριες κοπέλες. Αὐτὲς δούλευαν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζῆλο σὲ βιβλιοδετεῖα, δένοντας βιβλία «προοδευτικοῦ» περιεχομένου, συχνὰ ὅμως ἄφηναν τὶς μανάδες τους χωρὶς ἕνα κομμάτι ψωμί. Καὶ ὅμως, πίστευαν ὅτι «τραβοῦσαν μπροστὰ» καὶ θεμελίωναν τὴν εὐτυχία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024


Παράπονα Φαντάρου
Μὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,
κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός.
Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα,
κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα.
Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό,
περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό.
Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει,
θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει.
Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς,
καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις.
Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς,
καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς;
Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ,
τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ.
Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια,
καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια.
Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη,
χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι!
Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα,
ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα!
Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια,
κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια.
Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε,
κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται.
Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω,
καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω.
Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή,
πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή!
Γεώργιος Σουρῆς

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024



Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ, ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ καταξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποῦ ἔφκειασα αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔλπιζαν ὅτι μὸ ῾δωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κ᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησίν τους· τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κ᾿ ἕνα μήνα ὁποῦ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι· ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές.
Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένῃ καὶ ῾σ ἐμᾶς!
Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω· «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποῦ μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κ᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κ᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποῦ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ, ὁποῦ εἶναι ὡς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς, καὶ μεράστε τους τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὸ ῾βαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας· «Αὐτὸς ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τοὺς ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασιν» – κι᾿ ἂν μοῦ ῾ρθε παρόμοια ἰδέα, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε.
Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ᾿ ἀνακρένουν πῶς τὸ ῾καμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲ διάταξε. Τοὺς λέγω κ᾿ ἐγὼ· «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε, ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἦταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὸ ῾καμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλύτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτεῖνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποῦ δυστυχοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!»
Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πῶς σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μᾶς ὠφέλησαν καὶ πόσο μας ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κ᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁποῦ εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν».
Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κ᾿ ἔγινε μία ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα· εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παππάδες. Κ᾿ ἔτζι ἔγινε.
Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποῦ δὲν ματάειχε πάγη. Καὶ μὲ γλύτωσε ὁ Βασιλέας ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ᾿ ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό.
Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ ῾κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους – κ᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτεινῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετή τους ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε – κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήσῃ νὰ τὸν χάσουμεν κ᾿ ἐκεῖνον.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα
Σὰν ἐβράδιαζε καὶ πρὶν νυχτώσει καὶ πρὶν γυρίσει ὁ πατέρας μaς ἀπ’ τὴ δουλειά του τὴν ἀπογευματινὴ κι ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ συναντιόταν μὲ τοὺς φίλους του, ἔμπαινε ἡ μάνα στὸ δωμάτιο μὲ τὰ εἰκονίσματα. Κατέβαζε τὸ καντήλι ποὺ κόντευε νὰ σβήσει, ἀφοῦ καιγόταν ἀπὸ τὸ πρωί, καὶ τὸ ’φερνε στὴν κουζίνα καὶ τὸ ’βαζε ἀπάνω στὴ γωνιά. Ἄναβε τότε ἀπ’ τὴ φλόγα ποὺ τρεμόσβηνε τὴν πασχαλιάτικη λαμπάδα ποὺ φυλάγαμε ἀπ’ τὴ Λαμπρὴ καὶ μοῦ τὴν ἔδινε νὰ τὴν κρατάω. Ἔπιανε ὕστερα τὴ φλόγα μὲ τὰ δυό της ἀκροδάχτυλα νὰ σβήσει… καὶ τὸ δικό μου τὸ παιδιάτικο μυαλὸ ἔμενε πάντα μὲ τὴν ἀπορία, πῶς δὲν καιγόνταν τ’ ἀκροδάχτυλα τῆς μάνας μου, πρωὶ καὶ βράδυ τόσα χρόνια ν’ ἀκουμποῦνε τὴ φωτιὰ καὶ νὰ τὴ σβήνουν.
Ἐκείνη ὡστόσο συμπλήρωνε ἀπ’ τὸ ροΐ τὸ λάδι τὸ ἀναγκαῖο στὸ καντήλι καὶ τραβώντας λίγο τὸ βαμβακένιο φυτίλι στὴν καντηλήθρα, τὸ ἔστριβε ἀπαλὰ καί … «ἔλα» μοῦ ἔλεγε κι ἐγὼ τὸ ἄναβα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πασχαλιάτικης λαμπάδας ποὺ κρατοῦσα.
Τὴν ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω ἔπειτα τὴ μάνα μου, καθὼς ἐγύριζε στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα, καὶ τὸ καντήλι, ἀφοῦ τὸ σκέπαζε μὲ τὸ γυαλί του, τὸ ἀπίθωνε σεβαστικὰ στὴν τακτική του θέση, σὲ μία παλιὰ μικρὴ ἐταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στὸν τοῖχο, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα καὶ στολισμένη μὲ πετσετάκι κάτασπρο ἀπ’ τὰ δικά της χέρια κεντημένο.
Ποτὲ ὡς τώρα δὲ λησμόνησα τὴ μάνα μου, μέσ’ στὴν κατάνυξη ποὺ γέμιζε τὴν κάμαρα τὸ φῶς τὸ ἱλαρὸ τοῦ καντηλιοῦ, πῶς ἔγερνε στὰ γόνατα κι ἄρχιζε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται. Γονατιστὴ κι ἐγὼ στὸ πλάι της, πολεμοῦσα νὰ διακρίνω τὰ λόγια ποὺ σχημάτιζαν τὰ χείλη της καὶ δὲν μποροῦσα, μιλοῦσε μόνη πρὸς «μόνῳ Θεῷ». Ὅμως τὸ φεγγοβόλημα τὸ ἀμυδρὸ τοῦ καντηλιοῦ ἔφτανε γιὰ νὰ ξεχωρίσω δάκρυα νὰ κυλοῦν στῆς μάνας μου τὶς παρειές, ποὺ μὲ τὸ τελευταῖο σταυροκόπημα θυμότανε νὰ τὰ σφογγίσει, βγάζοντας τὸ μαντηλάκι της ἀπὸ τὴν τσέπη τῆς τριμμένης ρόμπας ποὺ φοροῦσε. Καὶ τότε… «ἄναψε τὸ φῶς», ψιθύριζε καὶ παραμένοντας γονατιστὴ κάτω ἀπ’ τὰ εἰκονίσματα, ἄνοιγε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συλλάβιζε ἀργά, μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα ποὺ εἶχε καταφέρει στὰ παλιὰ μονάχη της νὰ μάθει. Κι ἐγώ, λιγότερο ἀπὸ δεκάχρονο κορίτσι, στῆς κάμαρας τὸν τοῖχο ἀκουμπώντας, νὰ περιμένω σιωπηλή… καὶ βυθισμένη στὸ δέος καὶ στὴν ἔκπληξη νὰ βλέπω τώρα καθαρὰ καινούργια δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.
Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα, κι ἤτανε νωρίς, ποὺ ἡ μάνα μου ταξίδεψε στὴ χώρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει βράδυ καὶ νύχτα καὶ οἱ λυτρωμένοι προσεύχονται χωρὶς δάκρυα. Κι ἐγὼ ἄργησα, μὰ τὸ κατάλαβα, πῶς μπόρεσε ἡ μάνα μου, τὰ δύσκολα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς της, μὲ τὶς λιγοστὲς χαρὲς καὶ τὶς ἀμέτρητες πίκρες, ἀγόγγυστα νὰ τὰ περάσει καὶ καρτερικά. Κι ὅταν ἀνάβω τὸ καντήλι καὶ τὸ φέρνω στὰ εἰκονίσματα, στὰ γόνατα τὴν ξαναβλέπω νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται κι ἀργὰ νὰ συλλαβίζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.

Εὐτυχία Γερ. Μάστορα

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024


Θεόφιλος
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄ ῾βαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».
Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνίτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν. Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Γιῶργος Σεφέρης

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024



Ἀπόπειρα ἐθνικῆς αὐτοκτονίας
Ὅτε πρὸ ἡμιολίας ἑκατονταετηρίδος ἤρχισε προαγομένη ἡ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ παίδευσις, οἱ σημαιοφόροι τῆς μεγάλης ταύτης πνευματικῆς ἀναβιώσεως ἐπεδόθησαν φυσικῷ τῷ λόγῳ πρὸ πάντων εἰς τὴν μελέτην τῶν διανοητικῶν καὶ πολιτικῶν μεγαλουργημάτων τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ. Παιδευόμενοι δὲ καὶ ἐν τῇ νεωτέρᾳ τῆς Δύσεως ἐπιστήμη, ἐνισχύοντο μὲν περὶ τὴν πρὸς τοὺς προπάτορας ἐκείνους λατρείαν αὐτῶν, ἐδιδάσκοντο ὅμως δυστυχῶς ἐνταυτῷ νὰ περιφρονῶσι καὶ νὰ μυκτηρίζωσι τοὺς μεσαιωνικοὺς ἡμῶν χρόνους. Ἡ Ἑσπερία εἶχε πρὸ καιροῦ διατεθῇ δυσμενῶς πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικὰ καὶ πολιτικὰ πολλὰς παρήγαγον ἀμοιβαίας αἰτιάσεις μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐπὶ τέλους δὲ ἐπήγαγον καὶ τὰς ὀλεθρίας σταυροφορικὰς καθ᾿ ἡμῶν ἐπιδρομάς. Ὅθεν πᾶσαι σχεδὸν αἱ χρονογραφίαι ἡμῶν ὅσαι ἐγράφησαν ἔκτοτε καὶ μέχρις ἐσχάτων ὑπὸ τῶν Δυτικῶν, ἐγελοιογράφησαν μᾶλλον ἢ ἀπετύπωσαν πιστῶς τοὺς χαρακτῆρας τοῦ μεσαιωνικοῦ ἡμῶν κράτους.
Τοιαῦται ὑπῆρξαν αἱ δύο πηγαὶ ἐξ ὧν ἐποτίσθησαν τὰ νάματα τῆς ἱστορικῆς αὐτῶν παιδεύσεως αἱ λόγιαι ἡμῶν γενεαὶ ἀπὸ τοῦ Κοραῆ καὶ ἐφεξῆς. Τὸ δ᾿ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ὅτι ἐνεφορήθησαν θαυμασμοῦ μὲν ἀνεξελέγκτου πρὸς τοὺς προπάτορας, ἀδιαφορίας δὲ πρὸς τοὺς πατέρας, προαγομένης πολλάκις μέχρις ἀποστροφῆς. Αἱ γενεαὶ ἐκεῖναι δὲν ἐνθυμοῦντο εἰμὴ τὰς ἀρετὰς τῶν ἀρχαίων χρόνων, καὶ δὲν ἐγίνωσκον εἰμὴ τὰς κακίας τῶν μεσαιωνικῶν, λησμονοῦσαι ὅτι πολλὰ ἔσχεν ἁμαρτήματα καὶ ὁ πρῶτος Ἑλληνισμός, μὴ ἠξεύρουσαι δὲ ὁπόσα ἐμεγαλούργησε καὶ ὁ μεσαιωνικός. Οὐδὲ θέλομεν ἐλέγξει ἐπὶ τούτῳ τοὺς πρώτους ἐκείνους τοῦ Γένους διδασκάλους. Τὸ κατεπεῖγον ἧτο τότε νὰ ἐξαρθῇ τὸ φρόνημα τοῦ δεδουλωμένου ἔθνους καὶ νὰ παρατεθῶσιν εἰς μίμησιν ἐξαίρετα ἄθλων καὶ λόγων ὑποδείγματα· τοιαῦτα δὲ δὲν ἀνεύρισκον εἰμὴ ἐν τῇ ἀρχαιότητι, διότι μόνην τὴν ἀρχαιότητα ἐγίνωσκον οἴκοθεν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον· ὅθεν ταύτης ἔγραφον εἰκόνα ἄσπιλον, ἀμόλυντον, ἰδεώδη. Περὶ δὲ τῶν μετέπειτα χρόνων δὲν ἤξευρον εἰμὴ ὅσα ἐδιδάσκοντο παρὰ τῶν Ἑσπερίων· ὅθεν ἢ ἀπεσιῶπον τὰ κατὰ τοὺς χρόνους τούτους ἢ ἐκακολόγουν αὐτούς. Ἡ τοιαύτη τῆς Ἱστορίας ἡμῶν τύχη δὲν ἔπαυσεν οὐδ᾿ ἐπὶ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πανεπιστημίου. Δύο μόναι ὑπῆρχον κατ᾿ ἀρχὰς ἐν αὐτῷ ἱστορικαὶ ἔδραι, ἡ τῆς Γενικῆς Ἱστορίας καὶ ἡ τῶν ἀρχαίων ἐθνῶν· μόλις δὲ μετὰ 14 ἔτη ἤρχισε νὰ διδάσκηται ἀπὸ τῆς καθέδρας ταύτης ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτέρων χρόνων μέχρι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς.
Παράδοξον λοιπὸν δὲν εἶνε ὅτι ἐπὶ ἑκατονταετηρίδα σχεδὸν ὅλην ἀπὸ τῆς πνευματικῆς τοῦ ἔθνους ἀναβιώσεως ἐπεκράτησαν παρ᾿ ἡμῖν περὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ πλεῖσται ἐσφαλμέναι δοξασίαι. Τὸ παράδοξον εἶνε ὅτι, καὶ ἐνῶ πρὶν ἔτι ἀρχίσῃ ἐν Ἑλλάδι ἡ γνησία, ἡ ἐθνικὴ περὶ αὐτοῦ μελέτη, ἡ ἱστορικὴ τῆς Δύσεως δυσμένεια εἶχεν ἀποβῇ ὁπωσοῦν μετριωτέρα· καὶ ἀφοῦ ἡ διὰ τῆς μελέτης ἐκείνης ὁλοσχερῶς ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ἐπεκροτήθη ὑπὸ τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου, ἐν Ἑλλάδι πολλοὶ ἐπιμένουσιν ἔτι εἰς τὴν ἀρχαίαν πλάνην, δὲν ἐγκρίνουσιν ὅσα συνέβησαν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους καὶ φαντασιοκοποῦντες, ἀγωνίζονται νὰ συναρμόσωσι τὸν νέον Ἑλληνισμὸν μετὰ τοῦ ἀρχαίου δι᾿ ἐναερίου τινος καὶ ἀοράτου γεφύρας.
Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024


Τὸ κουκούλωμα
Τέλος, μετὰ πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας, καὶ πάθη, ἐνοικοκυρεύθη καὶ ἀποκατεστάθη ὁ κὺρ Κοσμᾶς ὁ Πουργιάκος εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ ἦτο καιρὸς πράγματι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ εἶχε τὸ καφενεῖον τῆς νυκτὸς εἰς ἕνα δρόμον κοντὰ στὴν Παλαιὰν Ἀγοράν, ἕως τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐξηκολούθει νὰ κάμνῃ τὸν ὠτίατρον ἀκόμη μετὰ χρόνους πολλοὺς εἰς τοὺς πελάτας του, ὁ μύσταξ του ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ εἶναι βαθέος καστανοῦ χρώματος. Εἶχε γυρίσει ὅλας τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, μεταφέρων τὸ στραταρχεῖόν του ―τὸ ἰατρεῖόν του καὶ τὸν ναργιλέ του― ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν πολυάριθμον παρέαν του ― ἀπὸ μπακάλικον εἰς μπακάλικον καὶ ἀπὸ ταβέρναν εἰς ταβέρναν.
Ὁ μικρὸς κομψὸς ναργιλές του, δουλεύων μὲ τουμπεκὶ ἰδιαίτερον, καίων μὲ κάρβουνα κομιζόμενα ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καφενεῖον ―ὁμοῦ μὲ καφέδες, λουκούμια καὶ λεμονάδες δι᾿ ὅλην τὴν παρέαν― θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε διατηρηθῆ ἄσβεστος ἐπὶ τόσα ἔτη τώρα, ἀκοίμητος καὶ ἀναλλοίωτος, ὅπως ἡ ἀειθαλὴς νεότης τοῦ καπνιστοῦ. Ποτὲ δὲν ἐκάθισεν ὁ Κοσμᾶς εἰς τράπεζαν, εἰς τὰς διαφόρους ταβέρνας ὅπου εἱστιᾶτο πάντοτε, χωρὶς νὰ ἔχῃ συντροφιὰν ἀπὸ τρεῖς ἕως πέντε, ἐνίοτε μέχρις ὀκτώ, φίλους του. Τὰ τεράστια γιουβέτσια ἤρχοντο πάντοτε ἀχνιστὰ ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ οἱ φουρνάρηδες δὲν εὐκαιροῦσαν ποτὲ ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους παραγγελίας του.
Ὁ στενώτερος κύκλος ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὸν Ἀλέκον τὸν Δρῖνον, ἀπὸ τὸν Ἀντώνην τὸν Λιγδερόν, καὶ ἀπὸ τὸν Τάσον τὸν Ἀσπρομάτην. Αὐτοὶ καὶ ὁ Πολυζωγάκης, ὁ ἀστεῖος τῆς συναναστροφῆς, ἀπετέλουν τὴν αὐλὴν τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Πολυζωγάκης ὡμοίαζε μὲ τοὺς Φράγκους ἱππότας τοῦ μεσαιῶνος. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἐχόρταιναν ποτὲ τὰς ἡδονὰς οὔτε τοὺς πολέμους, οὕτω καὶ ὁ Πολυζωγάκης ὅλην τὴν ἡμέραν εἰργάζετο ἀκούραστος ―ἐμβάλωνε παπούτσια― καὶ τὸ βράδυ ἐξεφάντωνεν. Ἔπινεν, ἐχόρευεν, ἐπήδα, πρὸς τέρψιν ὅλης τῆς παρέας.
Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος, φύσει ἐπικούρειος γεννημένος, ὅσον ὁ κὺρ Κοσμᾶς. Διὰ τίποτε δὲν τὸν ἔμελε. Τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἐκεῖ εἰς τὴν παλαιὰν συνοικίαν τὸ νυκτερινὸν καφενεῖον ἐξενυχτοῦσε πάντοτε μὲ τοὺς φίλους πελάτας του, μοιράζων ἐπ᾿ ἴσοις τὰς ὥρας μεταξὺ τοῦ καφενείου καὶ τοῦ πατσατζίδικου, καὶ ὑπαιθριάζων πολλὰς ὥρας ὑπὸ τὴν λεύκαν τῆς μικρᾶς πλατείας. Ἐκεῖ ἐτρώγοντο συνήθως τὰ μοσχοχτάποδα, καὶ ἄλλοι νυκτερινοὶ μεζέδες, ἐν συντροφίᾳ μὲ τὸν Τζώρτζην τὸν Βλάχον, τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην, καὶ τὸν Κλήμεντα τὸν Σακελλάριον. Συνήθως ὁ Κλήμης ἔτρωγε πρῶτα κρέας μὲ μελιτζάνες, κατόπιν καπαμὰ μὲ μυρωδικὰ καὶ κόκκινην σάλτσαν, καὶ τελευταῖα δύο μοσχοχτάποδα τηγανητά.
Συχνὰ εἰς τὰ δεῖπνα τὰ ὑπαίθρια ἐλάμβανε μέρος καὶ ὁ Παναγὴς ὁ Τζιμιχούρης. Οὗτος ἀνῆκεν εἰς ἱστορικὴν οἰκογένειαν. Ὁ μακαρίτης ἀδελφός του ὁ Μιχάλης, ἀφοῦ εἶχε κερδίσει πολλὰ στοιχήματα, κατορθώσας νὰ φάγῃ τὴν μίαν φορὰν ἕνα ταψὶ μπακλαβᾶ, τὴν ἄλλην 14 ζευγάρια σαρδέλες τοῦ λίπους, ἀνὰ δύο τὴν μπουκιὰν ―ἄλλοτε πάλιν ἕνδεκα ὀκάδας ξηρὰ σῦκα― τέλος, ἔχασεν ἕν, τὸ τελευταῖον, καὶ ἀπέθανεν ἐκ δυσπεψίας, μὴ προφθάσας ν᾿ ἀποφάγῃ ἐννέα ὀκάδας κεράσια μετὰ τῶν πυρήνων, ὅπως εἶχε στοιχηματίσει.
Ὁ Παναγὴς ἔφερε μαζί του, εἰς τὰ νυκτερινὰ ὑπὸ τὴν λεύκαν δεῖπνα, πότε 6 ἕως 7 δωδεκάδας χαψιά, πλέοντα ἐντὸς βαθείας πιατέλας μὲ ἑκατὸν δράμια λάδι καὶ ἀνάλογον τριανταφυλλόξιδο, καὶ ὁλάκερους σκεμπέδες παραγεμιστούς, σκληροὺς ὡς πέτρα. Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον εὐνοούμενον φαγητόν του ἦτο τὸ ἑξῆς: ὁλόκληρον χοιρίδιον παραγεμιστόν, μὲ πολλοὺς σκόμβρους ἀντὶ σαλάτας, καὶ ὡς ἐπιδόρπιον χέλι ψητὸν μετὰ φύλλων δάφνης στὴν σούβλα. Αὐτὰ τὰ τρία, ὁμοῦ τρωγόμενα, ἀπετέλουν τὸ ἰδεῶδες τῆς γαστρονομίας… Κατόπιν ὅλοι ὁμοῦ ἐμβαρκαρίζοντο κ᾿ ἔπλεον εἰς ὀνειρώδη ποταμὸν ρητινίτου, ὑπὸ τὴν αὔραν τῶν θροούντων φύλλων.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024


Φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους
Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια.
Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
Ἀββᾶς Παλλάδιος

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024


Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα
Ἡ καλωσύνη μαλακώνει καὶ ἀνοίγει τὴν καρδιά, σὰν τὸ λάδι τὴν σκουριασμένη κλειδαριά. Ἡ καλωσύνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ πάντα σκορπάει χαρά, διώχνει σύννεφα, ἀνοίγει καρδιές. Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα ποὺ βγάζει ἄνθη ἀπὸ τὴν γῆ, θερμαίνει ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὶς παγωμένες τους τρύπες γιὰ νὰ χαροῦν καὶ αὐτὰ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κακότροποι ἄνθρωποι εἶναι πάντα πνιγμένοι ἀπὸ λογισμοὺς καὶ μὲ τὴν παγωμένη τους καρδιὰ παγώνουν καὶ πνίγουν μὲ λογισμοὺς τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ καταφεύγουν σ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν, ἐνῶ οἱ καλοκάγαθοι μὲ τὴν πνευματική τους (ἀρχοντική) ἀγάπη, τὴν σφιχτὴ μὲ πόνο, πνίγουν δαίμονες, ἐλευθερώνουν ψυχὲς καὶ σκορπᾶνε θεϊκὴ παρηγοριὰ στοὺς συνανθρώπους τους
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024



«Μόνο γιὰ σένα»: Ὅταν ἄλλοι (ἀνα)καλύπτουν τὶς ἀνάγκες σου
Ἀνοίγετε ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ἢ βλέπετε στὴν τηλεόραση ἕνα ἀνάλογο σπότ. Μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο ἢ τὴν εἰκόνα κάποιοι σᾶς προτρέπουν νὰ κάνετε κάτι καὶ πρὶν τὸ κάνετε βεβαίως νὰ τὸ σκεφθεῖτε. Ὅμως δὲν σᾶς λένε «σκεφθεῖτε το», σᾶς λένε «σκέψου το». Χωρὶς τὸν ἑνικὸ δὲν προωθεῖται πλέον τίποτα. Ἄμεσα, αἰφνιδιαστικὰ μερικὲς φορὲς ὁ πωλητὴς ἀπευθύνεται στὸν ὑποψήφιο πελάτη μ’ ἕναν τρόπο ποὺ θέλει νὰ εἶναι κολακευτικὸς καὶ ταυτόχρονα ἀποκλειστικός.
«Ἐσὺ» εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος κι ἐσένα ἔχουν ὑπόψη τους ὅσοι θορυβοῦν γιὰ τὰ προϊόντα τους. Ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναλαμβάνουν νὰ διασκεδάσουν τὰ πλήθη, φροντίζουν νὰ πάρουν τὸ ὕφος καὶ τὴν πόζα τοῦ προσωπικοῦ ψυχαγωγοῦ. Ὄρθιος ὁ τραγουδιστὴς πάνω στὴν πίστα τεντώνει τὸ χέρι μὲ τὸν δείκτη του νὰ σημαδεύει τὸ κοινό του, σ’ ἐκείνη τὴ χαρακτηριστικὴ πιὰ χειρονομία ποὺ εἶναι σὰν νὰ λέει πὼς γιὰ σένα μόνο ξελαρυγγιάζομαι.
Ἀπὸ παντοῦ ἔρχονται πλέον οἱ προτάσεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἕνας, ὁ ἀνεπανάληπτος, θὰ ξαναβρεῖ ἐπιτέλους τὰ προνόμιά του. Τέλος λοιπὸν ἡ μαζικὴ ἀγορά. Τὸ ἀναγγέλλουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ μάρκετινγκ, οἱ ψυχοπαθολόγοι τῆς κάθε ἰδιοτροπίας, οἱ σχεδιαστὲς τῆς ἐξατομικευμένης μόδας. Προτείνονται εἰδικὲς ὑπηρεσίες ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαίτερες ἀνάγκες μας, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν μποροῦν νὰ μοιάζουν μὲ κανενὸς ἄλλου.
Ἂν ἔμοιαζαν, θὰ ἐπιστρέφαμε στὴν ἐποχὴ τῆς μαζικῆς κατανάλωσης, τῆς τυποποίησης, κι αὐτή, εὐτυχῶς, πέρασε. Ἔτσι λένε οἱ πωλητὲς καὶ ζητοῦν νὰ πιστέψουμε ὅσα ὑπόσχονται. Ὅτι θὰ μᾶς ὁρίσουν εἰδικὴ δίαιτα, γυμναστική, κάθε λογῆς βοηθήματα γιὰ νὰ διατηρεῖται ἡ φόρμα μας. Καὶ εἶναι ἀκόμη τὸ ντύσιμο, τὰ φάρμακα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ διείσδυση στὸν πυρήνα, στὸ τί θέλει κανεὶς καὶ ποιός εἶναι κατὰ βάθος. Πρέπει νὰ ξέρω ποιός εἶμαι.
Γιὰ νὰ ἀγοράσω τὰ προϊόντα ποὺ προορίζονται εἰδικὰ γιὰ μένα, πρέπει νὰ ξέρω ποιός εἶμαι. Δύσκολο ἔργο νὰ τὸ βρῶ κι ἐξάλλου ἀπαιτεῖ χρόνο ποὺ δὲν περισσεύει. Ἀκριβῶς ὅμως γιὰ νὰ ξεπεραστεῖ ἡ δυσκολία, ὑπάρχουν οἱ σύμβουλοι. Εἶναι τόσο πολλοὶ καὶ οἱ προσφορές τους συνεχῶς ἐκλεπτύνονται. Διατίθενται ἐμπειρογνώμονες γιὰ τὴν ἐπίλυση συζυγικῶν κρίσεων, γιὰ τὸν ἐπαγγελματικὸ προσανατολισμὸ τῶν ἐφήβων, γιὰ τὸν μετριασμὸ τῆς κατάθλιψης, τὸν κατευνασμὸ τῆς πεθερᾶς, τὴν ὀρθὴ ἐπιλογὴ μιᾶς ἐρωμένης ἢ ἑνὸς φίλου.
Σὲ μερικὰ ἀμερικανικὰ Πανεπιστήμια προσφέρονται προαιρετικὰ μαθήματα τοῦ τύπου: «Πῶς νὰ διαλέξετε σωστὰ τὸν ὀδοντίατρο σας». Ἐπιλογές, ἀποφάσεις, κριτήρια, ὅλα γιὰ χάρη τῆς αὐτογνωσίας, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ, ὑποτίθεται, ἡ καταχωνιασμένη αὐθεντικότητά μας. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀνακαλύψει κανεὶς τὸν ἑαυτό του ὅταν τὸν παραδίδει σὰν «πρόβλημα» σ’ ἕναν ἄλλο ἑαυτό;
Μητέρες ποὺ δὲν τοὺς λείπει ἡ ἐκπαίδευση παίρνουν ἀπὸ τὸ χέρι τὴν κόρη ἢ τὸν γιό (ἂν καταφέρουν καὶ τοὺς πείσουν) καὶ ἐπισκέπτονται τὸν εἰδικὸ γιὰ τὶς σπουδὲς τῶν παιδιῶν. Τὸν ρωτοῦν τί δρόμο νὰ πάρει τὸ παιδί, λὲς καὶ αὐτὸ γεννήθηκε μόλις χθὲς καὶ δὲν ἔχουν προλάβει νὰ ἀνταλλάξουν δύο λόγια μαζί του. Φυσικά, ὁ σύμβουλος θὰ κάνει τὴ δουλειά του, ἄλλος καλά, ἄλλος ὄχι. Το ἐρώτημα ὡστόσο εἶναι ἂν ἡ οἰκογένεια ἔχει ἤδη προσπαθήσει νὰ καταλάβει τὶς προτιμήσεις καὶ τὶς ἀνησυχίες τοῦ παιδιοῦ, ἢ ἔχει προεξοφλήσει πὼς γιὰ μία τέτοια βυθοσκόπηση εἶναι ἀνίκανη ἢ καὶ ἀκατάλληλη. Κατάχρηση ἐξουσίας.
Πράγματι, πληθαίνουν οἱ γονεῖς πού, ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὸ βάρος τῆς συζήτησης μὲ τὰ παιδιά τους, σηκώνουν τοὺς ὤμους τους. Εἶναι τόσο περίπλοκο, λένε, νὰ καταλάβουν τοὺς σύγχρονους νέους. Ἀλλὰ ἀκόμη κι ἂν τοὺς καταλάβαιναν, πῶς θὰ τοὺς καθοδηγοῦσαν; Ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες, ἔτσι κι αὐτὴ ἡ κατάχρηση ἐξουσίας θεωρεῖται ἀπαράδεκτη σὲ μία κοινωνία ποὺ ἔχει γιὰ στέμμα της τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανέναν νὰ νουθετεῖ κανέναν, νὰ τοῦ ὑποδεικνύει τί θὰ πράξει. Οἱ πρόσωπο-μέ-πρόσωπο σχέσεις εἶναι εὔφλεκτες, ἠλεκτρισμένες, γιατί τὰ πρόσωπα παραέγιναν εὔθικτα. Κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ πεῖ τί θὰ κάνω. Τὸ γιατί ὑποφέρω, τὸ γιατί πνίγομαι μερικὲς μέρες εἶναι τὸ «προσωπικὸ δεδομένο» μου, πολὺ λεπτὸ καὶ τρωτὸ γιὰ νὰ τὸ βγάλω στὴ φόρα.
Ὁ καθένας ἔχει ἕνα παρόμοιο μυστικό. Τὸ κρατάει μέσα του, ἐρεθίζεται μ’ αὐτό, τρίβεται πάνω του καὶ τὸ ποτίζει κάθε μέρα γιὰ νὰ τὸ συντηρεῖ, ὅπως ποτίζει τὶς γλάστρες του. Ὅταν μεγαλώσει ἀρκετὰ τὸ φυτὸ καὶ βγοῦν τὰ πρῶτα ἄνθη τοῦ κακοῦ, τότε ὁ κάτοχος θὰ τὸ πάει καὶ θὰ τὸ παρουσιάζει στὸν εἰδικό. Ἐκεῖνος θὰ βάλει τὰ γυαλιά του καὶ θὰ τοῦ γράψει μία συνταγή.
Ὁ πελάτης θὰ τὴν πάρει ἐπιδεικνύοντας ἀξιοσημείωτη ὑπακοή. Αὐτὸς ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ὑπερεύθικτος καὶ ἀνεξάρτητος, θὰ λάβει τὶς ὁδηγίες, θὰ πληρώσει καὶ θὰ πεῖ κι εὐχαριστῶ, ἐπειδὴ τοῦ ἔμαθαν αὐτὸ ποὺ ἤδη γνώριζε. Αὔριο, τοῦ λέει ὁ σύμβουλος, θὰ φερθεῖς ἔτσι στὴ γυναίκα σου, ἔτσι στὰ παιδιά σου. Ὁ σύζυγος ξαναβαφτίζεται σύζυγος, ὁ πατέρας παίρνει ἐντολὴ νὰ ξαναγίνει πατέρας. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἥσυχοι λοιπόν. Κάθε τόσο, κάποιοι θὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν, μὲ τὸ ἀζημίωτο, αὐτὸ ποὺ διαλέξαμε νὰ εἴμαστε.
Βασίλης Καραποστόλης

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024



Μὲ φρεσκοπλυμένο μάγουλο ἀπ᾿ τὴ βροχὴ
Σὰν νὰ ξάνοιξε ὁ καιρός. Παίρνω σιγὰ σιγὰ τὸν ἀνήφορο, κεῖνον μὲ τὶς φαγωμένες, ἀνώμαλες πλάκες ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Περπατῶ βλέποντας χρόνους πολλοὺς πίσω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς συνήθειας. Ξέρω μὲ κάθε λεπτομέρεια πῶς καὶ γιατί χτίστηκε τὸ τοιχάκι τῆς ἐκκλησίας ἔτσι σὲ τόσο ἀνισόπεδο ἔδαφος. Ἀναγνωρίζω τὴν ἀρχικὴ μορφὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶχε τὸ σπίτι μὲ τὶς τρεῖς κολόνες. Ἀποδίδω τὴ δέουσα βαρύτητα στὴ σημασία ποὺ ἔχει ἕνας τενεκὲς μὲ ἡλιοτρόποπια στὸ κεφαλόσκαλο μιᾶς ἐσωτερικῆς αὐλῆς. Συνελόντι εἰπεῖν, ἔχω γίνει ἕνας μικρὸς Παυσανίας τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἀναλογιῶν τους στὸ πνεῦμα, ποὺ πιότερο ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἔνδιαφερεται γιὰ κάτι δαφνῶνες,ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ τὰ δυνατὰ πράσινα πού, μόνον νὰ τὰ θωρεῖς, σοῦ στιλβώνουν μάτι μαζὶ καὶ ψυχή. Καὶ ποὺ τοῦ ἀρέσει γράφοντας -πρέπει νὰ τὸ προσθέσω κι αὐτὸ -νὰ μὴν ξύνει ἁπλῶς τὸ χαρτὶ ἀλλὰ νὰ σκάβει καὶ ν᾿ ἀνακαλύπτει συνεχῶς τὴν Ἑλλάδα ποὺ προϋπάρχει μέσα του καὶ πού, ἂν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, ὀλίγον ἐνδιαφέρει. Ἔχει τὸν καιρὸ ν᾿ ἀκολουθήσει ἡ πραγματικότητα. Προηγουμένως, εἶναι ἀνάγκη νὰ πλασθεῖ ἀπ᾿ τὴ σκέψη. Μιὰ σκέψη πού, ἂν τὴ σπάσεις, ἡ χούφτα σου θὰ γεμίσει ἀπὸ σπόρια συγκινήσεων, εὐαισθησιῶν, ἀνατάσεων, δακρύων.
Φτάνω τώρα στὸ μαντρότοιχο ἀπ᾿ ὅπου ξεπροβέλνουν τὰ κεφάλια τους, λὲς καὶ σηκώνονται στὶς μύτες τῶν ποδιῶν τους, οἱ μανταρινιές, οἱ πορτοκαλιές, οἱ νεραντζιές. Λάμπουν καὶ γυαλίζουν, μὲ φρεσκοπλυμένο μάγουλο ἀπ᾿ τὴ βροχή. Παράξενό μου φαίνεται κάθε φορᾷ ποὺ τὸ συλλογίζομαι ὅτι δὲ γνώριζαν οἱ Ἴωνες τὰ ἑσπεριδοειδῆ -τόσο πολύ, πιστεύω, ἡ σκέψη τοὺς ἀναδίδει τὴ σπιρτάδα τῶν κίτρων. Ἰδοὺ ἕνας ἀκόμη «κατ᾿ ἀναλογίαν» συσχετισμός, ποὺ κάνει τοὺς περισσότερους νὰ ὑψώνουν τὰ χέρια μπροστὰ σὲ κάθε ρήση ποιητικὴ ποὺ δὲν εἶναι γνώσεις ἀπὸ κρέας ὠμὸ ἀλλὰ αἴνιγμα σπινθηροβόλο, μὲ τὴ λύση του μεταποιημένη σ᾿ εὐωδιά. Σ᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο εἶμαι πολὺ εὐαίσθητος. Ἡ ροπή μου καταντᾷ διαστροφή. Κι ὅμως, πουθενὰ δὲ βρίσκω αἰσθητοποιημένη μὲ τόση ἐνάργεια, τὴν ἔννοια τῆς ἀθῳότητας ὅσο στὰ μυριστικὰ χόρτα. Ὅπως τῆς καθαρότητας καὶ τῆς διαφάνειας σὲ μιὰ λαμπερὴ νεροσταγόνα, ἢ τοῦ καθαρμοῦ καὶ τῆς ψυχικῆς ἀσηψίας στὸν ἀσβέστη. Χωρὶς τὶς ἠθικὲς προεκτάσεις ποὺ ἔλαβαν ἐν συνεχείᾳ, θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ κατοχυρώσω τὴ «λιγοσύνη»σὰν κεφάλαιο πολύτιμο γιὰ τὸ σύνολο, ποὺ νὰ τὸ μεταφέρω κατόπιν, μὲ τὴν ἴδια ἰσχύ, στὸ ἄτομο. Ἄλλοι ἂς ἀναλώνονται κι ἂς περιορίζονται σὲ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. Πού, βέβαια, εἶναι τὰ περισσότερά τους δεινὰ καὶ τὰ καταγγέλνουν. Ἂς ὑπάρχει κι ἕνας ποὺ νὰ διατηρεῖ τὸ δικαίωμα νὰ προσβλέπει σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν. Ὁ κόσμος τῶν φυτῶν μὲ γοήτευσε. Ἀείποτε μ᾿ ἐξέπληξε. Περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἄστρων κατάφερνε νὰ μοῦ ὑποβάλλει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Ἀποπνέει ἕνα εἶδος ἁγιοσύνης, ποὺ δοκίμασα νὰ τὸ ἐκφράσω, ἀκόμη καὶ μὲ ἀνορθόδοξα μέσα, ὅταν αἰσθάνθηκα νὰ εἶμαι ἀρκετὰ καθαρὸς στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀποπεφαθῶ. Μετατρέποντας τὸ φυτὸ ἀπὸ οὐδέτερο σὲ θηλυκό, καὶ θεωρώντας το σὰν κόρη, περίπου, ἁγία ἢ θεά, ζωγράφισα, χωρὶς νὰ εἶμαι ζωγράφος, καὶ μάλιστα σὲ πολλὲς παραλλαγές, μιὰ θεὰ Φυτώ, ποὺ τῆς ἔβαλα βυσσινιὰ δυνατὰ καὶ χρυσὰ καὶ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μπορεῖ δίπλα μου νὰ ἐνσαρκώνει κεῖνον τὸν ἀέρα ποὺ ἔρχεται σὰν ἀπὸ θαῦμα μεσ᾿ ἀπ᾿ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ νὰ ὑποκαταστήσει ὅσα καὶ σὰν εἰδωλολάτρες καὶ σὰν χριστιανοὶ διακονήσαμε στὸ βωμὸ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Παρθένου.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024



Ἡ πνευματικὴ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς
Ἡ καρδιά σου, ἀγαπητέ, κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀγαπᾶται καὶ νὰ κατοικῆται ἀπὸ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ καθημερινὰ σοῦ φωνάζει νὰ τοῦ τὴν δώσῃς: «Υἱέ, δός μου τὴν καρδιά σου».
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε νοῦ, πρέπει ἡ καρδιὰ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν δεχθῆ, νὰ εἶναι εἰρηνικὴ καὶ ἀτάραχη, ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἐγενήθη ὁ τόπος σου ἐν εἰρήνῃ».
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ στερεώσῃς τὴν καρδιά σου σὲ μία εἰρηνικὴ κατάστασι, ὥστε ὅλες οἱ ἐξωτερικές σου ἀρετὲς νὰ γεννιῶνται ἀπὸ τὴν εἰρήνη αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐσωτερικὲς ἀρετές, ὅπως εἶπε ἐκεῖνος ὁ μέγας ἡσυχαστὴς Ἀρσένιος: «Φρόντισε ὥστε ὅλη σου ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ νικήσῃς τὰ ἐξωτερικὰ πάθη».
Διότι κι ἂν οἱ σωματικὲς σκληραγωγίες καὶ ὅλες οἱ ἀσκήσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀσκεῖται τὸ σῶμα εἶναι ἄξιες ἐπαίνου, ὅταν εἶναι μὲ διάκρισι καὶ μέτριες, ὅπως ἁρμόζει στὸ πρόσωπο ποὺ τὶς κάνει, ὅμως ἐσὺ ποτὲ δὲν θὰ ἀποκτήσῃς καμία ἀληθινὴ ἀρετὴ μόνο διὰ μέσου τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, παρὰ ματαιότητα καὶ κενοδοξία, ἂν καὶ οἱ ἀσκήσεις αὐτὲς δὲν παίρνουν δύναμι καὶ ζωὴ καὶ δὲν κυβερνοῦνται ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ψυχικὲς ἀρετές.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας πόλεμος καὶ πειρασμὸς συνεχής, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἰώβ: «Δὲν εἶναι ἕνα πειρατήριο ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ;». Λοιπὸν ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου αὐτοῦ ἐσὺ πρέπει πάντοτε νὰ εἶσαι ἄγρυπνος καὶ νὰ προσέχῃς πολὺ καὶ νὰ παρατηρῇς τὴν καρδιά σου νὰ εἶναι πάντοτε εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη.
Καὶ ὅταν σηκώνεται ὁποιοδήποτε κῦμα ταραχῆς στὴν ψυχή σου, νὰ παραμένῃς πρόθυμος γιὰ νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς ἀμέσως τὴν καρδιά σου, μὴ ἀφήνοντάς την νὰ ἀλλάξη πορεία καὶ νὰ καταστραφῆ ἀπὸ τὴν ταραχὴ ἐκείνη.
Γιατὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅμοια μὲ τὸ βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ καὶ μὲ τὸ τιμόνι τοῦ καραβιοῦ.
Καὶ ὅπως ὅταν κάποιο βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ ξεκρεμασθῆ ἀπὸ τὴν θέσι του ἀμέσως κινοῦνται καὶ ὅλοι οἱ τροχοί, καὶ ὅταν τὸ τιμόνι δὲν πάρη καλὴ στροφή, τότε ὅλο τὸ καράβι φεύγει ἀπὸ τὴν κανονική του πορεία, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καρδιά: ὅταν μία φορὰ ταραχθῆ, ἀμέσως συγκινοῦνται ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ὄργανα τοῦ σώματος καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς βγαίνει ἀπὸ τὴ σωστή του κίνησι καὶ τὸν ὀρθὸ λόγο του.
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ εἰρηνεύῃς τὴν καρδιά σου, κάθε φορὰ ποὺ τύχει κάποια ἐνόχλησι καὶ σύγχυσι ἐσωτερική, εἴτε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἴτε σὲ κάθε ἄλλον καιρό.
Καὶ νὰ γνωρίζῃς τὸ ἑξῆς· τότε ξέρεις νὰ προσεύχεσαι καλά, ὅταν γνωρίζῃς νὰ ἐργάζεσαι καλὰ καὶ νὰ παραμένῃς εἰρηνικός, διότι καὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει νὰ προσευχώμαστε εἰρηνικά, χωρὶς ὀργὴ καὶ διαλογισμοὺς.
Ἔτσι σκέψου ὅτι κάθε ἐργασία σου πρέπει νὰ γίνεται μὲ εἰρήνη, γλυκύτητα καὶ χωρὶς βία.
Μὲ συντομία, ὅλη γενικὰ ἡ ἄσκησις τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ γίνεται γιὰ νὰ ἔχῃς εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴ συγχίζεται καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν εἰρήνη αὐτὴ νὰ ἐκτελῇς ὅλα σου τὰ ἔργα μὲ εἰρήνη καὶ πραότητα, ὅπως ἔχει γραφῇ: «Τέκνο μου μὲ πραότητα νὰ ἐκτελῇς τὰ ἔργα σου», γιὰ νὰ ἀξιωθῇς τοῦ μακαρισμοῦ τῶν πράων ποὺ λέγει: «Μακάριοι ὅσοι φέρονται μὲ πραότητα στοὺς ἄλλους, διότι αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας»
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024


Γιὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔδωσε τὴν εὐλογία, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι ἤμουν ἀδύνατος καὶ ταλαίπωρος καὶ ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, συνεχόμενες μέχρι δυόμιση βδομάδες. Τὸν παρακολουθοῦσα μὲ πᾶσα λεπτομέρεια καί  σχολαστικότητα. Εἶχα μεγάλη περιέργεια νὰ δῶ ὅλη τὴ ζωή του. Πάντοτε μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τὸν κόσμο στὸ χέρι του καὶ ὅτι ὄντως, πραγματικά, στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν προσευχή του.
Ἐνθυμοῦμαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ τὸ βράδυ, μοῦ λέει: «Πᾶμε νὰ φᾶμε». Μά, τί εἴχαμε νὰ φᾶμε; Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν ἄκρα πτωχεία ποὺ ἐπικρατοῦσε κυρίως ἐκεῖ στὸν Τίμιο Σταυρό. Πήγαμε νὰ φᾶμε, ὑποτίθεται. Ἅπλωσε κάτω, ἐν τῷ μεταξύ,  κάτω στὴ γῆ θὰ τρώγαμε, δὲν εἶχε τραπέζι. Εἶχε μιὰ μαρμάρινη πέτρα τετράγωνη,  ποὺ ἐκεῖ θὰ τρώγαμε. Ἔβαλε 1-2 κρεμμύδια, κάτι παξιμάδια καὶ κάποιος τοῦ ἄφησε καὶ μιὰ κονσέρβα. Λέει: «Θὰ σοῦ τὴν ἀνοίξω ἐσένα αὐτή, τὴ φύλαγα γιὰ σένα». Ἀλλὰ πῶς θὰ τὴν ἄνοιγε, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐργαλεῖο. Τὴν ἄνοιξε μὲ τὸ σκεπάρνι. Δὲν εἶχε κανένα ἄλλο ἐργαλεῖο, τίποτε· ἀφοῦ δὲν χρησιμοποιοῦσε. Σηκωθήκαμε νὰ κάνομε τὴν προσευχή μας, νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ αὐτὸς στάθηκε ἔτσι ἐκεῖ στὴν ἔρημο, ὅπως ἦταν ἕνας πανέρημος τόπος ἐκεῖ ἡ Καψάλα, ὁ Τίμιος Σταυρός, σήκωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ λέγει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Πραγματικά, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, τόσα χρόνια μετά, οὔτε ἄκουσα ξανὰ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ μὲ τόση δύναμη. Ἐνόμιζα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ εὐλογήσει «τὴ βρῶσι καὶ τὴν πόσι» τὴ δική μας. Ἦταν κάτι τὸ φοβερό!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη του ζωὴ ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ἔζησα μαζί του μέχρι τὸ 1992. Ἐπήγαινα πάρα πολὺ συχνά, ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, λειτούργησα πάρα πολλὲς φορὲς στὸ ἐκκλησάκι του, ἀλλὰ ποτέ μου δὲν τὸν συνήθισα αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσα εἶχα τὴν ἴδιαν ἀγωνία ὅπως τὴν πρώτη φορά. Καὶ μοῦ ἔλυσε αὐτὴ τὴν ἀπορία ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὸ Ἔσσεξ. Ὅταν πήγαμε μὲ τὸν ἀείμνηστο Γέροντά μας, στὴν κουβέντα ἐπάνω ποὺ μᾶς ἔλεγε, λέει τὸ ἑξῆς: «Ἡ συνάντησις μὲ ἕναν πνευματικὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, προφητικὸ γεγονός καὶ οὐδέποτε εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξοικειωθεῖς μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε θὰ εἶναι ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονός». Ὄντως, αὐτὸ συνέβαινε μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο.

Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024


Ὁ μέγας βράχος
Γενικὸν προσκύνημα τῶν κυμάτων, καθολικὴ σύναξις ὅλων τῶν βρυχηθμῶν τῶν ἀνέμων καὶ ὅλων τῶν ἀλαλητῶν τῶν καταιγίδων, ἦτον ὁ ὀρφνὸς καὶ φαλακρός, ὁ ὑψίνωτος τῆς πέτρας πάγος. Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δὲν ὑπῆρχε κῦμα τοῦ θρᾳκικοῦ πελάγους καὶ τῶν κόλπων τῆς Χαλκιδικῆς, δὲν ὑπῆρχε κῦμα ἐξωσμένον ἐκ τῆς Μαύρης Θαλάσσης καὶ τῆς Προποντίδος, διωγμένον ἀπὸ τοὺς κόλπους καὶ διϋλισμένον διὰ τῶν πορθμῶν, ἀποπτυσμένον ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τοῦ πελάγους καὶ ἐξερευγμένον ἀπὸ τὰ ἀβόλιστα βάθη τοῦ πόντου, τὰ κάτωθεν τοῦ πολιοῦ, καταπληκτικοῦ Ἄθωνος, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν ἤρχετο νὰ φιλήσῃ τὰ κράσπεδα τοῦ ἀμαυροῦ τιτανείου βράχου.
Ἀνέτεινεν ἐπάνω τῆς θαλάσσης εἰς ὕψος ἔμπληκτον, πλῆρες ἰλίγγου καὶ σκοτοδίνης, καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων. Καὶ δύο μεγάλοι αἰγιαλοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἁπλώνονται, κάτω, εἰς τὰ θεμέλια δύο φοβερῶν κρημνῶν. Ὁ εἷς σπαρμένος μὲ βράχους κομμένους εἰς σχήματα πρανῆ καὶ κωνοειδῆ, ὡς λείψανα παλαιᾶς γιγαντομαχίας σωζόμενα εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, στρωμένος μὲ χαλίκια λευκά, ἐρυθρά, μαργαρώδη, ἐπίχρυσα, καὶ μὲ ἄμμον φαιάν, στίλβουσαν· καὶ ἡ ἄμμος κυρτοῦται διὰ μιᾶς, καὶ ὁ βυθὸς ἀποτόμως βαθύνεται· ὁ κολυμβητής, ἂν ἤθελε τολμήσει νὰ ἐπιβῇ εἰς τὸ κῦμα, ἕλκεται πρὸς τὴν σύρτιν τὴν βαθεῖαν, τὴν λευκὴν καὶ πρασινίζουσαν καὶ γαλανήν, τὴν οὖσαν λίκνον τοῦ μικροῦ Τρίτωνος καὶ παστάδα τῆς μελαγχολικῆς Σειρῆνος, ὅπου ἀφρὸς καὶ πόντος, ὅπου κῦμα καὶ ἄβυσσος, φαιδρῶς παίζουσι ποικίλην καὶ ἐνίοτε φοβερὰν παιδιάν.
Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, εἰς δέκα πρυμνησίων ἐναέριον ἀπόστασιν μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν* καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον. Κάτω εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ, μίαν σπιθαμὴν πρὸ τῆς ἅλμης τοῦ κύματος, ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς προβλῆτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Τὸ πρωὶ πολλάκις πλησιάζουν ἀπὸ τοῦ πελάγους ψαράδες μὲ τὴν βάρκαν, διὰ νὰ πίουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ βαρέλια. Καὶ τὸ νερὸν ὅλην τὴν ἡμέραν μένει ψυχρὸν καὶ παγωμένον μέσα εἰς τὰ βαρέλια, κατὰ Ἰούλιον μῆνα, ὑπὸ τὰς φλεγούσας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὰς ὁποίας ψήνονται πεταλίδες καὶ πορφύραι καὶ ὀστρείδια ἐπάνω τοῦ μικροῦ φατνώματος τῆς πλώρης τῆς βάρκας.
Πλὴν ἀνίσως, τὴν νύκτα, οἱ ψαράδες, ἀπόκοτοι, τολμήσουν νὰ πλησιάσουν διὰ νὰ ὑδρευθοῦν εἰς τὴν δροσερὰν βρύσιν τὴν μαγικήν, κάτω εἰς τὰ κράσπεδα τῆς ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος χθαμαλῆς πέτρας, τότε βρόντος καὶ πάταγος ριγηλὸς ἀντηχεῖ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ἄνωθεν, καὶ λίθοι καὶ βράχια τρομακτικὰ κυλίονται κατερχόμενα κατὰ τῶν κεφαλῶν τῶν ψαράδων… Τότε μόλις οὗτοι προφθάνουν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν των καὶ νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν… Οἱ λίθοι ἐκεῖνοι θὰ ἦσαν ἱκανοὶ καὶ αὐτομάτως νὰ κυλίωνται ἀπὸ τὸν κρημνὸν ἐκεῖνον… πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἀόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τοὺς ὠθοῦσι προσκολλώμενοι εἰς τὸ ὀλισθηρὸν τῆς ἀκτῆς, ὅπως συνήθως προσκολλῶνται εἰς τὸ ἀσθενὲς μέρος, εἰς ἔρωτας καὶ μίση, ἐξάπτοντες τὸ πάθος εἰς φλεγμονήν, καὶ τρέποντες τὴν ὀργὴν εἰς λύσσαν…
Ἀριστερόθεν τοῦ γιγαντιαίου βράχου τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, πρὸς δυσμάς, ἄλλος αἰγιαλὸς ἀπρόσιτος, ἄνορμος ἁπλώνεται. Δὲν φαίνεται ἐκεῖ στρῶμα κομψῶν χαλικίων καὶ ἄμμου στιλπνῆς οὔτε εἶναι ὁρατὴ τῆς θαλασσίας νύμφης ἡ παστάς, ὁ θάλαμος τῆς Νηρηίδος. Πέλαγος βαθὺ ἕως τὴν ἀντικρινὴν στερεὰν ἁπλοῦται, καὶ μονόχορδος ὑμνῳδὸς δὲν παύει νὰ τὸ ὀργώνῃ ὁ ἄνεμος, ὁ Ἀργέστης. Καὶ κατέμπροσθεν, ὀλίγον βορειοδυτικῶς εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἀπεσπασμένοι, βαπτισμένοι εἰς τὸ κῦμα δύο βράχοι παντέρημοι ἀνακύπτουσι. Κάτω εἰς τοὺς πόδας τούτων, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια καὶ τὰς σπιλάδας τὰς θαλασσογλύπτους, ἐκεῖ βόσκουσι καὶ λοξοπατοῦσι τὰ θαυμασιώτερα πετροκάβουρα καὶ παγούρια τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἐρυθρὰ προέχοντα ὡς κλαδωτὰ αὐγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελῳδικῶς εἰς τὴν ἀνθρακιάν, μεγάλα, εὔχυμα τὴν γεῦσιν. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὑψηλοκρήμνους σκοπέλους, ὅστις θὰ ἐτόλμα ποτὲ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, διὰ νὰ συλλέξῃ ἂν δύναται ἐξαίσια λάχανα καὶ θαυμασίας ἀγριοκράμβας, ὀφείλει νὰ ζωσθῇ καλῶς μὲ χονδρὸν σχοινίον περὶ τὴν μέσην, νὰ προσδέσῃ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸν χονδρὸν κορμὸν τοῦ γηραιοῦ θαλασσίου θάμνου, τοῦ προσφυομένου ἐπὶ τῆς ὀφρύος τοῦ βράχου, εἶτα ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸ μέτωπον τοῦ κρημνοῦ ἀργὰ καὶ μὲ ἄκραν προφύλαξιν, καὶ πάλιν βέβαιος δὲν θὰ εἶναι ἂν θὰ εὐτυχήσῃ νὰ κατέλθῃ σῷος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου οἱ γλάροι θρηνωδῶς κρώζοντες περιίπτανται περὶ τὰς γωνίας τοῦ βράχου καὶ τὰς ἐξοχάς, περὶ τὸ μέρος ὅπου κρύπτεται ἡ φωλεά των, εἰς τὴν θέαν τοῦ ξένου ἐπιδρομέως.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

 


Ἔλα, Ὕπνε, καὶ πάρε το

Χήνα μου, ἂπλωσ’ τὰ φτερά, νὰ πλύνω τοῦ παιδιοῦ μου,
ἀϊτέ μου, τὰ φτερούγια σου, ν’ ἁπλώσω τ’ ἀγοριοῦ μου,
καὶ σύ, ἀηδόνι μου χρυσό, ‘ς τὴν κούνια νὰ καθήσης,
μὲ τὴ γλυκειά σου τὴ φωνὴ νὰ μοῦ τὸ νανουρίσης,
καὶ σὰν τὸ ἰδῆς νὰ κοιμηθῆ, τὰ μάτια του νὰ κλείση,
τρέξε τὸν Ὕπνο φώναξε νὰ μοῦ τὸ σεργιανίση.
Ἔλα, Ὕπνε, καὶ πάρε το, πᾶν το ‘ς τὰ περιβόλια,
καὶ γέμισε τοὺς κόρφους του τριαντάφυλλα καὶ ρόδα,
τὰ ρόδα θὰ εἶν’ τῆς μάννας του καὶ τἄνθη τοῦ κυροῦ του
καὶ τὰ χρυσὰ τραντάφυλλα θανὰ εἶναι τοῦ νονοῦ του.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Στὴ γυναῖκα μου
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα
κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά,
μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα,
μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ,
ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά
κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη
κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά,
πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει
ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά.

Γεώργιος Σουρῆς

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

 


Ἀποχαιρετισμός

Στὸ ἄμεσο μέλλον, ἢ καὶ γιὰ πολὺ μετά, ἡ συνέχιση τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας θὰ πρέπει ἴσως νὰ ἐξασφαλίζεται ἀπὸ ἕνα πολὺ μικρὸ ἀριθμὸ ἀνθρώπων -καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ εἶναι ἀπαραιτήτως οἱ καλύτερα ἐφοδιασμένοι μὲ προσόντα κοσμικά. Αὐτὸ ποὺ θὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν κριτικὴ σκέψη καὶ θὰ ἐνθαρρύνει τοὺς προικισμένους μὲ πηγαῖο ταλέντο συγγραφεῖς, δὲν θὰ εἶναι τὰ μεγάλα ὄργανα τῆς κοινῆς γνώμης ἢ τὰ περιοδικὰ μὲ παράδοση. Θὰ εἶναι ὁ μικρὸς καὶ ἀφανὴς τύπος, τὰ φύλλα καὶ περιοδικὰ ποὺ διαβάζονται σχεδὸν μόνο ἀπὸ τοὺς συνεργάτες τους.

Στὴν παροῦσα κατάσταση τῆς δημοσίας ζωῆς, δὲν νιώθω πιὰ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ γίνει ἕνα λογοτεχνικὸ περιοδικὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Δὲν σημαίνει μ’ αὐτὸ πὼς θεωρῶ τὴ λογοτεχνία σήμερα, ἢ σ’ ὁποιοδήποτε καιρὸ μία ὑπόθεση ἀδιάφορη. Ἀντίθετα νιώθω πὼς εἶναι οὐσιαστικό οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἀσχολοῦνται μ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ κομμάτι τῆς «λογοτεχνίας», τὸ πραγματικὰ δημιουργικὸ -καὶ σπάνια ἄμεσα δημοφιλὲς- νὰ στρωθοῦν ἐπίμονα στὴ δουλειά τους, χωρὶς νὰ χαμηλώσουν ἢ νὰ θυσιάσουν μὲ ὁποιαδήποτε πρόφαση τὸ ὑψηλὸ καλλιτεχνικό τους κριτήριο.

Τόμας Ἔλιοτ

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024


Τ' ἀστεράκι
Ἐντρυφῶ νὰ κοιτάζω ἀντικρύ μου τὸ μικρὸν μέλαθρον ―ὁποὺ αἱ δοκοὶ τῆς στέγης του, γυμναὶ φατνώματος, φαίνονται ὅλαι καπνισμέναι καὶ μελανωμέναι ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς μικρᾶς ἑστίας εἰς τὴν γωνίαν, τῆς καιούσης τὸν χειμῶνα― ταπεινὸν ἀνώγειον, μὲ τὸν ἐξώστην τὸν σκεπαστόν, καὶ μὲ τὴν πετρίνην σκάλαν ἀπ᾿ ἔξω, ὅπου ὁ μαστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικὰ πᾶσαν Κυριακὴν τὸ βράδυ, ὅταν ἐπιστρέφῃ ἀργὰ εἰς τὴν κατοικίαν. Καθημερινὴ μέθη δι᾿ ἐμὲ εἶναι νὰ κάθωμαι τὸ δειλινόν, ἐπὶ ὥρας, ἕως τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν πρώτην ἀμφιλύκην, ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, εἰς τὴν σκιὰν καὶ τὴν δρόσον τῶν δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεῶν, ὁπόθεν βλέπω ὅλους τοὺς διαβάτας χωρὶς νὰ κοιτάζω κανένα, ἢ νὰ προμνηστεύω τὴν καλησπέραν κανενός, καὶ θεωρῶ μόνον τὸ μικρὸν ἀνώγειον καλύβι, ὅπου βλέπω ὡς δύο σμαραγδίνας φλόγας νὰ λάμπουν, καὶ δύο σειρὰς μαργαριτῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ δύο χρυσαυγεῖς πλοκάμους νὰ κυμαίνωνται, ὡς μετάφρενα περιστερᾶς, κατὰ τὸν Ψαλμῳδόν…

Ἔβλεπα τέως ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὀνειρώδεις θησαυροὺς εἰς τὸν πενιχρὸν ἐξώστην, καὶ εἰς τὸ χάσμα τῶν σαθρῶν παραθυροφύλλων, καὶ στὴν πόρταν τοῦ κατωγιοῦ, ἐξαρθρωμένην, καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ διπλανόν, τὸ χωρίζον τὴν οἰκίαν ἀπὸ τῆς τοῦ Δήμου Μποροδήμου, ἴσης καὶ ὁμοίας κατὰ τὴν ὄψιν. Ἔμβαινεν, ἔβγαινεν, ἀνέβαινε, κατέβαινεν, ἡ μικρὴ Πούλια μὲ τοὺς πλοκάμους τοῦ ἀπέφθου χρυσοῦ· εἰσέδυεν εἰς τὸ κατώγι, διὰ νὰ ταΐσει τὰς ὄρνιθας, εἰσεχώρει εἰς τὸ στενόν, ὅπου εἶχεν ἀναμμένην φωτιάν, πρὸς τὴν δείλην θερινῆς ἡμέρας, διὰ νὰ μαγειρεύσῃ τὸ λιτὸν δεῖπνον διὰ τὸν πατέρα της, ὅστις θὰ ἤρχετο κατακουρασμένος τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ μεροκάματον. Ἐμάλωνε τὴν μικρὰν ἀδελφήν της, παιδίσκην ὁμοίαν μὲ σεισουρίδα, τὴν Γαρουφαλιώ, ἥτις ἔτρεχε κ᾿ ἔκαμνε χιλίας τρέλας εἰς τὸ πρόθυρον κ᾿ εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, φοροῦσα κοκκίνην φανέλαν ἀμερικάνικην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε στείλει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν ὁ μονάκριβος ἀδελφός των, καὶ ἦτον ὅλη μορφασμὸς καὶ μειδίαμα. Τὰ δύο χείλη της δὲν ἔσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκῶς ἐγέλα. Τρία ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀδέρφια, ὁ Στράτος εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἰκοσαέτης ἤδη, εἶχε παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ ἀκράτητον ρεῦμα τῆς μεταναστεύσεως, καὶ ἡ Πούλια, δεκαὲξ ἐτῶν, ἐφύλαγε τὸ νοικοκυριὸ στὸ σπίτι, καὶ ἡ Γαρουφαλιὰ δέκα ἐτῶν ἔκαμνε τρέλας καὶ ἀταξίας εἰς τὴν γειτονιάν. Ὁ μαστρο-Κυριάκος εἶχε χηρεύσει πρὸ ὀκταετίας ἤδη, καὶ κατώρθωσε νὰ μὴ ξαναϋπανδρευθῇ ― ἴσως διότι δὲν τὸν ἤθελαν.
Εἶχεν ἐμβῆ τὸ φθινόπωρον, ἦτο ἰσημερία ἤδη, κ᾿ ἐγὼ ἐνύχτωνα ἀκόμη νὰ κάθωμαι κάθε βράδυ ὑποκάτω εἰς τὴν μορέαν. Ἡ Πούλια κάθε δειλινὸν ἐμαγείρευε τὸ φαγὶ ἐντὸς τοῦ στενοῦ, ὑπὸ τὰ σμίγοντα γεῖσα τῶν δύο γειτονικῶν πενιχρῶν οἰκίσκων. Ἔσκυφτεν εἰς τὸ πῦρ, ἐφύσα μὲ τὸ στόμα της, ἐκοκκίνιζον ὡς ὑπὸ πυρετοῦ τὰ μάγουλά της, κ᾿ οἱ δύο πλόκαμοί της οἱ χρυσοῖ ἐκρέμαντο κυμαινόμενοι εἰς τὰ νῶτά της, ἕως τὴν ὀσφύν της τὴν λιγνήν. Ὅταν εἶχα ἀναχωρήσει πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ἀπὸ τὸν τόπον ― τότε ἦτο μικρὴ ἀκόμη, κ᾿ ἐφόρει ὡσὰν φοῦστες, ἤτοι ξενικὰ φορέματα. Τότε ἦτο μία ἐντρύφησις, ἀδάπανος καὶ ἀτίμητος, νὰ τὴν συναντᾷ τις καὶ εἰς τὸν δρόμον, καὶ εἰς τὴν βρύσιν, καὶ παντοῦ, καὶ ὁ ἄπεφθος χρυσὸς ἦτον ἀκάλυπτος εἰς τὴν κοινὴν θέαν, καὶ αὐτὴ δὲν ὑπώπτευε τὴν ἀξίαν του, καὶ δὲν τὸν ἔκρυπτε. Τώρα ποὺ εἶχε μεγαλώσει, ἢ αὐτὴ τὸ ἠθέλησεν, ἢ μία θεία της, ἡ Κρυσταλλιώ, τὴν εἶχε συμβουλεύσει, κ᾿ ἐφόρεσεν ἡ κόρη ἐντόπια. Ἡ θεία της αὐτή, ἀδελφὴ τοῦ πατρός της, χήρα καὶ ἄκληρη τώρα, εἶχε πηδήσει, ὡς ἔλεγαν, πολλὰ εἰς τὰ νιᾶτά της, καὶ διὰ τοῦτο ἦτο πολὺ αὐστηρὰ ὡς πρὸς τὴν ἀνεψιάν της. Ὅθεν οἱ πλόκαμοι τοῦ χρυσοῦ δὲν ἐφαίνοντο τώρα ὅσον τὸ πάλαι, μισοκρυμμένοι ὑπὸ τὴν μανδήλαν.
Μίαν ἑσπέραν, παρ᾿ ἐλπίδα, δὲν ἐφάνη ἡ ξανθὴ Πούλια. Ἐκάθισα ὥρας ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς μορέας· τίποτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἦτον ἀνοικτή, ὁμοίως καὶ τὸ παράθυρον. Ἡ φωτιὰ δὲν ἐκάπνιζεν ―ἴσως ἦτο σβεστή― κάτω εἰς τὸ στενόν. Ἴσως ἡ κόρη ἔπλεκεν ἢ ἐμβάλωνε, καθημένη κάτω εἰς τὸ πάτωμα ― ἐπειδὴ ἦτον τελεία οἰκοκυρά, ὁδηγουμένη καὶ ἀπὸ τὴν θείαν της, τὴν Κρυστάλλω. Ἐκρύβη ὁ ἥλιος εἰς τὴν Πευκόρραχην ἀντικρύ, στὸ βουνόν, ἐμούχρωσεν, ἐσουρούπωσεν, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Τότε, διὰ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου εἶδα ἓν ἄστρον νὰ λάμπῃ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς μικρᾶς οἰκίας. Ἦτο ἄστρον πραγματικόν, δὲν διέφερεν ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἄστρα, τὰ ὁποῖα ἀρτίως εἶχον ἀρχίσει νὰ διασπείρωνται ἀνὰ τὸ στερέωμα. Ἔλαμπεν ὑψηλὰ πρὸς τὴν ὀροφήν, ὑπὸ τὰς καπνισμένας δοκοὺς τοῦ μελάθρου. Τί ἦτον; Ἴσως τὸ κανδήλι τὸ καῖον ἐμπρὸς εἰς τὰ Εἰκονίσματα τῆς οἰκίας. Ἀλλὰ δὲν ἦτο κανδήλι, διότι τὸ ἄστρον ἐφαίνετο πολὺ ὑψηλὰ εἰς τὸν ὄροφον, κ᾿ ἐκτὸς τούτου ἦτο πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἐνῷ τὰ Εἰκονοστάσια, ὡς γνωστόν, τίθενται πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, ἢ μικρὸν παρεκκλίνουν εἴτε πρὸς βορρᾶν εἴτε πρὸς νότον, πάσης Ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου οἰκίας. Ἔπειτα, διὰ νὰ εἶναι κανδήλι κάποιος θὰ τὸ εἶχεν ἀνάψει πρὸ μικροῦ, καὶ βεβαίως θὰ ἔβλεπα εἰς τὴν σκιὰν τὸ εὔκαμπτον, ὡς βλαστὸν μυρσίνης, ἀνάστημα τῆς Πούλιας, ἴσως θὰ ἤκουα καὶ τὸν λυγμὸν τῆς τροχαλίας, τὸν μικρὸν λεῖον κρότον τὸν ὁποῖον κάμνει προστριβόμενον τὸ σχοινίον, δι᾿ οὗ ἀναβιβάζεται τὸ κανδήλι πρὸς τὰς ἱερὰς Εἰκόνας. Θὰ ὑπέθετε πᾶς πραγματιστὴς καὶ θετικὸς ἄνθρωπος ὅτι διά τινος ὀπῆς εἰς τὴν στέγην τοῦ μικροῦ μελάθρου ἔφεγγε μικρά τις γωνία οὐρανοῦ, τὴν ὥραν τῆς δύσεως πρὸ τῆς ἀμφιλύκης, κ᾿ ἐσχηματίζετο τὸ ἀστεράκι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρεμάμενον εἰς τὸν ὄροφον τῆς οἰκίας. Διότι ὁ μαστρο-Κυριάκος ἔφτιανε ἢ ἐξανάσυρνε τὰ σπίτια τῶν ἄλλων, καὶ ἴσως δὲν ηὐκαίρει νὰ ἐπισκευάσῃ τὸ ἰδικόν του. Πλὴν δὲν μοῦ ἤρεσκεν ἐμὲ νὰ ἐκφράσω τοιαύτην ὑποψίαν, ἢ νὰ διατυπώσω τοιοῦτον συμπέρασμα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης