Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024


Ἡ ἀνεμώνη
Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,

Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!

Βιζυηνός Γεώργιος

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024



Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργὶ
«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024


Ἕνας Ἐπίσκοπος
Τελειώνοντας ἡ συνεδρίαση τῆς Σερβικῆς Συνόδου στό Βελιγράδι, ὁ Πατριάρχης Παῦλος ξεκίνησε, κατά τή συνήθειά του, νά πάει στόν ἑσπερινό στόν Καθεδρικό Ναό. Βγαίνοντας, εἶδε στό πάρκινγκ ἕνα πλῆθος ἀπό πολυτελῆ μαῦρα αὐτοκίνητα καί ρώτησε:
-Σέ ποιόν ἀνήκουν αὐτά τά αὐτοκίνητα;
-Εἶναι τῶν ἐπισκόπων πού ἦρθαν γιά τή Σύνοδο Μακαριώτατε, τοῦ ἀπάντησε ἕνας ἱερέας πού τόν συνόδευε.
-Ὤ, ὁ Θεός νά τούς φυλάει. Μέ τί θά κυκλοφοροῦσαν ἄραγε ἐάν δέν εἶχαν δώσει τή μοναχική ὑπόσχεση τῆς ἀκτημοσύνης;
Ὁ διάκονος πού συνόδευε τόν Πατριάρχη στίς ἐξόδους του στό Βελιγράδι διηγεῖται γιά τό μάθημα πού πῆρε ἀπό αὐτόν μιά φορά πού πήγαιναν στήν ἐκκλησία Μπάνοβο Μπρντό.
-Μέ τί θά πᾶμε, μέ τό αὐτοκίνητο; ρώτησε ὁ διάκονος.
-Ὄχι, μέ τό λεωφορεῖο! ἀπάντησε κατηγορηματικά ὁ Πατριάρχης.
-Μά τό λεωφορεῖο εἶναι πάντα γεμάτο καί ἡ ζέστη εἶναι ἀποπνιχτική. Καί δέν εἶναι καί κοντά.
-Ἔτσι θά πᾶμε, τοῦ λέει κοφτά ὁ Πατριάρχης.
-Μακαριώτατε, προσπαθοῦσε νά τόν πείσει ὁ διάκονος, εἶναι καλοκαίρι, ὁ κόσμος πηγαίνει γιά μπάνιο στό νησάκι Τσιγκάλια καί οἱ πιό πολλοί εἶναι ἡμίγυμνοι, δέν εἶναι σωστό…
-Πάτερ, τοῦ λέει ἥσυχα ὁ Πατριάρχης, ὁ καθένας βλέπει ὅ,τι θέλει!
Ὁ Πατριάρχης ἀρνοῦνταν πολλές φορές νά πάρει καί τόν μισθό του καί ἀρκοῦνταν στή σύνταξη πού εἶχε ὡς πρώην ἐπίσκοπος Ράσκα καί Πρίζρεν. Τά ροῦχα του καί τά παπούτσια του τά διόρθωνε μόνος. Τοῦ ἔμεναν καί χρήματα ἀπό τή μικρή του σύνταξη τά ὁποῖα ἔδινε στούς φτωχούς καί σέ ἄλλες ἀγαθοεργίες.
Διηγοῦνται κάποιοι ὅτι ὅταν οἱ Ἱεράρχες ζήτησαν τό 1962 αὔξηση μισθῶν ὁ Παῦλος - ἐπίσκοπος τότε – εἶπε ἔκπληκτος:  «Γιατί νά γίνει αὔξηση ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά ξοδέψουμε οὔτε αὐτά πού ἔχουμε;»
Οἱ κάτοικοι τοῦ Βελιγραδίου συναντοῦσαν συχνά τόν Πατριάρχη Παῦλο στόν δρόμο, στό τράμ ἤ στό λεωφορεῖο. Μιά φορά, ἐνῶ περπατοῦσε ἐπί τῆς Λεωφόρου Πέτρου τοῦ Α΄, κατευθυνόμενος πρός τό Πατριαρχεῖο, σταμάτησε δίπλα του μιά Μερσεντές, τελευταῖο μοντέλο. Στό τιμόνι ἦταν ὁ ἱερέας μιᾶς πλούσιας βελιγραδινῆς ἐνορίας.
-Μακαριώτατε, παρακαλῶ ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς πάω ὅπου ἐπιθυμεῖτε, τοῦ λέει περιποιητικά.
Ὁ Πατριάρχης, μόλις ἀνέβηκε, ρώτησε:
-Πάτερ, τίνος εἶναι αὐτό τό πολυτελές αὐτοκίνητο;
-Δικό μου, Μακαριώτατε!
-Σταμάτα ἀμέσως! τόν διέταξε ὁ Πατριάρχης.
Κατέβηκε, ἔκανε ταπεινά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τόν εὐλόγησε καί τοῦ εἶπε:
-Ὁ Θεός νά σέ προστατεύει!
Ἀπό ἄρθρο τοῦ Jovan Janjic στήν ἐφημερίδα Nasa Rec (13.2.2004)

Ὁ Πατριάρχης Σερβίας Παῦλος ἐκοιμήθη στίς 15 Νοεμβρίου 2009 στό Βελιγράδι, μετά ἀπό μακρά ἀσθένεια, σέ ἡλικία 95 ἐτῶν. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου, Μητροπολίτης Βελιγραδίου καί Κάρλοβτσι καί Πατριάρχης Σερβίας τήν 1η Δεκεμβρίου 1990 μέ τόν Ἀποστολικό τρόπο, δηλαδή μέ κλήρωση ἀπό ἐκλεγέν τριπρόσωπο, παρότι ἦταν ὁ μοναδικός ἀπό τούς Μητροπολίτες πού δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἐκλεγεῖ Πατριάρχης.
Ὅταν τοῦ ἀνακοινώθηκε ὅτι ἐξελέγη Πατριάρχης, στενοχωρήθηκε πολύ. Προσευχήθηκε πολύ καί δέχθηκε μέ ταπείνωση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, βάζοντας ὅμως ἕνα τάμα γιά τόν ἑαυτό του στήν προσευχή αὐτή: «Θεέ μου, Σύ γνωρίζεις ὅτι δέν ἔχω τίς δυνάμεις καί τήν ἱκανότητα νά ἀνταπεξέλθω σέ αὐτό τό ὑψηλό λειτούργημα, νά γίνω Πατριάρχης, ποτέ μου δέν τό ἐπεθύμησα οὔτε κάν τό σκέφτηκα. Βάζω ὅμως ἕνα τάμα ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς μέχρι νά πεθάνω, νά Σοῦ λειτουργῶ καθημερινά, καί Ἐσύ, ὅπως γνωρίζεις, νά ἀναπληρώνεις τίς ἐλλείψεις μου καί τίς ἀτέλειές μου». Καί ὄντως ὁ μακάριος αὐτός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦσε καθημερινά, ὅπου καί ἄν βρισκόταν. Ἀκόμη καί ὅταν ἦταν ἐκτός Σερβίας, σέ ἀποστολές, λειτουργοῦσε στό δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου. Τό σπάνιο αὐτό λειτουργικό του φρόνημα καί ἡ ἐσωτερική του ζωή τόν ἀνέδειξαν σέ ἀληθινό ἐκκλησιαστικό ἡγέτη, γι’ αὐτό τόν ἀγαποῦσε πολύ ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ ἀποφάσεις του σέ κρίσιμα θέματα ἦταν πάντοτε σοφές καί μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἐξελέγη 44ος Πατριάρχης Σερβίας εἶχε τονίσει στήν Ἱ. Σύνοδο: «Δέν ἔχω κανένα δικό μου πρόγραμμα γιά τό πατριαρχικό ἔργο. Τό πρόγραμμά μου εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἡ καλή αὐτή ἀγγελία περί τοῦ Θεοῦ». Πάντοτε τόνιζε: «Νά μείνουμε ἄνθρωποι γιά νά μήν ντρεπόμαστε ἐνώπιον τῶν προγόνων μας καί νά μήν ντρέπονται γιά ἐμᾶς οἱ ἀπόγονοί μας».


Τετράδιο 119 * Νοέμβριος 2009

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024


Χελιδὼν καὶ κόραξ
Χελιδὼν καὶ κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο καί φησιν ὁ κόραξ τῇ χελιδόνι:
«Τὸ σὸν κάλλος ἐν μόνῳ τῷ ἔαρι καταφαίνεται, ἐν δὲ τῷ τοῦ χειμῶνος καιρῷ οὐ δύναται πρὸς τὸ ψύχος ἀντισχεῖν. Τὸ δὲ ἐμὸν σῶμα καὶ τῷ κρύει τοῦ χειμῶνος καὶ τῷ καύσωνι τοῦ θέρους γενναίως ἀνθίσταται».
Οὗτος δηλοῖ ὅτι ὑγεῖα καὶ ἰσχὺς σώματος κρείττων κάλλους καὶ ὡραιότητος πέφυκε

Τὸ χελιδόνι καὶ ὁ κόρακας λογομαχοῦσαν γιὰ τὰ κάλλη τους.
Λέει λοιπὸν ὁ κόρακας στὸ χελιδόνι:
«Ἡ ὀμορφιά σου κρατάει ὅσο κι ἡ Ἄνοιξη. Τὴν παγωνιὰ δὲν τὴν ἀντέχει. Ὅμως τὸ δικό μου σῶμα καὶ τὸ κρύο τοῦ Χειμώνα ὑποφέρει καὶ τη ζέστη τοῦ Καλοκαιριοῦ».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀντοχή, ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τὰ κάλλη ὅλου τοῦ κόσμου.
Αἰσώπου Μῦθοι

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024


Οἱ προοδευτικοὶ
Γιὰ νὰ εὐαρεστήσεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὸν Θεό, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνεις κάτι τὸ πολὺ μεγάλο, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶς στὸ ἐξωτερικό, ὅπως κάνουν οἱ νεωτεριστὲς καὶ τάχα προοδευτικοί. Φτάνει νὰ κοιτᾶς γύρω σου κάθε μέρα καὶ ὥρα. Διακρίνεις σὲ κάτι τὴ σφραγίδα τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς; Κάνε το δίχως χρονοτριβὴ ἢ δισταγμό, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ὥρα ζητάει ἀπὸ σένα αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τίποτ’ ἄλλο. Προσπάθησε νὰ στερεώσεις μέσα σου ἕναν τέτοιο τρόπο σκέψεως. Ὅταν τὸ κατορθώσεις, ἀπέραντη γαλήνη θὰ πλημμυρίσει τὴν καρδιά σου, εἰρήνη ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ὅτι κάθε στιγμὴ δουλεύεις γιὰ τὸν Κύριο. Ἀκόμα κι ὅταν σοῦ λένε νὰ μπαλώσεις τὶς κάλτσες τοῦ μικροῦ σου ἀδελφοῦ, καὶ τὸ κάνεις πρόθυμα γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς πρόσταξε ν’ ἀκοῦμε καὶ νὰ βοηθᾶμε τὸν πλησίον, ἐκτελεῖς ἕνα ἔργο θεάρεστο. Ἔτσι, μὲ κάθε βῆμα, μὲ κάθε λέξη, μὲ κάθε κίνηση, ἀκόμα καὶ μὲ κάθε ματιὰ μποροῦμε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, νὰ βαδίζουμε στὸ δρόμο τοῦ θελήματός Του, καὶ ἑπομένως νὰ κατευθυνόμαστε πρὸς τὸν τελικὸ σκοπό μας.
Οἱ νεωτεριστές, οἱ τάχα προοδευτικοί, ἔχουν στὸ νοῦ τους σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στοιβαγμένους μαζί. Εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι ἡ «ἀνθρωπότητα» ἢ ὁ «λαὸς» δὲν ὑπάρχει ὡς πρόσωπο, ἕνα πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσες κάτι νὰ κάνεις τώρα ἀκριβῶς. Ἡ ἀνθρωπότητά μας συγκροτεῖται ἀπὸ ξεχωριστὰ πρόσωπα. Κάνοντας κάτι γιὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ κάνουμε μέσα στὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὁ καθένας μας ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του, ἀντὶ νὰ ρίχνει μάταια τὸ βλέμμα του τόσο μακριά, στὸ ἀπρόσωπο σύνολο τῶν ἀνθρώπων, τότε ὅλοι μας θὰ κάναμε κάθε στιγμὴ ὅ,τι χρειάζεται γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, κι ἔτσι θὰ ἑδραιώναμε τὴν εὐημερία τοῦ συνόλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πλούσιους καὶ φτωχούς, ἀπὸ ἀδύνατους καὶ ἰσχυρούς. Ὅσοι ὁραματίζονται τὴν εὐημερία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας συνολικά, ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι μπροστὰ στὰ ματιά τους. Ἔτσι, ὅμως, δὲν ἐκπληρώνουν τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς, γιατί οὔτε τὴ δυνατότητα ἔχουν νὰ ἐπιτελέσουν ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ὅπως εἶναι ἡ πανανθρώπινη εὐημερία, οὔτε πάλι ἀξιοποιοῦν τὶς εὐκαιρίες, ποὺ τοὺς δίνονται, γιὰ τὴν ἐκτέλεση μικρῶν καλῶν ἔργων.
Μοῦ μίλησαν γιὰ μία τέτοια περίπτωση στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Σὲ μία συγκέντρωση νέων, ὑπέρμαχων τῆς «πανανθρώπινης εὐημερίας» –αὐτὸ ἦταν τὸ κεντρικὸ σύνθημα τοῦ «προοδευτικοῦ» παραληρήματός τους–, κάποιος… τζέντλεμαν ἔβγαλε ἕναν παθιασμένο λόγο γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸ λαό. Τοὺς συνεπῆρε ὅλους. Ὅταν, ὅμως, γύρισε στὸ σπίτι του, ὁ ὑπηρέτης του, ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν ἐπιστροφή του, δὲν τοῦ ἄνοιξε ἀμέσως τὴν πόρτα καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀμέσως κερί. Ἐπιπλέον, ἐπειδὴ τὸ μπουρὶ τῆς σόμπας του εἶχε βουλώσει, τὸ δωμάτιό του ἦταν λίγο κρύο. Ἔ, ὁ «ἀνθρωπιστής» μας δὲν μπόρεσε νὰ τ’ ἀνεχθεῖ ὅλα αὐτά, κι ἔλουσε τὸν ὑπηρέτη του μ’ ἕνα χείμαρρο ἀπὸ βρισιές. Ὅταν ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ δικαιολογηθεῖ, τοῦ κατάφερε κι ἕνα γερὸ χτύπημα στὸ στῆθος. Νά, λοιπόν, ὁ φίλος μας μὲ τὰ λεπτὰ αἰσθήματα, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος διαλαλοῦσε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι, δὲν μποροῦσε νὰ φερθεῖ φιλάνθρωπα σ’ ἕναν μόνο ἄνθρωπο. Τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ “προοδευτικοῦ” παραληρήματος ἦταν ἡ διαγωγὴ ποὺ ἔδειχναν μερικὲς δραστήριες κοπέλες. Αὐτὲς δούλευαν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζῆλο σὲ βιβλιοδετεῖα, δένοντας βιβλία «προοδευτικοῦ» περιεχομένου, συχνὰ ὅμως ἄφηναν τὶς μανάδες τους χωρὶς ἕνα κομμάτι ψωμί. Καὶ ὅμως, πίστευαν ὅτι «τραβοῦσαν μπροστὰ» καὶ θεμελίωναν τὴν εὐτυχία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024


Παράπονα Φαντάρου
Μὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,
κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός.
Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα,
κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα.
Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό,
περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό.
Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει,
θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει.
Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς,
καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις.
Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς,
καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς;
Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ,
τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ.
Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια,
καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια.
Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη,
χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι!
Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα,
ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα!
Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια,
κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια.
Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε,
κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται.
Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω,
καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω.
Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή,
πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή!
Γεώργιος Σουρῆς

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024



Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ, ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ καταξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποῦ ἔφκειασα αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔλπιζαν ὅτι μὸ ῾δωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κ᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησίν τους· τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κ᾿ ἕνα μήνα ὁποῦ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι· ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές.
Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένῃ καὶ ῾σ ἐμᾶς!
Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω· «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποῦ μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κ᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κ᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποῦ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ, ὁποῦ εἶναι ὡς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς, καὶ μεράστε τους τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὸ ῾βαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας· «Αὐτὸς ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τοὺς ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασιν» – κι᾿ ἂν μοῦ ῾ρθε παρόμοια ἰδέα, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε.
Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ᾿ ἀνακρένουν πῶς τὸ ῾καμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲ διάταξε. Τοὺς λέγω κ᾿ ἐγὼ· «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε, ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἦταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὸ ῾καμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλύτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτεῖνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποῦ δυστυχοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!»
Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πῶς σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μᾶς ὠφέλησαν καὶ πόσο μας ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κ᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁποῦ εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν».
Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κ᾿ ἔγινε μία ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα· εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παππάδες. Κ᾿ ἔτζι ἔγινε.
Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποῦ δὲν ματάειχε πάγη. Καὶ μὲ γλύτωσε ὁ Βασιλέας ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ᾿ ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό.
Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ ῾κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους – κ᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτεινῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετή τους ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε – κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήσῃ νὰ τὸν χάσουμεν κ᾿ ἐκεῖνον.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

 


Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοὶ

Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό.

Ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν χώρα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός.

Οἱ ἀδιάφοροι περνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποῡ κρατᾶμε, ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. 

Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος…

Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὰ ἀγοράσῃ.

Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα.

Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βάσταξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους.

Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος.

Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ ἀποκτηνωμένοι.

Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή. Οἱ ἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας.

Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶ ὁ μάγκας.

Φώτης Κόντογλου

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα
Σὰν ἐβράδιαζε καὶ πρὶν νυχτώσει καὶ πρὶν γυρίσει ὁ πατέρας μaς ἀπ’ τὴ δουλειά του τὴν ἀπογευματινὴ κι ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ συναντιόταν μὲ τοὺς φίλους του, ἔμπαινε ἡ μάνα στὸ δωμάτιο μὲ τὰ εἰκονίσματα. Κατέβαζε τὸ καντήλι ποὺ κόντευε νὰ σβήσει, ἀφοῦ καιγόταν ἀπὸ τὸ πρωί, καὶ τὸ ’φερνε στὴν κουζίνα καὶ τὸ ’βαζε ἀπάνω στὴ γωνιά. Ἄναβε τότε ἀπ’ τὴ φλόγα ποὺ τρεμόσβηνε τὴν πασχαλιάτικη λαμπάδα ποὺ φυλάγαμε ἀπ’ τὴ Λαμπρὴ καὶ μοῦ τὴν ἔδινε νὰ τὴν κρατάω. Ἔπιανε ὕστερα τὴ φλόγα μὲ τὰ δυό της ἀκροδάχτυλα νὰ σβήσει… καὶ τὸ δικό μου τὸ παιδιάτικο μυαλὸ ἔμενε πάντα μὲ τὴν ἀπορία, πῶς δὲν καιγόνταν τ’ ἀκροδάχτυλα τῆς μάνας μου, πρωὶ καὶ βράδυ τόσα χρόνια ν’ ἀκουμποῦνε τὴ φωτιὰ καὶ νὰ τὴ σβήνουν.
Ἐκείνη ὡστόσο συμπλήρωνε ἀπ’ τὸ ροΐ τὸ λάδι τὸ ἀναγκαῖο στὸ καντήλι καὶ τραβώντας λίγο τὸ βαμβακένιο φυτίλι στὴν καντηλήθρα, τὸ ἔστριβε ἀπαλὰ καί … «ἔλα» μοῦ ἔλεγε κι ἐγὼ τὸ ἄναβα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πασχαλιάτικης λαμπάδας ποὺ κρατοῦσα.
Τὴν ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω ἔπειτα τὴ μάνα μου, καθὼς ἐγύριζε στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα, καὶ τὸ καντήλι, ἀφοῦ τὸ σκέπαζε μὲ τὸ γυαλί του, τὸ ἀπίθωνε σεβαστικὰ στὴν τακτική του θέση, σὲ μία παλιὰ μικρὴ ἐταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στὸν τοῖχο, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα καὶ στολισμένη μὲ πετσετάκι κάτασπρο ἀπ’ τὰ δικά της χέρια κεντημένο.
Ποτὲ ὡς τώρα δὲ λησμόνησα τὴ μάνα μου, μέσ’ στὴν κατάνυξη ποὺ γέμιζε τὴν κάμαρα τὸ φῶς τὸ ἱλαρὸ τοῦ καντηλιοῦ, πῶς ἔγερνε στὰ γόνατα κι ἄρχιζε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται. Γονατιστὴ κι ἐγὼ στὸ πλάι της, πολεμοῦσα νὰ διακρίνω τὰ λόγια ποὺ σχημάτιζαν τὰ χείλη της καὶ δὲν μποροῦσα, μιλοῦσε μόνη πρὸς «μόνῳ Θεῷ». Ὅμως τὸ φεγγοβόλημα τὸ ἀμυδρὸ τοῦ καντηλιοῦ ἔφτανε γιὰ νὰ ξεχωρίσω δάκρυα νὰ κυλοῦν στῆς μάνας μου τὶς παρειές, ποὺ μὲ τὸ τελευταῖο σταυροκόπημα θυμότανε νὰ τὰ σφογγίσει, βγάζοντας τὸ μαντηλάκι της ἀπὸ τὴν τσέπη τῆς τριμμένης ρόμπας ποὺ φοροῦσε. Καὶ τότε… «ἄναψε τὸ φῶς», ψιθύριζε καὶ παραμένοντας γονατιστὴ κάτω ἀπ’ τὰ εἰκονίσματα, ἄνοιγε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συλλάβιζε ἀργά, μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα ποὺ εἶχε καταφέρει στὰ παλιὰ μονάχη της νὰ μάθει. Κι ἐγώ, λιγότερο ἀπὸ δεκάχρονο κορίτσι, στῆς κάμαρας τὸν τοῖχο ἀκουμπώντας, νὰ περιμένω σιωπηλή… καὶ βυθισμένη στὸ δέος καὶ στὴν ἔκπληξη νὰ βλέπω τώρα καθαρὰ καινούργια δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.
Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα, κι ἤτανε νωρίς, ποὺ ἡ μάνα μου ταξίδεψε στὴ χώρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει βράδυ καὶ νύχτα καὶ οἱ λυτρωμένοι προσεύχονται χωρὶς δάκρυα. Κι ἐγὼ ἄργησα, μὰ τὸ κατάλαβα, πῶς μπόρεσε ἡ μάνα μου, τὰ δύσκολα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς της, μὲ τὶς λιγοστὲς χαρὲς καὶ τὶς ἀμέτρητες πίκρες, ἀγόγγυστα νὰ τὰ περάσει καὶ καρτερικά. Κι ὅταν ἀνάβω τὸ καντήλι καὶ τὸ φέρνω στὰ εἰκονίσματα, στὰ γόνατα τὴν ξαναβλέπω νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται κι ἀργὰ νὰ συλλαβίζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.

Εὐτυχία Γερ. Μάστορα

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024


Θεόφιλος
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄ ῾βαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».
Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνίτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν. Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Γιῶργος Σεφέρης

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024



Ἀπόπειρα ἐθνικῆς αὐτοκτονίας
Ὅτε πρὸ ἡμιολίας ἑκατονταετηρίδος ἤρχισε προαγομένη ἡ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ παίδευσις, οἱ σημαιοφόροι τῆς μεγάλης ταύτης πνευματικῆς ἀναβιώσεως ἐπεδόθησαν φυσικῷ τῷ λόγῳ πρὸ πάντων εἰς τὴν μελέτην τῶν διανοητικῶν καὶ πολιτικῶν μεγαλουργημάτων τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ. Παιδευόμενοι δὲ καὶ ἐν τῇ νεωτέρᾳ τῆς Δύσεως ἐπιστήμη, ἐνισχύοντο μὲν περὶ τὴν πρὸς τοὺς προπάτορας ἐκείνους λατρείαν αὐτῶν, ἐδιδάσκοντο ὅμως δυστυχῶς ἐνταυτῷ νὰ περιφρονῶσι καὶ νὰ μυκτηρίζωσι τοὺς μεσαιωνικοὺς ἡμῶν χρόνους. Ἡ Ἑσπερία εἶχε πρὸ καιροῦ διατεθῇ δυσμενῶς πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικὰ καὶ πολιτικὰ πολλὰς παρήγαγον ἀμοιβαίας αἰτιάσεις μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐπὶ τέλους δὲ ἐπήγαγον καὶ τὰς ὀλεθρίας σταυροφορικὰς καθ᾿ ἡμῶν ἐπιδρομάς. Ὅθεν πᾶσαι σχεδὸν αἱ χρονογραφίαι ἡμῶν ὅσαι ἐγράφησαν ἔκτοτε καὶ μέχρις ἐσχάτων ὑπὸ τῶν Δυτικῶν, ἐγελοιογράφησαν μᾶλλον ἢ ἀπετύπωσαν πιστῶς τοὺς χαρακτῆρας τοῦ μεσαιωνικοῦ ἡμῶν κράτους.
Τοιαῦται ὑπῆρξαν αἱ δύο πηγαὶ ἐξ ὧν ἐποτίσθησαν τὰ νάματα τῆς ἱστορικῆς αὐτῶν παιδεύσεως αἱ λόγιαι ἡμῶν γενεαὶ ἀπὸ τοῦ Κοραῆ καὶ ἐφεξῆς. Τὸ δ᾿ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ὅτι ἐνεφορήθησαν θαυμασμοῦ μὲν ἀνεξελέγκτου πρὸς τοὺς προπάτορας, ἀδιαφορίας δὲ πρὸς τοὺς πατέρας, προαγομένης πολλάκις μέχρις ἀποστροφῆς. Αἱ γενεαὶ ἐκεῖναι δὲν ἐνθυμοῦντο εἰμὴ τὰς ἀρετὰς τῶν ἀρχαίων χρόνων, καὶ δὲν ἐγίνωσκον εἰμὴ τὰς κακίας τῶν μεσαιωνικῶν, λησμονοῦσαι ὅτι πολλὰ ἔσχεν ἁμαρτήματα καὶ ὁ πρῶτος Ἑλληνισμός, μὴ ἠξεύρουσαι δὲ ὁπόσα ἐμεγαλούργησε καὶ ὁ μεσαιωνικός. Οὐδὲ θέλομεν ἐλέγξει ἐπὶ τούτῳ τοὺς πρώτους ἐκείνους τοῦ Γένους διδασκάλους. Τὸ κατεπεῖγον ἧτο τότε νὰ ἐξαρθῇ τὸ φρόνημα τοῦ δεδουλωμένου ἔθνους καὶ νὰ παρατεθῶσιν εἰς μίμησιν ἐξαίρετα ἄθλων καὶ λόγων ὑποδείγματα· τοιαῦτα δὲ δὲν ἀνεύρισκον εἰμὴ ἐν τῇ ἀρχαιότητι, διότι μόνην τὴν ἀρχαιότητα ἐγίνωσκον οἴκοθεν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον· ὅθεν ταύτης ἔγραφον εἰκόνα ἄσπιλον, ἀμόλυντον, ἰδεώδη. Περὶ δὲ τῶν μετέπειτα χρόνων δὲν ἤξευρον εἰμὴ ὅσα ἐδιδάσκοντο παρὰ τῶν Ἑσπερίων· ὅθεν ἢ ἀπεσιῶπον τὰ κατὰ τοὺς χρόνους τούτους ἢ ἐκακολόγουν αὐτούς. Ἡ τοιαύτη τῆς Ἱστορίας ἡμῶν τύχη δὲν ἔπαυσεν οὐδ᾿ ἐπὶ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πανεπιστημίου. Δύο μόναι ὑπῆρχον κατ᾿ ἀρχὰς ἐν αὐτῷ ἱστορικαὶ ἔδραι, ἡ τῆς Γενικῆς Ἱστορίας καὶ ἡ τῶν ἀρχαίων ἐθνῶν· μόλις δὲ μετὰ 14 ἔτη ἤρχισε νὰ διδάσκηται ἀπὸ τῆς καθέδρας ταύτης ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτέρων χρόνων μέχρι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς.
Παράδοξον λοιπὸν δὲν εἶνε ὅτι ἐπὶ ἑκατονταετηρίδα σχεδὸν ὅλην ἀπὸ τῆς πνευματικῆς τοῦ ἔθνους ἀναβιώσεως ἐπεκράτησαν παρ᾿ ἡμῖν περὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ πλεῖσται ἐσφαλμέναι δοξασίαι. Τὸ παράδοξον εἶνε ὅτι, καὶ ἐνῶ πρὶν ἔτι ἀρχίσῃ ἐν Ἑλλάδι ἡ γνησία, ἡ ἐθνικὴ περὶ αὐτοῦ μελέτη, ἡ ἱστορικὴ τῆς Δύσεως δυσμένεια εἶχεν ἀποβῇ ὁπωσοῦν μετριωτέρα· καὶ ἀφοῦ ἡ διὰ τῆς μελέτης ἐκείνης ὁλοσχερῶς ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ἐπεκροτήθη ὑπὸ τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου, ἐν Ἑλλάδι πολλοὶ ἐπιμένουσιν ἔτι εἰς τὴν ἀρχαίαν πλάνην, δὲν ἐγκρίνουσιν ὅσα συνέβησαν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους καὶ φαντασιοκοποῦντες, ἀγωνίζονται νὰ συναρμόσωσι τὸν νέον Ἑλληνισμὸν μετὰ τοῦ ἀρχαίου δι᾿ ἐναερίου τινος καὶ ἀοράτου γεφύρας.
Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024


Γιατί ἀνάβουμε τὸ καντήλι
Πρῶτον: Γιατί ἡ πίστη μας εἶναι φῶς. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Τὸ φῶς τῆς κανδήλας μᾶς θυμίζει τὸ φῶς, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς καταυγάζει τὶς ψυχές μας.
Δεύτερον: Γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει, ὅτι καὶ ἡ ζωὴ μας πρέπει νὰ εἶναι φωτεινὴ σὰν τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ὀνομάζει «τέκνα φωτός».
Τρίτον: Γιὰ νὰ εἶναι ἔλεγχος στὰ σκοτεινά μας ἔργα καὶ στὶς κακές μας ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες. Καὶ ἔτσι νὰ τὰ ἐπαναφέρει ὅλα στὸ δρόμο τοῦ φωτὸς τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Γιὰ νὰ λάμψει «τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Τέταρτον: Εἶναι μία μικρὴ δική μας θυσία, σημεῖο καὶ δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ ὀφείλουμε στὸν Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη θυσία ποὺ ἔκαμε γιά μᾶς. Μὲ αὐτὴν καὶ μὲ τὴν προσευχή μας, τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὴ σωτηρία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς χαρίζει ἡ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη ἀγάπη του.
Πέμπτον: Γιὰ νὰ εἶναι φόβητρο στὶς δυνάμεις τοῦ σκότους, ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται μὲ ἰδιαίτερη πονηρία πρὶν καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ θέλουν νὰ ἀπομακρύνουν τὴ σκέψη μας ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ δαίμονες ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι καὶ τρέμουν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό φῶς ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστό.
Ἕκτον: Γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ σὲ αὐτοθυσία. Ὅπως δηλαδὴ μὲ τὸ λάδι καίγεται στὸ καντήλι τὸ φυτίλι, ἔτσι καὶ τὸ δικό μας θέλημα νὰ καίγεται μὲ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποτάσσεται πάντοτε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἕβδομον: Γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι: Ὅπως δὲν ἀνάβει τὸ καντήλι χωρὶς τὰ δικά μας χέρια, ἔτσι καὶ τὸ ἐσωτερικὸ καντήλι τῆς καρδιᾶς μας δὲν ἀνάβει χωρὶς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ κόποι τῶν ἀρετῶν μας εἶναι ἡ καύσιμη ὕλη (τὸ φυτίλι καὶ τὸ λάδι), ποὺ γιὰ νὰ ἀνάψουν καὶ νὰ φωτίσουν χρειάζονται τὸ «πῦρ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024


Τὸ κουκούλωμα
Τέλος, μετὰ πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας, καὶ πάθη, ἐνοικοκυρεύθη καὶ ἀποκατεστάθη ὁ κὺρ Κοσμᾶς ὁ Πουργιάκος εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ ἦτο καιρὸς πράγματι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ εἶχε τὸ καφενεῖον τῆς νυκτὸς εἰς ἕνα δρόμον κοντὰ στὴν Παλαιὰν Ἀγοράν, ἕως τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐξηκολούθει νὰ κάμνῃ τὸν ὠτίατρον ἀκόμη μετὰ χρόνους πολλοὺς εἰς τοὺς πελάτας του, ὁ μύσταξ του ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ εἶναι βαθέος καστανοῦ χρώματος. Εἶχε γυρίσει ὅλας τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, μεταφέρων τὸ στραταρχεῖόν του ―τὸ ἰατρεῖόν του καὶ τὸν ναργιλέ του― ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν πολυάριθμον παρέαν του ― ἀπὸ μπακάλικον εἰς μπακάλικον καὶ ἀπὸ ταβέρναν εἰς ταβέρναν.
Ὁ μικρὸς κομψὸς ναργιλές του, δουλεύων μὲ τουμπεκὶ ἰδιαίτερον, καίων μὲ κάρβουνα κομιζόμενα ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καφενεῖον ―ὁμοῦ μὲ καφέδες, λουκούμια καὶ λεμονάδες δι᾿ ὅλην τὴν παρέαν― θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε διατηρηθῆ ἄσβεστος ἐπὶ τόσα ἔτη τώρα, ἀκοίμητος καὶ ἀναλλοίωτος, ὅπως ἡ ἀειθαλὴς νεότης τοῦ καπνιστοῦ. Ποτὲ δὲν ἐκάθισεν ὁ Κοσμᾶς εἰς τράπεζαν, εἰς τὰς διαφόρους ταβέρνας ὅπου εἱστιᾶτο πάντοτε, χωρὶς νὰ ἔχῃ συντροφιὰν ἀπὸ τρεῖς ἕως πέντε, ἐνίοτε μέχρις ὀκτώ, φίλους του. Τὰ τεράστια γιουβέτσια ἤρχοντο πάντοτε ἀχνιστὰ ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ οἱ φουρνάρηδες δὲν εὐκαιροῦσαν ποτὲ ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους παραγγελίας του.
Ὁ στενώτερος κύκλος ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὸν Ἀλέκον τὸν Δρῖνον, ἀπὸ τὸν Ἀντώνην τὸν Λιγδερόν, καὶ ἀπὸ τὸν Τάσον τὸν Ἀσπρομάτην. Αὐτοὶ καὶ ὁ Πολυζωγάκης, ὁ ἀστεῖος τῆς συναναστροφῆς, ἀπετέλουν τὴν αὐλὴν τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Πολυζωγάκης ὡμοίαζε μὲ τοὺς Φράγκους ἱππότας τοῦ μεσαιῶνος. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἐχόρταιναν ποτὲ τὰς ἡδονὰς οὔτε τοὺς πολέμους, οὕτω καὶ ὁ Πολυζωγάκης ὅλην τὴν ἡμέραν εἰργάζετο ἀκούραστος ―ἐμβάλωνε παπούτσια― καὶ τὸ βράδυ ἐξεφάντωνεν. Ἔπινεν, ἐχόρευεν, ἐπήδα, πρὸς τέρψιν ὅλης τῆς παρέας.
Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος, φύσει ἐπικούρειος γεννημένος, ὅσον ὁ κὺρ Κοσμᾶς. Διὰ τίποτε δὲν τὸν ἔμελε. Τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἐκεῖ εἰς τὴν παλαιὰν συνοικίαν τὸ νυκτερινὸν καφενεῖον ἐξενυχτοῦσε πάντοτε μὲ τοὺς φίλους πελάτας του, μοιράζων ἐπ᾿ ἴσοις τὰς ὥρας μεταξὺ τοῦ καφενείου καὶ τοῦ πατσατζίδικου, καὶ ὑπαιθριάζων πολλὰς ὥρας ὑπὸ τὴν λεύκαν τῆς μικρᾶς πλατείας. Ἐκεῖ ἐτρώγοντο συνήθως τὰ μοσχοχτάποδα, καὶ ἄλλοι νυκτερινοὶ μεζέδες, ἐν συντροφίᾳ μὲ τὸν Τζώρτζην τὸν Βλάχον, τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην, καὶ τὸν Κλήμεντα τὸν Σακελλάριον. Συνήθως ὁ Κλήμης ἔτρωγε πρῶτα κρέας μὲ μελιτζάνες, κατόπιν καπαμὰ μὲ μυρωδικὰ καὶ κόκκινην σάλτσαν, καὶ τελευταῖα δύο μοσχοχτάποδα τηγανητά.
Συχνὰ εἰς τὰ δεῖπνα τὰ ὑπαίθρια ἐλάμβανε μέρος καὶ ὁ Παναγὴς ὁ Τζιμιχούρης. Οὗτος ἀνῆκεν εἰς ἱστορικὴν οἰκογένειαν. Ὁ μακαρίτης ἀδελφός του ὁ Μιχάλης, ἀφοῦ εἶχε κερδίσει πολλὰ στοιχήματα, κατορθώσας νὰ φάγῃ τὴν μίαν φορὰν ἕνα ταψὶ μπακλαβᾶ, τὴν ἄλλην 14 ζευγάρια σαρδέλες τοῦ λίπους, ἀνὰ δύο τὴν μπουκιὰν ―ἄλλοτε πάλιν ἕνδεκα ὀκάδας ξηρὰ σῦκα― τέλος, ἔχασεν ἕν, τὸ τελευταῖον, καὶ ἀπέθανεν ἐκ δυσπεψίας, μὴ προφθάσας ν᾿ ἀποφάγῃ ἐννέα ὀκάδας κεράσια μετὰ τῶν πυρήνων, ὅπως εἶχε στοιχηματίσει.
Ὁ Παναγὴς ἔφερε μαζί του, εἰς τὰ νυκτερινὰ ὑπὸ τὴν λεύκαν δεῖπνα, πότε 6 ἕως 7 δωδεκάδας χαψιά, πλέοντα ἐντὸς βαθείας πιατέλας μὲ ἑκατὸν δράμια λάδι καὶ ἀνάλογον τριανταφυλλόξιδο, καὶ ὁλάκερους σκεμπέδες παραγεμιστούς, σκληροὺς ὡς πέτρα. Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον εὐνοούμενον φαγητόν του ἦτο τὸ ἑξῆς: ὁλόκληρον χοιρίδιον παραγεμιστόν, μὲ πολλοὺς σκόμβρους ἀντὶ σαλάτας, καὶ ὡς ἐπιδόρπιον χέλι ψητὸν μετὰ φύλλων δάφνης στὴν σούβλα. Αὐτὰ τὰ τρία, ὁμοῦ τρωγόμενα, ἀπετέλουν τὸ ἰδεῶδες τῆς γαστρονομίας… Κατόπιν ὅλοι ὁμοῦ ἐμβαρκαρίζοντο κ᾿ ἔπλεον εἰς ὀνειρώδη ποταμὸν ρητινίτου, ὑπὸ τὴν αὔραν τῶν θροούντων φύλλων.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024


Φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους
Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια.
Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
Ἀββᾶς Παλλάδιος

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024


Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα
Ἡ καλωσύνη μαλακώνει καὶ ἀνοίγει τὴν καρδιά, σὰν τὸ λάδι τὴν σκουριασμένη κλειδαριά. Ἡ καλωσύνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ πάντα σκορπάει χαρά, διώχνει σύννεφα, ἀνοίγει καρδιές. Σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη λιακάδα ποὺ βγάζει ἄνθη ἀπὸ τὴν γῆ, θερμαίνει ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὶς παγωμένες τους τρύπες γιὰ νὰ χαροῦν καὶ αὐτὰ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κακότροποι ἄνθρωποι εἶναι πάντα πνιγμένοι ἀπὸ λογισμοὺς καὶ μὲ τὴν παγωμένη τους καρδιὰ παγώνουν καὶ πνίγουν μὲ λογισμοὺς τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ καταφεύγουν σ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν, ἐνῶ οἱ καλοκάγαθοι μὲ τὴν πνευματική τους (ἀρχοντική) ἀγάπη, τὴν σφιχτὴ μὲ πόνο, πνίγουν δαίμονες, ἐλευθερώνουν ψυχὲς καὶ σκορπᾶνε θεϊκὴ παρηγοριὰ στοὺς συνανθρώπους τους
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024



«Μόνο γιὰ σένα»: Ὅταν ἄλλοι (ἀνα)καλύπτουν τὶς ἀνάγκες σου
Ἀνοίγετε ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ἢ βλέπετε στὴν τηλεόραση ἕνα ἀνάλογο σπότ. Μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο ἢ τὴν εἰκόνα κάποιοι σᾶς προτρέπουν νὰ κάνετε κάτι καὶ πρὶν τὸ κάνετε βεβαίως νὰ τὸ σκεφθεῖτε. Ὅμως δὲν σᾶς λένε «σκεφθεῖτε το», σᾶς λένε «σκέψου το». Χωρὶς τὸν ἑνικὸ δὲν προωθεῖται πλέον τίποτα. Ἄμεσα, αἰφνιδιαστικὰ μερικὲς φορὲς ὁ πωλητὴς ἀπευθύνεται στὸν ὑποψήφιο πελάτη μ’ ἕναν τρόπο ποὺ θέλει νὰ εἶναι κολακευτικὸς καὶ ταυτόχρονα ἀποκλειστικός.
«Ἐσὺ» εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος κι ἐσένα ἔχουν ὑπόψη τους ὅσοι θορυβοῦν γιὰ τὰ προϊόντα τους. Ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναλαμβάνουν νὰ διασκεδάσουν τὰ πλήθη, φροντίζουν νὰ πάρουν τὸ ὕφος καὶ τὴν πόζα τοῦ προσωπικοῦ ψυχαγωγοῦ. Ὄρθιος ὁ τραγουδιστὴς πάνω στὴν πίστα τεντώνει τὸ χέρι μὲ τὸν δείκτη του νὰ σημαδεύει τὸ κοινό του, σ’ ἐκείνη τὴ χαρακτηριστικὴ πιὰ χειρονομία ποὺ εἶναι σὰν νὰ λέει πὼς γιὰ σένα μόνο ξελαρυγγιάζομαι.
Ἀπὸ παντοῦ ἔρχονται πλέον οἱ προτάσεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἕνας, ὁ ἀνεπανάληπτος, θὰ ξαναβρεῖ ἐπιτέλους τὰ προνόμιά του. Τέλος λοιπὸν ἡ μαζικὴ ἀγορά. Τὸ ἀναγγέλλουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ μάρκετινγκ, οἱ ψυχοπαθολόγοι τῆς κάθε ἰδιοτροπίας, οἱ σχεδιαστὲς τῆς ἐξατομικευμένης μόδας. Προτείνονται εἰδικὲς ὑπηρεσίες ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαίτερες ἀνάγκες μας, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν μποροῦν νὰ μοιάζουν μὲ κανενὸς ἄλλου.
Ἂν ἔμοιαζαν, θὰ ἐπιστρέφαμε στὴν ἐποχὴ τῆς μαζικῆς κατανάλωσης, τῆς τυποποίησης, κι αὐτή, εὐτυχῶς, πέρασε. Ἔτσι λένε οἱ πωλητὲς καὶ ζητοῦν νὰ πιστέψουμε ὅσα ὑπόσχονται. Ὅτι θὰ μᾶς ὁρίσουν εἰδικὴ δίαιτα, γυμναστική, κάθε λογῆς βοηθήματα γιὰ νὰ διατηρεῖται ἡ φόρμα μας. Καὶ εἶναι ἀκόμη τὸ ντύσιμο, τὰ φάρμακα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ διείσδυση στὸν πυρήνα, στὸ τί θέλει κανεὶς καὶ ποιός εἶναι κατὰ βάθος. Πρέπει νὰ ξέρω ποιός εἶμαι.
Γιὰ νὰ ἀγοράσω τὰ προϊόντα ποὺ προορίζονται εἰδικὰ γιὰ μένα, πρέπει νὰ ξέρω ποιός εἶμαι. Δύσκολο ἔργο νὰ τὸ βρῶ κι ἐξάλλου ἀπαιτεῖ χρόνο ποὺ δὲν περισσεύει. Ἀκριβῶς ὅμως γιὰ νὰ ξεπεραστεῖ ἡ δυσκολία, ὑπάρχουν οἱ σύμβουλοι. Εἶναι τόσο πολλοὶ καὶ οἱ προσφορές τους συνεχῶς ἐκλεπτύνονται. Διατίθενται ἐμπειρογνώμονες γιὰ τὴν ἐπίλυση συζυγικῶν κρίσεων, γιὰ τὸν ἐπαγγελματικὸ προσανατολισμὸ τῶν ἐφήβων, γιὰ τὸν μετριασμὸ τῆς κατάθλιψης, τὸν κατευνασμὸ τῆς πεθερᾶς, τὴν ὀρθὴ ἐπιλογὴ μιᾶς ἐρωμένης ἢ ἑνὸς φίλου.
Σὲ μερικὰ ἀμερικανικὰ Πανεπιστήμια προσφέρονται προαιρετικὰ μαθήματα τοῦ τύπου: «Πῶς νὰ διαλέξετε σωστὰ τὸν ὀδοντίατρο σας». Ἐπιλογές, ἀποφάσεις, κριτήρια, ὅλα γιὰ χάρη τῆς αὐτογνωσίας, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ, ὑποτίθεται, ἡ καταχωνιασμένη αὐθεντικότητά μας. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀνακαλύψει κανεὶς τὸν ἑαυτό του ὅταν τὸν παραδίδει σὰν «πρόβλημα» σ’ ἕναν ἄλλο ἑαυτό;
Μητέρες ποὺ δὲν τοὺς λείπει ἡ ἐκπαίδευση παίρνουν ἀπὸ τὸ χέρι τὴν κόρη ἢ τὸν γιό (ἂν καταφέρουν καὶ τοὺς πείσουν) καὶ ἐπισκέπτονται τὸν εἰδικὸ γιὰ τὶς σπουδὲς τῶν παιδιῶν. Τὸν ρωτοῦν τί δρόμο νὰ πάρει τὸ παιδί, λὲς καὶ αὐτὸ γεννήθηκε μόλις χθὲς καὶ δὲν ἔχουν προλάβει νὰ ἀνταλλάξουν δύο λόγια μαζί του. Φυσικά, ὁ σύμβουλος θὰ κάνει τὴ δουλειά του, ἄλλος καλά, ἄλλος ὄχι. Το ἐρώτημα ὡστόσο εἶναι ἂν ἡ οἰκογένεια ἔχει ἤδη προσπαθήσει νὰ καταλάβει τὶς προτιμήσεις καὶ τὶς ἀνησυχίες τοῦ παιδιοῦ, ἢ ἔχει προεξοφλήσει πὼς γιὰ μία τέτοια βυθοσκόπηση εἶναι ἀνίκανη ἢ καὶ ἀκατάλληλη. Κατάχρηση ἐξουσίας.
Πράγματι, πληθαίνουν οἱ γονεῖς πού, ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὸ βάρος τῆς συζήτησης μὲ τὰ παιδιά τους, σηκώνουν τοὺς ὤμους τους. Εἶναι τόσο περίπλοκο, λένε, νὰ καταλάβουν τοὺς σύγχρονους νέους. Ἀλλὰ ἀκόμη κι ἂν τοὺς καταλάβαιναν, πῶς θὰ τοὺς καθοδηγοῦσαν; Ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες, ἔτσι κι αὐτὴ ἡ κατάχρηση ἐξουσίας θεωρεῖται ἀπαράδεκτη σὲ μία κοινωνία ποὺ ἔχει γιὰ στέμμα της τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανέναν νὰ νουθετεῖ κανέναν, νὰ τοῦ ὑποδεικνύει τί θὰ πράξει. Οἱ πρόσωπο-μέ-πρόσωπο σχέσεις εἶναι εὔφλεκτες, ἠλεκτρισμένες, γιατί τὰ πρόσωπα παραέγιναν εὔθικτα. Κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ πεῖ τί θὰ κάνω. Τὸ γιατί ὑποφέρω, τὸ γιατί πνίγομαι μερικὲς μέρες εἶναι τὸ «προσωπικὸ δεδομένο» μου, πολὺ λεπτὸ καὶ τρωτὸ γιὰ νὰ τὸ βγάλω στὴ φόρα.
Ὁ καθένας ἔχει ἕνα παρόμοιο μυστικό. Τὸ κρατάει μέσα του, ἐρεθίζεται μ’ αὐτό, τρίβεται πάνω του καὶ τὸ ποτίζει κάθε μέρα γιὰ νὰ τὸ συντηρεῖ, ὅπως ποτίζει τὶς γλάστρες του. Ὅταν μεγαλώσει ἀρκετὰ τὸ φυτὸ καὶ βγοῦν τὰ πρῶτα ἄνθη τοῦ κακοῦ, τότε ὁ κάτοχος θὰ τὸ πάει καὶ θὰ τὸ παρουσιάζει στὸν εἰδικό. Ἐκεῖνος θὰ βάλει τὰ γυαλιά του καὶ θὰ τοῦ γράψει μία συνταγή.
Ὁ πελάτης θὰ τὴν πάρει ἐπιδεικνύοντας ἀξιοσημείωτη ὑπακοή. Αὐτὸς ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ὑπερεύθικτος καὶ ἀνεξάρτητος, θὰ λάβει τὶς ὁδηγίες, θὰ πληρώσει καὶ θὰ πεῖ κι εὐχαριστῶ, ἐπειδὴ τοῦ ἔμαθαν αὐτὸ ποὺ ἤδη γνώριζε. Αὔριο, τοῦ λέει ὁ σύμβουλος, θὰ φερθεῖς ἔτσι στὴ γυναίκα σου, ἔτσι στὰ παιδιά σου. Ὁ σύζυγος ξαναβαφτίζεται σύζυγος, ὁ πατέρας παίρνει ἐντολὴ νὰ ξαναγίνει πατέρας. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἥσυχοι λοιπόν. Κάθε τόσο, κάποιοι θὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν, μὲ τὸ ἀζημίωτο, αὐτὸ ποὺ διαλέξαμε νὰ εἴμαστε.
Βασίλης Καραποστόλης

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024


Τί δύναμη καὶ τί ὀμορφιὰ
Στὴ βραδινὴ προσευχή μου εἶδα χθές, ξαφνικά, τοῦτο ποὺ δὲν εἶχα ξαναδεῖ: ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων... Ὥς ἐδῶ -εἶδα- μποροῦν νὰ ψάχνουν καὶ νὰ παλεύουν γιὰ τὴν «ἀλήθεια» τους ἡ φιλοσοφία ἤ ἡ ἐπιστήμη, μέσα στὸν πολυθαύμαστο κόσμο οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἐκεῖνο ποὺ μὲ συνέχει ἐμένα καὶ μὲ συντηρεῖ εἶναι τὸ παραμικρὸ συμπλήρωμα καὶ ἀοράτων. Στὸν ποιητὴ καὶ τῶν δυὸ (τε ἄτονο) καὶ ὄχι μοναχὰ τοῦ ἑνός, κατευθύνεται ἡ προσευχή μου.
*****
Ἐγὼ καὶ Ἑαυτός. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, προχωρώντας σὲ βάθος μέσα τους, συναντοῦν τὸ τίποτα. Καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, προχωρώντας σὲ βάθος μέσα τους, συναντοῦν τὸ Θεό. Οἱ πρῶτοι σταματοῦν στὸ ἐγώ τους. Οἱ δεύτεροι προχωροῦν στὸν Ἑαυτό τους. Γνῶθι σαυτόν, τὸ ἔλεγε ὁ Σωκράτης.
                Ἄστραψε φῶς καὶ γνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του,
τὸ λέει ὁ Σολωμός.
*****
Καὶ νῦν, et nunc, σύνετε, intelligite, παιδεύθητε, erudimini... -προσέχετε περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους (ὅταν ἀκολουθᾶτε ἀρχηγούς) καὶ λιγότερο τὶς ἰδέες ἤ τὶς ἰδεολογίες. Μὴν ξεγελιόσαστε. Δοκιμάστε γιὰ μιὰ φορὰ τὸ ἀδύνατο -διαφορετικὰ ἡ ζωὴ δὲν ἀξίζει- νὰ ἀποχτήσετε «πρῶτα» τὴ «στερνὴ γνώση» σας. Ἔτσι, γιὰ νὰ καταπατήσετε ἕνα κανόνα μονότονο. Μπὰς καὶ ἀλλάξει τὸ γούρι!
*****
Τί δύναμη καὶ τί ὀμορφιὰ ἔχουν τὰ πράματα ποὺ βγαίνουν μέσα ἀπὸ τὶς στεριὲς καὶ τὶς θάλασσες τοῦ τόπου μας -ὅποιου τόπου (γράφω γιὰ τὸ δικό μου)- ὁ γκέκας (τὸ σκυλί), ἡ μαύρη μαρίδα, ἡ ἐλιά, τὸ χράμι, ἕνα πιάτο ἀσπροράδικα μὲ θαλασσινὸ ἁλάτι (ἀφρίνα, τὸ λὲν στὴ Μάνη) καὶ λάδι τοῦ Μοριᾶ, τὸ σταυροκόπημα ἤ, στὴν κουβέντα, μιὰ γνήσια ἑλληνικὴ διατύπωση! Ὅλα στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, σὲ μιὰ ποιοτικὴ γραμμή. Δίχως διαβαθμίσεις.

Ζήσιμος Λορεντζᾶτος

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024


Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη

Εἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα
Ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή.
 
Χρόνια ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
 
Ὅσῳ νὰ πέσω νεκρωμένη
Αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
 
    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Δὲν εἶμ’ ὁλόξανθη, μοσχάτη
Τριανταφυλλιὰ ἤ κιτριά·
Θαμπώνω τῆς ψυχῆς τὸ μάτι,
Γιὰ τἄλλα μάτια εἶμαι γρῃά.
Δὲ’ μ’ ἔχει ἀηδόνι ἐρωμένη,
Μ’ ἀγάπησε μιὰ θεά·

    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία
Δὲ’ μ’ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ
Ὡς τὰ βαθειά μου γηρατεῖα
Δὲ’ βρίσκω ’ς τὴ δουλειὰ ’ντροπή·
 
Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
Κ’ εἶμαι γεμάτη προκοπή·
 
    Εἶμαι ἡ ἐλῃά ἡ τιμημένη.

Φρίκη, ἐρημιά, νερὰ καὶ σκότη
Τὴ γῆ ἐθάψαν μιὰ φορά·
 
Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
’Σ τὸ Νῶε ἡ περιστερά·
 
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
Τὴν ἐμμορφιὰ καὶ τὴ χαρά·
 

    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.
 

Ἐδῶ ’ς τὸν ἴσκιο μ᾿ ἀποκάτου
Ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθῇ,
 
Κι’ ἀκούστηκ’ ἡ γλυκειὰ λαλιά του
’Λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθῇ.
 
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
 
Ἔχει ’ς τὴ ρίζα μου χυθῆ.

    Εἶμαι ἡ ἐλῃά ἡ τιμημένη.

Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
Ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,
 
Τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸν φωτίζω,
 
Σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.
 
Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
 
Μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
 

    Εἶμαι ἡ ἐλῃὰ ἡ τιμημένη.

Κωστῆς Παλαμᾶς

Τετράδιο 162 * Ὀκτώβριος 2013