Παρασκευή 31 Μαΐου 2024
Πέμπτη 30 Μαΐου 2024
Τετάρτη 29 Μαΐου 2024
Πῶς ἔγραψα τὸ «Ἄξιον Ἐστὶ»
Τρίτη 28 Μαΐου 2024
Δευτέρα 27 Μαΐου 2024
Γιὰ τὸ γάμο
Ὦ Παναγία
Δέσποινα
μὲ τὸν Μονογενῆ Σου
στ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ δώσεις τὴν εὐχή Σου.
Ἀπόψε λάμπει
ὁ οὐρανός,
ἀπόψε λάμπει ἡ σφαῖρα,
ἀπόψε στεφανώνεται
ἀητὸς τὴν περιστέρα.
Γειτόνοι καὶ
γειτόνισσες
προβάλετε νὰ δεῖτε,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται,
νὰ τὸ ὑποδεχθεῖτε.
Παντρεύεται ὁ
αὐγερινὸς
καὶ παίρνει τὸ φεγγάρι,
ἂς εἶναι καλορίζικοι
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.
Χελιδονάκια
καὶ πουλιὰ
λαλοῦν στὰ δώματά σας
καὶ λένε καλορίζικα
στὰ στεφανώματά σας.
Ἐγύρανε τὰ
στέφανα
σὲ ἀσημένιο τάσι,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.
Ὅσ᾿ ἄστρα ἔχει
ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ χειμώνας χιόνια,
τόσα σᾶς εὔχομαι νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένα χρόνια.
Ἅγια νὰ εἶναι
ἡ στιγμή,
κάνουμε τὸ σταυρό μας
καὶ στέλνουμε τὶς προσευχὲς
γιὰ νύφη καὶ γαμπρό μας.
Ἅγια νὰ εἶναι
ἡ στιγμή,
Θεὸς θέλει βοηθήσει,
ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλονε
νὰ μὴ βαρυγκομήσει.
Νὰ ζήσει ἡ
νύφη κι ὁ γαμπρός,
χωρὶς καημὸ καὶ βάρη,
ὁ πεθερός, ἡ πεθερά,
οἱ φίλοι, κι οἱ κουμπάροι.
Νὰ ζήσει ἡ
νύφη κι ὁ γαμπρὸς
εὐτυχισμένα χρόνια
νὰ τοὺς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ δοῦν
παιδιὰ μὰ καὶ ἐγγόνια.
Προχώρει γλῶσσα
μου, ἄρχισε
τραγούδια ν᾿ ἀραδιάζεις,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ τὸ καλοτυχιάζεις.
Κυριακή 26 Μαΐου 2024
Σάββατο 25 Μαΐου 2024
Παρασκευή 24 Μαΐου 2024
Πέμπτη 23 Μαΐου 2024
Τετάρτη 22 Μαΐου 2024
Αὐτὸ κι ἂν
δὲν ἦταν θαῦμα!
Στὰ μισά τοῦ καλοκαιριοῦ -δὲν θυμᾶμαι μὲ ποιὸ
τρόπο- ὁ Κύριος μὲ προειδοποίησε, ὅτι ἡ ἐξορία μου θὰ τελείωνε σύντομα.
Περίμενα μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἐκπληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση
ἀλλὰ οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν καὶ τίποτα δὲν ἄλλαζε.
Ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση. Ἀπογοητεύτηκα.
Κάποια μέρα πῆγα στὴν ἐκκλησία, γονάτισα μέσα
στὸ ἱερὸ καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι μὲ δάκρυα στὸν Ἰησοῦ. Ἡ προσευχή μου εἶχε καὶ
ἕνα παράπονο, γιατί καθυστερεῖ ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐκπληρώνει τὴν ὑπόσχεσή Του.
Ξαφνικὰ βλέπω στὴν εἰκόνα τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁλοζώντανα,
νὰ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ μένα. Δὲν μὲ κοιτοῦσε πιά. Τρόμαξα. Δὲν μποροῦσα
καὶ δὲν τολμοῦσα νὰ ξανακοιτάξω τὴν εἰκόνα.
Βγῆκα σὰν βρεγμένη γάτα ἀπὸ τὸ ἱερὸ στὸν ἐξωνάρθηκα.
Ἐκεῖ βρῆκα τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων». Τὸ ἄνοιξα μηχανικὰ καὶ διάβασα τὸ πρῶτο
κείμενο ποὺ ἔπεσε στὰ μάτια μου.
Δὲν θυμᾶμαι, δυστυχῶς, ποιὸ ἦταν τὸ κείμενο ποὺ
διάβασα ἀλλά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, διότι κατέκρινε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ὑπομονή,
βιάζονται καὶ δὲν περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ ἤρεμα θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση τοῦ
Κυρίου.
Αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ ἐπηρέασε κατὰ ἕνα θαυμαστὸ
τρόπο. Ἀποκάλυπτε τὴν ἀπερισκεψία μου καὶ τὸ θράσος μου, ἐνῶ συνάμα ἐπιβεβαίωνε
τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀπελευθέρωσής μου, τὴν ὁποία περίμενα νὰ ἐκπληρωθεῖ τόσο ἀνυπόμονα.
Ἐπέστρεψα τότε πάλι στὸ ἱερὸ καὶ μὲ χαρὰ εἶδα,
πὼς πάλι στὴν εἰκόνα ὁ Κύριος μὲ κοίταξε μὲ τὸ φωτεινὸ καὶ ἤρεμο βλέμμα Του.
Αὐτὸ κι ἂν δὲν ἦταν θαῦμα!
Ἅγιος Λουκᾶς
ὁ Ἱατρὸς
Τρίτη 21 Μαΐου 2024
Εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει
Ἕνας ἄρρωστος εἶπε στὸν γιατρό του, ἐνῶ ἐκεῖνος
ἑτοιμαζόταν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἐξεταστήριο: «Γιατρέ, φοβᾶμαι νὰ πεθάνω. Πές μου, τί
ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά;»
Πολὺ ἥρεμα ὁ γιατρὸς ἀπάντησε: «Δὲν ξέρω».
«Δὲν ξέρεις; Εἶσαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ξέρεις
τί ὑπάρχει μετὰ τὸν θάνατο;»
Ὁ γιατρὸς κρατοῦσε τὸ χερούλι τῆς πόρτας, καὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη μεριὰ ἀκούστηκε ἕνα ξύσιμο καὶ ἕνα γρύλλισμα. Καθὼς ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἕνας
σκύλος μπῆκε μέσα καὶ πήδησε πάνω του χαρούμενος.
Ὁ γιατρὸς γύρισε στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ εἶπε:
«Βλέπεις τὸν σκύλο μου; Δὲν εἶχε ξαναμπεῖ στὸ δωμάτιο αὐτό, δὲν ἤξερε τί θὰ
συναντήσει. Ἤξερε μόνο ὅτι ὁ κύριός του εἶναι ἐδῶ καὶ πήδησε μέσα χωρὶς φόβο.
Πολὺ λίγα γνωρίζω γιὰ τὸ τί ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά, ἀλλὰ ξέρω ἕνα πράγμα...
Ξέρω ὅτι ὁ Κύριός μου εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει».
Δευτέρα 20 Μαΐου 2024
Κυριακή 19 Μαΐου 2024
Ἐμίσησα τήν ἐντύπωση
Γιά τὸν Ἅγιο
Ἀθανάσιο ἔκαμαν τὴν κρίση. Ἦταν ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρῴων.
Γιά τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμανδρίτη Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω κάνει τὴν
κρίση. Ἦταν ὁ σοφότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν συγχρόνων μας
σοφῶν. Καὶ τὸ ὑπεροχότερο πρότυπο σοφοῦ καὶ ἁγίου κληρικοῦ. Γιατὶ εἶχε μία ἀπόλυτη
συνέπεια σ’ ἐκεῖνα πού πίστευε καὶ σ’ ἐκεῖνα πού ἔπραττε καὶ ἕνα τεράστιο
πνευματικὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δέν ἀρκεῖ κανεὶς νά τὸ γνωρίσει, πρέπει καὶ νά μπορεῖ
νά τὸ ἀξιολογήσει.
Γεννήθηκε σ’
ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ φτωχὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας πού λεγόταν καὶ λέγεται Μαθία.
Σήμερα δέν ξέρω ἂν ὑπάρχει, ἔχει διαλυθεῖ ἐντελῶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν χωριάτες,
ἐντελῶς ἀσήμαντοι ἄνθρωποι καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι. Καὶ ὁ ἴδιος, (χαρακτηρισμὸς τοῦ
πατρὸς Ἰωὴλ γιά τὸν ἑαυτὸ του):
«Ὅταν ἤμουν
στό σχολεῖο, στό δημοτικὸ καὶ στό γυμνάσιο, τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ λέγανε ὁ
Κουτοφώτης» , γιατὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Φώτιος. Ὁ Κουτοφώτης. Ἦταν κουτός. «Μὲ
θεωροῦσαν χαζὸ καὶ ἤμουν χαζὸς καὶ δυσμαθής». Λόγια δικά του, ὄχι δικά μου.
«Δειλὸς , ἀνόητος καὶ βλάκας».
Λόγια δικά
του. Πῶς εἶχε τὸ θάρρος νά τὰ λέει γιά τὸν ἑαυτὸ του, εἶναι λιγάκι δύσκολο νά τὸ
μετρήσει κανείς. Ἀλλὰ νά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, στό σχολεῖο, τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἐρώτημα:
«Γιατὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶναι ἔξυπνα καὶ ἐγὼ εἶμαι κουτὸς καὶ εἶμαι ὁ χαζοφώτης».
Καὶ ἔψαξε καὶ ἐβρῆκε. Ψάχνοντας ἐβρῆκε. Καὶ τὶ λέτε ἐβρῆκε; Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἄλλα
παιδιὰ εἶχαν μὲν μία εὐφυΐα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μία ἐπιπολαιότητα. Τσιμπολογοῦσαν ἐδῶ
κι ἐκεῖ καὶ πετοῦσαν ἐξυπνάδες.
Καὶ οἱ
διδάσκαλοι, μὲ τὸ ἄθλιο παιδαγωγικὸ σύστημα πού ἔχουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μένανε
εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες τῶν παιδιῶν. «Ἐγώ», μοῦ ἔλεγε ὁ πάτερ Ἰωήλ,
«κατάλαβα ὅτι τουλάχιστον γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐπειδὴ ἤμουν δυσμαθής, χρειαζόμουν
σοβαρὴ μελέτη». Καὶ προσπάθησε νά κάνει ὅσο πιὸ σοβαρὴ μελέτη μποροῦσε. Φυσικὰ
μὲ ἐπαναλήψεις. Καὶ τὰ κατάφερε. Κατάλαβε ἀπὸ τότε ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά
μορφωθεῖ καὶ νά ἔχει βάσεις πνευματικές, μορφωτικὲς ἐννοοῦμε τώρα, πιὸ καλὲς ἀπὸ
τὰ ἄλλα παιδιά, βάσεις πιὸ σταθερές. Καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐντύπωση εἶναι ἕνα
ψεύτικο πρᾶγμα πού δέν ἀξίζει τὸν κόπο νά τοῦ δίνει κανεὶς σημασία. Καὶ ἔτσι,
μοῦ ἔλεγε, σὲ ἡλικία νεαροτάτη, 14 – 15 χρόνων, ἐμίσησε τὴν ψεύτικη ἐντύπωση.
Γιατί; Ἐπειδὴ κατάλαβε.
Ποιὸ ἦταν τὸ
συμπέρασμά του; Τὸ συμπέρασμά του ἦταν : Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού εἶναι καὶ
μπορεῖ νά ἀλλάξει, μπορεῖ νά διορθωθεῖ. Ἡ σκέψη αὐτή, τόσο πρώιμη ἀλλὰ καὶ πολὺ
βαθιά, εἶναι αὐτή πού ἐσφράγισε ὁλόκληρη τή ζωή του.
Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος
Σάββατο 18 Μαΐου 2024
Ὁ τρύγος
Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ
ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες
τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται
ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ
ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος
ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη
ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿
ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς
κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ
σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.
Κώστας Κρυστάλλης
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024
Πέμπτη 16 Μαΐου 2024
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ λιθοβόλησαν δὲν ζοῦνε πιά
Μὲ τὶς πέτρες τους ἔχτισα μιὰ κρήνη
Στὸ κατῶφλι της ἔρχονται χλωρά κορίτσια
Τὰ χείλια τους κατάγονται ἀπὸ τὴν αὐγή
Τὰ μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στὸ μέλλον.
Ἔρχονται χελιδόνια τὰ μωρὰ τοῦ ἀνέμου
Πίνουν πετοῦν νὰ πάῃ μπροστὰ ἡ ζωή
Τὸ φόβητρο τοῦ ὀνείρου γίνεται ὄνειρο
Ἡ ὀδύνη στρίβει τὸ καλό ἀκρωτῆρι –
Καμμιὰ φωνὴ δέν πάει χαμένη στοὺς κόρφους τ' οὐρανοῦ!
Ὢ ἀμάραντο πέλαγο τί ψιθυρίζεις πές μου
Ἀπὸ νωρίς εἶμαι στὸ πρωινό σου στόμα
Στὴν κορυφήν ὅπου προβάλλ' ἡ ἀγάπη σου
Βλέπω τὴ θέληση τῆς νύχτας νὰ ξεχύνῃ τ' ἄστρα
Τὴ θέληση τῆς μέρας νὰ κορφολογάῃ τὴ γῆ.
Σπέρνω στοὺς κάμπους τῆς ζωῆς χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στὸ τίμιο ἀγέρι
Ὡραῖα γερά παιδιὰ ποὺ ἀχνίζουν καλωσύνη
Καὶ ξέρουν ν' ἀτενίζουν τοὺς βαθειοὺς ὁρίζοντες
Ὅταν ἡ μουσική ἀνεβάζῃ τὰ νησιά.
Χάραξα τ' ὄνομα τὸ ἀγαπημένο
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...