Παρασκευή 31 Μαΐου 2024



Ὁ μεγάλος πλοῦτος
Γι΄αὐτὸ καὶ λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι, ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀφήσουμε τὸν πλοῦτο μας, δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι καὶ μισάνθρωποι ἐγωιστές. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τέτοιοι ἄνθρωποι θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πιὸ εὔκολα νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ποιὰ σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτὰ μέ μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ψυχὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν πλοῦτο; Τὴν βλάπτει τὸ ὅτι τὰ γήινα ἀγαθά, τὶς διάφορες ἀπολαύσεις, τὴν πολυτέλεια αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι βάζουν πάνω ἀπ' ὅλα. Τὰ θεωροῦν πιὸ σημαντικὰ καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τὸν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Αὐτὸς ποὺ εἶναι προσκολλημένος στὰ γήινα, ποὺ ζητᾶ ἀπολαύσεις, αὐτὸς πάσχει ἀκριβῶς ἀπ' ἐκεῖνο τὸ πάθος ποὺ δὲν ἀφήνει τοὺς πλούσιους νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι λίγοι μεταξὺ μας αὐτοὶ ποὺ ἂν καὶ δὲν ἔχουν λεφτὰ καὶ κάποιες φορὲς δὲν ἔχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα, θέλουν ὅμως λεφτά, θέλουν ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ δὲν ἁμαρτάνουν, γιατί ἁπλῶς δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσουν. Καὶ ἂν εἶχαν θὰ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τὶς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου καθόταν ὁ Λάζαρος ἕτοιμος νὰ πεθάνει ἀπὸ φτώχεια καὶ πείνα.
Ἂν ἐμεῖς, παρ' ὅλο ποὺ δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς· ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία, ἂν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πῶς νὰ περάσουμε καλύτερα σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ μόνο αὐτὸ ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ ζητάει ὁ Κύριος. Διότι ἄνθρωποι ποὺ ἐπιζητᾶνε τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοὶ ἐπιδιώκουν μόνο τὸ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί του, ζητᾶνε τὴν χάρη καὶ τὴν ἀγάπη Του, θέλουν νὰ εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ φτωχότερος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ διακονεῖ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πιὸ πλούσιος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ πλοῦτος του εἶναι ἡ θεία χάρη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ δυστυχισμένους ἀδελφούς του. Ἀλλὰ πρῶτ' ἀπ' ὅλα ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τώρα εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε o Χριστὸς στὴν γεμάτη ἀπορία ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του: «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;». Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν».
Γιὰ τὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ στερήσει τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἄσπλαχνους πλούσιους ἀνθρώπους. Καὶ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἐν Κυρίῳ στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ τοὺς πιὸ περιφρονημένους ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ ὅλους νὰ σώσει. Μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τὸν πλούσιο, ἂν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἂν μισήσει τὸν πλοῦτο του καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καί... δεῦρο ἀκολούθει μοι». Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καὶ ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μία μέρα ἄκουσε στὴν ἐκκλησία αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά του καὶ κυρίεψαν ἐξολοκλήρου τὸ νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τὴν περιουσία του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀλλὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ γήινου πλούτου. Νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν προσκόλληση στὰ γήινα ἀγαθά. Καὶ μόνο ἕνα πράγμα νὰ ἐπιδιώκουμε: τὸ νὰ εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὁποίους ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος.
Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρὸς

Τρίτη 28 Μαΐου 2024


Ἄς μὴν φοβόμαστε
Σὲ καιροὺς διωγμῶν οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ συνάζονται γύρω ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς... Ἡ Θεία Λειτουργία καὶ τὰ Τίμια Δῶρα θὰ δίνουν στοὺς χριστιανοὺς τὴν δύναμη γιὰ νὰ ὑπομείνουν τὴν πείνα καὶ θὰ τοὺς διαφυλάσσουν ἀπὸ κάθε κακό, κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη καὶ τὴν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἐπίσης, εἶναι ἀνάγκη νὰ λένε τὴν Εὐχὴ στὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ προσεύχονται στὴν Παναγία, λέγοντας: Ὑπεραγία Θεοτόκε,σῶσον ἡμᾶς! ἢ Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ... Οἱ σύντομες αὐτὲς προσευχὲς μᾶς ἕνωσαν μέσα στὴν φυλακὴ καὶ ἔτσι μπορέσαμε νὰ ἀντέξουμε τὸν διωγμὸ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος,χωρὶς νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ κόκκινο θηρίο.
Ὅμως αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς χλιαροὺς χριστιανούς, διότι οἱ ἔνθερμοι εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι -δὲν περιμένουν τὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ ἢ τοῦ πολέμου γιὰ νὰ ἐπιμεληθοῦν τὰ τῆς ψυχῆς τους! Γιὰ τὸν ἀληθινὸ χριστιανὸ δὲν ἔχει σημασία πότε θὰ ἔλθει ἕνας πόλεμος ἢ ἕνας διωγμός. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς εἶναι πάντα ἕτοιμος, προετοιμασμένος μὲ ἀναμμένη τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Οὐράνιο Νυμφίο. Ὁ γνήσιος χριστιανὸς δὲν ζεῖ μὲ φόβο καὶ ἀγωνία γιὰ τὸ πότε θὰ ξεσπάσει ἕνας πόλεμος ἢ πότε θὰ πέσει μία βόμβα στὸ κεφάλι του. Ἀναζητεῖ τρόπους νὰ θυσιάζεται περισσότερο γιὰ τὸν πλησίον του καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ἀναζητεῖ μέσα του τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ δὲν φοβᾶται τίποτε στὴν ἐφήμερη τούτη ζωή. Γι αὐτὸν ἡ λύπη εἶναι χαρὰ καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι Ἀνάσταση.
Οὕτως ἢ ἄλλως, ἡ ζωὴ μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ἂς μὴν φοβόμαστε ὅταν ἀκοῦμε γιὰ πολέμους καὶ ἄλλα φοβερὰ γεγονότα, διότι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ συμβοῦν, ὅπως εἶπε ὁ Σωτήρας μας. Φόβο θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ψυχές μας δὲν εἶναι ἕτοιμες νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό.
Γέροντας Ἰουστῖνος Πίρβου

Κυριακή 26 Μαΐου 2024



Τὸ καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας
Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος

Σάββατο 25 Μαΐου 2024



Τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου
Κάποτε ἦρθε στὴν μονή μας ἕνας ὑπουργὸς μὲ πολὺ ὕφος, ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται ἁπλούστερα μὲ τοὺς μοναχούς.
Τὸν προσκάλεσα στὸ ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δὲν κατάφερε νὰ πεῖ λέξι, διότι τὸν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νὰ τὸν διασκεδάσω καὶ μοῦ λέει: «Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παππούς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ' τὸ σπίτι καὶ πήγαινε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐπίσης, πολλὲς φορὲς ἔβλεπα τὸν πατέρα μου, ποὺ ἦταν ἀπ' τὴ Μικρὰ Ἀσία, νὰ μὴ περπατᾶ στὸ χῶμα. Πηγαίνοντας σ' ἕνα μοναστήρι τὸ χειμώνα μὲ πολλὰ χιόνια καὶ πάγους, τὸν ἔβλεπα νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπ' τοὺς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στὸ μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σὲ κάτι διαφέρει ἀπ' τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστη, τὴν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα».
Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ ἢ κληρονομικὴ πίστη.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024


Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν νὰ σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;
Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸν Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
«Μὰ εἶμαι ἁμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.
«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;
Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸν Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχές τους οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποὺ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024


Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ
Κύριε, σάν ρθεν βραδιά, σο λέω τήν προσευχή μου.
λλη ψυχή δέν βλαψα στόν κόσμο π’ τή δική μου.
κενοι πού μέ πλήγωσαν ταν γαπημένοι.
Τήν πίκρα μου τή βάσταξα. Μο δίνεις καί τήν ξένη.
Μ’ παρνήθηκαν ο χαρές. Δέν τίς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τά χειρότερα. Εν’ μαρτία νά λπίσω.
Σάν ετυχία τήν γαπ τς νύχτας τή φοβέρα.
Στήν πόρτα μου λλος δέν χτυπ κανείς π’ τόν γέρα.
Δέν χω δόξα. Εν’ συχα τά ργα πού χω πράξει.
κουσα τή γλυκιά βροχή. Τή δύση χω κοιτάξει.
δωκα στά παιδιά χαρές, σέ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα πού γύριζαν τό βράδυ.
Τώρα δέν χω τίποτα νά διώξω νά κρατήσω.
Δέν περιμένω νταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια λπίδα.
Εδόκησε ν’ φανιστ χωρίς νά ξαναζήσω...
Σ’ εχαριστ γιά τά βουνά καί γιά τούς κάμπους πού εδα.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Τετράδιο  152 * Νοέμβριος 2012

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

 


Αὐτὸ κι ἂν δὲν ἦταν θαῦμα!

Στὰ μισά τοῦ καλοκαιριοῦ -δὲν θυμᾶμαι μὲ ποιὸ τρόπο- ὁ Κύριος μὲ προειδοποίησε, ὅτι ἡ ἐξορία μου θὰ τελείωνε σύντομα.

Περίμενα μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἐκπληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση ἀλλὰ οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν καὶ τίποτα δὲν ἄλλαζε.

Ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση. Ἀπογοητεύτηκα.

Κάποια μέρα πῆγα στὴν ἐκκλησία, γονάτισα μέσα στὸ ἱερὸ καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι μὲ δάκρυα στὸν Ἰησοῦ. Ἡ προσευχή μου εἶχε καὶ ἕνα παράπονο, γιατί καθυστερεῖ ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐκπληρώνει τὴν ὑπόσχεσή Του.

Ξαφνικὰ βλέπω στὴν εἰκόνα τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁλοζώντανα, νὰ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ μένα. Δὲν μὲ κοιτοῦσε πιά. Τρόμαξα. Δὲν μποροῦσα καὶ δὲν τολμοῦσα νὰ ξανακοιτάξω τὴν εἰκόνα.

Βγῆκα σὰν βρεγμένη γάτα ἀπὸ τὸ ἱερὸ στὸν ἐξωνάρθηκα. Ἐκεῖ βρῆκα τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων». Τὸ ἄνοιξα μηχανικὰ καὶ διάβασα τὸ πρῶτο κείμενο ποὺ ἔπεσε στὰ μάτια μου.

Δὲν θυμᾶμαι, δυστυχῶς, ποιὸ ἦταν τὸ κείμενο ποὺ διάβασα ἀλλά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, διότι κατέκρινε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ὑπομονή, βιάζονται καὶ δὲν περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ ἤρεμα θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου.

Αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ ἐπηρέασε κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Ἀποκάλυπτε τὴν ἀπερισκεψία μου καὶ τὸ θράσος μου, ἐνῶ συνάμα ἐπιβεβαίωνε τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀπελευθέρωσής μου, τὴν ὁποία περίμενα νὰ ἐκπληρωθεῖ τόσο ἀνυπόμονα.

Ἐπέστρεψα τότε πάλι στὸ ἱερὸ καὶ μὲ χαρὰ εἶδα, πὼς πάλι στὴν εἰκόνα ὁ Κύριος μὲ κοίταξε μὲ τὸ φωτεινὸ καὶ ἤρεμο βλέμμα Του.

Αὐτὸ κι ἂν δὲν ἦταν θαῦμα!

Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἱατρὸς

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

 


Εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει

Ἕνας ἄρρωστος εἶπε στὸν γιατρό του, ἐνῶ ἐκεῖνος ἑτοιμαζόταν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἐξεταστήριο: «Γιατρέ, φοβᾶμαι νὰ πεθάνω. Πές μου, τί ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά;»

Πολὺ ἥρεμα ὁ γιατρὸς ἀπάντησε: «Δὲν ξέρω».

«Δὲν ξέρεις; Εἶσαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ξέρεις τί ὑπάρχει μετὰ τὸν θάνατο;»

Ὁ γιατρὸς κρατοῦσε τὸ χερούλι τῆς πόρτας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀκούστηκε ἕνα ξύσιμο καὶ ἕνα γρύλλισμα. Καθὼς ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἕνας σκύλος μπῆκε μέσα καὶ πήδησε πάνω του χαρούμενος.

Ὁ γιατρὸς γύρισε στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ εἶπε: «Βλέπεις τὸν σκύλο μου; Δὲν εἶχε ξαναμπεῖ στὸ δωμάτιο αὐτό, δὲν ἤξερε τί θὰ συναντήσει. Ἤξερε μόνο ὅτι ὁ κύριός του εἶναι ἐδῶ καὶ πήδησε μέσα χωρὶς φόβο. Πολὺ λίγα γνωρίζω γιὰ τὸ τί ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά, ἀλλὰ ξέρω ἕνα πράγμα... Ξέρω ὅτι ὁ Κύριός μου εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει».

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Πῶς νὰ ἐξομολογεῖσαι
Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐὰν ἐν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι, κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας, τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι, σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί, ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος, παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ, ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ, ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς, εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός, καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου, πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

 


Ἐμίσησα τήν ἐντύπωση

Γιά τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἔκαμαν τὴν κρίση. Ἦταν ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρῴων. Γιά τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμανδρίτη Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω κάνει τὴν κρίση. Ἦταν ὁ σοφότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν συγχρόνων μας σοφῶν. Καὶ τὸ ὑπεροχότερο πρότυπο σοφοῦ καὶ ἁγίου κληρικοῦ. Γιατὶ εἶχε μία ἀπόλυτη συνέπεια σ’ ἐκεῖνα πού πίστευε καὶ σ’ ἐκεῖνα πού ἔπραττε καὶ ἕνα τεράστιο πνευματικὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δέν ἀρκεῖ κανεὶς νά τὸ γνωρίσει, πρέπει καὶ νά μπορεῖ νά τὸ ἀξιολογήσει.

Γεννήθηκε σ’ ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ φτωχὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας πού λεγόταν καὶ λέγεται Μαθία. Σήμερα δέν ξέρω ἂν ὑπάρχει, ἔχει διαλυθεῖ ἐντελῶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν χωριάτες, ἐντελῶς ἀσήμαντοι ἄνθρωποι καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι. Καὶ ὁ ἴδιος, (χαρακτηρισμὸς τοῦ πατρὸς Ἰωὴλ γιά τὸν ἑαυτὸ του):

«Ὅταν ἤμουν στό σχολεῖο, στό δημοτικὸ καὶ στό γυμνάσιο, τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ λέγανε ὁ Κουτοφώτης» , γιατὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Φώτιος. Ὁ Κουτοφώτης. Ἦταν κουτός. «Μὲ θεωροῦσαν χαζὸ καὶ ἤμουν χαζὸς καὶ δυσμαθής». Λόγια δικά του, ὄχι δικά μου. «Δειλὸς , ἀνόητος καὶ βλάκας».

Λόγια δικά του. Πῶς εἶχε τὸ θάρρος νά τὰ λέει γιά τὸν ἑαυτὸ του, εἶναι λιγάκι δύσκολο νά τὸ μετρήσει κανείς. Ἀλλὰ νά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, στό σχολεῖο, τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἐρώτημα: «Γιατὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶναι ἔξυπνα καὶ ἐγὼ εἶμαι κουτὸς καὶ εἶμαι ὁ χαζοφώτης». Καὶ ἔψαξε καὶ ἐβρῆκε. Ψάχνοντας ἐβρῆκε. Καὶ τὶ λέτε ἐβρῆκε; Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶχαν μὲν μία εὐφυΐα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μία ἐπιπολαιότητα. Τσιμπολογοῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ πετοῦσαν ἐξυπνάδες.

Καὶ οἱ διδάσκαλοι, μὲ τὸ ἄθλιο παιδαγωγικὸ σύστημα πού ἔχουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μένανε εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες τῶν παιδιῶν. «Ἐγώ», μοῦ ἔλεγε ὁ πάτερ Ἰωήλ, «κατάλαβα ὅτι τουλάχιστον γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐπειδὴ ἤμουν δυσμαθής, χρειαζόμουν σοβαρὴ μελέτη». Καὶ προσπάθησε νά κάνει ὅσο πιὸ σοβαρὴ μελέτη μποροῦσε. Φυσικὰ μὲ ἐπαναλήψεις. Καὶ τὰ κατάφερε. Κατάλαβε ἀπὸ τότε ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά μορφωθεῖ καὶ νά ἔχει βάσεις πνευματικές, μορφωτικὲς ἐννοοῦμε τώρα, πιὸ καλὲς ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιά, βάσεις πιὸ σταθερές. Καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐντύπωση εἶναι ἕνα ψεύτικο πρᾶγμα πού δέν ἀξίζει τὸν κόπο νά τοῦ δίνει κανεὶς σημασία. Καὶ ἔτσι, μοῦ ἔλεγε, σὲ ἡλικία νεαροτάτη, 14 – 15 χρόνων, ἐμίσησε τὴν ψεύτικη ἐντύπωση. Γιατί; Ἐπειδὴ κατάλαβε.

Ποιὸ ἦταν τὸ συμπέρασμά του; Τὸ συμπέρασμά του ἦταν : Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού εἶναι καὶ μπορεῖ νά ἀλλάξει, μπορεῖ νά διορθωθεῖ. Ἡ σκέψη αὐτή, τόσο πρώιμη ἀλλὰ καὶ πολὺ βαθιά, εἶναι αὐτή πού ἐσφράγισε ὁλόκληρη τή ζωή του.

Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

 


Ὁ τρύγος

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.

Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.

Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,

Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.

Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...

O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...

Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.

Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.

Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.

Κώστας Κρυστάλλης

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024



Ἀληθινή γιορτή εἶναι ἡ ἐσωτερική χαρά
Ἦρθαν οἱ ἅγιες ἑορτές. Καί τίς χαιρόμαστε. Καί τίς ἀπολαμβάνομε ὅσο πιό καλά μποροῦμε. Καί μέσα μας, καί καμμιά φορά καί φωναχτά μεταξύ μας, τό λέμε:
-Ὤ, νά ἦταν ὅλος ὁ χρόνος μιά γιορτή!
Τό λέμε. Καί νομίζομε, πώς εἴμαστε πολύ ἀπαιτητικοί.
-Μακάρι! Ἀλλά δέν γίνονται αὐτά.
Ἔτσι μᾶς φαίνεται. Καί μεταξύ μας συμφωνοῦμε. Ἀλλά δέν συμφωνεῖ μαζί μας ἕνας πολύ μεγάλος καί σοφώτατος ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Λέγει:
Ἄν θέλετε, μπορεῖτε νά ἔχετε ἑορτή ὁλοχρονίς. Ναί, μπορεῖτε νά ἔχετε ἑορτή ὄχι γιά κάποιες ὧρες καί στιγμές, ἀλλά συνεχῶς καί ὁλοχρονίς.
Μᾶς τό λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: «Ἑορτάζωμεν», μᾶς λέγει! Καί ἐμεῖς ἀποροῦμε: Τί λές, Παῦλε; Τί νά γιόρταζαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς Σου; Τί γιορτές νά ἔκαναν, ἀφοῦ ἀκόμη δέν εἶχαν θεσπισθῆ; Καί ποῦ καί πῶς νά τίς ἑόρταζαν, ἀφοῦ ζοῦσαν, μιά χουφτίτσα Χριστιανοί, μέσα σέ μιά θάλασσα εἰδωλολατρῶν;
Ἄλλο ἤθελε ὁ Παῦλος, νά τούς εἰπεῖ. Kαί νά μᾶς εἰπεῖ. Τί;
Ἀληθινή γιορτή δέν εἶναι οἱ κάποιες ἡμέρες. Ἀληθινή γιορτή δέν εἶναι τό ὅποιο γλέντι.
Ἀληθινή γιορτή εἶναι ἡ ἐσωτερική χαρά. Καί ἀληθινή χαρά μᾶς δίνει μόνο ἡ καθαρή συνείδηση.
Ὅποιος ἔχει καθαρή συνείδηση, ἔχει ὁλοχρονίς γιορτή.
Δηλαδή; Τί σημαίνει αὐτό;
Μερικοί ἔρχεσθε στήν Ἐκκλησία «ἀργά καί πού»!
Γιά νά τό καταλάβετε, αὐτό πού σᾶς λέγω, χρειάζεται νά βάλετε λίγη προσοχή.
Τί μᾶς λέγει ἡ σημερινή ἑορτή;
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε πολλά ἀγαθά. Ἦρθαν στιγμές πού γέμισε ἡ γῆ μέ ἀγγέλους καί μέ τά τραγούδια τους.
Καί μόνο;
Ἔγινε καί κάτι πιό μεγάλο.
Ἄνθρωποι ἀπό τήν γῆ ἀνέβηκαν στόν οὐρανό! Μιμήθηκαν καί ἔφτασαν στίς ἀρετές τούς ἁγίους ἀγγέλους.
Ζοῦσαν στήν γῆ. Μέ σάρκα καί μέ αἷμα. Ὅπως καί ἐμεῖς. Καί διατηροῦσαν, καί εἶχαν, ὅλα αὐτά τά γνωστά «σύν καί πλήν», πού ἔχει ἡ φύση μας. Καί παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἔγιναν ἄγγελοι. Αὐτοί ἔγιναν. Γιατί τό θέλησαν. Γιατί τό ἔκαμαν φιλοτιμία τους.
Ἁπλά καί μόνο, γιατί τό θέλησαν, νά ἔχουν καθαρή συνείδηση καί νά ζοῦν μέ καθαρή συνείδηση.
Ἔχει ἤ δέν ἔχει ὁλοχρονίς γιορτή, ὅποιος ζεῖ ἔτσι;
Μήπως ἐμεῖς, δέν παίρνομε τό θάρρος νά ἰδοῦμε τά πράγματα σωστά;
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

 


Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον

Ἡ πατρὶς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι, χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη, τρεῖς ὧρες εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι μακρυὰ τὸ ἄλλο τὸ χωριό, πέντε καλύβια. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοὶ καὶ ἡ φτώχεια αὐτείνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασσα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοὶ καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε διὰ ξύλα εἰς τὸν λόγκον. Φορτώνοντας τὰ ξύλα ῾στὸ νῶμο της, φορτωμένη εἰς τὸν δρόμον, εἰς τὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα μόνη της ἢ καϊμένη καὶ ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καὶ αὐτείνη τότε καὶ ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη ὀλίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου εἰς τὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε εἰς τὸ χωριόν.

Σὲ κάμποσον καιρὸν ἔγιναν τρία φονικὰ εἰς τὸ σπίτι μας καὶ χάθη καὶ ὁ πατέρας μου. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα θέλαν νὰ μᾶς σκλαβώσουνε. Τότε διὰ νυχτὸς ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ ὅλο μας τὸ σόι σηκώθηκαν καὶ ἔφυγαν καὶ ἤθα παγαίνουν εἰς τὴν Λιβαδειὰ νὰ ζήσουνε ἐκεῖ. Θὰ πέρναγαν ἀπὸ ῾να γιοφύρι τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Στενό, δὲν πέρναγε ἀπὸ ἄλλο μέρος τὸ ποτάμι. Ἐκεῖ φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι νὰ περάσουν νὰ τοὺς πιάσουνε, καὶ δεκοχτῶ ἡμέρες γκιζεροῦσαν εἰς τὰ δάση ὅλοι κ᾿ ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα κ᾿ ἔτρωγα αὐτὸ τὸ γάλα. Μὴν ὑποφέρνοντας πλέον τὴν πείνα, ἀποφάσισαν νὰ περάσουνε ἀπὸ τὸ γιοφύρι, καὶ ὡς βρέφος ἐγὼ μικρό, νὰ μὴν κλάψω καὶ χαθοῦνε ὅλοι, ἀποφάσισαν καὶ μὲ πέταξαν εἰς τὸ δάσος, εἰς τὸν Κόκκινον ὀνομαζόμενον, καὶ προχώρεσαν διὰ τὸ γιοφύρι. Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέγει, «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση, τοὺς εἶπε, περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε... τὸ παίρνω κι᾿ ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνομεν»... ἢ μητέρα του κι᾿ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε. Αὐτὰ ὅλα τά ῾λεγε ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἄλλοι συγγενεῖς. Σηκωθήκαμεν ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ πήγαμεν εἰς Λιβαδειὰ καὶ μᾶς περασπίστηκαν οἱ φιλάνθρωποι ἄρχοντες ἐκεῖ κάμποσον καιρόν, ὅσο ὁποῦ πιαστήκαμεν καὶ κάμαμεν ἐκεῖ σπίτια, ὑποστατικά.

Ἐγὼ ἔγινα ὡς ἑφτὰ χρονῶν. Μὲ βάλαν νὰ ἐργάζωμαι σὲ ἕναν ἑκατὸ παράδες τὸν χρόνον, τὸν ἄλλον χρόνον πέντε γρόσια. Ἀφοῦ ἔκανα πολλὲς δουλειές, ἤθελαν νὰ κάνω κι᾿ ἄλλες δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ καὶ νὰ περιποιῶμαι τὰ παιδιά. Τότε αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου. Δὲν ἤθελα νὰ κάμω αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ μ᾿ ἔδερναν καὶ οἱ ἀφεντάδες καὶ οἱ συγγενεῖς. Σηκώθηκα καὶ πῆρα καὶ ἄλλα παιδιὰ καὶ πήγαμεν εἰς Φήβα. Ἡ κακὴ τύχη καὶ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς ἦρθαν καὶ μᾶς πιάσανε καὶ μὲ φέραν πίσω εἰς τὴν Λιβαδειὰ καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἀφέντη. Καὶ τὴν ἴδια ῾πηρεσία ξακολουθοῦσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια– νὰ γλυτώσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ῾πηρεσίαν, ὅτι ἡ φιλοτιμία μου δὲν μ᾿ ἄφηνε ἥσυχον οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, ἄρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια τῶν παιδιῶν καὶ τῆς ἴδιας μου μητέρας καὶ ἔφευγα μέσα τὶς ράχες. Καὶ μ᾿ αὐτὸ βαρέθηκαν καὶ μὲ λευτέρωσαν, ὅτι αὐτείνη ἡ ῾πηρεσία μ᾿ εἶχε καταντήσῃ νὰ χαθῶ.

Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Ἦταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ ἦταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν. Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τΆγιαννιου. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι, μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μό᾿ ῾γίνε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν πόρτα κι᾿ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες, τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ῾γινε ῾σ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσῃ ἄρματα καλὰ κι᾿ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον.

Σὲ ὀλίγον καιρὸν γράφει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀφέντη μου ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὅτι θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα, τὰ 1811. Τὸν πάντρεψε αὐτὸν ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Ἄρτα. Ἔκατζε κάμποσον καιρὸν εἰς Ἄρτα, τὸν γύρεψε ὁ Ἀλήπασσας νὰ πάγη, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε εἰς τὰ μυστικά του γράμματα. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος, τὸν λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει νὰ μ᾿ ἀφήσῃ εἰς τὸ σπίτι του ἐμένα, δὲν ἤθελα νὰ κάτζω. Μοῦ εἶπε: «Θὰ κάτζῃς καὶ μὲ τὸ στανιόν». Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀποφύγω, ὅτ᾿ εἶχε τὴν δύναμη. Ἔκατζα μὲ συμφωνίες ὅτι ἐγὼ ὡς δοῦλος δὲν κάθομαι. «Κάνω τὴν ῾πηρεσία τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅμως θὰ γνωριστῶ καὶ μὲ τοὺς κατοίκους νὰ δανειστῶ, νὰ κάμω καὶ ἐμπόριο, ὅτ᾿ εἶμαι γυμνός, νὰ ντυθῶ. Αὐτὸς ἦταν φιλάργυρος, δὲν μό ῾δινε τίποτας). Πρώτη συμφωνία αὐτείνη, τοῦ εἶπα, καὶ δεύτερον τὰ ψώνια τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ βαστάῃ ἡ γυναίκα σου τὰ χρήματα καὶ τὸν λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, καὶ νὰ μοῦ δίνῃ νὰ τῆς ψωνίζω, νὰ ζυάζῃ ὅταν φέρνω τὸ ψώνιο καὶ ὅ,τι κάνει νὰ πλερώνῃ. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ ψώνια, νὰ μὴν μὲ λέτε ὅτι σᾶς ἔκλεψα, ὅτι τώρα μὲ βλέπετε γυμνὸν καὶ αὔριον ντυμένον καὶ θὰ λέτε ὅτ᾿ εἶμαι κλέφτης. Ἔκατζα μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συμφωνίες ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ ἔκαμα ῾σ αὐτὸν δέκα χρόνους. Μό᾿ ῾δωσε καὶ αὐτὸς διὰ μιστὸν τετρακόσια γρόσια ὅλα. Τοῦ ζήτησα ἕνα δάνειο καὶ μοῦ τὸ᾿ ῾δῶσε μὲ τόκον τὰ δέκα δώδεκα τὸν χρόνον. Τοῦ ῾φκιασα ὁμολογία καὶ τὴν ἔχω ὡς σήμερον. Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾καμε κι᾿ αὐτός.

Ἐκεῖ ῾μπρός εἰς τὸ σπίτι του ἦταν μία πιάτζα καὶ μαζώνονταν οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔμποροι, καὶ κάθονταν ὡς τὰ μεσάνυχτα τὸ καλοκαίρι. Τότε ἐγὼ ἔβανα καὶ καθάριζαν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τοὺς ἔδινα καὶ ὅ,τι τοὺς χρειάζονταν, τοὺς καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν. Ζήτησα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προεστοὺς καὶ ἐμπόρους ἕνα δάνειον καὶ μὲ δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, εἶχα καὶ ἐγὼ ὡς τότε καπετάλι εἰκοσιτέσσερα γρόσια, τὰ προστοίχησα εἰς τοὺς χωργιάτες καὶ ἔπιασα βρώμη τὸν χειμώνα, νὰ τὴν λάβω εἰς τ᾿ ἁλώνια. Τὴν πιάνω τέσσερα γρόσια τὸ ξάι, τὴν σύναξα εἰς τ᾿ ἁλώνια (καὶ ἦταν ἔλλειψη) καὶ τὴν πουλῶ δεκαέξι. Πιάνω ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα. Τὴν ἄλλη χρονιὰ τὸν χειμώνα τὰ πιάνω ἀραποσίτι ἀπὸ ἕντεκα γρόσια τὸ ξάι, τὸ συνάζω εἰς τ᾿ ἁλώνια, τὸ πουλῶ εἰς τὴν Ἄρτα τριάντα τρία. Ὅτ᾿ ἦταν πανούκλα εἰς τὴν Ἄρτα καὶ ἦταν ἔλλειψη τὸ ψωμί. Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἄρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι᾿ ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἁϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὸν σήμερον – ἔχω καὶ τ᾿ ὄνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα..

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

 


Ἀμοργὸς

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Νίκος Γκάτσος

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 


Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός

Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ» δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;

Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.

Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ καθένας μας ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μας εἶναι ἀτελεύτητο μαρτύριο.

Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία. Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό τόν Κύριο ν’  ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’  ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».

Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!

Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μοῦ εἶπε κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή θεία ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό προσευχόμενος γι’  αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος. Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε τέτοια στάση.

Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.

Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα. Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.

Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος, δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι», μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

 


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης