Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

 


Βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας

Μιὰ φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἀπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: «Παναγία μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν Τύραννο καὶ θὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα» (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

 


Περὶ ἀργίας καὶ πολυδουλείας

Πάρα πολὺ σοφὰ εἶναι ὅσα λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς κακίες, τῆς ἀργίας καὶ τῆς πολυδουλείας, γράφοντας:

«Στὸ ἀσθενικὸ σῶμα, ὅταν τὸ ἀναγκάσης νὰ ἐργασθῆ περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμί του, θὰ προκαλέσης σκότωσι πάνω στὴν σκότωσι στὴν ψυχή του καὶ θὰ τοῦ προξενήσης μεγαλύτερη σύγχυσι», - νὰ τὸ κακὸ ποὺ προξενεῖ ἡ πολυδουλεία - «ἐνῶ τὸ ἰσχυρὸ σῶμα, ἂν τὸ παραδώσης στὴν ἀνάπαυσι καὶ τὴν ἀργία, θὰ συντελεσθῆ στὴν ψυχή του κάθε κακία» - νὰ καὶ τὸ κακὸ ποὺ προξενεῖ ἡ ἀργία.

Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

 


Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν πιστεύω

Συζήτησις π. Ἰωὴλ μετά τινος φίλου αὐτοῦ:

-Διὰ τὸ θέμα αὐτό, πάτερ Ἰωήλ, νομίζω ὅτι δύνασθε νὰ βασισθῆτε εἰς τὸ δεῖνα πρόσωπον.

-Τὸ πρόσωπον αὐτὸ καλὸ εἶναι, δὲν ἀντιλέγω. Καὶ εἶναι ὁλοψύχως ἀφιερωμένο εἰς ἐμὲ καὶ τὸ ἔργον μου. Ὅμως αὐτὰ γιὰ σήμερα. Αὔριο δὲν ξεύρομε τι γίνεται. Οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν.

-Αἴ, ὄχι! Αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἶναι ἄξιο πάσης ἐμπιστοσύνης. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξη ποτὲ διαθέσεις ἀπέναντί σας. Ἐγὼ πιστεύω εἰς τὴν σταθερότητα αὐτοῦ τοῦ προσώπου.

-Ἐγὼ ὅμως πιστεύω μόνον εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, Παντοκράτορα… Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν πιστεύω.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Ἀνέκδοτα Ἀρχιμανδρίτου Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

 


Σκοτάδι τώρα, κατόπιν Φῶς

Πάντα θὰ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία κι ὁ Κόσμος

Καὶ ἡ Καρδιὰ τοῦ Ἀνθρώπου,

Ἀνάμεσά τους θὰ τσακίζεται, θὰ παραδέρνει περιούσια, προσπαθώντας νὰ διαλέξει

Γενναία, ποταπή, σκοτεινὴ καὶ γιομάτη φῶς

Ταλαντευόμενη ἀνάμεσα στὴν Πύλη τῆς Κόλασης καὶ στὴν Πύλη τ᾽ Οὐρανοῦ

Καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν.

Σκοτάδι τώρα, κατόπιν

Φῶς,

Φῶς

Τ. S. Eliot

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

 


Νὰ μὴν ἀνοίγουμε πολλὰ μέτωπα

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἐπειδὴ δὲν ζοῦν ἁπλά, ἔχουν πολὺ περισπασμό. Ἀνοίγουν πολλὰ μέτωπα καὶ χάνονται μὲ τὴν πολλὴ μέριμνα. Ἐγὼ ἕνα‐δύο πράγματα τὰ τακτοποιῶ καὶ μετὰ σκέφτομαι ἄλλα. Ποτὲ δὲν ἔχω νὰ κάνω πολλὰ πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι νὰ κάνω αὐτό, τὸ τελειώνω καὶ μετὰ σκέφτομαι νὰ κάνω κάτι ἄλλο. Γιατί, ἄν δὲν τελειώσω τὸ ἕνα καὶ ἀρχίσω τὸ ἄλλο, δὲν ἔχω ἀνάπαυση. Ὅταν ἔχη κανεὶς πολλὰ μαζί νὰ κάνη, παλαβώνει. Καὶ μόνο νὰ τὰ σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια.

Εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνας νέος ποὺ εἶχε ψυχολογικὰ προβλήματα. Μοῦ ἔλεγε ὅτι ταλαιπωρεῖται, γιατὶ ἔχει μία κληρονομικὴ εὐαισθησία ἀπὸ τοὺς γονεῖς κ.λπ. «Τί κληρονομικὰ μοῦ λές; τοῦ εἶπα. Πρῶτα, χρειάζεσαι ξεκούραση. Μετὰ νὰ πάρης τὸ πτυχίο σου, μετὰ νὰ πᾶς στὸν στρατό, μετὰ νὰ κοιτάξης γιὰ διορισμό». Μὲ ἄκουσε ὁ καημένος καὶ βρῆκε τὸν δρόμο του. Ἔτσι βρίσκουν καὶ τὸν ἑαυτό τους οἱ ἄνθρωποι.

– Γέροντα, κι ἐγὼ κουράζομαι εὔκολα, ὅταν δουλεύω. Δὲν καταλαβαίνω τί φταίει.

– Αὐτὸ ποὺ σοῦ λείπει ἐσένα εἶναι ἡ ὑπομονή. Καὶ αἰτία ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνης ὑπομονὴ εἶναι ποὺ καταπιάνεσαι μὲ πολλά. Σκορπᾶς σὲ πολλὲς μεριὲς καὶ κουράζεσαι. Αὐτὸ καὶ νευρικότητα σοῦ δημιουργεῖ, γιατὶ ἔχεις καὶ φιλότιμο καὶ ἀγωνιᾶς.

Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, εἶχα ἕναν διακονητὴ στὸ μαραγκούδικο, τὸν Γέρο‐Ἰσίδωρο. Ὁ καημένος δὲν εἶχε καθόλου ὑπομονή. Ἄρχιζε ἕνα παράθυρο, στενοχωριόταν, ἔπιανε νὰ κάνη πόρτες, στενοχωριόταν καὶ τὰ ἄφηνε, ἔπιανε νὰ κάνη μετὰ στέγες. Ὅλα στὴ μέση τὰ ἄφηνε, χωρὶς νὰ τελειώνη τίποτε. Ἄλλα ξύλα χάνονταν, ἄλλα κόβονταν λάθος. Ἔτσι σκοτώνεται κανείς, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε.

Εἶναι μερικοί πού, ἐνῶ ἔχουν περιορισμένες δυνάμεις καὶ μποροῦν νὰ κάνουν μόνον ἕνα‐δύο πράγματα, καταπιάνονται καὶ μπερδεύονται μὲ πολλὰ καὶ μετὰ δὲν κάνουν τίποτε σωστὸ καὶ σέρνουν καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅσο μπορεῖ κανείς, νὰ κάνη ἕνα‐δυὸ πράγματα μόνο, νὰ τὰ τελειώνη σωστὰ καὶ νὰ ἔχη τὸ μυαλό του καθαρὸ καὶ ξεκούραστο καὶ μετὰ νὰ ἀρχίζη κάτι ἄλλο. Γιατί, ἅμα ὁ νοῦς του σκορπίση, τί πνευματικὰ θὰ κάνη μετά; Πῶς νὰ θυμηθῆ τὸν Χριστό;

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

 


Προσμονὴ τῆς Ὑπαπαντῆς

Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ!

Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιά του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκής «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαῖα σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο.

Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ Παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ ποὺ μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προσμονή.

Πρωτ. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

 


Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ὑλισμὸς

Συγγραφεύς τις παρατηρεῖ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ὑπόκειται εἰς περιοδικὰς ἐκλείψεις. Εἰς τοιαύτην δὲ ἔκλειψιν ἀποδίδει τὰς ὑφισταμένας σήμερον ἀμφιβολίας περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Ἐκλείπει καὶ ὁ Ἥλιος καὶ ὅμως ἀναφαίνεται πάλιν λαμπρότερος. Τὸ φωτοβόλον ἄστρον θέλει ἐξακολουθεῖ, ἐνόσῳ ὑπάρχει ὁ κόσμος, νὰ διατρέχῃ τὸν ἡμερήσιον δρόμον του, καὶ τῶν θνητῶν ἡ διάνοια θὰ στρέφεται ἀείποτε πρὸς τὸ θεῖον ὡς πρὸς τὴν μόνην αὐτῆς ἀνάπαυσιν ἢ τὸν μόνον ἀγῶνα.

Τί εἶναι ὁ Ἥλιος; Διὰ τοὺς μὲν αἴνιγμα, διὰ τοὺς δὲ θαῦμα· καὶ ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ εἶναι διὰ τοὺς μὲν γρῖφος, διὰ τοὺς δὲ λαμπάς.

Ὁ περιώνυμος Λιττρέ, ἀποθανὼν πρὸ δύο μηνῶν ἐν Παρισίοις, καὶ ὁ πρὸ αὐτοῦ Αὔγουστος Κὸντ «δὲν ἀρνοῦνται τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν θέτουσι κατὰ μέρος». Ἐντοσούτῳ ὁ Λιττρὲ ἐβαπτίσθη καὶ ἐκοινώνησε τῶν μυστηρίων κατὰ τὰς τελευταίας τοῦ βίου αὐτοῦ στιγμάς.

Λέγουσιν ὅτι ἡ ἐπίδρασις τῶν κληρικῶν, τῆς γυναικὸς καὶ τῆς θυγατρός του παρέτρεψεν αὐτόν. Τί ἀποδεικνύει τοῦτο; Ὅτι ὁ πενιχρὸς οὗτος ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος εἶναι ἀσθενέστερος ἢ ὥστε νὰ ἐπιχειρῇ νὰ ἀμφισβητήσῃ τὸ θεῖον.

Πρὸ τῶν σήμερον ὑλιστῶν, δαρβινιστῶν καὶ θετικιστῶν ὑπῆρξαν οἱ ἀπαισιόδοξοι, οἱ ὀρθολογισταὶ καὶ οἱ κριτικισταί· ἀλλὰ παρῆλθον· πρὸ αὐτῶν ἦσαν οἱ πανθεϊσταί, ἀλλὰ ἐξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται ἐν τῇ σκιᾷ,  ἀφανίζονται, ἀφοῦ ἐπὶ βραχὺ τέρψωσι τοὺς φιλοκαίνους καὶ τοὺς φιλαναγνώστας διὰ περιέργου συναυλίας λέξεων καὶ γνωμῶν. Ὁ δὲ Χριστιανισμὸς ἔμεινε καὶ θὰ μένῃ.

Τὸ ἀρνεῖσθαι τὴν αἰτίαν πράγματός τινος εἶναι τοσοῦτον ἄτοπον, ὅσον καὶ τὸ ἀρνεῖσθαι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἧττον παράλογοι ἦσαν οἱ παραδοξολόγοι ἐκεῖνοι φιλόσοφοι, οἵτινες ἠρνήθησαν ἁπλῶς τὴν ὕπαρξιν τοῦ κόσμου. Ὁ Ἀναξαγόρας ὅμως, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ συλλάβῃ τόσον ἀστείαν ἰδέαν, εἶπε πρὸ δισχιλίων ἐτῶν, ὅτι νοῦς ἐδημιούργησε τὰ πάντα. Ὁ δὲ Σωκράτης, ὅτε ἡρμήνευε πρὸς τὸν Ἀριστόδημον τὴν θαυμαστὴν σκοπιμότητα τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, οὐδὲν ἄλλο ἔπραττεν ἢ ἔθετε τὰς βάσεις τῆς ἐν τῇ νῦν χριστιανικῇ ἐπιστήμῃ λεγομένης τελεολογικῆς ἀποδείξεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Πνεῦμα εὐθύ, διάνοια ὑψηλὴ καὶ εὐρεῖα, ὁ ὄντως ἐκεῖνος φιλόσοφος ἀνεκάλυπτε φῶς, ὅπου οἱ πολλοὶ εὑρίσκουσι σκότος. Μετεῖχε τῆς οὐσίας τοῦ ἀληθοῦς καὶ μετέδιδεν αὐτῆς πρὸς πάντας. Ὁ πόθος τῆς μωρᾶς ἐπιδείξεως, ἡ μανία τοῦ καινὰ ἑκάστοτε λέγειν, ἡ δοκησισοφία, ὁ τῦφος καὶ ἡ οἴησις ἄγουσιν εἰς τὰς συγχρόνους ἀθεϊστικὰς θεωρίας, ἀφ᾿ ὧν τοὐναντίον ἀπάγει ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀκραιφνὴς φιλοσοφικὴ ζήτησις τῆς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν κειμένης ἀληθείας.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

 


Κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια

Εἰς τὴν Τριπολιτζά εἶχον γράψει σάτιραν ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦτον Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζεν. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμον συμμαζωμένον, ἔστειλε τὸν Γραμματικόν του νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ Γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ.

Ἔμαθε τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε, τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωκε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαόν.

Ἔπειτα, εἶπε: «Κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια». Καὶ τινὲς λέγουν, ἐπρόσθεσε: «Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».

Γεώργιος Τερτσέτης

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

 


Συνοπτικὸν

Δίνε δωρεὰν τὸν χρόνο ἄν θὲς νὰ σοῦ μείνει λίγη ἀξιοπρέπεια.

******

Δυστυχῶς καὶ ἡ Γῆ μὲ δικά μας ἔξοδα γυρίζει.

******

Θέ μου τί μπλὲ ξοδεύεις γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπουμε!

******

Ἄν δὲν στηρίξεις τὸ ἕνα σου πόδι ἔξω ἀπ’ τὴ Γῆ ποτέ σου δὲν θὰ μπορέσεις νὰ σταθεῖς ἐπάνω της.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

 


Μὲ τὰ ἄκρα δὲν λύνονται τὰ θέματα

– Γέροντα, ποιά εἶναι ἡ σωστὴ ἀντιμετώπιση, ὅταν προκύπτουν δύσκολα ἐκκλησιαστικὰ θέματα;

– Νὰ ἀποφεύγωνται τὰ ἄκρα∙ μὲ τὰ ἄκρα δὲν λύνονται τὰ θέματα. Βλέπαμε παλιά, ὁ μπακάλης ἔβαζε λίγο‐λίγο μὲ τὴν σέσουλα στὴν ζυγαριά, καὶ ἔτσι ἔβρισκε τὴν ἀκρίβεια καὶ ἰσορροποῦσε καὶ ἡ ζυγαριά. Δηλαδὴ δὲν ἔβαζε ἀπότομα πολὺ οὔτε ἀφαιροῦσε ἀπότομα πολύ. Τὰ δύο ἄκρα πάντα ταλαιπωροῦν τὴν Μητέρα Ἐκκλησία καὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ κρατοῦν ταλαιπωροῦνται, γιατὶ τὰ δύο ἄκρα συνήθως καρφώνουν… Εἶναι σάν νὰ κρατάη τὸ ἕνα ἄκρο δαιμονισμένος, ὅταν ἔχη ἀναίδεια πνευματική (περιφρόνηση γιὰ ὅλα), καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο σὰν νὰ τὸ κρατάη τρελλός, ὅταν ἔχη μωρὸ ζῆλο μὲ στονοκεφαλιά. Ἕνας πνευματικὰ ἀναιδὴς δηλαδὴ μὲ ἕναν ζηλωτή, ποὺ ἔχει μωρό ζῆλο, ποτὲ δὲν συμφωνοῦν, ἀλλὰ τρώγονται καὶ χτυπιοῦνται, γιατὶ καὶ οἱ δύο στεροῦνται τὴν θεία Χάρη. Τότε –Θεὸς φυλάξοι! – μπορεῖ νὰ χτυπιοῦνται συνέχεια τὰ δύο ἄκρα καὶ «ἄκρη νὰ μὴν τοὺς βρίσκη» κανείς. Ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ λυγίσουν τὰ δύο αὐτὰ ἄκρα, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν –νὰ ὁμονοήσουν‐, θὰ στεφανωθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὲ δύο ἀμάραντα στεφάνια.

Νὰ προσέχουμε νὰ μὴ δημιουργοῦμε θέματα στὴν Ἐκκλησία οὔτε νὰ μεγαλοποιοῦμε τὶς μικρὲς ἀνθρώπινες ἀταξίες ποὺ γίνονται, γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦμε μεγαλύτερο κακὸ καὶ χαίρεται ὁ πονηρός. Ὅποιος γιὰ μικρὴ ἀταξία ταράσσεται πολὺ καὶ ὁρμάει ἀπότομα μὲ ὀργή, δῆθεν νὰ τὴν διορθώση, μοιάζει μὲ ἐλαφρόμυαλο νεωκόρο ποὺ βλέπει νὰ στάζη ἕνα κερὶ καὶ ὁρμάει ἀπότομα, μὲ φόρα, γιὰ νὰ τὸ διορθώση δῆθεν, ἀλλὰ παίρνει σβάρνα ἀνθρώπους καὶ μανουάλια, καὶ δημιουργεῖ μεγαλύτερη ἀταξία τὴν ὥρα τῆς λατρείας. Δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἔχουμε πολλοὺς ποὺ ταράσσουν τὴν Μητέρα Ἐκκλησία. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι μορφωμένοι ἔπιασαν τὸ δόγμα μὲ τὸ μυαλὸ καὶ ὄχι μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅσοι πάλι εἶναι ἀγράμματοι ἔπιασαν καὶ αὐτοί τὸ δόγμα μὲ τὰ δόντια, γι’ αὐτὸ καὶ τρίζουν τὰ δόντια, ὅταν συζητοῦν ἐκκλησιαστικὰ θέματα, καὶ ἔτσι δημιουργεῖται μεγαλύτερη ζημιὰ στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτούς, παρὰ ἀπὸ τοὺς πολέμιους τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Καλὰ εἶναι τὸ ποτάμι νὰ μὴν εἶναι πολὺ ὁρμητικό, γιατὶ παίρνει σβάρνα κούτσουρα, πέτρες, ἀνθρώπους, ἀλλὰ οὔτε βέβαια καὶ πολὺ ρηχό, γιατὶ θὰ κάθωνται κουνούπια…

Εἶναι μερικοὶ πάλι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κριτικὴ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι μὲ τὸ γενικώτερο καλό. Παρακολουθεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Κοιτάζει τί θὰ πῆ ἤ τί θὰ γράψη ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τὸν χτυπήση κατόπιν ἀλύπητα, ἐνῶ ὁ ἴδιος, ἐὰν ἔλεγε ἤ ἔγραφε τὸ ἴδιο πράγμα, θὰ τὸ ὑποστήριζε καὶ μὲ πολλές μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες. Τὸ κακὸ ποὺ κάνει εἶναι μεγάλο, γιατὶ ἀφ΄ ἑνὸς μέν ἀδικεῖ τὸν πλησίον του, ἀφ΄ ἑτέρου δὲ τὸν γκρεμίζει μπροστὰ στὰ μάτια τῶν πιστῶν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα σπέρνει καὶ τὴν ἀπιστία στὶς ψυχὲς τῶν ἀδυνάτων, γιατὶ τοὺς σκανδαλίζει. Ὅσοι δικαιολογοῦν τὴν κακία τους μὲ τὸν δῆθεν ἔλεγχο τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ τους ἤ μὲ τὸ νὰ δημοσιεύουν στὸν κόσμο ἐκκλησιαστικὲς καταστάσεις –ἀκόμη καὶ πράγματα ποὺ δὲν λέγονται – προφασιζόμενοι τὸ «εἰπὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἄς κάνουν πρῶτα ἀρχὴ ἀπὸ τὴν μικρή τους ἐκκλησία, τὴν οἰκογένειά τους ἤ τὴν Ἀδελφότητά τους καὶ, ἐὰν τοὺς φανῆ καλό, τότε ἄς ρεζιλέψουν καὶ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία. Τὰ καλὰ παιδιά, νομίζω, ποτὲ δὲν κατηγοροῦν τὴν μάνα τους.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

 


Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς

Περὶ τὴν χαραυγήν, ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνισε τὰ παιδία, καὶ ἀφοῦ τὰ ἔνιψε καὶ τὰ ἐκτένισε ἐπιμελῶς τοὺς ἔδωσε παξιμαδάκια νὰ μασήσουν, «γιὰ νὰ μὴν τὰ μπουκώσ᾽ ὁ γάδαρος». Εἶτα ἔλαβε τὸ κομψόν, εὔπλεκτον καλάθιόν της, ἔθεσε ἐντὸς τὴν ρόκαν, τὴν μανδήλαν της καὶ ὀλίγα τρόφιμα διὰ πρωινὸν πρόγευμα, καὶ ἐξῆλθε μετὰ τῆς συνοδίας της.

Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνα τόσον πρωί. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτο ὅτι σήμερον, ἕνεκα τοῦ ἐξαιρετικοῦ τῆς ἡμέρας, ὡδήγει μαζί της τὰ μικρὰ παιδία, καὶ ὄχι μόνον αὐτά. Ἀλλ᾽ ἡ καλὴ γραῖα ἦτο πάντοτε ἀγροδίαιτος, καὶ ἂν διενυκτέρευε συνήθως εἰς τὴν πόλιν, ποτέ, οὔτε μίαν ἡμέραν δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ἐξοχήν. Εἶχε τὴν ἀμνάδα της, τὴν ὁποίαν ἔτρεφε φιλοστόργως καὶ αἱ ἀγαθαὶ γειτόνισσαι διηγοῦντο ὅτι ἐκοιμᾶτο μετ᾽ αὐτῆς ἀγκαλιαστά, διὰ νὰ ζεσταίνεται. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν ἐκοιμᾶτο μὲ τὴν ἀμνάδα, ἐκοιμᾶτο ὅμως εἰς τὸ αὐτὸ ὑπόστεγον, ὅπου καὶ ἡ ἀμνάς, μικρὸν ὑπόστεγον μὴ διαφέρον ὀρνιθῶνος εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς. Καὶ τὴν ἡμέραν ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ ἀρνία της, ἡ δὲ Φωτεινὴ τὰ παιδία της, τὰ τέκνα τῆς κυρίας της καὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς, ἡμίσειαν δωδεκάδα μικρῶν διαβόλων, οἵτινες ἐκρεμῶντο ἀπὸ τὰ φουστάνια της, προσεκολλῶντο εἰς τὰ σπηλαιώδη στέρνα της καὶ ἐπήδων εἰς τοὺς κυρτοὺς ὤμους της. Τὴν δὲ νύκτα ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ μηρυκάσματά της, δι᾽ ὧν ἐκράτει ἔξυπνον τὴν σύνοικον, ἡ δὲ γραῖα εἶχε τὰ ὄνειρά της, ἄλλα μηρυκάσματα τῆς φαντασίας καὶ αὐτά, ὑφ᾽ ὧν ἐστέναζεν ἐνίοτε ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἐξυπνοῦσα τὴν προβατίναν, ἥτις διὰ μικροῦ βελασμοῦ ἀπήντα συμπαθῶς εἰς τοὺς στεναγμούς της.

Σήμερον ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἑλληνικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀνθοῦς, ἡ πομπὴ συνωδεύετο καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην κόρην τῆς κυρίας της, τὴν περικαλλῆ Ματήν. Τούτου ἕνεκα, ἡ γραῖα ἀνέλαβεν ἐνώπιον ταύτης τὴν ἡμιαληθῆ ἐκείνην σοβαρότητα, τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ γραῖαι ὑπηρέτριαι ὁπλίζονται ἐνώπιον τῶν νεαρῶν θυγατέρων τῶν δεσποινῶν των. Δὲν ἐπέτρεπε πλέον εἰς τὰ παιδία νὰ πιάνωνται ἀπὸ τὰ φουστάνια της νὰ τὰ τραβοῦν, ἀδιακόπως τὰ ἐμάλωνε, κ᾽ ἐκεῖνα ἔτρεχαν ἄλλα ἐμπρός, ἄλλα εἰς τὰ πλάγια, χωρὶς νὰ δίδωσι προσοχὴν εἰς τὰς φωνάς της.

Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἴκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφύος κατερχομένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὠμοπλατῶν.

Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾽ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσιν ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ρώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος-ἔρος.

Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾽ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον* ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!

Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμά τι μεταξὺ δύο φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾽ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνερριχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾽ ἐζήτουν φωλεὰς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:

― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσῃς τὸ ροῦχό σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!

Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ρεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:

―Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!

Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικρὰν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾽ ἐπροσπερνοῦσαν.

Ἐκεῖ συναντῶσιν ἕνα νέον, ὅστις, ἐνῷ ὅλοι ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχήν, αὐτὸς ἐφαίνετο ἐπιστρέφων ἤδη καὶ διευθύνετο εἰς τὴν πόλιν. Ἦτο ὑψηλός, μὲ ἀρρενωπὴν ὄψιν, μὲ γλυκεῖς μέλανας ὀφθαλμοὺς καὶ μ᾽ ἐκφραστικοὺς χαρακτῆρας. Τὸ βάδισμά του ἦτο ὑπερήφανον, μετά τινος ἐπιτηδεύσεως, οἱονεὶ συρτόν, καὶ εἶχε λεπτὸν μαῦρον μύστακα στριμμένον. Θὰ ἦτο ἕως εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

 


Τὸ ἐρημονήσι

Γειά σου Ἀπρίλη, γειά σου Μάρτη
καὶ πικρὴ Σαρακοστὴ
Βάζω πλώρη καὶ κατάρτι
καὶ γυρεύω ἕνα νησὶ
ποὺ δὲ βρίσκεται στὸ χάρτη

Τὸ κρατᾶνε στὸν ἀέρα
τέσσερα χρυσὰ πουλιὰ
Δὲν γνωρίζεις ἐκεῖ πέρα
οὔτε κλέφτη οὔτε φονιὰ
οὔτε μάνα καὶ πατέρα

Τὰ λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεῖς ὀργιὲς
Τὶς ἀκρογιαλιὲς ἰσκιώνουν
καὶ τὰ δέντρα στὶς πλαγιὲς
σὰν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μὲς στῆς ἐρημιᾶς τ᾿ ἀγέρι
ὅλ᾿ ἁγιάζουνε μεμιᾶς
Πιάνεις τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι
καὶ στὰ κύματα ἀκουμπᾶς
σὰν ἀγριοπεριστέρι

Γειά σας ἔχτρες γειά σας μίση
καὶ γινάτι καθενὸς
Ἅμα βρεῖς τὸ ἐρημονήσι
ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶναι καπνὸς
Μιὰ φορὰ νὰ τό ᾿χεις ζήσει.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

 


Δίπορτο

Τί νὰ πεῖ κανένας γιὰ ἐκείνους ποὺ λέγονται χριστιανοί, ποὺ πᾶνε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακαλοῦνε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει στὴ ζωή, καὶ ποὺ λένε πὼς ἔχουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι φιλάργυροι, δὲν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τοὺς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καὶ πλούτη.

Στὴ ζωή μου εἶδα πὼς οἱ τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι κι ἀπορεῖ κανένας, πῶς μποροῦνε νὰ συμβιβάσουν μιὰ ζωὴ συμφεροντολογικὴ μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέει καὶ ξαναλέει:

«Μὴ φροντίζετε γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ πιεῖτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τὰ πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καὶ ὅμως ὁ Πατέρας τους ὁ οὐράνιος τὰ θρέφει.

Κοιτάξετε μὲ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δὲν στολίσθηκε σὰν αὐτὰ τὰ τιποτένια λουλούδια.

Λοιπόν, ἂν γιὰ τὸ χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποὺ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τὸ καίουνε στὸν φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, πόσο περισσότερο θὰ φροντίσει γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».

Αὐτὰ εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καὶ δείχνουν πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.

Γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος καὶ μαζὶ νὰ εἶναι κολλημένος στὰ χρήματα καὶ στὸ συμφέρον, πολλὲς φορὲς μάλιστα περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς ἄθεους; Θα πεῖ πὼς νομίζει πὼς θὰ ξεγελάσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται», δηλαδή, ὁ Θεὸς δὲν περιπαίζεται.

Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: Νὰ εἶναι γαντζωμένος καλὰ στὸ χρῆμα, δηλαδὴ στὸ διάβολο, ποὺ τὸν λέγει ὁ Χριστὸς Μαμωνᾶ, θεὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ παρουσιάζεται γιὰ χριστιανός, νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάνει σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ κλαίει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴ μανία τοῦ παρᾶ.

Λογικὴ δὲν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καὶ πονηροί κι ὅ,τι κάνουν, τὸ κάνουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν δίπορτο, κι ὅ,τι κερδίζουν.

«Βάστα γερά, σοῦ λέει, τὰ λεφτά, ποὺ εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καὶ κανένα κερί, κάνε καὶ καμιὰ μετάνοια, γιὰ νά ‘χεις τὸ μέσο καὶ μὲ τὸν Χριστό.

Ἂν βγοῦνε ἀληθινὰ τὰ λόγια του γιὰ παράδεισο καὶ γιὰ κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπὸ κεῖ τὴ σιγουράντζα. Ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».

Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

 


Ὁ ἀνυπόμονος

Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

 


Ὁ Ἅγιος Παΐσιος καὶ ἡ πολιτικὴ

Βλέποντας τὸν ἀπὸ Ἀνατολὰς κίνδυνο γιὰ τὴν Θράκη, μετέβη στὴν Κομοτηνὴ γιὰ νὰ στηρίξη ἐκχριστιανισθέντες Μουσουλμάνους. Ἤθελε νὰ παραμείνη μαζί τους γιὰ ἕνα διάστημα γιὰ νὰ βοηθήση.

Στὰ θέματα τῆς Πατρίδος δὲν ἤθελε οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἶναι ἀδιάφοροι. Πολὺ λυπόταν ποὺ ἔβλεπε πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιζητοῦν νὰ βολευθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴν Πατρίδα.

Ὁ καημός του καὶ ἡ ἀπορία του ἦταν πῶς οἱ ὑπεύθυνοι δὲν ἀντιλαμβάνονται ποῦ ὁδηγούμαστε. Ὁ ἴδιος ἀπὸ παλαιὰ διέβλεπε τὴν σημερινὴ κατάσταση καὶ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν διέσπειρε τὶς ἀνησυχίες του στὸν κόσμο. Ἔλεγε: «Ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα θὰ βγεῖ μεγάλο καλό».

Λυπόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάπτωση τῶν πολιτῶν. Μιλοῦσε αὐστηρὰ γι΄ αὐτοὺς ποὺ ψήφιζαν ἀντιχριστιανικοὺς νόμους. Λυπήθηκε γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς γλώσσας καὶ εἶπε: «Ἡ ἑπόμενη γενεὰ θὰ φέρει Γερμανοὺς νὰ μᾶς μάθουν τὴν γλώσσα μας, καὶ τὰ παιδιά μας θὰ μᾶς φτύνουν».

Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Αὐτοὶ ποὺ κατάργησαν τὰ Ἀρχαῖα πάλι θὰ τὰ ξαναφέρουν».Δημοσίευσε ἕνα σύντομο κείμενο ὑποστηρίζοντας τὸν ἁγνότατο πατριώτη καὶ εὐλαβέστατο ἥρωα Μακρυγιάννη ἀπὸ τὶς ἐναντίον του ἄδικες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες.

Πέρα ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας, ὑπῆρχε τότε, ὅπως καὶ σήμερα, ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη προβολῆς ἑνὸς ἰδανικοῦ προτύπου πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὑποβοήθηση τοῦ λαοῦ νὰ ἀπόκτηση ὀρθὰ πολιτικὰ κριτήρια στὴν ἐπιλογὴ τῶν κυβερνητῶν τοῦ Ἔθνους μας.

Κάποιος Πρωθυπουργός, τοῦ ὁποίου κατέκρινε δημοσίως ἐνέργειες ἐπιζήμιες γιὰ τὸ Ἔθνος καὶ τὴν Ἐκκλησία, ζήτησε νὰ τὸν συνάντηση στὴν Σουρωτή. Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἂς ἔρθη, θὰ τοῦ τὰ ψάλω καὶ μπροστά του». Εἶχε τὸ ψυχικὸ σθένος αὐτὸς ὁ πτωχὸς καλυβίτης νὰ ὑψώνη τὴν φωνὴ του ἄφοβα μπροστὰ στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας.

Ὅταν κάποιος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Γέροντας συνέστησε στὰ μοναστήρια νὰ μὴν τὸν δεχθοῦν, γιατί εἶχε ὑπογράψει τὸν νόμο περὶ τῶν ἀμβλώσεων.

Ἀπὸ Ὑπουργὸ ποὺ θέλησε νὰ βοηθήση γνωστό του Μοναστήρι δὲν δέχθηκε τίποτε, γιατί ἀνῆκε σὲ κόμμα ποὺ εἶχε ὑπογράψει ἀντιχριστιανικοὺς νόμους. Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητος. Δὲν ἀνῆκε σὲ κανένα κόμμα. Ἦταν ὑπεράνω κομμάτων.

Ἀπέρριπτε ἄθεα πολιτικὰ κόμματα καὶ πολιτικοὺς ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν Μασωνία, γιὰ τὴν ἀθεΐα τους καὶ τὴν πολεμική τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἔλεγε: «Τί νὰ τὸ κάνω τὸ δεξὶ ἢ τὸ ἀριστερὸ χέρι, ἂν δὲν κάνη σταυρό;», ἀπορρίπτοντας ἔτσι τοὺς ἄθεους πολιτικοὺς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τους τοποθέτηση. Κάποια κόμματα, γνωρίζοντας τὴν ἐπιρροή του στὸν λαό, ζήτησαν νὰ τὸν προσεταιρισθοῦν χάριν ψηφοθηρίας, ἀλλὰ ματαίως.

Τὸν ἐπισκέπτονταν πολιτικὰ πρόσωπα, βουλευτές, ὑπουργοί, γερουσιαστὲς ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. καὶ ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος τοῦ ἔστελνε κάρτες. Ἀπὸ κανέναν ὅμως δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ γνωστά του μοναστήρια. Μόνο ζητοῦσε νὰ ἐνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκόμη βοήθησε πολλοὺς κρατικοὺς ὑπαλλήλους μὲ τὶς συμβουλές του νὰ εἶναι τίμιοι καὶ εὐσυνείδητοι στὴν ἐργασία τους. Ἐκτιμοῦσε τοὺς καλοὺς παιδαγωγοὺς γιὰ τὸ οὐσιαστικὸ ἔργο ποὺ προσφέρουν, καὶ τοὺς εὐλαβεῖς στρατιωτικούς, ποὺ ἔχουν ἰδανικά.

Πολλοὺς νέους ἀναρχικούς τοὺς ἔπεισε νὰ ὑπηρετήσουν στρατιῶτες. Γενικῶς συμβούλευε ὅλους νὰ ἔχουν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα, νὰ ἐνεργοῦν γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ εὐσυνείδητα καὶ νὰ μὴν παρασύρωνται ἀπὸ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων, τοῦ βολέματος καὶ τῆς καταχρήσεως. Κυρίως ὅμως ὁ Γέροντας βοήθησε τὴν Πατρίδα ἀφανῶς μὲ τὴν προσευχή του. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ τυπικὸ ποὺ ἀναφέρθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ποίημα ποὺ ἔστειλε στὴν μητέρα του. Στὸ τέλος γράφει ὅτι γίνεται καλόγηρος, γιὰ νὰ προσεύχεται «καὶ γιὰ ὅλη τὴν Πολιτεία».

Ἔδινε πρῶτος τὸ παράδειγμα καὶ παρακινοῦσε, λέγοντας: «Νὰ κάνουμε προσευχὴ ὁ Θεὸς νὰ φωτίζη τοὺς ὑπευθύνους ποὺ ἔχουν θέσεις μεγάλες στὴν Πολιτεία, γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ κάνουν μεγάλο καλό». Ὅταν ὑπῆρχε ἔνταση στὶς Ἑλληνοτουρκικὲς σχέσεις, ἔλεγε: «Πολλὰ σύννεφα μαζεύτηκαν. Ἂν μπορέσουμε νὰ τὰ διώξουμε» (μὲ τὴν προσευχή). 

Σὲ παρόμοια περίπτωση ἔκανε Θεία Λειτουργία στὸ Καλύβι του. Στοὺς Μακαρισμοὺς δὲν ἔψαλλε ὅ,τι προέβλεπε τὸ τυπικό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ ὁσίου Νικολάου τοῦ Κατασκεπηνοῦ, γιατί ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή: «Ἀθέων Ἀγαρηνῶν τὰ βέλη σύντριψον Δέσποινα, καὶ πᾶσαν ἐπιβουλὴν δαιμόνων ματαίωσον, λαὸν χριστεπώνυμον σκέπων καὶ φυλάττων, ἵνα πόθῳ σὲ δοξάζωμεν».

Ἱερομόναχος Ἰσαὰκ Ἁγιορείτης

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

 


Κατὰ τὸ πρέπον ζῆν ἡ ἀληθὴς ὑγιεία

Δὲν εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν μόνον τὸ νὰ χορτοφαγῇ τις (ὅπως δὲν εἶναι τὸ νὰ κάμνῃ «ἀερόλουτρα» καὶ «ἡλιόλουτρα» καὶ νὰ καθιστᾷ ὑποχρεωτικὸν τὸν γάμον)· ἀλλ᾿ εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν καὶ νὰ σαρκοφαγῇ καὶ ὠμοφαγῇ, καὶ τὸ νὰ διαρπάζῃ καὶ καταδυναστεύῃ, δυνάμει τῆς σωματικῆς ρώμης καὶ πρὸς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, καὶ τὸ ν᾿ ἀπάγῃ καὶ βιάζῃ τὴν ἑκάστοτε ἀρέσκουσαν αὑτῷ γυναῖκα, καὶ νὰ γίνεται «πόσις», ἤτοι αὐθέντης καὶ νὰ ποιῇ αὐτὴν «δάμαρτα» αὐτοῦ, ἤτοι δαμασμένην καὶ ὑποτεταγμένην δούλην. Ὡσαύτως κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ ὑπείκῃ τις καὶ νὰ θητεύῃ καὶ δουλεύῃ, δι᾿ ἔλλειψιν σωματικῆς ρώμης ἀρκούσης πρὸς κορεσμὸν ὅλων τῶν ὀρέξεων. Ἀλλὰ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ φονεύῃ τις μὲ γυμνὴν χεῖρα, ἢ διὰ ξύλων καὶ λίθων, πᾶν τὸ ἀντιπῖπτον, ζῷον ἢ ἄνθρωπον. Ἑνὶ λόγῳ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι ἡ ἐπάνοδος εἰς τὴν ἀγρίαν κατάστασιν.

Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθὸς λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν».

Λοιπόν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς φυσιολογίας, ὅτι εἷς κριὸς ἢ τράγος ἀρκεῖ νὰ γονιμοποιήσῃ δεκάδας ἀμνάδων ἢ αἰγῶν. Ἄρα τὰ ἄρρενα πλεονάζουσιν, εἰς τὰ θρέμματα ταῦτα, καὶ διὰ τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ θύωνται. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκληρότης εἰς τοῦτο, ὁποίαν φαντάζονται, ἐκ νοσηροῦ ἢ ὑποκριτικοῦ αἰσθήματος, οἱ ἔκφυλοι τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, οἱ λατρεύοντες τὸ κυνάριόν των, καὶ περιφρονοῦντες ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα. Σκληρότης εἶναι τὸ νὰ βασανίζωνται τὰ ζῷα, ἄνευ ἀνάγκης, καὶ δημοσίᾳ μάλιστα, ἀδιαφορούσης τῆς ἐξουσίας, ἀπὸ ἀγωγιάτες, καροτσέρηδες, ζῳεμπόρους καὶ ἄλλους. Ἡ δὲ σφαγὴ πρέπει νὰ ἐκτελῆται μὲ πᾶσαν τὴν πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, τὴν ἠπιότητα καὶ λογικότητα.

Πάλιν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, ὅτι, ἐὰν ἐχορτοφάγει ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅπως χορτοφαγοῦσι τὰ θρέμματα αὐτά, καὶ ἔμενον ταῦτα αὐξανόμενα ἐπὶ χρόνους καὶ χρόνους, χωρὶς νὰ θύωνται, ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐξέλειπε πᾶσα βλάστησις καὶ φυτεία καὶ πᾶς καρπός, καὶ δὲν θὰ ἔμενε πλέον χόρτον, ὅσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φάγωσιν ὅλοι οἱ ἀνισόρροποι καὶ οἱ ξενομανεῖς καὶ οἱ ἔκφυλοι, καὶ οἱ ἀγυρτεύοντες καὶ ἀερολουόμενοι καὶ ἀερολογοῦντες, ἄτομα ἢ σύλλογοι, καὶ εἶτα ὁ λοιπὸς ἀνεύθυνος κόσμος· καὶ τότε ὡς εἰκὸς αἱ μυριοπληθεῖς ἐκεῖναι ἀγέλαι τῶν προβάτων καὶ ἐρίφων θὰ ἐμαίνοντο ἐκ πείνης καὶ ὀργασμοῦ, καὶ θὰ ἐλύσσων, καὶ θὰ ἔτρωγον πρῶτον τὸν κ. Δρακούλην, εἶτα τὸν κ. Γ. Φιλάρετον, καὶ κατόπιν τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ τότε, εὐτύχημα θὰ ἦτον ἂν θὰ εὑρίσκοντο ἀρκετοὶ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἱδρύσωσι συλλόγους «πρὸς καταπολέμησιν τῆς χορτοφαγίας»!

Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσιν. Ὅλα τὰ παλαιά, τὰ ἀπὸ 15 αἰώνων λελυμένα δογματικῶς καὶ ἠθικῶς ζητήματα, εὑρίσκονται ἑκάστοτε ἄνθρωποι, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, διὰ νὰ τ᾿ ἀνακαινίζουν καὶ τ᾿ ἀνακατώνουν. Ἡ κρεοφαγία εἶναι φυσική, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι μετρία, αὐτὸ λέγει ἡ θρησκεία μας. Ὅσον ὀλιγώτερον κρέας φάγῃ τις εἰς τὴν ζωήν του, τόσον καλύτερα. Ἐκτὸς ἂν ἔχῃ εὐχήν, τουτέστιν ἔχῃ γίνει κοινοβιάτης ἢ ἀσκητὴς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ θέλει νὰ ἐγκρατεύεται ὅλην τὴν ζωήν του ἀπὸ κρέατα, ὅπως ἀπὸ οἶνον καὶ ἀπὸ γυναῖκα. Ἀλλὰ τοῦτο πρέπει νὰ πράττῃ ἄνευ βδελυγμίας, ὅπως λέγει ὁ κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλως ὑπόκειται εἰς τὸ ἀνάθεμα. «Εἴ τις ἀπέχεται οἴνου καὶ κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι᾿ ἐγκράτειαν, ἀλλὰ διὰ βδελυγμίαν, ἀνάθεμα ἔστω».

Αὐτὴν τὴν βδελυγμίαν εἰσάγουν τώρα οἱ νεωτερίζοντες, καὶ πρέπει νὰ προσέξουν, διότι θὰ λάβουν ἀφορμὴν νὰ μετανοήσουν. Τὰ Τετραδοπαράσκευα καὶ αἱ Τεσσαρακοσταὶ ἀρκοῦν διὰ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τοῦ κρέατος καὶ τῶν ἄλλων λιπαρῶν βρωμάτων, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικαὶ δι᾿ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Μὴ πλανᾶσθε.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

 


Δῶστε, δῶστε στοὺς φτωχούς!

Ξέρω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσουν, ὅταν μιλοῦμε γι᾿ αὐτά, καὶ θὰ ποῦν «Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ γίνεσαι φορτικὸς καὶ βαρετὸς στοὺς ἀκροατές· ἄφησέ το στὴ συνείδηση τοῦ καθενός, ἄφησέ το στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν· ἔτσι τώρα μᾶς ντροπιάζεις, μᾶς κάνεις νὰ κοκκινίζουμε!…».

Ἀλλὰ ὄχι! Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ ἀνέχομαι! Γιατὶ οὔτε ὁ Παῦλος ντρεπόταν νὰ ἐνοχλῇ συνέχεια γιὰ τέτοια πράγματα καὶ νὰ ζητᾶ σὰν ζητιάνος. Ἐὰν ἔλεγα τοῦτο, δηλαδὴ δός μου, φέρε γιὰ τὸ σπίτι μου, ἴσως νά ᾿ταν ντροπή. Ἂν καὶ οὔτε τότε θά ᾿ταν ντροπή. «Οἱ γὰρ τῷ θυσιαστηρίῳ», λέγει, «προσεδρεύοντες, τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται». Πλὴν ὅμως πιθανὸν νὰ μὲ κατηγοροῦσε κάποιος, ὅτι μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· τώρα ὅμως παρακαλῶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, μᾶλλον ὄχι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ποὺ δίνετε· γι᾿ αὐτὸ καὶ μιλῶ χωρὶς νὰ ντρέπομαι.

Γιατί ποῦ εἶναι ἡ ντροπὴ σὰν πῶ, δῶσε στὸν Κύριο ποὺ πεινᾷ, ντῦσε τον ποὺ γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον ποὺ εἶναι ξένος; Ὁ Δεσπότης σου δὲν ντρέπεται μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ λέγῃ «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν», ὁ ἀνενδεής, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε· καὶ ἐγὼ θὰ ντραπῶ καὶ θὰ διστάσω; Σὲ παρακαλῶ, μακριὰ τέτοια πράγματα! Τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτὴ ἡ ντροπή!

Δὲν θὰ ντραπῶ, λοιπόν. Ἀντίθετα μάλιστα καὶ μὲ παρρησία θὰ πῶ· δῶστε σ᾿ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, καὶ θὰ φωνάζω πιὸ δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Γιατὶ ἐὰν κάποιος ἔχῃ στοιχεῖα καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ὅτι αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ σᾶς παρασύρουμε πρὸς ὄφελός μας, καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῶν φτωχῶν κερδίζουμε ἐμεῖς, τότε πράγματι αὐτὰ δὲν εἶναι μονάχα ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ καὶ μυρίων κεραυνῶν, καὶ οὔτε ἀξίζει νὰ ζοῦν ὅσοι κάνουν παρόμοια.

Ἀλλὰ ἐάν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν σᾶς ἐνοχλοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ κηρύττουμε ἀδάπανο τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς βέβαια νὰ κοπιάζουμε ὅπως ὁ Παῦλος, ἀρκούμενοι πάντως στὰ δικά μας, μὲ ὅλο τὸ θάρρος θὰ σᾶς λέγω, δῶστε στοὺς φτωχούς· καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέγω, καὶ ὅταν δὲν δίνετε θὰ σᾶς εἶμαι σκληρὸς κατήγορος!

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

 


Ἐκεῖ, μέσα σου ἀρχίζει ἡ δουλειά

Πρέπει νά μαζευτοῦμε.  Νά μαζέψουμε καί τή διάνοια καί τήν ψυχή. Ὅλα.

Καί νά κλείσουμε τίς θύρες. Ποιές εἶναι οἱ θύρες; Εἶναι οἱ αἰσθήσεις.

Μαζέψου μέσα καί κλεῖσε τίς πόρτες.  Μεῖνε λίγο μέ τόν ἑαυτό σου, βρέ παιδί μου.

Θά πεθάνεις καί δέν θά τόν ἔχεις γνωρίσει.

Θά φύγεις καί δέ θά τόν ἔχεις ἀγαπήσει, δέ θά τόν ἔχεις πονέσει.

Ἅμα δέν τόν ἔχεις πονέσει, πῶς θά τόν σώσεις;

Ἅμα δέν τόν ἔχεις ἀγαπήσει, πῶς θά ἀγαπήσεις τόν ἄλλον;

Δέν λέει ὁ Κύριος, «ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»;

Ἐκεῖ, μέσα σου ἀρχίζει ἡ δουλειά.

Ἅγιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

 


Στὶς ἀκρογιαλιὲς τοῦ Ὁμήρου

Στὶς ἀκρογιαλιὲς τοῦ Ὁμήρου ὑπῆρχε μιὰ μακαριότητα, ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ ἔφτασαν ὥς τὶς μέρες μας ἄθιχτα. Ἡ πατούσα μας, ποὺ ἀνασκαλεύει τὴν ἴδιαν ἄμμο, τὸ νιώθει. Περπατᾶμε χιλιάδες χρόνια, ὁ ἄνεμος ὁλοένα λυγίζει τὶς καλαμιὲς κι ὁλοένα ἐμεῖς ὑψώνουμε τὸ πρόσωπο. Κατὰ ποῦ; Ὥς πότε; Ποιοὶ κυβερνᾶνε;

Μᾶς χρειάζεται μιὰ νομοθεσία ποὺ νὰ διαμορφώνεται ὅπως τὸ δέρμα ἐπάνω μας τὸν καιρὸ ποὺ μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικὸ καὶ δυνατὸ συνάμα, σὰν τὸ ἐν δι᾿ ὕδατ᾿ ἀενάοντα ἤ τὸ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες. Ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ κεῖνο ποὺ γεννᾶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπερνᾶ τὸν ἄνθρωπο δίχως νὰ τὸν καταπιέζει.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

 


Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

Γεώργιος Δροσίνης

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

 


Αἱ Ἀθῆναι ὡς Ἀνατολικὴ πόλις

Συνέπεσε μίαν ἑσπέραν, ὥρᾳ καθ᾿ ἣν ἤναπτον τοὺς φανούς, νὰ διέλθω πλησίον τοῦ παλαιοῦ Τζαμίου, παρὰ τὰς ποινικὰς φυλακάς. Ἐκεῖ, ἔξω εἰς τὸν πρόδομον, ἄνωθεν τῆς πλατείας μαρμαρίνης κλίμακος, εἶδον μορφὴν γυναικὸς μὲ μακροὺς λευκοὺς πέπλους, νὰ ἵσταται ἀκίνητος ἔξωθεν τῆς θύρας, ἐπὶ τοῦ προδόμου. Εἶπα: «Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμη φαντάσματα!» Καὶ ᾐσθάνθην κρυφὴν χαράν.

Δὲν ἠρώτησα ἂν εἶχον προορίσει τὸ Τζαμίον ὡς κατάλυμα διὰ γυναικόπαιδα, πρόσφυγας ἀτυχεῖς, ἀποδιωγμένους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἀνεμοζάλην, θύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ὅταν ἀπεμακρύνθην μόνον ἐπαρουσιάσθη ἡ ἐξήγησις, ἡ εἰκασία αὕτη, εἰς τὸ πνεῦμά μου.

Ὑπῆρχον ἀνέκαθεν, ἐκτὸς τοῦ Τζαμίου τούτου, δύο ἄλλα, ἴσως μικρότερα. Τὸ ἓν εἶχε χρησιμεύσει ὡς φυλακή, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ ἄλλο ὡς στρατιωτικὸς φοῦρνος. Ἐκεῖνο, περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος, ἐχρησίμευεν ὡς στρατὼν τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Τὸν χορὸν τῶν ὀρχουμένων δερβισῶν διεδέχθη χορὸς μουσικῶν Ἑλλήνων.

Ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσῃς κάπου ἐκεῖ σιμά, κατ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἤκουες τὸν εὐάρεστον καὶ παράξενον ἦχον τῶν χορδιζομένων ὀργάνων καὶ τῶν συλλαβιζομένων ἢ παραλλαγιζομένων μελῳδιῶν. Καὶ διετίθεσο τότε εὐθύμως, καὶ ἐνόεις τί θὰ πῇ νὰ εἶναί τις δερβίσης.

Γύρω - γύρω, ὑπῆρχον καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη δωδεκάδες μαγειρεῖα καὶ πατσατζίδικα καὶ εἰκοσάδες ταβέρνες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ Παλαιὰ Ἀγορά. Ἐκεῖ ἦσαν ὑπόγεια μὲ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι σκαλοπάτια κάτω, ὅπου ἦτο κόπος ν᾿ ἀναβῇ τις πλέον, ἅμα ἅπαξ κατέβαινεν. Ἐκεῖ ἐπωλεῖτο ἡ εὐθυμία. Μὲ εἴκοσι ἢ τριάντα λεπτὰ ἠγόραζέ τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσὸν εὐθυμίας. Μὲ ἑξῆντα λεπτὰ ἠγόραζον ὁλόκληρον τὴν εὐθυμίαν.

Ὅλα αὐτὰ ἦσαν πολὺ γείτονα μὲ τὸ Τζαμίον, ζῶσαν ἀνάμνησιν τῆς παλαιᾶς πόλεως, καὶ στρατῶνα τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Ἀπὸ ὅλους τοὺς καλλιτέχνας, τοὺς μουσικοὺς ἀγαπῶ περισσότερον. Εἶναι πολὺ καλὰ παιδιά, καθὼς λέγουν οἱ Γάλλοι.

Τώρα δὲν ἠξεύρω πλέον εἰς τί χρησιμεύει τὸ Τζαμίον. Ποτὲ δὲν ζητῶ πληροφορίας. Ἄλλως, οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας εἶναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ὥστε διὰ νὰ ἐρωτήσῃς κανένα τίποτε, πρέπει νὰ τοῦ πληρώσῃς τὰ χασομέρια του.

Ὅλα ταῦτα ἴχνη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἤκουσα ὅτι οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν πολὺ καλοὶ καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ὡμίλουν ἑλληνιστί. Ἐπονοῦσαν τὸν τόπον. Ὅσοι ἐπέζησαν μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν, καὶ ἠναγκάσθησαν ἀπὸ τὰς προλήψεις τῆς φυλῆς των νὰ φύγουν, ἔχυσαν πύρινα δάκρυα. Ἐπώλησαν πλεῖστα κτήματα ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν γροσίων. Ἄλλοι τὰ ἄφησαν ἔρημα, διὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἡμέτεροι Ἀθηναῖοι.

Ἐκ τῶν προμάχων τῆς Ἀκροπόλεως ὀλίγοι ἐζήτησαν ἢ ἔλαβον μισθοὺς καὶ βαθμούς. Ἐπροτίμησαν ὡς πρακτικοὶ ἄνθρωποι, προβλέποντες τὴν ὑπερτίμησιν τῶν γαιῶν, ν᾿ ἀποκτήσουν περιουσίας. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἰς τὰς πολιτικὰς δίκας, τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τῆς διαδικασίας ἦτο ἡ διὰ μαρτύρων ἀπόδειξις. Ὅσοι τῶν Ἀθηναίων ἦσαν νηφάλιοι, καὶ τοιοῦτοι ἦσαν πλεῖστοι, ἔσπευδον νὰ ἐπωφεληθῶσιν. Οἱ λοιποὶ ἐλάμβανον ἓν ἢ περισσότερα σβάντσικα καὶ ἠγόραζον τὴν εὐθυμίαν εἰς τὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγορᾶς καὶ τῆς Πλάκας. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ περιουσίαι, καὶ πλεῖστοι ἀπέθανον ἐπὶ τῆς ψάθης.

Ἐκεῖ ὄπισθεν εἶναι τὰ Τσαρουχάδικα, ὁ στενὸς μικρὸς δρομίσκος, μὲ τὰ μαγαζάκια ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὅπου μυρίζει τελατίνι, καὶ βλέπει τις λευκὰς ποδιὰς καὶ μπόλιες, καὶ ἀκούει κετοὺ ἴστε καὶ μαρὰζ μὸς βέρ. Κάτω, πρὸς δυσμάς, εἶναι τὰ Γύφτικα.

Ἐλέχθη πρὸ καιροῦ ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ μετατοπίσουν ὅλον τὸ ἰσνάφιον τοῦτο εἰς τὰ Πετράλωνα ἢ δὲν ἠξεύρω ποῦ. Τώρα δὲν ἔμαθα ἂν τὸ σχέδιον ἐγκατελείφθη. Ποτὲ δὲν μανθάνω τι ἐγκαίρως. Θὰ ἦτο λυπηρὸν νὰ ἔλειπεν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλος ὁ εὐάρεστος ἐκεῖνος θόρυβος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐργασίας, ὁποὺ στομώνει τὰ ὦτα καὶ δυναμώνει τὰ νεῦρα. Δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος μ᾿ ἀρέσει νὰ περνῶ ἀπ᾿ ἐκεῖ. Ἄλλως ἔχει τὸ πρᾶγμα διὰ τοὺς παροίκους, τοὺς τυχὸν ἀσθενεῖς. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι συνηθίζει τις μὲ τὸν καιρόν, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι ἄρρωστος.

Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὕτη μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγελοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.

Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.

Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ.

Ὁ κόσμος καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν᾿ ἀκούω μουσικὴν καὶ ᾆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἢ τῆς ἀυπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρά τινος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίσῃ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχον μορφωθῆ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξὺ τῆς νεολαίας. Διὰ τοὺς δευτέρους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ᾿ ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας. Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἐκήδοντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.

Ὀλίγον παραπάνω εἶναι τ᾿ Ἀναφιώτικα. Ἐκεῖ ἀνάφτουν καθ᾿ ἑσπέραν ἐναέριοι λύχνοι. Ἐκεῖ εἶναι ἀναρίθμητα παλαιὰ παρεκκλήσια, χωμένα κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν γῆν. Ὑπάρχουν σπήλαια τεχνητὰ καὶ φυσικὰ φρέατα. Σταυροὶ λαξευμένοι ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Κανδῆλαι ἀναμμέναι εἰς μικροὺς σηκούς, εἰς παλαιοὺς βωμοὺς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον, λατρεία. Ἀντηχεῖ ὑψηλὰ ἐκεῖθεν ἀκόμη τό, Ἀγνώστῳ Θεῷ.

Ἐκεῖ ἐπιφαίνονται ἐνίοτε δύο λαμπραὶ ὀπτασίαι.Ἡ μία φορεῖ πενιχρὸν χιτῶνα, καὶ ἀναβεβλημένον ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ ἱμάτιον. Κρατεῖ βακτηρίαν. Γαλιλαῖος, ἐπίρρινος, ἀναφαλαντίας, καὶ ἁρπαγεὶς ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Ἡ ἄλλη φορεῖ φαιλόνιον ὑφασμένον μὲ ἐρυθροὺς σταυρούς, ἐπιτραχήλιον κεντητὸν μὲ ἀγγελούδια, καὶ ὠμοφόριον ἀπὸ μαλλίον προβάτου. Εὐθύρριν, βαθυπώγων, σεβάσμιος, ἐξήρθη ποτὲ μέχρι τῆς ἄνω ἱεραρχίας καὶ περιέγραψε τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων.

Ἀμφότεραι αἱ ὀπτασίαι εἶναι ὑψηλαί, ἐπιβάλλουσαι, μεγαλοπρεπεῖς. Ἡ πρώτη ὀνομάζεται Παῦλος, ἡ δευτέρα Διονύσιος.

Ἐκεῖθεν καὶ ἐφεξῆς, ὑψηλά, ἐπάνω, ἐπιφαίνεται μία αἴγλη. Σέλας συλληφθέν, ἀκτὶς ἡλίου στερεοποιημένη. «Μάρμαρον θεῖον, ὁποὺ πρέπει νὰ τὸ φιλήσῃ τις», καθὼς εἶπεν ὁ Ἀμπού, ὁ σατυριστὴς τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος. Ἂς ὀπισθοχωρήσωμεν, ἢ μᾶλλον ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ. Σαρκικοί, ὑλόφρονες καὶ νωθροὶ ἄνθρωποι, δὲν δύνανται ν᾿ ἀνέλθωσιν εἰς τὸν ἱερὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως.

(1896)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης