Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

 


Οἰκουμενικότητα καὶ Οἰκουμενισμὸς (Α)

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος φανερώσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὴ ἐκτείνεται «πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης» καὶ «πανταχοῦ τῶν χρόνων». Ἡ οἰκουμενικότητα καὶ ἡ διαχρονικότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνονται στὸν Χριστό, ποὺ προσέλαβε στὴν ὑπόστασή του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἄκτιστη ἀνακαινιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἰκοδομεῖ τὴν οἰκουμενικότητά της.

Ἡ οἰκουμενικότητητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐξαντλεῖται στὴν παγκοσμιότητα, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν διαχρονικότητα. Ἔτσι ἄλλωστε ὁλοκληρώνεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας, ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα φαλκιδεύει τὴν καθολικότητά της.

Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει κοινωνιολογικὲς ἀλλὰ θεολογικὲς ρίζες. Δὲν ἀνάγεται στὶς πολιτισμικές, πολιτικὲς ἢ κοινωνικὲς διαφοροποιήσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, ὅσο καὶ ἂν συνέβαλαν καὶ αὐτὲς στὴν διαφοροποίηση τῆς πίστεώς τους. Ἡ καθολικότητα, ποὺ ὑπάρχει ὡς ὀντολογικὸ δεδομένο στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, φαλκιδεύεται ὡς ζητούμενο μὲ τὶς θεολογικὲς διαφοροποιήσεις, τὶς ἐξουσιαστικὲς διεκδικήσεις καὶ τὶς ἐθνικὲς ἀντιθέσεις, ποὺ δημιουργήθηκαν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν.

Ἡ θεολογία μὲ τὴν στενότερη καὶ τὴν εὐρύτερη ἔννοιά της εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ χιτώνας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ αἵρεση εἶναι πράξη ρήξεως τοῦ χιτώνα αὐτοῦ καὶ διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του παραμένει ἕνα καὶ ἀδιαίρετο, ἡ αἵρεση δὲν διαιρεῖ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποσπᾶ μέλη ἀπὸ τὸ σῶμα της. Ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα καὶ ἐγκαταλείπει τὴν καθολικότητά της.

Ὁ σύγχρονος οἰκουμενισμὸς πάσχει ἀπὸ ἔλλειψη διαχρονικότητας, ποὺ ἀποτελεῖ ὅρο τῆς καθολικότητας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πάσχει σὲ ἐκκλησιολογικὸ ἐπίπεδο. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ ποὺ προωθεῖται ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ ποὺ προωθεῖται ἀπὸ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ἄλλωστε αὐτὸς πρῶτος προσέβαλε τὴν ἐκκλησιολογικὴ διαχρονικότητα, ἀντιμετωπίζοντας τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁριζόντια παγκοσμιότητα μὲ γεωγραφικὴ ἔννοια καὶ μὲ ὁρατὸ γεωγραφικὸ κέντρο τὴν Ρώμη. Ἔτσι συμπιέστηκε μέσα στὸν χῶρο καὶ παραμέρισε τὴν χαρισματικὴ διάσταση καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική της Ἐκκλησίας, καθιερώνοντας θεσμικὰ τὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία τῆς θεώσεως». Καὶ ὅταν παύει νὰ λειτουργεῖ ὡς κοινωνία τῆς θεώσεως, δηλαδὴ ὡς κοινωνία ποὺ συγκροτεῖται μὲ τὴν μετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, παύει καὶ νὰ λειτουργεῖ καὶ ὡς Ἐκκλησία. Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη ἄκτιστης ἐνέργειας ἤ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅμως ἀρνεῖται καὶ τὴν ἴδια τὴν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ βλέπει τὴν ἑνότητά της σὲ κοσμικὸ ἐπίπεδο.

Στὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας προβλήθηκε ὡς θεσμικὴ ἑνότητα στὸ ἐπίπεδο τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως. Λησμονήθηκε ἡ διαχρονικὴ συμφωνία μὲ τὴν παράδοση καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ καθιερώθηκε ἡ συγχρονικὴ συμφωνία μὲ τὸν Πάπα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμφωνία μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἄνευ νοήματος, ἂν δὲν ἀποτελεῖ καὶ συμφωνία μὲ τὸν Πάπα. Ὅταν ὅμως ὁ Πάπας βεβαιώνει μὲ προσωπική του ἀπόφανση τὴν δογματικὴ ἀλήθεια, τότε ὑποκαθιστᾶ τὴν λειτουργία τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ σύγχρονος οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει πρωτίστως τὴν ἐξωτερικὴ ἑνοποίηση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὴν διατήρηση τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητας καὶ ταυτότητάς του. Ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ σῶμα τῶν Χριστιανῶν καὶ ὄχι γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσα ἀφοροῦν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὰ τοποθετεῖ σὲ δεύτερη θέση.

Γεώργιος Μαντζαρίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου