Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025


Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Γεώργιος Σουρῆς

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

 


Δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας

Στούς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες πού ἔρχονταν γιά πνευματική ὠφέλεια, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, παρέθετε μαζί μέ τή θεία διδασκαλία καί γεῦμα μέ ψωμί, κρασί καί φαγητά τοῦ μοναστηριοῦ.

Αὐτό τό ἔκανε ἀρκετές φορές καί στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ὁ ὁποῖος κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, εἶπε στόν ὅσιο:

– Στό σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Οἱ ὑπηρέτες μου εἶναι ἄριστοι γνῶστες τῆς μαγειρικῆς τέχνης. Καί ὅμως, τά ἡγεμονικά μου φαγητά ποτέ δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας. Γιά ἐξήγησέ μου, σέ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;

Καί ὁ θεοφώτιστος ἡγούμενος, πού ἤθελε νά ἑλκύσει τόν ἡγεμόνα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:

– Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νά μάθεις τήν αἰτία, θά σοῦ τήν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στό μοναστήρι μας, πρίν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοί τό μαγείρεμα, τηροῦν τόν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καί παίρνει τήν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορές μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί μ’ ἕνα κερί παίρνει φωτιά ἀπό τό καντήλι τοῦ Ἱεροῦ, γιά ν’ ἀνάψει μ’ αὐτή τήν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τόν φοῦρνο.

Ὁ βοηθός, πρίν βάλει τό νερό στό καζάνι, ζητάει τήν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, ἀδελφέ», ἀποκρίνεται ὁ προϊστάμενος.

Γιά νά μή σοῦ τά πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μέ τέτοιον τρόπο, γι’ αὐτό καί τά φαγητά μας εἶναι τόσο νόστιμα. Οἱ δικοί σου ὑπηρέτες, ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τήν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καί βαρυγκωμώντας καί συκοφαντώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον.

Συχνά, μάλιστα, δέχονται χτυπήματα ἀπό τούς ἐπόπτες. Κοντολογίς, ὅλα γίνονται μέ ἁμαρτίες. Σ’ αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι δέν βρίσκεις νόστιμα τά φαγητά σας.

Πράγματι, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τά λές, συμφώνησε ὁ Ἰζιασλάβος.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

 


Ὁ γεροβοσκός

Πόσα χρόνια πέρασα
κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
πάνω στὰ ψηλώματα
βόσκοντας τὰ πρόβατα!

Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
καὶ νυχτοπερπάτησα
καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
σὰ κοτσύφι χύθηκα
κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
καὶ ἀποκοιμήθηκα!

Πάνω στὴ καπότα μου,
φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
μὲ τὸ λύκο μάλωσα
κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
σὲ τετράψηλες κορφές!

Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
χόρτασα τὴ ξαστεριά!

Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

Ἄειντε προβατάκια μου,
περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
πάμετε σιγὰ-σιγὰ
καὶ μᾶς ῾πῆρεν ἡ βραδιά...

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025


Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιὰ
Θά 'μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο, κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.
Καθισμένος σ' ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποῦ καί ποῦ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, ποὺ μπαινόβγαιναν.
Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μιὰν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.
Ὁ πρῶτος βοηθός, πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μιὰ στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ' ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης, πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά... «Δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.
Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο, τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἑβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.
Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά τῆς Ἀττικῆς.
Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός δέν χόρταινε νά θαυμάζει.
Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση, καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.
Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια», τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ' στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.
Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur», μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου, καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».
Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.
Ἀργότερα, μεγάλος, σ' ἕνα πελοποννησιακό χωριό γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μιὰ ἱεροπραξία.
Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μιὰ σύνθεση ὑπερηφάνιας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.
Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.

Κωνσταντῖνος Τσάτσος

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

 


Οἱ Συνοδοιπόροι

Οἱ δύο συνομήλικοι Μεσολογγίτες ποιητὲς Κωστὴς Παλαμᾶς καὶ Γεώργιος Δροσίνης, ὑπῆρξαν συνοδοιπόροι τόσο στὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὴν ποιητικὴ τέχνη ἀπὸ τὰ πρῶτα τους κιόλας ποιητικὰ βήματα στὴν ἐφημερίδα Ραμπαγᾶς τὴν ἄνοιξη τοῦ 1879 ― ὅταν ἀκόμα δημοσίευαν τὰ νεανικὰ ποιήματά τους μὲ λογοτεχνικὰ ψευδώνυμα ― καὶ παρέμειναν φίλοι μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ τὸ 1943.

Ἀνάμεσά τους εἶχε ἀναπτυχθεῖ μία εἰλικρινὴς καὶ βαθειὰ φιλία ποὺ στηριζόταν στὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό, καὶ μεταξύ τους ἀντάλλασαν συχνὰ βιβλία, σημειώματα, στίχους καὶ ποιητικοὺς διαλόγους.

Ἕνας τέτοιος συγκινητικὸς ποιητικὸς διάλογος μεταξὺ τῶν δύο φίλων ὑπῆρξε καὶ ὁ κάτωθι.

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς στὶς 30 Μαΐου τοῦ 1925 στέλνει στὸν Γεώργιο Δροσίνη τὴν ποιητική του συλλογὴ «Πεντασύλλαβοι» μὲ τὴν ἑξῆς ἀφιέρωση πρὸς ἐκεῖνον:

«Πῶς ἀλλιῶς νὰ σὲ πῶ; Ὁ συνοδοιπόρος, χαῖρε, ὁ πιὸ γερός, ὁ πιὸ παλιὸς

γιὰ τ’ ἀνέβασμα στοῦ Τραγουδιοῦ τ’ Ἁγιονόρος.

Μὲ τὸ γέλασμα τοῦ παιγνιδιοῦ,μὲ τὸ γνοιάσιμο τοῦ κόπου,

δουλεμένο τὸ βιβλίο μου καρτερεῖ τὴ ματιά σου, θρέμμα ἀνθρώπου,

ποὺ δὲν εἶναι στὴ ζωὴ του μιὰ στιγμή, μιὰ ματιὰ στὴν ὕπαρξή του ― δίχως

νὰ ταράζη του τὴ σκέψη ὁ Στίχος.»

Δύο χρόνια ἀργότερα, στὶς 12 Σεπτεμβρίου τοῦ 1927, ὁ Δροσίνης θέλοντας νὰ ἀποκριθεῖ ποιητικὰ στὸν Παλαμὰ γράφει τὸ δικό του ἀπαντητικὸ ποίημα, τὴν «Ἀπόκριση στὸν Παλαμᾶ».

«Συνοδοιπόροι, ναί, μαζὶ κινήσαμε στῆς Τέχνης τὸ γλυκοξημέρωμα —ὅμως,

μὲ τοῦ καιροῦ τὸ πέρασμα, χαράχτηκε τοῦ καθενός μας χωριστὸς ὁ δρόμος:

Ἐσὺ τὸ Ὡραῖο μέσ’ στὰ μεγάλα ζήτησες κ’ ἐγὼ στὰ ταπεινὰ κι ἀπορριμμένα,

καὶ δούλεψες τὸ μπροῦντζο καὶ τὸ μάρμαρο κι’ ἄφησες τὸν πηλὸ τῆς γῆς σ’ ἐμένα.

Στὶς ἀλπικὲς χιονοκορφὲς ἀνέβηκες καὶ στάθηκα στὶς λιόφωτες ραχοῦλες·

ἀρχόντισσες καὶ ρήγισσες οἱ Μοῦσες σου κ’ ἐμένα ψαροποῦλες καὶ βοσκοῦλες.

Ἐσὺ στῆς δάφνης τ’ ἀκροκλώναρα ἅπλωσες κ’ ἐγὼ σὲ κάθε χόρτο καὶ βοτάνι·

στεφάνι ἔχεις φορέσει ἀπὸ δαφνόφυλλα― λίγο θυμάρι τοῦ βουνοῦ μοῦ φτάνει.»

Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Παλαμᾶ στὸν Δροσίνη συμπεριλήφθηκε ἀργότερα στὴν ποιητικὴ συλλογή του "Δειλοὶ καὶ Σκληροὶ Στίχοι" καὶ ἡ "Ἀπόκριση στὸν Παλαμᾶ" στὴ συλλογὴ τοῦ Δροσίνη "Φευγάτα Χελιδόνια".

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Κάμε κάτι
-Τί κρατᾶς στό χέρι, Ἄβελ;
-Ἕνα μικρό ἀρνάκι, Κύριε. Ἀπό τό κοπάδι μου. Τό διάλεξα. Θυσία σέ Σένα!...
Αὐτό ἔκαμε ὁ Ἄβελ. Καί ἀπό τότε δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ ἄνθρωποι νά προσφέρουν στόν Κύριο κάποια μικρή «θυσία αἰνέσεως».
Τί κρατᾶς στό χέρι σύ, Μωϋσῆ;
-Τό ραβδί μου, Κύριε. Τό χρησιμοποιῶ νά ὁδηγῶ τά πρόβατά μου.
-Ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά τό χρησιμοποιεῖς γιά μένα.
Ὑπάκουσε ὁ Μωϋσῆς. Καί μέ ἐκεῖνο τό ἁπλό ραβδί, ἔκαμε τά πιό μεγάλα θαύματα στόν κόσμο, πού ἄφησαν κατάπληκτους τούς μάγους τῆς Αἰγύπτου καί τόν ἀλόγιστο βασιλιά τους, τόν Φαραώ.
-Καί σύ, Μαρία, τί κρατᾶς;
-Ἕνα μπουκάλι μέ πολύτιμο μύρο, Κύριε. Καί θέλω νά ἀλείψω μέ αὐτό τό ζωηφόρο σῶμα Σου.
Καί τό ἔκαμε. Καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα, γεμίζει μέ τήν εὐωδία του, ὄχι μόνο τό σπίτι, μέσα στό ὁποῖο ἄλειψε μέ αὐτό τά πόδια τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος! Καί, πιό πολύ, οἱ ψυχές ἐκείνων, πού ἀγαποῦν τόν Κύριο! Καί, ἀπό τότε, ὅλος ὁ κόσμος μιλάει γιά αὐτό πού ἔκαμε ἐκείνη ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα. Μέ θαυμασμό.
-Σύ τί κρατᾶς στό χέρι, δούλη μου Ταβιθά;
-Τήν βελόνα μου, Κύριε.
-Κάνε καί σύ, μέ τήν βελόνα σου, ὅ,τι μπορεῖς, γιά Μένα!...
Καί ἡ Ταβιθά, ἔκανε, ὅ,τι μποροῦσε. Καί ἔντυνε τήν ἐποχή ἐκείνη τά ὀρφανά καί τίς χῆρες στήν Ἰόππη! Καί ὅλος ὁ κόσμος τήν θυμόμαστε. Καί τήν θαυμάζουμε. Καί θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμά της.
Ὁ καθένας ἔκανε, μέ ἐκεῖνα πού εἶχε, ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, ὅ,τι μποροῦσε.
Κάμε καί σύ, μέ ἐκεῖνα πού ἔχεις, ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχεις, κάτι. Κάτι. Ὅ,τι μπορεῖς. Καί φθάνει.
Μητροπολίτης Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης Μελέτιος

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

 


Ἀπὸ τὴ Μαρία Νεφέλη

Δίνε δωρεὰν τὸ χρόνο

ἄν θὲς νὰ σοῦ μείνει λίγη ἀξιοπρέπεια.

*

Θὰ πρέπει νὰ δημιουργοῦμε ἀντισώματα

Καὶ γιὰ τὴν Εὐθύνη.

*

Μακριὰ μέσα στ’ ἀπώτατα βάθη τοῦ Ἀμνοῦ

ὁ πόλεμος συνεχίζεται.

*

Ἄν δὲν στηρίξεις τὸ ἕνα σου πόδι ἔξω ἀπ’ τὴ γῆ ποτέ σου δὲν θὰ μπορέσεις νὰ σταθεῖς ἐπάνω της.

*

Θέ μου τί μπλὲ ξοδεύεις γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπουμε!

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

 


Μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία

Ὁ πολιτισμὸς δὲν θεραπεύει μήτε καὶ μειώνει τὴν ὡμότητα καὶ τὸν ἐγωισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ συχνὰ τὰ αὐξάνει.

Στὴ Δύση κυριαρχεῖ ἡ ταραχή. Ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς στὴ Δύση εἶναι ποὺ γύρισαν τὴν πλάτη τους στὸν Θεὸ καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὸν σατανᾶ. Πάντα ἡ ἴδια αἰτία, ἡ ἔκπτωση δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συμπόρευση μὲ τὸν σατανᾶ. Ὁ Θεὸς προειδοποιεῖ σοβαρὰ καὶ πατρικά, ἐνῶ ὁ σατανᾶς προβάλλει ψεύτικες εἰκόνες, προσελκύοντας κοντά του τοὺς ἄφρονες καὶ ἐλαφρόμυαλους. Μὲ τὰ φαρμακερά του γλυκίσματα ψαρεύει καὶ ἕλκει τοὺς ἡδυπαθεῖς καὶ κοντόφθαλμους.

Στὴ Δύση ὅλα κατάντησαν ἐρώτημα καὶ ὅλα τέθηκαν σὲ ἀμφισβήτηση: ὁ Θεός, ἡ ψυχή, ἡ ἠθική, ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία, τὸ κράτος, αὐτὸς ὁ κόσμος μὰ καὶ ὁ ἄλλος κόσμος. Ὅλα ἔγιναν ἐρωτήματα πάνω στὰ ἐρωτήματα… Ἡ δυτικὴ ἐπιστήμη εἶναι τὸ ἀτσάλινο χτένι στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, ἕνα χτένι ποὺ ξύνει παλιὲς πληγὲς καὶ ἀνοίγει καινούργιες… Καί, πραγματικά, ὁ ἄρχοντας τοῦ Ἅδου, μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς ψευδο-ἐπιστήμης, γέννησε στὴ Δύση μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Μὲ τὴν ταραχὴ εἶναι ἐξέλιξη, πολιτισμός, πρόοδος, ἡ ταραχὴ εἶναι ζωή!

Ἡ Δύση σταμάτησε νὰ παράγει ἅγιους καὶ σοφούς. Αὐτὸ χρονολογεῖται ἀπὸ τότε ποὺ οἱ πάπες σταμάτησαν νὰ εἶναι ἅγιοι καὶ σοφοὶ καὶ ἔγιναν πολιτικοὶ καὶ διπλωμάτες.

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος δὲν σκέφτεται ποτὲ τὸν θάνατο, δὲν ἔχει χρόνο νὰ σκεφτεῖ τὸν θάνατο. Σκέφτεται μονάχα τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ἐκμετάλλευση. Τὴν ἐκμετάλλευση γῆς καὶ ἀέρα, πυρὸς καὶ ὕδατος, φυτῶν καὶ ζώων, γειτονικῶν λαῶν καὶ κρατῶν. Ἀνακάλυψε τὸ σύνθημα τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του: ὑποτάξτε καὶ ἐκμεταλλευτεῖτε. Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἡ κατάρα τῶν καιρῶν μας.

Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Εὐρώπη, ἡ Ἀμερικὴ καὶ ὅλες οἱ ἤπειροι τρέχουν νὰ κατακτήσουν τὸν κόσμο, τὸ σύμπαν, τὴ Σελήνη, τὸν Ἄρη καὶ τ’ ἀστέρια; Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν ἀποκτήσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ βλάψει τὴν ψυχή του, ἂν χάσει τὴν ψυχή του; Ἀπὸ ποιόν θέλετε, ὢ ἄνθρωποι, νὰ κατακτήσετε τὴ Σελήνη; Ἀπὸ ποιόν νὰ πάρετε τὰ ἄστρα; Ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχει σπείρει σὰν ἄλλα ἄνθη στὴν ἀτέλειωτη ἀπεραντοσύνη; Πόσο ἐλεεινὸς εἶναι ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ὅταν ἐκστρατεύει κατὰ τοῦ οὐρανοῦ, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἐχθρό του!

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025


Ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων
Ὁ παπα-Χαράλαμπος μὲ τὰ ἀσημένια μαλλιὰ καὶ γένεια καὶ τὸ σεβάσμιον πρόσωπον εἶχε τελέσει εὐλαβῶς τὴν λειτουργίαν τῶν Φώτων. Εἶχεν ἁγιάσει μὲ τὸν Σταυρὸν τὸ ὕδωρ καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ποίμνιόν του.
Ἡ λειτουργία εἶχε πλέον τελειώσει, ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως δὲν εἶχεν ἀκόμη λήξει. Ἔπρεπε νὰ φέρη εἰς τέλος καὶ μίαν ἄλλην ἱερὰν συνήθειαν τοῦ τόπου: Νὰ ἁγιάση τὰ νερὰ καὶ τὰ κτήματα.
Μὲ τὸν σταυρὸν καὶ τὸ βιβλίον τῶν εὐχῶν εἰς τὰς χείρας ἐξεκίνησε διὰ τὸν μικρὸν ποταμὸν τοῦ χωρίου... Τὸν ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Ἂν κανεὶς καθυστερημένος δι' οἱονδήποτε λόγον εὑρίσκετο εἰς τὸν δρόμον, ἠκολούθει καὶ ἐκεῖνος σταυροκοπούμενος.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ, ὁ ἱερεὺς κατέβη τὴν μαλακὴν ὄχθην ἕως τὰ καθαρὰ νερά του. Ἀφήρεσε τὸ καλυμμαύχιόν του, ἐστράφη πρὸς ἀνατολὰς προσβλέπων τὰ οὐράνια, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἤρχισε τὴν εὐχήν: Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου…
Ἔπειτα ἔσκυψε καὶ ἡγίασε διὰ τοῦ Σταυροῦ τρεῖς φορὰς τὰ κρυστάλλινα ἐκεῖνα νερὰ ψάλλων: Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε...
Οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὰς δύο ὄχθας μὲ τὰ ἑορτάσιμά των ἐνδύματα, ποὺ ἔλαμπεν ἡ λευκὴ φουστανέλλα τῶν γερόντων, ἔκαμαν καὶ ἐκεῖνοι τὸν σταυρὸν των καὶ συνώδευσαν σιγά - σιγὰ τὸ τροπάριον τῆς ἡμέρας.
Ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν ἁγιασμὸν τῶν ὑδάτων, ἀνέβη εἰς τὴν ὄχθην. Ἀπὸ ἓν μικρὸν ὕψωμα αὐτῆς ἐστράφη πρὸς τοὺς χριστιανούς, ἔφερεν εἰς τὴν μνήμην του τὰ ὀλίγα γράμματά του — εἶχε τελειώσει τὴν Β' τάξιν τοῦ τετραταξίου γυμνασίου — καὶ εἶπεν:
—Ἀδελφοὶ χριστιανοί, σὰν σήμερα ὁ ἐρημίτης Ἰωάννης, μὲ χέρια ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ φόβον καὶ συγκίνησιν, ἐβάπτισε τὸν Χριστὸν εἰς τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου.
Ποιός χριστιανὸς δὲν ἐνθυμεῖται τὸ θαῦμα! Τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ ἤλλαξαν τὸ ρεῦμα των καὶ ἐγύρισαν πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅταν εἶδαν νὰ εἰσέρχεται εἰς αὐτὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ σῶμα ἀνθρώπινον. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὡσὰν λευκὴ περιστερὰ καὶ πτερυγίζει γύρω καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου...
Ἡ Ἐκκλησία μας εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου βαπτίσματος ἁγιάζει σήμερα μὲ τὸν Σταυρὸν τὴν θάλασσαν, τὰς λίμνας, τὰ ποτάμια, τὰ πηγάδια, τὰ ἁγιάζει ὅλα. Μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὰ νερὰ γίνονται λουτρὰ ἰαματικά, ποὺ μᾶς καθαρίζουν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας. Τὰ οὐράνια εὐλογοῦν ἀκόμη σήμερα τὰ σπαρτά μας, τὰ δένδρα μας, τὰ ἀμπέλια μας.
Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ παπα-Χαράλαμπος δὲν ἦτο ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἦτο ἐμπνευσμένος προφήτης, ὁ ὁποῖος ἔδιδε κάτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του πίστιν, ποὺ ἐζωογόνησε τὴν ψυχὴν τοῦ ποιμνίου του.
Τὸ ἔργον τοῦ Ἱερέως δὲν ἐτελείωσεν οὔτε ἐδῶ. Ἀκολουθούμενος τώρα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν οἰκογενειῶν, ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ ἀπ’ ὅσους ἤθελαν ἐσυνέχισε τὴν πορείαν του.
Ἔφθασαν εἰς τὸ μέσον τῶν σταφιδοκτημάτων. Ἐκεῖ ἐστάθη. Μὲ τὸ βλέμμα του ἐνηγκαλίσθη ὅλην ἐκείνην τὴν πεδινὴν ἔκτασιν καὶ ἔπειτα μὲ κλώνους βασιλικοῦ ἐσκόρπισεν ἀπὸ τὸ γεμάτον μὲ ἡγιασμένον ὕδωρ χάλκινον δοχεῖον ρανίδας ἀριστερά, ἄνω καὶ κάτω. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀνέβαινε θερμὴ αὐτοσχέδιος προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν νὰ δώση πολλοὺς καρπούς...
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ ἁγιασμὸς τῶν ἀμπέλων καὶ τῶν σταφιδῶν, ὁ ἱερεὺς μὲ τὴν ἀκολουθίαν του ἐσυνέχισε τὸν δρόμον του. Ἔφθασαν τέλος εἰς τοὺς ἀγρούς, ποὺ ἁπλώνονται ἐπάνω εἰς κυματιστοὺς λόφους.
Ὤ, τὸν ἁπλοϊκὸν καὶ θεοσεβέστατον παπα-Χαράλαμπον! Ἀσκεπής, εὐθυτενής, σεβάσμιος ἀνέπεμψε μὲ γλυκεῖαν φωνὴν καὶ ἐδῶ τὰς ὀλίγας καὶ ὡραίας εὐχάς του καὶ ηὐλόγησε καὶ ἠγίασε τὰ σπαρτά. Οἱ χωρικοὶ μὲ κατάνυξιν καὶ σιωπὴν παρακολούθησαν τὸν ἁγιασμὸν τῶν ἀγρῶν των...
Τὴν ὥραν ἐκείνην ἀνέβαινον ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ πρωινὰ κελαδήματα τῶν κορυδαλλῶν, ὡς εὐχαριστήριος ὕμνος ὅλης της πλάσεως πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστην αὐτῆς.
— Καλὴ σοδειά, χωριανοί! Καὶ τοῦ χρόνου! ηὐχήθη, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ ἔργον του, ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς.
— Εὐχαριστοῦμε, παππούλη ! Νὰ χαίρεσαι τὴν ἱερωσύνη σου ! Ἀπήντησαν οἱ χωρικοί.
Ἔπειτα ἐφίλησαν τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν δεξιὰν τοῦ ἱερέως καὶ ἔχοντες αὐτὸν εἰς τὸ μέσον ἐπέστρεψαν εὐχαριστημένοι καὶ χαίροντες εἰς τὸ χωρίον των. Ἡ γῆ των, ποὺ εἶχον κληρονομήσει ἀπὸ πατέρα πρὸς πάππον, εἶχεν εὐλογηθῆ ἄλλην μίαν φοράν.
Γεμάτοι τώρα ἐλπίδας θὰ συνεχίσουν μὲ νέας δυνάμεις καὶ θάρρος τὸν σκληρόν, ἀλλ' εὐλογημένον ἀγώνα τῆς ζωῆς.

Νικόλαος Κοντόπουλος

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Στὴν Ἐκκλησία αἰσθάνομαι ἐλευθερία
Ὁ μωσαϊκὸς νόμος, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταζε νὰ προσφέρεται κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ βρέφος στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του, ἀπέβλεπε στὸ νὰ προετοιμάση τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ὅπως καὶ ἄλλες διατάξεις τοῦ Νόμου, γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσίου. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν μοναδικὸ πρωτότοκο Υἱὸ τῆς Παρθένου, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν, δηλαδὴ τὸν Μεσσίαν. Εἶχε λοιπὸν μεσσιανικὸ χαρακτήρα αὐτὴ ἡ ἐντολή. Καὶ μὲ παρόμοιες ἐντολὲς διατηρήθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἡ συνείδησις τῆς ἀνεπαρκείας τοῦ Νόμου γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί τῆς προσδοκίας τοῦ ἐρχομένου Μεσσίου, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπλήρωνε τὸν Νόμο καὶ θὰ ἔφερε τὸ πλήρωμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους.
Ἀφοροῦσε λοιπὸν τὸν Χριστὸν ἡ διάταξις αὐτή, καὶ ὁ Κύριος, πρὸς τὸν ὁποῖον κατέτεινε αὐτὴ ἡ ἐντολή, δὲν ἐχρειάζετο νὰ προσφερθῆ εἰς τὸν Ναόν, διότι ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Ναὸς τῆς Θεότητος. Ἠθέλησε ὅμως αὐτὸς ὁ Ποιητὴς τοῦ Νόμου νὰ πληρώση τὸν Νόμον, τιθέμενος ὑπὸ τὸν Νόμον. Καὶ ὡς δοῦλος καὶ αὐτὸς νὰ προσφερθῆ εἰς τὸν Ναὸν ἀπὸ τὴν Μητέρα Του καὶ τὸν θετὸ πατέρα Του καὶ νὰ γίνουν τὰ εἰθισμένα καὶ ὑπὸ τοῦ Νόμου προβλεπόμενα, οἱ τελετουργίες καὶ οἱ προσφορὲς ζεύγους τρυγόνων ἢ δύο νεοσσῶν περιστερῶν.
Ἔτσι ὁ Κύριος, ὅπως καὶ μὲ τὴν Περιτομὴ καὶ μὲ τὸ Βάπτισμά Του στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ μὲ ἄλλες πράξεις Του, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ Του ὑπὸ τὸν Νόμον, ὥστε να ὑπερβῆ τὸν Νόμον διὰ τῆς ὑπακοῆς Του εἰς τὸν Νόμον, νὰ πληρώση τὸν Νόμον καὶ νὰ χαρίση εἰς τοὺς ἀνθρώπους, δι’ αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς Του εἰς τὸν Νόμον, τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Δὲν εἶχε ἀνάγκη Ἐκεῖνος νὰ κερδίση τὴν ἐλευθερία ὑποτασσόμενος εἰς τὸν Νόμον, διότι ἦτο ὁ Ἴδιος ὁ χορηγὸς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὄντως Ἐλευθερία. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δώση σὲ μᾶς ἐλευθερία, ἐμπῆκε ὑπὸ τὸν Νόμον. Συγχρόνως δέ, γιὰ νὰ δώση καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα ὅτι, ἐὰν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, πρέπει νὰ μποῦμε καὶ ἐμεῖς ἑκουσίως ὑπὸ τὸν Νόμον τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι βέβαια τώρα ὑπὸ τὸν Νόμον τοῦ γράμματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ ὑπὸ τὸν Νόμον τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Μοναχοῦ. Ὁ Μοναχὸς ἑκουσίως θέτει τὸν ἑαυτό του ὑπὸ τὸν νόμον τῆς ὑπακοῆς, γιὰ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ ὅσο καλυτέρα ὑπακοὴ κάνει, τόσο πιὸ ἐλεύθερος γίνεται. Ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ πάθη, ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε δουλεία, ἐλεύθερος τελικὰ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν θάνατον.
Θυμάστε τὸν μακαριστὸ πατέρα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς; Ὅταν τοῦ λέγαμε ὅτι εἶναι πιὰ γεροντάκι καὶ νὰ μὴ πηγαίνη στὴν Ἐκκλησία, διότι τὰ πόδια του δὲν τὸν βαστοῦσαν, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «δὲν εἶναι κατὰ Θεόν, στὴν Ἐκκλησία αἰσθάνομαι ἐλευθερία». Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία αἰσθάνεται ὁ Μοναχός, ὅταν κάνη τὴν ἀδιάκριτο ὑπακοή, ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός. Ἐὰν ταλαιπωρούμεθα ἀπὸ λογισμοὺς ἢ ἀπὸ ἀκαταστασίες πνευματικές, αὐτὸ συμβαίνει διότι δὲν κάνουμε τὴν ὑπακοὴ ποὺ πρέπει. Καὶ γνωρίζετε καὶ ἐσεῖς ἐκ πείρας, ὅτι, ὁσάκις κάνετε ὑπακοὴ ὅπως τὴν θέλει Θεός, τότε αἰσθάνεσθε ἐλευθερία. Ἂς τὸ ὑποσημειώσωμε λοιπὸν αὐτὸ σήμερα ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ὑπακοῆς ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος -καὶ ποὺ δὲν ἐχρειάζετο νὰ τὴν κάνη γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ τὴν ἔκανε γιὰ μᾶς- στὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ πορευώμεθα καὶ ἐμεῖς διὰ τῆς πιστῆς ὑπακοῆς στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία των τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἐχάρισε.
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Ὁμιλία τοῦ Γέροντα στὴν τράπεζα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τὸ 1991.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Γλῶσσα ὑπὸ διάλυση
Ἕνα σημερινό παιδί πού θά πρωτοπάει στό σχολεῖο, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχει προδιδαχθεῖ κατ’ οἶκον, γνωρίζει περισσότερες ἀγγλικές παρά ἑλληνικές, ἀρχαῖες καί λόγιες, λέξεις, ἐκτός βέβαια ἀπό ἐκεῖνες πού εἶναι ἐν χρήσει καί σήμερα. Καί ὅμως μποροῦσε νά γνωρίζει πολλές, ἄν εἶχε μάθει κάποιες προσευχές. Τό «Πάτερ ἡμῶν» μπορεῖ νά γίνει ἕνα ἄριστο δεῖγμα γλωσσικῆς διδασκαλίας. Ὅμοια καί ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος», πού ἦταν ἐπί 1.500 χρόνια ὁ οἱονεί ἐθνικός μας ὕμνος. Ὅμως, γιά λόγους εὐκολίας ἤ γιά λόγους κάλπικου προοδευτισμοῦ, ἀποκοπήκαμε ἀπό αὐτά, γκρεμίσαμε ὅλα τά γλωσσικά μας ὀχυρά καί μάλιστα τήν ὥρα πού ὁρμοῦσε πάνω μας τό ξένο γλωσσικό τσουνάμι. Ἡ ἀγγλοπλημμύρα ἔχει κατακλύσει τά πάντα, ἔχει εἰσορμήσει στή σκέψη καί στό στόμα τῶν παιδιῶν ἀπό τή νηπιακή τους ἡλικία. Ἡ γλῶσσα, κατά μία ἔννοια, εἶναι πατρίδα. Τήν ἀπαρνηθήκαμε καί πνευματικά ἐξοριστήκαμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Παραβλέψαμε τοῦτο τό ἰδιαίτερα σημαντικό, ὅτι δηλαδή ἕνας λαός πού ἀποστρέφεται τήν γλῶσσα καί τήν γραφή του, εἶναι σάν νά διαγράφει τήν ὑπογραφή του ἀπό τή Magna Carta τῆς ἀνεξαρτησίας του.
Ὅλη ἡ ἱστορική μας ὕπαρξη ἦταν –κι ἀκόμη εἶναι– κρεμασμένη ἀπό μία κλωστή: τή γλῶσσα. Ἄν κοπεῖ –καί τώρα μένουν ἐλάχιστες ἶνες– θά πέσουμε στά τάρταρα τῆς λησμονιᾶς. Θά κυκλοφοροῦμε ἀνάμεσα στά μνημεῖα, ὅπως οἱ φελλάχοι γύρω ἀπό τίς πυραμίδες καί τή Σφίγγα. Θά χάσουμε τήν ἐπαφή μέ ὅ,τι τροφοδοτοῦσε καί ὑδροδοτοῦσε τήν πνευματική μας ζωή καί διαμόρφωνε τό ὑπερήφανο ἑλληνικό ἦθος. Πού δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τόν κακῶς ἐννοούμενο σήμερα ἐθνικισμό. Δέν ἔχουμε συμπληρώσει οὔτε 200 χρόνια ἐλεύθερου πολιτικοῦ βίου. Μπορεῖ ὅσα πράξαμε στή διάρκεια τοῦ μικροῦ αὐτοῦ χρονικοῦ διαστήματος νά μήν εἶναι ἐπαινετά, δέν εἶναι ὅμως ὅλα ἀξιοκατάκριτα. Στίς διεθνεῖς μας σχέσεις ὑπήρξαμε πάντοτε συνεπεῖς. Ἡ Ἑλλάς δέν πρόδωσε ποτέ της σύμμαχο, ἄν καί οἱ σύμμαχοι συχνά τήν πρόδωσαν οἰκτρά. «Ἡ Ἑλλάς εἶναι μικρή χώρα, γιά νά διαπράξει τόσο μεγάλη προδοσία», ἦταν μιά μνημειώδης ἀπάντηση τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νά «λησμονήσει» τή συμμαχία μέ τή Σερβία. Σήμερα, δυστυχῶς, πού δεχόμαστε βολές ἀπό ποικίλες πλευρές, δέν πρέπει νά ἐγκαταλείπουμε τό πολιτικό ἔρεισμα τῆς ἠθικῆς – χωρίς ὡστόσο νά γινόμαστε ἀφελεῖς. Στή χωρίς συνείδηση ἀνήθικη δράση τῶν ἐχθρῶν μας ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιτάσσουμε μία ἠθική δραστηριότητα, συνδυασμένη μέ ἔντονο ζῆλο. Καί ἕνας τέτοιος ζῆλος πρέπει νά γίνει ἡ μελέτη καί ἡ οἰκείωση τοῦ γλωσσικοῦ καί ἱστορικοῦ μας παρελθόντος.
Αὐτό μᾶς ξαναφέρνει καί πάλι στό αἰώνιο πρόβλημα τῆς παιδείας. Κάθε χρονιά, οἱ ἐκπαιδευτικοί, ἀντί νά μελετοῦν βιβλία γιά νά μορφωθοῦν, ὑποχρεώνονται νά διαβάζουν ὑπουργικές ἐγκυκλίους γιά νά ἐνημερωθοῦν. Καί μέσα σ’ αὐτές τίς φλύαρες καί ἀκατάληπτες ἐγκυκλίους, στά πολυσέλιδα σέ ὄγκο βιβλίου ὑπομνήματα, καμμιά ὑπόμνηση γιά τό βάθεμα τῆς γλώσσας, γιά τήν προστασία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ἔτσι, τά παιδιά περιορίζονται σέ μιά γλῶσσα-φλούδα καί γιά τήν εὐρύτερη κατάρτισή τους στρέφονται πρός τά Ἀγγλικά. Ἀλλ’ ὅπως εἴχαμε γράψει παλαιότερα, ὅποιος ὑποχωρεῖ ἀπό τή γλῶσσα του, ὑποχωρεῖ καί ἀπό τίς ἀξίες πού αὐτή ἡ γλῶσσα ἐκφράζει. Καί εἶναι θλιβερό νά σκέπτεται κανείς ὅτι τίς πρῶτες μεγάλες ἀξίες τῆς ζωῆς στή δική μας περίπτωση ἔχει ἐκφράσει μέ ἀνυπέρβλητο λόγο καί τρόπο ὁ Ὅμηρος. Οἱ ἀξίες τοῦ θεϊκοῦ κόσμου στόν Ὅμηρο δέν εἶναι παρά προβολή τῶν ἀξιῶν πού ἀναγνώριζαν γιά τή ζωή τους οἱ τότε ἄνθρωποι. Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι οἱ θεοί αὐτοί πού κατέβασαν τίς ἀξίες στούς Ἕλληνες, ἀλλ’ οἱ Ἕλληνες εἶναι αὐτοί πού ὕψωσαν τίς ἀξίες τους ὥς τούς θεούς.
«Τό τοπίο γίνεται λόγος», εἶχε γράψει ποιητικά ὁ Κων/νος Τσάτσος. Ἡ ὀμορφιά τοῦ τοπίου καθρεφτιζόταν ἀπό τά χρόνια τά παλιά στή γλῶσσα καί στή γραφή μας. Κανένα φυσικό τοπίο στή γῆ δέν ἔχει τήν ποικιλία, τήν ἐκφραστικότητα, τή γλυκύτητα, συνδυασμένη μέ τραχύτητα, πού εἶχε τό ἑλληνικό τοπίο. Γιά λόγους χρησιμοθηρικούς, καταστρέψαμε τοῦτο τό τοπίο καί πιό πολύ τό ἀνυπέρβλητο ἀττικό μέ τά μαγευτικά ἡλιοβασιλέματα καί τίς ὑπέροχες νύκτες του. Μοιραῖα ἦλθε καί ἡ σειρά τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, τοῦ πιό ἀνυπέρβλητου τοπίου στή χώρα τοῦ πνεύματος. Κάποτε ἕνας φίλος μου παλαιοβιβλιοπώλης, ὁ ἀείμνηστος Γεράσιμος Χαλκιόπουλος, εἶχε πεῖ σ’ ἕναν βιβλιόφιλο ὑπουργό: «Προσέχτε, τή γλῶσσα! Θά’ ρθεῖ καιρός πού οἱ νέοι μας θά… γκαρίζουν»! Δυστυχῶς δέν διαψεύστηκε. Αὐτό πού πλασσάρεται σήμερα σάν ἑλληνικός λογόηχος εἶναι σκέτος ὀγκανισμός. Χάνεται σταδιακά ἡ εὐγένεια τῆς προφορᾶς. Χάνεται καί ἡ σωστή ἐκφορά λόγου. Ἀκόμη καί κάποιοι παρουσιαστές, ἐκφωνητές, ὁμιλητές στό ραδιόφωνο καί στήν τηλοψία μιλοῦν σάν νά κάνουν «μπουρμπουλῆθρες». Γιά κάποιους εἶναι ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖοι οἱ ὑπότιτλοι. Καλό θά ἦταν ἐπίσης κάποιοι πολιτικοί, προτοῦ ἀποφασίσουν νά βγοῦν στό «γυαλί», νά ἐπισκεφθοῦν κάποιο λογοθεραπευτή καί νά τούς διδάξει μερικές γλωσσικές ἀσκήσεις. Ἡ ὡραία ταινία «Ὁ λόγος τοῦ βασιλιᾶ» εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ πολύ διδακτική. Γι’ αὐτό συνιστῶ –αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά ἀκουστῶ– στό ἁμαρτωλό ὑπουργεῖο κακοπαιδείας ν’ ἀφήσει τίς μεγαλοστομίες καί τά ρηξικέλευθα δῆθεν προγράμματα καί νά ἐπιβάλει σάν βασική διδακτική ἀρχή τό «Ἀνάγνωση καί Γραφή». Σωστή γραφή καί καλή ἀνάγνωση προσφέρουν καλή ὀργάνωση στό μυαλό, δεξιότητα στό χέρι, εὐχέρεια στήν ὁμιλία, ἔτσι πού εἶναι εὐχερέστερη ἡ ἐπικοινωνία. Εἶναι θλιβερό ἡ εὐγλωττία τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα νά ἐπιδεικνύεται μόνον ὅταν… βρίζει!

Σαράντος Καργάκος

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025


Ἡ εὐχαριστία
Ὅταν μὲ εὐχαριστία πλαγιάσεις στὸ στρῶμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τὶς εὐεργεσίες καὶ τὴν τόση πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γεμίζεις ἀπὸ καλὲς σκέψεις καὶ χαίρεσαι περισσότερο καὶ εὐφραίνεσαι. Καὶ γίνεται ὁ ὕπνος τοῦ σώματος, νηφαλιότητα καὶ ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς. Καὶ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν σου, ἀληθινὴ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ σιωπή σου, κυοφορώντας τὸ ἀγαθό, προσφέρει ὁλόψυχα, μὲ πνευματικὴ αἴσθηση, δόξα ποὺ ἀνυψώνεται στὸ Θεὸ τῶν ὅλων. Γιατί ὅταν λείπει ἡ κακία, ἡ εὐχαριστία καὶ μόνη της ἀρέσει στὸ Θεὸ παραπάνω ἀπὸ κάθε πολυτελῆ θυσία. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025


Ὁ γάμος ὡς μυστήριο
Εἶναι κοινὴ διαπίστωση ὅτι σήμερα ὁ γάμος περνᾶ κρίση. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζευγάρια ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν στὸ διαζύγιο ζοῦν κατὰ συνθήκη καὶ κατ’ ἀνοχὴ συζυγικὴ ζωὴ καὶ δὲν βρίσκουν καμιὰ εὐτυχία καὶ καμιὰ χαρὰ στὸ δεσμό τους.
Ἕνα σοβαρὸ αἴτιο τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ «ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν» Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸ γάμο τους ὡς Μυστήριο.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ καὶ ἄθεο κλίμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶναι σήμερα διάχυτο (ἐφημερίδες, τραγούδια, περιοδικά, θεάματα, διαφημίσεις) ἀντιλαμβάνονται τὸν γάμο ὡς ἕνα φυσικό, βιολογικὸ ἢ κοινωνικοοικονομικὸ μόνο γεγονός. Ὁ πανσεξουαλισμὸς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα τὴ σκέψη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοποθετεῖ τὴν εὐτυχία του ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸ σέξ. Ἔτσι ὁ γάμος θεωρεῖται ὡς ἕνα νόμιμο καὶ ἐγκεκριμένο ἀπὸ τὴν κοινωνία ἐρωτικὸ παιχνίδι, χωρὶς καμία συνείδηση εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς. Ὅταν παρέλθει ἡ ἐρωτικὴ εὐχαρίστηση τότε καὶ ὁ γάμος δὲν ἔχει νόημα. Οἱ σύζυγοι χωρίζουν γιὰ νὰ βροῦν νέο σύντροφο καὶ νέα περιπέτεια.
Ὅταν ὅμως ὁ γάμος μένει ἕνα φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνει «μυστήριον», χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσει μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴ Βασιλεία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ καὶ νὰ σώσει. Ὁ γάμος ὡς φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς ἀνήκει στὸν κόσμο ποὺ ὑπάρχει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος, φύση, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθεῖ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸ ἢ κοινωνικὸ εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ χαρίσει ἀκεραία καὶ ὁλοκληρωμένη ζωή.

Ὅταν ὁ γάμος γίνει «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸ φυσικό τους γάμο ἀπὸ τὸν παλαιό, ἀλύτρωτο καὶ χωρὶς Θεὸ κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὸν καινό, θεανθρώπινο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε Μυστήριο, ἄλλως τε, εἶναι μία μετάβαση καὶ μία μεταμόρφωση τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς στὸν καινὸ κόσμο καὶ καινὴ «ἐν Χριστῷ» ζωή, ποὺ προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν παλαιὸ κόσμο γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁριστικὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία ἑνώνεται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ὅλους τοὺς λυτρωμένους πιστούς. 
Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνουν «ἕν νέον θεανθρώπινον σῶμα».
Αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴ Θεία Εὐχαριστία γίνεται καὶ στὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου. Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τους σὲ μία αἰωνία καὶ θεανθρώπινη ἕνωση. Ἀπὸ μία ἕνωση τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου μεταμορφώνονται σὲ μία ὑγιῆ «ἐν Χριστῷ» ἕνωση μέσα στὴν καινὴ κτίση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλούστερα: Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου δὲν ἑνώνεται μόνο ὁ γαμπρὸς καὶ ἡ νύφη, ἀλλ’ ἑνώνεται μαζί τους καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον καὶ οἱ δύο ἑνώνονται «ἐν τῷ Χριστῷ», ὁ ὁποῖος κάνει ἔτσι τὴν ἕνωσή τους ἁγία, τέλεια, ὑγιῆ, θεανθρώπινη.
Ἐννοεῖται ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἕνα γεγονὸς μεταμορφώσεως στὶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθηση τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου χωρὶς καμία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ τελούμενο Μυστήριο.
Μετὰ ἀπὸ μία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο ἱδρύεται ἕνα νέο «σπίτι», μία μικρὴ Ἐκκλησία, ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ Μυστήριο ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξη τῶν δύο φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότητα κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός.
Εἰς τὸ νέο σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικὰ ὁ ἄνδρας ἢ ἡ γυναίκα, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι καὶ οἱ δύο θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ δικό τους θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς οἰκογένειας ἱδρύεται ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι κατὰ τὴν ἱεροτελεστία στεφανώνονται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Εἶναι τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωση τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴ σχέση τῶν συζύγων μὲ τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν». Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωση καὶ μία ἀποκάλυψη τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ κρύβουν μέσα τους, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πάθη τους καὶ νὰ ἀποκτοῦν σὲ βάθος τὴν ἁγία ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Γάμος εἶναι μία συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν καινή, δηλ. νέα, ἀναστημένη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθεῖ πρῶτα μαζί του καὶ δὲν θάψει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο.
Οἱ δύο σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαία νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν ἀκολουθία τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες…», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία στὴ ὁποία προηγεῖται ὁ Ἱερέας κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνει προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου στὸ μαρτυρικὸ δρόμο τοῦ καθημερινοῦ τους ἀγῶνα νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι στὸ σύντροφο τῆς ζωῆς τους.
Ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχθοῦν τὸ γάμο τους ὡς ἀγώνα καὶ θυσία, πῶς θὰ ἐπιζήσει ἡ σχέση τους ὅταν ἐμφανισθοῦν οἱ πρῶτες δυσκολίες;
Αὐτὰ δὲν ἐξαντλοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὁρισμένες εἰσαγωγικὲς σκέψεις.
Πρέπει πάντως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς οὐσίας τοῦ γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργο μας δὲν εἶναι ἔργο ληξιάρχου – εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος – ἀλλὰ ἔργο ποιμένα καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.
Οἱ μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς ποιμένες τους ποιὰ σημασία ἔχει ὁ γάμος τους, γιατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς μποροῦν «ἀξίως» νὰ περάσουν τὴν ἔγγαμη ζωή τους.
Στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο μας – ἔργο πράγματι ποιμαντικὸ- πρέπει νὰ βοηθηθοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι «τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια» τῶν κληρικῶν.
Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας δὲν εἶναι ἔργο μόνον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ’ ὁλόκληρης τῆς κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν στοὺς ποιμένες ὁ καθένας κατὰ τὴν κλήση του καὶ τὸ δοθὲν χάρισμα ποὺ πῆρε.
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

 


Ἥλιος ὁ πρῶτος

 IV

Πίνοντας ἥλιο κορινθιακὸ

Διαβάζοντας τὰ μάρμαρα

Δρασκελίζοντας ἀμπέλια θάλασσες

Σημαδεύοντας μὲ τὸ καμάκι

Ἕνα τάμα ψάρι ποὺ γλιστρᾶ

 

Βρῆκα τὰ φύλλα ποὺ ὁ ψαλμὸς τοῦ ἥλιου ἀποστηθίζει

Τὴ ζωντανὴ στεριὰ ποὺ ὁ πόθος χαίρεται

Ν' ἀνοίγει.

 

Πίνω νερὸ κόβω καρπὸ

Χώνω τὸ χέρι μου στὶς φυλλωσιὲς τοῦ ἀνέμου

Οἱ λεμονιὲς ἀρδεύουνε τὴ γύρη τῆς καλοκαιριᾶς

Τὰ πράσινα πουλιὰ σκίζουν τὰ ὄνειρά μου

Φεύγω μὲ μιὰ ματιὰ

 

Ματιὰ πλατιὰ ὅπου ὁ κόσμος ξαναγίνεται

Ὄμορφος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ μέτρα τῆς καρδιᾶς.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025


Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε
Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε 
καὶ πῆρε τὸ φεγγάρι,
ἐκάλεσε καὶ στὴ χαρὰ
συμπέθερους τ’ ἀστέρια.
Τὰ σύννεφα τοὺς ἔστρωσε 
στρώματα γιὰ νὰ κάτσουν,
τοὺς ἔβαλαν φαῒ νὰ φᾶν’
τὸ μόσχο καὶ τὰ ἄνθια.
Κρασὶ τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, 
θάλασσες καὶ ποτάμια.
Κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, 
ὁ Αὐγερινὸς ἐφάνη:
Φέρνει τὸν ὕπνο ζωντανὸ 
στὰ νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει καὶ στοὺς συμπέθερους
λυχνάρι γιὰ νὰ φέξει,
νὰ φύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους,
τὰ νιόγαμπρα νυστάζουν,
θέλουν νὰ πᾶν’ νὰ κοιμηθοῦν,

θέλουν νὰ ἡσυχάσουν.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025


Πῶς ἔγραψα τὸ «Ἄξιον Ἐστὶ»

Ὅσο κι ἂν μπορεῖ νὰ φανεῖ παράξενο, τὴν ἀρχικὴ ἀφορμὴ νὰ γράψω τὸ ποίημα μοῦ τὴν ἔδωσε ἡ διαμονή μου στὴν Εὐρώπη τὰ χρόνια τοῦ '48 μὲ '51. Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια ὅπου ὅλα τὰ δεινὰ μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, ἐμφύλιος - δὲν εἴχανε ἀφήσει πέτρα πάνω στὴν πέτρα.
Θυμᾶμαι, τὴν μέρα ποὺ κατέβαινα νὰ μπῶ στὸ ἀεροπλάνο, ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ παίζανε σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ οἰκόπεδο. Τὸ αὐτοκίνητό μας ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει γιὰ μία στιγμὴ καὶ βάλθηκα νὰ τὰ παρατηρῶ.
Ἤτανε κυριολεκτικὰ μὲς τὰ κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, μὲ γόνατα παραμορφωμένα, μὲ ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στὶς τσουκνίδες τοῦ οἰκοπέδου ἀνάμεσα σὲ τρύπιες λεκάνες καὶ σωροὺς σκουπιδιῶν.
Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτή, σκεπτόμουνα, ἦταν ἡ μοίρα τοῦ Γένους ποὺ ἀκολούθησε τὸ δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ πάλαιψε αἰῶνες γιὰ νὰ ὑπάρξει.
Πρὶν περάσουν 24 ὧρες περιδιάβαζα στὸ Οὐσὶ τῆς Λωζάννης, στὸ μικρὸ δάσος πλάι στὴ λίμνη. Καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα καλπασμοὺς καὶ χαρούμενες φωνές.
Ἦταν τὰ Ἐλβετόπαιδα ποὺ ἔβγαιναν νὰ κάνουν τὴν καθημερινή τους ἱππασία. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ πέντε γενεὲς καὶ πλέον δὲν ἤξεραν τί θὰ πεῖ ἀγώνας, πείνα, θυσία.

Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σὰν πριγκηπόπουλα, μὲ συνοδοὺς ποὺ φοροῦσαν στολὲς μὲ χρυσὰ κουμπιά, περάσανε ἀπὸ μπροστά μου καὶ μ' ἄφησαν σὲ μία κατάσταση ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀγανάκτηση.
Ἤτανε δέος μπροστὰ στὴν τρομακτικὴ ἀντίθεση, συντριβὴ μπροστὰ στὴν τόση ἀδικία, μία διάθεση νὰ κλάψεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς περισσότερο, παρὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖς καὶ νὰ φωνάξεις.
Ἤτανε ἡ δεύτερη φορὰ στὴ ζωή μου - ἡ πρώτη ἤτανε στὴν Ἀλβανία - ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἄτομό μου, καὶ αἰσθανόμουν ὄχι ἁπλὰ καὶ μόνο ἀλληλέγγυος, ἀλλὰ ταυτισμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴ φυλή μου.
Καὶ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας ποὺ ἔνιωθα μεγάλωσε φτάνοντας στὸ Παρίσι. Δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη μουδιασμένα. Ὅμως τί πλοῦτος καὶ τί καλοπέραση μπροστὰ σὲ μᾶς! Καὶ τί μετρημένα δεινὰ ἐπιτέλους μπροστὰ στὰ ἀτελείωτα τὰ δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ἀκόμα οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ 'χουν κάθε μέρα τὸ μπιφτέκι καὶ τὸ φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Ὑπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, μὲ κοιτάζανε βλοσυρὰ καὶ μοῦ λέγανε: ἐμεῖς περάσαμε πόλεμο, κύριε! Κι ὅταν καμμιὰ φορὰ τολμοῦσα νὰ ψιθυρίσω ὅτι ἤμουν Ἕλληνας κι ὅτι περάσαμε κι ἐμεῖς πόλεμο, μὲ κοιτάζανε παράξενα: ἄ, κι ἐσεῖς, ἔ;
Καταλάβαινα ὅτι ἤμασταν ἀγνοημένοι ἀπὸ παντοῦ καὶ τοποθετημένοι στὴν ἄκρη-ἄκρη ἑνὸς χάρτη ἀπίθανου. Τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ ἡ δεητικὴ διάθεση μὲ κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα μου παλαιὲς ἐνστικτώδεις διαθέσεις ἄρχισαν νὰ ἀναδεύονται καὶ νὰ ξεκαθαρίζουν.
Ἡ παραμονή μου στὴν Εὐρώπη μὲ ἔκανε νὰ βλέπω πιὸ καθαρὰ τὸ δράμα τοῦ τόπου μας. Ἐκεῖ ἀναπηδοῦσε πιὸ ἀνάγλυφο τὸ ἄδικο ποὺ κατάτρεχε τὸν ποιητή. Σιγά-σιγὰ αὐτὰ τὰ δύο ταυτίστηκαν μέσα μου.
Τὸ ἐπαναλαμβάνω, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ ἔβλεπα καθαρὰ ὅτι ἡ μοίρα τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη ἦταν ὅ,τι καὶ ἡ μοίρα τοῦ ποιητῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους - καὶ βέβαια ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐξουσίας.
Αὐτὸ ἦταν ὁ πρῶτος σπινθήρας, ἦταν τὸ πρῶτο εὕρημα. Καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔνιωθα γιὰ μία δέηση, μοῦ 'δωσε ἕνα δεύτερο εὕρημα. Νὰ δώσω, δηλαδή, σ' αὐτὴ τὴ διαμαρτυρία μου γιὰ τὸ ἄδικο τὴ μορφὴ μίας ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Κι ἔτσι γεννήθηκε τὸ «Ἄξιον Ἐστί».
Ὀδυσσέας Ἐλύτης