Σάββατο 31 Αυγούστου 2024


Τὸ διαζύγιο ὡς ρῆγμα
Τὸ διαζύγιο, ὡς γεγονὸς διαρρήξεως μιᾶς, πρωταρχικῆς σημασίας γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, συζυγικῆς διαπροσωπικῆς σχέσεως, πλήττει τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, σὲ μία σειρὰ ἁλυσιδωτῶν σχέσεων ἀτόμων ἐμπλεκομένων, οὕτως ἢ ἄλλως, συγγενικῶς μὲ τοὺς ἀρχικοὺς συντελεστὲς τῆς διαρρήξεως αὐτῆς!
Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου πραγματώνεται μυστηριακῶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στὴν ἀρχικὴ προπτωτική του εἰκόνα. Τὸ ἀνδρόγυνο, στὸ γάμο, ἐξεικονίζει τὴν τέλεια ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἐν λόγῳ σκοποῦ, ἀνθρώπινη διαπροσωπικὴ ἑνότητα στὴ μονάδα δύο προσώπων! Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν ὀντολογικὴ πληρότητα τῆς ἀρχικῆς του εἰκόνας, ἐφόσον, μὲ τὸ μυστήριο αὐτό, ὁ ἄνθρωπος ὑποστασιάζεται πλέον ὡς «μονὰς» («καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν») στὴ δυάδα τῶν συζυγικῶν προσώπων γίνεται «ἀνδρὸγυνος»! Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἰς ἀνδρόγυνο!
Στὴν περίπτωση αὐτή, ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἐπιστρέφει στὴν ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του, μέσω τῆς ἀναπλασθείσης διὰ τῶν δημιουργικῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ, πλευρᾶς του καὶ συμπληρώνεται, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τὸ κενό, τὸ ὁποῖο κατέλυσε ἡ ἀποσπασθεῖσα αὐτὴ πλευρά του, μὲ τὸ θεῖο δῶρο τῆς θεραπείας τῆς μοναξιᾶς του («Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον») τὴ γυναίκα!
Ἐξάλλου, ἀτενίζοντας τὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτὸ του («τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»), καὶ ἀποδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου, ὅτι «Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναίκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἑαυτὸν ἀγαπᾶ»! Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, σημειοδοτεῖ τὴν χαρισματικὴ ἢ μυστηριακὴ ὀντολογικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γενικῶς προσώπου. Ὁ γάμος καταφάσκει τὴν μυστηριακὴ σχέση τῶν δύο συζύγων, ὡς ἀπόδειξη τῆς πραγματώσεως τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, στὸ κεφάλαιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ γάμου!
Ἀλλὰ τὸ διαζύγιο δὲν διασπᾶ μόνο τὴ συζυγικὴ ἑνότητα καὶ τὴ σχέση δύο μόνον προσώπων. Τὸ διαζύγιο μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία καὶ πηγὴ πολλῶν μελλοντικῶν, συνεχῶν, διασπάσεων, καὶ ἐκλύσεων ψυχικῶν διαταραχῶν σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐνδεχομένως θὰ ἐμπλακοῦν, οὕτως ἢ ἄλλως, στὸ μεγάλο κύκλο ἀνθρωπίνων, διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀπορρεουσῶν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀφετηρία δύο διαζευγμένων γονέων.
Ἐὰν δηλ. ὁ ἕνας πρώην σύζυγος ἢ καὶ ἀμφότεροι, προχωρήσουν σὲ νέο γάμο μὲ ἄλλα πρόσωπα, τότε οἱ ἀρνητικὲς ποικίλες συνέπειες τῆς ἀρχικῆς συζυγικῆς διαστάσεως, θὰ περάσουν ἀσφαλῶς στὶς νέες συγγενικὲς σχέσεις, ἐξ αἵματος ἢ ἐξ ἀγχιστείας, οἱ ὁποῖες θὰ δημιουργηθοῦν ἐνδεχομένως μὲ τοὺς νέους αὐτοὺς γάμους. Λ. χ. ἐνδεχομένως, μὲ νέους γάμους τῶν ἤδη διαζευγμένων συζύγων, θὰ προκύψουν ἴσως πατριοὶ καὶ μητρυιὲς καὶ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι θὰ γίνουν ἀποδέκτες τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν τοῦ ἀρχικοῦ διαζυγίου.
Ἔπειτα εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ παιδιὰ διαζευγμένων γονέων μὲ ψυχικὰ τραύματα ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν γονέων τους καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ διαζύγιο, θὰ μεταφέρουν ἀργότερα στὴ δική τους συζυγικὴ σχέση, τὶς ἐμπειρίες τῶν τραυμάτων αὐτῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι λίγες φορές, τὶς διαταράξεις καὶ τῆς δικῆς τους συζυγικῆς σχέσεως! Γενικῶς ὅμως εἶναι συνήθως ἀπρόβλεπτες οἱ καταστροφικὲς συνέπειες ἑνὸς διαζυγίου, στὸν μέλλοντα χρόνο, ποὺ ὁ κύκλος τῶν συγγενικῶν προσώπων, θὰ διευρύνεται μὲ νέους ἐπιγόνους, σχετιζομένους μὲ τοὺς συντελεστὲς τοῦ ἀρχικοῦ-πατρογονικοῦ διαζυγίου!
Ἡ πτώση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου στὴν τραγωδία τοῦ διαζυγίου καὶ τῆς διασπάσεως τοῦ συζυγικοῦ ζεύγους σὲ μονάδες, σημαίνει ἀσφαλῶς διάλυση καὶ ἀπώλεια τῆς ἀρχέγονης θεουργικῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν εἰκόνα τοῦ ἑνός!
Ἐξάλλου οἱ διαστάσεις τῆς τραγωδίας αὐτῆς ὁριοθετοῦνται σίγουρα στὴν ἀναίρεση, μὲ τὸ διαζύγιο, ὄχι μόνο τῆς μυστηριακῆς ἀναπλάσεως τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας διὰ τοῦ γάμου ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῆς «ἀρχιτεκτονίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητὴς) οἰκοδομηθείσης «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας»!
Ἕνα διαζύγιο συντρίβει μίαν ἐκκλησία! «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»;
Ἰωάννης Κορναράκης

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

 


Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου

Ὁ Ζήσιμος Λορετζάτος ἄφησε τὸ ἔργο του, τὸ «τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» γιὰ πολλούς. Σὲ λίγους, ποὺ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ἄφησε τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, ἄφησε μιὰν ἀκεραιοσύνη, νὰ τὴν πῶ ἔτσι, μιὰ στιβαρὴ παρακαταθήκη, σὰν τὶς κολῶνες ποὺ μποροῦν νὰ βαστάζουν τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.

Γιὰ νὰ καταστεῖ δάσκαλος τοῦ πνεύματος, μαθήτευσε σὲ μεγάλους μαστόρους τῆς ζωῆς, ὅπως ἦσαν κυρίως ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ Παπαδιαμάντης καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἄλλοι, ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Μακρυγιάννης. Μαθήτεψε ἀκόμη σὲ μεγάλα κείμενα τοῦ πνεύματος, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἰδιαίτερα τοὺς μυστικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἰδιαίτερα ἀγάπησε τὸν ποιητὴ καὶ στοχαστὴ Γιῶργο Σαραντάρη, ὁ ὁποῖος σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν θυσιάστηκε γιὰ τὴν Πατρίδα στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, κατὰ τὸν Ἑλληνο–Ἰταλικὸ πόλεμο 1940-41.

[…] Το 1996 κυκλοφόρησε τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιό του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μαζὶ μὲ ἕνα μικρότερο γιὰ τὸν Δημ. Καπετανάκη. Τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι «Διόσκουροι». Τὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Σαραντάρη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἔργα τοῦ Λορεντζάτου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ συγγραφὴ τῆς μελέτης του γιὰ τὸν Σαραντάρη ξεκίνησε τὸ 1962 καὶ κυοφορήθηκε 35 χρόνια μέχρι τὴν ὁλοκλήρωσή της. Συγχρόνως ἀποτελεῖ καὶ τὸ θεολογικότερο ἔργο τοῦ Λορεντζάτου. Σ’ αὐτὸ συνετέλεσε ἡ ἑλληνοπρεπὴς καὶ Χριστοκεντρικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τοῦ Σαραντάρη, τὴν ὁποία πρῶτος ἐκτίμησε ὁ Λορεντζάτος, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ σημαντικὸ ποιητικό του ἔργο.

Λέει χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, στὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν. Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴ γλώσσα τῶν πατέρων μου, στὴ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, τῶν Εὐαγγελίων καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν».

[…] Αὐτὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του θέλησε νὰ τὴν κουβεντιάσει μὲ ἔμπειρους πνευματικοὺς καὶ νὰ ἀντλήσει ἐφόδια γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ διανύσει: Γνησίους, μᾶς λέγει ὁ Λορεντζάτος, γέροντες, ποὺ προσωπικὰ γνώρισα στὴ ζωή μου – Φιλόθεος τῆς Λογγοβάρδας (Πάρος), Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Θεόδουλος τῆς Κορώνης, Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας, Πορφύριος τῆς Μαλακάσας […], Λεόντιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θαμμένος τώρα κοντὰ στὴ Βαρυμπόμπη, (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε καὶ τὸν βλέπαμε στὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸν Πειραιά, ὅπου ζοῦσε κυρτωμένος – δύο κάτια εἶχε γίνει – τὸν τελευταῖο καιρὸ προτοῦ πεθάνει). Χώρια ἀγγελικοὺς ἐξομολόγους, ὅπως ὁ Παπὰ Θανάσης τῆς Νεραντζιώτισσας στὸ Μαρούσι (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε συχνά).

Κοντὰ στοὺς δασκάλους γιὰ τὴ Λογοτεχνία ὁ Λορεντζάτος διδασκόταν ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες, ποὺ εἶχε τὴν εὐλογία νὰ γνωρίσει, τὴν Ὀρθόδοξη βιωτή. Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ δάσκαλοι τὸν βοήθησαν στὸ καταστάλαγμά του, ὡς ἐμπειρία ζωῆς:

«Ἀγαπάω τὸν Χριστό, γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μοῦ δείχνει τὴν ἀθλιότητά μου. Ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς λογαριάζω τὴ φοβερὴ ἀπόσταση καὶ συντρίβομαι ἀποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ἕνα χάνι στὸ δρόμο, νὰ κάνω ἕνα λουτρό, νὰ ἀλλάξω ροῦχα καὶ νὰ ξεκουραστῶ, νὰ ξεκουραστῶ. Μπροστὰ στὴ συχώρεση τοῦ Χριστοῦ ἡ προσπάθειά μου τίποτα. Ὅμως προσπαθῶ, προσπαθῶ. Ὅλα μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ συχωρέσει ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Πικιώνης, πὼς δὲν προσπαθήσαμε δὲν θὰ μᾶς τὸ συχωρέσει ποτέ».

[…] «Τὸ μέγιστο ποὺ μπορεῖς νὰ γίνεις, μία μέρα, γιὰ τὸν τόπο σου: μία καλὴ πυξίδα».

Ἔγινες καὶ εἶσαι, μακάριε Ζήσιμε, ζωογόνος πυξίδα – γιὰ ὅσους τὸ ξέρουμε καὶ γιὰ ὅσους δὲν τὸ ξέρουμε.

Δημήτρης Μαυρόπουλος

Κοντὰ στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Λορεντζάτου, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ σαράντα δοκίμια, συγκεντρωμένα στὸ τρίτομο ἔργο του «Μελέτες», δύο ταξιδιωτικὰ κείμενα, τρεῖς ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ ἄρθρα, ἢ πρόλογοι σὲ βιβλία, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος του, ὁ Λορεντζάτος διακρίθηκε καὶ γιὰ τὸν πατριωτισμό του. Ἐνδεικτικὸ εἶναι πὼς τὸ 1953 ζοῦσε στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε προσληφθεῖ στὸ BBC. Τὸ 1955 ἀπολύθηκε καὶ ἀπελάθηκε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, γιατὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκαλέσει «τρομοκράτες» τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ΕΟΚΑ.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024



Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου ζώντας στὸν τόπο σου
Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἢ Ἑλληνισμὸς» εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλὰ καὶ ἐθνοκτόνο. Γιατὶ σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στὴν ἀτέλειά μας, στὴν παλαιὰ ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῶ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ διασώζει τὴν αὐτοσυνειδησία του, τὸ ζητούμενο εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
«Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν ...εὕρομεν πίστη ἀληθῆ! Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».
Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν συνιστᾶ μόνο τραγικὸ διαμελισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ καὶ καθαρὸ παραλογισμό... Ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία, χάνεται καὶ ὁ Ἑλληνισμός! Ἰδοὺ γιατὶ κάθε παρόμοια ἐπιδίωξη συνιστᾶ ὀπισθοδρόμηση καὶ ὄχι πρόοδο. Γιατὶ μετέχει στὸν «συντηρητισμὸ» τῶν αἱρέσεων, τῶν «ἑλληνιστικῶν λήρων» κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο. (λῆρος=λόγος ἐντυπωσιακὸς ἀλλὰ χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, παραλήρημα, φλυαρία, ἀνοησία).
Τὸ τραγικότερο ὅμως, συνιστᾶ, ἰδιαίτερα σήμερα, ἀπώλεια κάθε δυνάμεως αὐτοπροστασίας, μὲ ἀπόληξη τὸν ραγιαδισμὸ καὶ τὴν ὑποδούλωση. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρει ὁ σημερινὸς Ἑλληνισμὸς στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή του. Ὁ Ἑλληνισμὸς σώζεται ἐκεῖ κυριολεκτικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ σώζεται ἡ γλώσσα καὶ ἐθνική μας συνείδηση. Γι' αὐτὸ πολεμεῖται ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ἀποσυνδεθεῖ τελείως ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες τὶς δομὲς τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος καὶ γι' αὐτὸ θὰ ἀντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου.
Τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» ἦταν ἡ ἀνεπίσημη φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας νὰ διδάσκει τὴ γλώσσα καὶ τὴν ἱστορία μας στὰ σκλαβόπουλα. Καὶ ἔτσι σωθήκαμε μὲ ὅλη τὴν Ἱστορική μας ὕπαρξη. Ἂν στὴν πολυώνυμη δουλεία μας δὲν εἴχαμε τὴν κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας, θὰ καταντούσαμε ὅλοι «χανουμάκια» τῶν Τούρκων ἢ τῶν Φράγκων. Ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τὸν τρόπο ὑπάρξεώς μας, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὸ φρόνημά μας.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους». Αὐτὸς ὁ «σταυρὸς» εἶναι ὁ πολιτισμός μας. Χωρὶς «καθαρὴ καρδιὰ» δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό. Αὐτὰ ζοῦμε στὴν Λειτουργία μας, αὐτὸ τὸ ἦθος παράγει ἡ ζωή μας στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν κιβωτό, λοιπόν, θὰ σώσουμε τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Τόσο λίγο ὅμως γίνεται αὐτὸ συνείδηση σὲ πολλούς, ὥστε σὲ στιγμὲς αὐτοκριτικῆς νὰ ἀνακαλεῖς στὴ μνήμη σου ἕνα λόγο τοῦ μικρασιάτη ποιητῆ μας Γιώργου Σεφέρη, ποὺ γράφηκε μὲν στὰ 1936, ἀλλὰ παραμένει ἐπίκαιρος καὶ σήμερα:
«Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρὸς καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, πὼς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα, ποὺ τόσοι σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης, μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτα δὲν εἶναι πιὸ πικρό».
Ἡ ἐπανεύρεση συνεπῶς στὴν δύστροπη ἐποχή μας τοῦ ὀρθοδόξου πατερικοῦ προτύπου, ὅπως ἐνσάρκωσαν καὶ διέσωσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ἡ μοναδική μας ἐλπίδα...
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

 


Κι ἐγὼ ἕνας ἐρωτευμένος εἶμαι

Ὅταν βρῆκα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Παΐσιο, ἤμασταν μὲ μία ὁμάδα παιδιῶν καὶ ἄρχισε νὰ λέει: 

«Ἔρχονται σὲ μένα κάποιοι ποὺ ἔχασαν αὐτὲς ποὺ ἀγαπήσανε καὶ τοὺς πονάω πολύ, γιατὶ καὶ ἐγὼ ἕνας ἐρωτευμένος εἶμαι.

Ἄν δεῖς ἕναν ποὺ κάνει ἄσκηση καὶ τρώει πέντε παξιμάδια στὴ Σαρακοστή, ἀπ' αὐτό εἶναι, ...ἀπὸ ἔρωτα».

π. Νικόλαος Λουδοβίκος

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024



Τὶ μᾶς διδάσκει ὁ Τίμιος Πρόδρομος
Τὸ κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὴν φράση: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, διότι ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐγκαινίαζε στὸν κόσμο τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Διότι, ὅπου εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς μετάνοια. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεάνθρωπο καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀμετανόητος, σκληρημένος μέσα στὸν ἐγωισμό του, στὴν αὐτάρκειά του, στὴν φιλαυτία του καὶ στὰ πάθη του, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ οὔτε τὸν Χριστὸ ὡς Θεάνθρωπο οὔτε τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, προκειμένου νὰ ἀνοιχθοῦν οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐδίδασκε «μετανοεῖτε».
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου φθάνει μέχρις ἡμῶν καὶ τὸ κήρυγμά του εἶναι αἰώνιο κήρυγμα. Καὶ ἐμᾶς μᾶς καλεῖ ὁ Τίμιος Πρόδρομος σήμερα νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς μετανοίας, ἐὰν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά μας καὶ ἐὰν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως καὶ ἄλλοτε τονίσαμε, ἡ μετάνοια δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται μία φορὰ καὶ τελειώνει. Εἶναι μία διαρκὴς στάση ζωῆς. Συνεχῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμε, γιὰ νὰ μὴ φεύγει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμᾶς.
Ὅταν πιστέψουμε ὅτι εἴμαστε τέλειοι, ὅτι δὲν ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, ἤδη βρισκόμαστε σὲ μία ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει σέ μᾶς. Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια δὲν εἶναι μόνο πόνος, γιατὶ δὲν ἐκπληρώνουμε στὴν ζωή μας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀπόφαση ἀγῶνος γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπ’ ὅ,τι λυπεῖ τὸν Θεό.
Καὶ μία σκέψη νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ –ἄπρεπη σκέψη– ἡ ὁποία τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, πονάει καὶ λυπεῖται, διότι λύπησε τὸν Θεό, καὶ μετανοεῖ. Αἰσθάνεται ὅτι ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἕνα λογισμὸ κακὸ καὶ ἀπρεπῆ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἕνας ψιλὸς λογισμός, χάνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ πρέπει πάλι νὰ μετανοήσει, νὰ ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του.
Ἐκπληρώνεται στὸν προφήτη Ἰωάννη καὶ ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «πάσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὅρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται». Οἱ φάραγγες ποὺ πρέπει νὰ πληρωθοῦν, γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας στὴν ζωή μας, εἶναι οἱ ἐλλείψεις οἱ πνευματικὲς ποὺ ἔχουμε, καὶ τὰ βουνὰ ποὺ πρέπει νὰ ταπεινωθοῦν, γιὰ νὰ γίνει εὐθεία ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ περπατήσει ὁ Κύριος καὶ νὰ ἔλθει σ’ ἐμᾶς, εἶναι τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ὡς ἄλλα βουνὰ μᾶς πλακώνουν καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ζήσουμε ζωὴ ἀπαθείας καὶ ἁγιότητος.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, πρέπει νὰ ἔχουμε μία συνεχὴ μέριμνα στὸν ἑαυτό μας· τί κενὰ ἔχουμε, τί ἐλλείψεις ἔχουμε, τί φαράγγια ἔχουμε μέσα μας καὶ τί βουνὰ ἔχουμε μέσα μας, δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ εἶναι ζωὴ μετανοίας, ζωὴ ἀγῶνος, ὥστε τὶς μὲν ἐλλείψεις νὰ καλύψουμε, τὰ δὲ πάθη νὰ ταπεινώσουμε, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Μεσσία, Λυτρωτή μας καὶ Σωτήρα μας.
Εὐχαῖς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ἂς ἀξιωθοῦμε ὅλοι νὰ ἀγωνισθοῦμε τὸν καλὸ αὐτὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας μέχρι τῆς τελευταίας μας ἀναπνοῆς.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

 


Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ κοινοῦ!

Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».

Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:

- Nous excitons la curiosité du public.

Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.

Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.

Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.

Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:

- Nous excitons la curiosité du public.

Παῦλος Νιρβάνας

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Laboremus καὶ ὄχι… ξαπλαρέμους!
* Ποιά εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας σήμερα, ποιά εἶναι ἡ προσωπικότητά της καὶ οἱ ἀρχὲς οἱ ὁποῖες τὴ διέπουν; Ἐκτιμᾶτε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία δὲν ἔχει πρόσωπο;
«Τὸ μόνο δροσερὸ ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν τελευταῖο καιρὸ ἦσαν οἱ πρῶτες σταγόνες τῆς βροχῆς, πού, ὅταν ἔγιναν βροχή, καθάρισαν κάπως τὸν ἐξωτερικό μας ρύπο. Γιὰ ποιά ἑλληνικὴ κοινωνία μιλᾶτε; Αὐτὸ τὸ πληθυσμιακὸ ἁμάρευμα (=κατακάθι) δὲν εἶναι κοινωνία, εἶναι ἀ-κοινωνία. Μὲ ποιόν ἢ μὲ τί κοινωνοῦμε; Τὸ τί εἴμαστε, τὸ ἔχει προσδιορίσει προφητικὰ καὶ χλευαστικὰ ὁ Ἠράκλειτος: «Σάρμα εἰκῆ κεχυμένον ὁ κάλλιστος κόσμος μας» (=Σκουπίδια ἄτακτα χυμένα ὁ ὡραιότατος κόσμος μας)! Στὸ μόνο ποὺ διακρινόμαστε εἶναι ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ ἔκθεση σκουπιδιῶν. Δημιουργοῦμε - ὄντας σκουπίδια τῆς ἱστορίας - τὸν «Πολιτισμὸ τῶν Σκουπιδιῶν». Ἂς μὴν μιλᾶμε πιὰ γιὰ πρόσωπο. Ὅπως συχνὰ ἔχω γράψει, εἴμαστε μία ἀπρόσωπη ἔκφραση προσωπικότητας. Δὲν ἔχουμε πρόσωπο καὶ γι' αὐτό, ὅπως ἔλεγε ὁ λαός, ὅταν ἦταν λαὸς κι ὄχι πολτός, «δὲν βλέπουμε θεοῦ... πρόσωπο»!
* Δομικοὶ κοινωνικοὶ θεσμοὶ τῆς χώρας μας ὅπως φερ' εἰπεῖν ἡ παιδεία, ἡ πολιτεία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐκκλησία καὶ ἄλλα ἀπαξιώνονται τόσο πολὺ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πολίτες... Μήπως αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο;
«Οἱ θεσμοί, γιὰ νὰ εἶναι θεσμοί, πρέπει νὰ εἶναι δεσμοί, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἁλυσίδας. Πρέπει νὰ μᾶς δένουν μὲ κάτι (π.χ. μὲ μία πίστη σὲ μία ἀξία) ἀναμεταξύ μας. Οἱ θεσμοὶ ἔχουν παραλύσει. Ἔχουν αὐτοδιαλυθεῖ. Οὐσιαστικὰ οἱ φορεῖς τους ἔχουν αὐτοπαραιτηθεῖ. Ἡ παρουσία τους εἶναι προσχηματικὴ καί... μισθολογική. Ἕνα παράδειγμα: ἡ τήρηση τῶν νόμων στὴν Ἑλλάδα εἶναι προαιρετική. Ποιός μεγάλος κλέφτης μπῆκε φυλακή; Κι ἂν μπῆκε, σὲ πόσο χρόνο βγῆκε; Ἀσφαλῶς κι εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ἀπαξίωση τῶν θεσμῶν ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν. Ἀλλὰ κατὰ πόσον οἱ κατὰ ταυτότητα Ἕλληνες εἶναι πολίτες; Εἶναι ἰδιῶτες καί, ὅπως, ἐννοοῦσε τὴ λέξη ὁ Περικλῆς καὶ ὅπως ἐννοοῦν τὴ λέξη idiot οι ξένοι. Δὲν ἔχουμε αἴσθημα πατρίδας, γιὰ νὰ ἔχουμε σοβαροὺς θεσμοὺς καὶ σοβαρὴ πίστη στοὺς θεσμούς. Τὰ ὅρια τῆς πατρίδας μου εἶναι τὰ ὅρια τῆς... τσέπης μου».
*Τί ἔχετε νὰ πεῖτε γιὰ τὴν ἀπαξίωση τῆς πολιτικῆς καὶ τῶν ἐκπροσώπων της;
«Γιὰ τὸ τίποτε δὲν ἔχω νὰ πῶ τίποτε. Αὐτὸ τὸ τίποτε συγκροτεῖται ἀπὸ κάποια κομματικὰ ἢ οἰκογενειακὰ φέουδα. Ἀλλά, ὅταν μοιράζεις τὸ τίποτε, εἰσπράττεις ἕνα τίποτε. Ἔχουμε μία τιποτένια πολιτική, διότι ἐξαιτίας κυρίως τοῦ τηλεοπτικοῦ καὶ ραδιοφωνικοῦ ἐκμαυλισμοῦ ἐδῶ καὶ καιρὸ συγκροτοῦμε ἕνα σύνολο χαυνοπολιτῶν, δηλαδὴ κεχηναίων καὶ χασκόντων πολιτῶν».
* Ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς χώρας μας, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ θεωρηθεῖ ἡ βασικὴ αἰτία τῆς γενικότερης καὶ κοινῶς ἀναγνωριζόμενης κοινωνικῆς παθογένειας σήμερα καὶ ποιά ἡ προτεινόμενη λύση του;
«Ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι εἶναι ἡ «ἀπαιδία», ὅπως τὴ λέγει ὁ Πολύβιος. Ἡ ὑπογεννητικότητα. Διότι οἱ ἀρχοντοχωριάτες (μὲ δανεικὰ παρακαλῶ!) κατὰ ταυτότητα Ἕλληνες προτιμοῦν ν' ἀνατρέφουν σκυλιὰ καὶ ὄχι παιδιά. Ἂν ἤμουν ὑποκριτὴς θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι εἶναι ἡ φερόμενη (ἔτσι δὲν λέμε τώρα;) οἰκονομικὴ κρίση. Ἀλλὰ μία κρίση δὲν κάνει κακό. Ἡ ἀκρισία, ποὺ μᾶς ἔδερνε τόσον καιρό, ἦταν τὸ μεγάλο κακό. Ἡ κρίση μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει καλό: νὰ «μάσουμε» ὄχι μόνο τὰ λεφτὰ ἀλλὰ κυρίως τά... μυαλά μας. Τὴν μόνη λύση ποὺ ἐδῶ καὶ δύο χρόνια προτείνω μὲ τὴν ἀρθρογραφία μου εἶναι ἡ προτροπὴ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου: laboremus (=ἂς ἐργαζόμαστε) καὶ ὄχι τό... ξαπλαρέμους».
* Προσφέρεται σήμερα παιδεία ἀπὸ τὸ κράτος; Ἢ προσφέρεται κακοπαιδεία, ὑποπαιδεία καὶ ὑπνοπαιδεία;
«Δὲν ὑπάρχει κράτος, ὑπάρχει ἀκράτεια. Τὸ φερόμενο ὡς κράτος εἶναι ἕνας φορομπηχτικὸς μηχανισμὸς κι ἕνας τεράστιος ἑσμὸς παρασίτων. Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ προσφέρεται σὰν παιδεία εἶναι μία παρασιτικὴ λειτουργία. Τοὺς τίτλους «κακοπαιδεία», «ὑποπαιδεία», «ὑπνοπαιδεία» χρησιμοποιῶ ἐδῶ καὶ μία τριακονταετία. Τὰ βιβλία μου «Ἀλαλία» καὶ «Ἀλεξία» καὶ τὸ πρόσφατα ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸν «Ἁρμό», «Ἑλληνικὴ παιδεία: Ἕνας νεκρὸς μέ... μέλλον», ξέρω ὅτι ἐνόχλησαν πολλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ νομίζω ὅτι εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου: νὰ γίνεται σωκρατικὸς οἶστρος, ἔστω κι ἂν τὸ βραβεῖο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τιμηθεῖ εἶναι τό... κώνειον!».
* Π[vς πρέπει νὰ σταθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπέναντι στὴν πρόκληση τῆς ἐποχῆς μας; Πῶς μπορεῖ νὰ παίξει κάποιο ρόλο;
«Ἡ Ἑλλάς, ὡς ἔννοια πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ναί, οἱ φερόμενοι τώρα ὡς Ἕλληνες ὄχι. Ἐκτὸς πιὰ κι ἂν ἐπιτραπεῖ στὴν Ἑλλάδα νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο της. Τὸ νὰ λὲς πὼς εἶσαι Ἕλληνας σήμερα στὴν Ἑλλάδα κάνει κακὸ στὴν ὑγεία καὶ στὴ σταδιοδρομία. Δὲν διαπρέπουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα ἀλλὰ τοῦ Ἐφιάλτη καὶ τοῦ Νενέκου. Ὡστόσο, ἡ ἀνθρωπότητα ποὺ διαρκῶς βουλιάζει μέσα στὸ τέλμα μίας προόδου ποὺ δίνει τὴν αἴσθηση καὶ τὸ ἄρωμα τοῦ βόθρου, θὰ αἰσθανθεῖ κάποια στιγμὴ τὴν ἀνάγκη μίας ὑγιοῦς ἀναπνοῆς. Ὅπως τὰ χρόνια τῆς Ἀναγεννήσεως (ἀλλὰ καὶ μετά) ἰδανικὸ πρότυπο ἔγινε ὁ Ἕλληνας Ἄνθρωπος, τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ στὰ προσεχῆ χρόνια, θὰ ξαναρχίσει διεθνῶς (στὴν Κίνα ἄρχισε πυρετωδῶς) ἡ σπουδὴ τῆς ἀρχαίας μας γλώσσας, πού, ὅπως ἔγραψε παλιὰ ὁ WilhelmSchultze, εἶναι «ἡ ἀνώτερη ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρώπινου γλωσσοπλαστικοῦ δαιμονίου» (Hoechste Manifestation des Sprachbilden des Menschengeistes). Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ὑψωθεῖ καὶ τοῦτος ὁ ἀσπόνδυλος, σὰν μαλάκιο λαός, σὲ ἔθνος. Διότι, ὅπως σωστὰ λένε οἱ Γερμανοί, ποὺ μᾶς φόρεσαν τὸ καπίστρι τῆς «Τρόικας», τὸ ἔθνος εἶναι ἡ γλώσσα («Die Nation ist die Sprache»). Ἡ κατάπτωσή μας ἄρχισε ἀπὸ τὴν κατάπτωση τῆς γλώσσας μας. Ἔτσι ἐγίναμε, ὅπως λέει ὁ Μακρυγιάννης, «παλιόψαθα τῶν Ἐθνῶν». Ἀλλ' ἂν θαύματα γίνονταν καὶ στὸ παρελθόν, γιατί νὰ μὴ γίνουν καὶ στὸ μέλλον; Οἱ πραγματικὰ θρησκεύοντες προσδοκοῦν «ἀνάστασιν νεκρῶν». Ἐγώ, πιὸ ὀλιγαρκής, προσδοκῶ τὴν ἀνάσταση τοῦ φιλοτίμου μας. Κι ἂν εἶναι νὰ πεθαίνουμε, νὰ πεθαίνουμε γιὰ ἕνα φιλότιμο... Ἄμποτες!».
Σαράντος Καργάκος

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024


Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;
Ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο θέμα: Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του». Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους, κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοι. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα.
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

 


Ἡ Βυζαντινὴ παράδοση

Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ὑπάρχει ζωντανὴ καὶ ἡ ἄλλη πλευρά: Ἡ Βυζαντινὴ παράδοση. Ἐκείνη ἀκριβῶς ποὺ ὀνειδίζεται, λοιδορεῖται ἀπὸ τοὺς «νέους» σὰν τὸν Σαβέττα ἢ τὸν Τζιόττο. Στὴν βυζαντινὴ ζωγραφικὴ δὲν θὰ συναντήσουμε τὰ νατουραλιστικὰ στοιχεῖα ποὺ παρατηρήσαμε στὴν Ἰταλικὴ Πρωτο-Ἀναγέννηση καὶ ἀκόμη λιγότερο τὶς αἰσθησιακὲς προεκτάσεις της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀφηγηματικότης εἶναι περιορισμένη στὸ ἐλάχιστον. Δὲν ὑπάρχουν ἐγκόσμιοι ἅγιοι, οὔτε ἐγκόσμιες πράξεις ἢ σκηνές, οὔτε προσωπογραφίες, ἰδιωτικὲς κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, ἀρχιτεκτονικὰ τοπία, ἐρείπια καὶ φυτὰ μὲ τὰ ὁποῖα βρίθει ἡ Ἰταλικὴ Ἀναγέννησις. Ἂν φαίνεται κάπου ἕνα κτήριο εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο συμβατικὸ σχῆμα μὲ τὴν ἴδια πάντα ἀνεστραμμένη προοπτική, μὲ τὸ ἴδιο πάντα ἁπλωμένο παραπέτασμα. Ἂν ἀναπαραστῶνται βράχοι παίρνουν μορφὴ ὑπερκαθημένων, τραπεζοειδῶν καὶ πολυεδρικῶν στερεῶν ποὺ ἀγνοοῦν τὴν προοπτικὴ τοῦ τόνου καὶ τοῦ χρώματος. Οὐσιαστικὰ ἡ «φύσις» δὲν ὑπάρχει. Τὸ φόντο εἶναι οὐδέτερο, χρυσὸ ἢ μονόχρωμο. Ἂν πρόκειται γιὰ δάσος, ἕνα δένδρο ἀρκεῖ. Ἔτσι, ποτὲ δὲν θὰ μᾶς δώσει ὁ βυζαντινὸς τεχνίτης ἕνα ρομαντικὸ τοπίο ὅπως τοῦ Κλὼντ ἢ τοῦ Πουσσέν. Καὶ ὅμως στὸν Ἅγιο Μάρκο τῆς Βενετίας, στὸ ψηφιδωτὸ ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς προσεύχεται μόνος ἐπὶ τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ὑπάρχουν βράχοι ἐξαίσιοι, «ἀληθινοί» καὶ ἀγκάθια τόσο ξερὰ καὶ μυρωδάτα ποὺ σὲ κάνουν νὰ ἀπορεῖς καὶ νὰ ἀναλογιστεῖς τί ἄρα γε θὰ ἔκαναν, τί θαύματα, ἂν οἱ βυζαντινοὶ τεχνίται ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό τους τὴν ἀναπαράσταση τῆς φύσεως. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἴδιοι τὸ ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό τους, οὔτε ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Ἄλλες εἶναι οἱ ἐπιδιώξεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἄλλος ὁ προορισμός της.

Ἡ βυζαντινὴ τέχνη εἶναι μοναδικὴ καὶ ἄφθαστη στὸ ὅτι ἐπενόησε σχήματα ταυτόσημα μὲ σύμβολα ὑπερβατικὰ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, λειτουργικοὺς αἴνους ποὺ βασίζονται σὲ μίαν ὑπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμοὺς οὐρανίων ἐνοράσεων, νοητὰ ἀρχέτυπα – κάτι σὰν ἄλλου εἴδους Ἰνδικὰ ἢ Θιβετιανὰ «μάνταλα». Δὲν ὑπάρχει τέχνη πιὸ αὐστηρή. Κοιτάζοντας τὴν περίτεχνη ἀλληλουχία, διαβάθμιση καὶ ἀλληλοεξάρτηση τῶν σχημάτων, ἄγεται κανεὶς στὸ συμπέρασμα ὅτι πρόκειται περὶ τέχνης ποὺ ἐφήρμοσε τὴν ἄτεγκτη ἀναγκαιότητα τῆς μηχανικῆς ἐπιστήμης στὴν ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ὁ λυρισμὸς τοῦ Σασσέτα, οὔτε αἰσθηματολογία οὔτε κἂν αἴσθημα, ἀλλὰ μία κρύα, παγερὴ κατασκευὴ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε προσθήκη οὔτε τελειοποίηση. Ἂν τελειοποιηθεῖ, θὰ ἀλλάξει ἀναγκαστικὰ εἶδος καὶ θὰ προσλάβει ἄλλη μορφή. Τὰ πάντα ἔχουν τυποποιηθεῖ. Τὰ σχήματα, τὰ φῶτα, τὰ ἡμιτόνια, οἱ σκιές. Στὴν βάση ὑπάρχει ἡ γραμμική-γεωμετρικὴ σύνθεσις ποὺ συνεχῶς θυμίζει τὸν μαθηματικὸ γνώμονα. Κάθε σχῆμα ἐντάσσεται καὶ προέρχεται ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Εἶναι ἕνας Ἀριστοτελικὸς συλλογισμός, μία ἀλγεβρικὴ ἐξίσωσις ἀλάνθαστη. Ὁ καλλιτέχνης δὲν ὑπάρχει. Ἔχει ἀφομοιωθεῖ μὲ τὴν ἀπόδοση μιᾶς ὀντότητας ποὺ τὸν ἀπορροφᾶ καὶ τὸν ἐξουθενώνει ὁλοκληρωτικά. Τὰ ὑπερφυσικὰ ὄντα ποὺ εἰκονίζει ἔχουν τὴν πληρότητα καὶ τὴν στιλπνότητα τοῦ ἀτσαλιοῦ. Ἡ σοφὴ τοποθέτησις τῶν τριγωνικῶν ἢ γωνιακῶν φώτων, οἱ λεπτότατες γραμμικὲς ψιμυθιές, οἱ γραμμικὲς σκιὲς καὶ ὅλος ὁ ρυθμὸς τῆς ἀφηρημένης αὐτῆς φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τὰ ὄντα τοῦτα σὲ κινητὲς πανοπλίες ποὺ ἀντανακλοῦν ἢ ἀπορροφοῦν τὸ φῶς μὲ τὶς ἀκμὲς καὶ τὶς ὑπέρ-λεῖες τους ἐπιφάνειες. Οἱ στάσεις τους εἶναι μετωπικὲς καὶ ἱεραρχικές, τὰ πρόσωπα μὲ ὑποτυπώδη ἔκφραση, αὐστηρὴ καὶ κάποτε, σχεδὸν βλοσυρή, οἱ πτυχώσεις σχεδιασμένες μὲ εὐθεῖες γραμμὲς καὶ λιγοστὲς καμπύλες προσεκτικὰ ζυγισμένες, ἔτσι ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωση σὰν νὰ εἶναι τραβηγμένες μὲ τὸν χάρακα. Τεντωμένες σὰν τὴν νευρὴ τοῦ δοξαριοῦ, σὰν ὑποτείνουσες τριγώνων, σὰν χορδὲς κύκλων, σὰν παραβολὲς καὶ ὑπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στὴν σανίδα ἢ τὸ σοβά, ἔτσι, ποὺ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ξεφύγουν, νὰ χαλαρώσουν, νὰ ξετεντωθοῦν, νὰ λυγίσουν καὶ νὰ μαραθοῦν.

Εἶναι μία νοητὴ κατασκευὴ ποὺ ἔχει ὄγκο, ἀλλὰ ἐλάχιστο ὄγκο, ποὺ καταλαμβάνει τὸν τρισδιάστατο χῶρο, ἀλλὰ τὸν καταλαμβάνει μόλις. Ποιὸς κατ᾿ ἀρχὴν ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησε τὸ στὺλ αὐτὸ τῆς ζωγραφικῆς εἶναι ἄγνωστον, ἀλλὰ κάποιος σοφὸς καὶ ἰδιόμορφος καὶ τολμηρὸς τεχνίτης πρέπει νὰ συνέθεσε τὰ ἰδιάζοντα τοῦτα στοιχεῖα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγεννήθηκαν σποραδικὰ καὶ τυχαῖα καὶ σὺν τῷ χρόνῳ. Ἡ ἀφετηρία βεβαίως βρίσκεται ὅπως ξέρουμε στὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη τῆς παρακμῆς κυρίως. Πράγματι, ἡ βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἔχει διαφυλάξει πιστὰ τὸ μάθημα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρή, τὴν ἄτεγκτη καὶ σκληρὴ παρουσία της, βρίσκεις, ἂν σκάψεις, ὅλη τὴ γνώση τῶν ἐπιπέδων, ἀξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθὼς καὶ τῆς ἀναγλυφικότητος κατὰ τὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη κάποιοι διανοούμενοι καὶ δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρῶτοι, καθὼς ὑποπτεύομαι, ἄγνωστον πότε, ἀλλὰ ἴσως κατὰ τὸν 3ο μ. Χ. αἰώνα τὸν ἀπόκοσμο τοῦτο βυζαντινὸ ρυθμό. Δὲν ἀρκέστηκαν νὰ υἱοθετήσουν τὴν γνώση τοῦ χρώματος, τὴν κλασσικὴ γραμμή, τὴν ἔννοια τῆς συνθέσεως. Πῆραν καὶ κάποιες νοητὲς ἀρχὲς ποὺ ἀνάγονται σὲ δυὸ πηγές: Ἀφ᾿ ἑνός, στὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ μαθηματικοῦ γεωμέτρου Ἥρωνος, ὅπως εἶναι τὰ «πνευματικά» καὶ ἡ «Κατοπτρική». Ἀφ᾿ ἑτέρου, στὶς μεταφυσικὲς καὶ αἰσθητικὲς θεωρίες τοῦ Πλωτίνου, καὶ μέσω αὐτοῦ τῆς θεωρίας τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνος.

Τὸ βαθὺ αὐτὸ καὶ ὁλοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, τὸ φυλαγμένο μέσα της, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τὸ μετέδωσε ὁλόγυρα, σὲ πάμπολλες ἄλλες τέχνες, πρωτίστως δὲ στὴν νηπιακὴ τέχνη τῆς Δύσεως. Ἂν λοιπὸν ἐσυκοφαντήθη ὡς βάρβαρος εἶναι μόνο ἀπὸ ὅσους δὲν ἀντελήφθησαν τί περιεῖχε πέραν ἀπὸ τὴν ξηρότητα καὶ αὐστηρότητά της καθὼς καὶ τί προσέφερε. Οὐσιαστικῶς προσέφερε τὰ πάντα. Ἦταν ἡ τέχνη ἡ διδάσκαλος, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Καβάφης: «Εἰς κάθε λόγον, εἰς κάθε ἔργον ἡ πιὸ σοφή». Δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Δύση πολλὰ ἐγχειρίδια καὶ ἱστορίαι τῆς τέχνης ἢ τοῦ σχεδίου ποὺ ἀγνοοῦν καὶ παραλείπουν τὶς ἀρχὲς τοῦτες τῆς βυζαντινῆς παιδείας καὶ παρουσιάζουν ὡς ἐκ τούτου μία παραμόρφωση τῆς πραγματικότητας ξεκινώντας αὐθαίρετα ἀπὸ τὴν Τέχνη τῆς Φλωρεντίας μὲ τὸν Ντούτσιο, τὸν Ὀρκάνια, καὶ τέλος τὸν Τζιότο.

Νῖκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024



Ὁ Θεὸς μόνο τὴν Ἐκκλησία ἐμπιστεύθηκε (β)
Αὐτὰ τὰ λόγια μᾶλλον ψιθύρισε ὁ σατανᾶς στὸν ἀρχιερέα τῆς Δύσης καὶ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀρχιερέας ἀρχικὰ ἔπρεπε νὰ ψιθυρίζει στὸν Χριστό. Στὴ συνέχεια ὁ ἀρχιερέας ἀνακοίνωσε τοὺς ψίθυρους αὐτοὺς στὸν κόσμο μὲ τὴ μορφὴ νέου δόγματος, τοῦ δόγματος τοῦ Ἀλάθητου. Δηλαδὴ παρουσίασε τὸν ἑαυτό του σὰν θριαμβευτὴ Χριστὸ στὴ γῆ, σὰν ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, Παντοκράτορα. Παρουσίασε τὸν ἑαυτό του σὰν αὐτόν, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔδωσε δύο σπαθιά, ἕνα σπαθὶ γιὰ νὰ ἀναγορεύει τοὺς βασιλιάδες τῶν λαῶν τῆς γῆς καὶ δεύτερο σπαθὶ γιὰ νὰ τοὺς ρίχνει ἀπὸ τὸν θρόνο τους.
Ποιό ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα; Ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ φώναζε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ: «Ἀλίμονο στοὺς βοσκούς, οἱ ὁποῖοι βόσκουν τὸν ἑαυτό τους…». Οἱ λαοὶ τῆς Δύσης, ἔχοντας τέτοιους ποιμένες, δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουν καὶ ποῦ νὰ πᾶνε.
Οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Οὐρανοῦ, λεηλατοῦν πρὸς τὸ συμφέρον τους τὴν αὐτοκρατορία τῆς γῆς. Πλουτίζουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συμβουλεύουν τὸν λαὸ νὰ μὴν πλουτίζει, καὶ μάλιστα μὲ τὸν χειρότερο τρόπο. Λεηλατοῦν καὶ ἐξαγοράζουν ἐξουσία ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συμβουλεύουν τὸν λαὸ νὰ μὴν ἀγαπᾶ τὴν ἐξουσία.
Οἱ λαοὶ τῆς χριστιανικῆς Δύσης δίσταζαν, ἀμφιταλαντεύονταν μπροστὰ σ’ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ὅπως σείεται τὸ καλάμι ὅταν φυσάει ὁ δυνατὸς ἀέρας. Τελικὰ οἱ λαοὶ τῆς Δύσης ἀρνήθηκαν τὸν ποιμένα τους. Ὅσοι ἦταν μορφωμένοι καὶ πλούσιοι ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, λόγω τῆς ἀκατανόητης ἀντιχριστιανικῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀρχιερέων τους.
Μέχρι τότε ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἐκκλησίας ἦταν καὶ ἀρχηγὸς τῆς κουλτούρας τοῦ λαοῦ. Ἀλλά, ὅταν ξεκίνησε ὁ καυγᾶς ἀνάμεσά τους, στὴν κουλτούρα τῆς Δύσης ἄρχισαν νὰ πρωτοστατοῦν κοσμικοί. Ὁ σατανᾶς ἔπαιζε διπλὸ παιχνίδι: ὁ ἀρχιερέας στράφηκε ἐναντίον τῶν βασιλιάδων, τῶν ἐπιστημόνων, οἱ βασιλιάδες στράφηκαν ἐναντίον τῶν ἀρχιερέων καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κουλτούρας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης στράφηκαν ἐναντίον τῶν κληρικῶν ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς πίστης.
Ἡ μία ἀδιαντροπιὰ προκάλεσε τὴν ἄλλη. Ἡ μοχθηρία γέννησε τὴ μοχθηρία. Ἡ μία ἀκρότητα προκάλεσε τὴν ἄλλη ἀκρότητα καὶ ὅπως λέει ὁ ποιητής μας: «Ὅλα πῆγαν κατὰ διαβόλου». Τὸ πεῖσμα κυβέρνησε καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές: τὸ πεῖσμα τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ κράτους, τὸ πεῖσμα τῆς πίστης ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης, τὸ πεῖσμα τῶν κληρικῶν ἐναντίον τῶν πολιτικῶν καὶ ἀντίθετα.
Αὐτὴ ἡ ἐπιμονὴ ὅλων ἔδωσε τότε πικροὺς καρπούς, καὶ σήμερα ἀκόμη δίνει ἀκόμη πιὸ πικρούς.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, νὰ θυμᾶσαι ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πορεύεσαι, ἔχοντας στὸ νοῦ τὴ σοφία τῶν πατέρων σου. Μὴν ἐπιτρέπεις στὸν καθένα νὰ εἶναι ποιμένας σου, καὶ νὰ ξέρεις ὅτι τὸ νὰ ἔχεις καλοὺς ποιμένες εἶναι οὐράνιο δῶρο, μεγαλύτερο ἀπὸ πολλὰ δῶρα στὸν κόσμο. Νὰ σέβεσαι τοὺς καλοὺς ἱερεῖς σου, ὅπως τὸ παιδὶ σέβεται τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ εἶσαι καὶ ἐσὺ καλὸς καὶ νὰ ζήσεις πολλὰ χρόνια. Νὰ τοὺς σέβεσαι καὶ νὰ μὴν ἀσχημονεῖς. Νὰ μαθαίνεις ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Δυτικῶν.
Διόρθωνε τὸν ἱερέα, ἀλλὰ μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ αὐτόν, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μόνο τὴν Ἐκκλησία ἐμπιστεύθηκε, ὄχι τὰ κράτη καὶ τοὺς πολιτισμούς.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024



Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
Γιῶργος Σεφέρης

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024


Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια
Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.
― Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾽ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν᾽ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾽ ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
― Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
― Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾽ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
― Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾽ εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ-στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
― Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024



Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἡ ἀπατηλὴ ζωή
Θὰ ἤθελα νὰ βάλω πλάι-πλάι δύο ρητὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τὰ ὁποῖα διευρύνουν καὶ ρίχνουν φῶς τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: στὴν ἐπιστολή του πρὸς Ἐφεσίους ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς». Τὴ μέρα πάλι τῆς Πεντηκοστῆς ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους κι ἐκεῖνοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ ὑπερῶο γεμᾶτοι δέος καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἔμπνευση ἐκείνη, ἔμπνευση ἀληθινή, γεμᾶτοι μὲ τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς, τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἔβλεπαν καὶ τοὺς ἄκουγαν τοὺς πῆραν γιὰ μεθυσμένους ἐφ' ὅσον τοὺς ἔβλεπαν σὲ μία τέτοια ἔξαρση μὲ κατάπληξη καὶ μὲ ἀμφιβολία εἶπαν: «γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί». Ἂν συνδέσουμε τὰ δύο αὐτὰ ρητὰ ἔχουμε μπροστὰ μας ὁλόκληρο τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ μεθυσμένος συμπεριφέρεται χωρὶς ντροπή· ἀναφέρεται σὲ κάτι πολὺ πιὸ οὐσιῶδες καὶ σημαντικό: τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἕνα εἶδος ἔμπνευσης, τὸ ἕνα εἶδος μέθης εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καλούμαστε στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ εἴμαστε φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς θὰ πρέπει νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ μέσα μας καὶ νὰ προσφέρεται μὲ ἀγάπη, ἡ Θεϊκὴ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ λάμπει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς γεμίζει μὲ δημιουργικὴ ἔμπνευση παρ' ὅλ' αὐτὰ ὅμως πόσο συχνὰ δὲν ψάχνουμε ἀλλοῦ γιὰ ἔμπνευση: στὸ ἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἐμπειριῶν, στὸ κρασὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ δώσει σὲ κάποιον τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, ὅτι εἶναι δυνατός, ὅτι οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι ἡ θλίψη ἔχει περάσει, ὅτι ἔχει μπεῖ σὲ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο τὰ πάντα εἶναι στὸ χέρι του καὶ στὸν ὁποῖο εἶναι βασιλιὰς καὶ κύριος.
Πιὸ συχνὰ ὅμως μεθᾶμε μὲ ὁ,τιδήποτε ἀντικαθιστοῦμε τὸ Θεό, μὲ ὁ,τιδήποτε χρησιμοποιοῦμε σὰν ὑποστήριγμα τῶν ζωῶν μας ἐφ' ὅσον πρέπει ἀπὸ κάπου νὰ παίρνουμε τὴ ζωή. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζεῖ κανεὶς χωρὶς τὴν ἔμπνευση, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι θὰ μεθύσουν μὲ ὁ,τιδήποτε ἔχουν στὴ διάθεσή τους προσπαθώντας νὰ γεμίσουν τὸ κενὸ ὅταν τοὺς λείπει ἡ ἀληθινὴ ἔμπνευση.
Στὴν προσευχὴ αὐτὸ συμβαίνει συχνὰ στὴν περίπτωση ποὺ τὸ πρόσωπο δὲν ἀναζητᾶ μὲ πόθο καὶ μὲ ἐλπίδα τὸν Κύριό του, ἀλλὰ κάποιο εἶδος ἱκανοποίησης, ἕνα γαλήνεμα τῆς καρδιᾶς ἤ ἕνα σπινθήρα ζωῆς· συμβαίνει ἔτσι συχνὰ ἐνῶ προσευχόμαστε νὰ παρερχόμαστε τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ ὄνομά Του, τὴν παρουσία Του, τὸ πλησίασμα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μᾶς δώσουν ἕνα στιγμιαῖο ἐνθουσιασμό, γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ αἰσθανθοῦμε ζωντανοὶ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμή. Μὴν ἐπιτρέψετε στοὺς ἑαυτούς σας νὰ μεθύσουν μὲ ὁ,τιδήποτε, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἕνα ἀντικατάστατο.
Ὑπάρχουν βέβαια καὶ διαφορετικὰ εἴδη μέθης. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι μεθυσμένος μὲ τὴν αἰωνιότητα εἶναι δυνατὸ γιὰ μία στιγμὴ νὰ φανεῖ στοὺς ἄλλους μεθυσμένος μὲ κρασὶ αὐτὸ ὅμως εἶναι μόνο μιὰ ψευδαίσθηση καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ γι' αὐτὸ τὸ πράγμα: μᾶς λέει νὰ εἴμαστε προσεκτικοί, νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη αὐτοκυριαρχία, αὐτοκυριαρχία μέχρι τέλους γιατί τὸ νὰ μεθᾶς μὲ τὴ γῆ ἐνῶ ἀναζητᾶς τὸν οὐρανὸ εἶναι ἀσωτία καὶ προδοσία.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια
Στὰ Σεπτεμβριανὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς Πόλεως καὶ τῶν ὁμόρων Μητροπόλεων ὑπέστησαν δηώσεις, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες ἀφάνταστες. Μία, ὅμως, ἐγλύτωσε. Ποιά; Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸ Φερίκιοϊ.
Τὸ τί θὰ συνέβαινε ἐκείνη τὴν φοβερὴ ἀποφράδα νύχτα, στοὺς λεγάμενους (στοὺς τούρκους δηλαδή) ἦταν γνωστὸ ἀπὸ ἡμερῶν πολλῶν. Ἔγινε θέμα συζητήσεως στοὺς θαμῶνες τοῦ ἀπέναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οἱ τοῦρκοι μεταξύ τους. Ἄλλοι ὑπέρ, ἄλλοι κατά. Κάποιος ἐπεμβαίνει.
—Πρέπει νὰ προστατέψουμε τὴν ρωμαίϊκη ἐκκλησία, διότι σ’ αὐτήν, τὸ ξέρετε ὅλοι, εἶναι ἕνας παπὰς ποὺ μᾶς βοηθάει στὶς ἀνάγκες μας, στὶς ἀρρώστιες μας, στὴν ἀνέχειά μας.
—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οἱ φωνασκοῦντες ἀντιτιθέμενοι.
—Θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω! Ἀμέσως κιόλας. Δὲν ἔχω οὔτε μία λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θὰ πάω στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σᾶς φέρω 500 λίρες!
Πάει, λοιπόν, καὶ χτυπάει τὴν πόρτα. Ζητάει τὰ χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πὼς ἔχει μεγάλη ἀνάγκη, ἄρρωστη γυναίκα καὶ ἄλλα τέτοια. Ὁ παπὰς ἀπαντᾶ:
—Βρὲ παιδί μου, δὲν ἔχω τόσα χρήματα πάνω μου, καὶ μάλιστα τέτοια ὥρα. Θὰ ζητήσω καὶ ἀπὸ τὶς ἀδελφές μου, ὅμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει τὸ ποσὸν καὶ τοῦ τὸ δίδει. Τότε ὁ τοῦρκος τρέχει στὸ καφενεῖο καὶ κρατώντας τὰ χρήματα στὰ χέρια του ψηλὰ καὶ δείχνοντάς τα φωνάζει στοὺς ὁμοφύλους του:
—Βλέπετε, ὅλοι; Αὐτὸς εἶναι ὁ παπάς!
Ἔτσι, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φρικτὸ βράδυ τοῦ 1955, ὅλοι οἱ τοῦρκοι γείτονες περικύκλωσαν τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ παρακρατικοὶ τραμποῦκοι καὶ ὁ μαινόμενος ὄχλος μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια, βρῆκαν τοὺς ὁμοθρήσκους τους νὰ προασπίζονται ἀποφασισμένοι τὸν ἱερὸ ναό· «Θὰ περάσετε πάνω ἀπ’ τὰ πτώματά μας καὶ ὕστερα θὰ πειράξετε τὸν ναὸ καὶ τὸν παπά»!
Τὸ ὄνομα τοῦ ἐφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Ἄνους», κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ταπεινὸς καὶ ἀπέριττος, εὐλαβὴς καὶ ἀφανής. Ποιός Δημήτριος; Ὁ κατόπιν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος! Ἀπὸ τοὺς καλυτέρους Πατριάρχας τοῦ 20οῦ αἰῶνος!
Ἂς εἶναι αὐτὰ τὰ ὀλίγα, ταπεινὸ μνημόσυνο γι’ αὐτὸν τὸν ὑπέροχο Πατριάρχη!
Αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀξίζουν τὸν θαυμασμό μας. Χωρὶς ποίμνιο, χωρὶς «τυχερά», χωρὶς κρατικὴ ἐνίσχυσι, χωρὶς καμμιὰ ἐξουσία (σημειωτέον πὼς ἡ κρατικὴ ἐξουσία ἐκεῖ δὲν ἀναγνωρίζει καθόλου τοὺς κληρικοὺς παρὰ μόνον τοὺς ἐφοροεπιτρόπους τῶν βακουφιῶν, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὡς μὴ ὑπάρχοντες), γαντζωμένοι σὰν τὰ στρείδια στὸν βράχο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, χτυποῦν καμπάνα καὶ μ’ αὐτὴν διαλαλοῦν ὅτι ὑπάρχουν, ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη ζῆ καὶ θὰ ζῆ ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Εὐλογημένος. Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κανέλλος

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024



Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργὶ
«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης