Σάββατο 31 Αυγούστου 2024
Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024
Γεννήθηκα, ἔζησα
καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου
Ὁ Ζήσιμος Λορετζάτος ἄφησε τὸ ἔργο του, τὸ
«τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» γιὰ πολλούς. Σὲ λίγους, ποὺ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ἄφησε
τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, ἄφησε μιὰν ἀκεραιοσύνη, νὰ τὴν πῶ ἔτσι,
μιὰ στιβαρὴ παρακαταθήκη, σὰν τὶς κολῶνες ποὺ μποροῦν νὰ βαστάζουν τὸν
Παρθενώνα καὶ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.
Γιὰ νὰ καταστεῖ δάσκαλος τοῦ πνεύματος,
μαθήτευσε σὲ μεγάλους μαστόρους τῆς ζωῆς, ὅπως ἦσαν κυρίως ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ
Παπαδιαμάντης καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἄλλοι, ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Θουκυδίδης, ὁ
Μακρυγιάννης. Μαθήτεψε ἀκόμη σὲ μεγάλα κείμενα τοῦ πνεύματος, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ
τοὺς Πατέρες, ἰδιαίτερα τοὺς μυστικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἰδιαίτερα ἀγάπησε τὸν ποιητὴ καὶ στοχαστὴ Γιῶργο
Σαραντάρη, ὁ ὁποῖος σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν θυσιάστηκε γιὰ τὴν Πατρίδα στὰ βουνὰ τῆς
Πίνδου, κατὰ τὸν Ἑλληνο–Ἰταλικὸ πόλεμο 1940-41.
[…] Το 1996 κυκλοφόρησε τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιό
του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μαζὶ μὲ ἕνα μικρότερο γιὰ τὸν Δημ. Καπετανάκη. Τίτλος τοῦ
βιβλίου εἶναι «Διόσκουροι». Τὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Σαραντάρη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ
κορυφαῖα ἔργα τοῦ Λορεντζάτου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ συγγραφὴ τῆς μελέτης
του γιὰ τὸν Σαραντάρη ξεκίνησε τὸ 1962 καὶ κυοφορήθηκε 35 χρόνια μέχρι τὴν ὁλοκλήρωσή
της. Συγχρόνως ἀποτελεῖ καὶ τὸ θεολογικότερο ἔργο τοῦ Λορεντζάτου. Σ’ αὐτὸ
συνετέλεσε ἡ ἑλληνοπρεπὴς καὶ Χριστοκεντρικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τοῦ Σαραντάρη, τὴν
ὁποία πρῶτος ἐκτίμησε ὁ Λορεντζάτος, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ σημαντικὸ ποιητικό
του ἔργο.
Λέει χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ
πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, στὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τῶν ἁγίων
πατέρων ἡμῶν. Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴ γλώσσα τῶν πατέρων μου, στὴ
γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, τῶν Εὐαγγελίων καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν».
[…] Αὐτὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του θέλησε νὰ τὴν
κουβεντιάσει μὲ ἔμπειρους πνευματικοὺς καὶ νὰ ἀντλήσει ἐφόδια γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀποφάσισε
νὰ διανύσει: Γνησίους, μᾶς λέγει ὁ Λορεντζάτος, γέροντες, ποὺ προσωπικὰ γνώρισα
στὴ ζωή μου – Φιλόθεος τῆς Λογγοβάρδας (Πάρος), Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Θεόδουλος
τῆς Κορώνης, Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας, Πορφύριος τῆς Μαλακάσας […], Λεόντιος τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, θαμμένος τώρα κοντὰ στὴ Βαρυμπόμπη, (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε καὶ τὸν
βλέπαμε στὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸν Πειραιά, ὅπου ζοῦσε κυρτωμένος – δύο
κάτια εἶχε γίνει – τὸν τελευταῖο καιρὸ προτοῦ πεθάνει). Χώρια ἀγγελικοὺς ἐξομολόγους,
ὅπως ὁ Παπὰ Θανάσης τῆς Νεραντζιώτισσας στὸ Μαρούσι (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε
συχνά).
Κοντὰ στοὺς δασκάλους γιὰ τὴ Λογοτεχνία ὁ
Λορεντζάτος διδασκόταν ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες, ποὺ εἶχε τὴν εὐλογία νὰ
γνωρίσει, τὴν Ὀρθόδοξη βιωτή. Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ δάσκαλοι τὸν βοήθησαν στὸ
καταστάλαγμά του, ὡς ἐμπειρία ζωῆς:
«Ἀγαπάω τὸν Χριστό, γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μοῦ
δείχνει τὴν ἀθλιότητά μου. Ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς λογαριάζω τὴ φοβερὴ ἀπόσταση
καὶ συντρίβομαι ἀποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ἕνα χάνι στὸ δρόμο, νὰ κάνω ἕνα
λουτρό, νὰ ἀλλάξω ροῦχα καὶ νὰ ξεκουραστῶ, νὰ ξεκουραστῶ. Μπροστὰ στὴ συχώρεση
τοῦ Χριστοῦ ἡ προσπάθειά μου τίποτα. Ὅμως προσπαθῶ, προσπαθῶ. Ὅλα μπορεῖ νὰ μᾶς
τὰ συχωρέσει ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Πικιώνης, πὼς δὲν προσπαθήσαμε δὲν θὰ μᾶς τὸ
συχωρέσει ποτέ».
[…] «Τὸ μέγιστο ποὺ μπορεῖς νὰ γίνεις, μία
μέρα, γιὰ τὸν τόπο σου: μία καλὴ πυξίδα».
Ἔγινες καὶ εἶσαι, μακάριε Ζήσιμε, ζωογόνος
πυξίδα – γιὰ ὅσους τὸ ξέρουμε καὶ γιὰ ὅσους δὲν τὸ ξέρουμε.
Δημήτρης
Μαυρόπουλος
Κοντὰ στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Λορεντζάτου, ποὺ
ἀποτελεῖται ἀπὸ σαράντα δοκίμια, συγκεντρωμένα στὸ τρίτομο ἔργο του «Μελέτες»,
δύο ταξιδιωτικὰ κείμενα, τρεῖς ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ ἄρθρα, ἢ πρόλογοι
σὲ βιβλία, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος του, ὁ Λορεντζάτος διακρίθηκε καὶ γιὰ
τὸν πατριωτισμό του. Ἐνδεικτικὸ εἶναι πὼς τὸ 1953 ζοῦσε στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε
προσληφθεῖ στὸ BBC. Τὸ 1955 ἀπολύθηκε καὶ ἀπελάθηκε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, γιατὶ ἀρνήθηκε
νὰ ἀποκαλέσει «τρομοκράτες» τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ΕΟΚΑ.
Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024
Κι ἐγὼ ἕνας
ἐρωτευμένος εἶμαι
Ὅταν βρῆκα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Παΐσιο, ἤμασταν
μὲ μία ὁμάδα παιδιῶν καὶ ἄρχισε νὰ λέει:
«Ἔρχονται σὲ μένα κάποιοι ποὺ ἔχασαν αὐτὲς ποὺ
ἀγαπήσανε καὶ τοὺς πονάω πολύ, γιατὶ καὶ ἐγὼ ἕνας ἐρωτευμένος εἶμαι.
Ἄν δεῖς ἕναν ποὺ κάνει ἄσκηση καὶ τρώει πέντε
παξιμάδια στὴ Σαρακοστή, ἀπ' αὐτό εἶναι, ...ἀπὸ ἔρωτα».
π. Νικόλαος
Λουδοβίκος
Τρίτη 27 Αυγούστου 2024
Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024
Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ κοινοῦ!
Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος!
Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων
καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε
τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».
Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε
τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν
φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία
τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ
πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του.
Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς
τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια
παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ
θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ
τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ
ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του
μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα»
ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ
λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ
τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς
μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.
Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ
μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο
ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία
του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου,
γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε
πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια
σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση
βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ
τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ
σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω
ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.
Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν
βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ
πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ
κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:
- Nous excitons la curiosité du public.
Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε
τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα
κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη
γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ
Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ
διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ
ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ
μαρτυρίου του.
Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿
ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς
του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.
Καὶ συλλογίζομαι
τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν
μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου,
ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς
του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ
παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς
χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι
τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς
πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.
Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ
τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ
καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε,
τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία
θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ
χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ
βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ
κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος,
ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ
μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ
προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:
- Nous excitons la curiosité du public.
Παῦλος Νιρβάνας
Κυριακή 25 Αυγούστου 2024
Σάββατο 24 Αυγούστου 2024
Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024
Ἡ Βυζαντινὴ παράδοση
Γιὰ μᾶς τοὺς
Ἕλληνες ὑπάρχει ζωντανὴ καὶ ἡ ἄλλη πλευρά: Ἡ Βυζαντινὴ παράδοση. Ἐκείνη ἀκριβῶς
ποὺ ὀνειδίζεται, λοιδορεῖται ἀπὸ τοὺς «νέους» σὰν τὸν Σαβέττα ἢ τὸν Τζιόττο. Στὴν
βυζαντινὴ ζωγραφικὴ δὲν θὰ συναντήσουμε τὰ νατουραλιστικὰ στοιχεῖα ποὺ
παρατηρήσαμε στὴν Ἰταλικὴ Πρωτο-Ἀναγέννηση καὶ ἀκόμη λιγότερο τὶς αἰσθησιακὲς
προεκτάσεις της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀφηγηματικότης εἶναι περιορισμένη στὸ ἐλάχιστον. Δὲν
ὑπάρχουν ἐγκόσμιοι ἅγιοι, οὔτε ἐγκόσμιες πράξεις ἢ σκηνές, οὔτε προσωπογραφίες,
ἰδιωτικὲς κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, ἀρχιτεκτονικὰ τοπία, ἐρείπια
καὶ φυτὰ μὲ τὰ ὁποῖα βρίθει ἡ Ἰταλικὴ Ἀναγέννησις. Ἂν φαίνεται κάπου ἕνα κτήριο
εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο συμβατικὸ σχῆμα μὲ τὴν ἴδια πάντα ἀνεστραμμένη προοπτική,
μὲ τὸ ἴδιο πάντα ἁπλωμένο παραπέτασμα. Ἂν ἀναπαραστῶνται βράχοι παίρνουν μορφὴ ὑπερκαθημένων,
τραπεζοειδῶν καὶ πολυεδρικῶν στερεῶν ποὺ ἀγνοοῦν τὴν προοπτικὴ τοῦ τόνου καὶ τοῦ
χρώματος. Οὐσιαστικὰ ἡ «φύσις» δὲν ὑπάρχει. Τὸ φόντο εἶναι οὐδέτερο, χρυσὸ ἢ
μονόχρωμο. Ἂν πρόκειται γιὰ δάσος, ἕνα δένδρο ἀρκεῖ. Ἔτσι, ποτὲ δὲν θὰ μᾶς
δώσει ὁ βυζαντινὸς τεχνίτης ἕνα ρομαντικὸ τοπίο ὅπως τοῦ Κλὼντ ἢ τοῦ Πουσσέν.
Καὶ ὅμως στὸν Ἅγιο Μάρκο τῆς Βενετίας, στὸ ψηφιδωτὸ ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς
προσεύχεται μόνος ἐπὶ τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ὑπάρχουν βράχοι ἐξαίσιοι, «ἀληθινοί»
καὶ ἀγκάθια τόσο ξερὰ καὶ μυρωδάτα ποὺ σὲ κάνουν νὰ ἀπορεῖς καὶ νὰ ἀναλογιστεῖς
τί ἄρα γε θὰ ἔκαναν, τί θαύματα, ἂν οἱ βυζαντινοὶ τεχνίται ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό
τους τὴν ἀναπαράσταση τῆς φύσεως. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἴδιοι τὸ ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό
τους, οὔτε ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Ἄλλες εἶναι οἱ ἐπιδιώξεις τῆς βυζαντινῆς
τέχνης. Ἄλλος ὁ προορισμός της.
Ἡ βυζαντινὴ
τέχνη εἶναι μοναδικὴ καὶ ἄφθαστη στὸ ὅτι ἐπενόησε σχήματα ταυτόσημα μὲ σύμβολα ὑπερβατικὰ
τῶν ἀχράντων μυστηρίων, λειτουργικοὺς αἴνους ποὺ βασίζονται σὲ μίαν ὑπερκόσμια
γεωμετρία, κατοπτρισμοὺς οὐρανίων ἐνοράσεων, νοητὰ ἀρχέτυπα – κάτι σὰν ἄλλου εἴδους
Ἰνδικὰ ἢ Θιβετιανὰ «μάνταλα». Δὲν ὑπάρχει τέχνη πιὸ αὐστηρή. Κοιτάζοντας τὴν
περίτεχνη ἀλληλουχία, διαβάθμιση καὶ ἀλληλοεξάρτηση τῶν σχημάτων, ἄγεται κανεὶς
στὸ συμπέρασμα ὅτι πρόκειται περὶ τέχνης ποὺ ἐφήρμοσε τὴν ἄτεγκτη ἀναγκαιότητα
τῆς μηχανικῆς ἐπιστήμης στὴν ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Δὲν ὑπάρχει
ἐδῶ ὁ λυρισμὸς τοῦ Σασσέτα, οὔτε αἰσθηματολογία οὔτε κἂν αἴσθημα, ἀλλὰ μία
κρύα, παγερὴ κατασκευὴ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε προσθήκη οὔτε τελειοποίηση. Ἂν
τελειοποιηθεῖ, θὰ ἀλλάξει ἀναγκαστικὰ εἶδος καὶ θὰ προσλάβει ἄλλη μορφή. Τὰ
πάντα ἔχουν τυποποιηθεῖ. Τὰ σχήματα, τὰ φῶτα, τὰ ἡμιτόνια, οἱ σκιές. Στὴν βάση ὑπάρχει
ἡ γραμμική-γεωμετρικὴ σύνθεσις ποὺ συνεχῶς θυμίζει τὸν μαθηματικὸ γνώμονα. Κάθε
σχῆμα ἐντάσσεται καὶ προέρχεται ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Εἶναι ἕνας Ἀριστοτελικὸς
συλλογισμός, μία ἀλγεβρικὴ ἐξίσωσις ἀλάνθαστη. Ὁ καλλιτέχνης δὲν ὑπάρχει. Ἔχει ἀφομοιωθεῖ
μὲ τὴν ἀπόδοση μιᾶς ὀντότητας ποὺ τὸν ἀπορροφᾶ καὶ τὸν ἐξουθενώνει ὁλοκληρωτικά.
Τὰ ὑπερφυσικὰ ὄντα ποὺ εἰκονίζει ἔχουν τὴν πληρότητα καὶ τὴν στιλπνότητα τοῦ ἀτσαλιοῦ.
Ἡ σοφὴ τοποθέτησις τῶν τριγωνικῶν ἢ γωνιακῶν φώτων, οἱ λεπτότατες γραμμικὲς
ψιμυθιές, οἱ γραμμικὲς σκιὲς καὶ ὅλος ὁ ρυθμὸς τῆς ἀφηρημένης αὐτῆς
φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τὰ ὄντα τοῦτα σὲ κινητὲς πανοπλίες ποὺ ἀντανακλοῦν ἢ ἀπορροφοῦν
τὸ φῶς μὲ τὶς ἀκμὲς καὶ τὶς ὑπέρ-λεῖες τους ἐπιφάνειες. Οἱ στάσεις τους εἶναι
μετωπικὲς καὶ ἱεραρχικές, τὰ πρόσωπα μὲ ὑποτυπώδη ἔκφραση, αὐστηρὴ καὶ κάποτε,
σχεδὸν βλοσυρή, οἱ πτυχώσεις σχεδιασμένες μὲ εὐθεῖες γραμμὲς καὶ λιγοστὲς
καμπύλες προσεκτικὰ ζυγισμένες, ἔτσι ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωση σὰν νὰ εἶναι
τραβηγμένες μὲ τὸν χάρακα. Τεντωμένες σὰν τὴν νευρὴ τοῦ δοξαριοῦ, σὰν ὑποτείνουσες
τριγώνων, σὰν χορδὲς κύκλων, σὰν παραβολὲς καὶ ὑπερβολές, γραμμένες,
χαραγμένες, καρφωμένες στὴν σανίδα ἢ τὸ σοβά, ἔτσι, ποὺ νὰ μὴ μποροῦν νὰ
ξεφύγουν, νὰ χαλαρώσουν, νὰ ξετεντωθοῦν, νὰ λυγίσουν καὶ νὰ μαραθοῦν.
Εἶναι μία
νοητὴ κατασκευὴ ποὺ ἔχει ὄγκο, ἀλλὰ ἐλάχιστο ὄγκο, ποὺ καταλαμβάνει τὸν
τρισδιάστατο χῶρο, ἀλλὰ τὸν καταλαμβάνει μόλις. Ποιὸς κατ᾿ ἀρχὴν ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησε
τὸ στὺλ αὐτὸ τῆς ζωγραφικῆς εἶναι ἄγνωστον, ἀλλὰ κάποιος σοφὸς καὶ ἰδιόμορφος
καὶ τολμηρὸς τεχνίτης πρέπει νὰ συνέθεσε τὰ ἰδιάζοντα τοῦτα στοιχεῖα. Δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐγεννήθηκαν σποραδικὰ καὶ τυχαῖα καὶ σὺν τῷ χρόνῳ. Ἡ ἀφετηρία
βεβαίως βρίσκεται ὅπως ξέρουμε στὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη τῆς παρακμῆς κυρίως.
Πράγματι, ἡ βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἔχει διαφυλάξει πιστὰ τὸ μάθημα τῆς ἑλληνιστικῆς
ἐποχῆς. Κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρή, τὴν ἄτεγκτη καὶ σκληρὴ παρουσία της, βρίσκεις, ἂν
σκάψεις, ὅλη τὴ γνώση τῶν ἐπιπέδων, ἀξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθὼς καὶ τῆς
ἀναγλυφικότητος κατὰ τὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη
κάποιοι διανοούμενοι καὶ δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρῶτοι, καθὼς ὑποπτεύομαι,
ἄγνωστον πότε, ἀλλὰ ἴσως κατὰ τὸν 3ο μ. Χ. αἰώνα τὸν ἀπόκοσμο τοῦτο βυζαντινὸ
ρυθμό. Δὲν ἀρκέστηκαν νὰ υἱοθετήσουν τὴν γνώση τοῦ χρώματος, τὴν κλασσικὴ
γραμμή, τὴν ἔννοια τῆς συνθέσεως. Πῆραν καὶ κάποιες νοητὲς ἀρχὲς ποὺ ἀνάγονται
σὲ δυὸ πηγές: Ἀφ᾿ ἑνός, στὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ μαθηματικοῦ γεωμέτρου Ἥρωνος,
ὅπως εἶναι τὰ «πνευματικά» καὶ ἡ «Κατοπτρική». Ἀφ᾿ ἑτέρου, στὶς μεταφυσικὲς καὶ
αἰσθητικὲς θεωρίες τοῦ Πλωτίνου, καὶ μέσω αὐτοῦ τῆς θεωρίας τῶν ἰδεῶν τοῦ
Πλάτωνος.
Τὸ βαθὺ αὐτὸ
καὶ ὁλοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, τὸ φυλαγμένο μέσα της, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τὸ
μετέδωσε ὁλόγυρα, σὲ πάμπολλες ἄλλες τέχνες, πρωτίστως δὲ στὴν νηπιακὴ τέχνη τῆς
Δύσεως. Ἂν λοιπὸν ἐσυκοφαντήθη ὡς βάρβαρος εἶναι μόνο ἀπὸ ὅσους δὲν ἀντελήφθησαν
τί περιεῖχε πέραν ἀπὸ τὴν ξηρότητα καὶ αὐστηρότητά της καθὼς καὶ τί προσέφερε.
Οὐσιαστικῶς προσέφερε τὰ πάντα. Ἦταν ἡ τέχνη ἡ διδάσκαλος, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ
Καβάφης: «Εἰς κάθε λόγον, εἰς κάθε ἔργον ἡ πιὸ σοφή». Δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμη
στὴν Δύση πολλὰ ἐγχειρίδια καὶ ἱστορίαι τῆς τέχνης ἢ τοῦ σχεδίου ποὺ ἀγνοοῦν καὶ
παραλείπουν τὶς ἀρχὲς τοῦτες τῆς βυζαντινῆς παιδείας καὶ παρουσιάζουν ὡς ἐκ
τούτου μία παραμόρφωση τῆς πραγματικότητας ξεκινώντας αὐθαίρετα ἀπὸ τὴν Τέχνη τῆς
Φλωρεντίας μὲ τὸν Ντούτσιο, τὸν Ὀρκάνια, καὶ τέλος τὸν Τζιότο.
Νῖκος Χατζηκυριάκος Γκίκας
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024
Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».
«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».
«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».
«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».
«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».
«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».
«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
Τρίτη 20 Αυγούστου 2024
Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024
Κυριακή 18 Αυγούστου 2024
Σάββατο 17 Αυγούστου 2024
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.