Κυριακή 3 Απριλίου 2022

 


Τὰ τέλη τῶν δικαίων (β)

Ἡ ζωή τους στὴν Ἑλλάδα ἦταν πάρα πολὺ δύσκολη. Ἔχασαν τὰ πάντα καὶ ὅμως αὐτὸς τοὺς ἔλεγε: «Δοξάστε τὸν Θεό, δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψη».

Καὶ πάλι μέσα στὴν στέρηση ὁ πονόψυχος Παναγιώτης δὲν ξεχνοῦσε τοὺς φτωχοὺς συγγενεῖς του. Μέχρι πού γέρασε εἶχε τὶς τσέπες του γεμάτες μὲ καραμέλλες, κέρματα καὶ ἄλλα πράγματα πού πρόσφερε στὰ μικρὰ παιδάκια πού συναντοῦσε νὰ παίζουν στὸ δρόμο. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη του χαρά.

Τὰ τελευταία χρόνια της ζωῆς του τὰ ἔζησε στὸ σπίτι τῆς μικρότερης κόρης του Σοφίας. Ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ βρογχικὸ ἄσθμα. Τό ἔτος 1955, τὸ Πάσχα ἦταν 17 Ἀπριλίου. Λίγες μέρες νωρίτερα ὁ Θεὸς τὸν πληροφόρησε νὰ ἑτοιμαστῆ γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. «Μὲ εἰδοποίησαν ὅτι φεύγω καὶ θέλω νὰ ἑτοιμαστῶ», εἶπε στὰ παιδιά του. Τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων πῆγε μόνος στὴν Ἐκκλησία πού ἦταν ἀρκετὰ μακρυά, καὶ ἂς ἦταν τόσο ἐξαντλημένος. Κοινώνησε γονατιστός. Ἦταν πολὺ ἤρεμος αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅμως τὸ μεσημέρι σηκώθηκε ἀπότομα ἀπὸ τὸ κρεββάτι του καὶ μονολογοῦσε ἔντονα. Τὸν ρώτησε ἡ κόρη του: «Θέλεις, πατέρα, κάτι;», «ὄχι παιδί μου», τῆς εἶπε. «Νά, ἦρθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ ἐγὼ πικράθηκα. Μὴ χαλᾶτε τὸ Πάσχα τῶν παιδιῶν μου», τοὺς εἶπα.

Τὴν Δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώθηκε ἀρκετά. Μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τὰ παιδιά του, οἱ νύφες του καὶ οἱ γαμπροί του.

Τὸ ἀπόγευμα πιὰ δύσκολα ἀνέπνεε. Γύρισε τὸ κεφάλι του, τοὺς κοίταξε ὅλους καὶ στὸν γαμπρὸ τῆς μεγάλης κόρης του, πού ἦταν πολὺ ἰδιότροπος, τοῦ εἶπε κουνώντας θλιμμένα τὸ κεφάλι του: «Σάββα, Σάββα», καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του κύλησαν δάκρυα. Ἔγειρε μετὰ τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἀπόγευμα στὶς 7 ἡ ὥρα κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἔφυγε φτωχὸς καὶ σεμνός, ἀλλὰ γύρω του ἦταν ὅλα τὰ παιδιά του.

Στὰ σαράντα του ἦρθαν Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα, τοὺς ὁποίους εἶχε εὐεργετήσει ὅταν ζοῦσε ἐκεῖ ὁ ἐλεήμων Παναγιώτης.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του παρουσιάστηκε στὴν γυναίκα του στὸν ὕπνο της. Τῆς εἶπε ὅτι θὰ τὴν ἔπαιρνε μαζί του γι’ αὐτὸ νὰ ἑτοιμαστῆ. Ἔτσι, χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία ἡ γυναίκα του πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ κοινώνησε μὲ πολλὴ εὐλάβεια.

Τὴν παραμονὴ πού ἑτοίμαζαν τὰ κόλλυβα γιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἑξαμήνου, τὸ μεσημέρι, τὴν ὥρα πού ἔτρωγαν, ἐκοιμήθη καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἀνακοπή τῆς καρδιᾶς της.

Ὅταν στὰ τρία χρόνια ἔκαναν τὴν ἀνακομιδή, τὰ ὀστᾶ του ἦταν καθαρὰ καὶ κίτρινα σὰν λεμόνι.

Μετὰ ἀπὸ χρόνια παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τῆς κόρης του Σοφίας. Ὅταν τὸν ρώτησε: «Τί κάνεις, πατέρα; Πῶς περνᾶς;», αὐτὸς τῆς εἶπε: «Εἶμαι πολὺ καλά. Εἴμαστε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα σου. Ἐδῶ εἶναι πολὺ ὡραία. Οὔτε πεινᾶς, οὔτε διψᾶς, οὔτε κρυώνεις, μὴ στεναχωριέστε γιά μᾶς».

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου