Σάββατο 2 Απριλίου 2022

 


Τὰ τέλη τῶν δικαίων (α)

Ὁ Παναγιώτης Βασιλειάδης γεννήθηκε στὴν Τραπεζούντα τὸ 1880. Ἦταν ἔμπορος χαλκοῦ, ἀρκετὰ εὐκατάστατος. Ἡ γυναίκα του Δέσποινα ἦταν ἀπὸ φτωχὴ οἰκογένεια ἀλλὰ πλούσια σὲ ψυχικὲς ἀρετές. Ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά.

Ἦταν ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο καὶ ὅλες τὶς ἀποφάσεις τὶς ἔπαιρναν ἀπὸ κοινοῦ. Συμφώνησαν ἀκόμη νὰ προστεθοῦν στὴν οἰκογένειά τους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ ἄλλοι κοντινοὶ συγγενεῖς μὲ οἰκονομικὰ προβλήματα, χῆρες, ὀρφανὰ κ.α.

Καθὼς εἶχε μεγάλο σπίτι καὶ ἐπειδὴ εἶχε σχέσεις μὲ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, φιλοξενοῦσε Μητροπολίτες καὶ ἱερεῖς ἀπὸ διάφορα μέρη πού ἔρχονταν στὴν Τραπεζούντα, φτωχούς, ἀστέγους καὶ περαστικούς. Ὁ Παναγιώτης, σὰν τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, δὲν ἔδιωχνε κανέναν ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὅλους τούς ἀνέπαυε, τοὺς φιλοξενοῦσε καὶ τοὺς χόρταινε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἰδιαίτερα δὲ μὲ τὴν ἀρχοντική του ἀγάπη. Μέχρι πρὸ τινων ἐτῶν στὸ σπίτι του, πού σώζεται μέχρι σήμερα, στεγαζόταν κάποια κρατικὴ ὑπηρεσία τῆς Τραπεζοῦντος.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δῶρα ποὺ τοῦ προσέφεραν οἱ φιλοξενούμενοι σώζεται μέχρι σήμερα. Εἶναι ἕνα προσευχητάρι μὲ ψαλμοὺς τυπωμένο στὴν Βενετία τὸ ἔτος 1780, στὴν Τούρκικη γλώσσα. Αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν τὰ ἀγαπημένα του βιβλία, τὰ ὁποῖα διάβαζε συχνά.

Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ στὶς εὐκολίες καὶ στὶς δυσκολίες του πάντα κατέφευγε στὸν Θεό. Ἡ πίστη του στὸν Θεὸ ἦταν δυνατὴ καὶ ζωντανή. Πέντε φορὲς κάθε μέρα προσευχόταν λέγοντας πάντα στὴν ἀρχὴ τὸν ν’ ψαλμὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός…».

Ὅταν ἦταν μόνος του στὸ σπίτι τοῦ ἄρεσε νὰ ψέλνη. Συμβούλευε τὰ παιδιά του νὰ εἶναι ταπεινὰ καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦν ὅτι «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».

Ἦταν ἄνθρωπος εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος. Βοηθοῦσε πολλοὺς πού εἶχαν ἀνάγκη καὶ ἰδιαίτερα τὶς χῆρες πού εἶχαν μικρὰ παιδάκια ὀρφανά, γιατί εἶχε ἀδυναμία στὰ μικρὰ παιδάκια.

Κάποτε ἡ μικρή του κόρη τοῦ ζήτησε νὰ τῆς ἀγοράση παπούτσια γιὰ τὸ Πάσχα. Αὐτὸς τὰ ἀγόρασε ἀλλὰ εἶδε κάποιο κοριτσάκι ὀρφανὸ ξυπόλυτο στὴν ἴδια ἡλικία καὶ τὰ φόρεσε σ’ αὐτό. Ὅταν ἡ κόρη του διαμαρτυρήθηκε, αὐτὸς τῆς ἀπάντησε χωρὶς δικαιολογίες: «Ἐσύ, παιδί μου, ἔχεις πατέρα. Μπορεῖς νὰ τὰ ἔχης καὶ αὔριο». Προστάτευε καὶ τοὺς ὑπαλλήλους του. Τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἔχουν δικά τους σπίτια. Ἀκόμη εὐεργετοῦσε πολλοὺς Τούρκους πού εἶχαν ἀνάγκη.

Τὸ ἔτος 1920 ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα πάμφτωχοι, γιατί τὰ ἄφησαν ὅλα. Γιὰ ἀσφάλεια, ἄφησε σ’ ἕνα φίλο του Τοῦρκο μία εἰκόνα θαυματουργή, κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, πού χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ ἔτος 1520. Ὅμως ἀπὸ τὴν ἡμέρα πού τὴν πῆρε ὁ Τοῦρκος στὸ σπίτι του κάθε βράδυ ἔκανε ἕνα χαρακτηριστικὸ κρότο, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν. Ὁπότε ὁ Τοῦρκος εἰδοποίησε τὸν Παναγιώτη καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὴν Ἑλλάδα μαζί του. Ἡ εἰκόνα παριστάνει τὸν Χριστὸ στὴν μέση, δεξιὰ τὴν Παναγία καὶ ἀριστερὰ τὸν Τίμιο Πρόδρομο. Ἡ εἰκόνα καὶ τὸ προσευχητάρι φυλάσσονται σήμερα στὸ σπίτι τῆς κόρης του Σοφίας πού γηροκόμησε τοὺς γονεῖς της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου