Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019



Λίγο χῶμα
Ἡ γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει νὰ γείρει τὸ κεφάλι της στὰ στήθια τοῦ παπποῦ, ποὺ ἔχει καρφωμένα πίσω τὰ μάτια του μπᾶς καὶ ξεχωρίσει τίποτα ἀπὸ τὴ στεριά, τίποτα ἀπ’ τὰ Κιμιντένια. Μὰ πιὰ δὲ φαίνεται τίποτα. Ἡ νύχτα ρούφηξε μέσα της τὰ σχήματα καὶ τοὺς ὄγκους.
Ἡ γιαγιὰ γέρνει τὸ κεφάλι της νὰ τὸ ἀκουμπήσει στὰ στήθια ποὺ τὴν προστατέψανε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς της. Κάτι τὴν μποδίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ κεφάλι ἡσυχία. Σὰν ἕνας βόλος νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ πουκάμισο τοῦ γέροντα.
– Τί εἶναι αὐτὸ ἐδῶ; ρωτᾶ σχεδὸν ἀδιάφορα.
Ὁ παπποὺς φέρνει τὸ χέρι του. Τὸ χώνει κάτω ἀπ’ τὸ ροῦχο, βρίσκει τὸ μικρὸ ξένο σῶμα ποὺ ἀκουμπᾶ στὸ κορμί του καὶ ποὺ ἀκούει τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς του.
– Τί εἶναι;
– Δὲν εἶναι τίποτα, λέει δειλὰ ὁ παππούς, σὰν παιδὶ ποὺ ἔφταιξε. Δὲν εἶναι τίποτα. Λίγο χῶμα εἶναι.
– Χῶμα!
Ναί, λίγο χῶμα ἀπ’ τὴ γῆ τους. Γιὰ νὰ φυτέψουν ἕνα βασιλικό, τῆς λέει, στὸν ξένο τόπο ποὺ πᾶνε. Γιὰ νὰ θυμοῦνται.
Ἀργὰ τὰ δάχτυλα τοῦ γέροντα ἀνοίγουν τὸ μαντίλι ὅπου εἶναι φυλαγμένο τὸ χῶμα. Ψάχνουν κεῖ μέσα, ψάχνουν καὶ τὰ δάχτυλα τῆς γιαγιᾶς, σὰν νὰ τὸ χαϊδεύουν. Τὰ μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν ἐκεῖ.
– Δὲν εἶναι τίποτα λέω. Λίγο χῶμα. Γῆ, Αἰολικὴ Γῆ, Γῆ τοῦ τόπου μου.
Ἠλίας Βενέζης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου