Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019



Ἀπὸ τὴν κενότητα στὴν Ὀρθοδοξία (Β)
Γύρισα ὅλη τὴν Ἀσία, ἀπὸ τὸ Βιετνὰμ μέχρι κάτω στὴν Σιγκαπούρη, χωρὶς κανένα σαφῆ προορισμὸ κατὰ νοῦν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς γιὰ νέους τόπους καὶ συνταξιδιῶτες μὲ ἀποσποῦσε τὸν περισσότερο καιρό, ὅμως, πρὶν πάω γιὰ ὕπνο, ὁ βουβὸς πόνος τῆς κενότητας πάντα ἐπέστρεφε. Συνέχιζα νὰ ἀναζητῶ διακαῶς ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ζωή μου. Ταξίδεψα ὡς τὶς πιὸ ἀπόμερες τοποθεσίες τῶν Βουδιστῶν καὶ τῶν Ἰνδουιστῶν. Μέχρι νὰ φτάσω ἐκεῖ, εἶχα ἤδη προγραμματίσει τὸν ἑπόμενο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μου. Διασχίζοντας τὴν Βιρμανία, ἐπισκέφθηκα ἕνα ναὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μανταλάη. Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ὁδηγοῦσαν στὸν ναὸ ποὺ ἀγνάντευε πάνω ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πόλη. Καθὼς ἄρχισα νὰ ἀνηφορίζω, ἀντιλήφθηκα ἕνα Βουδιστὴ μοναχὸ νὰ προχωράει δίπλα μου, συντονισμένος μὲ τὸ δικό μου βῆμα. Ἦταν πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, μὲ ἕνα ροδαλό, χαρούμενο παρουσιαστικό. Μοῦ συστήθηκε, καὶ συνεχίσαμε τὴν ἀνάβασή μας. Φτάνοντας στὴν κορυφή, καθίσαμε σὲ ἕνα τοιχεῖο τοῦ ναοῦ νὰ κουβεντιάσουμε, καθὼς ὁ ἥλιος βασίλευε πάνω ἀπὸ τὴν Μανταλάη. Ἀφοῦ εἴπαμε τὰ τυπικά, εὐχάριστα εἰσαγωγικά μας, γύρισα τὴν κουβέντα στὴν πολιτικὴ κατάσταση τῆς Βιρμανίας (ἡ χώρα αὐτὴ βρίσκεται ὑπὸ ἕνα σκληρὸ στρατιωτικὸ καθεστώς, ὅπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ὕστερα ἀπὸ ἀναταραχὲς ἐνάντια στὶς διαβρωμένες πολιτικές, στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 80).
Ἀναστέναξε, καὶ μοῦ ἔριξε μία ἀπογοητευμένη ματιά, λέγοντας: «Γιατί θέλεις νὰ μιλήσουμε γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα;» Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία γιὰ νὰ καλύψω τὸν πραγματικὸ λόγο τῆς ἐρώτησης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἐπίδειξη πὼς ἔχω ἄποψη ἐπὶ σοβαρῶν θεμάτων. Ἐκεῖνος γύρισε τὴν κουβέντα πρὸς μία τελείως ἀλλιώτικη κατεύθυνση. «Τὴν περασμένη ἑβδομάδα, εἶδα μία ταινία μὲ τίτλο ‘Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ’. Τί ὑπέροχη ζωή!» Γιὰ τὰ ἑπόμενα δέκα λεπτά, ἐξυμνοῦσε τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Προσηλυτιζόμουν ἀπὸ ἕνα Βουδιστὴ μοναχό, ὄχι γιὰ νὰ μεταστραφῶ στὴν δική του θρησκεία, ἀλλὰ στὸν Χριστιανισμό! Μὲ ἀποστόμωσε… Εἶχα μία ἰδέα τοῦ ἑαυτοῦ μου, πὼς βρίσκομαι πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πήγαινα στὸ γυμνάσιο, καὶ νάσου τώρα ἕνας παγανιστὴς πού μοῦ ξαναδίνει πίσω αὐτὰ ποὺ εἶχα ἀπορρίψει. Ἐξ αἰτίας τῶν λόγων ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ Βιρμανοῦ μοναχοῦ, ἀφυπνίστηκα στὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὑπάρχει κάτι περισσότερο στὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα ποὺ εἶχα ἀπορρίψει. Δὲν εἶχα ἀκόμα νιώσει τὴν ἀνάγκη ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ κάνω σοβαρὴ ἐξερεύνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, πάντως τὸ ἔδαφος τοῦ φυτώριου ἑτοιμαζόταν.
Πέρασε λίγος καιρός, καὶ προχώρησα στὸ Νεπάλ, ὅπου θὰ συναντιόμουν μὲ κάτι φίλους γιὰ μία ἐκστρατεία πεζοπορίας στὰ Ἰμαλάϊα. Ἔφτασα λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ἔτσι, ἀποφάσισα νὰ μείνω ἐν τῷ μεταξὺ σὲ ἕνα Βουδιστικὸ μοναστήρι στὸ Θιβέτ. Βρῆκα ἕνα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Κατμαντού, ποὺ πρόσφερε μαθήματα στὰ Ἀγγλικά. Πῆγα ἐκεῖ σὰν πολιτισμικὸς τουρίστας, γευόμενος ἔτσι τὸ ἑπόμενο πιάτο στὸν μπουφὲ τῶν ποικίλων θρησκειῶν τοῦ κόσμου.
Ἔφτασα, γεμάτος σκεπτικισμὸ γιὰ τὰ πάντα, περιμένοντας νὰ βρῶ πολλοὺς «φευγάτους» νέο-ἐποχίτες ἐκεῖ μέσα. Μετὰ τὶς πρῶτες λίγες μέρες, οἱ γνῶμες μου ἄλλαξαν ἐντελῶς. Ἐδῶ δὲν ἦταν καμία «ἀναπαυτικὴ» χιλιαστικὴ θρησκεία. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στ’ ἀλήθεια ἔπασχαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀλήθεια. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη, ἔμαθα πὼς πίστευαν στὴν ὕπαρξη κολάσεως. Μά, ποιός ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν μοντέρνα ἐποχὴ πιστεύει στὴν κόλαση; Καὶ ὅμως, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ἡ κόλαση ἦταν ἡ φυσικὴ κατάληξη μίας σπαταλημένης ζωῆς. Κατακυριεύτηκα ἀπὸ περιέργεια. Ἄρχισα νὰ ἀκούω πιὸ προσεκτικά, καθὼς ἀνέλυαν τὶς περαιτέρω διδαχές. Ὁ πυρήνας τῆς θρησκείας εἶναι ἡ ἰδέα πὼς ὅλα τὰ ὄντα ζοῦν σὲ ἕνα παροδικὸ κόσμο ἐπιθυμιῶν καὶ δοκιμασιῶν. Κάθε δοκιμασία πηγάζει ἀπὸ τὸ κυνήγημα τῶν προσωρινῶν πραγμάτων: ἀντ’ αὐτοῦ, πρέπει νὰ στραφοῦμε πρὸς αὐτὰ ποὺ εἶναι μόνιμα, ὅπως ἡ ἀλήθεια. Ὁ μόνος τρόπος νὰ τὸ ἀποκτήσουμε αὐτό, εἶναι νὰ πάψουμε νὰ γαντζωνόμαστε πάνω στὸ ἐγώ μας, καὶ νὰ ζοῦμε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὁ μόνος τρόπος ποὺ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε τὴν χαρά, εἶναι ὅταν βάλουμε τὴν χαρὰ τῶν ἄλλων πάνω ἀπὸ τὴν δική μας. Ἀποσβολώθηκα! Μετὰ ἀπὸ 27 χρόνια ποὺ συνεχῶς ἀκοῦς: «Κάνε ὅ,τι αἰσθάνεσαι νὰ εἶναι εὐχάριστο», οἱ Θιβετιανοί μοῦ ἔλεγαν τώρα πὼς αὐτὰ πού σοῦ δίνουν εὐχαρίστηση θὰ σὲ κάνουν μᾶλλον δυστυχῆ σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἢ τὴν ἑπόμενη. Ἡ ἰδέα αὐτή μοῦ φάνηκε τόσο ἐπαναστατική, καὶ ὅμως, κάτι μου ἔλεγε πὼς τὴν εἶχα ξανακούσει, κάπου, παλιότερα…
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες στὸ μοναστήρι, ἔφυγα μὲ τοὺς φίλους μου, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν φτάσει στὸ Νεπάλ. Πήραμε ἕνα λεωφορεῖο ὑπεραστικό, καὶ μετὰ ἀρχίσαμε τὴν πεζοπορία μας στὴν ὁροσειρὰ Ἀναποῦρνα. Μὲ τὰ σακίδιά μας γεμάτα, σκαρφαλώσαμε μέχρι τὰ 14.000 πόδια μέσα σὲ 2 ἑβδομάδες. Τὸ τοπίο ἦταν ἀπερίγραπτο, τὸ περιβάλλον ἄλλαζε, ἀπὸ γόνιμες πεδιάδες, σὲ πυκνὰ δάση, σὲ χιονοσκέπαστες κορυφές… Ἡ πεζοπορία ἦταν βαρετὴ μερικὲς φορές, καθ’ ὅσον ἀνηφορίζαμε γιὰ 1.000 μέτρα, καὶ μετὰ φτάναμε σὲ πεδιάδα, ὅπου κατηφορίζαμε τὴν ἴδια ἀπόσταση. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας ἦταν μὲν ἐκπληκτική, ὅμως, κάθε βράδυ ὅταν ἔπεφτα γιὰ ὕπνο, ἐκεῖνο τὸ παλιὸ συναίσθημα πὼς κάτι μου λείπει ξαναεμφανιζόταν. Πίστευα πὼς θὰ ἐξαφανιζόταν, μόλις θὰ ἔφτανα στοὺς πρόποδες τῶν Ἀναποῦρνα.
Φτάσαμε στὸν προορισμὸ μας κάποιο ἀπόγευμα, λαχανιάζοντας καὶ ἀρκετὰ ἀπογοητευμένοι. Ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ ἦταν βυθισμένη σὲ ἕνα ἀνάχωμα νέφους, ἐντός τοῦ ὁποίου βρεθήκαμε καὶ ἐμεῖς. Ἐξερευνήσαμε τοὺς παγετῶνες καὶ περάσαμε τὴν ὥρα μας σκυμμένοι πάνω ἀπὸ μία σόμπα σὲ μία μικρὴ καλύβα. Ἔφτασε τὸ βράδυ, ἀλλὰ δὲν φαινόταν νὰ διαλύεται τὸ σύννεφο. Πήγαμε γιὰ ὕπνο, καὶ ξυπνήσαμε λίγο πρὶν τὴν ἀνατολή, διαπιστώνοντας πὼς ὁ καιρὸς εἶχε ἀνοίξει. Βγῆκα ἔξω, καὶ τὰ μάτια μου ἀντικρυσαν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θεάματα τοῦ κόσμου.
Ἀργά-ἀργά, ὁ ἥλιος ἀνέτειλε πάνω ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου, καὶ πίστευα πὼς ἂν ἅπλωνα τὸ χέρι, θὰ τὸν ἀκουμποῦσα. Ἐκείνη τὴν στιγμή, ξεπρόβαλε πάλι ἐκείνη ἡ ποταπὴ σκέψη στὸ νοῦ: «Ποιός ὁ σκοπός;» Τότε ἄστραψε μέσα μου ὁ λόγος: ὁλόκληρο αὐτὸ τὸ ταξίδι εἶχε γίνει γιὰ τὴν προσωπική μου εὐχαρίστηση. Μόλις θὰ ἔφευγε ἐκεῖνος ὁ στιγμιαῖος ἐνθουσιασμός, θὰ ἐπανερχόμουν στὴν πρότερη, κανονική μου κατάσταση. Βασανίστηκα μὲ φουσκάλες, πονεμένα γόνατα, ἐντερικά, καὶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ νὰ δῶ ἕνα τιμημένο ἀλλὰ τελικὰ ἕνα ἀκόμα… ὄμορφο τοπίο. Λοιπόν; Μήπως αὐτὸ μὲ εἶχε βελτιώσει σὰν ἄνθρωπο, ἢ μήπως βοηθήθηκε κάποιος ἄλλος; Ὄχι. Εἶχε ἁπλῶς ταΐσει τὸν ἐγωισμό μου. Εἶχα συγκεντρώσει ἐξαιρετικὴ τροφὴ γιὰ κουβέντα σὲ φιλικὰ πάρτυ. Ποῦ πῆγαν ὅλα τὰ ὑψηλὰ Βουδιστικὰ ἰδανικά μου; Ἐκείνη τὴν στιγμή, διέκρινα πὼς ἡ ζωή μου ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ κάποια ὑψηλότερη ἀρχὴ ἀπὸ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Ἀποφάσισα νὰ ἐπιστρέψω στὸ μοναστήρι.
Μοναχὸς Ἀδριανὸς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου