Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη,
ἀμίσθου ἱεροψάλτου (β)
Ἀπεχωρίσθησαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν
«Ἀκρόπολιν», ὁ Γαβριηλίδης τὸν ὑπεδέχθη μὲ πλαστὴν ἀγανάκτησιν:
—Ἀλέξανδρε, εἶπεν, ἐχάθηκαν τὰ μόνιππα; Ἂς ἔπαιρνες ἕνα, ἀδελφέ, κι ἂς τὸ
ἐχρέωνες εἰς ἐμέ! Βουλιάζουμε, Ἀλέξανδρε!
Τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἡ ἐφημερὶς εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ χείμαρρον ἐπιστολῶν ἐξ
ὅλης της Ἑλλάδος καὶ τῶν ὁμογενῶν τῆς ἀλλοδαπῆς. Διεμαρτύροντο οἱ ἀναγνῶσται διὰ
τὴν ἀπουσίαν ἑορτίου διηγήματός του εἰς τὸ χριστουγεννιάτικον καὶ
πρωτοχρονιάτικον φύλλον καὶ διεμήνυον ὅτι ἂν καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Θεοφανείων στερῆται
παπαδιαμαντικοῦ ἀφηγήματος, δὲν θὰ ἠγόραζον τὴν ἐφημερίδα καὶ ἂς κρατήσῃ ὁ κύριος
διευθυντὴς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν φύλλων διὰ νὰ τυλίγῃ τὸ προσφάγι του ἢ νὰ ψήνῃ
ρέγγες!
—Ἀκοῦς, Ἀλέξανδρε, ἐπέφερε μὲ βεβιασμένον πως γέλωτα, ἀκοῦς τὰ ἀπειλητικὰ
αἰτήματα τοῦ ἀναγνωστικοῦ συνδικάτου; Κακὴν δημοκρατίαν τοὺς ἐδιδάξαμεν,
φίλτατε, ἀλλὰ παρέλκει τώρα πᾶσα συζήτησις περὶ τοῦ ἀρίστου τῶν πολιτευμάτων.
Λοιπόν, ἔχομεν τέσσαρας ἡμέρας ἕως τὰ Φῶτα, φρόντισε, Ἀλέξανδρε τὴν Παραμονὴν τὸ
πρωΐ, νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ διήγημα.
—Μόνον ἂν ἐπήγαινα στὴν Σκιάθον, ὑπέλαβεν ὁ Παπαδιαμάντης, θὰ ἠμποροῦσα, ἴσως,
νὰ τὸ γράψω.
—Λοιπόν, τί περιμένεις; ἐβρυχήθη ὁ Γαβριηλίδης. Ναυλώνω πλοῖον καὶ ἀποπλέεις
εἰς τρεῖς ὥρας, μόλις φθάσῃς στρώνεσαι στὸ γράψιμο, οὔτε κεφάλι θὰ σηκώσῃς, Ἀλέξανδρε,
οὔτε νερὸ θὰ πιῇς, οὔτε λέξιν θὰ ἀπευθύνῃς εἰς ἄλλον καὶ τὴν Παραμονὴν τηλεγραφεῖς
τὸ διήγημα.
—Ἀλλὰ ἐνδέχεται λόγῳ τοῦ καιροῦ νὰ μὴ λειτουργᾷ ἡ τηλεγραφικὴ γραμμή, εἶπεν
ὁ Ἀλέξανδρος.
—Τότε πλέεις εἰς Χαλκίδα καὶ τηλεγραφεῖς ἐκεῖθεν, καὶ δὲν ἀναχωρεῖς εἰς
τρεῖς ὥρας ἀλλὰ τώρα ἀμέσως, καὶ λάβε τὸ ἥμισυ τῆς ἀμοιβῆς, εἶπεν ἐν ἐξάψει ὁ
Γαβριηλίδης καὶ τοῦ ἐνεχείρισε φάκελον.
Ἀνάρπαστοι κατέβησαν εἰς Πειραιᾶ, ὁ Γαβριηλίδης ἐναύλωσε ταχύπλουν, ὁ
Παπαδιαμάντης ἐπεβιβάσθη, καὶ τὸ σκάφος ἀπέπλευσεν. Ἐκ πείσματος τοῦ πλοιάρχου
δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸν Εὐβοϊκόν, τοῦ ὁποίου ὁ διάπλους εἶναι καταφανῶς ὀλιγότερον
τρικυμιώδης ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ὁδόν, τὴν διὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἀνελπίστως ἐπέρασαν τὰ
ἐπικίνδυνα τοῦ Καφηρέως ἄνευ ἰσχυρῶν κλυδωνισμῶν, ἀργότερα ὅμως ὁ καιρὸς ἤρχισε
νὰ χειροτερεύῃ καὶ ὅταν πλέον προσήγγιζαν εἰς τὴν Σκύρον ἦτο ξίδι μοναχό,
θάλασσα κιαμέτ! Ὁ καπετάνιος ἠγκυροβόλησε στὲς Τρεῖς Μποῦκες, τὸν ἀσφαλέστατον
λιμένα τῆς νήσου, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι δὲν πρόκειται «νὰ σηκώσῃ ἄγκυραν, ἂν δὲν
ξανοίξῃ». Εἰς μάτην διεμαρτυρήθη ὁ Παπαδιαμάντης, λέγων ὅτι τὸ πλοῖον εἶχεν ἀδρῶς
ναυλωθῆ καὶ ὁ πλοίαρχος ὤφειλε νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο, ὥστε αὔριον, τὸ βραδύτερον,
νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Σκιάθον. Ἐκεῖνος ἀντέτεινεν ὅτι καμμία ναύλωσις δὲν εἶναι
ὑπερτέρα τῆς σωτηρίας τοῦ σκάφους, καὶ ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει
περιγράψει εἰς διήγημά του ἀβαρίας ἀναγκαίας πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ
σκάφους καὶ ψυχῶν.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκλείσθη εἰς τὸν θαλαμίσκον του. Ἦτο ἡ τετάρτη πρὸ τῆς ἑορτῆς
ἡμέρα. Ἐξάπλωσεν εἰς τὴν κουκέταν του καὶ ἐσυλλογίζετο ὅτι, ἂν δὲν «ἔπεφτε ὁ
καιρός» ἐκινδύνευε νὰ μὴ γράψῃ τὸ διήγημα καί, τὸ χειρότερον, νὰ χάσῃ τὰς Ὥρας
τῶν Θεοφανίων. Ἀλλ᾿ ἂν ἐνέδωσεν εἰς τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Γαβριηλίδου, τὸ
ἔκαμεν ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν ἐν τῇ προσφιλέστατῃ νήσῳ. Ὄχι,
δὲν θὰ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰς συμψάλῃ μὲ τὸν κὺρ Ἀλεξανδρῆν, τὸν ψάλτην τοῦ
ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!
Ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται θέρμην, καὶ μικρὸν ρίγος τὸν διεπέρασεν. Ἐσκεπάσθη
καλῶς καὶ ἐσκέπτετο πλέον ὅτι ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μηνύσῃ
εἰς τὸν ἐξάδελφον Ἀλέκον νὰ μὴ λείψῃ ἐκεῖνος κἂν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον. Ἀλλ᾿ ἐνεφανίσθη
τότε ὅμιλος ἐνοριτῶν καί, κυρίως, ἐνοριτισσῶν τοῦ ναϋδρίου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόβαλαν
τὴν ἀπαίτησιν νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ ψάλῃ αὐτὸς τὰς Ὥρας. Ἄλλως, ἠπείλουν, θὰ ἐκκλησιάζοντο
ἀλλοῦ. Τοὺς ἐνουθέτησε καὶ τοὺς ἐξώρκισε νὰ μὴ ἐκπειράζωσι Κύριον τὸν Θεόν των,
εἰς τὰ θεῖα δὲν χωροῦν ἐκβιασμοί, καὶ πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ πάλιν εἰς Ἀθήνας
ἄνευ θαύματος; Ἀπεδείχθησαν ὅμως «ἀγύριστα κεφάλια», καὶ ἐκεῖνος, διὰ νὰ μὴ
κολασθῶσιν, ἀνέβη εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Συντόνως
κολυμβῶν ἔφθασεν αἰσίως εἰς Πειραιᾶ καὶ ἐκεῖθεν ἀνῆλθε διάβροχος εἰς Ἀθήνας καὶ
εἰσῆλθεν εἰς τὸν θαλπερὸν ναΐσκον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ τριτεξάδελφός του ἡτοιμάζετο
νὰ ψάλῃ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀθάνατον Δοξαστικὸν τῆς Ἐνάτης Ὥρας. Θεωρῶν ὅμως, ἄνευ ἐκπλήξεως,
εἰσερχόμενον τὸν καταστάζοντα Παπαδιαμάντη τοῦ λέγει φυσικότατα:
—Ἀλέξανδρε, ἰδικόν σου τὸ Δοξαστικόν!
Ἠσθάνθη φρικίασιν εὐφροσύνης καὶ ἐξύπνησε καὶ ἐνόησεν ὅτι δὲν θὰ προλάβῃ
τὰς Ὥρας τῶν Φώτων. Ἡ ἀδελφή του Κυρατσούλα, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια του, τὸν ἠρώτησεν,
ἐν συνοχῇ καρδίας· «Τί θέλεις, Ἀλέξανδρε;» Ἀφυπνίσθησαν σχεδὸν ἔντρομοι καὶ αἱ ἄλλαι,
ὁποὺ ἐλαγοκοιμῶντο εἰς τὴν διπλανὴν κάμαρην.
— «Ἡσυχάσατε!», εἶπε πραέως, «θὰ ψάλω τὸ Δοξαστικόν».
Εἶτα μὲ τρέμουσαν φωνήν, ὡς πτηνὸν ἀποδημητικὸν ἀπερχόμενον εἰς
θερμοτέρους οὐρανούς, ἐμινύρισε τὸ πανηγυρικὸν ᾆσμα: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην
τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά».. Καὶ
βλέπων ὅτι ὁ μέγιστος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν τὸν ἐπεσκίαζεν ἤδη διὰ τῶν χειρῶν
καὶ τῶν πτερύγων του, ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς καρδίας καὶ ἀπέπτη.
Νῖκος Δ.
Τριανταφυλλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου