Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

 


Ἕνας νέος τρόπος ζωῆς

Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ θεμελιώνεται στὰ μυστήρια. Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μαγικὲς τελετὲς ποὺ ἀλλάζουν μηχανικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ζωή του, ἀλλὰ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνακαινίζουν τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴν συγκατάθεση καὶ συνεργασία του. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κτιστὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα μεταδίδεται ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία, τὰ βασικὰ αὐτὰ μυστήρια μὲ τὰ ὁποῖα εἰσάγεται καὶ διατηρεῖται ὁ ἄνθρωπος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, θεμελιώνουν ἕνα νέο τρόπο ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια δηλώνει τὴν ἑκούσια αὐτοδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ συμμορφώσει τὴν ζωή του κατὰ τὸ πρότυπο καὶ τὸ θέλημά του. Ἡ αὐτοδέσμευση αὐτή, ποὺ ἐκδηλώνεται σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, προσλαμβάνει ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἐσχατολογικὴ προοπτική. Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται καὶ εἰσάγεται σὲ μία καινούργια προοπτικὴ ζωῆς. Καλεῖται νὰ περιπατήσει «ἐν καινότητι ζωῆς», γιὰ νὰ ἀφομοιώσει ὡς πρόσωπο τὴν νέα ὀντολογία, στὴν ὁποία τὸν μυσταγωγοῦν τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας· νὰ μείνει ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ καταστεῖ κοινωνὸς τῆς ζωῆς του μετέχοντας στὴν ταπείνωσή του καὶ προσβλέποντας στὴν ἔνδοξη φανέρωσή του.

Ἡ παραμονὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελεῖ παθητικὴ κατάσταση ἀλλὰ δυναμικὴ διαδικασία. Δὲν πραγματοποιεῖται μόνο μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μένει «ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς ἐν αὐτῷ».

Γεώργιος Μαντζαρίδης


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

 


Δικαίως κλώτσησαν!

-Ἡ γνώμη σας γιὰ τὴ σημερινὴ νεολαία; Ἀκολουθεῖ τὸν σωστὸ δρόμο; Ἔχει στόχους ἤ ἔχει ξεστρατίσει;

-Δὲν μ' ἀρέσει ἡ τοποθέτηση ποὺ κάνετε!

- Γιατί;

-Μοῦ φαίνεται λιγάκι παράξενη κατὰ τοῦτο: Γιατὶ εἶναι σὰν νὰ λέτε ὅτι τὸ κλῆμα στράβωσε μὲ τοὺς νέους τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Τὸ κλῆμα δὲν τὸ στράβωσαν οἱ νέοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Ἔχει στραβώσει ἀπὸ λίγο παλαιότερες ἐποχές. Ἔτσι; Στράβωσε γιατὶ παρουσιάσθηκε μία ἀντίθεση μεταξὺ ἐσωτερικῶν πεποιθήσεων καὶ ἐξωτερικῆς πράξεως. Παλαιότερες γενεές, ἐνῶ ἔχασαν τὶς σωστὲς πεποιθήσεις, κράτησαν μία ὑποχρεωτικὴ ἐπιφάνεια σεμνότητας, ἡ ὁποία ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβληθεῖ στοὺς νέους. Γιατὶ οἱ νέοι θέλουν γνησιότητα! Καὶ βλέποντας τοὺς μεγαλυτέρους νὰ μὴν ἔχουν γνησιότητα, κλώτσησαν. Δικαίως κλώτσησαν! Δικαίως!

Ἐμεῖς σὰν χριστιανοί, καὶ ἐγὼ σὰν παπὰς καὶ σὰν πνευματικὸς καὶ σὰν Δεσπότης δὲν κάνω τίποτα ἄλλο σ' ὅλη μου τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ λέω σὲ ὅλους: «ἀποκτῆστε γνησιότητα, ἐσωτερικὴ γνησιότητα, γιατὶ αὐτὴ μόνο θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ ἀποκτήσετε ὅλα τ' ἄλλα. Ὄχι προσωπεῖο, ὄχι μάσκα». Οἱ νέοι ἔχουν πάντοτε κάτι τὸ βαθύτερο· ζητοῦν τὴ γνησιότητα καὶ εἶναι κρίμα ὅτι ἔχουν βρεθεῖ χωρὶς ὁδηγούς.

Γι' αὐτὸ καὶ ἄλλη φορά, ὅταν ἐρωτήθηκα, τὸ εἶπα (καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα), ὅτι ἀνάγκη ἐπιστροφῆς καὶ μετανοίας ἔχει ἡ μεγαλύτερη γενεά. Καὶ ὄχι οἱ νέοι! Γιὰ νὰ γίνουν μὲ τὴν ἐσωτερική τους ἐπιστροφὴ ὁδηγοὶ στοὺς νέους, ποὺ εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀκολουθήσουν. Γιατὶ οἱ νέοι πάντοτε ψάχνουν νὰ βροῦν πρότυπα· τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ψυχολογία τους, ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ἐποχή μας εἶναι φτωχή.

Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος

(ἀπόσπασμα συνέντευξης)


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

 


Ἡ συνήθης ζωὴ τοῦ κόσμου

Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγεῖ σὲ ρήξη μὲ τὸν κόσμο. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν συνήθη ζωὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φαίνεται παράδοξη καὶ εἶναι γενικὰ ἀντίθετη πρὸς αὐτήν. Ἡ προσχώρηση στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ συντονίζει τὴν ζωή του μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, στὸ σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Χωρὶς τὸν συντονισμὸ αὐτὸν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ παραμονὴ στὸ σῶμα του.

Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε κοινὴ θέληση μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχουμε κοινὸ αἷμα, γιὰ νὰ μὴ ἐμφανιζόμαστε σὲ ἄλλα ἑνωμένοι καὶ σὲ ἄλλα χωρισμένοι. Ὅσο ὁ Χριστιανὸς δὲν συντονίζεται μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, παραμένει φίλος του κόσμου.

Γεώργιος Μαντζαρίδης


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

 


Γιατί βρισκόμαστε τελικὰ ἐδῶ;

Ἦταν ἀμέσως μετὰ τὰ ἐγκαίνια ἑνὸς νέου ναοῦ σὲ ὑψόμετρο 1600 μ. στὴ Δυτικὴ Κένυα. Πρὸς τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἕνας διάκονος μοῦ εἶπε ψιθυριστά: Ἡ κόρη τοῦ π. Παύλου κατὰ τὶς 11:00 τὸ μεσημέρι πέθανε, θὰ τοῦ τὸ πεῖτε βέβαια ἐσεῖς. Ἤξερα τὸ παιδάκι, εἴχαμε προσευχηθεῖ γι' αὐτό. Πολὺ σύντομα ἀπὸ μία ἐλονοσία εἶχε βρεθεῖ σ' αὐτὴ τὴν δοκιμασία τὴν μεγάλη.

Ἀνεβοκατεβαίνοντας μὲ δυσκολία τοὺς ἀγροτικοὺς δρόμους τῆς ἀπομονωμένης ἐκείνης ὀρεινῆς περιοχῆς ποὺ ἡ τροπικὴ βροχὴ τοὺς εἶχε κάνει ἰδιαίτερα λασπεροὺς καὶ ἐπικινδύνους, φτάσαμε νύχτα στὸ σπίτι τοῦ π. Παύλου. Τὸ μικρὸ κοριτσάκι 4 ἐτῶν ἦταν ξαπλωμένο σὲ ἕνα μεγάλο κρεβάτι σὰν νὰ κοιμόταν γαλήνια. Δίπλα του ἐκείνη ἡ μητέρα μὲ τὰ μεγάλα καρτερικὰ μάτια καὶ ἐκείνη τὴ βαθειὰ συλλογὴ ποὺ οἱ ἀφρικανίδες γυναῖκες ἔχουν πάντα στὰ μάτια τους. Ἦταν τόσο καλὸ παιδί, πάντα πρῶτο μὲ χαιρετοῦσε, μοῦ ψιθύρισε στὴν ἀμηχανία του ὁ πατέρας του.

Διάβασα Τρισάγιο. Εἴπαμε μερικὰ λόγια παρηγορητικά. Πάντα ἐκεῖ, σ' αὐτὲς τίς ὧρες εἶναι μία εὐκαιρία ἑνὸς μηνύματος. Ἡ Διονυσία πέρασε αὐτὴ τὴ θύρα καὶ εἶναι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἀγαπημένου της Χριστοῦ. Τὸ βράδυ μόνος στὸ δωμάτιο τοῦ σχολικοῦ ξενῶνα, ποὺ μᾶς φιλοξένησε, δίπλα στὸ φῶς τῆς λάμπας, καθὼς ἡ βροχὴ ἔπεφτε στὰ μπανανόφυλλα καὶ στὶς τσίγκινες στέγες, ἀναπολοῦσα τὴ μέρα ποὺ περάσαμε, ἐνῶ μακρυὰ μέσα στὴ νύκτα ἠχοῦσε ἀκόμα τὸ τύμπανο. Ἦταν σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα ἀπ' τὸ σπίτι ποὺ πενθοῦσε.

Στὴν κόπωσή μου ἀναρωτήθηκα, γιατί βρισκόμαστε τελικὰ ἐδῶ; Τί κάνουμε; Ἦρθαν ἀνακατεμένα στὴν σκέψη μου τὰ διάφορα ποὺ λέγονται γιὰ τὴν ἱεραποστολή: κήρυγμα, ἀγάπη, ἐκπαίδευση, πολιτισμός, εἰρήνη, ἀνάπτυξη. Ἀπότομα ὅμως ἕνα φῶς ἄστραψε καὶ ἀποσαφήνισε στὴν ὁμίχλη τοῦ κουρασμένου μου μυαλοῦ, τὴν οὐσία τοῦ ζητήματος: "Φέρνουμε τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως"!

Κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει μοναδικὴ ἀξία, θὰ ἀναστηθεῖ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐλπίδα: Χριστός Ἀνέστη. Τοὺς μαθαίνω νὰ γιορτάζουν τήν Ἀνάσταση, μέσα στὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν προγεύονται, χορεύοντας, χαμογελῶντας καὶ μιλῶντας.

Σὰν σὲ φευγαλέο ὅραμα εἶδα τὴν μικρὴ ἀφρικανίδα νὰ μὲ χαιρετάει πρώτη, ὅπως τὸ συνήθιζε, βοηθῶντας νὰ καταλάβω πιὸ ἄμεσα τὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς. Στήν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ ἕως ἐσχάτων τῆς γῆς. Νὰ μπολιάζεις τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, νὰ τοὺς μαθαίνεις νὰ τὴ γιορτάζουν μέσα στὴν ἐκκλησία.

Ἐκεῖνο ποὺ λαχταροῦν, ξέρετε, οἱ ἀδελφοί μας στὶς ἀπομακρυσμένες περιοχὲς τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας ἢ ἂν θέλετε στὶς παρυφὲς τῶν μεγάλων καὶ πλουσίων πόλεων μας, μέσα στὴν ἀποκαρδίωση καὶ τὴ μοναξιά τους, δὲν εἶναι τόσο παρηγορητικὰ λόγια, μεγάλες κουβέντες, λίγα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἢ πολιτιστικὰ ψίχουλα. Ποθοῦν μυστικὰ ἢ συνειδητὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, τὴν ἐλπίδα, τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Τελικὰ ἀναζητοῦν τὸν ζῶντα Χριστό, τὸν τέλειο ἄνθρωπο, τὸν Θεό, τὴν ὁδὸ καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, πτωχοὶ ἢ πλούσιοι, ἄσημοι ἢ διάσημοι, ἀγράμματοι ἢ σοφοὶ στὰ βάθη τους λαχταροῦν νὰ γιορτάσουν τὴν ἀνάσταση. Ἐδῶ πιστεύω ὅτι κορυφώνεται ἡ προσφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης μαρτυρίας μας.

Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

 


Τὸ τρελλὸ νερὸ

Μιὰ φορά, λέγει ἕνας ἀνατολίτικος μῦθος, ἤτανε ἕνας σουλτᾶνος, καλὸς καὶ δίκιος, κ’ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε κι αὐτὸς καλὸς καὶ δίκιος, κ’ ἤτανε κι ἀστρολόγος. Μιὰ μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελλὸ καὶ πὼς ὅποιος τὸ πιεῖ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ τρελλαίνεται. Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους, θὰ τὸ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους καὶ δὲν θὰ νοιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί εἶναι ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκιο καὶ τί εἶναι ἄδικο.

Σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτᾶνος, γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: “Ἀφοῦ θὰ τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κ’ ἐμεῖς, γιατὶ ἀλλοιῶς, πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη;” Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης, πὼς ὁ λόγος του εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θὰ ‘πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε καὶ νὰ τὸ φυλάξουνε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουνε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκια, ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κ’ ἔγινε.

Σὲ λίγον καιρὸ, ἔβρεξε στ’ ἀλήθεια καὶ τὸ νερὸ ἤτανε νερὸ τρελλὸ καὶ τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καϋμένοι τί τούς γίνεται, κ’ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκιο. Μὰ ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο καὶ δὲν τρελλαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη. Μὰ ὁ κόσμος τὰ ‘βλεπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε πὼς τοὺς ἀδικοῦνε, καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση.

Μετὰ ἀπό καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους καὶ λέγει ὁ σουλτᾶνος στὸ βεζύρη: “Τοῦτοι οἱ φουκαρᾶδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουνε, ἐπειδὴ θὲλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε. Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἐφέντη, ἄιντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τὶς στέρνες καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κ’ ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτούς, καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε”. Ἔτσι κ’ ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε καὶ κρίνανε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμενε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτᾶνο.

Θαρρῶ, πὼς κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἐμεῖς, ὅμως, δὲ θὰ χύσουμε τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα φυλαγμένο μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης. Μὰ θὰ πίνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ καλὸ νερό καὶ θὰ καλοῦμε νὰ πιοῦνε κ’ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, ποὺ τοὺς ξεραίνει ὁ λίβας τῆς ξενομανίας. Νὰ πιοῦνε καὶ νὰ δροσισθοῦνε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πέτρα, ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τ’ ἀθάνατο νερό μας, ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».

Φώτης Κόντογλου


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

 


Εἴμαστε στὰ συγκαλά μας;

Πολλοὶ λένε πὼς εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας ζηλωτὴς ποὺ βρίσκεται «ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος», ἕνας μονομανής, ποὺ θέλει κάποια πράγματα ποὺ δὲν γίνουνται καὶ ποὺ τὰ παρακάνει καὶ τὰ παραλέγει. Ἔχουνε δίκηο νὰ λένε πὼς εἶμαι φανατικὸς καὶ ζηλωτής. Μὰ ὅποιος εἶναι ζηλωτὴς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια εἶναι συγχωρημένος. Φωνάζω καὶ στεναχωριέμαι, γιατὶ ἡ φυλή μας χάνει τὰ ἀληθινὰ πράγματα καὶ παίρνει τὰ ψεύτικα, κι ἔτσι δὲν χαίρεται τὰ τόσα πνευματικὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε καὶ δὲν θρέφεται ἀπὸ τὸ ἀντρειωμένο καὶ ζωογόνο ἑλληνικὸ γάλα, ποὺ ἔθρεψε κι ἀγρίμια ἀκόμα καὶ τὰ ‘κανε ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ γάλα δὲν εἶναι τῆς δικῆς μου μάνας, μὰ τῆς μάνας ὁλονῶν μας, ποὺ τ’ ἀρνηθήκανε ὅσοι σᾶς δίνουνε νὰ πιῆτε ἀντὶ γιὰ γάλα τὸ φαρμάκι τῆς ψευτιᾶς, ποὺ τὴ λένε «πρόοδο», «ἐξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ.

Ἐγὼ στενοχωριέμαι γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ μένα, γιατί ἐγὼ ἔχω αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχετε, μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου μοναχά, ἀλλὰ δικό μας. Καὶ γιατί, τάχα, θὰ ὑπόφερνα, ἂν δὲν ἀγαποῦσα τ’ ἀδέλφια μου, καὶ δὲν φοβόμουνα μὴν χάσουνε τὸν θησαυρό; Οἱ γενεὲς ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ πίσω μας, σὰν θάλασσες ἀπὸ τὸ πέλαγο, γιατί νὰ ζήσουνε μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ νὰ μὴν ζήσουνε ἀληθινά, γιατί νὰ εἶναι πεθαμένοι-ζωντανοί, ἀφοῦ ἡ ζωὴ μὲ τὴν ψευτιὰ δὲν συνταιριάζουνται; Λένε, πὼς τὰ παραλέγω. Μακάρι νά τα παράλεγα κι ἂς ἔβγαινα γελασμένος. Μὰ βλέπω καθαρά, πὼς μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ πνευματικὸ αἷμα φεύγει ἀπὸ τὴν ὄψη τῆς φυλῆς μας, τὸ βλέπω καὶ πικραίνουμαι, ὅπως βλέπει ἡ μάνα τὸ παιδί της ποὺ μαραζώνει.

Τί παρακάνω καὶ τί παραλέγω; Δὲν βλέπετε πὼς παραπατᾶμε, σὰν ζαλισμένοι, καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ πᾶμε; Ἡ ξενομανία μᾶς ἔδερνε πάντα, ἀφοῦ κι ὁ Παυσανίας γράφει: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Μὰ, τώρα, σὰν νὰ χάσαμε ὁλότελα τὰ φρένα μας, λὲς κ’ ἤπιαμε τὸ Τρελλὸ Νερό, ποὺ λέγει ἕνας μῦθος ἀνατολίτικος, καὶ λέμε τὸ ψεύτικο ἀληθινό, τὸ νόστιμο ἄνοστο, τὸ μαῦρο ἄσπρο. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ πάθαμε αὐτὴ τὴν ξενομανιακὴ τρέλλα, ὡστόσο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν τόπο μας, τὸ αἷμα μας καὶ τὰ δικά μας, θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη μας μὲ τὴν τρέλλα μας (δηλαδὴ μὲ τὴ ματαιοδοξία μας), καὶ πᾶμε σὰν τὸ καράβι ποὺ δὲν ἔχει τιμόνι, μὰ ποὺ θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἰσάρει ὅλα τὰ πανιά του, γιὰ νὰ τσακισθεῖ πιὸ γλήγορα ἀπάνω στὶς ξέρες!

Εἴμαστε σὰν τοὺς παλιοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀρνηθήκανε τὸν Θεό τους καὶ προσκυνοῦσαν τόν Βάαλ, μὰ ποὺ φοβόντανε κιόλας μὴν τοὺς παιδέψει ὁ Ἰεχωβᾶ, κι ὁ προφήτης Ἠλίας τούς μάλωνε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ’ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις;», «ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε, πότε ἀπὸ τὸ ‘να τὸ ποδάρι καὶ πότε ἀπὸ τ’ ἄλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, ἂν εἶναι ὁ θεὸς ὁ Ἰεχωβᾶ πηγαίνετε ξοπίσω ἀπ’ αὐτόν». Ἔτσι κ’ ἐμεῖς, θέλουμε νὰ τὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀταίριαστα καὶ τὸ χάλι μας εἶναι ἐλεεινό. Ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα, πονᾶμε τὸν τόπο μας, δίνουμε γι’ αὐτὸν τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σιχαινόμαστε τὰ δικά μας πράγματα, τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, εἴτε φυσικὰ εἶναι εἴτε τεχνητά, εἴτε συνήθειες, εἴτε τραγούδια, εἴτε ψαλμωδίες, εἴτε εἰκονίσματα, καὶ θέλουμε τὰ ξενοφερμένα. Εἴμαστε, λοιπόν, στὰ συγκαλά μας; Ρωτῶ νὰ μάθω.

Φώτης Κόντογλου


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

 


Τὸ παλιὸ κατάστιχο

– Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ συγχωρήσω εὔκολα τοὺς ἄλλους.

– Ἐσὺ δὲν θέλεις νὰ σὲ συγχωρῆ ὁ Χριστός;

– Πῶς δὲν θέλω, Γέροντα;

– Τότε, γιατί κι ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς τοὺς ἄλλους; Αὐτὸ πρόσεξέ το πολύ, γιατὶ στενοχωρεῖ τὸν Χριστό. Εἶναι σὰν νὰ σοῦ χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα κι ἐσὺ νὰ μὴ θέλεις νὰ χαρίσης στὸν ἄλλον ἑκατὸ δηνάρια. Νὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: «Πῶς ὁ Χριστὸς, ποὺ εἶναι ἀναμάρτητος, μὲ ἀνέχεται συνέχεια καὶ ἀνέχεται καὶ συγχωρεῖ δισεκατομμύρια ἀνθρώπους, κι ἐγὼ δὲν συγχωρῶ μία ἀδελφή;»

Μία μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνα παιδὶ ποὺ ἤξερα ὅτι εἶχε παρεξηγηθεῖ μὲ κάποιον καί, ἐνῶ ἐκεῖνος τοῦ ζητοῦσε νὰ τὸν συγχωρέση, αὐτὸς δὲν τὸν συγχωροῦσε. Κάποια στιγμή μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή, Γέροντα, νὰ μὲ συγχωρέση ὁ Θεός». «Θὰ κάνω προσευχή, τοῦ λέω, νὰ μὴ σὲ συγχωρέση ὁ Θεός». Ἀλλὰ ἐκεῖνο πάλι μοῦ εἶπε: «Θέλω, Γέροντα, νὰ μὲ συγχωρέση ὁ Θεός».«Ἂν δὲν συγχωρέσης, εὐλογημένε, ἐσὺ τοὺς ἄλλους, τοῦ εἶπα τότε, πῶς θὰ σὲ συγχωρέση ἐσένα ὁ Θεός;»

Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Αὐτὴ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε. Μία νύχτα πῆγε στὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Τύχωνα ἕνας κοσμικὸς νὰ τὸν ληστέψη. Ἀφοῦ βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα -τοῦ ἔσφιγγε τὸν λαιμὸ μὲ ἕνα σχοινί-, εἶδε ὅτι δὲν ἔχει χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φύγη. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε, ὁ παπα – Τύχων τοῦ εἶπε: «Θεὸς συγχωρέσοι, παιδί μου». Ὁ κακοποιὸς αὐτὸς πῆγε νὰ ληστέψη καὶ ἄλλον Γέροντα, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ἔπιασε ἡ ἀστυνομία καὶ ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν παπα – Τύχωνα. Ὁ ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα νὰ πάρη τὸν παπα – Τύχωνα γιὰ ἀνάκριση, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν ἤθελε νὰ πάη.

«Ἐγὼ παιδί μου, ἔλεγε, συγχώρεσα τὸν κλέφτη μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου». Ὁ χωροφύλακας, ὅμως, δὲν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια του. «Ἄντε γρήγορα, Γέροντα», τοῦ ἔλεγε! Ἐδῶ δὲν ἔχει «συγχώρησον» καὶ «εὐλόγησον».

Τελικά, ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, τὸν λυπήθηκε ὁ διοικητὴς καὶ τὸν ἄφησε νὰ γυρίση στὸ Κελλί του. Ὅταν μετὰ θυμόταν ὁ Γέροντας αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση στὸ μυαλό του: «Πά-πά-πά, παιδί μου, ἔλεγε, αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ ἄλλο τυπικὸ ἔχουν, δὲν ἔχουν τὸ «εὐλόγησον» καὶ τὸ «Θεὸς συγχωρέσοι»!

– Γέροντα, τί εἶναι ἡ μνησικακία; Νὰ θυμᾶσαι τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκαναν ἢ νὰ αἰσθάνεσαι κακία γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ τὸ ἔκανε;

– Ἂν θυμᾶσαι τὸ κακὸ καὶ λυπᾶσαι, ὅταν αὐτὸς ποὺ σοῦ τὸ ἔκανε πάη καλά, ἢ χαίρεσαι, ὅταν δὲν πάη καλά, αὐτὸ εἶναι μνησικακία. Ἂν ὅμως, παρὰ τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, χαίρεσαι μὲ τὴν προκοπή του, αὐτὸ δὲν εἶναι μνησικακία. Αὐτὰ εἶναι τὰ κριτήρια, γιὰ νὰ ἐλέγξης τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.

Ἐγὼ πάντως, ὅ,τι κακὸ κι ἄν μοῦ κάνη ὁ ἄλλος, τὸ ξεχνῶ. Ρίχνω τὸ παλιὸ κατάστιχο μέσα στὴν φωτιὰ τῆς ἀγάπης καὶ καίγεται. Τότε μὲ τὸν ἀνταρτοπόλεμο, τὸ 1944, μία μέρα εἶχαν ἔρθει στὸ χωριό μας ἀντάρτες. Ἔκανε πολὺ κρύο. Εἶπα: «Τί θὰ ἔχουν νὰ φᾶνε; Θά ‘ναι νηστικοί. Ἂς τοὺς πάω λίγο ψωμί». Ὅταν τοὺς τὸ πῆγα, μὲ πέρασαν γιὰ ὕποπτο. Οὔτε κἄν σκέφθηκα ὅτι στὰ βουνὰ κυνηγοῦσαν τὰ ἀδέλφια μου. Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ν’ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ κάνετε καλὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

 


Μόνο τὶς δύο πρῶτες λέξεις

Ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει πραγματικὰ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ συνειδητοποιεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς υἱὸ τοῦ αἰωνίου Πατρὸς καὶ προφέρει τὴν προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν» μὲ τὴ συνείδηση αὐτή. Θεωρῶ ὅτι, ἂν ἐμεῖς λέγαμε μόνο τὶς δύο πρῶτες λέξεις τῆς προσευχῆς αὐτῆς, δηλαδὴ Πάτερ ἡμῶν, ἀντιλαμβανόμενοι τὸ βαθύ τους νόημα, τότε ὅλη μας ἡ ζωὴ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις της θὰ ἄλλαζε ριζικά.

Ἂν ἐγὼ εἶμαι υἱός τοῦ ἀνάρχου Πατρός, σημαίνει ὅτι βρίσκομαι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σημαίνει ὅτι δὲν εἶμαι δοῦλος ἀλλὰ κύριος, κατ’ εἰκόνα τῆς κυριότητος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι εἶμαι αὐθεντικὰ ἐλεύθερος μὲ τὴ μοναδικὰ ἀληθινὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Παραμένοντας σὲ τέτοια κατάσταση, ὁ ἄνθρωπος δέχεται κάθε ἄλλον συνάνθρωπό του ὡς υἱὸ ἀναστάσεως καὶ παύει πλέον αὐτὸς νὰ εἶναι γιὰ μένα «μηδαμινὸς» ἢ «ξένος», ἀλλὰ εἶναι ὁ αἰώνιος ἀδελφός μου.

Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

 


Ὅπως θέλεις καὶ ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με

Ρώτησαν κάποιοι τὸν Ἀββᾶ Μακάριο: «Πῶς πρέπει νὰ προσευχώμαστε;»

Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δὲν χρειάζονται περιττὰ λόγια, ἀλλὰ νὰ ἁπλώνετε τὰ χέρια καὶ νὰ λέτε: Κύριε, ὅπως θέλεις καὶ ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με.

Καὶ ἂν ἔρχεται πειρασμός: Κύριε, βοήθησέ με.

Ἐκεῖνος γνωρίζει τί εἶναι γιὰ καλό μας καὶ μᾶς ἐλεεῖ».


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

 


Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό μου

Μᾶς ἀφηγεῖται σήμερα ἕνας ἱερέας του Βελιγραδίου τὸ ἀσυνήθιστο γεγονὸς μὲ μία ἐκδιδόμενη γυναῖκα στοὺς δρόμους τοῦ Βελιγραδίου. Μιὰ μέρα, λίγο πρὶν βραδιάσει, βάδιζε στοὺς δρόμους γιὰ τὴ «δουλειά» της. Καθὼς περνοῦσε δίπλα σ’ ἕναν κῆπο βλέπει ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἑτοιμάζεται νὰ ἀπαγχονιστεῖ. Ἔδεσε τὸ σχοινὶ στὸ κλαδὶ τοῦ δέντρου καὶ μὲ μιᾶς τὸ ἔβαλε γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του.

Ἡ γυναῖκα σβέλτα πήδησε πάνω ἀπὸ τὴν περίφραξη, τράβηξε τὸ μικρό της μαχαίρι ἀπὸ τὴν τσέπη κι ἔκοψε τὸ σχοινί, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὸ χῶμα λιπόθυμος. Τοῦ ἔκανε μαλάξεις ὥσπου συνῆλθε. Τότε τῆς εἶπε ὁ αὐτόχειρας: «Γιατί τό ’κανες; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω, δὲν ἔχω στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας μου, ἤθελα νὰ τελειώσω μ’ αὐτὴ τὴ μίζερη ζωή». Ἡ γυναῖκα ἔβγαλε ὅσα χρήματα εἶχε μαζί της καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε, ὑποσχόμενη ὅτι θὰ τὸν βοηθᾶ κι ἄλλο ὥσπου νὰ βρεῖ δουλειά. Καὶ συνέχισε ἡ γυναῖκα τὴ δική της ἄπρεπη δουλειὰ καὶ μέρος ἀπὸ τὰ κέρδη της ἀπ’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ πήγαινε σ’ ἐκεῖνον τὸν φτωχὸ καὶ τοῦ ἔδινε γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Ὅμως μετὰ ἀπὸ ἕξι ἑβδομάδες ἡ γυναῖκα ἔπεσε στὸ κρεβάτι βαριὰ ἄρρωστη. Τῆς κάλεσαν τὸν ἱερέα. Στὴν παρουσία τοῦ ἱερέα ἐκείνη, ἤδη ἑτοιμοθάνατη, ἄρχισε νὰ λέει: «Ὤ, ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, γιατί ἤρθατε σ’ ἐμένα; Μὰ δὲν ξέρετε πόσο βρώμικη καὶ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα εἶμαι ἐγώ;»

Λίγο μετὰ πάλι φώναξε: «Ὦ, Κύριε Χριστέ, μὰ κι Ἐσὺ ἦρθες σ’ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή; Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἀξιώθηκα αὐτό; Μὰ μόνο μὲ τὸ ὅτι ἔσωσα ἐκεῖνον τὸν φτωχὸ ἀπ’ τὸν θάνατο; Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τὴν ἀνάξια! Ὤ, πόσο εἶναι μεγάλο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!» Λέγοντας αὐτὸ ἄφησε τὴν ψυχή της καὶ τὸ πρόσωπό της ἔλαμψε σὰ νὰ φωτιζόταν μὲ κερί. Νὰ τί σημαίνει νὰ σώσεις τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου. Νὰ πῶς μία πράξη ἐλέους πρὸς τὸν πλησίον σκεπάζει πολλὲς ἁμαρτίες!

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

 


Ἡ εἰρήνη

Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴν κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη».

Ἔτσι, κάθε ἄνθρωπος, ἂν κόβει τὸ θέλημά του μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος, ὅμως, ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει εἰρήνη.

Ψυχὴ πού παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπομένει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται: «Κύριε, Ἐσύ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησέ με νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά Σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο, καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἐν τῷ Θεῶ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Ἂν ἀποτύχεις σὲ κάτι, σκέψου: «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλά ἐὰν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται: «Αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει», τότε ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχή του, ἔστω καὶ ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ.

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἔτσι διαφυλάσσεται ἡ εἰρήνη. Τὸ ἴδιο καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ἄνθρωποι ὑπέμειναν κάθε θλίψη παραδομένοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μποροῦμε νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καὶ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρὸς παρασύρει τὴν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τὰ ξερὰ φύλλα ἤ τὸν καπνό.

Ἅγιος Σιλουανὸς


Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

 


Ἡ δόξα τῶν παλαιῶν

Ζωντανοὺς στὴν Ἑλλάδα βρίσκεις μόνο στὰ νεκροταφεῖα. Ἡ Ἑλλάδα, αὐτὴ τὴ στιγμή, κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄψυχοι, καὶ ποὺ ἔτσι καὶ τολμήσεις νὰ πεῖς τὸ ὄνομα «Ἑλλάδα», τὸ ὄνομα «πατρίδα» ἤ τὴ λέξη «ἔθνος», χαρακτηρίζεσαι «ἐθνικιστής» ἀπὸ κάποια τσόφλια τῆς δημοσιογραφίας καὶ τῆς ὑποκουλτούρας.

Εἶναι ντροπή. Εἶναι ντροπὴ τὸ νὰ ντρέπεται κάποιος γιὰ τὴν καταγωγή του. Εἶναι ντροπὴ νὰ ντρέπεται γιὰ τὴν δόξα τῶν προγόνων του. Γιατὶ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς, στὸ χάλι ποὺ ἔχουμε φτάσει, νὰ δημιουργήσουμε μιὰ δόξα γιὰ τὰ παιδιά μας. Τοὐλάχιστον, ἄς ἀφήσουμε τὴ δόξα τῶν παλαιῶν. Μὴν τὴ σπιλώνουμε κι αὐτή. Δὲν μποροῦν οἱ νάνοι τοῦ σήμερα νὰ ὑψώνουν τὸ ἀνάστημά τους στοὺς γίγαντες τοῦ χθές.

Σαράντος Καργάκος


Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

 


Περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν τελεῖται παρ᾿ ἡμῖν τὸ Βάπτισμα

Σήμερον ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἑορτάζει τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων, καὶ ποιεῖται μνείαν τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής, ὅστις ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ εἶχεν ἀναγνωρίσει τὸν Λυτρωτὴν καὶ ἐσκίρτησεν, ἀνὴρ γενόμενος ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος πιστεύσας, ὑποδείξας καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», εἶπεν ὅτε εἶδε τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα. «Ἔρχεται ἄλλος ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τινὲς δὲ τῶν μαθητῶν τούτων, ἐγκαταλιπόντες αὐτόν, ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅθεν ὁ Ἰωάννης ἐγκαρτερῶν καὶ ὑποτασσόμενος ἔλεγεν, «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». Ἐκ τῶν μαθητῶν τούτων τοῦ Ἰωάννου λέγεται ὅτι ἦσαν ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Σίμων Πέτρος, ὅστις καὶ πρῶτος ἐκ τῶν ἄλλων ἀποστόλων ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Πρὸς τοῦτον λοιπὸν τὸν Ἰωάννην, τὸν κηρύττοντα καὶ βαπτίζοντα βάπτισμα μετανοίας, προσῆλθεν ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐβαπτίσθη θέλων νὰ δώση τὸ παράδειγμα.

Ἐπειδὴ περὶ βαπτίσματος ὁ λόγος, καλὸν νομίζω ἐνταῦθα νὰ ὑποβάλω πρακτικάς τινας παρατηρήσεις περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν τελεῖται παρ᾿ ἡμῖν τὸ Βάπτισμα.

Οἱ παλαιοὶ πρακτικώτατοι καὶ μεμορφωμένοι ἱερεῖς, καίτοι ἀγράμματοι λεγόμενοι, εἴξευρον νὰ ἐκτελῶσι κανονικώτατα τὰς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, κρατοῦντες τὸν βαπτιζόμενον ὄρθιον πρὸς ἀνατολὰς βλέποντα, ἐφαρμόζοντες τὴν δεξιὰν ἐπὶ τῆς μασχάλης τοῦ βρέφους ἁβρῶς ἅμα καὶ ἀσφαλῶς, φράττοντες δὲ διὰ τῆς ἀριστερᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐφρόντιζον περὶ τῆς θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος καὶ ἑκάστη κατάδυσις ἐγίνετο ἀκαριαία, τὸ δὲ διάλειμμα μεταξὺ τῶν καταδύσεων ἐγίνετο ἀρκετόν, ὥστε ν᾿ ἀναπνεύση τὸ βρέφος.

Τοιούτῳ τρόπῳ οὐδεὶς βαπτιζόμενος ἔπαθε ποτέ τι ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ. Τὸ σημερινὸν ὅμως σμῆνος τῶν ἱερέων, τοὺς ὁποίους ἡ διεφθαρμένη πολιτικὴ ἐπιβάλλει πολλάκις ἀξέστους καὶ ἀκαλλιεργήτους εἰς τοὺς Σ. Σ. ἱεράρχας νὰ τοὺς χειροτονῶσιν, ἀφοῦ κακῶς ἐκτελεῖ, ἢ μᾶλλον κακῶς παραλείπει τοσούτους ἄλλους τύπους, ὀφείλει τουλάχιστον νὰ σεβασθῇ αὐτὸ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως ἡμῶν, τὸ ἅγιον βάπτισμα.

Γράφομεν ταῦτα, διότι ἔχομεν λόγους νὰ πιστεύωμεν ὅτι πολλοὶ τῶν ἱερέων, χαριζόμενοι εἰς τὴν τυφλὴν καὶ μωρὰν πολλάκις φιλοστοργίαν ἀμαθῶν καὶ προληπτικῶν γονέων, οἵτινες νομίζουν, ὅτι κάτι θὰ πάθη τὸ χαϊδευμένον νεογνόν των ἐν τῇ ἱερᾷ κολυμβήθρᾳ, ἐκτελοῦσι σχεδὸν ράντισμα, καὶ ὄχι βάπτισμα.

Οἱ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγνωστοί, διότι ἠγνόησαν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἑλληνικοῦ ρήματος βαπτίζω, baptizo, ὅτι δηλ. σημαίνει βάπτω, βυθίζω, βουτῶ, οἱ Ἕλληνες ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἀγνοήσωσιν.

Εἶναι καιρὸς νὰ φυλαχθῆ ὁ ἱερὸς οὗτος τύπος, διότι ἂν ἐξακολουθήση ἡ ἀμάθεια τοῦ κλήρου, καὶ πληθυνθῆ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀσέβεια, μετὰ μίαν γενεάν, ὅτε θὰ εἴμεθα μισοβαφτισμένοι ὅλοι, θὰ δεήση νὰ διαταχθῆ γενικὸς ἀναβαπτισμὸς ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἀρρένων καὶ θηλέων. Διότι πρέπει νὰ εἴμεθα συνεπεῖς. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἰς μὲν τοὺς προσερχομένους ἐκ τῶν Δυτικῶν εἰς τοὺς κόλπους της ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμόν, τοὺς δὲ Ἀρμενίους τοὺς μυρώνει μόνον, καὶ τοῦτο διότι οὗτοι μὲν εἶναι κανονικῶς βεβαπτισμένοι διὰ τριῶν ἀναδύσεων καὶ καταδύσεων, ἐκεῖνοι δὲ ἀτελῶς μόνον διὰ ραντισμοῦ. «Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοί, καὶ σφραγῖδι, ὡς γὰρ ὄλεθρον ἔφυγον, Ἑβραῖοι, φλιᾶς πάλαι αἱμαχθείσης, οὕτω καὶ ἡμῖν ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται, ἕνεκεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον».

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Βυζαντινός, «Ἐφημερίς», 6 Ἰανουαρίου 1888


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

 


Τὰ μικρὰ παιδιὰ

– Ἔχω παρατηρήσει, Γέροντα, ὅτι τὰ μωρὰ μερικὲς φορὲς τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας χαμογελοῦν.

– Αὐτὸ δὲν τὸ κάνουν μόνο στὴν Θεία Λειτουργία. Τὰ μωρὰ εἶναι σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν μέριμνες. Τί εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά; «Οἱ Ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ἔχουν ἐπικοινωνία καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν Φύλακα Ἄγγελό τους, ποὺ εἶναι συνέχεια δίπλα τους. Στὸν ὕπνο τους πότε γελοῦν, πότε κλαῖνε, γιατὶ βλέπουν διάφορα. Ἄλλοτε βλέπουν τὸν Φύλακα Ἄγγελό τους καὶ παίζουν μαζί του – τὰ χαϊδεύει, τὰ πειράζει, κουνάει τὰ χεράκια τους, καὶ αὐτὰ γελοῦν ‐, ἄλλοτε πάλι βλέπουν καμμιὰ σκηνὴ τοῦ πειρασμοῦ καὶ κλαῖνε.

– Ὁ πειρασμὸς γιατί πηγαίνει στὰ νήπια;

– Καὶ αὐτὸ τὰ βοηθάει, γιὰ νὰ αἰσθάνωνται τὴν ἀνάγκη νὰ ζητοῦν τὴν μάνα τους. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ φόβος, δὲν θὰ ἀναγκάζονταν νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τους. Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό.

– Αὐτὰ ποὺ βλέπουν, ὅταν εἶναι μικρά, τὰ θυμοῦνται, ὅταν μεγαλώσουν;

– Ὄχι, τὰ ξεχνοῦν. Ἂν θυμόταν τὸ παιδάκι πόσες φορὲς εἶδε τὸν Ἄγγελό του, θὰ ἔπεφτε στὴν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μεγαλώση, τὰ ξεχνάει. Ὁ Θεὸς μὲ σοφία ἐργάζεται.

– Μετὰ τὸ Βάπτισμα τὰ βλέπουν αὐτά;

– Φυσικά, μετὰ τὸ Βάπτισμα.

– Γέροντα, ἕνα ἀβάπτιστο παιδάκι κάνει νὰ προσκυνήση ἅγια Λείψανα;

– Γιατί νὰ μὴν κάνη; Μπορεῖ καὶ νὰ τὸ σταυρώση κανεὶς μὲ τὰ ἅγια Λείψανα. Εἶδα σήμερα ἕνα παιδάκι, σὰν ἀγγελουδάκι ἦταν. «Ποῦ εἶναι τὰ φτερά σου;», τὸ ρώτησα. Δὲν ἤξερε νὰ μοῦ πῆ!... Στὸ Καλύβι, ὅταν ἔρχεται ἡ ἄνοιξη καὶ ἀνθίζουν τὰ δένδρα, βάζω καραμέλες πάνω στὰ πουρνάρια, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ φράχτη, καὶ λέω στὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ: «Πηγαίνετε, παιδιά, νὰ κόψετε καραμέλες ἀπὸ τὰ πουρνάρια, γιατί, ἂν πιάση βροχή, θὰ λειώσουν καὶ θὰ πᾶνε χαμένες!». Μερικὰ ἔξυπνα παιδάκια καταλαβαίνουν ὅτι τὶς ἔβαλα ἐγὼ καὶ γελοῦν, ἄλλα πιστεύουν ὅτι φύτρωσαν, ἄλλα προβληματίζονται. Τὰ μικρὰ θέλουν καὶ λίγο λιακάδα...

– Βάζετε πολλὲς καραμέλες, Γέροντα;

– Ἔμ, πῶς! Τί νὰ κάνω; Ἐγὼ καλὰ γλυκὰ δὲν δίνω στοὺς μεγάλους· λουκούμια τοὺς δίνω. Ὅταν μοῦ φέρνουν καλὰ γλυκά, τὰ κρατῶ γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σχολῆς (γιὰ τοὺς μαθητὲς τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς). Νά, κι ἐδῶ χθὲς βράδυ φύτεψα καραμέλες καὶ σοκολατάκια καὶ σήμερα... ἄνθισαν! Τὰ εἴδατε; Ὁ καιρὸς ἦταν καλός, τὸ χῶμα ἦταν ἀφράτο, γιατὶ τὸ εἴχατε σκάψει καλά, καὶ ἀμέσως ἄνθισαν! Νὰ δῆτε τί ἀνθόκηπο θὰ σᾶς κάνω ἐγώ! Δὲν θὰ χρειάζεται νὰ ἀγοράζουμε καραμέλες καὶ σοκολατάκια γιὰ τὰ παιδιά. Τί; νὰ μὴν ἔχουμε δική μας παραγωγή;

– Γέροντα, κάποιοι προσκυνητὲς εἶδαν τὰ σοκολατάκια ποὺ φυτέψατε στὸν κῆπο, ἐπειδὴ τὸ χαρτάκι τους ἔβγαινε πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα. Παραξενεύτηκαν. «Κάποιο παιδάκι, εἶπαν, θὰ τὰ ἔβαλε».

– Δὲν τοὺς εἶπες ὅτι τὰ ἔβαλε ἕνα μεγάλο παιδί;

 Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

 


Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
ἀμίσθου ἱεροψάλτου (β)

Ἀπεχωρίσθησαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν», ὁ Γαβριηλίδης τὸν ὑπεδέχθη μὲ πλαστὴν ἀγανάκτησιν:

—Ἀλέξανδρε, εἶπεν, ἐχάθηκαν τὰ μόνιππα; Ἂς ἔπαιρνες ἕνα, ἀδελφέ, κι ἂς τὸ ἐχρέωνες εἰς ἐμέ! Βουλιάζουμε, Ἀλέξανδρε!

Τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἡ ἐφημερὶς εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ χείμαρρον ἐπιστολῶν ἐξ ὅλης της Ἑλλάδος καὶ τῶν ὁμογενῶν τῆς ἀλλοδαπῆς. Διεμαρτύροντο οἱ ἀναγνῶσται διὰ τὴν ἀπουσίαν ἑορτίου διηγήματός του εἰς τὸ χριστουγεννιάτικον καὶ πρωτοχρονιάτικον φύλλον καὶ διεμήνυον ὅτι ἂν καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Θεοφανείων στερῆται παπαδιαμαντικοῦ ἀφηγήματος, δὲν θὰ ἠγόραζον τὴν ἐφημερίδα καὶ ἂς κρατήσῃ ὁ κύριος διευθυντὴς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν φύλλων διὰ νὰ τυλίγῃ τὸ προσφάγι του ἢ νὰ ψήνῃ ρέγγες!

—Ἀκοῦς, Ἀλέξανδρε, ἐπέφερε μὲ βεβιασμένον πως γέλωτα, ἀκοῦς τὰ ἀπειλητικὰ αἰτήματα τοῦ ἀναγνωστικοῦ συνδικάτου; Κακὴν δημοκρατίαν τοὺς ἐδιδάξαμεν, φίλτατε, ἀλλὰ παρέλκει τώρα πᾶσα συζήτησις περὶ τοῦ ἀρίστου τῶν πολιτευμάτων. Λοιπόν, ἔχομεν τέσσαρας ἡμέρας ἕως τὰ Φῶτα, φρόντισε, Ἀλέξανδρε τὴν Παραμονὴν τὸ πρωΐ, νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ διήγημα.

—Μόνον ἂν ἐπήγαινα στὴν Σκιάθον, ὑπέλαβεν ὁ Παπαδιαμάντης, θὰ ἠμποροῦσα, ἴσως, νὰ τὸ γράψω.

—Λοιπόν, τί περιμένεις; ἐβρυχήθη ὁ Γαβριηλίδης. Ναυλώνω πλοῖον καὶ ἀποπλέεις εἰς τρεῖς ὥρας, μόλις φθάσῃς στρώνεσαι στὸ γράψιμο, οὔτε κεφάλι θὰ σηκώσῃς, Ἀλέξανδρε, οὔτε νερὸ θὰ πιῇς, οὔτε λέξιν θὰ ἀπευθύνῃς εἰς ἄλλον καὶ τὴν Παραμονὴν τηλεγραφεῖς τὸ διήγημα.

—Ἀλλὰ ἐνδέχεται λόγῳ τοῦ καιροῦ νὰ μὴ λειτουργᾷ ἡ τηλεγραφικὴ γραμμή, εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος.

—Τότε πλέεις εἰς Χαλκίδα καὶ τηλεγραφεῖς ἐκεῖθεν, καὶ δὲν ἀναχωρεῖς εἰς τρεῖς ὥρας ἀλλὰ τώρα ἀμέσως, καὶ λάβε τὸ ἥμισυ τῆς ἀμοιβῆς, εἶπεν ἐν ἐξάψει ὁ Γαβριηλίδης καὶ τοῦ ἐνεχείρισε φάκελον.

Ἀνάρπαστοι κατέβησαν εἰς Πειραιᾶ, ὁ Γαβριηλίδης ἐναύλωσε ταχύπλουν, ὁ Παπαδιαμάντης ἐπεβιβάσθη, καὶ τὸ σκάφος ἀπέπλευσεν. Ἐκ πείσματος τοῦ πλοιάρχου δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸν Εὐβοϊκόν, τοῦ ὁποίου ὁ διάπλους εἶναι καταφανῶς ὀλιγότερον τρικυμιώδης ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ὁδόν, τὴν διὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἀνελπίστως ἐπέρασαν τὰ ἐπικίνδυνα τοῦ Καφηρέως ἄνευ ἰσχυρῶν κλυδωνισμῶν, ἀργότερα ὅμως ὁ καιρὸς ἤρχισε νὰ χειροτερεύῃ καὶ ὅταν πλέον προσήγγιζαν εἰς τὴν Σκύρον ἦτο ξίδι μοναχό, θάλασσα κιαμέτ! Ὁ καπετάνιος ἠγκυροβόλησε στὲς Τρεῖς Μποῦκες, τὸν ἀσφαλέστατον λιμένα τῆς νήσου, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι δὲν πρόκειται «νὰ σηκώσῃ ἄγκυραν, ἂν δὲν ξανοίξῃ». Εἰς μάτην διεμαρτυρήθη ὁ Παπαδιαμάντης, λέγων ὅτι τὸ πλοῖον εἶχεν ἀδρῶς ναυλωθῆ καὶ ὁ πλοίαρχος ὤφειλε νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο, ὥστε αὔριον, τὸ βραδύτερον, νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Σκιάθον. Ἐκεῖνος ἀντέτεινεν ὅτι καμμία ναύλωσις δὲν εἶναι ὑπερτέρα τῆς σωτηρίας τοῦ σκάφους, καὶ ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει περιγράψει εἰς διήγημά του ἀβαρίας ἀναγκαίας πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ σκάφους καὶ ψυχῶν.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκλείσθη εἰς τὸν θαλαμίσκον του. Ἦτο ἡ τετάρτη πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρα. Ἐξάπλωσεν εἰς τὴν κουκέταν του καὶ ἐσυλλογίζετο ὅτι, ἂν δὲν «ἔπεφτε ὁ καιρός» ἐκινδύνευε νὰ μὴ γράψῃ τὸ διήγημα καί, τὸ χειρότερον, νὰ χάσῃ τὰς Ὥρας τῶν Θεοφανίων. Ἀλλ᾿ ἂν ἐνέδωσεν εἰς τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Γαβριηλίδου, τὸ ἔκαμεν ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν ἐν τῇ προσφιλέστατῃ νήσῳ. Ὄχι, δὲν θὰ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰς συμψάλῃ μὲ τὸν κὺρ Ἀλεξανδρῆν, τὸν ψάλτην τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!

Ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται θέρμην, καὶ μικρὸν ρίγος τὸν διεπέρασεν. Ἐσκεπάσθη καλῶς καὶ ἐσκέπτετο πλέον ὅτι ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μηνύσῃ εἰς τὸν ἐξάδελφον Ἀλέκον νὰ μὴ λείψῃ ἐκεῖνος κἂν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον. Ἀλλ᾿ ἐνεφανίσθη τότε ὅμιλος ἐνοριτῶν καί, κυρίως, ἐνοριτισσῶν τοῦ ναϋδρίου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόβαλαν τὴν ἀπαίτησιν νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ ψάλῃ αὐτὸς τὰς Ὥρας. Ἄλλως, ἠπείλουν, θὰ ἐκκλησιάζοντο ἀλλοῦ. Τοὺς ἐνουθέτησε καὶ τοὺς ἐξώρκισε νὰ μὴ ἐκπειράζωσι Κύριον τὸν Θεόν των, εἰς τὰ θεῖα δὲν χωροῦν ἐκβιασμοί, καὶ πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ πάλιν εἰς Ἀθήνας ἄνευ θαύματος; Ἀπεδείχθησαν ὅμως «ἀγύριστα κεφάλια», καὶ ἐκεῖνος, διὰ νὰ μὴ κολασθῶσιν, ἀνέβη εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Συντόνως κολυμβῶν ἔφθασεν αἰσίως εἰς Πειραιᾶ καὶ ἐκεῖθεν ἀνῆλθε διάβροχος εἰς Ἀθήνας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν θαλπερὸν ναΐσκον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ τριτεξάδελφός του ἡτοιμάζετο νὰ ψάλῃ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀθάνατον Δοξαστικὸν τῆς Ἐνάτης Ὥρας. Θεωρῶν ὅμως, ἄνευ ἐκπλήξεως, εἰσερχόμενον τὸν καταστάζοντα Παπαδιαμάντη τοῦ λέγει φυσικότατα:

—Ἀλέξανδρε, ἰδικόν σου τὸ Δοξαστικόν!

Ἠσθάνθη φρικίασιν εὐφροσύνης καὶ ἐξύπνησε καὶ ἐνόησεν ὅτι δὲν θὰ προλάβῃ τὰς Ὥρας τῶν Φώτων. Ἡ ἀδελφή του Κυρατσούλα, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια του, τὸν ἠρώτησεν, ἐν συνοχῇ καρδίας· «Τί θέλεις, Ἀλέξανδρε;» Ἀφυπνίσθησαν σχεδὸν ἔντρομοι καὶ αἱ ἄλλαι, ὁποὺ ἐλαγοκοιμῶντο εἰς τὴν διπλανὴν κάμαρην.

— «Ἡσυχάσατε!», εἶπε πραέως, «θὰ ψάλω τὸ Δοξαστικόν».

Εἶτα μὲ τρέμουσαν φωνήν, ὡς πτηνὸν ἀποδημητικὸν ἀπερχόμενον εἰς θερμοτέρους οὐρανούς, ἐμινύρισε τὸ πανηγυρικὸν ᾆσμα: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά».. Καὶ βλέπων ὅτι ὁ μέγιστος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν τὸν ἐπεσκίαζεν ἤδη διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν πτερύγων του, ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς καρδίας καὶ ἀπέπτη.

Νῖκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

 


Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
ἀμίσθου ἱεροψάλτου (α)

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, διηγηματογράφος καὶ ἱεροψάλτης, ὠνειρεύθη τὴν νύκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου 1911, εἰς τὴν Σκίαθον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὰς Ἀθήνας, ἔλαβε δὲ σημείωμα τοῦ Βλ. Γαβριηλίδου, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ διευθυντὴς τῆς «Ἀκροπόλεως» τὸν ἐκάλει νὰ περάσῃ τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος. Μολονότι ἐνόησεν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἀναθέσεως ἐργασίας καὶ μολονότι ἡ οἰκονομική του κατάστασις πᾶν ἄλλο ἢ ἀνθηρὰ ἦτο, ἐδυσφόρησεν ἐλαφρῶς, ἔκαμε βῶλον τὸ σημείωμα καὶ τὸ κατέπιεν, ἀλλ᾿ ἡ κατάποσις ὑπῆρξεν ὀδυνηρά πως καὶ ηὐχήθη τότε νὰ εἶχεν ὀλίγον γάλα.

Αἰφνιδίως ἐπαρουσιάσθη ὁ φίλος του Νιρβάνας, ὅστις τοῦ ἔτεινε ποτήριον γάλακτος λέγων: «Ἀλέξανδρε, τόσον καιρὸν ἐπιμένω ὅτι, ἐὰν ἔπινες τακτικώτερα γάλα, θὰ ὠφελεῖσο πολύ, ἀλλ᾿ ἐσὺ μὲ πεῖσμα μοῦ ἀντιτάσσεις τὴν ἀπαράγραπτον τήρησιν τῆς νηστείας. Σήμερα ὅμως ἠμπορεῖς ἀνενόχως νὰ καταλύσῃς, καθ᾿ ὅτι διανύομεν τὸ Δωδεκαήμερο». Ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὸ ποτήριον, ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη του διεπίστωσεν ὅτι περιεῖχε διάλυμα ἀσβέστου, ταυτοχρόνως δὲ εἶδεν ὅτι ὁ Νιρβάνας διελύετο ὡς καπνός! Τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί, παίγνια τοῦ Βεελζεβούλ!

Τοῦτο τὸν ἐνέβαλεν εἰς τὴν ὑποψίαν ὅτι ἐνδεχομένως καὶ ὁ Γαβριηλίδης ἤθελε νὰ τὸν βάλῃ εἰς πειρασμόν. Ἐνθυμήθη ὅτι πρὸ ἐτῶν τοῦ ἐζήτησεν ἀσυστόλως νὰ μεταφράσῃ, Μεγαλοβδομαδιάτικα κιόλας, τὰ πρακτικὰ τῆς διεξαγομένης τότε ἐν Ἀγγλίᾳ δίκης θηλυπρεποῦς καὶ ἀκολάστου συγγραφέως. Εἶχε μετὰ βδελυγμίας ἀρνηθῆ, ἀλλ᾿ εἷς τῶν συντακτῶν τῆς «Ἀκροπόλεως» εὗρε τὴν εὐκαιρίαν, ὡς ἐνόμισε, νὰ τοῦ δώσῃ, ἀκαίρως καὶ δωρεάν, μάθημα φιλοχριστίας εἰπών: «Κύριε Ἀλέξανδρε, δὲν κινδυνεύετε νὰ φανῆτε ἀντίχριστος, ὅταν ἀντιμετωπίζετε μὲ τόσην ἀνεπιείκειαν τὰς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων;». Τρομερῶς ἐξερράγη τότε αὐτὸς καὶ ἀνταπέδωσεν ἐντόκως τὴν διδαχήν, τοῦ ἔκοψε δὲ τὴν καλημέραν ἐπὶ ὁλόκληρον μῆνα διὰ τὸ βλάσφημον «ἀντίχριστος».

Θὰ ἐπήγαινε, λοιπόν, εἰς συνάντησιν τοῦ Γαβριηλίδου, πλὴν ὅμως «κουμπωμένος».

Καθ᾿ ὁδὸν εὑρέθη ἀντίπρωρος πρὸς τὸν συμπατριώτην του Λαλεμῆτρον, ὅστις τὸν ἐχαιρέτισεν μὲ ἄκραν διαχυτικότητα καὶ μὲ ἴσην ἀφελότητα τὸν ἐκάλεσε νὰ καθίσωσιν εἰς παρακείμενον ζαχαροπλαστεῖον, ὀνομαστὸν διὰ τοὺς λουκουμᾶδες του. Ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν, εἰσῆλθον εἰς τὸ κατάστημα καὶ ὁ Λαλεμῆτρος παρήγγειλε δυὸ μερίδας. Ἦσαν λουκουμᾶδες ἐξαίρετοι καὶ τοὺς ἐτίμησαν δεόντως. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐποτίσθη μέχρις ὀνύχων ἀπὸ τὴν ἡδύτητά των, ὅλην ἄρωμα!

«Εὐχαριστῶ διὰ τὸ κέρασμα», εἶπεν εἰς τὸν Λαλεμῆτρον, «μὲ ἔκαμες νὰ θυμηθῶ τὴν πατρίδα!». «Ἔχω ὅμως ἕνα παράπονο», ἀπήντησεν, ἀπροσδοκήτως ἀλλὰ καὶ μετὰ συστολῆς ἐκεῖνος. Θορυβηθεὶς ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἠρώτησεν ἂν τυχὸν τοῦ ὀφείλει χρήματα καὶ τὸ ἐλησμόνησεν· ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται, νὰ μὴ ἀνησυχῇ, θὰ λάβῃ σήμερα καλὴν παραγγελίαν καὶ προκαταβολήν, θὰ τὸν ἐξοφλήσῃ ἀμέσως. Πάσχων νὰ τὸν πείσῃ ἠσθάνετο νὰ ἀναπέμπωνται ἐκ τοῦ στομάχου εἰς τὸ στόμα οἱ λουκουμάδες ὡς γεῦσιν χολῆς.

Ὁ ἄνθρωπος συνεστάλη ἔτι περισσότερον, ὅταν ὡς ὁ Παπαδιαμάντης ἐπῆρε τὸν ἀνασασμόν του, ἐμορμύρισεν ὅτι οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ἔχουν χρηματικὰς δοσοληψίας, καὶ πῶς εἶχε σκεφθῆ αὐτὰ τὰ περὶ χρέους; Ἄλλης λογῆς ἦτον τὸ παράπονό του, ὅτι δηλαδὴ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γιάννη τ᾿ Μοθωνιοῦ, ὅπου ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπανδρεύθηκε τὴ σαστικιά του, τὸ Μελαχρὼ τῆς Κουμπουρτζίνας, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος τὴν εἶχε βάλει στὸ χαρτί, ἀλλὰ τὴν ἰδικήν του, ὁποὺ καὶ αὐτὸς ἐβασανίσθη πέντε χρόνια στὴν Ἀλάσκα κ᾿ ἐτυφλώθη, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σκιάθο θαμματουργὰ θεραπευμένος, αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐλησμόνησεν.

Ἐξέφραζε τὸ παράπονον μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νεύουσαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης μειδιῶν τοῦ ὑπενθύμισεν ὅτι ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέκος εἶχεν ἀφηγηθῆ εἰς ὑπερεβδομήκοντα σελίδας τὸν νόστον του, ἄρα ἀδίκως παρεπονεῖτο, κινδυνεύων οὕτω νὰ θεωρηθῇ ἀχάριστος. Ὁ Λαλεμῆτρος ἠκροᾶτο ταπεινῶς, ἐντούτοις εὗρε τὸ θάρρος ν᾿ ἀπαντήσῃ:

«Ἔχεις δίκιο, κυρ-Ἀλέξανδρε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ πῶ· ἐσὺ θὰ τὴν ἔγραφες νοστιμώτερα. Ὡστόσο, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν κάνῃς λόγο στὸν ἐξάδελφό σου γιὰ τὴν κουβέντα μας· γιατί νὰ τὸν πικράνω;».

Ὁ Παπαδιαμάντης ἠσθάνθη ὑποχωροῦσαν τὴν πικρότητα τῆς γεύσεώς του. «Ἰδοὺ ὅτι καὶ ὁ Λαλεμῆτρος ἔχει, καθὼς λέγουν, προτιμήσεις ὕφους!» εἶπεν ἐνδομύχως καὶ παρευθὺς ἄκανθα οἰήσεως ἀνεφύη ἐν τῇ καρδίᾳ του καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ κομπάσῃ «Ἀλέκο, σέ...», ἀλλὰ συνῆλθε πάραυτα καὶ ἀνελογίσθη τὸ ἀποστολικὸν· «Τί ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰδὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;». Ἔτεινε τὴν χεῖρα του πρὸς τὸν Λαλεμῆτρον.

«Ὡραῖοι οἱ λουκουμᾶδες! Θὰ εἰπῶ εἰς τὸν Μωραϊτίδην ὅτι ἐκεῖνον ἤθελες νὰ κεράσῃς, ἀλλὰ δὲν τὸν εὖρες καὶ ἐπωφελήθην ἐγώ...».

Νῖκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος