Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Τί κάνουν τὰ κόμματα
Τότε, στὸν Ἐθνικὸ Διχασμό, γύρω στὸ 1915-16, ὅταν ἔρχονταν οἱ βενιζελικοὶ στὰ πράγματα, ἔστελναν τοὺς βασιλικοὺς στὴν πλατεία Κλαυθμῶνος καὶ ὅταν ἔρχονταν οἱ βασιλικοὶ ἔστελναν τοὺς βενιζελικούς.
Τὴν περίοδο αὐτή, λοιπόν, στὴν Κρήτη, ἕνας ἐπιθεωρητὴς δημοτικῆς ἐκπαίδευσης ἀνέβαινε, μ’ ἕνα μουλάρι, σ’ ἕνα ὀρεινὸ καὶ δύσβατο χωριό, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὸν ἐκεῖ δάσκαλο. Στὸ δρόμο ποὺ «ἐπήγαινε» συναντᾶ ἕναν ἀγωγιάτη καὶ τὸν ρωτᾶ: «Δὲν μοῦ λές, πατριώτη, ὁ δάσκαλος τί εἶναι; βενιζελικὸς ἢ βασιλικός;». «Βενιζελικός», ἀπαντᾶ ὁ ἀγωγιάτης. «Ἄ, τὸ γαϊδούρι...» σχολίασε ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ ἀγωγιάτης ὅμως ἦταν βενιζελικὸς καὶ φίλος του δασκάλου καὶ ἔτρεξε νὰ μεταφέρει στὸν δάσκαλο τὴν στιχομυθία. «Τὸ καὶ τὸ δάσκαλε. Σὲ εἶπε γαϊδούρι».
Τὴν ἑπομένη μπαίνει ὁ ἐπιθεωρητὴς στὴν τάξη καὶ ρωτᾶ τὸν δάσκαλο γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα τῆς ἡμέρας. «Τὰ σημεῖα τῆς στίξεως», ἀπαντᾶ ὁ δάσκαλος. «Ἂς δοῦμε, λοιπόν, τί ξέρουν τὰ παιδιά», λέει ὁ ἐπιθεωρητής.
Ὁ δάσκαλος σήκωσε ἕνα μαθητή, τὸν Σήφη, στὸν πίνακα καὶ τοῦ εἶπε νὰ γράψει τὴν φράση: "Ὁ ἐπιθεωρητὴς εἶπε, (κόμμα) ὁ δάσκαλος εἶναι γαϊδούρι (τελεία).
Ἀφοῦ, ἔκπληκτος ὁ μαθητής, τὸ ἔγραψε, τὸν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: "Ποιὸς εἶναι, παιδί μου, γαϊδούρι;". "Ὁ δάσκαλος", ψέλλισε ὁ μαθητής. "Καὶ ποιὸς τὸ εἶπε;". "Ὁ ἐπιθεωρητής, κύριε".
"Ὡραία", εἶπε ὁ δάσκαλος; "σβῆσε τώρα τὸ κόμμα καὶ βάλ' το ἀλλιῶς". Ὁ ἐπιθεωρητής, (κόμμα) εἶπε ὁ δάσκαλος, (κόμμα) εἶναι γαϊδούρι". Μόλις τελείωσε ὁ μαθητής, τὸν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: "Ποιὸς εἶναι τώρα, παιδί μου, τὸ γαϊδούρι;". "Ὁ ἐπιθεωρητής", ἀπαντᾶ δειλὰ ὁ μαθητής. "Καὶ ποιὸς τὸ εἶπε;". "Ὁ δάσκαλος", ἀπαντᾶ ὁ μαθητής. Ὁπότε στρέφεται ὁ δάσκαλος στὴν τάξη καὶ λέει: "Εἴδατε παιδιὰ τί κάνουν τὰ κόμματα. Πότε βγάζουν γάιδαρο τὸν ἐπιθεωρητὴ καὶ πότε τὸν δάσκαλο".

Δημήτρης Νατσιὸς

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024


Τὰ γαϊδούρια
Τότε, στὸν Ἐθνικὸ Διχασμό, γύρω στὸ 1915-16, ὅταν ἔρχονταν οἱ βενιζελικοὶ στὰ πράγματα, ἔστελναν τοὺς βασιλικοὺς στὴν πλατεία Κλαυθμῶνος, καὶ ὅταν ἔρχονταν οἱ βασιλικοί, ἔστελναν τοὺς βενιζελικούς.
Τὴν περίοδο αὐτὴ λοιπόν, στὴν Κρήτη, ἕνας ἐπιθεωρητὴς δημοτικῆς ἐκπαίδευσης ἀνέβαινε μ’ ἕνα μουλάρι σ’ ἕνα ὀρεινὸ καὶ δύσβατο χωριό, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὸν ἐκεῖ δάσκαλο. Στὸ δρόμο ποὺ ἐπήγαινε, συναντᾶ ἕναν ἀγωγιάτη καὶ τὸν ρωτᾶ: «Δὲν μοῦ λές, πατριώτη, ὁ δάσκαλος τί εἶναι, βενιζελικὸς ἢ βασιλικός;» «Βενιζελικός», ἀπαντᾶ ὁ ἀγωγιάτης. «Ἄ, τὸ γαϊδούρι...» σχολίασε ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ ἀγωγιάτης ὅμως ἦταν βενιζελικὸς καὶ φίλος του δασκάλου καὶ ἔτρεξε νὰ μεταφέρει στὸν δάσκαλο τὴν στιχομυθία. «Τὸ καὶ τό, δάσκαλε. Σὲ εἶπε γαϊδούρι».
Τὴν ἑπομένη μπαίνει ἐπιθεωρητὴς στὴν τάξη καὶ ρωτᾶ τὸν δάσκαλο ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα τῆς ἡμέρας. «Τὰ σημεῖα τῆς στίξεως», ἀπαντᾶ ὁ δάσκαλος. «Ἂς δοῦμε, λοιπόν, τί ξέρουν τὰ παιδιά», λέει ὁ ἐπιθεωρητής.
δάσκαλος σήκωσε ἕνα μαθητή, τὸν Σήφη, στὸν πίνακα καὶ τοῦ εἶπε νὰ γράψει τὴν φράση: « ἐπιθεωρητὴς εἶπε, (κόμμα) δάσκαλος εἶναι γαϊδούρι». Ἀφοῦ, ἔκπληκτος μαθητής, τὸ ἔγραψε, τὸν ρωτᾶ δάσκαλος: «Ποιός εἶναι, παιδί μου, γαϊδούρι« δάσκαλος», ψέλλισε μαθητής. «Καὶ ποιός τὸ εἶπε« ἐπιθεωρητής, κύριε».
«Ὡραῖα», εἶπε ὁ δάσκαλος˙ σβῆσε τώρα τὸ κόμμα καὶ βάλ' το ἀλλιῶς: Ὁ ἐπιθεωρητής, (κόμμα) εἶπε ὁ δάσκαλος, (κόμμα) εἶναι γαϊδούρι». Μόλις τελείωσε ὁ μαθητής, τὸν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: «Ποιός εἶναι τώρα, παιδί μου, τὸ γαϊδούρι;» «Ὁ ἐπιθεωρητής», ἀπαντᾶ δειλὰ ὁ μαθητής. «Καὶ ποιός τὸ εἶπε;» «Ὁ δάσκαλος», ἀπαντᾶ ὁ μαθητής. Ὁπότε στρέφεται ὁ δάσκαλος στὴν τάξη καὶ λέει: «Εἴδατε παιδιὰ τί κάνουν τὰ κόμματα. Πότε βγάζουν γάιδαρο τὸν ἐπιθεωρητὴ καὶ πότε τὸν δάσκαλο!»

Δημήτρης Νατσιὸς

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024


Διδάσκοντας ἀρχαῖα ἑλληνικὰ στὸ Δημοτικὸ
Δὲν τὸ κρύβω καὶ δὲν τὸ γράφω πρὸς καύχηση -ἓν οἶδα ὅτι οὐδέν εἰμι- ὅτι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια διδάσκω ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὅταν παίρνω Ε´ καὶ ΣΤ´ Δημοτικοῦ, ἀφιερώνω μία ὥρα τοῦ ἑβδομαδιαίου προγράμματος στὴν διδασκαλία τῆς, κατὰ τὸν Κικέρωνα, «γλώσσας τῶν θεῶν».
Ἡ ὥρα τὴν ὁποία «κλέβω» ἀπὸ τὸ πρόγραμμα εἶναι τῆς «Εὐέλικτης Ζώνης». Ἂς μὴν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι αὐτὴ ἡ «Εὐέλικτη Ζώνη», γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἀκόμη δὲν κατάλαβα. Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι στὸ πρόγραμμα ποὺ δίνω στοὺς μαθητές μου σβήνω τὴν «Εὐέλικτη Ζώνη» καὶ γράφω «Ἀρχαῖα Ἑλληνικά». Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἐξαιρετικά, οἱ μικροὶ μαθητὲς μὲ κατάνυξη, θὰ ἔλεγα, καὶ μὲ καμάρι «τριγυρίζουν ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο λουλούδι» (Βρεττάκος) τὴν πάντερπνη γλῶσσα μας καὶ χαίρονται τοὺς χυμοὺς καὶ τὰ ἀρώματά της.
Τοὺς ἐξηγεῖς ὅτι ἐργάστηκαν «μακριὲς σειρὲς προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴν φωνή, τὴν τεμάχισαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν νοήματα, τὴν σφυρηλάτησαν, ὅπως τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοί, κι ἔγινε Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια κι ἄλλα κοσμήματα», κατὰ τὸν θαυμάσιο Νικ. Βρεττάκο, καὶ ὅτι αὐτοὶ ἔχουν τὸ μοναδικὸ παγκοσμίως προνόμιο νὰ μποροῦν νὰ τὴν διαβάζουν στὸ πρωτότυπο καὶ νὰ τὴν (κατὰ τὸ δυνατὸν) κατανοοῦν. Καὶ καμαρώνουν καὶ αἰσθάνονται «ἐθνικὰ ὑπερήφανοι», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία φράση ποὺ ἀπεχθάνεται ὁ νεοταξικὸς συρφετός.
Μὲ ρώτησαν κάποιοι φίλοι καὶ συνάδελφοι πῶς τὴν διδάσκω. (Ἄς μοῦ συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο). Παραθέτω ἕνα σχεδιάγραμμα διδασκαλίας, μὲ τὴν ἐπισήμανση πὼς δὲν εἶμαι φιλόλογος, οἱ σπουδές μου περιορίζονται στὴν Θεολογία καὶ τὴν Παιδαγωγική. Μελετῶ ὅμως τὰ ἀρχαῖα «διὰ βίου» καὶ παλεύω νὰ μεταγγίσω αὐτήν μου τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ στοὺς μαθητές μου. Νομίζω ὅτι εἶναι μία πράξη ἀντίστασης, ἐν μέσῳ τῆς περιρρέουσας ἀποκολοκύνθωσης καὶ ἡμιμάθειας.
Κατ’ ἀρχάς, τὰ κείμενα ποὺ χρησιμοποιῶ εἶναι κυρίως μύθοι τοῦ Αἰσώπου καὶ Εὐαγγελικὲς Περικοπές. Τί κάνω λοιπόν; (Ἔχω ἕτοιμα περίπου 30 μαθήματα). Φωτοτυπῶ καὶ μοιράζω τὸ κείμενο. Γιὰ παράδειγμα: «Κοχλίαι: Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτει. Ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη: ὦ, κάκιστα ζῶα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ἄδετε; Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον».

Ἀφοῦ γίνει μία καλή, ὀρθὴ καὶ ἀργὴ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν δάσκαλο, ζητῶ ἀπὸ κάποιους μαθητὲς νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸ διαβάσουν μεγαλοφώνως. (Τοὺς προτρέπω νὰ πράξουν τὸ ἴδιο στὸ σπίτι τους, ὡς ἄσκηση ὀρθοφωνίας, εὐκρινοῦς προφορᾶς καὶ ἄρθρωσης). Στὴν συνέχεια τοὺς ζητῶ νὰ ὑπογραμμίσουν ποιὲς λέξεις ἀναγνωρίζουν. Σὲ κάθε κείμενο ἀγγίζουμε σχεδὸν τὸ 90% τῶν λέξεων. Στὸ παραπάνω κείμενο ὑπογράμμισαν, κατὰ μέσο ὅρο, τὶς λέξεις: γεωργοῦ, παῖς, ἀκούσας, αὐτῶν, κάκιστα, τριζόντων, ζῶα, οἰκιῶν, λόγος, παρά, καιρόν. (Ἂν ἤμασταν στὴν Κρήτη, θὰ ἀναγνώριζαν καὶ τοὺς κοχλιούς, τὰ σαλιγκάρια).
Στὴν συνέχεια, βοηθώντας διακριτικὰ τὰ παιδιά, τοὺς παρωθῶ νὰ μεταφράσουμε, ὅλοι μαζί, τὸ κείμενο γιὰ νὰ καρπωθοῦν αὐτὰ τὴν χαρὰ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ κειμένου. «Σαλιγκάρια: Τὸ παιδὶ ἑνὸς γεωργοῦ ἔψηνε σαλιγκάρια κι ἀκούγοντάς τα νὰ τρίζουν εἶπε: Ἔ, κάκιστα ζῶα, τὰ σπίτια σας καίγονται καὶ ἐσεῖς τραγουδᾶτε; Ὁ μύθος σημαίνει ὅτι εἶναι ἀξιοκατάκριτο καθετὶ ποὺ γίνεται παράκαιρα». (Νιώθω χαρὰ βλέποντας τὴν ἱκανοποίηση καὶ τὴν ἔκπληξη τῶν παιδιῶν κατὰ τὴν μετάφραση. Ἀνοίγεται ἕνα παράθυρο καὶ ἀτενίζουν τὸ ἔνδοξο παρελθόν, «τὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου»).
Στὴν συνέχεια ἕπεται τὸ ὡραιότερο: ἡ ἐτυμολογία. Σκαλίζουμε τὶς γενέθλιες λέξεις τῆς ἑλληνίδας γλώσσας, τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ μας φεγγοβολᾶ στὴν αἴθουσα. (Καὶ ἡ αἴθουσα ἀπὸ τὸ ρῆμα «αἴθω» παράγεται, ποὺ σημαίνει καίω, φωτίζω. Ἐξ οὗ καὶ αἴθριος καὶ αἰθίοψ, ἀπὸ τὰ αἴθω+ὄψη). Τὸ γεωργὸς ἀπὸ γῆ+ἔργον, καὶ καταλήγουμε στὴν γεωργία, στὸν Γεώργιο, στὴν γεωγραφία, στὴν γεωμετρία, στὸ γεωτρύπανο (λέξεις ποὺ βρῆκαν τὰ παιδιά). Παραγωγὴ λόγου καὶ ἐκμάθηση τοῦ πρώτου συνθετικοῦ «γέω», τὸ ὁποῖο σημαίνει γῆ, πράγμα ποὺ πρὶν ἀγνοοῦσαν. Τὸ ἴδιο μὲ τὴν λέξη «παῖς», ἀπ’ ὅπου τὸ παιδί, τὸ παιχνίδι, παιδεία, παιδίατρος, παιδαγωγός.
Τοὺς λὲς ὅτι κανεὶς σήμερα δὲν λέει «πάω στὴν οἰκία μου», ὅμως λέμε οἰκογένεια, οἰκοδέσποινα, οἰκοδομή, οἰκονομία. (Δράτεσσαι τῆς εὐκαιρίας καὶ ἐξηγεῖς ὅτι ἡ οἰκονομία παράγεται ἀπὸ τὸ οἶκος+νέμω, ποὺ σημαίνει μοιράζω, ἀλλὰ καὶ διοικῶ, καὶ καταλήγουμε στὸν νόμο καὶ ὅτι σήμερα καταστράφηκε ἡ οἰκο-νομία μας, γιατὶ δὲν διοικεῖ ὁ νόμος, ἀλλὰ οἱ ἄνομοι καὶ παράνομοι ποὺ νέμονται τὸ δημόσιο ταμεῖο).
Τοὺς ἐξηγεῖς ὅτι τὸ «ἐμπιπραμένων» παράγεται ἀπὸ τὸ «πίμπρημι» καὶ φτάνουμε στὸν ἐμπρησμό. Τοὺς λὲς ὅτι «ἄδω» σημαίνει ψάλλω καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνοίγεται μπροστὰ μας ἕνα ἀπέραντο φύλλωμα λέξεων: κωμωδία, ὠδεῖο, μελωδία, τραγωδία (βάζεις καὶ τὴν λέξη «τράγος» καί… ἀμηχανοῦν) καὶ ἀηδόνι καὶ αὐδή, ποὺ σημαίνει φωνή, ἡ ὁποία διασώζεται στὸ ἐπίθετο ἄναυδος καὶ στὸ ἀπηύδησα.
Ἡ ὥρα δὲν φτάνει. Κρατᾶμε 5-10 λεπτὰ γιὰ τὴν κυρὰ-Γραμματική. (Πολλὲς φορές, γιὰ νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὰ στολίδια τοῦ λόγου, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, τοὺς δίνω ἕνα κείμενο «γυμνὸ» ἀπὸ αὐτὰ καὶ τοὺς λέω τί βάζουμε. Δυσκολεύονται στὴν ἀρχὴ νὰ θέσουν, γιὰ παράδειγμα, τὴν δασεία καὶ τὴν ὀξεία στὴν λέξη «Ἕλληνας», ὅμως, μαθαίνουν, καὶ πολὺ γρήγορα).
Τὸ κουδούνι χτυπᾶ, τὰ παιδιὰ βγαίνουν «ἄδοντας» στὴν αὐλὴ καὶ ὁ δάσκαλος σκέφτεται μὲ θλίψη γιατί νὰ μὴν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ «πανηγύρι» στὸ Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Παιδεία φτιάχνεις μὲ ὁράματα καὶ ὄχι μὲ προγράμματα. Ἡ πατρίδα θέλει ἀναλυτικό… ὅραμα καὶ ἐμεῖς «μουρμουρίζουμε σπασμένες λέξεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες» (Σεφέρης).
Στὴν αἴθουσα ὅμως δὲν μπαίνει τὸ ὑπουργεῖο νὰ διδάξει, μπαίνει ὁ δάσκαλος. Κλείνει τὴν πόρτα καί… «γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτει». Μὲ τὸ ὑπουργεῖο θὰ ἀσχολούμαστε τώρα, μὲ τοὺς γκρεμιστὲς τῆς Παιδείας…
Δημήτρης Νατσιὸς

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024


Λόγοι σοφίας

Τό καλύτερο ἔργο εἶναι νά παραδοθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά βαστάζουμε τίς θλίψεις μέ ἐλπίδα.
*
Γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Κύριο δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας, ἀλλά χρειάζεται νά εἶναι ἐγκρατής, νά ἔχει πνεῦμα ταπεινό καί ν’ ἀγαπᾶ τόν πλησίον.
*
Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται ὅτι θά γνωρίσει τά πάντα μέ τόν νοῦ του καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι’ αὐτόν, γιατί ὁ Θεός γνωρίζεται μόνον μέ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στίς ταπεινές ψυχές. Σ’ αὐτές δείχνει ὁ Κύριος τά Ἔργα Του, πού εἶναι ἀκατάληπτα γιά τόν νοῦ μας.
*
Καλότυχη ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας.
*
Ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ἔχει εἰρήνη, ἄν δέν προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς.
*
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν τά λέει ὅλα στόν πνευματικό, τότε εἶναι ὁ δρόμος του στραβός καί δέν ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.
*
Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχουμε ὑπακοή, ταπείνωση καί ἀγάπη, ἀλλιῶς ὅλες οἱ μεγάλες ἀσκήσεις καί ἀγρυπνίες μας ἀποβαίνουν μάταιες.
*
Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τήν ὑπάκουη ψυχή καί τῆς δίνει τήν εἰρήνη Του, καί τότε ὅλα εἶναι καλά κι ἡ ψυχή αἰσθάνεται ἀγάπη γιά ὅλους.
*
Ἄν ἕνας λαός ἤ μία πολιτεία ὑποφέρουν, τότε πρέπει νά μετανοήσουν οἱ πάντες κι ὁ Θεός θά τά ἐξομαλύνει ὅλα πρός τό καλό.
*
Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος λέει πώς οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βαρεῖες, ἀλλά ἐλαφρές. Ναί, εἶναι ἐλαφρές, ἀλλά μόνον ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης, χωρίς τήν ἀγάπη ὅμως ὅλα εἶναι δύσκολα.
*
Ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Κύριο δέν μπορεῖ νά μήν προσεύχεται, γιατί τήν ἕλκει πρός Αὐτόν ἡ χάρη πού ἐδοκίμασε στήν προσευχή.

*
Ἄν κανείς προσεύχεται στόν Κύριο καί σκέφτεται ἄλλα πράγματα, τότε ὁ Κύριος δέν εἰσακούει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν προσευχή.
*
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη καί χάνεται ἐξ αἰτίας τῆς κατακρίσεως, τῆς ἀργολογίας καί τῆς ἀκράτειας.
*
Τέτοιος εἶναι ὁ παράδεισος τοῦ Κυρίου. Ὅλοι θά βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη καί ἀπό τήν κατά Χριστόν ταπείνωση ὅλοι θά χαίρονται νά βλέπουν τούς ἄλλους ἀνώτερούς τους. Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους κι αὐτοί χαίρονται πού εἶναι μικροί.
*
Γιά νά σωθεῖς εἶναι ἀνάγκη νά ταπεινωθεῖς. Γιά τόν ὑπερήφανο, καί μέ τή βία νά τόν βάλεις στόν παράδεισο, κι ἐκεῖ δέν θά βρεῖ ἀνάπαυση, γιατί δέν θά εἶναι ἰκανοποιημένος καί θά λέγει: «Γιατί δέν εἶμαι ἐγώ στήν πρώτη θέση;»
*
Ἡ ψυχή τοῦ ταπεινοῦ μοιάζει μέ πέλαγος. Ρίξε μιά πέτρα στό πέλαγος. Θά ταράξει γιά λίγο τήν ἐπιφάνεια καί μετά καταδύεται ἀμέσως στά βάθη. Ἔτσι καταβυθίζονται στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ οἱ θλίψεις, γιατί ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου εἶναι μαζί του.
*
Ἡ ὑπερηφάνεια καίει σάν τήν φωτιά κάθε καλό, ἐνῶ ἡ κατά Χριστόν ταπείνωση εἶναι γλυκεῖα καί δέν περιγράφεται. Κι ἄν τό ἤξεραν αὐτό οἱ ἄνθρωποι, τότε ὅλη ἡ οἰκουμένη θά σπούδαζε αὐτήν τήν ἐπιστήμη.
*
Ἄν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ὁ λαός καί οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μέ ταπείνωση, θά ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καί ἀγαλλίαση πάνω στή γῆ. Ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερήφανων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη.

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης

Τετράδιο 137 * Αὔγουστος 2011

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024


Τὸ κυκλάμινο
Μικρὸ πουλὶ τριανταφυλλί, δεμένο μὲ κλωστίτσα,
μὲ τὰ σγουρὰ φτεράκια του στὸν ἥλιο πεταρίζει.
Κι ἂν τὸ τηράξεις μιὰ φορά, θὰ σοῦ χαμογελάσει
κι ἂν τὸ τηράξεις δυὸ καὶ τρεῖς, θ᾿ ἀρχίσεις τὸ τραγούδι.
Γιάννης Ρίτσος

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024



Στὴν Ἁγι Ἀναστασὰ
Ὁ Γιάννης ἡ Γριὰ δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν, εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ᾽ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῇ ἡ Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγία Ἀναστασά. Ἀφοῦ τὸ πάλαι ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐξώδευεν ὅλην τὴν ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του διὰ νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἐζήτει παράλογα. Ὁ αἰπόλος ἔμεινεν ἀμετάπειστος.
― Πῶς θὰ λειτουργήσω, βλοημένε, σὲ ξεσκέπαστο μέρος; τοῦ ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Εἶδες ποτέ σου λειτουργία ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἀστέρια;
― Καὶ μήγαρις ἡ Ἀνάσταση δὲν ψάλλεται παντοῦ στὸ ξεσκέπαστο; ἀντέλεγεν ὁ βοσκός. Ἔχουν, ἂς ποῦμε, ἐκκλησιὲς καλοχτισμένες, μὲ πλάκες καὶ μὲ κεραμίδια, καὶ βγαίνουν, κατάλαβες, ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιὰ ὄξου γιὰ νὰ κάμουν Ἀνάσταση· κ᾽ ἡμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμ᾽ ἐκκλησιά, ἂς ποῦμε, δὲν μποροῦμε, κατάλαβες, νὰ κάμουμ᾽ Ἀνάσταση σ᾽ ἕνα ξέσκεπο μέρος, ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρό, κατὰ πῶς λένε, ἐκκλησιά;
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξεν ἐν ἀμηχανίᾳ πρὸς στιγμήν, εἶτα τὸ βλέμμα του ἐφωτίσθη, ὡς νὰ τοῦ ἦλθεν ἰδέα, καὶ εἶπε:
― Κάμνουν Ἀνάσταση ὄξου ἀπ᾽ τὶς ἐκκλησιές, ναί· μὰ λειτουργία;… Πῶς θὰ λειτουργήσουμε;
― Ἀπάνου στὰ μάρμαρα, ποὺ ἦταν μιὰ τ᾽ ἁι-δῆμα, ἂς ποῦμε.
― Μὰ δὲν εἶναι Ἁγία Τράπεζα ἐγκαινιασμένη.
― Τὸν παλαιὸ καιρό, ποὺ τὴν εἶχαν κτίσει, κατάλαβες, δὲν ἦταν συνγκαινιασμένη;
― Τὸ Πηδάλιο λέει ὅταν βεβηλωθῇ μία ἐκκλησία, νὰ μὴ λειτουργιέται, ἂν δὲν ξανακτισθῇ κ᾽ ἐγκαινιασθῇ πάλι.
Ἐπὶ τέλους ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἴσως θὰ τὸν ἔπειθε νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν, ἥτις δὲν ἀπεῖχε πολύ, καὶ ἦτο κι αὐτή, κατὰ δεύτερον λόγον, γειτόνισσά του, ὅπως ἐκαυχᾶτο ὁ αἰπόλος λέγων ὅτι τὴν Ἁγία Ἀναστασιὰ «τὴν εἶχε γειτόνισσα». Ἀλλ᾽ ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς δὲν ἔπειθεν ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἠδύνατο ἀκατακρίτως νὰ λειτουργήσῃ καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν. Ὁ ναΐσκος εἶχε τὴν στέγην του, τὸ θυσιαστήριον εἰσέχον ἔγκτιστον εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἡ Πρόθεσις, ἐκαλύπτοντο ἀπὸ δύο σπιθαμὰς χώματος καὶ λίθων, πεσόντων ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς χιβάδος, τὸ εἰκονοστάσιον ἦτο ὀρθὸν ἀκόμη, ἀλλ᾽ αἱ θυρίδες του ἔχασκον ἔρημοι εἰκόνων, καὶ τὰ δύο παράθυρα τοῦ βορείου καὶ τοῦ νοτίου τοίχου ἔφεγγον καὶ αὐτὰ ἄφρακτα, καὶ ὁ ἄνεμος ἐβόιζεν εἰσπνέων δι᾿ αὐτῶν καὶ ἐκπνέων. Ὡμοίαζε μὲ γραῖαν νωδήν, μὲ τὰς κόγχας κενὰς ὀμμάτων, μὲ τὰ ὦτα βομβοῦντα ἀπὸ ἤχους φαιδρῶν φωνῶν παιδίων, χλευαζόντων σκληρῶς τὴν ἀδυναμίαν της. Δὲν ὑπῆρχεν οὔτε κανδήλιον εὐσεβῶς ἀναφθὲν ἐκ ταξίματος εὐλαβοῦς προσκυνητρίας οὔτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φῶς εἰς τὰς ἠμαυρωμένας μορφὰς τῶν ἠκρωτηριασμένων εἰς τοὺς τοίχους ὀλίγων ἁγίων. Τὸ παρεκκλήσιον ἦτο ἀφιερωμένον ποτὲ εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, κ᾽ ἐκαλεῖτο συνήθως Παναγίτσα, ὑπ᾽ ἄλλων δὲ Ἁγία Ἄννα. Ἀλλ᾽ ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐδίσταζεν ἄν, καὶ μὲ ἀλλαχόθεν δανειζομένας εἰκόνας, καὶ μὲ ἀναρτώμενα προχείρως κανδήλια, ἐπετρέπετο νὰ τελέσῃ λειτουργίαν ἐκεῖ.
Τέλος ὁ ἱερεὺς εὗρε μέσον τινὰ ὅρον, καὶ τὸν ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Γιάννην τὸν Κούτρην.
― Ἂς εἶναι, μποροῦμε νὰ κάμωμε Ἀνάσταση στὴν Ἁγία Ἀναστασιά, εἶπε, καὶ ἀμέσως παίρνετε ὅλοι τὰ πράγματά σας, καὶ τὶς λαμπάδες σας ἀναμμένες, καὶ πηγαίνομεν κάτου στὴν Παναγία τὴν Δομάν, καὶ σᾶς λειτουργῶ ἐκεῖ.
― Στὴν Παναγιὰ τὴν Δομά;… μὰ εἶναι μακριά.
―Ὣς πόσο;… Σὲ μισὴ ὥρα φθάνουμε.
― Εἶναι, νά ᾽χω τ᾽ν εὐκή σ᾽, παπά, παραπάν᾽ ἀπὸ μιὰ ὥρα.
― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τρία τέταρτα. Ὅλ᾽ ἡ νύχτα δική μας εἶναι. Ἔχουμε καιρὸ νὰ φθάσουμε.
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ὑπεχώρησε, μὴ ἔχων ἄλλως νὰ πράξῃ.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν εἰς τὸ ὕπαιθρον, φορέσας μαῦρον ἐπιτραχήλι, καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀναγινώσκῃ τὴν παννυχίδα καὶ τὸ Κύματι θαλάσσης, ὅλα διαβαστά. Εἶτα ἀνάψας ἐντὸς τοῦ θυμιατοῦ μοσχολίβανον, ἐθυμίασε τοὺς παρεστῶτας ὅλους, καὶ ποιήσας ἀπόλυσιν, ἔβγαλε τὸ μαῦρον ἐπιτραχήλι, ἐφόρεσεν ἄλλο ἰόχρουν μεταξωτὸν καὶ λευκὸν φαιλόνιον (ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξήγαγεν ἀπὸ τὸ δισάκκιον τὸ περικλεῖον τὰ ἱερά του), καὶ ἀνάψας λαμπάδα, στραφεὶς πρὸς τὸν λαόν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ μελῳδικῶς τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς, μεθ᾽ ὃ ἔψαλε, Τὴν Ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ.
Καὶ ἀφοῦ ἤναψαν τὰς λαμπάδας ὅλοι, ἀναγνοὺς τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ δοξάσας τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἤρχισε μεγάλῃ καὶ βροντώδει τῇ φωνῇ νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἀντιψάλλοντος καὶ τοῦ υἱοῦ του, παιδίου δωδεκαετοῦς, ὅστις τὸν εἶχε συνοδεύσει ὡς συλλειτουργὸς εἰς τὴν ἐκδρομήν. Ὡραία δὲ καὶ γλυκεῖα ἦτο ἡ σκηνή, ἐντὸς τοῦ ἐρειπίου ἐκείνου, τοῦ μεγαλομαρμάρου καὶ ἐπιβλητικοῦ εἰς τὴν ὄψιν, ἀγλαϊζομένου ἀπὸ τὸ τρέμον, ὑπὸ τὴν πνοὴν τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, φῶς πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνὴ φωτεινὴ καὶ σκιερά, διαυγὴς καὶ μυστηριώδης, ἐν μέσῳ γιγαντιαίων δρυῶν ὑψουσῶν ὑπερηφάνους τοὺς εἰς διαδήματα κορυφουμένους κραταιοὺς κλῶνας, μὲ τὰ φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ὡς χρυσαῖ φολίδες, ὑπὸ τὴν λαμπηδόνα τῶν πυρσῶν, μὲ σκιὰς καὶ σκοτεινὰ κενὰ ἐν μέσῳ τῶν κλάδων, ὅπου ἐφαντάζετό τις ἐλλοχεύοντα ἀόρατα πνεύματα, ὑπάρξαντα πάλαι ποτέ, Δρυάδες εὔσωμοι καὶ Ὀρεστιάδες ραδιναί, ἐλευθέρως ἀνάσσουσαι ἀνὰ τοὺς πυκνοὺς δρυμῶνας, καὶ σήμερον μεταμορφωθεῖσαι εἰς νυκτερινὰ τελώνια, καὶ μὴ τολμῶσαι νὰ προβάλωσιν εἰς τὸ φῶς τῶν ἀναστασίμων λαμπάδων· ἀναθαρρήσασαι πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς φυγαδεύσεως τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ καλλιμαρμάρου ἱδρύματος, καὶ τώρα μετὰ θάμβους βλέπουσαι τὴν ἀναζωπύρησιν τῶν πασχαλίων πυρσῶν καὶ ὀσφραινόμεναι τὴν ὀσμὴν τοῦ χριστιανικοῦ μοσχολιβάνου εἰς τὰ βάθη τοῦ δρυμῶνος.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024



Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
Τέλλος Ἄγρας

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024


Το τρελοβάπορο
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στά βουνά
κι ἀρχίζει τίς μανοῦβρες «βίρα-μάϊνα»

Τήν ἄγκυρα φουντάρει στίς κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο ἀέρα κι ἀπ᾿ τίς δυό μεριές

Εἶναι ἀπό μαύρη πέτρα κι εἶναι ἀπ᾿ ὄνειρο
κι ἔχει λοστρόμο ἀθῶο ναύτη πονηρό

Ἀπό τά βάθη φτάνει τούς παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι ἀναστεναγμούς

Ἔλα Χριστέ καί Κύριε λέω κι ἀπορῶ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μᾶς ταξιδεύει δέ βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τούς ἀλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δέ λογαριάσαμε
μπήκαμε μές στά ὅλα καί περάσαμε

Κι ἔχουμε στό κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τόν Ἥλιο τόν Ἡλιάτορα!
Ὀδυσσέας Ἐλύτης


Τετράδιο 113 * Μάϊος 2009

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024


Χόρτασαν ὅλοι

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1963 ἤρθανε στή Μονή 75 Λιβαναταῖοι. Ἐργαστήκανε γιά τή στέρνα τῆς Μονῆς, τό Ἁγιονέρι, ἐθελοντικά.
Τό ἔχουν τάμα πολλοί ἀπό τίς Λιβανάτες, τήν πατρίδα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, νά προσφέρουν κάτι στή Μονή τοῦ συμπατριώτη τους, χρήματα ἤ ἐργασία. Ἔτσι φτάσανε τότε 75 ἄντρες γιά νά κάνουν τό ἔργο τῆς στέρνας. Καί στή Μονή βρισκόσανε ἄλλοι 15, γιά νά βοηθήσουν.
Ὁ π. Ἰάκωβος συντόνιζε γενικά τίς ἐργασίες, μά ἦταν καί ὁ μόνος πού ἔπρεπε νά φροντίσει γιά τό φαγητό καί τή διαμονή τῶν καλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων.Χρησιμοποίησε ὅ,τι ὑπῆρχε καί δέν ὑπῆρχε στήν ἀποθήκη.
Μία μέρα τά τρόφιμα τελείωσαν, χρήματα δέν εἶχε. Ἔψαξε ὅλα τά ράφια, ὅλες τίς γωνίες. Κατόρθωσε νά βρεῖ δυόμισι ὀκάδες μανέστρα. Καί ἀπό ψωμί μόνο μισό πρόσφορο. Τοῦ ἔδωσε καί ὁ γερο-Εὐθύμιος μισό καρβελάκι.
Ποσότητες ἀστεῖες γιά σχεδόν ἑκατό πρόσωπα, πού δουλεύανε ὅλη τήν ἡμέρα χειρωνακτικά. Στενοχωριόταν καί δέν ἤξερε τί νά κάνει. Τόν ἔπιασε ἀπελπισία καί σχεδόν ἔκλαιγε, πού θ' ἄφηνε τόν κόσμο νηστικό.
Ξαφνικά ὅμως τοῦ ἦρθε μία ἰδέα: κατεβάζει τή μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τή μανέστρα, βάζει καί τό ψωμί καί ὅπως ἤτανε πῆγε στόν ναό.
Στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ ὁσίου Δαβίδ καί τοῦ εἶπε:
- Ἅγιέ μου, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δουλεύουν γιά τό Μοναστήρι σου. Γυρνᾶνε κουρασμένοι καί πεινασμένοι. Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά τούς δώσω νά φᾶνε, μόνο τίς δυόμισι ὀκάδες μανέστρα μέ τό λίγο λαδάκι, τό μισό προσφοράκι καί τό μισό καρβελάκι (καί τά ἔδειχνε στόν Ἅγιο). Σέ παρακαλῶ, ἐσύ νά τά εὐλογήσεις, νά φᾶνε καί νά χορτάσουνε.
Μαγείρεψε στήν κατσαρόλα τούτη, ἔβγαζε συνέχεια φαγητό καί δέν τελείωνε. Χόρτασαν ὅλοι καί περίσσεψε μισή κατσαρόλα, ναί περίσσεψε! Τό εἶδαν πολλοί καί ὁ νῦν ἡγούμενος π. Κύριλλος.
Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τά θαύματα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος:
- Ἀδελφέ μου, ἐπανάληψη τοῦ θαύματος τῶν πεντάκις χιλίων!

Ἀπό τόν βίο τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη

Τετράδιο 139 * Ὀκτώβριος 2011

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024


Περὶ ἀγάπης
Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.
Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.
- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.
- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:

- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

 


Τοῦ Θεοῦ εἶναι!

Κάποια φορὰ στὴν ἐξομολόγηση μία μητέρα τοῦ εἶπε:

–Ἀνησυχῶ πολὺ γιὰ τὰ παιδιά μου, μήπως πάθουν τίποτε, μήπως τοὺς συμβεῖ κάτι κακό. Βάζω χίλια δυὸ μὲ τὸ μυαλό μου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦλθε ταχύτατα, σὲ ἔντονο ὕφος καὶ συγχρόνως συγκλονιστική:

– Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι δικά σου; Τοῦ Θεοῦ εἶναι! Προβατάκια Του εἶναι καὶ σὲ ἔχει βάλει νὰ τὰ φυλᾶς.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024


Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιά
Θά 'μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.
Καθισμένος σ' ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποῦ καί ποῦ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, πού μπαινόβγαιναν.
Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μίαν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.
Ὁ πρῶτος βοηθός πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μία στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ' ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης, πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά...«δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.
Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο, τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἐβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.
Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά της Ἀττικῆς.
Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός πού δέν χόρταινε νά θαυμάζει.
Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες, μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση, καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.
Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια», τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ' στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.
Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur» μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».
Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.
Ἀργότερα, μεγάλος σ' ἕνα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μία ἱεροπραξία.
Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μία σύνθεση ὑπερηφάνειας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.
Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.

Κωνσταντῖνος Τσάτσος              

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024


Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε
Ὁ ἥλιος ἐπαντρεύτηκε 
καὶ πῆρε τὸ φεγγάρι,
ἐκάλεσε καὶ στὴ χαρὰ
συμπέθερους τ’ ἀστέρια.
Τὰ σύννεφα τοὺς ἔστρωσε 
στρώματα γιὰ νὰ κάτσουν,
τοὺς ἔβαλαν φαῒ νὰ φᾶν’
τὸ μόσχο καὶ τὰ ἄνθια.
Κρασὶ τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, 
θάλασσες καὶ ποτάμια.
Κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, 
ὁ Αὐγερινὸς ἐφάνη:
Φέρνει τὸν ὕπνο ζωντανὸ 
στὰ νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει καὶ στοὺς συμπέθερους
λυχνάρι γιὰ νὰ φέξει,
νὰ φύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους,
τὰ νιόγαμπρα νυστάζουν,
θέλουν νὰ πᾶν’ νὰ κοιμηθοῦν,

θέλουν νὰ ἡσυχάσουν.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024


Πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ
Ὁ ἔξυπνος καὶ διακριτικὸς ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ ὄχι μόνον τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Καλὸς Θεός, καὶ τὶς καλοσύνες τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδικίες, τὶς περιφρονήσεις κ.λπ. τῶν συνανθρώπων του, τὶς ὁποῖες καὶ αὐτὲς ἀποδίδει στὴν κακία τοῦ ἀνθρωποκτόνου, τὸν ὁποῖο καὶ αὐτὸν λυπᾶται γιὰ τὸ πολὺ φοβερό του κατάντημα, ὅπως λυπᾶται καὶ γιὰ τὸ κατάντημα τῆς ψυχῆς του, καὶ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αὐτομεμψία μὲ τὴν αὐτοκριτικὴ πολὺ βοηθάει γιὰ νὰ πέσουν τὰ λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ ἰδοῦμε καθαρά.
Τὴν αὐτομεμψία οἱ εὐαίσθητοι θὰ πρέπη νὰ τὴν προσέξουν πολύ, γιατὶ ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ τὴν κάνη ἀπελπισία (μὲ τὴν ὑπερευαισθησία). Ἡ αὐτομεμψία θὰ πρέπη νὰ συνοδεύεται πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ὅταν βλέπη κανεὶς ἄγχος σ’αὐτὴν τὴν περίπτωση, θὰ πρέπη νὰ καταλάβη ὅτι ἔβαλε τὴν οὐρά του τὸ ταγκαλάκι.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024


Γιὰ τὴ νηστεία
Ὅλα τὰ πατερικὰ βιβλία μιλούν γιὰ τὴ νηστεία. Οἱ Πατέρες τονίζουν να μὴν τρώμε δυσκολοχώνευτα φαγητὰ ἢ λιπαρά καὶ παχιά, γιατὶ κάνουν κακό στὸ σώμα αλλά και στην ψυχή... Γι’ αυτό οἱ Πατέρες μιλούν γιὰ νηστεία καὶ κατακρίνουν τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἡδονὴ ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ φαγητὰ τὰ πλούσια. Νὰ εἶναι πιὸ ἁπλὰ τὰ φαγητά μας. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε τόσο πολὺ μ’ αὐτά.
Δὲν εἶναι τὸ φαγητό, δὲν εἶναι οἱ καλὲς συνθῆκες διαβίωσης, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν καλὴ ὑγεία. Εἶναι ἡ ἁγία ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ξέρω γιὰ ἀσκητὲς ποὺ νηστεύανε πολὺ καὶ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀρρώστια. Δὲν κινδυνεύει νὰ πάθει κανεὶς τίποτε ἀπ’ τὴ νηστεία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀρρωστήσει ἀπ’ τὴ νηστεία...
Για να τα κάνετε όμως αὐτά, πρέπει νὰ ἔχετε πίστη. Ἀλλιῶς σας πιάνει λιγούρα.
Ἡ νηστεία εἶναι καὶ ζήτημα πίστεως. Δὲν παθαίνετε μ’ αὐτὴν κακό, ὅταν τὸ χωνέψετε καλὰ τὸ φαγητό σας. Οἱ ἀσκητὲς μεταποιοῦν τὸν αέρα σὲ λεύκωμα καὶ δὲν τοὺς πειράζει ἡ νηστεία. Ὅταν ἔχετε τὸν ἔρωτα στὸ θεῖον, μπορεῖτε νὰ νηστεύετε μὲ εὐχαρίστηση κι ὅλα εἶναι εὔκολα· ἀλλιῶς σᾶς φαίνονται ὅλα βουνό.
Ὅποιοι ἔδωσαν τὴν καρδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ μὲ θερμὴ ἀγάπη ἔλεγαν τὴν εὐχὴ κυριάρχησαν καὶ νίκησαν τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἔλλειψη ἐγκράτειας.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης