Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024



Τὰ πρωτοβρόχια
Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.
Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ᾿ ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,
θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.
Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι᾿ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.
Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.
Γεώργιος Δροσίνης

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024


Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Παίρνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ κ' ἡ πάχνη δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κ' ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ καὶ δὲ μ' ἀφήνει ὁ πόνος.
Σὰν παίρνης τὸν κατήφορο, τὴν ἄκρη τὸ ποτάμι,
μὲ τὸ πλατὺ πουκάμισο, μὲ τ΄ ἄσπρο σου ποδάρι,
χαμήλωσε τὴν μπόλια σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν,
καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ΄ ἀηδόνια.
Σύρε νὰ εἰπῆς τῆς μάννας σου, νὰ μὴ σὲ καταρειέται,
τί θὰ τὴν κάμω πεθερά, τί θὰ τὴν κάμω μάννα.
Ἄιντε καὶ βάνε τ΄ ἄρματα, κ' ἔλα στὴν Κρύα Βρύση,
νὰ περπατᾶμε στὰ βουνά, στῆς Λιάκουρας τὰ χιόνια,
νά ΄σαι τ΄ς αὐγούλας ἡ δροσιὰ καὶ τοῦ Μαγιοῦ ἡ πάχνη,
καὶ μέσα στὸ λημέρι μου νὰ λάμπης σὰν τὴν Πούλια.
Αἱ παραλλαγαὶ τοῦ ἄσματος ἔχουν διαφορετικὸν γύρισμα ἑκάστη (οἶον, Ἑλένη μου, Ἑλένη, Ἑλένη φιλημένη κτλ., κάτω μπιρμπίλι μου ἡ πέρδικα, γειά σου, μωρὴ Βλάχα μου, Δέσπω βραχούλα μ', Δέσπω τοῦ Λιακατᾶ κ.τ.τ.).

Τὸ τελευταῖον, ἂν μὴ καὶ τὸ προηγούμενον, ἀναφέρεται εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ καπετάνιου τῆς Ἀρτοτίνας τῆς Δωρίδας Νίκου Λιακατᾶ, ἀγαπητικὴν τοῦ ἀρματωλοῦ τῆς Βουνιχώρας Ἀλικούρη.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

 


Μετάνοια

Στήν Μονή Ἰβήρων στό Ἅγιο Ὄρος, ἀνάμεσα στά 320 ἱερά λείψανα πού ὑπάρχουν, ὑπάρχει ἄφθαρτο τό ἀριστερό πόδι τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδας.

Τῆς Ἁγίας πού πρίν τήν μετάνοιά της εἶχε 6 ἄνδρες. Αὐτό τό «ἁμαρτωλό» πόδι εἶναι ὁλοζώντανο, μέ τό δέρμα, μέ τά νύχια μέ τά πάντα, ὡς ἔνδειξη τῆς δυνάμεως πού ἔχει ἡ μετάνοια στόν ἄνθρωπο.

Πού ἐμεῖς, ἄν τήν βλέπαμε, θά λέγαμε: Ἄντε ἀπό ἐδῶ... Ποιά Ἁγία, αὐτή εἶχε 6 ἄνδρες! Θά μοῦ πεῖς ἐμένα!

Καταλάβατε; Σᾶς τά λέω αὐτά νά σᾶς βοηθήσω καί νά σᾶς παρηγορήσω, ὅτι ἐάν ὁ σατανᾶς σᾶς ἔβαλε στό χέρι, ὅσο ἁμαρτωλοί καί νά εἶστε, νά μήν ἀπογοητευτεῖτε. Ἡ μετάνοια τακτοποιεῖ τά πάντα, ἀρκεῖ νά συνοδεύεται μέ τήν ἐξομολόγηση.

Δημήτριος Παναγόπουλος

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

 


Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ

Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας

Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε

Ποὺ γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι

Γιῶργος Σαραντάρης

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

 


Ψάλλε, ψάλλε!

Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Γέροντας Εὐμένιος, λαμπροφορεμένος, ὑποδεχόταν τὸν κόσμο καὶ ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές. Εἶχε ἑτοιμάσει τὰ καντήλια ἀπὸ νωρίς. Ἕτοιμα ὅλα, σβηστά. Ἄρχισε τὸ «Εὐλογητός», πῆρε καιρὸ μέσα στὰ μαῦρα του τὰ ράσα, μὲ τοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενειῶν του νὰ λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ἀνοιγόκλεινε τὴν πόρτα, παραπατοῦσε, ἀλλὰ ἔτρεχε κιόλας, προσκυνοῦσε τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες, τὸν θρόνο, ἔμπαινε στὸ Ἱερό, ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές, ψέλναμε τὸν Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δὲν εἶχε ὁ Γέροντας χρόνο κοσμικό, εἶχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ὁ κόσμος, πολὺς κόσμος. Χριστιανοί, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν γειτονιὰ δρασκέλιζαν τὴν μάντρα, σκύβοντας ἀπὸ τὸ μικρὸ πορτάκι, ἄρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστεροῦσε ὁ Γέροντας. Σβηστὰ τὰ φῶτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δὲν ἔβγαινε νὰ πεῖ τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Ἔφευγα ἀπὸ τὸ ψαλτήρι, νὰ πάω στὸ Ἱερό, μοῦ ἔλεγε:

«Ξέρω, ξέρω».

Ἀδημονία. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες σήμαναν ἤδη Ἀνάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αὐτὸς δὲν ἔβγαινε.»

«Ξέρω, ξέρω», μοῦ λέει. «Ὅποιος θέλει νὰ φύγη. Δὲν μπορεῖ. Ἂς τοὺς βάλουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ προβατάκια τοῦ Χριστοῦ μας, Βαγγέλη. Μέσα στὴν κιβωτὸ εἶναι μιὰ φορὰ τὸν χρόνο. Ἂς καθυστερήσουν. Ψάλλε ἐσύ, ψάλλε». «Τὰ εἶπα, Γέροντα, πάλι καὶ πάλι».

Τέλος πάντων, βγῆκε. Ἄλλο πανηγύρι. Ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα γελώντας, βλέποντας τὸ φῶς. Ἔπεφταν οἱ Χριστιανοὶ κι ἐκεῖνος ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα του. Πῆραν τὸ φῶς, διαδόθηκε παντοῦ, ἔξω στὶς αὐλές. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστεροῦσε, χαιρετοῦσε, εὐλογοῦσε, σταύρωνε. Ἀνέβηκε σ’ ἕνα πεζούλι, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναό, καὶ πήγαινε πέρα-δώθε. Γελοῦσε, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, σωστὸ παιδί. Ὁ κόσμος περίμενε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀφοῦ «ἔπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δῶθε, ἐστάθη. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, δόξασε τὴν Ἁγία Τριάδα, διάβασε τὸ κείμενο, τὸ ἑωθινό, ὄχι τὸ σύνηθες, ἀλλὰ τὸ ἄλλο, τὸ μεγαλύτερο. Δόξα σοι, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», χτύπησαν οἱ καμπάνες. Δὲν εἶχαν πολλὰ βαρελότα. Ψέλναμε ὅλοι, ὅλος ὁ λαός. Νέα χαρὰ τώρα. «Χριστὸς Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στὸ πεζούλι, μετὰ χάθηκε στὸν κόσμο. Εἶχε πάει ἡ ὥρα 1:30. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», ἔλεγε. Λιβάνιζε σὲ κάθε ὠδή. Ψέλναμε τὶς Καταβασίες. Ἐὰν μᾶς ξέφευγε κανένα τροπάριο καὶ τὸ λέγαμε μόνο μία φορά, αὐτὸς μᾶς ἔλεγε: «Πὲς το πάλι». Μνημόνευε στὴν πρόθεση χιλιάδες ὀνόματα. Εἶχε πάει 2:30 τὸ πρωί. Ὁ κόσμος εἶχε ἐγκλωβιστεῖ. Μόνον οἱ Ἕλληνες ξέρουν τί σημαίνει, νὰ πᾶς κάπου νὰ ἀναστήσεις καὶ μετὰ νὰ πᾶς νὰ φᾶς. Ἀκόμα καὶ οἱ Χριστιανοὶ θέλουν νὰ εἶναι 2.00 ἡ ὥρα στὸ τραπέζι κι ἐμεῖς μόλις ποὺ εἴχαμε ἀρχίσει.

Εἶπα τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τὸν Ἀπόστολο, διαβάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἦρθε ἡ ὥρα τῶν κατηχουμένων. Τρεῖς τὴν νύχτα ἄρχισε νὰ μνημονεύη τοὺς ζωντανούς, χιλιάδες ὀνόματα. Πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πῆγε ἡ ὥρα 4:00 κι ἀκόμα νὰ βγοῦν τὰ Ἅγια. Τέλος πάντων, εὐδόκησε νὰ πάψη τὰ μνημόνια. Βγῆκαν τὰ Ἅγια κι ἄρχισε πάλι νὰ μνημονεύη. Μπῆκα στὸ Ἱερὸ καὶ μοῦ λέει: «Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οἱ πεθαμένοι». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν ξέρω ἂν χαίρωνται οἱ πεθαμένοι. Οἱ ζωντανοὶ ὅμως;». Μοῦ λέει: «Χαίρονται κι αὐτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καὶ τί νὰ ψάλλω; Περίμενα νὰ τελειώση.

Τελείωσε, μᾶς κοινώνησε ὅλους, μᾶς ἔδωσε ὅλα του τὰ κρασιὰ καὶ τὰ πρόσφορα καὶ τ’ αὐγά, καὶ φύγαμε κατὰ τὶς 5:00. Σκέφθηκα: «Δὲν ξανάρχομαι τοῦ χρόνου, ἀπάπαπα!!!». Τὸν ἑπόμενο χρόνο δὲν λειτούργησε. Ἦταν ἡ τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, ποὺ ἔκανε μόνος του, μὲ τὸ ποίμνιό του, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ εὐλογημένος.