Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017


Ὁλόγυρα στὴ λίμνη
Ἐχωρίζετο ἡ λίμνη ἀπὸ τῆς θαλάσσης διὰ πλατείας λωρίδος γῆς ἀμμώδους καὶ κισηρώδους, τῆς ὁποίας μέρος ἦτο τὸ ναυπηγεῖον τῆς πόλεως καὶ μέρος ἦτο ὁ σικυὼν τοῦ Παρρήση. Κατὰ τὴν δυτικὴν ὅμως γωνίαν τῆς λωρίδος αὐτῆς, ὅπου ἤρχιζε ν᾿ ἁπλοῦται τὸ μῆκος τοῦ λιμένος, ἡ λωρὶς αὕτη ἔβαινε στενουμένη ἕως τοῦ Ἀργύρη τοῦ Μπαρμπαπαναγιώτη τὸν ἀνεμόμυλον, ὅστις μὲ τὴν ἀενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερῆ πτέρυγά του μὲ τὰ τριγωνικὰ ἱστία, ἐφαίνετο ὡς νὰ προεκάλει τὰ ἐν τῷ λιμένι ἠγκυροβολημένα πλοῖα, λέγων πρὸς αὐτά: «Νά, ἐγὼ ἀρμενίζω καὶ στὴ στεριά!»
Πόσας καὶ πόσας φορὰς ἠναγκάσθης νὰ θαλασσώσῃς, ἀφαιρῶν κάλτσες καὶ πέδιλα, ἀνασηκώνων ἕως τὸ γόνυ τὴν περισκελίδα, ἐπιμένων πεισμόνως νὰ διαβῇς τὸ ποτάμιον, ὅταν πολὺ συχνὰ ἐπήρχετο πλημμύρα καὶ ἡ θάλασσα ἐγίνετο ἓν μὲ τὸν βάλτον! Καὶ διατί δὲν ἀπεφάσιζες ν᾿ ἀνακόψῃς τὸν δρόμον σου καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πόλιν; Διότι σοῦ ἐφαίνετο ὅτι κάτι ἔβλεπες, κάτι ἀπήλαυες εἰς τὸ τοπίον αὐτό, ἐνῷ ἐκείνη ἥτις τὸ ἐζωντάνευεν, εἶχε γίνει ἄφαντος πρὸ πολλοῦ. Καὶ πότε πάλιν ἐπροτίμας νὰ λάβῃς τὴν βορειοτέραν ὁδόν, τὴν περιφερῆ, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης, διατρέχων ὅλον τὸ Κ᾿βούλι μὲ τοὺς ἀγροὺς καὶ μὲ τοὺς ἀμπελῶνάς του. Ἐκεῖ ἐπάτεις ἐπὶ παχείας χλόης, ὑπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἤξευρες πάντοτε ἂν ὑπῆρχε στερεὰ γῆ. Καὶ ἐχώνεσο ἕως τοὺς ἀστραγάλους εἰς τὸν βάλτον, ἀλλ᾿ ἐνόμιζες τοῦτο εὐτυχίαν σου, διότι ἐφαντάζεσο πάντοτε ὅτι ἔτρεχες νὰ κόψῃς ἴτσια δι᾿ ἐκείνην.
Καὶ ὅταν ἔφθανες τέλος, μὲ τὰ ὑποδήματα βαλτωμένα καὶ τὰ περιπόδια ὑγρά, εἰς τὸν λευκὸν οἰκίσκον τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ τοῦ Μιτζέλου, καὶ τὸν ἐχαιρέτας, ἐκεῖ ποὺ ἐσκάλιζε τὰ κουκιά, φωνάζων μακρόθεν, «Καλησπέρα, μπαρμπα-Κωνσταντή!» κ᾿ ἐκεῖνος σοῦ ἀπήντα μειλιχίως, «Καλῶς τὸ παιδί μου!», τότε ἠγάπας νὰ φαντάζεσαι σεαυτὸν ὡς μπαρμπα-Κωνσταντήν, καὶ τὴν Πολύμνιαν ὡς θεια-Σινιώραν, καὶ τοὺς δύο κατὰ σαράντα ἔτη νεωτέρους, καὶ ἀνεμέτρεις ὁποία θὰ ἦτον εὐτυχία διὰ σέ, ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ συζήσῃς μὲ τὴν ἀγαπητήν σου εἰς τὸν πάλλευκον ἐκεῖνον οἰκίσκον (τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ ὑπερβάλλουσα λευκότης ὠφείλετο εἰς τὰ ἀκατάπαυστα ἀσβεστώματα τῆς θεια-Σινιώρας), καὶ ὁποία θὰ ἦτο ἐντρύφησις αἰσθήματος καὶ ρωμαντισμοῦ, ἐὰν διήγετε τὰς ἡμέρας μετὰ τῆς ἀγαπητῆς ἐν μέσῳ τοῦ εὐώδους καὶ χλοεροῦ ἐκείνου κήπου μὲ τὰς ροιάς, μὲ τὰς ροδωνιάς, μὲ τὰς ἀμυγδαλέας καὶ πασχαλέας, μὲ ὅλα τὰ ἐκλεκτότερα φυτὰ καὶ ἄνθη (τὰ ὁποῖα ὅμως ὠφείλοντο εἰς τοὺς ἐνδελεχεῖς κόπους τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ), παρὰ τὴν ὄχθην τῆς ὡραίας λίμνης, ὅπου ὑπήρχεν εἷς οὐρανὸς ἐπάνω, καὶ ἄλλος οὐρανὸς ἐφαίνετο κάτω, λεῦκαι καὶ κυπάρισσοι ἀνέτεινον τὰς ὑψηλὰς κορυφάς των ἄνω, καὶ ἄλλαι λεῦκαι καὶ κυπάρισσοι ἐκρέμαντο ἀνάποδα κάτω.
Καὶ ὅσαι μυριάδες ἄστρα ἐκόσμουν τὴν νύκτα λάμποντα τὸ στερέωμα, ἄλλαι τόσαι μυριάδες ἔλαμπαν τρεμοσβήνοντα κάτω εἰς τὸν πυθμένα. Καὶ καλαμῶνες σειόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ὕψωναν τοὺς ἀσθενεῖς καυλούς των δύο ὀργυιὰς ὑπὲρ τὸ κῦμα, καὶ βρύα καὶ λύγοι καὶ ἀσφόδελοι ἀπέζων ἐκ τοῦ ἐλέους τῆς λίμνης καὶ ἐκ τοῦ λίπους τοῦ βάλτου, κλίνοντα τὰς χθαμαλὰς κορυφάς των πρὸς τὸ ὕδωρ, ὡς ν᾿ ἀπέδιδον εἰς τὴν λίμνην τὴν ὀφειλομένην εὐγνώμονα ὑπόκλισιν. Καὶ ἀντικρὺ ὑψοῦτο ὁ λιμὴν μὲ τὰς χλοερὰς ὄχθας του ὁλόγυρα, τὰς ἐξαπλούσας εἰς τὸν ἥλιον τὰς πρασινιζούσας κλιτῦς των, ὡς εὔκολπα στήθη παρθένου ἀναδίδοντα ζωὴν καὶ σφρῖγος εἰς τὴν πλάσιν. Δένδρα ἐκόσμουν εὐπαρύφως τὰς ὄχθας τὰς ὀρεινὰς καὶ τὰς ἀμμώδεις, καὶ ἄλλα δένδρα φυτευμένα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐστόλιζον τὸ κῦμα καὶ τοὺς αἰγιαλούς, τὰ ἱστία μὲ τὰ ἐξάρτιά των.
Καὶ εἰς τὸ βάθος ἐφαίνοντο πρὸς βορρᾶν τεμνόμεναι αἱ δύο τῶν λόφων σειραί, αἱ περιβάλλουσαι ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὸν μακρὸν ἀλλ᾿ εὐσύνοπτον εἰς τὸ βλέμμα κάμπον, ἡ μία ἡ ἀνατολική, ὑψηλή, ἐγγυτέρα εἰς τὸν θεατήν, ἐπιστεφομένη ἀπὸ τὸ καλύβι τοῦ μπαρμπα-Γιωργιοῦ, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, τοῦ Κοψιδάκη, ὅπου ὄχι ἅπαξ ἑώρτασες τὴν Πρωτομαγιάν, παιδίον, μὲ γάλα καὶ μὲ ὀβελίαν ἀμνὸν καὶ μὲ στεφάνους καὶ μὲ λούλουδα, ὅταν ἔζη ὁ πρὸς μητρὸς πάππος σου, ὁ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρος, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, ὁ Καρονιάρης, ὅστις ἠγάπα νὰ ἑορτάζῃ μεγαλοπρεπῶς τὴν Πρωτομαγιάν, χορηγὸς αὐτὸς ὄχι μόνον δι᾿ ὅλους τοὺς υἱούς, τὰς θυγατέρας καὶ τὰ ἐγγόνια του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἀναδεξίμια του καὶ τοὺς κουμπάρους του καὶ διὰ τὰς κόρας τῶν κολληγισσῶν του ἀκόμη, τὰς ὁποίας ἑπταέτης ἤδη δὲν ὤκνεις νὰ ἐρωτεύεσαι, φανταζόμενος ὅτι τρέχεις κατόπιν αὐτῶν εἰς τοὺς ὁρμίσκους, ἐκεῖ ὅπου ἐλεύκαιναν τὰς ὀθόνας, καὶ ὅτι κρύπτεσαι μαζί των εἰς τὰ ἄντρα, τὰ πατούμενα ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀφριζούσης ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Βορρᾶ, ὀνειροπολῶν τὴν εὐτυχίαν εἰς τοὺς λευκοὺς καὶ γλαφυροὺς κόλπους, μὲ τὰς ὁλοβροχίνους καὶ βυσσινόχρους τραχηλιάς, καὶ εἰς τὰς κυανόφλεβας καὶ τορνευτὰς ὠλένας μὲ τὰς μακρὰς καὶ κεντητὰς χειρῖδάς των. Πρώιμα ὄνειρα νεότητος ἀνυπομόνου, ὡς ἡ ἀμυγδαλῆ ἡ ἀνθοῦσα τὸν Ἰανουάριον!
Ἡ ἄλλη, ἡ δυτικὴ λοφιά, ἦτο ἡ Πλατάνα, ἀπωτέρα εἰς τὸν θεατήν, ὑπτία, ἀνακεκλιμένη, βαθμηδὸν ἀνέρπουσα πρὸς τὰς ὑψηλοτέρας κορυφάς, ἧς τὴν ὑπώρειαν περικαλλῶς κοσμεῖ ὁ Πύργος τοῦ Μετοχίου, μὲ τὸν ὡραῖον ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπες ἀντικρύ σου ὡς τελείαν εἰκόνα ἀριστοτέχνου ἀληθῶς, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης ἀπὸ τὸν λευκὸν οἰκίσκον τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ τοῦ Μιτζέλου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ ναυπηγεῖον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἀπέναντι, ἐντεῦθεν τῆς λίμνης.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου