Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Τὸ ἀνώτατο ἀξίωμα
Κάποιος εὐχήθηκε στὸν π. Ἰωήλ:
—Πάτερ μου, εὔχομαι γρήγορα Δεσπότης. Θὰ ὠφελήσετε πολὺ περισσότερο τὴν Ἐκκλησία.
—Νὰ μοῦ εὐχηθεῖς καλύτερα νὰ γίνω κάτι ἀνώτερο.
—Τί; Ἀρχιεπίσκοπος; Μακάρι!
—Ὄχι. Ἀκόμη ἀνώτερο.
—Πατριάρχης;
—Ὄχι. Ἀκόμη ἀνώτερο.
—Μὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ Πατριάρχης.
—Νὰ μοῦ εὐχηθεῖς νὰ γίνω αὑτοκράτορας.
—Αὐτοκράαααατορας!!!;;;
—Ναί, αὑτοκράτορας. Ὄχι ὅμως μὲ ψιλὴ ἀλλὰ μὲ δασεία.
—Δὲν σᾶς καταλαβαίνω.
—Αὐτοκράτορες μὲ ψιλὴ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐξουσιάζουν τοὺς λαούς. Αὑτοκράτορες μὲ δασεία εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐξουσιάζουν τοὺς ἑαυτούς τους, ποὺ εἶναι κύριοι, ὄχι δοῦλοι τῶν παθῶν τους. Αὐτὸ ἂς εὐχηθοῦμε νὰ γίνουμε. Εἶναι τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα.

π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017


Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη
Ἡ ἐπιθυμία τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν ὅπως ὑποταχθῇ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν, καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδὴ πρὸς τοῦτο, ἐπλήρωσε τὰς καρδίας μας ἀφάτου θλίψεως, καὶ ἀθυμία κατέλαβεν ἡμᾶς, κατὰ τὸν προφητάνακτα, ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Τὰ ὦτα μας συρίζουν ἀκόμη ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη, καὶ σεῖς φέρετε τὸ κρίμα. Καὶ οἱ μέν, σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὴν εὐρύχωρον ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποστρέφοντες τὸ πρόσωπον καὶ ἀπὸ μόνην τὴν σκέψιν, ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη καὶ ἠσπάσθη τὸν γυναικοπρόσωπον Πάπαν, καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι ὅτι θὰ σᾶς ἠκολούθουν, ὅντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, ἀλαζόνες, ξενόδουλοι, κόλακες καὶ κολακευόμενοι. Λοιπόν, ἔσπευσαν νὰ συναχθῶσι μὲ τὸν «κόσμον», τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, πιστεύοντες μόνον εἰς «τὴν ὦδε μένουσαν πόλιν, μὴ ἐπιζητοῦντες δὲ τὴν μέλλουσαν», ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.
Οἱ δὲ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἔμειναν εἰς τὴν χῶραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπὼν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας τῶν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ· «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ μακάριος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα Του εἶπεν ἐπίσης· «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ καὶ ἀγωνισταὶ εἰς τὴν παράταξιν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς, οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ, τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ἰδού, τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ματαίου, τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τους ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ἔχουν ὡς ὁδηγόν των τὸν σατανᾶν. Παρεδόθητε καὶ παραδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὑλικὴν ἰσχύν, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ Ἀντιχρίστου. Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, «τὴν κενὴν ἀπάτην», τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεῖας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου μήτε ὀσμὴ ὑπάρχει τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Φώτης Κόντογλου

(Ἐστάλη πρὸς τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ)

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017


Ἡ Σημαία
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω
μὲ λαχτάρα σταματῶ
καὶ περήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή,
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς Πατρίδος ἡ ψυχή.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κῦμα ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκο ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶναι ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
κάθ᾿ ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω
σὰν μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μ᾿ ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή·
νἄσαι πάντα δοξασμένη
ὦ! σημαία γαλανή.

Ἰωάννης Πολέμης

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ
Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος τακτικά νά πλησιάζει τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Ἡ καλύτερη καὶ ἁγιώτερη πρόσκληση… «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» λέει ὁ ἱερεύς, ὄχι «ἀπέλθετε»!.. Παίρνουμε Χριστό Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστημένο. Καὶ τότε ὅλα τὰ δύσκολα σημεῖα δὲν ἔχουν καμιά θέση στὴ ζωή μας… Ἀκτινοβολοῦμε καὶ μοσχοβολᾶμε ἀπό ζωή Χριστοῦ. Καὶ ἀπολαμβάνουμε τὴ χαρά τοῦ Οὐρανοῦ ἀπό ἐδῶ, γιατί «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν».
«Εἶμαι πολύ ἄρρωστος, Κύριε, νά λέει, δέξαι με, ὡς βαριά ἄρρωστο, ὡς ἑτοιμοθάνατο». “Ἔτσι πρέπει νά πιστεύει ὅταν πλησιάζει τὸ Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Καὶ ἔχει ἀνάγκη, πολλή ἀνάγκη νὰ πάρει Σῶμα καὶ Αἷμα Κυρίου, γιὰ νὰ δυναμώσει τὸν ἑαυτόν του. Γιὰ νὰ νικήσει τὸν ἑαυτόν του. Γιὰ νὰ ἀγωνισθεῖ καλύτερα.

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Κύριε, εἶσαι κρυμμένος
Κύριε,
εἶσαι κρυμμένος
πίσω ἀπὸ τόσα αἰνίγματα,
ἴσκιους,
σκοτεινὲς παραβολὲς
- πῶς να σε βρω;

Ὅμως
εἶναι στιγμὲς
ποὺ σὲ ἀναγνωρίζω:
μιὰ ξαφνικὴ ἀφθονία
στὴν καρδιά μου
σὲ προδίνει.

Τάσος Λειβαδίτης

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017


Ὅλα εἶναι πνευματικὰ προβλήματα
Ἕνας ἀκόμη σύγχρονος Στάρετς, ὁ Στάρετς Σέργιος, συμφωνεῖ μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου καὶ τοῦ Γέροντος Παϊσίου: «Στὴ βάση τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν», παρατηρεῖ, «βρίσκεται ἡ ὑπερηφάνεια. Θεμέλιο τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς κέντρου τῶν πραγμάτων. Ὅλοι οἱ ψυχικὰ ἀσθενεῖς ἔχουν ὡς κέντρο τὸν ἑαυτό τους».
Ἐδῶ ὁ Γέροντας ταυτίζεται πλήρως μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἐγωισμὸ ὡς αἰτία τῆς κατάθλιψης. Καὶ συνεχίζει: «Αὐτό, βεβαίως, δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι ὑπεύθυνοι για τὴν ἀσθένειά τους. Ἡ ὑπερηφάνεια, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα πάθη, ἔχουν σὲ κάθε ἄτομο ποικίλες προελεύσεις: τὴν προσωπικὴ βούληση, ἀλλὰ καὶ τὴν κληρονομικότητα, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, τὴν κοινωνία, τὶς προσωπικὲς σχέσεις καὶ τὴν ἱστορία τοῦ καθενός. Κάθε πνευματικὸς Πατέρας πρέπει να εἶναι ταυτόχρονα καὶ ψυχίατρος. Κάθε ψυχικὴ ἀσθένεια ἔχει στὴν βάση της πνευματικὰ προβλήματα». Καὶ ἐδῶ ὁ Γέροντας Σέργιος ταυτίζεται μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο, ποὺ διδάσκει ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ λεγόμενα «ψυχολογικὰ» κρύβονται πνευματικὰ προβλήματα καὶ δαιμόνια.
«Ἡ πνευματικότητα», παρατηρεῖ ὁ Στάρετς Σέργιος, «καλύπτει καὶ περιλαμβάνει τὰ πάντα. Ἑπομένως, μία πνευματικὴ πράξη μπορεῖ να θεραπεύσει». Ἐδῶ ὁ Γέροντας ἀπαντᾶ σ’ αὐτοὺς ποὺ λένε ὅτι (τάχα) χρειάζεται Πνευματικὸς γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ ψυχολόγος-ψυχίατρος γιὰ τὰ ψυχολογικὰ προβλήματα. Ὅλα εἶναι πνευματικὰ προβλήματα καὶ χρήζουν τὴν Θεία Χάρη γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.
«Ὁ ψυχίατρος ποὺ δὲν εἶναι πνευματικὸς ἄνθρωπος», σημειώνει εὔστοχα ὁ Γέροντας Σέργιος, «μπορεῖ νὰ ἀνακουφίσει τὸν ἀσθενῆ, νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ξαναβρεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ βελτιώσει τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ κατὰ βάθος τὸν ἀφήνει ἄδειο, γιατὶ δὲν τοῦ λέει πῶς νὰ βρεῖ ἕνα νόημα στὴν ὕπαρξή του. Κάτι πού, ἀντιθέτως, κάνει ὁ πνευματικὸς Πατέρας». Νὰ ἡ τεράστια διαφορὰ προσφορᾶς τῶν μὲν ἀπὸ τοὺς δέ. Ἡ «ἀπουσία νοήματος ζωῆς» εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα στὸν σημερινὸ σύγχρονο «πολιτισμένο» ἄνθρωπο.
Ἡ θεραπεία ἐπίσης ἀπὸ τοὺς ψυχιάτρους δὲν γίνεται στὸ βάθος ἀλλὰ στὴν ἐπιφάνεια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης· εἶναι μία θεραπεία κυρίως στὴν συμπεριφορὰ καὶ ὄχι στὸ «εἶναι», στὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Οἱ ψυχίατροι καὶ οἱ ψυχολόγοι ἀγνοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ἐν πολλοῖς ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξή της. «Ἀντίθετα μὲ ὅ,τι ἰσχυρίζεται ὁ Φρόυντ», ὑπογραμμίζει ὁ Στάρετς, «ἡ βάση τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν δεν εἶναι ἡ σεξουαλικότητα, ἀλλὰ ἡ ὑπερηφάνεια». Ἡ νόσος τοῦ διαβόλου (ἡ ἀλαζονεία-ὑπερηφάνεια) εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀρρωσταίνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
«Ἡ ὑπερηφάνεια», ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Παΐσιος, «γεννᾶ τὸν ἐγωισμό». Ὁ διάβολος, μπαίνοντας στὴν ὑπερήφανη-ἐγωκεντρικὴ ψυχή, τὴν γεμίζει μὲ λύπη, κόπωση καὶ ἀπόγνωση.
Κάποιος ρώτησε τὸν Γέροντα Παΐσιο σχετικὰ μὲ τὴν στενοχώρια ποὺ τοῦ ἐρχόταν γιὰ τὶς πτώσεις του:
–Γέροντα, κάμπτομαι ἀπὸ τὴν στενοχώρια γιὰ τὶς πτώσεις μου καὶ κουράζομαι στὸν ἀγώνα μου.
– Ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ εἶναι. Ἐπειδὴ δὲν «κάμπτεις», γι’ αὐτὸ ἀποκάμνεις μετά. Δὲν ὑπάρχει ταπείνωση, μετάνοια, συντριβή· ὑπάρχει ἐγωισμὸς καὶ ὁ ἐγωισμὸς πάντα φέρνει λύπη καὶ ἄγχος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μετάνοια, ἀλλὰ στενοχωριέται ἀπὸ ἐγωισμό, ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐπειδὴ ξέπεσε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τότε ὑπάρχει μέσα του ἀγωνία, φαρμάκι, πόνος.
Ὁ καταθλιπτικὸς ἄνθρωπος βιώνει ἀκριβῶς τὴν λύπη, τὸ φαρμάκι, τὸν πόνο, διότι δὲν «κάμπτει», δὲν ταπεινώνεται, δὲν μετανοεῖ, ἀλλὰ στενοχωριέται, ἐξ αἰτίας τοῦ πληγωμένου του ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπαρέσκειας.
Πολλὲς φορὲς ἡ ὑπερβολικὴ στενοχώρια γιὰ τὰ πάθη καὶ τὶς πτώσεις μας ὑποκρύπτει μία αὐτονομημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ προσπάθεια ἠθικῆς βελτίωσής μας καὶ ἕναν μεγάλο ἐγωισμό.

Ὁ στάρετς Μακάριος ἔγραφε σὲ ἕνα προφανῶς καταθλιπτικὸ πρόσωπο: «Λὲς ὅτι ἡ ἀδυναμία σου νὰ ἀντισταθεῖς στὸν πειρασμό, ἡ βραδύτητά σου νὰ νικήσεις τὰ πάθη σου καὶ ἡ γενικὴ ἠθικὴ ἀδυναμία σου σὲ πιέζουν πολύ, πράγμα ποὺ ἁπλὰ ἀποδεικνύει ὅτι στηρίζεις τὴν σωτηρία σου στὶς δικές σου δυνάμεις… Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ταπείνωση, παρὰ μόνο ἂν ἀντικρίζουμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας ὅπως πραγματικὰ εἶναι – ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν». Ἡ Ρωσία τῶν στάρετς τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν ἀρκετὰ ἐξοικειωμένη μὲ τὴν κατάθλιψη... Ἡ κατάθλιψη θεωρεῖτο σύμπτωμα τῆς ὑπερηφάνειας, καὶ ἡ θεραπεία της ἦταν ἡ ταπείνωση.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017


Βράδυ
Οἱ γιαγιάδες, μπρὸς στὶς θύρες καθιστές,
μοιάζουν ἥσκιοι, ὅσο σιμώνει ἀργὰ τὸ βράδυ
τὰ παιδιὰ φωνάζουν μέσα στὶς αὐλὲς
καὶ τὸ μάγγανο ὅλο τρίζει στὸ πηγάδι.
Ἡ βοδάμαξα βογγᾶ κι ἀργοπερνᾶ
φορτωμένη ἕνα σωστὸ βουνὸ δεμάτια
καὶ παραπατοῦν τὰ βόδια της τὰ ὀκνὰ
μὲ τὰ ὁλόμαυρα τὰ κουρασμένα μάτια.
Τὰ φορτώματα, ἀπὸ ξύλα καὶ κλαριά,
ἕνα ὁλόκληρο, περνοῦνε, καραβάνι,
καὶ μιὰ βέργα ἀπὸ κομμένη λυγαριὰ
στῆς γιαγιᾶς τὸ μαῦρο σκάλωσε φουστάνι.
Πῆρε βράδυ. Λιγοστεύουν οἱ φωνὲς
καὶ τὸ μάγγανο σωπαίνει στὸ πηγάδι
κι οἱ γιαγιάδες πιὰ σηκώνονται σκυφτὲς
καὶ στὸ λύχνο πᾶν νὰ σιάξουνε τὸ λάδι.

Μιχάλης Στασινόπουλος

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017


Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματικὴ
Πῆρε νὰ χειμωνιάζει. Πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει.
Ἀνάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο πού, ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. Ἐπειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις, οὔτε κἂν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια, ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου - παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοὶ κάποιο, ἁπλῶς, σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω - καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἄγωνά της μὲ τὴ γνώση - ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὰ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε του Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μίαν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρά, ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σε μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω. Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νὰ ᾿χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό σε ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ, φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ -τὸ χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾷ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017


Καὶ ἂν σὰν ἄνθρωπος πέσῃς...
Νὰ δυναμώνῃς μὲ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια καὶ ὅτι ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὴ τὴν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς κι ὄχι γιὰ τοὺς ῥάθυμους καὶ ὀκνηρούς. Ν᾿ ἀρχίζῃς τὸν ἀγώνα σου μ᾿ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὄχι μὲ δειλία, διότι καὶ τὸ ὡραιότερο ἔργο εἶναι ἄχρηστο ὅταν γίνεται ἀπὸ ἄνδρα δίψυχο, ποὺ τὸ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς θέλει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μας.
Νὰ ἔχῃς τὴν ἐλπίδα σου βέβαιη στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν πάῃ ὁ κόπος σου χαμένος. Ὁ Κύριος εἶναι σπλαγχνικὸς καὶ δίνει τὴ χάρη Του σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ ζητᾶνε μ᾿ ἐπιμονή. Τὸν μισθὸ τὸν δίνει ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴ δουλειὰ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ δείξαμε. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Προσευχήσου μὲ δάκρυα, διάβαζε τὶς θεῖες Γραφές, κάνε ἐλεημοσύνες. Ἀρκεῖ νὰ θερμαίνῃς τὴν καρδιά σου μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Μὴν ὑπολογίσῃς τὴ φυσικὴ ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ δειλιάσῃς. Διῶξε μακρυὰ τὴ φιλαυτία, τὴν πλεονεξία καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Μίσησε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας καὶ ἀγωνίσου μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἂν σὰν ἄνθρωπος πέσῃς, πάλι νὰ σηκωθῇς καὶ ποτὲ μὴ γυρίσῃς στὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή σου. Πάντα μπροστὰ προχώρα μὲ χαρὰ καὶ προθυμία στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, κι Αὐτὸς θὰ σ᾿ ἀνεβάσει στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.

Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστὸ
Πολὺ μὲ συγκινεῖ μία λεπτομέρεια
στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ
καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν.
Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολυτίμους λίθους
(τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ’ ἡ πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρὸ κομμάτια ἀπὸ ὑαλί,
κόκκινα, πράσινα ἢ γαλάζια. Τίποτε
τὸ ταπεινὸν ἢ τὸ ἀναξιοπρεπὲς
δὲν ἔχουν κατ’ ἐμὲ τὰ κομματάκια αὐτὰ
ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τοὐναντίον
σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ
κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων.
Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἤρμοζε νὰ ἔχουν,
τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἦταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν
στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός,
μία Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρονίκου Ἀσάν. 

Κωνσταντῖνος Καβάφης

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017


Ἡ ζωντανὴ παρουσία
Ὁ κ. Γιῶργος Ἰωαννίδης, γιατρὸς παθολόγος ἀπὸ τὸ Βόλο, (προσωπικὸς τότε γιατρὸς τοῦ τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:
«Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ὅπου εἶχα ἔλθει μὲ τὴν οἰκογένειά μου γιὰ προσκύνημα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1997, κι ἐνῶ βρισκόμουν στὴν πύλη της, αἰσθάνθηκα μέσα μου μία δυνατὴ ἐπιθυμία νὰ πάω νὰ ξαναπροσκυνήσω τὸν τάφο τοῦ Γέροντα Ἰακώβου. Αἰσθανόμουν ὅπως αἰσθάνεται κάποιος ποὺ ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο καὶ θέλει νὰ γυρίσει νὰ τὸ πάρει. Πραγματικὰ γύρισα μὲ τὸν γιό μου καὶ στὸ ἕνα μέτρο πρὶν ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα βλέπω κάτω στὴ γῆ ἕνα κομποσχοίνι.
Παίρνω τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι μου, τὸ ὑψώνω καὶ τὸ κρατῶ ἐπιδεικτικά, ὥστε ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς γύρω προσκυνητὲς τὸ ἔχασε, νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ ‘ρθεῖ νὰ τὸ πάρει. Ἐκείνη ὅμως ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ἀκούω φωνὴ πίσω μου, ποὺ μοῦ ἔλεγε: «Τί ψάχνεις; Γιὰ σένα εἶναι τὸ κομποσχοίνι». Γυρίζω καὶ σὲ ἀπόσταση ἑνὸς μέτρου βλέπω ὁλοζώντανο τὸν Γέροντα Ἰάκωβο νὰ μοῦ χαμογελᾶ. Τὸν εἶδα ὁλοκάθαρα. Διέκρινα τὴν ὑγρασία τῶν ματιῶν του, τὶς φλεβίτσες στὸ πρόσωπό του, τὴ γενειάδα του, ὅπως τὴν εἶχε. Ἔνιωσα κάτι τὸ ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Αὐτὴ ἡ κυριολεκτικὰ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Γέροντα Ἰακώβου μπροστά μου ἦταν καθοριστικὴ κι ἔβαλε μέσα μου τὴ σφραγίδα περὶ τῆς βεβαιότητας τῆς θείας Παρουσίας».

Ἀρχιμ. Κύριλλος Ἱ. Μ. Ὁσίου Δαυΐδ

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017


Ἀπ' ὅλα τ΄ ἄστρα τ΄ οὐρανοῦ
Ἀπ' ὅλα τ΄ ἄστρα τ΄ οὐρανοῦ ἕνα εἶναι ποὺ σοῦ μοιάζει,
ἕνα ποὺ βγαίνει τὸ πουρνό, ὅταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποιά βρύση σὲ ποτίζει, 
ποὺ στέκεις πάντα δροσερὸ κι' ἀνθεῖς καὶ λουλουδίζεις; 

Μὰ σὺ ΄σαι μιὰ βασίλισσα, π' ὅλον τὸν κόσμο ὁρίζεις, 
σὰ θέλης παίρνεις τὴ ζωή, σὰ θέλης τὴ χαρίζεις. 

Ὄντε σ' ἐγέννα ἡ μάννα σου, ὁ ἥλιος ἐκατέβη 
καὶ σοῦ ΄δωκε τὴν ὀμορφιὰ καὶ πάλι μετανέβη.

Ποιός ἥλιος λαμπερότατός σοῦ ΄δωκε τὴν ἀνθάδα,
καὶ ποιά μηλιά, γλυκομηλιά, τὴ ροδοκοκκινάδα; 

Σὰν τί τὸ θέλει ἡ μάννα σου τὴ νύχτα τὸ λυχνάρι, 

ὁπ΄ όχει μέσ' 'ς τὸ σπίτι της τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο
Ὑποστηρίζεται ἀπὸ ὁρισμένους ὅτι τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν ἑλληνικὸ καὶ δὲν ἀποτέλεσε κανενὸς εἴδους συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Δὲν εἶχε δημοκρατία, ἢ ἔστω δημοκρατικοὺς θεσμούς.
Δὲ νομίζω ὅτι οἱ σύγχρονοι ἕλληνες εἶναι περισσότερο ἕλληνες ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς. Μέσα στὸ χρόνο, μὲς στοὺς αἰῶνες, οἱ φυλὲς δὲ μένουν καθαρές, ὑπάρχουν ὅμως ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τῶν πολιτισμῶν ποὺ παραμένουν ἐθνικά. Οἱ βυζαντινοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ποὺ ἄλλαξε λίγο, ἀλλὰ οἱ γλῶσσες ἀλλάζουν, ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ φιλοσοφικὴ ζωὴ πάρα πολύ, ἦταν μὲν ὑπήκοοι ἑνὸς αὐτοκράτορα, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ αὐτοκράτορας ἔπρεπε νὰ φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εὔκολα λαϊκὲς ἐξεγέρσεις. Τὸ χειρότερο ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν γιὰ τὸ Βυζάντιο εἶναι πὼς ἦταν, μᾶλλον, ἕνα γραφειοκρατικὸ κράτος. Ὅμως εἶχε μία πολὺ μορφωμένη γραφειοκρατία, πολὺ πιὸ μορφωμένη ἀπὸ τοὺς γραφειοκράτες τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Καί, τί ἐννοεῖτε μὲ τὴ λέξη «δημοκρατία»; Ἦταν ὅλη ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δημοκρατική; Ὄχι. Θὰ ἔλεγα στοὺς Ἕλληνες ποὺ ὑποστηρίζουν κάτι τέτοιο, νὰ διαβάσουν τὴν ἴδια τους τὴν ἱστορία, εἰδικότερα τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας. Ἐκεῖ, θὰ βροῦν πολλὰ νὰ κατακρίνουν... Ποτέ μου δὲν κατάλαβα τί ἀκριβῶς σημαίνει «δημοκρατία». Στὰ περισσότερα μέρη τοῦ κόσμου σήμερα, δημοκρατία σημαίνει νὰ σὲ κυβερνοῦν τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, οἱ ἐφημερίδες, ἡ τηλεόραση. Διότι, εἶναι θεμιτὸ νὰ ἔχουμε αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «λαϊκὴ ψῆφος» ἀλλά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ κρίνουν μόνοι τους κι ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι στὸ σύγχρονο κόσμο ποὺ δὲ σκέφτονται τότε μεταφέρουν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια ὅσων κατέχουν τὰ ΜΜΕ, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχουν, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξουν τὸ δύσκολο δρόμο καὶ νὰ μορφώσουν ὅλο τὸν κόσμο. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ὄχι ὅλοι εὐτυχῶς, εἶναι ἀνεύθυνοι. Δημοκρατία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μόνον ἐὰν ἔχουμε ἕνα ὑψηλῆς μόρφωσης κοινό. Σὲ μία πόλη σὰν τὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχε δημοκρατία χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε πὼς περνοῦσαν οἱ σκλάβοι ἢ οἱ γυναῖκες, διότι οἱ ἄνδρες εἶχαν ὅλοι πολὺ καλὴ μόρφωση. Συνήθως δὲν ἐξέλεγαν τοὺς κυβερνῆτες τους, τραβοῦσαν κλῆρο, σὰ νὰ τὸ ἄφηναν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ˙ καμία σχέση μὲ τὴ βουλὴ τῶν κοινοτήτων.
Ὑπῆρχε κοινωνικὸ κράτος στὸ Βυζάντιο;
Ἡ Ἐκκλησία ἔκανε πολλὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ Βυζάντιο εἶχε πλήρη κοινωνικὴ αἴσθηση. Τὰ νοσοκομεῖα ἦταν πολὺ καλά, ὅπως καὶ τὰ γηροκομεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν κυρίως στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι μόνο σὲ αὐτὴν, ὑπῆρχαν καὶ κρατικά. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλόβαθμους ἀξιωματούχους τοῦ κράτους ἦταν ὁ Ὀρφανοτρόφος. Σίγουρα ἡ Ἐκκλησία ἔπαιξε βασικὸ κοινωνικὸ ρόλο. Δὲν ἦταν ἁπλὰ ἕνα καθεστὼς ἐρημιτῶν ποὺ κάθονταν στὸ Ἅγιον Ὅρος˙ ἦταν κι αὐτό, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα ἀπὸ μοναστήρια στὶς πόλεις. Τὰ μοναστήρια φρόντιζαν τοὺς Οἴκους γιὰ τοὺς γέροντες, τῶν ὁποίων οἱ μοναχοὶ μόρφωναν τὴ νεολαία, κυρίως τὰ ἀγόρια, γιατί τὰ κορίτσια μορφώνονταν στὸ σπίτι, καὶ τὰ περισσότερα παρεῖχαν πολὺ καλὴ μόρφωση. Τὰ κορίτσια τοῦ Βυζαντίου εἶχαν πολλὲς φορὲς καλύτερη παιδεία διότι «ἀπολάμβαναν» περισσότερη ἰδιωτική προσοχή. Νομίζω ὅτι ἡ βαθμολογία ποὺ θὰ δίναμε στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸ Βυζάντιο εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλή.
Καὶ ἡ παιδεία τους, κατὰ τὸ Μέγα Βασίλειο, ὄφειλε νὰ στηρίζεται στὸν Ὅμηρο, τὸν «διδάσκαλο τῶν ἀρετῶν».
Ἦταν γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Γραμματείας. Εἶναι ἀξιομνημόνευτο, ὡστόσο, ὅτι δὲν ἔδιναν μεγάλη σημασία στοὺς Ἀττικοὺς Τραγωδούς, ἀλλὰ στοὺς λοιποὺς ποιητές. Ὑπάρχει ἡ διάσημη ἱστορία μίας ἑλκυστικῆς κυρίας, φίλης ἑνὸς αὐτοκράτορα, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἡ Ἄννα Κομνηνή. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυρία περνοῦσε, κάποιος τῆς φώναξε ἕναν ὁμηρικὸ στίχο, ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν Ἑλένη στὴν Τροία, κι ἐκείνη κατάλαβε τὸ ὑπονοούμενο. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος νὰ τῆς ἐξηγήσει κάποιος, ποιανοῦ ἦταν οἱ στίχοι. Ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια ἤξεραν τὸν Ὅμηρο. Ἡ Ἄννα Κομνηνὴ δὲν ἐξηγεῖ ποτὲ τὰ σημεῖα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται στὸν Ὅμηρο, ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες της τὰ γνώριζαν.
Ἀμόρφωτοι, δὲν ὑπῆρχαν στὸ Βυζάντιο;
Ἄλλα ἦταν τὰ προβλήματα τῆς βυζαντινῆς γραμματείας. Ἦταν τόσο καλοὶ γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ὥστε ἐπηρεάστηκαν στὴ διαμόρφωση τῆς γλώσσας. Πολλοὶ ἱστορικοὶ ἤθελαν νὰ γράψουν σὰν τὸν Θουκυδίδη, δὲν ἤθελαν νὰ γράψουν στὴ γλώσσα ποὺ τοὺς ἦταν πιὸ φυσικὴ, ἀλλὰ στὴν ἀρχαία. Ἡ μεγάλη τραγωδία τῶν βυζαντινῶν γραμμάτων ἦταν ἡ ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὴν κλασσικὴ γραμματεία. Ὄχι γιατί δὲν γνώριζαν ἀρκετά, ἀλλὰ γιατί γνώριζαν πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὸ δικό τους «δημιουργικὸ» καλό.

Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Ἐργαζόμουνα γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου
Ὁ βίος τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὰ ἑξήντα πρῶτα χρόνια του περασμένου αἰῶνα. Γεννήθηκε στὰ 1797 καὶ πέθανε στὶς 27 Ἀπριλίου 1864. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σᾶς τὸν διηγηθῶ. Τὸ μόνο ποὺ θὰ προσπαθήσω εἶναι νὰ σᾶς δώσω λίγα ἀκόμη παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ Ἀπομνημονεύματα, τοῦ πὼς βλέπει καὶ ἀντιδρᾷ ὁ Μακρυγιάννης στὰ γεγονότα. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι περισσότερο ἀπὸ μία ἱστορία γεγονότων. Εἶναι μία ἱστορία τῶν συναισθημάτων τοῦ λαοῦ του στὴ μεγάλη αὐτὴ περίοδο ποὺ γέννησε τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα.
Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀκόμη βρέφος ὅταν ἡ οἰκογένειά του, κυνηγημένη ἀπὸ τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανῖτες «ποὺ θέλαν νὰ σκλαβώσουν τὸ χωριό τους», ἀναγκάζεται νὰ καταφύγει στὴ Λιβαδειά. Ἑφτὰ χρονῶ ξενοδουλεύει γιὰ ν᾿ ἀλαφρύνει τοὺς γονεῖς του. «Ἤθελαν νὰ κάνω δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ» μας λέει «κι αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου». Γίνεται ἀνυπόφορος θεληματικᾶ· τὸν διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονῶ τὸν βρίσκουμε στὴ Ντεσφίνα κοντὰ σ᾿ ἕνα πατριώτη του. Μᾶς διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο:
«Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα σ᾿ ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα [...]. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τ᾿ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμε στὸ παγγύρι. Μόδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω. Ἐτσακίσθη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε στὸ ξύλο. Δὲ μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο· περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν κι ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονο δὲν ἧβρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώσει. Ἔκρινα εὔλογο νὰ προστρέξω στὸν Ἁϊγιάννη, ὅτι στὸ σπίτι του μὄγινε αὐτήνη ἡ ζημιὰ καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴ νύχτα μέσα στὴν ἐκκλησιά του καὶ κλειῶ τὴν πόρτα κι ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες: καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσει ἄρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα, κι ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντῆλι ἀσημένιο. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο».
«Κάναμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο». Ὡστόσο ὁ χριστιανὸς ἅγιος κρατᾷ τὶς συμφωνίες πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα. Γιατί ὁ Μακρυγιάννης πηγαίνει στὴν Ἄρτα σ᾿ ἑνὸς Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του καὶ ἐμπορεύεται μόνος του τόσο καλὰ ποὺ στὶς παραμονὲς τῆς ἐπανάστασης «εἶχε καζαντίσει τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέη». «Τότε ἔφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ἀσημένιο, πιστόλες κι ἄρματα, κι ἕνα καντῆλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα στὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι ἀληθινὸ φίλο, τὸν Ἁϊγιάννη, ποὺ σῴζεται ὡς τὸ σήμερο [...]. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ποὺ δοκίμασα».
Στὰ 1820 πάνω κάτω «μπαίνει στὸ μυστικὸ» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. «Μπῆκα στὸ μυστικό» λέει πάλι «καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου κι ἐργαζόμουνα γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου νὰ τὴ δουλέψω ῾λικρινῶς, καθὼς τὴ δούλεψα, νὰ μὴ μὲ εἰπεῖ κλέφτη καὶ ἅρπαγο, ἀλλὰ νὰ μὲ εἰπεῖ τέκνο της κι ἐγὼ μητέρα μου».

Γιῶργος Σεφέρης

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017


Πρώτη μέρα στὸ σχολειό
«Τόση βιάση καὶ σπουδή;
Γιὰ ποῦ πᾶς, καλὸ παιδί;
Κίνησες νωρὶς-νωρὶς
καὶ τρεχάτος προχωρεῖς;
Στάσου δὰ νὰ διασκεδάσεις
μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Πλάσης!
Κόψε ἀπ᾿ τὰ περβόλια πάλι
τοῦ χινόπωρου τὰ κάλλη!»
«Νὰ σταθῶ; Δὲν εὐκαιρῶ,
γιατὶ πάω στὸ φτερό.
Καὶ ποῦ πάω, νὰ στὸ πῶ;
Στὸ σχολειό μου π᾿ ἀγαπῶ!
Ἄνοιξε γιὰ πρώτη μέρα.
Βλέπεις τὰ παιδιὰ ἐκεῖ πέρα;
Ἔχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστὰ κάθε μιὰ τάξη».
«Εἶσαι, βλέπω, μαθητής.
Μὰ στὸν ὦμο τὶ κρατεῖς,
ποὺ μὲ τὴ ματιὰ τὴν πρώτη
σ᾿ ἔκαμα γιὰ στρατιώτη;»
«Εἶναι τ᾿ ἄρματά μου αὐτά,
τ᾿ ἀκριβά τ᾿ ἀγαπητά:
Τὸ κοντύλι μου κι ἡ πλάκα,
τὸ βιβλίο μου στὴ σάκα.
Κι ἔλα πιὰ νὰ σὲ χαρῶ,
μὲ ρωτᾶς κι ἀργοπορῶ...
Εἶναι ἡ ὥρα περασμένη,
ἄκου, ὁ κώδωνας σημαίνει.

Τέλλος Ἄγρας

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017


Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ
Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ἡ χαρά. Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ πνευματικὴ τρέλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέει ὁ Δαβίδ: “Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον”. Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνεις, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνεται στοὺς “καθαροὺς τῇ καρδίᾳ”. Ὅσο μπορεῖτε, νὰ νηστεύετε, ὅσες μετάνοιες μπορεῖτε νὰ κάνετε, ὅσες ἀγρυπνίες θέλετε ν’ ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ νὰ εἶστε χαρούμενοι. Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει αἰώνια εὐφροσύνη. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλὴ γαλήνη, τὴν γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν πάντερπνη εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Εὔχομαι “ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾗ πεπληρωμένη”.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Τὰ κακὰ τοῦ εἰσρεύσαντος πλούτου
Νέαν ζωὴν βλέπομεν καὶ αὖθις ἀναθάλλουσαν ἀπὸ τοῦ 1850 διὰ τῆς εἰσροῆς ρωσσικῶν κεφαλαίων ἐν Ἁγίῳ Ὄρει εἰς ἔμψυχον καὶ ἄψυχον ὑλικόν. Ἀφειδεῖς δωρεαὶ κατ᾽ ἀρχὴν εἰς χρῆμα, ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη, διὰ μνημόσυνα τῶν Τσάρων καὶ Μεγιστάνων τῆς αὐλῆς, πλούσιαι προσφοραὶ εἶτα πρὸς ἐξαγορὰν ἠρειπωμένων Κελλίων μετὰ τῶν περιοχῶν των, ἐξαγοραὶ συνειδήσεων καὶ κάμψεις ἀντιστάσεων διὰ τῆς χρήσεως «ἀργυρέων βελῶν». Καὶ τὰ ἐκ τούτων, ἐπάνοδος αὖθις εἰς τὸ ὑλιστικὸν πνεῦμα, εἰσαγωγὴ τῆς πολυτελείας, ἅμιλλα οἰκοδομικῆς ρωσσικοῦ ρυθμοῦ καὶ μετατροπὴ τῆς «Σκήτης τῶν Καρυῶν» εἰς πολύβοον παζάρι, μὲ τὰ ἀπαραίτητα οὐζοπωλεῖα.
Τὰ ταπεινὰ οἰκήματα, τὰ παρεκκλήσια τοῦ Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, ἀντικατέστησαν ὀγκώδη μέγαρα πολυώροφα καὶ τροῦλλοι μετὰ ξυστῶν γοτθικοῦ ἢ καὶ ἀκατανοήτου ρυθμοῦ. Κατ᾽ ἀρχὴν τὸ πρᾶγμα δὲν ἐθεωρεῖτο καὶ τόσον σοβαρὸν ἀλλ᾽ ὅτε τὰ ἀγορασθέντα ταπεινὰ Κελλία ὑψούμενα ἔναντι τῶν κυριάρχων Μονῶν εἰς μεγαλυτέραν ἐμφάνισιν ἤρχισαν νὰ ἐπισκιάζουν αὐτὰς καὶ εἰς ἀριθμὸν εἰσέτι Μοναχῶν, τότε συνῆλθον οἱ ἐν αὐταῖς καὶ ἐτέθησαν ἀντιμέτωποι, καὶ κατηναλώθη τὸ ἥμισυ τοῦ αἰῶνος εἰς ἄκαιρον ἀνταγωνισμόν, ἐξαφανίσαντα πᾶσαν ἰκμάδα πρὸς πνευματικὴν παραγωγήν. 
Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν εἰσεχώρησαν τὰ κακὰ τοῦ εἰσρεύσαντος πλούτου. Τὰ ἐργόχειρά των ἠγοράζοντο προθυμότατα, ἡ ζωγραφικὴ ἀπέβη πηγὴ πλούτου καὶ αἱ εὐλογίαι ἐδίδοντο ἀβραμιαίως μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ δύναται καὶ σήμερον ὁ ἐπισκέπτης νὰ διακρίνῃ τὸ Κυριακὸν τῶν Σκήτεων, ἔν τισιν ἐξ αὐτῶν, διότι οἱ τροῦλλοι τῶν Καλυβῶν τὸ ἀποκρύπτουσιν. 
Ἡ περίοδος αὕτη δύναται νὰ ὀνομασθῇ «τῆς ἀχαλινώτου φαντασιοπληξίας καὶ ἐπιδείξεως», ἐποχὴ παραμορφώσεως τῆς σεμνῆς ἁγιορειτικῆς Πολιτείας καὶ τοιαύτη οὐχὶ μόνον εἰς τὴν οἰκοδομικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλλιτεχνίαν διόλου. Τὰς σεμνὰς εἰκόνας τῆς τέχνης τοῦ Πανσελήνου καὶ τῶν Κρητῶν ἀντικατέστησαν νέαι τοιαῦται ρωσσικῆς ἐμφανίσεως, ἵνα καὶ ἐν τούτῳ ἱκανοποιηθῇ ἡ ἐπίδειξις τοῦ νεοπλουτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ματαιοδοξίᾳ του δὲν δύναται νὰ διακρίνῃ στοιχειωδῶς κἂν τὴν Ραχὴλ ἀπὸ τῆς Λείας, καὶ νομίζει ὅτι ἡ ἀξία τῆς τέχνης ἔγκειται εἰς τὸν ὄγκον τῶν ἀργυρεπιχρύσων ἐπικαλυμμάτων.

Γέρων Γαβριὴλ Διονυσιάτης (1886-1983)

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017


Μετάνοια...
Ἕνας ἀδελφὸς ἐξομολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη:
- Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθῇς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.

-Ἕως ὅτου σὲ βρῇ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μόνο εὐχήσου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια.

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017


Περὶ ἀγάπης...
Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.
Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.
- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.
- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:

- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017


Ἡ σιωπὴ
Πολλοὶ ἐκλαμβάνουν τὴν σιωπή Του ὡς ἔνδειξη τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς «δὲν ὑπάρχει», «πέθανε»...
Ἄν ὅμως σκεφτόμασταν σὲ ποιά θέση φέρνουμε τὸν Θεὸ μὲ τὰ πάθη μας, τότε θὰ βλέπαμε ὅτι Αὐτὸς δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ μόνο νὰ σιωπήσει...
Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017


Ἀπολυτίκιον - Ἦχος β'
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσί θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.