Κυριακή 30 Ιουλίου 2017


Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος
Συνέβη τὸ Πάσχα τοῦ 1935, στὸ ἁγιορείτικο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου. Μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης συνηθίζεται νὰ συνάζονται ὅλοι οἱ πατέρες στὸ ἀρχονταρίκι καὶ νὰ ἀνταλλάσσουν εὐχὲς μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ μεταξύ τους. Ὁ νεόκουρος μοναχὸς π. Θωμᾶς, μὴ γνωρίζοντας τὴν τάξη, πῆγε μὲ τοὺς γεροντότερους μοναχοὺς μπροστὰ μπροστά. Ὁ ἡγούμενος τὸν εἶδε καὶ τὸν παρατήρησε. Ὁ π. Θωμᾶς εἶπε τὸ «εὐλόγησον». Τότε ὁ καθηγούμενος π. Σεραφεὶμ γύρισε καὶ εἶπε στὸν π. Θωμᾶ: «Πάτερ Θωμᾶ, πήγαινε, σὲ παρακαλῶ, κάτω στὸ ὀστεοφυλάκιο νὰ πεῖς στὰ ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων πατέρων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἔλα μετὰ πάλι ἐδῶ».
Ὁ π. Θωμᾶς, ὁ ἁπλός, ὁ ταπεινός, ὁ πρόθυμος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ καθόλου, ἔτρεξε στὸ ὀστεοφυλάκιο καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὁ ἡγούμενος μὲ ἔστειλε νὰ σᾶς πῶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Καὶ τότε συνέβη τὸ ὑπέρλογο γεγονός. Ὅλα τὰ ὀστᾶ σκίρτησαν, ἔτριξαν, χόρεψαν, ἀναπήδησαν! Ἕνα κρανίο, μάλιστα, σηκώθηκε ἕως ἕνα μέτρο ψηλὰ καὶ ἀπάντησε στὸν χαιρετισμὸ τοῦ γέροντα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος». Ἀμέσως ἔγινε καὶ πάλι νεκρικὴ σιγή. Ὁ π. Θωμᾶς ἐπέστρεψε  πίσω σὲ περίπου δέκα λεπτά, καθὼς τὸ κοιμητήριο καὶ τὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς βρίσκεται κοντὰ στὸ ἀρχονταρίκι. 
Μόλις τὸν εἶδε ὁ  ἡγούμενος, τὸν ρώτησε ἂν εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» στοὺς κεκοιμημένους. Ἐκεῖνος ἀπάντησε καταφατικά. Τότε ὁ ἡγούμενος ξαναρώτησε: «Καὶ σοῦ ἀπάντησαν;» Χαρούμενος ὁ ἁπλούστατος π. Θωμᾶς εἶπε ὅτι τοῦ ἀπάντησαν οἱ νεκροὶ τὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη», διηγήθηκε ὅλο τὸ συμβὰν στὸν ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος ἔκπληκτος τὸν ρώτησε ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἄκουσε λάθος. Ὁ εὐλογημένος π. Θωμᾶς νόμιζε πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ τυπικὸ ποὺ συμβαίνει κάθε χρόνο στὸ μοναστήρι καὶ δὲν τοῦ φάνηκε κάτι ἰδιαίτερο!

Τὸ περιστατικὸ ἔχει καταγράψει ὁ πολιὸς καὶ σεβαστὸς ἁγιορείτης, ἐπίσκοπος Ροδοστόλου π. Χρυσόστομος, ἀπὸ παλαιοὺς ἁγιοπαυλίτες οἱ ὁποῖοι ἦσαν παρόντες στὸ συμβάν. 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017


Πιάνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ
Πιάνουν ν' ἀνθίσουν τὰ κλαριὰ κι ὁ πάγος δὲν τ' ἀφήνει,
θέλω κι ἐγὼ νὰ σ' ἀρνηθῶ κι ὁ πόνος δὲν μ' ἀφήνει.
Σύρε νὰ πεῖς τῆς μάνας σου, νὰ μὴ μὲ καταριέται,
τὶ θὰ τὴν κάνω πεθερά, τὶ θὰ τὴν κάνω μάνα,
στὴν κόρη της τὴ δεύτερη, σ' ἐσὲ τὴ μαυρομάτα,
πού 'χεις τὰ ματοτσίνορα σὰν φράγκικο δοξάρι.
Τὸ χέρι σου τὸ παχουλό, τ' ἄσπρο καὶ τὸ δροσάτο,
νὰ τὸ εἶχα γιὰ προσκέφαλο σ' ἕνα μαρμαροβούνι,
νὰ σὲ χορτάσω φίλημα, στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια.
Χαμήλωσε τὸ φέσι σου καὶ σκέπασε τὰ φρύδια,
νὰ μὴ φανοῦνε τὰ φιλιά, νὰ μὴ σὲ καταλάβουν

καὶ σὲ ζηλέψουν τὰ πουλιά, τῆς ἄνοιξης τ' ἀηδόνια.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Ὁ 100χρονος ἡγούμενος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ
Ὁ ἡγούμενος τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἀπάντησε πρόσφατα σὲ κάποιες ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν Οὐκρανία καὶ γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει ἡ εἰρήνη στὴν χώρα.
«Νὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ βοηθᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μὴν τοὺς ξεχωρίζεις σέ «δικούς μας» καὶ «δικούς σας». Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ 100χρονου ἡγουμένου τῆς ρωσικῆς (οὐκρανικῆς) ἁγιορείτικης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀρχιμανδρίτου Ἱερεμία, σὲ ἐρώτηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ζαπορόζιε καὶ Μελιτουπόλεως κ. Λουκᾶ.
«Οἱ Οὐκρανοὶ προσκυνητὲς ρωτοῦν πολλὲς φορές: Τί συμβαίνει; Πότε θὰ ἔχουμε εἰρήνη; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: Ἡ τυπικὴ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, οἱ κατηγορίες καὶ οἱ συκοφαντίες ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀποσχιστικὲς τάσεις, ἡ λατρεία τῶν ἀνέσεων, τῶν χρημάτων καὶ τῶν διασκεδάσεων εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀναστάτωσης στὴν χώρα, ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεός.
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς προφητεῖες, ἡ προφητεία μας ὅμως δίδεται γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ὀργανώσουμε τὴν προσωπική μας πνευματικὴ ζωὴ ἢ γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, γιὰ νὰ συμβεῖ ὅμως αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουν νοῦ καθαρὸ καὶ νὰ μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ γεγονότα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Αὐτὸ προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη μιᾶς πνευματικῆς ἁπλότητας, ἀγάπης καὶ προσευχῆς, τὰ ὁποία φέρνουν μία διάκριση, καὶ ὄχι τὸ νὰ «βυθίζεσαι» στὴν πληθώρα τῶν εἰδήσεων τοῦ Τύπου. 
Γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται, εἶναι οὐσιῶδες νὰ ζοῦμε μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν πνευματική μας ζωὴ καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς εἰλικρινὴ μετάνοια, χωρὶς συνεχὴ συμμετοχὴ στὶς ἀκολουθίες, χωρὶς τὴν μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς σεβασμὸ γιὰ τὸν πλησίον μας. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χωρίζονται σὲ «ἐμεῖς» καὶ «ἐσεῖς», σὲ «πατριῶτες» καὶ «σχισματικούς», σὲ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν ρωσικὰ καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν οὐκρανικά, ἐπειδὴ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θὰ δεῖτε τὰ πάντα ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Σᾶς φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ξέχασε, Ἐκεῖνος ὅμως μᾶς ἀγαπάει καὶ θέλει τὴν σωτηρία μας. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς σώσει χωρὶς τὴν θέλησή μας καὶ τὴν ἐνεργὴ συμμετοχή μας.

Ἁμαρτάνοντας καὶ μένοντας ἀδιόρθωτοι, ἐναντιωνόμαστε στὴν σωτηρία μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς ἐφαρμόζει θεραπεῖες πικρὲς καὶ ἐπώδυνες», εἶπε ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἱερεμίας.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017


Ἡ Ἀνάστασις εἰς τὸ χωρίον
Τὴν πρωίαν τοῦ Μ. Σαββάτου ἐσήμανεν ὁ κώδων τὴν λειτουργίαν. Μεταξὺ τοῦ ἱερέως, τοῦ φιλοτίμου χωρικοῦ κὺρ Γιάννη, καὶ τοῦ φιλοξενουμένου ὑπ᾿ αὐτοῦ, εἶχε συμφωνηθῆ ὅτι ἡ λειτουργία θὰ ἐγίνετο βραδύτερον, κατὰ τὴν ὀγδόην ὥραν, ἀλλ᾿ ἐναντίον τῆς συμφωνίας ἔγινε ταχύτερον μάλιστα καὶ τῆς ἑβδόμης. Ἐπωφελούμενος ὁ ἀγαθὸς χωρικὸς κὺρ Γιάννης τὸ φίλυπνον καὶ ὀκνηρὸν τοῦ ξένου του, ἐσκέφθη νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ κοιμηθῇ μέχρι τῆς ὀγδόης, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ναὸν ἀνέγνω μὲν αὐτὸς τὰς Προφητείας, συνέψαλε δὲ μετὰ τοῦ ἱερέως καὶ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», καὶ ὁ ξένος του ἔμεινε κοιμώμενος νήδυμον.
Ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία διὰ τὴν Ἀνάστασιν ἔμελλε νὰ σημάνῃ ἐνωρίς, τὴν δεκάτην ὥραν, τοῦτο δὲ διὰ νὰ λάβωσιν εἴδησιν καὶ οἱ πόρρω κατοικοῦντες ποιμένες καὶ βοσκοί, νὰ προλάβωσι τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ Εὐλογητὸς δὲν θὰ ἐλέγετο ἀμέσως, ἀλλὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, ἡ δὲ πρώτη κροῦσις τοῦ κώδωνος ἦτο ἁπλῶς μήνυμα πρὸς τοὺς «τηλοῦ τῶν ἀγρῶν οἰκοῦντας», βοσκοὺς καὶ κολλήγους. Ἀλλ᾿ ὁ εὐλαβὴς ἱερεύς, ὅστις δὲν ἐνόει νὰ παραλίπῃ ἐκ τοῦ Τυπικοῦ οὐδὲ κεραίαν, εἰσελθὼν μόνος εἰς τὸν ναὸν ἀπὸ τῆς ὀγδόης καὶ ἡμισείας, ἔμεινεν ἀναγινώσκων τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Μόλις ὅμως ἀντήχησεν ἡ πρώτη τοῦ κώδωνος δόνησις, καὶ ὁ φιλόξενος ἀγρονόμος κὺρ Γιάννης, λαβὼν τὴν ὑπερμεγέθη λαμπάδα του, ἣν εἶχε παραγγείλει ἐξ Ἀθηνῶν, ὅλην ἐκ καθαροῦ κηροῦ, λησμονήσας τὰς ἑσπερινὰς συνθήκας, καθ᾿ ἃς ὁ πρῶτος κώδων θὰ ἦτο διὰ τοὺς ἀπωτέρω οἰκοῦντας ἀγροδιαίτους πιστούς, ἔσπευσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ παράδειγμά του ἐμιμήθησαν καὶ ἄλλοι τῶν συγχωρικῶν, καὶ τότε ὁ ἀγαθὸς ἐφημέριος ἠναγκάσθη νὰ βάλῃ Εὐλογητὸν πρὸ τῆς ὥρας. Ἐψάλησαν ὅμως ἀργὰ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», ἐψάλησαν τριπλᾶ καὶ τετραπλᾶ, καὶ οὕτω τὴν δωδεκάτην ὥραν τοῦ μεσονυκτίου ἀκριβῶς ἐτελέσθη ἡ Ἀνάστασις.

Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν φεύγῃ τις τὰς Ἀθήνας καὶ τὴν τύρβην των, ὅσον ἀμιγῶς καὶ ἂν ἐπιθυμῇ νὰ ἑορτάσῃ τὰς ἡμέρας ταύτας, τὸ φάσμα τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ βῆμα πρὸς βῆμα, τὰ προϊόντα τῶν νεωτέρων ἐφευρέσεων τὸν καταδιώκουσιν, ἀδύνατον δὲ νὰ μείνῃ τις ἥσυχος οὐδὲ στιγμήν. Βεγγαλικὰ φῶτα καὶ ἄλλα βέβηλα πράγματα ἐκάησαν προκλητικῶς ἔξω τοῦ ναοῦ, εὐθὺς ὡς ἐξήλθομεν νὰ κάμωμεν Ἀνάστασιν, ὁ δὲ ἀνεκτικώτατος ἱερεὺς δὲν ἐνόμισεν φρόνιμον νὰ τὰ ἀπαγορεύσῃ. Ὁ καπνὸς αὐτῶν συνεφύρθη ἀνευλαβῶς μὲ τὴν ἱερὰν εὐωδίαν τοῦ θυμιάματος, ὁ κρότος τῶν πυραύλων ἀνεμίγη μὲ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος. Τέλος ἐπανήλθομεν εἰς τὸν ναόν, καὶ ἤρξατο ψαλλόμενον τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί». Οἱ καλοὶ χωρικοὶ μετὰ μεγίστης εὐλαβείας ἠκροῶντο τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ὁ δὲ ἀξιόλογος ποιμὴν Ν. Σκοῦφος, προσενεγκὼν εὐσεβῶς ἀνήρτησεν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ μανουαλίου, ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ δεσπότου Χριστοῦ, τσαντίλαν νωποῦ τυροῦ, ἄλλο πασχάλιον ἔθιμον τῶν ἀγροτῶν τῆς Ἑλλάδος. Μεγίστη τάξις καὶ θρησκευτικὴ προσήλωσις ἐπεκράτει καθ᾿ ὅλην τὴν ἀκολουθίαν. Μόνον δύο ἢ τρεῖς κύριοι καὶ ἄλλαι τόσαι κυρίαι εὑρίσκοντο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐν τῷ ναῷ, ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ἀπῆλθον νὰ κοιμηθῶσι, καλῶς πράξαντες, διότι τὸ παρεκκλήσιον ἦτο στενόχωρον, καὶ ἀποχωρήσαντες ἀφῆκαν τόπον διὰ τοὺς λοιπούς.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαζομένων διέπρεπεν ὁ ἀξιοσέβαστος μπαρμπα-Τσάμης, ἀπόστρατος ἐνωμοτάρχης τῆς χωροφυλακῆς, διακριθεὶς εἰς τὴν καταδίωξιν τῆς λῃστείας, καὶ δυνάμενος νὰ διηγηθῇ ἐν εἴδει ἐποποιίας ὅλην τὴν μακρὰν ἱστορίαν τῶν κατορθωμάτων της. Ὁμοίως ὁ Νικόλας, ὅστις διέπρεψεν εἰς ὅλας τὰς ἐπαναστάσεις τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Κρήτης, καὶ ἠξεύρει ἐκ στήθους ὅλην τὴν ἱστορίαν τούτων, καὶ ὁ Ἀντώνης, ὁ ἐπιλεγόμενος βουλγαρομάστιξ, ὅστις εἶναι ἱστορία μόνος του.
Γενομένου τοῦ ἀσπασμοῦ, ἤρξατο ἡ λειτουργία μέχρι τῆς 2ας ὥρας πρὸς ὄρθρον. Ὅτε ἐλάβομεν τὸ ἀντίδωρον καὶ ἐξηρχόμεθα ἐκ τοῦ ναοῦ, ἄλλο γνήσιον ἑλληνικὸν ἔθιμον ἐφείλκυσε τὴν προσοχήν μου περὶ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας. Εἷς τῶν χωρικῶν, ὅστις ἐκτελεῖ χρέη ἐπιτρόπου ἐν τῷ παρεκκλησίῳ, διένειμεν εἰς τοὺς ἐξερχομένους ᾠὰ κόκκινα, προσφωνῶν ἑνὶ ἑκάστῳ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Ἔλαβον τὸ δοθέν μοι ᾠόν, καὶ ἐγκαρδίως ηὐχήθην εἰς τὸν ἀγαθὸν χωρικὸν πᾶν καταθύμιον. Τότε ἕκαστος τῶν χωρικῶν, φέρων ἀνημμένην τὴν λαμπάδα, ἀπῆλθεν οἴκαδε.
Τὸ κατ᾿ ἐμέ, ἀφοῦ ἐπεσκέφθην διὰ βραχέων τὸν φιλόξενον χωρικὸν κὺρ Γιάννην, μετέβην εἰς τὸ μικρὸν μαγαζίον τοῦ χωρίου, καὶ ἐκεῖ ἀπήλαυσα ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὴν ἡδονὴν τῆς συνδιαλέξεως μετὰ τῶν χωρικῶν, ἀνθρώπων μὲ ἀνοικτὴν καρδίαν. Εἷς αὐτῶν εἶχε φέρει ἐκ τῆς οἰκίας του σούπαν καὶ βραστόν, τυρὸν καὶ αὐγὰ κόκκινα, καὶ ἐγεύθημεν ὁμοῦ τὸ πασχάλιον. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζῃ, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐνύσταζον, ἐσκέφθην ὅτι τὸ καλύτερον ἦτο νὰ περιμείνω τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν διάβασιν τῆς ἁμαξοστοιχίας τοῦ σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρῆλθον δὲ ἀνεπαισθήτως αἱ ὧραι ἐν τῷ μέσῳ τῆς φαιδρᾶς συνδιαλέξεως, τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, τῆς συγκρούσεως τῶν ποτηρίων, τῆς μαρμαρυγῆς τοῦ ρητινίτου, καὶ τοῦ ἐαρινοῦ τῶν στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εἰς τὸν σταθμόν, μίαν ὥραν μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, συνήντησα δύο ἢ τρεῖς ὁμίλους ἑορταζόντων, καὶ οἱ ὀβελοὶ τῶν ἀμνῶν περιεστρέφοντο ἤδη ἐπὶ τοῦ πυρός. Ἀλλὰ μοὶ ἔκαμαν ἐντύπωσιν δύο ὡραῖοι νέοι Λιδωρικιῶται, οἵτινες ἔψηνον τὸ ἀρνίον κατὰ τὸν τελειότερον ἐκ τῶν γνωστῶν καὶ παραδεδεγμένων τρόπων. Οἱ πρόσθιοι πόδες τοῦ ἀμνοῦ δὲν ἐφαίνοντο, χωμένοι ἐντὸς τῆς σαρκός, τὸ ἔντερον περιέβαλλεν ἑπτάκις ἢ ὀκτάκις ὡς ζώνη ἔξωθεν τὸν ἀμνόν, οἱ νεφροί, χωρὶς ν᾿ ἀποσπασθῶσιν ἐκ τῶν σπλάγχνων, εὑρίσκοντο ἑκατέρωθεν προσκεκολλημένοι ἔξωθεν ἐπὶ τοῦ ἰσχίου. Τὴν πυρὰν δὲν εἶχον ἀνάψει μὲ κλήματα, ἀλλὰ μὲ κορμὸν ἀγρίου δένδρου. Μοὶ εἶπον ὅτι τὰ κλήματα εἶναι ὁ εὐκολώτερος τρόπος, ἀλλὰ «διὰ τοὺς ἀτζαμῆδες».
Τοὺς ἠρώτησα ἂν ἀληθεύῃ, ὅτι οἱ παλαιοὶ κλέπται ἤξευρον μίαν ἄλλην τέχνην, νὰ ψήνωσι τὸ ἀρνίον χωρὶς νὰ φαίνεται οὐδαμόθεν καπνός. Μοὶ ἀπήντησαν μειδιῶντες, ὅτι τοῦτο δὲν ἀληθεύει, ἢ τοὐλάχιστον δὲν ἐφαρμόζεται σήμερον, διότι δὲν εἶναι ἀνάγκη, ὑποθέτω, ἀλλὰ τὸ μόνον σωστὸν εἶναι, ὅτι ἔσκαπτον λάκκον, ἔθετον ἐντὸς τὸ ἀρνίον «μὲς στὸ ἴδιο τὸ ἀρνιακό», τὸ ἔχωνον, ἤναπτον πῦρ ἄνωθεν «ὅσο νὰ τυφλοκαίγῃ» καὶ οὕτω τὸ ἀρνίον ἀντὶ νὰ ψηθῇ ἔβραζεν, ἤρκει νὰ μὴ εἰσήρχετο ἀὴρ μηδαμόθεν. Τοὺς εὐχαρίστησα διὰ τὰς πληροφορίας ταύτας, ὡς καὶ διὰ τὸ σπληνάντερον καὶ τὴν πλόσκαν, δι᾿ ὧν μ᾿ ἐτίμησαν, ἐσύριξεν ἡ ἀτμάμαξα, ἔφθασε τὸ τραῖνον καὶ ἐπεβιβάσθην διὰ τὸ Ἄστυ.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017








Ἡ σκληρότητα ποὺ φέρνει τὴν τρυφεράδα
- Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω;
- Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά.
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ φθάση νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι.
Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν στὸ γηροκομεῖο, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατὶ καθόταν μόνος του ἐκεῖ.
Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιὸν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη:
Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό.
«Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ‘δῶ, γιατί θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον».
Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταῖα εἶχε γκρεμισθεῖ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! 
Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μιὰ μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ.
Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες.
Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα. Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὅρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν!
Καὶ ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση.
Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί.
Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ξεχνιώμαστε· νὰ θυμώμαστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος.
Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Ἐγκράτεια καὶ νηστεία
11.9.88, Μονὴ Βατοπαιδίου
Σεμνοπρεπεστάτη Μ., ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μας μετὰ τοῦ πνεύματός σου.
Πῆρα τὸ γράμμα σου καὶ διάβασα τὸ περιεχόμενο μὲ προσοχή. Ἀξιέπαινα εἶναι ὄχι τὰ θέματα καθ’ ἑαυτὰ ποὺ προβάλλετε ὅσο ἡ καλή σας θέληση καὶ ἀπόφαση γιὰ ἀκριβεστέρα ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ περὶ τούτου πάντοτε εὔχομαι ἀτελείωτη προκοπή.
Πάντοτε, εὐλαβεστάτη, τὸ θέμα τῆς τροφῆς, ὡς τὸ ἀναγκαιότερό μας καθῆκον καὶ στοιχεῖο, ὅλους ἀπασχολεῖ καὶ νὰ μὴν πῶ ὅτι αἰχμαλωτίζει χάριν καὶ τῆς ἰδιαιτέρας χλιδῆς ποὺ χαρακτηρίζει τὴν δική μας γενεά. Τώρα, ἰδίως ἀπότομα, νὰ περικόψουμε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα εἴδη φαγητῶν δὲν εἶναι οὔτε ἐπωφελὲς οὔτε ἀξιέπαινο… μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ἴσως μᾶς αἰχμαλώτισε πέραν τοῦ δέοντος. Καὶ οἱ Πατέρες αὐτὸ δὲν ἐπαινοῦν οὔτε συνιστοῦν ἀλλὰ κατὰ τὴν γνώμη μου ἡ μεσαία λύση εἶναι ἡ πιὸ σωστή. Ποιά; Νὰ μετριάσω μὲ τὴν χρήση, ὥστε ἡ ὑγεία νὰ εἶναι σταθερὴ καὶ κανένας ντόρος νὰ μὴ γίνεται ὅτι ἡ Μ. δῆθεν δὲν κρεοφαγεῖ ποὺ εἶναι ἄσκοπος ἀγώνας τύφου καὶ οἰήσεως. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ γλυκὰ γιατί καὶ αὐτὰ στὸ μέτρο τῆς χρείας εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὁμαλότητα καὶ ἰσορροπία τῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε ἡ ἐγκράτεια σὰν ἀπαραίτητος κανόνας τῆς ζωῆς μόνο ἔτσι ἐφαρμόζεται καὶ γίνεται μετὰ ἡ ἀφορμὴ τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς ὁμαλότητος στὴν ζωή. Ὁλόκληρος ὁ ψυχοσωματικὸς τρόπος καὶ ὅρος τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὴν συμμετρία αὐτὴν τῆς γενικῆς ἐγκρατείας τῆς διαίτης συνίσταται καὶ ὅλη ἡ ἰσορροπία τῆς κατ’ ἄμφω ὑγείας σώματος καὶ ψυχῆς ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει.
Τότε καὶ ὁ ταραγμένος ὕπνος ἰσορροπεῖ καὶ οἱ κακὲς σκέψεις καὶ προσβολὲς χάνονται καὶ ἡ αὔξηση τοῦ ζήλου καὶ τῆς προθυμίας γεννᾶται.
Ἔτσι, λοιπόν, νὰ κάμεις χωρὶς ἄλλες ὑπερβολὲς καὶ ἂν κάποτε δὲν τὰ καταφέρεις νὰ μὴν ἀπογοητευτεῖς ἀλλὰ νὰ ἀρχίσεις πάλι καὶ πάλι, καὶ Χάριτι Χριστοῦ θὰ κερδίσεις ὁπωσδήποτε.
Εἶσθε κοινωνικὸς ἄνθρωπος καὶ σὲ δύσκολους καὶ ἀνθυγιεινοὺς καιροὺς καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ ζεῖτε μὲ μοναστικὰ προγράμματα ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ σήμερα δὲν μποροῦν νὰ φυλάξουν.
Μὲ πολλὲς εὐχὲς καὶ στοργὴ ἐν Χριστῷ
Ταπεινὸς Γ. Ἰωσὴφ μ.

Γέρων Ἰωσὴφ Βατοπαιδινὸς

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017


Ἡ μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου
Οἱ παρατηρήσεις τῆς ψυχολογίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀξιόλογες, διότι περιγράφουν ὅτι πέρα απὸ τὴν λογικὴ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο βαθύτερο. Ὅμως, οἱ ψυχολογικὲς ἀναλύσεις εἶναι παιδικὲς σὲ σχέση μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καίτοι οἱ παρατηρήσεις τῆς ψυχολογίας εἶναι ἀξιόλογες, ἐν τούτοις ἡ μέθοδος θεραπείας ποὺ προσφέρει εἶναι πολὺ ἄσχημη. Ἡ ψυχανάλυση δὲν θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο, μᾶλλον τὸν συγχύζει περισσότερο.
***
Πρέπει νὰ κάνουμε διάκριση μεταξὺ νευρολογίας καὶ ψυχολογίας. Οἱ νευρολόγοι προσφέρουν πολλὰ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, διότι δίνουν μερικὰ φάρμακα καὶ ἰσορροποῦν κοινωνικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ αυτοὶ δὲν θεραπεύουν, ἁπλῶς κατευνάζουν τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν θεραπεία τῶν λογισμῶν. Ἀπὸ τὴν θεραπεία τῶν λογισμῶν γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ σώματος. Ἔτσι, ναὶ μὲν οἱ νευρολόγοι μὲ τὰ φάρμακα ἰσορροποῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν τὸν θεραπεύουν.
***
Τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι μας ἐδῶ στὴν Ἀγγλία δὲν συνάντησα κάποιον ποὺ νὰ θεραπεύθηκε μὲ τὴν ψυχανάλυση, καίτοι εἶναι ἀνεπτυγμένη στις δυτικὲς κοινωνίες. Ὅμως, πρέπει νὰ εἴμαστε δίκαιοι, ὅτι δηλαδὴ οἱ νευρολόγοι -ἰατροί, ποὺ δίνουν φάρμακα στοὺς ἀσθενεῖς, εἶναι πιὸ ταπεινοὶ ἀπὸ τοὺς ψυχαναλυτὲς καὶ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἰσορροπήσουν κοινωνικά. Ἐπίσης, βοηθοῦν καὶ τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὑπάρχουν προβλήματα νευρολογικῆς φύσεως, ἀπὸ διαφόρους λόγους.
***

Τὸ πνευματικὸ πρόβλημα, δηλαδὴ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει συνέπειες καὶ στὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εὔκολα προσανατολίζεται πρὸς τὴν νέα κατεύθυνση μὲ τὴν μετάνοια, τὸ σῶμα ὅμως, ὅταν ἔχη βλαφθῆ, ἀργεῖ νὰ συντονισθῆ στὴν νέα κατάσταση. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής». Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸ σῶμα, ποὺ ἔχει ταλαιπωρηθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ μὲ τὰ φάρμακα, ἀλλὰ ἡ τελικὴ θεραπεία θὰ προέλθη ἀπὸ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
***
Δυστυχῶς, αὐτοὶ ποὺ συγχέουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴν ψυχανάλυση ἔχουν θέσεις μέσα στὴν κοινωνία καὶ ἡ γνώμη τους ἀκούγεται περισσότερο.
***
Στὸν ψυχολογικὰ ἄρρωστο ἄνθρωπο δὲν ἀσθενεῖ ἀπλῶς τὸ λεγόμενο ὑποσυνείδητο, ἀλλὰ ὁ νοῦς, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς.
***
Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωή, δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ ψυχανάλυση. Σὲ κληρονομικὰ προβλήματα βοηθᾶ ἡ νευρολογία.
***
Ἡ ψυχολογία τῶν ψυχιάτρων ἔχει μιὰ ἄλλη αἴσθηση, σαφῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δηλαδὴ ἡ ἀνθρωπολογία τους εἶναι διαφορετική.
***
Οἱ ψυχολόγοι ἐρευνοῦν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ μὲ ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἀλλὰ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, βλέποντας τὴν ἐσωτερική τους ἀκαθαρσία, ἀπελπίζονται. Ἀντίθετα, ὅταν βλέπουμε τὴν ἐσωτερική μας ἀκαθαρσία μέσα στὸ πνεῦμα τῆς κατανύξεως εἶναι διαφορετικά, γιατὶ δημιουργεῖται προσευχὴ μὲ ἐλπίδα στὸν Χριστό.
***
Ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ψυχολογίας καὶ ἐν Χριστῷ ζωῆς. Η ψυχολογία ἐπιδιώκει νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ συμπλέγματα ἐνοχῆς, ἐνῶ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ βιώνουμε τὴν ὀδύνη, τὸν πόνο λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως απὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν σταματοῦμε τὴν μετάνοια ἕως ὅτου μεταμορφωθῆ αὐτὴ ἡ ὀδύνη.
***
Λυπᾶμαι γιὰ τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ ψυχολογία.
***
Ἡ διαφορὰ μεταξὺ ψυχολογικοῦ καὶ πνευματικοῦ γεγονότος εἶναι διαφορὰ μεταξὺ ἀνθρωπίνου καὶ θείου. Τὰ πάντα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι καρπὸς ἀνθρωπίνης συνεργείας καὶ θείας Χάριτος.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017


Ἀπόκρισις περὶ ἀναξίων ἀρχόντων
Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἤ βασιλεὺς ἤ ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τὶς καρδιές σας». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι ποὺ εἶναι ἀνάξιοι προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἤ καὶ κατὰ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητός των. Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.
Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο, ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;» Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».
Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ' αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπέκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ' ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνη ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεὶς πρώην ἤ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατὶ αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».
Γι' αὐτὸ λοιπόν, ἄν ποτὲ δῆς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἤ ἄρχοντα ἤ ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ' αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.

Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017


Αἱ Ἀθῆναι ὡς Ἀνατολικὴ πόλις
Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὕτη μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγαλοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.
Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.
Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ.
Ὁ κόσμος καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν᾿ ἀκούω μουσικὴν καὶ ᾆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἢ τῆς ἀυπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρά τινος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίσῃ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχον μορφωθῆ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξὺ τῆς νεολαίας. Διὰ τοὺς δευτέρους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ᾿ ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας.
Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἐκήδοντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,
ὁ ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱὸς τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ᾿ ὄνομά του, κ᾿ ἡ περιβολὴ κοσμίως ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, ἀλλὰ
δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.
Πρὸ πάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θἆταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,
κ᾿ οἱ τέτοιοι τό ᾿χουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,
ἔμαθ᾿ ἐπάνω-κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·
κ᾿ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μὴ τυχὸν
χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλῶντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινοὺς τὰ ἑλληνικά,
κ᾿ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειό τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·
κ᾿ ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντῖνος Καβάφης

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017


Ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ μαρτυρία
-Τὶ μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε γιὰ τὸ θάρρος τοῦ Χριστιανοῦ νὰ ὁμολογεῖ σήμερα τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸ κάνει;
-Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ζοῦμε σὲ κοινωνίες ἐκκοσμικευμένες, ὅπου Θεὸς εἶναι τὸ χρῆμα. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι λίγο-πολὺ ζωντανὴ σὲ ὅλα τὰ παραδοσιακὰ Ὀρθόδοξα Κράτη, καὶ ἔτσι ὁ πολίτης τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φορέας μιᾶς ζωντανῆς παραδόσεως, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τῆς χώρας του. Μάλιστα, πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ Δύση βλέπουν μὲ νοσταλγία καὶ ἀγωνία πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ζητοῦν τὴν μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων. Τὸ ἐρώτημα «πῶς πρέπει νὰ ὁμολογεῖ ὁ πιστὸς τὴν Ὀρθοδοξία» δὲν εἶναι ἁπλό. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς συνθῆκες καὶ τὰ προσωπικὰ χαρίσματα τοῦ καθενός. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ὁμολογοῦμε μὲ τὴ ζωή μας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, δηλαδὴ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς στὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἡ παρουσία μας νὰ ἀποπνέει τὴν χάρι τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Χριστοῦ.
-Πῶς μπορεῖ νὰ μετριάζεται ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο ἡ ἀρνητικὴ ἐπίδραση τῆς Δύσεως στὴ ζωὴ τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ τῆς Ἀνατολῆς; Πῶς μποροῦμε εμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ βοηθήσουμε τὴν Δύση;
-Δὲν ὑπάρχει τώρα πιὰ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἐφόσον ὁ καπιταλισμὸς καὶ ὁ καταναλωτισμὸς ἔχουν γίνει οἱ βασικὲς ἀξίες τοῦ βίου. Πῶς μπορεῖ νὰ προστατευθεῖ τὸ φρόνημα τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὄνειρο τῆς εὐμάρειας, ποὺ καταστρέφει ζωὲς καὶ συνειδήσεις; Τὸ μυστικὸ γιὰ τὸν κάθε πιστὸ εἶναι πρῶτον, νὰ διατηρήσει τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα, δηλαδή νὰ ἔχει πάντα στὸν νοῦ του τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», καὶ δεύτερον, νὰ μὴ λησμονεῖ ὅτι ὁ βίος αὐτὸς εἶναι περίοδος ἑτοιμασίας γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ μὴ ταυτίζει τὴν ὁδὸ μὲ τὸν προορισμό. Μοναδικὸς σκοπὸς καὶ ἀληθινὴ ἀξία τοῦ βίου εἶναι νὰ ἀποτυπώσουμε μέσα μας τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ζοῦμε τώρα καὶ στὴν αἰωνιότητα μέσα στὸ φῶς Του. Ὅλοι οἱ ἐπὶ μέρους στόχοι πρέπει νὰ ἐκτιμῶνται ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο συμβάλλουν στὸν πρωταρχικὸ στόχο.

Στὸ ἐρώτημα «πῶς μποροῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ βοηθήσουμε τὴν Δύση», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: «μὲ τὸ νὰ εἴμαστε πραγματικὰ Ὀρθόδοξοι. Νὰ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ νὰ βιώνουμε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος –τὴν ἀγάπη– ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε τὴν μεγάλη σημασία τοῦ μοναχισμοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθόδοξου ἤθους. Τὰ μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦν σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἶναι ὀάσεις χαρισματικοῦ βίου. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐκκλησίες ποὺ δὲν διατηροῦν ὀργανωμένα μοναστήρια πάσχουν περισσότερο ἀπὸ ἐκκοσμίκευση καὶ ἀπὸ θεολογικὴ σύγχυση. Μακάρι νὰ μπορέσουν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτὸ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, καὶ νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπάνδρωση καὶ ἀνάπτυξη τῶν μονῶν, χωρὶς νὰ θεωροῦν τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς ὑπαλλήλους τους.
-Σήμερα ὁ ζῆλος γιὰ την προσευχὴ ἐλαττώθηκε περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε. Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε πιὸ προσευχόμενοι; Ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς;
-Ὁ ζῆλος γιὰ τὴν προσευχὴ ἐλαττώθηκε, γιατὶ ἐλαττώθηκε ἡ πίστη. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θέλει νὰ ἀποκτᾶ ἀμέσως καὶ χωρὶς κόπο αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ. Ὅταν βλέπει ὅτι αὐτὸ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις του, καταφεύγει σὲ ἄλλα μέσα, ὅπως εἶναι ἡ μαγεία. Οἱ πιστοὶ ἐπηρεαζόμεθα ἀπὸ τοῦτο τὸ πνεῦμα. Θέλουμε ἄμεσα ἀποτελέσματα, καὶ συνήθως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ δικό μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὑπάρχει ἔλλειμμα πίστεως, ἐλπίδας καὶ ἀγάπης. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἀκόμη κι ἂν δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθοῦμε, πρέπει νὰ ὁρίζουμε ἕνα μικρὸ διάστημα καθημερινά, καὶ τὰ λεπτὰ αὐτὰ νὰ στεκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ πρόγραμμα αὐτό. Ἔτσι, σιγὰ σιγὰ ἡ προσευχὴ καλλιεργεῖται, καὶ ὁ Θεὸς κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του στὴν καρδιά μας, καὶ ἡ προσευχὴ γίνεται ἡ φυσικὴ κατάσταση τῆς ὑπάρξεώς μας. Μιὰ σύντομη, περιεκτικὴ καὶ δοκιμασμένη προσευχὴ εἶναι ἡ λεγόμενη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαγγελθεῖ σὲ κάθε χῶρο, χρόνο καὶ περίσταση, καὶ εἰρηνεύει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ θείου ὀνόματος.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ψάχνουμε γιὰ ἀποτελέσματα, γιατὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ φέρει ἄγχος, ἀγωνία ἢ καὶ πλάνη. Πρέπει μόνο νὰ στεκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ -αὐτὸ ἔχει τὴν μεγαλύτερη ἀξία, ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό- καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ὅτι εἶναι συμφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους
Συνέντευξη σὲ ρουμανικὸ περιοδικό

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Ἀπαλλαγὴ κανένας δὲν ἐζήτησε
Σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάποτε μὲ πλησίασε μία Γερόντισσα, καὶ λέει: «Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». «Μὰ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ τοὺς καλογήρους, θὰ ἐξομολογήσω καλογριές;» «Ὄχι, θέλω νὰ πῶ τὸν λογισμό μου», λέει. «Ἔ, πὲς τὸν λογισμό σου».
Ἀφοῦ εἶπε κι ἐκείνη τὰ βάσανά της -γιατὶ πάντα βάσανα θὰ σοῦ πεῖ, δὲν θὰ σοῦ πεῖ χαρές-, λέει: «Εἶδα, σὰν ἕνα ὅραμα, ὅτι πάνω σ' ἕνα βουναλάκι καθόντουσαν οἱ Πατριάρχαι Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ λέω: Οἱ Πατριάρχαι εἴσαστε; Ναί, λένε, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
-Νὰ 'ρθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
-Ἔλα.
-Ἀπὸ ποῦ νὰ 'ρθω;
-Νά, ἀπὸ ΄κεῖ, ἀπ' τὸν δρόμο.
-Δὲν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
-Μά, δὲν βλέπω δρόμο.
-Ψάξε, βρὲ εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
-Μά, αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι δεκαπέντε πόντους, πῶς θὰ περάσω; Ὅλο ἀγριοπούρναρα καὶ ἀγκάθια. Θὰ σχίσω τὰ φορέματά μου, θὰ ματώσω τὰ ποδάρια μου.
-Ἄ, κι ἐμεῖς ἀπὸ 'κεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω.»
Τὸ πράγμα θέλει νὰ πεῖ ὅτι διὰ μέσου τῶν θλίψεων, διὰ μέσου τῶν στενοχωριῶν, διὰ μέσου τοῦ αἵματος, ὁ ἄνθρωπος θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Μὲ ἀμεριμνία καὶ μὲ ἄνεση, μὲ αὐτοκίνητο, δὲν πᾶμε, πάτερ, στὸν Παράδεισο. Θὰ δώσεις αἷμα, νὰ πάρεις πνεῦμα. Ἔτσι κι αὐτὴ ἡ Γερόντισσα, δὲν ἀναφέρω τ' ὄνομά της: καρκίνο, ἐγχειρήσεις, τοῦτο, ἐκεῖνο, αὐτό, κι ὅμως προσευχομένη εἶδε τὴν Παναγία στὸν θρόνο της: «Περάστε οἱ ὅσιοι», λέει. Ὅλοι οἱ ὅσιοι πέρασαν μπροστά, σὰν παρέλαση, στὴν Παναγία. «Περάστε οἱ μεγαλομάρτυρες».
Αὐτὴ καθότανε ἐκεῖ, Γερόντισσα ἦταν, Ἡγουμένη. Καὶ στὸ τέλος πῆγε, ἔβαλε μετάνοια, φίλησε τὸ χέρι τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα βελοῦδο! Καὶ ἡ Παναγία τῆς εἶπε: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή», καὶ ξύπνησε. Δηλαδή, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι μαθήτρια καὶ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, θ' ἀνέβεις κι ἐσὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό.
Ἀπαλλαγὴ κανένας Ἅγιος δὲν ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὑπομονὴ νὰ χαρίσει. Ἂν κάνεις ὑπομονή, θὰ 'χεις καὶ λιγάκι μισθό, ἂν θὰ 'χεις ἀπαλλαγή, δὲν ἔχεις τίποτες, μισθὸ δὲν ἔχεις.

Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017


Καλῶς ἀνταμωθήκαμεν ἐμεῖς οἱ ντερτιλῆδες
Καλς νταμωθήκαμεν ἐμες ο ντερτιλδες,
νὰ κλάψουμε τὰ ντέρτια μας καὶ τὰ παράπονά μας.
Πάλε καλαῖς ἀντάμωσαις, πάλε ν’ ἀνταμωθοῦμε,
στὸν Ἅγιο Λιά, στὸν πλάτανο, ψηλὰ στὸ κρυονέρι,
πὄχουν οἱ κλέφταις σύνοδο κι οἱ καπιταναραῖοι,
πὄχουν ἀρνιὰ καὶ ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
ὅπ' ἔχουν καὶ γλυκὸ κρασὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
κι ἔχουν τὴν Γκόλφω στὸ πλευρὸ καὶ τοὺς κερνάει καὶ πίνουν.
Κι ὁ καπετάνιος τοὺς μιλάει, κι ὁ καπετάνιος λέει,
Γιὰ φᾶτε, πιέτε, βρὲ παιδιά, χαρῆτε, νὰ χαροῦμε
τοῦτον τὸ χρόνο τὸν καλό, τὸν ἄλλο ποιός τὸ ξέρει,
γιὰ ζοῦμε, γιὰ πεθαίνουμε, γιὰ σ΄ ἄλλον κόσμο πᾶμε.


Σάββατο 8 Ιουλίου 2017


Ἑρμηνεία στὸν ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ἐάν τις καταλαλήσῃ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ παρὰ σοί, καὶ καταβάλῃ αὐτὸν καὶ ἐκφαίνῃ κακίαν, μὴ θελήσῃς ἐκκλῖναι κατ'αὐτοῦ, ἵνα μὴ καταλάβῃ σε ἅ οὔ θέλεις.
Συνήθως δικαιολογούμεθα ὅτι ὁ ἄλλος καὶ ὄχι ἐμεῖς κατακρίνει ἐνώπιόν μας κάποιον ἀδελφό. Αὐτὸ εἶναι πρόφασις. Ἄν συμβῆ νὰ ἔρθη κάποιος στὸ κελλί σου μὲ διάθεσι νὰ κατακρίνη, ἄν εἶσαι κύριος, πές του: Νόμιζα πὼς ἤσουν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι τύραννος τῆς ψυχῆς μου. Σὲ παρακαλῶ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐμεῖς ὅμως τὸν δεχόμαστε καὶ ἀρχίζομε καὶ συμπίπτομε, συγκαταπίπτομε καὶ οἱ δυό μας. Ἐσὺ ὄχι μόνον νὰ μὴν κατακρίνης, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἀκούσης λόγο κατακρίσεως, διότι, ἐὰν ἀκούσης, θὰ πῆς καὶ σύ.
Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἀποκαλύπτη ἀδυναμίες, προβλήματα, δυσκολίες τοῦ ἄλλου, μὴ θελήσης καὶ ἐσὺ νὰ συμμετάσχης στὴν συζήτησι καὶ νὰ γίνης ἔτσι συμμάρτυς, ἔστω καὶ ἄν δείχνης πὼς δὲν εἶσαι. Σοῦ λέγει ὁ ἄλλος: Αὐτὸς εἶναι παλιάνθρωπος. Λὲς καὶ ἐσύ: Ὄχι, εἶναι καλός· μόνον ποὺ ὁ καημένος καμιὰ φορὰ τοῦ ξεφεύγει κάτι. Μὲ τὰ λόγια σου τὰ εἶπες ὅλα, μόνον ποὺ δὲν χρησιμοποίησες τὴν λέξι παλιάνθρωπος· ὅμως αὐτὸ ἐννοεῖς. Πρόσεξε λοιπὸν νὰ μὴ σοῦ ξεφύγη λέξις γιὰ τὸν ἄλλον, ἵνα μὴ καταλάβῃ σε ἅ οὔ θέλεις, γιὰ νὰ μὴ σὲ βρῆ ὅ,τι δὲν θέλεις. Δὲν θέλεις τὴν ἀμαρτία; θὰ σὲ βρῆ ἀτιμία. Δὲν θέλεις τὴν ἀρρώστια; θὰ σὲ βρῆ ἀρρώστια.
Τὸ «κατ' αὐτοῦ» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῆ κατὰ τοῦ ὁμιλοῦντός σοι, καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὑπάρχει θαυμάσιο νόημα. Μὴν τὰ βάλης δηλαδὴ οὔτε καὶ μὲ αὐτὸν ποὺ σοῦ μιλάει, διότι, ἄν διαφωνήσης μαζί του, θὰ ἐκφράσης γνώμη ἀντίθετη ἀπὸ τὴν δική του, καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη θὰ ἀρχίση διάλογος, ἀντίδρασις, ἀντίθεσις κατὰ τοῦ ὁμιλοῦντός σοι. Ὅ,τι πῆ ὁ ἄλλος· σταμάτα ἐκεῖ. Μὴ θελήσῃς ἐκκλῖναι κατ' αὐτοῦ, μὴν κατηγορήσης οὔτε αὐτὸν οὔτε τὸν ἄλλον. Αὐτὸ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνης, εἶναι νὰ σιωπήσης ἤ νὰ φύγης. ἄν εἶσαι ἔξυπνος, θὰ ἀλλάξης συζήτησι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Ἄν δὲν εἶσαι, πές του τοὐλάχιστον, σὲ παρακαλῶ, ἄς τὸ ἀφήσωμε αὐτό, γιατὶ θέλω νὰ κοινωνῶ καί, ἐάν μιλήσωμε περὶ τρίτου προσώπου, πρέπει νὰ σταματήσω τὴν θεία κοινωνία. Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κάνης οὔτε αὐτό, τότε νὰ φύγης. Ἐὰν οὔτε νὰ φύγης μπορῆς, σημαίνει πὼς δὲν θέλεις νὰ φύγης, ὅτι σοῦ ἀρέσει νὰ τρῶς κρέας ἀνθρώπων καὶ ὄχι μόνο ζώων. Μὴ θελήσης ὅμως νὰ πέσης μαζί του στὸ ἴδιο παράπτωμα.
Τί ὡραῖα ποὺ τὰ λέγει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας! Εἶναι ἄνθρωπος; Εἶναι οὐράνιος ἄνθρωπος καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ἁπλὲς φαίνονται οἱ λέξεις του, ἔχουν ὅμως τόσο μεγάλο βάθος.

Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017


Ὑπάρχει ὅμως ἕνα μυστικὸ
Δὲν εὐθύνεται μονάχα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὰ παραπτώματά του. Τὰ λάθη, οἱ ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη δὲν εἶναι μόνο προσωπικὰ βιώματα τοῦ ἐξομολογούμενου. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καὶ τὰ βιώματα τῶν γονέων του καὶ εἰδικὰ τῆς μητέρας, δηλαδὴ τὸ πῶς ζοῦσε ἡ μητέρα του, ὅταν τὸν κυοφοροῦσε, ἂν στενοχωριόταν, τί ἔκανε, ἂν κουραζόταν τὸ νευρικό σύστημα τοῦ ἐμβρύου της.
Ὁπότε, ὅταν γεννηθεῖ τὸ παιδὶ καὶ μεγαλώσει, παίρνει μέσα του καὶ τὰ βιώματα τῆς μητέρας του, δηλαδὴ ἄλλου ἀνθρώπου. Δημιουργεῖται μία κατάσταση στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ποὺ τὴν παίρνει μαζί του σ’ ὅλη του τὴ ζωή, ἀφήνει ἴχνη μέσα του καὶ πολλὰ πράγματα ποὺ συμβαίνουν στὴ ζωή του εἶναι ἀπόρροια τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Τὰ φερσίματά του ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν κατάσταση τῶν γονέων του. Μεγαλώνει, μορφώνεται, ἀλλὰ δὲν διορθώνεται. Ἐδῶ βρίσκεται μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα μυστικό. Ὑπάρχει κάποιος τρόπος ν’ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτὸ τὸ κακό. Ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἡ γενικὴ ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μπορεῖ, δηλαδή, νὰ σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός: Πῶς θὰ ἤθελα νὰ ἤμασταν σ’ ἕνα ἥσυχο μέρος, νὰ μὴν εἶχα ἀσχολίες καὶ νὰ μοῦ ἔλεγες τὴ ζωή σου ἀπ’ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τότε ποὺ αἰσθάνθηκες τὸν ἑαυτό σου, ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ θυμᾶσαι καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ σένα, ὄχι μόνο τὰ δυσάρεστα ἀλλὰ καὶ τὰ εὐχάριστα, ὄχι μόνο τὶς ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ τὰ καλά. Καὶ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὶς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τὴ ζωή σου.
Πολλὲς φορὲς ἔχω μεταχειριστεῖ αὐτὴ τὴν γενικὴ ἐξομολόγηση καὶ εἶδα θαύματα πάνω σ’ αὐτό. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ λὲς στὸν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία χάρις καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ’ ὅλα τὰ ἄσχημα βιώματα καὶ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἐνοχὲς διότι, τὴν ὥρα ποὺ τὰ λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀπαλλαγή σου. 

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης