Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014


Ἁγιοβασιλειάτικα
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθῶσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende (μυθοποιίας). Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀντρειωμένοι.
Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:
Σήμερον τὰ φῶτα κι ὁ φωτισμός
καὶ τοῦ Ἰησοῦ μας ὁ βαφτισμός.
Σήμερα ἡ κυρά μας ἡ Παναγιά,
σπάργανα στὰ τίμια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἅη Γιάννη παρακαλεῖ.
«Δύνεσ᾿, Ἅη Γιάννη Πρόδρομε,
γιὰ νὰ μοῦ βαφτίσεις Θεὸν παιδὶ;»
Δύνουμαι καὶ σῴνω καὶ προσκυνῶ,
γιὰ κοντοκαρτέρει ὡς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο,
ν᾿ ἁγιαστοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιαστῇ κι ἀφέντης μὲ τὴν κυρά».
Ἄλλα τῶν ᾀσμάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόμενον τεμάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράμιλλον τὸ ὕψος:
Σήκω, κυρὰ μ᾿, νὰ στολιστῆς, νὰ πᾶς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὸν καλὸ τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καμαροφρύδι.
Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τὸν Ἁγίου Βασιλείου (τὴν Περιτομὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:
Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.
Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».
Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεί συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ, ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:
Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου (τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:)
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.
Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε: Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:
Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:
Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλνει.
Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888


Τετράδιο 164 * Δεκέμβριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου