Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018


Ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας.
Μοῦ τὸ διηγήθηκε μιὰ γυναίκα μὲ πανεπιστημιακὴ μόρφωση:
Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μία γριούλα. Καὶ ζητοῦσε παπᾶ, νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο.
Ὁ παπᾶς ἑτοιμάστηκε καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σὲ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ἡ γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σὲ ἕνα δωμάτιο.
Καὶ νὰ, ξαφνικὰ, ὁ παπᾶς εὑρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ μόνο τὸν ἄρρωστο.
Ὁ ἄρρωστος τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίες τὴν πόρτα καὶ σκούζει.
- Φύγε ἀπὸ ἐδῶ! Ποιὸς σὲ ἐκάλεσε; Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω.
Ὁ παπᾶς τὰ ἔχασε.
- Μὰ δὲν ἦλθα ἀπὸ μόνος μου! Μὲ ἔκαλεσε ἡ γριά!
- Ποιὰ γριά; Ἐγὼ δὲν ξέρω καμμιὰ γριά!
Ὀ παπᾶς, καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου, μία φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν ἐκάλεσε.
Τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὸ πορτραῖτο.
- Νὰ αὐτή!
- Ποιὰ αὐτή, Ξέρεις, τί λές, παπᾶ; Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος. Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῆ. Καὶ μετά, ἐκοινώνησε.
Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Πρωτ. Δημήτριος Ντοῦτκο

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018



Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.
Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.
Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018


Κάλαντα Χριστουγέννων Κρήτης
Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θεία γέννηση νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ᾿ ἡ φύσις ὅλη.
Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων
ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ ποιητὴς τῶν ὅλων.
Κερὰ καμαροτράχηλη καὶ φεγγαρομαγούλα
καὶ κρουσταλλίδα τοῦ γιαλοῦ καὶ πάχνη ἀπὸ τὰ δέντρα,
ἀποὺ τὸν ἔχεις τὸν ὑγυιὸ τὸ μοσχοκανακάρη
λούζεις τον καὶ στολίζεις τον καὶ ῾ς τὸ σκολειὸ τὸν πέμπεις.
Κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδειρε μ᾿ ἕνα χρυσὸ βεργάλι
καὶ ἡ κυρὰ δασκάλισσα μὲ τὸ μαργαριτάρι.
Εἴπαμε δὰ γιὰ τὴν κερά, ἂς ποῦμε γιὰ τὴν βάγια:
Ἄψε βαγίτσα τὸ κερί, ἄψε καὶ τὸ διπλέρι
καὶ κάτσε καὶ ντουσούντιζε εἴντα θὰ μᾶς ε-φέρεις,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ χοιρινὸ κομμάτι,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ ἀγριμιοῦ κομμάτι,
κι ἀπὸ τὸν πίρο τοῦ βουτσιοῦ νὰ πιοῦμε μία γεμάτη.
Κι ἀπὸ τὴν μαύρη ὄρνιθα κανένα αὐγουλάκι
Κι ἂν τό ῾χει κάμει ἡ γαλανὴ ἂς εἶναι ζευγαράκι.
Κι ἀπὸ τὸ πιθαράκι σου λάδι ῾να κουρουπάκι
κι ἂν εἶναι ἀκροπλιάτερο βαστοῦμε καὶ τ᾿ ἀσκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα,
καὶ φέρε καὶ γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦν τὰ παλληκάρια.
Κι ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα ἄσπρη μου περιστέρα,
ἀνοίξατε τὴν πόρτα σας νὰ ποῦμε καλησπέρα.
Δῶστε μας γιὰ τὸν κόπο μας, ὅτι ῾ναι ὁ ὁρισμός σας
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά!

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018



Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθηκε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…» Μ᾿ ἕνα λόγο: Ἂς εὐφραίνωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς ἀγάλλεται ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ποὺ κατόπιν ἔγινε ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀγαλλιᾶσθε μὲ τρόμο καὶ χαρά. Μὲ τρόμο γιὰ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας…
Πάλι διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλι ὑπάρχει τὸ φῶς. Πάλι τιμωρεῖται μὲ σκοτάδι ἡ Αἴγυπτος καὶ πάλι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ τὸν πύρινο στύλο. Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἂς δῆ τὸ μεγάλο φῶς τῆς θεογνωσίας. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Τὸ νεκρὸ γράμμα ὑποχωρεῖ. Τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Οἱ σκιὲς τοῦ νόμου περνοῦν. Ἡ ἀλήθεια θριαμβεύει. Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ ἦταν ἕνας τύπος, τώρα δείχνει ποιὸν προεσήμαινε, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Αὐτός, ποὺ ὡς Θεὸς δὲν ἔχει μητέρα, γεννιέται χωρὶς πατέρα. Γιατί στὸν Δημιουργό της φύσεως δὲν ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε, γιατί «παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ αὐτοῦ καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος». Ἂς φωνάζῃ δυνατὰ ὁ Ἰωάννης Βαπτιστής: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάζω τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας (τῶν Χριστουγέννων).
Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων…»
Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018



Οἶκοι - κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως,
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ * ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν·
τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ * ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν
τὰ τοῦ παραδείσου * ἐντὸς τοῦ σπηλαίου·
ἐκεῖ ἐφάνη * ῥίζα ἀπότιστος * βλαστάνουσα ἄφεσιν,
ἐκεῖ ηὑρέθη * φρέαρ ἀνόρυκτον,
οὗ πιεῖν Δαυὶδ * πρὶν ἐπεθύμησεν·
ἐκεῖ παρθένος * τεκοῦσα βρέφος
τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς * τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ·
διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς * γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο,
ὁ σωτὴρ τῶν βρεφῶν * βρέφος ἐν φάτνῃ ἔκειτο·
ὃν κατανοοῦσα * φησὶν ἡ τεκοῦσα·
«Εἰπέ μοι, τέκνον, * πῶς ἐνεσπάρης μοι * ἢ πῶς ἐνεφύης μοι·
ὁρῶ σε, σπλάγχνον, * καὶ καταπλήττομαι,
ὅτι γαλουχῶ * καὶ οὐ νενύμφευμαι·
καὶ σὲ μὲν βλέπω * μετὰ σπαργάνων,
τὴν παρθενίαν δὲ ἀκμὴν * ἐσφραγισμένην θεωρῶ·
σὺ γὰρ ταύτην φυλάξας * ἐγεννήθης εὐδοκήσας
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
***************
α´. Ἡ Βηβλεὲμ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε.
τὴν ἀπόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ἐλᾶτε νὰ πάρουμε
τοῦ παραδείσου τὰ δῶρα μέσα στὸ Σπήλαιο.
ἐκεῖ ἐφανερώθηκε δέντρο Ὑπερφυσικὸ ποὺ προσφέρει ἄφεσι,
ἐκεῖ μέσα εὑρέθηκε πηγάδι ἀχειροποίητο,
ἀπ᾿ ὅπου ὁ Δαβὶδ παλιὰ ἐπιθύμησε νὰ πιῆ.
ἐκεῖ μέσα βρίσκεται Κόρη ποὺ ἐγέννησε Βρέφος
καὶ σταμάτησεν ἀμέσως τὴ δίψα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαβίδ.
γιὰ τοῦτο πρὸς τὸ Σπήλαιο ἂς τρέξουμε, ἐκεῖ ποὺ ἐγεννήθη
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.
β´. Ὁ Δημιουργός της μητέρας Γιός της θέλησε κι ἔγινε.
ὁ προστάτης τῶν βρεφῶν Βρέφος στὴ φάτνη πλαγίαζε.
καὶ προσπαθώντας νὰ τὸν καταλάβη Τοῦ ᾿λεγεν ἡ Μητέρα Του:
«Πές μου, παιδί μου, πῶς μέσα μου ἦρθες;
Σὲ κοιτάζω, Σπλάχνο μου, καὶ μένω κατάπληκτη,
γιατὶ Σὲ θηλάζω καὶ γάμο δὲν ἔκανα.
κι ἐνῶ Σὲ βλέπω σπαργανωμένο
τὴν παρθενίαν μου ἀκόμα ἀπείραχτην θωρῶ.
γιατὶ Ἐσὺ τὴν ἐφύλαξες ποὺ διάλεξες κι ἔγινες
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018


Ὑπομονὴ
Ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ πολλὲς φορὲς τὴν ἐπικαλούμαστε κυρίως γιὰ τοὺς ἄλλους, εἶναι πολὺ ἀναγκαία σε μᾶς καὶ ἐξίσου δύσκολη στὸν ἀγῶνα της. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι ἡ ἐξ ἀνάγκης ἀποδοχὴ τῶν γεγονότων, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε διαφορετικά. Οὔτε πάλι ἡ ἀγχώδης, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀναμονὴ μιᾶς ἀπολύτρωσης ἀπὸ τὴ δοκιμασία ποὺ ἐνδεχομένως περνοῦμε. Ἀλλὰ ὑπομονὴ εἶναι ἡ μυστικὴ προσδοκία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τῆς φανέρωσής Του σὲ χώρους, χρόνους καὶ συνθῆκες ποὺ δὲν συνηγορεῖ ἡ λογικὴ καὶ ἡ φύση μας, ἡ ἐλπιδοφόρα ἀναμονὴ τῆς πειστικῆς μεταμόρφωσης τῆς δοκιμασίας σὲ θεϊκὴ εὐλογία.
Μᾶς συμβαίνει συχνὰ μιὰ δοκιμασία ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει. Μιὰ κατεύθυνση τῆς σκέψης μας εἶναι νὰ παραδώσουμε τὰ ὅπλα καὶ νὰ ποῦμε: «καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ;» Ἀναγκαστικὰ λοιπὸν δεχόμαστε τὸ συμβάν, μὲ μιὰ ἐλπίδα μήπως, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, κάτι συμβεῖ καὶ τελικὰ ἔλθει ἡ ἀπολύτρωση τόσο αὐτόματα, ὅσο μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ δοκιμασία. Αὐτὰ εἶναι ἡ κατώτερης ποιότητος ὑπομονή. Εἶναι μία ψυχολογικὴ ὑπομονή, ποὺ ἔχει τὴν ἀξία της, βοηθάει ἀλλὰ δὲν ἐλευθερώνει.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πνευματικὴ ὑπομονὴ καὶ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ τὸ ἀλάθητο στόμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ μᾶς βοηθᾷ νὰ διακρίνουμε πίσω ἀπὸ τὰ ἐπώδυνα περιστατικά, πίσω ἀπὸ τὶς δύσκολες συνθῆκες, πίσω ἀπὸ τὰ στραβὰ καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρα. Μᾶς κάνει νὰ προσδοκοῦμε, πίσω ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ μᾶς παρεμβάλλουν οἱ αδελφοί, κάποια πολύτιμη ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θέλει ὑπομονή. Τὸ νὰ δώσουμε λοιπὸν κάποιο χρόνο στὰ γεγονότα γιὰ νὰ δείξουν μόνα τους τὴν ταυτότητα καὶ τὸ λόγο τους, τὸ μυστικό τους, αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπομονή. Τὸ νὰ περιμένει κανεὶς τὸ Θεό. Ἡ νοοτροπία τοῦ «ἐδῶ καὶ τώρα» ποὺ τόσο πολὺ καλλιεργεῖται στὶς μέρες μας, δὲν εἶναι χριστιανικὴ νοοτροπία, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπεργάζεται εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ ἄγχους στὴν ψυχή μας. Ἀπεναντίας στὴ θέση τοῦ «ἐδῶ», ἐμεῖς βάζουμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ θέση τοῦ «τώρα» τὸ «ὅποτε θέλει ὁ Θεός» καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει καθοριστικὰ τὰ γεγονότα μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀπαιτητικὰ «γιατί;» πρὸς τὸ Θεό, τὰ ἀποδέχεται καὶ μάλιστα ὄχι παθητικά, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν τρόπο πραγματικὰ παρηγορητικό, ὡς δῶρα καὶ εὐλογίες ἀπὸ τὸν Θεό. 
Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018



«Τῇ ὑπερμάχῳ» ὡς Ἐθνικὸς Ὕμνος
Πρὸς τὴν Παναγία, πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, ἀποτείνεται τὸ θαυμάσιο βυζαντινὸ τροπάρι «Τὴ ὑπερμάχω Στρατηγῷ», ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου. Καὶ σὰν ἐθνικό μας ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει καὶ ἢ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ πολιτικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τὴν ὀξυδέρκεια νὰ καταλάβουν τὴ σημασία ποὺ παίρνει ἡ Παράδοση στὴ ζωὴ τῶν ἐθνῶν καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο Ἔθνος, δίχως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς χιλιετίας ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴ νέα μας Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση. Δῆτε ὅμως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ μεταεπαναστατικὸ κράτος τὸ ἔκαμε μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ἔτσι κάθε φορὰ ποὺ ἕνα μεγάλο γεγονὸς τρικυμίζει τὴ ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ τροπάρι αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴ θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη».
Στρατὴς Μυριβήλης

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018



Ὅρκος Ἀθηναίων ἐφήβων
Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα,
οὐδ᾿ ἐγκαταλείψω τὸν προστάτην
ὢ ἂν στοίχῳ,
ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων,
καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν,
καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδώσω,
πλείω δὲ καὶ ἀρείῳ ὅσης ἂν παραδέξωμαι.
Καὶ συνήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων,
καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἱδρυμένοις πείσομαι,
καὶ οὓς τίνας ἄλλους ἱδρύσεται τὸ πλῆθος ἐμφρόνως.
Καὶ ἂν τὶς ἀναιρεῖ τοὺς θεσμοὺς
ἣ μὴ πείθηται οὐκ ἐπιτρέψω,
ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων.
Καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω.
Ἵστορες θεοὶ
Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη
Δὲ θὰ ντροπιάσω τὰ ὅπλα μου,
οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω τὸν συμπολεμιστή μου
ὅπου κι ἂν ταχθῶ νὰ πολεμήσω,
θὰ ὑπερασπίζω τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια,
καὶ μόνος καὶ μὲ πολλούς,
καὶ τὴν πατρίδα δὲν θὰ παραδώσω μικρότερη,
ἀλλὰ μεγαλύτερη καὶ μαχητικότερη ἀπ᾿ ὅση θὰ μοῦ παραδοθεῖ.
Θὰ πιστεύω στοὺς Θεοὺς
καὶ στοὺς ἰσχύοντες νόμους θὰ ὑπακούω,
καὶ σὲ ὅσους ἄλλους νόμιμα θεσπισθοῦν.
Κι ἂν κάποιος ἀναιρέσει τοὺς θεσμοὺς
ἢ ἀμφισβητήσει, δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψω,
θὰ τὸν πολεμήσω εἴτε μόνος εἴτε μὲ ὅλους.
Καὶ τὶς ἱερὲς παρακαταθῆκες τῶν πατέρων θὰ τιμήσω.
Μάρτυρές μου οἱ θεοὶ
Ἄγραυλος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018



Ἡ ψυχούλα
Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.
Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.
Ὅλα τὴν ἔκραξαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποῖο νὰ μπεῖ.
Ἀλλά, νά, τοὔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα
ἔλαμψε σὰν τὴν αὐγή.
Διονύσιος Σολωμὸς

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018


Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
Κωστὴς Παλαμᾶς

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018



Μέ μιά καρδιά καί μιά φωνή
Μή τό κάνεις καλέ μου ἄνθρωπε, τέτοιο λάθος! Γιατί, ἄν τό κάνεις, τόν ἑαυτό σου ζημιώνεις! Κάθε ἄνθρωπος, τό ξέρουμε, ἔχει δικαίωμα, νά κάνει προσευχή καί στό σπίτι του. Ναί, ἔτσι εἶναι! Ὅμως ποτέ κανένας δέν κάνει στό σπίτι του προσευχή, σάν ἐκείνη πού κάνει στήν Ἐκκλησία!
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τήν προσευχή στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι ἡ πιό καλή;
Ἐκεῖ, στήν Ἐκκλησία, εἶναι καί οἱ πατέρες μας, οἱ ἱερεῖς! Καί πλῆθος κόσμου! Καί ὅλοι μαζί, μέ μιά καρδιά καί μιά φωνή, μιλᾶμε στόν ἐπουράνιο Πατέρα μας! Μή σοῦ περνάει λοιπόν ἡ ἰδέα, ὅτι, ἄν κάθεσαι στό σπιτάκι σου καί κάνεις ἐκεῖ τήν προσευχή σου, μέ τό δικό σου τρόπο, θά σέ ἀκούσει ὁ Κύριος καλύτερα!
Λάθος κάνεις. Μεγάλο λάθος. Ὁ Θεός θέλει, ὅλοι ἐμεῖς σάν ἀδέλφια‐σάν παιδιά Του, νά κάνουμε τήν προσευχή μας ὅλοι μαζί!... Μᾶς δίδαξε νά λέμε «Πάτερ ἡμῶν», «πατέρα ὅλων μας».
* * *
Καί, τελικά, τί κάνουμε στήν Ἐκκλησία; Νά. Ἁπλά παρακολουθοῦμε τά λόγια τῶν ἱερέων. Καί τά ἐπαναλαμβάνουμε σάν δικά μας.
Ψάχνεις νά βρεῖς, τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τήν προσευχή στήν ἐκκλησία, νά εἶναι καλύτερη; Πολλά!...
Καί συγκεκριμένα: Στήν Ἐκκλησία εἴμαστε πολλοί. Καί ὅλοι μαζί ἔχουμε τά ἴδια στό νοῦ (στό μυαλό μας) καί τά ἴδια στό στόμα. Στήν Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι δεμένοι μέ τήν ἀγάπη, ὅλοι ἕνα. Καί τό πιό μεγάλο καί πιό σημαντικό: Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε μαζί μας τούς ἱερεῖς μας· πού προσεύχονται μαζί μας· καί μᾶς εὐλογοῦν. Καί γιατί προεξάρχουν, στίς προσευχές μας, στήν Ἐκκλησία, οἱ ἱερεῖς; Θέλεις νά τό ἀκούσεις; Ἄκουσέ το.
Οἱ προσευχές τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων εἶναι προσευχές ἀδύνατες καί ἰσχνές! Ὅταν ὅμως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι οἱ ἁπλοῖ, παρακολουθοῦν τίς προσευχές τῶν ἱερέων, τότε οἱ προσευχές τους παίρνουν τέτοια δύναμη, πού ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό!
Τί εἶπες; Πότε οἱ προσευχές μας ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό;
Ὅταν προσευχή μας κάνουμε τά λόγια τῶν ἱερέων καί τῆς ἱερῆς ἀκολουθίας. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη προσευχή.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018


Στὴν Ἁγι-Ἀναστασὰ
Πέντε ἄνδρες εἶχον κατέλθει εἰς τὸ Πρυΐ, μίαν Κυριακὴν τοῦ Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1875, καὶ ἐκ τῶν πέντε τούτων οἱ τρεῖς ἦσαν ἀρχαιολόγοι μὲ δίοπτρα. Ἀλλ᾽ ἐκ τῶν τριῶν, ὁ πρῶτος ἀπεφαίνετο ὅτι τὸ σωζόμενον ἐκεῖ ἐρείπιον ἦτο ναὸς εἰδωλολατρικός, ὁ δεύτερος ἰσχυρίζετο ὅτι ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἂν δὲν ἦτο βαλανεῖον ρωμαϊκόν, καὶ ὁ τρίτος ἐπέμενεν ὅτι ἦτο, τὸ πολύ, ἀρχοντικὸν μέγαρον, ἤτοι πύργος βενετικός, ἐπικαλούμενος ὑπὲρ τῆς γνώμης του καὶ τὸ ὄνομα Πρυΐ, ὅπερ ἔλεγε σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Πυργί, κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων. Τοῦ τελευταίου τὴν γνώμην ἠσπάζετο ἀπροκαλύπτως, μετέχων τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ὁ δημοδιδάσκαλος τοῦ χωρίου, ὅστις εἶχεν ἀνεγνωρισμένην εἰδικότητα εἰς τὴν ἐτυμολογίαν. «Τὸ ἄιντε εἶναι ἀπ᾽ τὸ ἄγε δή, τὸ ἀρή, κλητικὸν ἐπιφώνημα τῶν γυναικῶν τοῦ τόπου, εἶναι ἀπ᾽ τὸ ἀρίστη, τὸ βρὲ εἶναι ἀπ᾽ τὸ μῶρε - (μωρὲ - μ᾽ρὲ - μβρὲ - μπρὲ) βρέ». Κ᾽ ἐξετόξευε κεραυνοὺς ἀγανακτήσεως κατ᾽ ἐκείνων οἵτινες ζητοῦσι τουρκικὴν παραγωγὴν διὰ τὰς λέξεις, ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον, ἔλεγε, ν᾽ ἀνευρίσκωμεν παντοῦ ρίζαν ἑλληνικήν.
Ἰδοὺ πῶς συνέβη τὸ πρᾶγμα. Ὁ δήμαρχος τῆς πολίχνης, τὸ δεύτερον πρὸ ἔτους ἐκλεχθείς, εἶχε φιλοτιμηθῆ νὰ καλέσῃ εἰς ἑστίασιν, ἐπάνω, εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν, τοὺς τρεῖς ἀρχαιολόγους, μετ᾽ αὐτῶν δὲ καί τινας ἄλλους φίλους του. Ἡ συνοδία εἶχεν ἀνέλθει ἐπὶ ὀναρίων, ἀπὸ τῆς αὐγῆς, τὸν μέγαν ἀνήφορον, εἰς ἑκατοντάδων τινῶν μέτρων ὕψος, ὅστις ἐφαίνετο εἰς τοὺς ἀγαθοὺς νησιώτας τόσον ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Κίσσαβος. Ἔφθασαν εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλίαν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, καὶ ἀφοῦ ἐδροσίσθησαν ὑπὸ τὴν ἐξαίσιον φυλλάδα τῶν μεγαλοπρεπῶν πλατάνων, κ᾽ ἔπιον ὕδωρ ἐκ τῆς ἀμφιλαφοῦς κρήνης, τῆς προχεούσης εἰς ὅλην τὴν μαγευτικὴν κοιλάδα τὰ διαυγῆ της νάματα, οἱ μὲν ἄλλοι ἐστρώθησαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, καὶ παρηκολούθουν μὲ βλέμμα θωπευτικὸν τὸ ὁλονὲν ροδίζον ἀρνὶ εἰς τὴν σούβλαν, περιμένοντες ὅσον οὔπω ν᾽ ἀπολαύσωσιν ὡς «προφταστήρα» τὸ ὀρεκτικὸν κοκορέτσι, οἱ δὲ πέντε ἐκ τῆς συνοδίας ἐπέβησαν ἐκ νέου εἰς τὰ ὀνάριά των καὶ διευθύνθησαν εἰς τὸ Πρυΐ. Ἀνέβησαν εἰς τὸ ψήλωμα τοῦ βουνοῦ, ἐκεῖθεν ἐκατηφόρισαν δεξιά, διέτρεξαν τὴν θέσιν τὴν καλουμένην «τ᾽ Μανώλ᾽ ἡ σουφριά», καὶ μετὰ πορείαν μιᾶς ὥρας ἔφθασαν εἰς τὸ Πρυΐ. Ἐστράφησαν δυτικώτερον πρὸς τὰ ἀριστερά, ὁδεύοντες εἰς σύσκιον δρομίσκον ὑπὸ ἀδελφωμένας δρῦς καὶ πτελέας, καὶ τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ παλαιὸν ἐρείπιον.
Ὁ συνοδίτης τῶν τριῶν ἀρχαιολόγων καὶ τοῦ δημοδιδασκάλου, ὁ πέμπτος, νεανίας εἰκοσαέτης, εἶχε κατὰ τὸ φαινόμενον, τὸ ἀξιώτερον ὑποζύγιον ὑπὲρ πάντας τοὺς λοιπούς, ὑψηλὸν ὄνον, εὔρωστον, πλατυκόκκαλον, καὶ ὑποκοκκινίζοντα τὸ τεφρὸν τρίχωμα. Καὶ ὅμως, ἀντὶ νὰ τρέχῃ πρῶτος, ἤρχετο τελευταῖος πάντων τῶν συνοδοιπόρων. Ὁ ὄνος ἐφαίνετο ἀναίσθητος εἰς ὅλους τοὺς κτύπους ὅσους τοῦ ἔδιδεν εἰς τὰ νῶτα ὁ ἀναβάτης, μὲ τὴν ράβδον του πρῶτον, εἶτα μὲ αὐτὸ τὸ σχοινίον τοῦ καπιστρίου. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν εἶχε φάγει καλὰ τὸ χόρτον του ἢ τὸ ἄχυρόν του, ἢ ὅτι ἦτο ἀποφασισμένος νὰ πεισμώσῃ ἐκ παντὸς τρόπου τὸν ἀναβάτην. Ὅσον οὗτος ἐκτύπα, τόσον ὀκνότερος ἐγίνετο ἐκεῖνος. Ἐνίοτε ἐδοκίμαζε νὰ τὸν ἐρεθίσῃ ὑπὸ τὴν κοιλίαν διὰ τῶν ὑποδημάτων του. Ὅλα εἰς μάτην. Καὶ ἦτο θαῦμα πῶς κατώρθωσε νὰ μὴ χάνῃ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοὺς πολλὰ βήματα προπορευομένους αὐτοῦ τέσσαρας ἄνδρας, ὧν οἱ δύο εἶχον ἀκολουθοῦντας καὶ τοὺς ἀγωγιάτας των. Οὗτοι δ᾽ ἔβλεπον ἀδιάφοροι τὴν βάσανον τοῦ τελευταίου ἀναβάτου, ὅστις ἄλλως δὲν κατεδέχετο νὰ κράξῃ αὐτοὺς εἰς βοήθειαν. Τέλος ἔφθασε καὶ οὗτος εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἦτο τὸ σωζόμενον ἐρείπιον.
Μετὰ τὴν γενομένην ἐπίσκεψιν καὶ τὰς εἰκασίας, ἃς ἐξέφεραν οἱ τρεῖς σοφοὶ περὶ τοῦ τί νὰ ἦτο καὶ κατὰ ποίαν ἐποχὴν νὰ εἶχε κτισθῆ τὸ ἐρείπιον, οἰκτείραντες καὶ τοὺς ἁρμοδίους διατί νὰ μὴ διατάξωσι ν᾽ ἀνασκαφῇ ὁ χῶρος ἐκεῖνος, ἡ μικρὰ συνοδία ἐξεκίνησεν, ἐπιστρέφουσα πρὸς συνάντησιν τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς ἐξοχικῆς ἐκδρομῆς. Ἀλλ᾽ οἱ τρεῖς ἀρχαιολόγοι καὶ ὁ δημοδιδάσκαλος εἶχαν φθάσει πρὸ πολλοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, καὶ εἶχαν φάγει τὸ κοκορέτσι, καὶ εἶχαν πίει ἀνὰ δύο μαστίχας, καὶ ἤδη μετέβησαν εἰς τὸ σπληνάντερον (ἦτο ἑνδεκάτη ὥρα πρὸ τῆς μεσημβρίας), ὁ δὲ πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολὺ ὀπίσω δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη. Παρῆλθε δὲ μία ὥρα, καὶ εἶχαν στείλει τοὺς δύο ἀγωγιάτας ὀπίσω, πρὸς ἀναζήτησίν του, ὅταν αἴφνης τὸν βλέπουσι θριαμβευτικῶς ἐλαύνοντα ἐπὶ τοῦ ὄνου του, ὅστις ἔτρεχεν ὡς ἀτμάμαξα τὴν φορὰν ταύτην, καὶ ἐρχόμενον ὄχι ἐκ δυσμῶν, ἀπ᾽ ἐκεῖ ὁποὺ τὸν ἐπερίμεναν ὅλοι νὰ ἐμφανισθῇ, ἀλλ᾽ ἐξ ἀνατολῶν, ἀπὸ τὸ ἀντίθετον μέρος, ὡς νὰ ἤρχετο δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πολίχνην.
Οὐδὲν ἀπιθανώτερον τῆς ἁπλῆς ἀληθείας. Ὅλη ἡ συνοδία τότε δὲν ἤθελε νὰ πεισθῇ ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔκαμεν ἐπίτηδες, διὰ νὰ τοὺς ἐκπλήξῃ. Καὶ ὅμως ἰδοὺ τί εἶχε συμβῆ. Ὁ εὔρωστος ὄνος, ἐννοήσας, φαίνεται, τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀναβάτου, τὸ εἶχε παρακάμει τὴν φορὰν ταύτην, ἀφοῦ μάλιστα ἦτο καὶ ἀνήφορος εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Δὲν ἤθελεν ἀπολύτως νὰ βαδίσῃ. Ἐπήγαινε μὲ βραδύτητα χελώνης. Οἱ τέσσαρες λόγιοι εἶχαν προπορευθῆ τόσον, ὥστε ὁ πέμπτος συνοδίτης τοὺς ἔχασε, καὶ δὲν τοὺς ἔβλεπε πλέον οὔτε τοὺς ἤκουε. Πολὺ δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι εἶχε χάσει τὸν δρόμον, καὶ εἶχε στραφῆ, αὐτὸς ἢ ὁ ὄνος του, ἀνατολικώτερον, πρὸς βαθὺ ρεῦμα, ὑγρόν, σύνδενδρον, σκιερόν, ἀναμέσον δύο ὑψηλῶν κορυφῶν. Ἐκεῖ ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Ἦτο τὸ «Κρύο Πηγάδι». Βαρυνθεὶς νὰ κτυπᾷ ἀνωφελῶς τὸν ὄνον, μὲ τοὺς μηροὺς αἱμωδιῶντας, ἐπέζευσε, καὶ κρατῶν τὸ καπίστρι μὲ τὴν ἀριστεράν, τὸ ραβδίον μὲ τὴν δεξιάν, ἐδοκίμασεν ἂν θὰ ἠνάγκαζε τὸν ὄνον νὰ βαδίσῃ ἐλαύνων ὄπισθεν. Ἐκεῖ, μὲ τὸ λεπτὸν ραβδίον του, ρεμβός, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῇ, ἐκέντησε τὸ ζῷον ὑπὸ τὸ σάγμα ὄπισθεν, εἰς τὰ νεφρά. Τότε διὰ μιᾶς ὁ ὄνος ἔλαβε τοιοῦτον ἀπίστευτον δρόμον, ὥστε ὁ νέος ἐξαφνίσθη, καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ τοῦ φύγῃ τὸ καπίστρι ἀπὸ τὴν χεῖρα. Τότε λοιπὸν ηὗρε «τὸν σφυγμὸν» τοῦ ὀναρίου. Ἐπέβη ἐκ νέου, καὶ «ποῦ σὲ σφάζ᾽, ποῦ σ᾽ πονεῖ;» ἤρχισε νὰ κεντᾷ, ἀλύπητα· τὸ ὀνάριον ἔτρεχεν ὡς βαποράκι. Ἀναγνωρίσας δὲ τὸν δρόμον, ὁ ἀναβάτης ἐστράφη δεξιά, καὶ ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν, ἀπὸ τοῦ ἀνατολικοῦ μέρους, ἔφθασε καλπάζων εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν· ἔφθασε δὲ ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ Δημήτρης ὁ Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ἐλιάνιζε τὸ ψητό, κ᾽ ἐστρώνετο ὑπὸ τὰ πελώρια δένδρα ἡ ἀπὸ φτέρες καὶ φυλλάδες πλατάνου εὐώδης τράπεζα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018


Τὴν ἀγάπη τῆς μητέρας
«Ἡ ζωὴ τῶν ἄλλων ἔχει γιὰ μένα μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή μου». Ὅταν καταλάβετε αὐτό, δὲν θὰ ὑπάρχουν πιὰ προστριβὲς μεταξύ σας. Ἡ λύση ἑνὸς προβλήματος ἢ μιᾶς διαμάχης δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς τυπικὲς διαδικασίες, οὔτε ἀπὸ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑπομείνουμε τὸ πᾶν. Ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ ἔχει γιὰ τοὺς ἄλλους τὴν ἀγάπη τῆς μητέρας.
Γέρων Σωφρόνιος

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018



Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσικὴ
Χθὲς μιλήσανε στὸν «Παρνασσό». Καὶ τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τὰ εἶχε πάρει τὸ ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νὰ ἐπαναφέρουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγὼ λέω, δὲν μπορεῖ, θὰ τὴ φέρουνε τὴ γλῶσσα πάλι. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ ἄσχημο πράγμα.
Ἔμενα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νὰ φωνάξομε τώρα καὶ νὰ τονίσομε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχάσομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Νὰ βλέπατε τί ἔγινε χθὲς τὸ ἀπόγευμα στὸν «Παρνασσό»! Τί ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ἐξαρτᾶται τὸ τί θὰ γίνει ἀπὸ τοὺς καθηγητές. Χωρὶς νὰ δημιουργεῖτε πεῖσμα στοὺς ὑπεναντίους, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ λέτε στοὺς μαθητές σας γιὰ τὰ ἑλληνικά. Δὲν πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ τὰ γνωρίζουν; Θὰ σοῦ ποῦν οἱ συνάδελφοι: «Δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο». «Ἔ, δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο, ἀλλὰ παρεμπιπτόντως μὲ ρώτησαν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς μίλησα». Καταλάβατε; Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι;
Νὰ πᾶτε σήμερα ν’ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ἕνας καθηγητής. Εἶναι σχολικὸ μὲ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Νὰ μοῦ διαβάζετε κι ἐμένα. Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στὸν καθηγητὴ γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ διατηρήσει τὴ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σοφία ποὺ μεταχειρίστηκε. Δηλαδὴ δὲν ἔκανε κανένα συλλαλητήριο, γιὰ νὰ διεγείρει τοὺς ὁμοϊδεάτες του ποὺ ἀγαποῦν τὴ γλῶσσα. Δὲν τοὺς παρακίνησε νὰ βγοῦν στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ φωνάζουν: «Θέλομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα!». Δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ἀγαπήσουν τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων τους.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική. Καὶ αὐτοὶ ποὺ παλαιὰ ξέρανε καλὰ τὴ γλῶσσα, ὅπως τὰ ἔψαλλαν, ὅπως τὰ ὁμιλοῦσαν, ὅλα τὰ νοήματά τους τῆς ψυχῆς, ὅπως τὰ αἰσθανόντουσαν, τὰ μετέδιδαν ἀκριβῶς μὲ τοὺς τόνους, τὴ βαρεία, τὴν ὀξεία, τὴν περισπωμένη, τὴ δασεία καὶ ξέρω κι ἐγὼ πῶς τὰ λένε… Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ τὴν πλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραία καὶ τὴν τόρνευσαν ἔκαναν τὸ κτίσιμό της τόσο τέλεια, σὰν νὰ εἶναι —μία λέξη νὰ πῶ— «ἰσοδομική».
Τί θὰ πεῖ «ἰσοδομική»; Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ. Δὲν τὸ ἔχω διαβάσει σὲ λεξικό, ἀλλὰ μόνος μου νὰ σᾶς πῶ πῶς τὸ καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στὸ μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπὸ ἕνα καλούπι. Αὐτοὶ οἱ τσιμεντόλιθοι εἶναι ὅλοι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νὰ τοὺς βάλεις. Λοιπόν, παλαιὰ δὲν εἴχανε τσιμέντο νὰ κάνουνε καλούπια, ἀλλὰ παίρνανε τὰ μάρμαρα καὶ τὰ μετρούσανε τὰ ἴδια καὶ τὶς γωνίες τους, τὸ ὕψος, τὸ βάθος, μὲ τὸ χιλιοστό. Τὴν Ἀκρόπολη καὶ πολλὰ μνημεῖα ποὺ εἴχανε κτίσει, ἔτσι τὰ εἴχανε μετρήσει. Δηλαδὴ ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους — μποροῦμε κι ἐκείνους νὰ τοὺς ποῦμε Πατέρες— ξέρανε τόσο καλὰ τὴ γλῶσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦνε μία λέξη ποὺ δὲν ταιρίαζε μὲ τὸ θέμα ποὺ λέγανε. Ἡ λέξη «ἰσοδομικὴ» εἶναι δική μου λέξη, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στὸ λεξικό. Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ αὐτὰ τὰ λέγω ἀπὸ μόνος μου, δὲν τὰ ξέρω, δὲν τὰ ’χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς ποὺ ξέρετε γράμματα.
«Ἰσόδομος»: ὁ ἐκτισμένος κατὰ σειρὰς ἰσομεγεθῶν λίθων ἢ τεχνοτροπία τοῦ κατ` ἴσους δόμους κτισίματος.
— Ἐγὼ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπ’ εὐθείας! Στὸ λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστὲς λέξεις ποὺ λέγει σὲ κάθε ὑπόθεση. Ὅταν δὲν εἶναι ταιριαστὲς οἱ λέξεις, τὶς λέμε «σόλοικες». Τὸ γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἰσοδομική. Τὸ ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Ὅλοι οἱ λίθοι εἶναι βαλμένοι, ὅπως πρέπει. Κανεὶς δὲν ἐξέχει πιὸ ἔξω ἢ πιὸ μέσα ἢ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἰσοδομικὴ γλῶσσα. Πῶ, πῶ, τί ὡραῖα πράγματα!
Θυμάστε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στὴν ἀρχαία γλῶσσα; Μοιάζουνε μὲ τοῦ Δημοσθένη καὶ μὲ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτοὺς τοὺς εἴχανε μελετήσει, τοὺς εἴχανε φάει, τρόπον τινα, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι στὰ ἔργα τους εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καὶ τὸ ἐξέφραζαν μὲ τὴν τέλεια γλῶσσα τους. Τοὺς ἀρχαίους τοὺς εἶχαν ξεπεράσει στὴ δομή.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018


Λόγοι σοφίας
-Νὰ προσεύχεσαι χωρὶς ἀγωνία, ἤρεμα, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
-Δὲν πρέπει νὰ πολεμᾶτε τὰ παιδιά σας, ἀλλὰ τὸν σατανᾶ ποὺ πολεμᾶ τὰ παιδιά σας. Νὰ τοὺς λέτε λίγα λόγια καὶ νὰ κάνετε πολλὴ προσευχή.
-Ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα. Δὲν πρέπει ἡ μητέρα νὰ ἀρκεῖται στὸ αἰσθητὸ χάδι στὸ παιδί της, ἀλλὰ νὰ ἀσκεῖται στὸ πνευματικὸ χάδι τῆς προσευχῆς.
-Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ σας περνάει μέσα ἀπὸ τὸν ἐξαγιασμὸ τὸ δικό σας.
-Ὁ ἁγιασμὸς δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο πράγμα, εἶναι μάλιστα εὔκολος, φθάνει ἐσεῖς νὰ ἀποκτήσετε ταπείνωση καὶ ἀγάπη.
-Ἂν θέλεις μπορεῖς νὰ ἁγιάσεις καὶ μέσα στὴν Ομόνοια.
-Νὰ παρακαλᾶς τὸ Θεὸ νὰ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου. Κι ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ τὸν παρακαλᾶς πονεμένος καὶ ταπεινωμένος, θὰ σοῦ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου καὶ θὰ σὲ κάνει καλὰ καὶ στὸ σῶμα.
-Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ ξεχνᾶς τὴν σωματική σου ἀῤῥώστια, νὰ τὴν ἀποδέχεσαι σὰν κανόνα, σὰν ἐπιτίμιο, γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Γιὰ τὰ παραπέρα μὴν ἀνησυχεῖς, ἄφησέ τα στὸ Θεὸ κι ὁ Θεὸς ξέρει τὴ δουλειά Του.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018



Ἀγροτικό
Στὸ στάβλο ἦρθ᾿ ἀπόψε τὸ φεγγάρι...
Ἐκοίταξεν ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του,
εἶδε τὴν ἀγελάδα, τὸ μοσκάρι,
τὸ βόδι ποὺ μασοῦσε τὸ σανό του.
Στὸ κῆπο μας ἀνήσυχα γλιστροῦσε,
ἀνέβηκεν ἐπάνω στὴ συκιά μας,
ἐμέτρησε τὰ λίγα πρόβατά μας,
εἶδε τὸ γάϊδαρό μας καὶ γελοῦσε.
Πῆγε στ᾿ ἀμπέλι, πῆγε στὸ λιοστάσι,
ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπ᾿ τὸ κοπάδι,
χωρὶς κουβᾶ κατέβη στὸ πηγάδι
κι ἤπιε πολὺ νερὸ νὰ ξεδιψάσει.
Στῆς λεύκας μας τὰ φύλλα παιχνιδίζει,
στὸν οὐρανὸ τὸ καθαρὸ ἀνεβαίνει.
Μιὰ χήνα τὸ κοιτάζει σαστισμένη
κι ὁ σκύλος μας ἀκόμα τὸ γαβγίζει.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018


Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου
(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίου φιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ 1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου, γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ...καυτηρίασε δεόντως... Ἀπρίλης 1884)
Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.
Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!
ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.
Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!
Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!
Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!...
Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς
πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.
Γεώργιος Σουρῆς

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Πνευματικὰ κεφάλαια
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Χωρὶς Αὐτὸν τίποτε δὲν ὑπάρχει. Κάθε μέρα γευόμαστε τὴν ὀδυνηρὴ καὶ ἄθλια ζωὴ μέσα στὸ σῶμα μας. Καὶ ὅμως δημιουργηθήκαμε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἀπολύτου. Τὸ πρόβλημα, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς μας, εἶναι τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ σχετικὸ στὸ Ἀπόλυτο. Ἂν τὸ εἶναι δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν πρέπει νὰ πεθάνει. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴ ζωή, δὲν δημιούργησε τὸ θάνατο. Σκοπὸς μας εἶναι ἡ ζωὴ μὲ τὸν Χριστὸ-Θεό, ἡ ἀθανασία, ἡ αἰωνιότητα. Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποκάλυψη, ἡ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς μεταδοθεῖ.
Ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει «θέωση» τοῦ ἀνθρώπου; Νὰ ζήσουμε ὅπως ἔζησε ὁ Κύριος, νὰ ἀφομοιώσουμε τὸ φρόνημα καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ Χριστοῦ, προπαντὸς τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του.
Τὸ σπέρμα ποὺ ἔρριξε ὁ Σατανᾶς στὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ τοῦ Ἀδὰμ –τὸ λογισμὸ νὰ γίνει θεὸς χωρὶς τὸν Θεὸ– σφηνώθηκε τόσο βαθιὰ στὸ εἶναι μας, ὥστε νὰ βρισκόμαστε ἀδιάκοπα ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας.
Ἤδη ἀπὸ τὴ γέννησή μας γινόμαστε κληρονόμοι τοῦ Ἀδάμ. Μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴν κατάσταση τῆς πτώσεως, ποὺ εἶναι μία φοβερὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός, ὡς τὴν μόνη πραγματικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Στὸν κόσμο ζοῦμε στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴ λατρεία τῆς πτώσεως. Ζοῦμε στὴν ἄνεση καὶ συχνὰ ντρεπόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας, νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί.
Μὴν ἔχετε ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀνώτερη μόρφωση ποὺ ἀποκτήσατε στὸν κόσμο. Ὁ πολιτισμὸς στὸν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι κουλτούρα τῆς πτώσεως.
Μετὰ ἀπὸ δύο παγκόσμιους πολέμους –οἱ πόλεμοι εἶναι ἡ κατεξοχὴν ἁμαρτία–, ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχασε τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ἐννοήσει τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Νὰ πιστέψουμε ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Δημιουργός του κόσμου, αὐτὸ μᾶς ξεπερνᾶ. Νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς σαρκώθηκε, ὅτι μᾶς κάλεσε νὰ εἴμαστε αἰώνια μαζί Του, νά, αὐτὸ εἶναι ποὺ λείπει ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας, κυρίως ἀπὸ ἐπιστήμονες.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018



Τί νά κάνω;
Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ».
Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018


Νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολύ τοὺς κεκοιμημένους
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, βρέθηκα στὸ Ἅγιον Ὅρος παρακολουθώντας μία ἀξέχαστη Θεία Λειτουργία σὲ ἕνα ταπεινὸ κελλάκι, μὲ λειτουργό, εὐλαβῆ Ἱερομόναχο, ἁγιασμένη ψυχὴ ποὺ πλέον αὐλίζεται εἰς τόπους, ἔνθα τῶν δικαίων τὰ πνεύματα ἀναπαύονται…
Νέος παπὰς ὁ γράφων, ἄγευστος ἀκόμα τῆς μεταμορφωτικῆς ἐμπειρίας τοῦ πολιοῦ καὶ σεβασμίου λειτουργοῦ, ποὺ κρυμμένος σχεδὸν μέσα στὸ μισοσκόταδο, στέκονταν εὐθυτενὴς παρὰ τὸ βάρος τοῦ χρόνου ποὺ ἀγόγγυστα στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε καὶ τὸν ἔβλεπα νὰ μνημονεύει ψυχές, μὲ ἕνα χαμόγελο νὰ διαγράφεται στὰ χείλη του ποὺ ἔτρεμαν προφέροντας σχεδὸν μυστικὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ μοναδικὸ κερὶ ποὺ εἶχε κοντά του, τοῦ προσέφερε μία ὁριακὴ ματιὰ σὲ αὐτὸ ποὺ μποροῦσε ὁ καθένας μας νὰ δεῖ, ὅσο τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ποὺ τρεμόπαιζε πολεμοῦσε νὰ ἀποδιώξει τὸ μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.
Ἐκεῖνος, κυπαρίσσι ποὺ ὁ ἀγέρας τῆς ζωῆς δὲν κατάφερε νὰ ρίξει στὴν γῆ, ἔστεκε κοιτώντας τὸ δισκάριο καὶ μνημόνευε γιὰ ὧρες, διακόπτοντας μόνο ὅπου ἡ ἀκολουθία ἐπέβαλλε τὴν διακοπὴ γιὰ τὶς ἐκφωνήσεις. Τὸν κοίταζα μὲ προσοχή, νὰ διαβάζει ἀτέλειωτα ὀνόματα καὶ κάπου κάπου ἔβλεπα δάκρυα νὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ μάτια του. Πλησίασα ἀθόρυβα κοντά του, ἀπὸ τὴν μία νὰ καταστῶ κοινωνὸς αὐτῆς τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, μνημονεύοντας ὀνόματα δικά μου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ παρακολουθήσω αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος τὴν στιγμὴ αὐτὴ ζοῦσε. Μὲ κοίταξε σὲ κάποια στιγμὴ καὶ μοῦ εἶπε:
-Παπα-Θωμᾶ, καλύτερα νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολύ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ τοὺς ζωντανούς...
Δὲν πολυκατάλαβα τὸ νόημα τοῦ λόγου του, συνέχισα νὰ μνημονεύω, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τί ζοῦσε ἐκεῖνος! Σὲ κάποια στιγμή, ἡ μνημόνευση ὁλοκληρώθηκε, ἔτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πῆγα, δειλά δειλὰ κοντά του, μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀρχαρίου ποὺ ἀποζητᾶ νὰ μάθει καὶ τὸν ρώτησα:
-Γιατί γέροντα περισσότερο τοὺς κεκοιμημένους;
Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μοῦ ἀπάντησε. Καὶ αὐτὸ ἦταν μία ἐπιβεβαίωση τῆς δικῆς μου ἀπειρίας, νὰ τὸν ρωτήσω πράγματα ποὺ βλέποντάς τα δὲν μπορεῖς νὰ τὰ καταλάβεις. Ὡστόσο, τελειώνοντας ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ σεβάσμιος Γέροντας μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε:
«Ὅταν πρωτόρθα στ’ Ἁγιονόρος, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, μικρότερος ἀπὸ σένα στὴν ἡλικία, εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἔρθω κοντὰ στὸν μακαριστὸ Πνευματικὸ παπα-Τύχωνα. Ἔτυχε, κάποια στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἑνὸς διπλανοῦ κελλίου νὰ κοιμηθεῖ αἰφνιδίως. Ὁ παπα-Τύχωνας, θέλησε νὰ τὸν σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, ἰδιαίτερα ὅσων δὲν εἶχαν πλέον κανέναν νὰ τοὺς θυμᾶται, ἀλλὰ πρῶτα τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ πέρασε τὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ.
Τελειώνοντας τὸ σαρανταλείτουργο, στὴν τελευταία λειτουργία, τὸ εἶδα αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, λίγο πρὶν βάλει τὸ «δι’ εὐχῶν» στάθηκε κοιτώντας τὴν προσκομιδή. Ἡ περιέργεια μὲ ὁδήγησε νὰ κοιτάξω καὶ ἐγὼ μὲ τρόπο, νὰ δῶ τί κοιτοῦσε. Καὶ εἶδα ξεκάθαρα τὸν κοιμηθέντα νὰ στέκει γονατιστὸς μπροστὰ στὸν παπα-Τύχωνα, νὰ βάζει μετάνοια, σὰν νὰ τοῦ λέει εὐχαριστῶ καὶ ξάφνου νὰ χάνεται ἀπὸ μπροστά του… Τὸ εἶδα, παιδί μου, καὶ αὐτὸ δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴν μνήμη μου. Κάθε φορὰ ποὺ στέκω μπρὸς στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν Γέροντα καὶ τὴν ψυχὴ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν εὐχαριστήσει…»
Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ στὴν σειρὰ τῶν παλαιῶν ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους στὸ Ἅγιο Βῆμα, μπήκαμε οἱ νεότεροι…
Καὶ ὅταν στέκω μπρὸς στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν εὐλαβῆ λειτουργὸ τοῦ Θεοῦ, θυμᾶμαι τὴν ἀπέριττη Θεία Λειτουργία στὸ Ἁγιορείτικο Κελλὶ καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιατί, μέσα στὶς πολλὲς δωρεές, ἔδωσε καὶ τούτη τὴ Χάρη. Νὰ στέκεις μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ νὰ ἑνώνεις δύο κόσμους, τῶν φθαρτῶν καὶ τῶν αἰωνίων…
π. Θωμᾶς Ἀνδρέου

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018


Ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας
Ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωσε στὴ Γραφὴ οὔτε τὶς σκέψεις Tης οὔτε τὴν ἀγάπη Tης γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Tης οὔτε τὶς θλίψεις τῆς ψυχῆς Tης, κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατὶ οὔτε καὶ τότε θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Tης γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾿ Αὐτήν.
Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὴν ἅγια σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη Tης ὅλο τὸν κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καί, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς Tης, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες.
Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.
Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾿ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Tης.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018


Ἡ ἐπανάσταση τῆς ὀλιγάρκειας
Ὅτι μὲ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα περνάει κανεὶς ἐξίσου καλὰ ὅπως μὲ τὰ πολλά, δὲν χρειάζονται ἄλλες ἀποδείξεις ἀπὸ τὰ σπίτια τριῶν σπουδαίων ποιητῶν. Τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, τοῦ Νίκου Καρούζου καὶ τοῦ Μίλτου Σαχτούρη. Σ' ἕνα μικροαστικὸ διαμέρισμα τῆς γωνίας Ἀχαρνῶν καὶ Ἠπείρου ὁ πρῶτος, σ' ἕνα ἡμιυπόγειο ἑνάμισι δωματίου τῆς ὁδοῦ Σούτσου ὁ δεύτερος καὶ σ' ἕνα δυαράκι τῆς ὁδοῦ Μηθύμνης, ποὺ ἔβλεπε μάλιστα στὸν «ἀκάλυπτο», ὁ τρίτος.
Ὅπως ἀναλογίζεται κανεὶς τὴ ζωή τους, δὲν θὰ συμπέραινε πὼς ὑπῆρξαν ἄνθρωποι δυστυχισμένοι γιατί ἔμεναν σὲ ταπεινά, ταπεινότατα σπίτια.
Ἐπιπλέον στὶς κουβέντες τους δὲν θὰ διέκρινε κανεὶς τὴν ἐλαχιστότερη ἐπιθυμία γιὰ νὰ ἀλλάξει, μετακομίζοντας, ἡ ζωή τους. Ἀντίθετα αἰσθανόσουν τὰ σπίτια αὐτὰ νὰ εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ ἂν δυστυχήσανε ἦταν γιατί τὸ εἶχαν ἐπιλέξει οἱ ἴδιοι νὰ δυστυχήσουν. Ἔτσι ὥστε μόνο δυστυχεῖς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς χαρακτηρίσει κανείς.
Μὲ σπίτια μάλιστα ποὺ κανεὶς δὲν θὰ ζήλευε νὰ μένει σὲ ἀντίστοιχά τους, θὰ προσθέταμε πὼς εἶχαν ἐπαναστατήσει ὡς συνειδήσεις πολὺ πρὶν ἐκφραστοῦν ἐπαναστατικὰ μὲ τὴν ποίησή τους.
Ὁ Καροῦζος, μάλιστα, ὅταν θέλησε νὰ τοῦ χαρίσει κάποιος ἕνα ἠλεκτρικὸ ψυγεῖο τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του πὼς: «Δὲν μ' ἐνδιαφέρει ἡ ἄνεση, μ' ἐνδιαφέρει νὰ βλέπω τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς».
Ἐνῶ ὁ Ἐλύτης σὲ ὅποιον τὸν ρωτοῦσε «Πῶς βολεύεται σὲ ἕνα διαμέρισμα δυὸ δωματίων» ἀπαντοῦσε: «Μὰ τί νὰ τὰ κάνω τ' ἄλλα δωμάτια, γιὰ νὰ βάλω μέσα μπουφέδες;».
Ὁ Ἐλύτης συνειδητοποιοῦσε ἀπόλυτα τὴ σημασία τῆς ἐπιλογῆς του καὶ τῶν λόγων του, ποὺ σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση θὰ μποροῦσε νὰ διαβαστοῦν «Ὅταν οἱ μνῆμες τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας εἶναι συγκλονιστικές, δὲν χρειάζονται τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἄνεση γιὰ νὰ θυμᾶται κανεὶς ποιὸς ὑπῆρξε ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔζησε πραγματικὰ στὰ γεμάτα».
Στὸν κατάλογο θὰ πρόσθετε κανεὶς καὶ τὸ σπίτι τοῦ Γιάννη Τσαρούχη ποὺ ἡ ἀκαταστασία του ὅπως κορυφωνόταν σὲ λόφο, τὸ μετέβαλλε σὲ μίαν ἐκκρεμότητα ποὺ ἡ τακτοποίησή της, ὡστόσο, ἀναβαλλόταν συνεχῶς, γιατί δὲν γινόταν μὲ τίποτα στὸν κόσμο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἐκκρεμότης τοῦ ἔργου ποὺ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ. Ἡ μιᾶς σκέψης ποὺ ἀπαιτοῦσε πάραυτα νὰ ὁλοκληρωθεῖ, ἡ ἑνὸς φίλου ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκούσει ὁ ζωγράφος. Θὰ πρόσθετε κανεὶς πὼς ἀφοῦ ἡ ἀκαταστασία αὐτὴ δὲν ἔπνιγε, ἀλλὰ ἀντίθετα βοηθοῦσε ἕναν καλλιτέχνη νὰ ἐργασθεῖ, ὡς πνιγηρὴ θὰ ἔπρεπε νὰ εἰσπράττεται ἡ ὑπογραμμισμένη ὡς πλεονέκτημα ἀποστειρωμένη τάξη ἑνὸς μεγαλοαστικοῦ σπιτιοῦ.
Ἡ γιὰ νὰ τὸ γράψουμε διαφορετικά, ἀφοῦ τὸ πλαστικὸ τραπεζομάντιλο πάνω στὸ τραπέζι ποὺ ἔγραφε, δὲν ἐμπόδιζε σὲ τίποτα τὸν Σαχτούρη νὰ γράφει τὰ ποιήματά του, ἡ πισίνα ποὺ διαθέτει ὁ ἀξιωματοῦχος τῆς πολιτικῆς ζωῆς πρέπει νὰ τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἐντελῶς ἀκατάλληλο, ἡ μᾶλλον ἐπιζήμιο, γιὰ τὸ «ἐπάγγελμά» του.
«Τὸ νὰ φιλοσοφεῖ κανεὶς σημαίνει ὅτι μαθαίνει τὸν τρόπο γιὰ νὰ πεθάνει», γράφει ὁ Μοντένιος καὶ τὸ ἴδιο φαίνεται νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ποίηση. Ἕνας κόσμος ποὺ γίνεται συναρπαστικὸς χάρη στὰ πράγματα ποὺ δὲν σταματάει νὰ θέλει κανείς, κάνει ἀδιανόητη τὴν ἀποκόλληση ἀπὸ μέσα του.
Κάτι χειρότερο ποὺ εἶναι μιᾶς ἀσύλληπτης κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς τάξεως παραχάραξη τοῦ κόσμου: Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα στὴν εὐμάρεια πιστεύει πὼς ἀφοῦ ἀπολαμβάνει, δὲν τοῦ ἀξίζει ὁ θάνατος, ἐνῶ δικαιολογημένα μποροῦν νὰ πεθάνουν ὅσοι πένονται, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν.
Τώρα ὅμως ποὺ οἱ καμπάνες γιὰ τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ ἀκούγονται τὸ ἴδιο ἀπειλητικὲς τόσο γιὰ ἐκείνους ποὺ εὐημεροῦν ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ γυμνητεύουν καὶ ἡ ὀλιγάρκεια πού φαντάζει ὡς κάτι μισητό, χρειάζεται πλέον νὰ συνειδητοποιηθεῖ ὡς ἐπαναστατικὴ πράξη, ἡ ποίηση θὰ κατορθώσει νὰ σώσει γιὰ μία ἀκόμα φορά τὸν κόσμο; Καὶ οἱ παμπόνηροι γεννήτορες πού εἶχαν ἐξοπλίσει τὰ χέρια τῶν κανακάρηδών τους μὲ τὰ «κινητά», θὰ ἀντιληφθοῦν πώς εἴτε τοὺς ἀρέσει εἴτε δὲν τοὺς ἀρέσει θὰ πρέπει νὰ τὰ ἀντικαταστήσουν μὲ τὰ ποιήματα;
Θανάσης Νιάρχος

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018



Ἄν δέν λειτουργῆ σωστά ἡ Σύνοδος
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργῆ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ πατριάρχης δέν εἶναι πάπας· ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό —κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!— ὁ πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνη ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕναν ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλον γιά τό ἄλλο. Βλέπεις, καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἔτσι καί ἐδῶ λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχη ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνῆ, ἄν δέν ζητήση νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ.
Ἄν δέν συμφωνῆ καί ὑπογράψη, χωρίς νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πῆ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργῆ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά Μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέη καί νά καταχωρίζη ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάη, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύη, γιά νά τά ἔχη καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης