Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014


Ὁ πατέρας τοῦ ἥρωα
Γρηγόρης Αξεντίου στς 3 Μαρτίου το1957 δολοφονεται μετ π πολύωρη μάχη μ τς γγλικς δυνάμεις κατοχς ξω πό τν Μον Μαχαιρ. Μιχάλης Τριανταφυλλίδης -Κύπριος Δικηγόρος, οκεος τς οκογένειας το Γρηγόρη Αξεντίου- συνόδευσε τν πατέρα το ρωα, Πιερ, στ νεκροτομεο ποβρισκόταν τ πανθρακωμένο σμα του. κολουθε διήγηση το κ. Τριανταφυλλίδη πως παρουσιάστηκε σ κπομπ τς Δημόσιας Κυπριακς Τηλεόρασης.
«Ἕνας γγλος γιατρς ξιωματικς συμβούλευσεν τν γέρο Πιερ ν μν πάει στνεκροτομεο μήπως κλονιστε π ,τι θὰ ἔβλεπε. Πιερς πέμενε. φείλω ν σς π τι γ νοιωθα τόσο ταραγμένος πο δν τν συνόδευσα. Τν συνόδευσε νας λληνοκύπριος νοσοκόμος γι ν το παράσχει τς πρτες βοήθειες στν περίπτωση πο τυχν θ κλονίζετο. Μετ’ λίγον ρθε Πιερς κα το χαμογελαστός. χι πλς μειδιν λλ χαμογελαστός. να χαμόγελο πο φτανε μέχρι τ’ ατιά του.
γ επα λλον κάψανε, φαίνεται, κατάλαβεν πς δν εναι γιός του. μπκε στατοκίνητό μου κα ταν πήραμε τν κατήφορον π τ κοιμητήριον πρς τ Λευκωσία ρχισε ν κλαίει.
Το λέω:
Κύριε Πιερ, γι νομα το Θεο, γνόμιζα τι εναι λλον πο εδες, ταν Γρηγόρης,
χι, γιέ μου, ν μν μς βλέπουν ο σκύλοι ν κλαμε.
Κα τώρα κόμα συγκινομαι πο θυμομαι ατ τ σκηνή. Εχα τν εκαιρία ν τ διηγηθ μετ π χρόνια, τ ’74 γι τν κρίβεια στν μακαρίτη Κωνσταντίνο Τσάτσο, πρν ν γίνει πρόεδρος τς λληνικς Δημοκρατίας. Κα θυμμαι τ σχόλιόν του:
«Βγαλμένο π τ βάθη τς λληνικς στορίας».


Τετράδιο 158 * Μάϊος 2013

Ἡ ἀρχή τῆς ἡμέρας


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014



Μονή Γρηγορίου, Πάσχα 1977

Μονή Γρηγορίου, Σάββατο τοῦ Λαζάρου 1977, ἀπόγευμα. Πάστρα στό Μοναστήρι. Σκοῦπες, φασίνες, νερά, χέρια γρήγορα, προσεχτικά, ὀρεξάτα. Καθολικό, αὐλές, τράπεζα, ἀρχονταρίκι, συνοδικό, ὅλα λάμπουν. Καί μυρτιές ἄφθονες.
-Εὐλογεῖτε!...
-Ὁ Κύριος!... Καλή ἀγρυπνία!...
Ἀπό ἀπόψε καί ὅλες τίς μέρες, μέχρι τήν «κλητή και ἁγία ἡμέρα, τή μία τῶν Σαββάτων», κάθε βράδυ ἀγρυπνία! Ἡ Ἑβδομάδα εἶναι μεγάλη ἀπό κάθε ἔποψη... Ὑπάρχει καί Δεσπότης στό Μοναστήρι. Ὁ Πισιδίας Ἰεζεκιήλ, ὁ ἀπό Αὐστραλίας, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης, καλογηρικός, ταπεινός, ἀξιόθεος.
Συναγωνισμός ἀνάμεσα στά παλαιότερα γεροντάκια, ποιός νά κρατήσει τήν ᾢαν τοῦ μανδύα του. Ὑποχωροῦν ὅλοι στόν ἁγιασμένο γερο-Ἡσύχιο. Σ' ὅλη τήν ἀγρυπνία ὁ ἡλικιωμένος Ἐπίσκοπος στέκεται ὄρθιος στό Δεσποτικό, ἥσυχος, πράος καί βλογημένος.
Πανηγυρική κωδωνοκρουσία σέ τρεῖς στάσεις. «Δόξα  τῇ Ἁγίᾳ καί  Ὁμοουσίῳ καί Ζωοποιῷ καί Ἀδιαιρέτῳ Τριάδι...». Ἀρχίζει ἡ Ἀγρυπνία. Ἀρχίζει ἡ μεγάλη πορεία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εὐφρόσυνα, χαρούμενα, πανηγυρικά.
Στόν δεξιό χορό ὁ καλλικέλαδος πάπα-Παντελεήμων ὁ Κάρτσωνας, τό ἀηδονάκι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στήν ἐνάτη ἔδωσε τόν καλλίτερο ἑαυτό του. Ἀκούγοντας τό «Θεός, Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν. Συστήσασθε  ἑορτήν καί ἀγαλλόμενοι  δεῦτε  μεγαλύνωμεν  Χριστόν μετά βαΐων καί κλάδων...» δέν ξέρεις ἄν εἶσαι στή γῆ ἤ ἔχεις ἁρπαγεῖ μέ τόν Παῦλο στόν τρίτο οὐρανό.
Εὐλογοῦνται τά βάγια καί μοιράζονται στούς πατέρες. Ὅλοι θά τά κρατοῦν στό χέρι μέχρι τέλους τῆς λειτουργίας. Τά «νικητικά κατά τῶν παθῶν σύμβολα», κατά τόν μεγάλο Ἁγιορείτη Νικόδημο... Οἱ Ἐκκλησιαστικοί, μεγαλοπρεπεῖς μέσα στούς μαύρους μανδύες τους, σκορπίζουν βάγια σ̉ ὅλον τόν ναό, στή λιτή, στόν ἐξωνάρθηκα. «Ἐξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καί λαοί…». Εὐωδία δάφνης ἑλληνοπρεποῦς στά πόδια τοῦ Εἰσερχομένου στήν Ἁγία Πόλι ἐπί πώλου ὄνου Βασιλέως τῶν ὅλων...
Γίνεται καί χειροτονία Διακόνου. Τό καλογέρι τῶν Καρτσωναίων, ὁ Χρυσόστομος.
Στήν τράπεζα συνεχίζεται ἡ μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, μέ τόν ποτάμιο μανδύα του ὁ Ἀρχιερεύς, τόν πορφυροῦν καί περίχρυσον, μέ ἀνάγνωση πατερική (ἡ ἀνάγνωση εἶναι ἡ μεγαλύτερη αὐθεντία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει: «Τό εἶπε ἡ ἀνάγνωσις!...» ἔλεγαν οἱ παλαιοί, (πού θά πεῖ: Roma locuta, causa finita), μέ Ὕψωση τῆς Παναγίας, μέ προσφώνηση τοῦ Ἡγουμένου καί ὁμιλία τοῦ Δεσπότη. 
Στό τέλος ὁ Γέροντας τοῦ νεοχειροτόνητου μοιράζει σ̉ ὅλους ἀπό ἕνα ρινόμακτρο ἀντί μπομπονιέρας. Παλαιό ἁγιορείτικο ἔθιμο, γιά νά ‘χουν νά σκουπίζουν οἱ πατέρες τά καρδιοστάλακτα δάκρυα τῆς κατανύξεως καί τά γλυκερά καί παραμυθητικά τοῦ χαροποιοῦ πένθους... Ἐν ὄψει τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάθους ξεχωριστά χρήσιμο...
Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου σεμνή, ἀργόσυρτη, προσεγμένη, χωρίς μελοδραματικές ἐξάρσεις, χωρίς δυτικόφερτα μαῦρα καί μενεξελιά χρώματα σέ ἄμφια καί καλύμματα. Τό κατά Θεόν πένθος, τό χαροποιό, εἶναι διαφορετικό ἀπό τό κοσμικό. Οὔτε ἀπό κρέπια ἐξαρτᾶται, οὔτε ἀπό πλερέζες, οὔτε ἀπό χρώματα. Εἶναι ὑπόθεση καρδιᾶς, ἐσωτερική, μυστική. Ἄλλωστε οἱ Μοναχοί μία φορά τά φόρεσαν τά μαῦρα καί διά βίου.
Πρωινή ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Δευτέρας. Ὧρες καί ἀτέλειωτα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα. Τό βράδυ πανηγυρικός ἑσπερινός, ἀνοιξαντάρια, λιτή, ἀρτοκλασία, ὁλονύκτια ἀγρυπνία! Καθημερινά οἱ περισσότερες ὧρες περνοῦν μέσα στόν ναό. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι σχοινοτενεῖς, τά ἀλλεπάλληλα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα ἀτέλειωτα. Τό σῶμα, κουρασμένο καί ἀπό τήν ἀλαδιά καί μονοφαγία, καταπονεῖται, ἀλλά ἔρχεται ἡ παράκληση τοῦ Παρακλήτου καί ἡ γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται ἔντονα τό «Πᾶσαν τήν βιοτικήν  ἀποθώμεθα  μέριμναν, ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι».
Τή Μεγάλη Πέμπτη ἡ Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν ἔχει κάτι τό μοναδικό. Τά λυρικότατα ἀντίφωνα ψάλλονται ἀργά, σεμνά, ἀπό νηστεμένα στόματα καί ἡ ψυχή τά ρουφᾶ σάν σφουγγάρι. Γλυκά δάκρυα ἔρχονται σ̉ ὅλους. Παλαιότερα στό Ὄρος δέν λιτανευόταν μετά τό πέμπτο εὐαγγέλιο τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ἀχράντων Παθῶν ὁ Ἐσταυρωμένος. Ἁπλούστατα ὁ Ἐκκλησιαστικός ἔφερνε κι ἔβαζε στό προσκυνητάρι τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως. Ὅπως καί δέν γινόταν, βέβαια, ἡ λεγομένη Ἀποκαθήλωσις (οὔτε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γίνεται μέχρι σήμερα). Τώρα, ἄλλοι παπάδες ἤρθανε κι ἄλλα χαρτιά βαστούσανε...
Ἡ Μεγάλη Παρασκευή δέν ἔχει τίποτε ἀπό τό δραματικό στοιχεῖο καί τίς φιοριτοῦρες πού παρεισέφρυσαν τά τελευταῖα χρόνια στήν πράξη τῶν ἐνοριῶν. Ὅλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ἕνα ἁπλό τραπέζι στό κέντρο τοῦ ναοῦ, χωρίς κουβούκλιο, μέ τόν ὑφασμάτινο ἐπιτάφιο (ἀέρα) καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τήν «διά χάρτου καί μέλανος» εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί λίγα ἄνθη, πού τά μαζέψαμε τό πρωί ἀπό τή γειτονική ρεματιά, μοναχοί μαζί καί προσκυνητές, εἶναι ὅλος κι ὅλος ὁ Ἐπιτάφιος. Στό νοῦ ἔρχεται ὁ ἀνεπανάληπτος, ἀριστουργηματικός στήν ἁπλότητά του, βυζαντινός Ἐπιτάφιος τοῦ Καντακουζηνοῦ (1354) τῆς Μονῆς Βατοπεδίου...
Ἡ ἀκολουθία εἶναι μακρύτερη. Κανένας δέ βιάζεται. Ὑπνεῖ ἡ ζωή. Ὁ Βασιλεύς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ἡ καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, ἀγρυπνεῖ μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, καθώς ὁ θεῖος Ἔρωτάς της καθεύδει. Ὅταν οἱ δύο χοροί μαζί, μέ κορυφαίους τόν Δαμασκηνό, τόν Ὑπάτιο καί τόν παπα-Μελέτιο, ψάλλουν τό «Σέ τόν  ἀναβαλλόμενον  τό  φῶς ὥσπερ ἱμάτιον», κι οἱ πέτρες ραγίζουν. Οἱ πατέρες δυσκολεύονται νά κρύψουν τά συναισθήματά τους.
Ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου γίνεται γύρω ἀπό τό Καθολικό, μέ κηροδοσία, ψαλλομένου τοῦ «Τόν ἥλιον κρύψαντα τάς ἰδίας ἀκτίνας...». Φέρεται πάνω στά ἀσκεπῆ κεφάλια τεσσάρων σεπτῶν ἱερομονάχων, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγούμενο ὁ ὁποῖος καί κρατᾶ πάνω στό στῆθος του μέ τό δεξί του χέρι τό ἱερό Εὐαγγέλιο.
Κατά τήν ἐπάνοδο στόν ναό, ὁ γερο-Δαμιανός ὁ οἰκονόμος, κατανενυγμένος σάν παιδί, αὐτός ὁ ζόρικος, ὁ φωνακλάς Ἀρβανίτης, μέ δάκρυα στά μάτια, ραντίζει μέ ροδόσταμο τούς πάντες, εὐχόμενος  «Καλή Ἀνάσταση».


Μητροπολίτης πρώην Νέας Ζηλανδίας Ἰωσήφ

Τετράδιο 157 * Ἀπρίλιος 2013


Τά ΄δατε τά μάθατε

Ἦταν μιά θεία θέληση
κι ἑνός ἁγίου τάμα
Ἐμεῖς οἱ δυό νά σμίξουμε
καί νά γενεῖ τό θάμα:
Οἱ βάρκες ν' ἀνεβαίνουνε
ὡς τά ψηλά μπαλκόνια
Κι οἱ ὀρτανσίες νά πετοῦν
καθώς τά χελιδόνια
Ν' ἀνάβουν οἱ ἅγιοι κερί
στή χάρη τῶν δυονῶ μας
Καί τά ψαράκια νά φιλοῦν
τήν ἄκρη τῶν ποδιῶν μας
Ὅλος ὁ κόσμος ν' ἀπορεῖ
μωρέ τί νά 'ν' καί τοῦτο
Μέ τό μπουζούκι νά λαλεῖ
καί τό μικρό λαγοῦτο:
-Τά 'δατε τά μάθατε
μία ἀγάπη πού ἐγεννήθη
Ἄνθρωπος δέν τήν κατελεῖ
κι ὁ Ἅδης ἐνικήθη.


Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετράδιο 157 * 'Απρίλιος 2013

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Διὰ τῆς πατροπαραδότου ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἀλλά καὶ αὐτὰ τῶν Θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα διὰ τῆς αὐτῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας.
Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τό τε Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσιν αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανὴ εἰς τὴν ἀκοὴν τουλάχιστον.
Ἂς δοκιμάσῃ τις νὰ μεταφράσῃ ἓν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια.
Π.χ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...». Θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσῃ πνέμμα (ἢ πλέμμα ἢ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;).
«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...». Ἀξίζει ἀλήθεια νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάνα τοῦ Θεοῦ μας...
Πλὴν θὰ εἴπῃ τις, ἀντὶ νὰ μεταφρασθῶσι τὰ ὑπάρχοντα, ἂς ποιηθῶσι νέα ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα ὑπὸ τῶν δοκίμων ποιητῶν μας.
Ναί, βέβαια, λέγομεν ἡμεῖς, καὶ εἶναι τόσον εὔκολον τὸ πρᾶγμα!... νὰ ἐμφυσηθῇ ζωὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ, νὰ δοθῇ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή !...
Καὶ ποῦ εἶναι οἱ δόκιμοι ποιηταί μας;... Καὶ ἂν τοιοῦτοι ὑπάρχουν, αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται περισσότερον διὰ τὸν Νίτσε καὶ τὸν Ἴψεν παρὰ διὰ τὰ κατ᾿ αὐτοὺς σκουριασμένα ντόπια πράγματα!...
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία...
Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Εἴπομεν ὅτι διὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου.
Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα. Ἐκ τούτου παρέλαβον καὶ οἱ Δυτικοὶ τὰ παρ᾿ αὐτοῖς plain-chant.
Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».
Εἶναι ἄρα τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος κανονικώτατον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἀνήκει εἰς τὸν πλάγιον δ´ ἢ τὸν βαρὺν ἦχον.
Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέλληται ὁ μὲν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως.
Οἱ περὶ πάντα ἐπιπόλαιοι καὶ ἀταλαίπωροι νεωτερισταὶ κατέκριναν καὶ τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος καὶ εἶπαν ὅτι τοῦτο εἶναι «ἐπίῤῥινον» δῆθεν καὶ κακόζηλον.
Εὗρον δὲ καὶ τινὰς καινοτόμους ἱερεῖς, οἵτινες πεισθέντες εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως.
Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη.
Ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός...


λέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετράδιο 155 * Φεβρουάριος 2013

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Πάνω σέ μία ἀκτίνα
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος καί θαύματα νά κάνει, πάλι δέν πιστεύει στόν λογισμό του. Ἦταν στήν Ἰορδανία ἕνας πολύ ἁπλός παπάς πού ἔκανε θαύματα. Διάβαζε ἀνθρώπους καί ζῶα πού εἶχαν κάποια ἀρρώστια καί γίνονταν καλά. Πήγαιναν καί μουσουλμάνοι σ’ αὐτόν, ὅταν ἔπασχαν ἀπό κάτι, καί τούς θεράπευε. Αὐτός, πρίν λειτουργήσει, ἔπαιρνε ἕνα ρόφημα μέ λίγο παξιμάδι καί μετά ὅλη τήν ἡμέρα δέν ἔτρωγε τίποτε.
Κάποτε ἔμαθε ὁ Πατριάρχης ὅτι τρώει πρίν ἀπό τήν Θεία Λειτουργία καί τόν κάλεσε στό Πατριαρχεῖο. Πῆγε ἐκεῖνος, χωρίς νά ξέρει γιατί τόν ζητᾶνε.
Ὥσπου νά τόν φωνάξει ὁ Πατριάρχης, περίμενε μαζί μέ ἄλλους σέ μία αἴθουσα. Ἔξω ἔκανε πολλή ζέστη· εἶχαν κλειστά τά παντζούρια καί ἀπό μία τρυπούλα περνοῦσε μία ἀκτίνα. Αὐτός νόμισε ὅτι εἶναι σχοινί. Ἐπειδή εἶχε ἱδρώσει, βγάζει τό ράσο του καί τό κρεμάει πάνω στήν ἀκτίνα. Ὅταν τό εἶδαν οἱ ἄλλοι πού κάθονταν ἐκεῖ στήν αἴθουσα, τά ἔχασαν.
Πᾶνε καί λένε στόν Πατριάρχη: «Ὁ παπάς πού κολατσίζει πρίν ἀπό τήν Θεία Λειτουργία κρέμασε τό ράσο του πάνω σέ μία ἀκτίνα!».
Τόν κάλεσε μέσα ὁ Πατριάρχης καί ἄρχισε νά τόν ρωτάει: «Τί κάνεις; Πῶς πᾶς; Κάθε πότε λειτουργεῖς; Πῶς ἑτοιμάζεσαι γιά τήν Θεία Λειτουργία;».«Νά, λέει, διαβάζω τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, κάνω καί μερικές μετάνοιες καί ὕστερα φτιάχνω ἕνα ρόφημα, κολατσίζω λίγο, καί ἔπειτα λειτουργῶ». «Γιατί τό κάνεις αὐτό;», τόν ρωτάει ὁ Πατριάρχης. «Ἅμα φάω λιγάκι πρίν ἀπό τήν Θεία Λειτουργία, λέει ἐκεῖνος, ὅταν κάνω κατάλυση , πάει ὁ Χριστός ἐπάνω!!! Ἐνῶ, ἄν φάω μετά τήν Θεία Λειτουργία, πάει ὁ Χριστός ἀπό κάτω»!!!
 Με καλό λογισμό τό ἔκανε! Τοῦ λέει τότε ὁ Πατριάρχης: «Ὄχι, δέν εἶναι σωστό αὐτό. Πρῶτα νά κάνεις κατάλυση, καί ἔπειτα νά τρῶς λίγο». Ἔβαλε μετάνοια καί τό δέχθηκε.
Θέλω νά πῶ, παρόλο πού εἶχε φθάσει σέ τέτοια κατάσταση, νά κάνει θαύματα, τό δέχθηκε ἁπλά· δέν εἶχε δικό του θέλημα. Ἐνῶ, ἄν πίστευε στόν λογισμό του, μποροῦσε νά πεῖ: «Ἐγώ διαβάζω ἀνθρώπους καί ζῶα ἄρρωστα καί γίνονται καλά, κάνω θαύματα· τί μοῦ λέει αὐτός; Ἔτσι πού τό σκέφτομαι, εἶναι πιό καλά, γιατί ἀλλιῶς πάει τό φαγητό πάνω ἀπό τόν Χριστό».
Ἔχω καταλάβει ὅτι ἡ ὑπακοή πολύ βοηθάει. Καί λίγο μυαλό νά ἔχει κανείς, ἄν κάνει ὑπακοή, γίνεται φιλόσοφος. Εἴτε ἔξυπνος εἴτε κουτός εἴτε ὑγιής εἴτε ἄρρωστος πνευματικά ἤ σωματικά εἶναι κανείς καί βασανίζεται ἀπό λογισμούς, ἄν κάνει ὑπακοή, ἐλευθερώνεται. Λύτρωση εἶναι ἡ ὑπακοή.

Γέρων Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετράδιο 155 * Φεβρουάριος 2013

Κρύο, καιρός για δύο (μέρος δεύτερον)


Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014



Μικρή Πράσινη Θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά µάθεις µανταρίνι καί ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταµεσήµερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ µοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόµα οἱ µακρινοί µας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλµατα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά µπεῖς ἀπ' τό παράθυρο στή Σµύρνη
Νά µοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά ∆όξα Σοι
Καί µέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύµα τό κύµα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιµηθῶ παράνοµα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κοµµάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κοµµάτια πέτρες τ' ἀποσπάσµατα τοῦ Ἡράκλειτου.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετράδιο 155 * Φεβρουάριος 2013

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Δέν λυποῦμαι, δέν ἀπελπίζομαι


11 Ἰανουαρίου 1828 : ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἀποβιβάζεται στήν Αἴγινα. Ο Γεώργιος Τερτσέτης στά «Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια» περιγράφει συνομιλία τοῦ Κυβερνήτη μέ τόν Γεωργάκη Μαυρομιχάλη:
«…Εἶναι καιροί πού πρέπει νά φοροῦμε ὅλοι ζώνη δερματένια καί νά τρῶμε ἀκρίδες καί μέλι ἄγριο. Εἶδα πολλά εἰς τήν ζωή μου, ἀλλά σάν τό θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τήν Αἴγινα δέν εἶδα τί παρόμοιο ποτέ, καί ἄλλος νά μήν τό ἰδῆ… «Ζήτω ὁ κυβερνήτης ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας!» ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μέ λαβωματιές πολέμου, ὀρφανά κατεβασμένα ἀπό τίς σπηλιές. Μαυροφορεμένες γυναῖκες, γέροντες μοῦ ἐζητοῦσαν νά ἀναστήσω τούς πεθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς τό βυζί τά παιδιά τους καί μοῦ ἔλεγαν νά τά ζήσω καί ὅτι δέν τούς ἀπέμειναν παρά ἐκεῖνα κι ἐγώ καί μέ δίκαιο μοῦ ἐζητοῦσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγώ ἦλθα καί σεῖς μέ προσκαλέσατε νά οἰκοδομήσω, νά θεμελιώσω κυβέρνησιν καί κυβέρνησις καί ὡς πρέπει ζεῖ, εὐτυχεῖ τούς ζωντανούς, ἀνασταίνει καί ἀποθαμένους διατί διορθώνει τήν ζημία τοῦ θανάτου καί τῆς ἀδικίας. Δέν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τό ἔργο του, καρποφορεῖ, ἄν ὁ διοικητής εἶναι δίκαιος, ἄν τό κράτος ἔχη συνείδησι, εὐσπλαχνία, μέτρα σοφίας.
…Ὡς ψάρι εἰς τό δίχτυ σπαράζει εἰς πολλούς κινδύνους ἀκόμη ἡ ἑλληνική ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τούς χαλινούς τοῦ κράτους. Τίνος κράτους; Μετροῦμε εἰς τά δάκτυλα τήν ἐπικράτειάν μας. Τ’ Ἀνάπλι, τήν Αἴγιναν, Πόρο, Ὕδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ὁ Ἰμπραΐμης κρατεῖ τά κάστρα καί τό μεσόγειο τῆς Πελοποννήσου, ὁ Κιουτάγιας τήν Ρούμελη, πολλά νησιά βασανίζονται ἀπό αὐτεξούσιο στρατό καί ἀπό πειρατείαν, τά δύο μεγάλα πολεμικά καράβια μας εἶναι ἀραγμένα ξαρμάτωτα εἰς τόν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἔφαγε πέρυσι τούς ἀνδρειότερους τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ τό θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω ἐπουλήσατε καί τήν δεκατία τοῦ φετεινοῦ ἔτους πρίν σπαρθῆ ἀκόμα τό γέννημα, ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τά βουνά καί εἰς τά σπήλαια. Τό δημόσιο εἶναι πλακωμένο ἀπό δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητοῦν οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τούς Ἄγγλους δανειστάς, ἀνάγκη νά τήν ἐλευθερώσωμε μέ τήν ἴδια ἀπόφασι ὡς τήν ἐλευθερώσαμε καί ἀπό τά ἅρματα τοῦ Κιουτάγια καί τοῦ Αἰγυπτίου.
…Δέν λυποῦμαι, δέν ἀπελπίζομαι, προτιμῶ αὐτό τό σκῆπτρο τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων παρά ἄλλο. Ο Θεός μοῦ τό ΄δωσε, τό παίρνω, θέλει νά μέ δοκιμάση. Εἶμαι ἀπό τή φυλή σας, εἰς ἕνα μνῆμα μαζί μέ σᾶς θά θαφτῶ, ὅ,τι ἔχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εἰς τήν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων ἀποκτημένα ἀπό τόσα θεάματα καί ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου εἰς τάς ἡμέρας μου, τά ἀφιερώνω εἰς τήν κοινήν πατρίδα…
…Κατεβαίνω πολεμιστής εἰς τό στάδιον, θά πολεμήσω ὡς κυβέρνησις, δέν λαθεύομαι τόν ἔρωτα τῶν προνομίων πού εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχές πολλῶν, τά ὀνειροπολήματα τῶν λογιωτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τό φιλύποπτον, κυριαρχικόν καί ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θά εἶναι δική μας, ἄν βασιλεύση εἰς τήν καρδίαν μας μόνον τό αἴσθημα τό ἑλληνικόν. Ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης».

Τετράδιο 156 * Μάρτιος 2013