Δευτέρα 12 Μαΐου 2014


να παράθυρο ἀνοιχτό

  Καθόντουσαν στό σαλόνι ἀπό ὥρα. Ἀμίλητοι.
 Ὁ ἄγγελος διέσχισε τή σιωπή,  κούρνιασε στόν πολυέλαιο καί τούς κοίταζε:  ὅπου κι ἄν τούς ἀκουμποῦσε θά πόναγαν.  Τούς κοίταζε ἐξεταστικά,  σάν χωράφια.  Οὔτε ἕνα τόσο δά μικρό κομματάκι τους 
δέν εἶχαν ἀφήσει ἀφύλαχτο,  νά φυτρώσει κάτι.  Τό δωμάτιο σάν ἔρημο παγόβουνο,  ἔπλεε στό πουθενά.  Ξημέρωνε ὁ καινούργιος χρόνος,  κι ὅλα ἦταν τόσο ἀβάσταχτα παλιά.  
    
Ξαφνικά,  ἐκείνη ἔβαλε τα κλάματα.  Μιά σταγόνα δάκρυ κύλησε στό πάτωμα,  στάθηκε ἀκριβῶς κάτω ἀπ΄ τόν πολυέλαιο.  Σχημάτισε μιά μικρή γουβίτσα νερό πού ἔγινε κάτοπτρο.  Πῆρε τήν ἀντανάκλαση ἀπʹ τά λευκά, στιλπνά φτερά 
τοῦ ἀγγέλου καί τή σκόρπισε στό δωμάτιο.  Οἱ τοῖχοι γέμισαν φωτοσκιάσεις,  γράμματα.  Μιά λαμπερή προσευχή ἔνωνε τώρα τίς σπασμένες λέξεις,  τίς σταματημένες χειρονομίες ἀγάπης,  
τά θαμπά,  κουρασμένα βλέμματα.   
Στό δωμάτιο φύσηξε ἕνα ἀεράκι κι ὅλα μετακινήθηκαν 
στιγμιαῖα καί ἀπαλά σάν νά ʹχε ἀλλάξει ἡ ὀπτική γωνία.   

Ἔτσι φεύγουν οἱ ἄγγελοι.  Ἀφήνουν πάντα ἕνα παράθυρο ἀνοιχτό.  


Ὄλια Λαζαρίδου 

Τετράδιο 108 * Δεκέμβριος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου