Τετράδιο
Τετάρτη 1 Μαΐου 2024
Τρίτη 30 Απριλίου 2024
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μιιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα. Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα. Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς,
εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια,
θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία,
συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν, ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα,
ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά, ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος
ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' ὄνομά μου
γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου ―
κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός. Τίς νύχτες ἔκλαψα,
συνθηκολόγησα τίς μέρες, ἀδιάκοπη πάλη μ' αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου
ποὺ τά ἤθελε ὅλα, τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα
καί πείναγε, τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς,
καί πείναγε. Βούλιαξα σέ μικροζητήματα
φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα,
ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό, καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει
ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι, πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω
ἕνα στίχο, ἀληθινό.
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
Μέχρι ἐδῶ ἀκούγονται τὰ κλαρίνα!
Μιὰ φορά, ὁ
Γέροντας Ἀμβρόσιος* εἶπε σὲ κάποιο πνευματικό του παιδί:
– Νὰ κάθεσαι στὸ
δωμάτιό σου γονατιστός, νὰ σηκώνεις τὰ χέρια καὶ τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ παρακαλᾶς.
Θὰ σὲ βοηθάει ὁ Χριστός. Καὶ νὰ λὲς καὶ κανένα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὸν
δοῦλο σου Ἀμβρόσιο». Νὰ προσεύχεσαι δέκα καὶ μισή μὲ ἕντεκα τὸ βράδυ, γιατί αὐτήν
τήν ὥρα θὰ προσεύχομαι κι ἐγώ γιὰ σένα, ἀλλά καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος.
Ὁ ἄνθρωπος χάρηκε,
συμφώνησε καὶ ἔφυγε.
Ἄρχισε νὰ κάνει, ὅπως
τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας. Κάποιο βράδυ, ὅμως, ποὺ εἶχε κέφια, ἔβαλε καὶ ἄκουγε
στὸ κασετόφωνο δημοτικά τραγούδια.
Εἶχε δυνατά τήν ἔνταση,
τὸ εὐχαριστιόταν καὶ τραγουδοῦσε καὶ ὁ ἴδιος.
Στὶς δέκα καὶ μισή,
ὅμως, ἄκουσε τὸ τηλέφωνο ποὺ χτυποῦσε. Σταμάτησε τὴ μουσικὴ καὶ σήκωσε τὸ ἀκουστικό.
– Εὐλογεῖτε! ἄκουσε
τὸν Γέροντα νὰ τοῦ λέει.
– Γέροντα, ἐσεῖς;
ρώτησε ὁ ἄνδρας ἔκπληκτος.
– Βρὲ εὐλογημένε, δὲν
σοῦ εἶπα νὰ προσεύχεσαι τέτοια ὥρα; Τί κάνεις ἐσύ; Μὲ τρέλαναν τὰ τραγούδια
σου. Μέχρι ἐδῶ ἀκούγονται τὰ κλαρίνα!
*Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης, ὁ πνευματικὸς τῆς
Μονῆς Δαδίου
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Καλλιέργεια χρειαζόμαστε
Ἀναμφισβήτητα ἔγινε μία παραποίηση στὸ πρόσωπό μας ὕστερα ἀπὸ τὸ 1821.
Μπορεῖ ἀπαραίτητη, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Τὸ ἑλληνικὸ ποτάμι βγῆκε ἀπὸ τὴν κοίτη
του. Ποῦ πάει καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω.
Ὁ Τοῦρκος ἦταν πρωτόγονος, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξε τὴν ψυχή μας. Τὴ μεγαλύτερη
ζημιὰ τὴν ἔκανε ὁ φαναριώτης λακές του. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες
γραμματιζούμενοι μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Χάνομε τὸν ἀέρα ποὺ τὸν εἶχαν ἀπέναντι
στοὺς ξένους ὁ Κολοκοτρώνης ἢ ὁ Μακρυγιάννης.
Τὸ ριζικό μας ἐμᾶς τῶν φτωχῶν ἢ μικρῶν λαῶν μετριέται διαφορετικά. Καὶ στὴ
ζυγαριὰ βαραίνει γιὰ ἐμᾶς πολὺ ὁ Μακρυγιάννης ἢ ὁποιαδήποτε κυρὰ Γιάνναινα
καθισμένη στὸ κεφαλόσκαλο μὲ τὴ ρόκα της.
Πνευματικότητα χρειαζόμαστε. Καλλιέργεια χρειαζόμαστε. Ὁ ψυχισμός μας ἢ τὸ
πνεῦμα μετράει ἐμᾶς τῶν ἀδύναμων, ποὺ δὲν μετράει ἡ γροθιά μας.
Ζήσιμος Λορεντζᾶτος
Τετάρτη 24 Απριλίου 2024
Παπαδιαμάντης:
Ἡ μεταφυσική τῆς πενίας (β)
Ἡ φτώχεια λοιπὸν τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν εἶναι
κακοτυχία τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καρπὸς Χριστιανικῆς ὡριμότητας… Ἂν ἡ ἔγνοια εἶναι ἡ
βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὸ πρεπούμενο ροῦχο γιὰ τέτοιο χῶρο,
ἀλλὰ ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν
ἔργων του. Χωρὶς περιστροφὲς τὸ ὑπογράμμισε ὁ Χριστὸς ὅταν λέει, πὼς εὐκολώτερα
μπορεῖ νὰ περάσει γκαμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ ὁ πλούσιος
στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι ὁ πλοῦτος στὰ μάτια τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ
θρεμμένου μὲ τὸ μάννα τῆς Γραφῆς, παίρνει ὁλότελα δαιμονιακὴ μορφή. Γίνεται τὸ
κύριο ὄργανο τοῦ ἑωσφόρου κι ἡ πιὸ ξυπνὴ παγίδα, ποὺ παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ
νὰ τοῦ δώσει, μὲ τὸν πλοῦτο στὸ χέρι, τὴν ἄνεση τῆς ἁμαρτίας. Νὰ τὸν σπρώξει στὴν
ἀλαζονεία, στὴ μοιχεία, στὴν πορνεία, στὸ ψέμμα, στὴν κλεψιά, στὴν ματαιοδοξία,
στὸ ναρκισσισμό. Κι ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πέσει σ’ αὐτὴ τὴ φοβερὴ κι ἀδυσώπητη
παγίδα. «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν οἱ
ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμῖν oἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ
κλαύσετε»!…
Ἔτσι ὁ Παπαδιαμάντης μπαίνει στὴν ἄσκηση τῆς
πενίας κατὰ τὴν πιὸ ὀντολογικὴ σημασία τοῦ ὅρου… Γνωρίζοντας τὰ πιὸ πάνω, δὲ
θέλησε, οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νὰ ’ναι «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν
πλουτῶν»…
Γράφοντας στὸν πατέρα του «ἂς μείνωμεν εἰς τὴν
ἔντιμον πενίαν μας διὰ νὰ μᾶς βοηθῆ ὁ Θεὸς» ἐκφράζει ξεκάθαρα τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει
ριζώσει μέσα του πὼς ἡ πενία εἶναι ἡ περιοχὴ ποὺ ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ ποὺ ὁ Θεὸς
εὐλογᾶ καὶ βοηθάει. Τὸ ἰδανικὸ ὅμως τῆς πενίας, ποὺ στὸν Παπαδιαμάντη ἀγγίζει τὰ
ὅρια τοῦ μοναχικοῦ ὅρκου γι’ ἀχτημοσύνη, δὲν περιοριζότανε στὸν ὑλικὸ τομέα. Ὑπάρχουνε
λογῆς λογῆς πλουτο-λατρεῖες. Ἄλλοι θησαυρίζουνε χρυσάφι, ἄλλοι σωρεύουνε ἄκαρπη
μάθηση καὶ παρασταίνουνε τοὺς σοφούς, ἄλλοι εἰσπράττουνε τιμὲς καὶ δόξα καὶ
διάκρισες, ἄλλοι ἔχουνε τὴν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. Πρὸς ὅλα τοῦτα ὁ
Παπαδιαμάντης ἀντιδικοῦσε ἐπίμονα καὶ σταθερά.
Ἀπόδειξη, ἀπὸ τὶς ἀσυνήθιστες, εἶναι ἡ ὀργάνωση
γιορτῆς πρὸς τιμὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὴν ὀργανώσανε θαυμαστὲς καὶ φίλοι,
λογοτέχνες καὶ ἄνθρωποι κοσμικοί. Κι ὁρίσανε μάλιστα τὴν πριγκήπισσα Μαρία
Βοναπάρτη, σύζυγο τοῦ πρίγκηπα Γεωργίου, νὰ εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ γιορτασμοῦ,
ποὺ θὰ γινότανε στὴν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ. Ποιὸς λογοτέχνης, ἤ ποιὸς ἄνθρωπος
ποὺ θὰ βρισκότανε στὴν ἀπαθλιωμένη κατάσταση τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν θ’ ἀντίκρυζε
τούτη τὴν πρωτοβουλία σὰ δῶρο καὶ χαμόγελο τ’ οὐρανοῦ, προορισμένο ν’ ἀλλάξει τὴν
ὄψη τῆς ζωῆς του; Ποιὸς δὲν θὰ ἐκμεταλλευότανε τούτη τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία;… Κι ὅμως!
Ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἄνθρωποι στὴν αἴθουσα, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα: τὸν ἴδιο τὸν
τιμούμενο, τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τὸν ἀναζητήσανε παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν
βρήκανε πουθενά. Ἔτσι ἡ γιορτὴ ἔγινε δίχως τὸν Παπαδιαμάντη, γιατί κανένας δὲν
μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πὼς ὁ Παπαδιαμάντης ἀρνήθηκε τὸ χειροκρότημα καὶ τὸ
λιβανωτὸ τῶν τρανῶν καὶ τῶν σπουδαίων, γιὰ νὰ περάσει τὴν ἴδια ὥρα στὸ σπίτι ἑνὸς
φτωχοῦ μανάβη, τοῦ Νικόλα τοῦ Μπούκη, ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε συχνὰ στὸ
σπίτι του κι ἡ μικρούλα ἡ κόρη τοῦ Μπούκη, ἡ Ἀγγελικούλα, τὸν ἄκουγε μὲ
κατάνυξη, ὀνομάζοντας τὶς ψαλμωδίες τοῦ Παπαδιαμάντη «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ»
!….
Κωστὴς
Μπαστιᾶς
Τρίτη 23 Απριλίου 2024
Παντρεύεσαι; Σκότωσε τὸν ἐγωισμό σου! Ἀγαπᾶς;
Διορθώσου!
Τί σημαίνει ἕνα διαζύγιο; Τὴν ἀνικανότητά μας νὰ ἀγαπήσουμε. Αὐτὸ βασικὰ
σημαίνει. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι οἱ δικαιολογίες μας. Τὴν ἀποτυχία νὰ ἀγαπηθοῦμε.
Τὴ λαθεμένη ἀντίληψη ποὺ εἴχαμε γιὰ τὸν γάμο.
Ὁ γάμος δὲν εἶναι βίος ἀνθόσπαρτος. Μελετῆστε μὲ προσοχὴ τὴν ἀκολουθία τοῦ
Μυστηρίου τοῦ γάμου - ὑπάρχει καὶ μεταφρασμένη. Ἐκεῖ μέσα λοιπὸν ὑπάρχουν ὅλα τὰ
στοιχεῖα καὶ ὅλες οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἂν τὶς ζήσεις φθάνεις στὴν πληρότητα τῆς
σχέσης σου.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ
Πατρός…». Κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο κάνει ὁ ἱερέας τὸ σημεῖο τοῦ
Σταυροῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τρία πράγματα βασικά.
Ξέρετε, παιδιά μου, γιὰ ποῦ ξεκινᾶτε; Δὲν ξεκινᾶτε γιὰ τὸ ἄγνωστο μὲ
βάρκα τὴν ἐλπίδα. Ξεκινᾶτε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τοῦ
γάμου.
Ποιός θὰ εἶναι ὁ ὁδηγός σας σ’ αὐτὴν τὴν πορεία; Τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Ποιά εἶναι ἡ πορεία σας; Ἡ Σταυρική!
Λέω στὰ ζευγάρια ποὺ παντρεύω: «Ἂν τὸ καταλάβατε, παιδιά μου, σήμερα
πρέπει νὰ πεθάνετε, πρέπει νὰ πεθάνει ὁ ἐγωισμός σας.
Ξεκινήσατε καθένας ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ ἤρθατε ἐδῶ καὶ τώρα φεύγετε ἀπὸ ἐδῶ
μαζὶ σὲ ἕνα καινούργιο σπίτι. Πολὺ ὡραῖα. Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ὁ καθένας
πρέπει νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πιά. Ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν μέχρι τώρα.
Κι ἐδῶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σᾶς ἕνωσε. Βλέπετε κάποια στιγμὴ ἑνώνουμε τὰ
χέρια καὶ τοὺς λέω: «Ἔχετε δεῖ δύο κλειδιὰ περασμένα σὲ κρίκο; Ὅπου καὶ νὰ ‘ναι,
θὰ εἶναι μαζί. Στὴν τσέπη μας βρίσκονται ἢ μᾶς πέσαν στὸν δρόμο ἢ τὰ πετάξαμε
στὴ θάλασσα, θὰ εἶναι πάντα μαζὶ γιατὶ τὰ ἐνώνει ἕνας κρίκος. Ἂν ὅμως βγοῦν ἀπὸ
τὸν κρίκο, εἶναι ζήτημα τύχης ἂν θὰ μείνουν καὶ τὰ δύο κοντὰ καὶ μαζί. Ποιός εἶναι
ὁ κρίκος; Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Βάλτε τὰ χέρια σας, βάλτε τὶς καρδιές σας καὶ οἱ δυό
σας στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς παίρνει μὲ τὸ ζόρι, ἁπλώνει τὸ δικό Του χέρι καὶ ἐὰν ἐσεῖς,
μὲ τὴ θέλησή σας, βάλετε τὰ δικά σας χέρια, ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἑνώσει σὲ μία ἑνότητα
τέλεια καὶ ἁγία καὶ ἔτσι νὰ πορευτεῖτε.»
Ὅταν στὴν Ἑλλάδα καθιερώθηκε ὁ πολιτικὸς γάμος, ἐγὼ πανηγύριζα. Εἶπα, «ἐπιτέλους,
θὰ ἀποφύγω τὴν ταλαιπωρία νὰ παντρεύω ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν τί κάνουν». Νὰ πᾶς
στὸν Δήμαρχο κι ὅπου θέλεις. Ὄχι ὅμως ἐδῶ! Γιατὶ ὁ χῶρος αὐτὸς ἐδῶ εἶναι γιὰ αὐτοὺς
ποὺ ξέρουν τί θέλουν καὶ πιστεύουν τί κάνουν.
Ἕνα διαζύγιο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλὲς ἀφορμές, ἀλλὰ οἱ αἰτίες του εἶναι
λίγες. Πῶς προετοιμάζονται δύο νέοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ παντρευτοῦν; Ἀπὸ ‘κεῖ θὰ
καταλάβεις ποιά θὰ εἶναι ἡ συνέχεια. Πόσο καλὰ γνωρίζονται; Ἢ πόσο βαθιὰ ἀγνοοῦνται;
Ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορὲς τὴν παρατήρηση «δὲν ἤτανε ἔτσι στὴν ἀρχή». Ἔτσι ἤτανε,
παιδί μου, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν τὸν εἶδες. Ὁ ἀρραβώνας δὲν εἶναι μία χαζοχαρούμενη
περίοδος ποὺ θὰ κοιτάξουμε πῶς θὰ περάσουμε καλά. Εἶναι ἀκριβῶς μία περίοδος ποὺ
οἱ ἄνθρωποι μιλᾶνε σοβαρὰ γιὰ τὸ μέλλον τους, βλέπουν ἂν συμφωνοῦν, ἂν
ταιριάζουν, ἂν ἔχουν τὴν ἴδια πλεύση μέσα στὴ ζωή τους, ἀκόμα μερικὲς φορὲς σὲ
μερικὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται πιὸ ρηχά, πιὸ εὔκολα.
Κάποτε ἔλεγα σὲ δύο παιδιὰ ποὺ συνδεόντουσαν:
– Παιδιὰ χωρίστε τώρα, γιατὶ θὰ χωρίσετε αὔριο.
– Μὰ γιατί;
– Γιατὶ δὲν ἔχετε καμία σχέση μεταξύ σας.
Τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἑνὸς εἶναι τελείως διαφορετικὰ κι ἐξειδικευμένα, τοῦ ἄλλου
εἶναι -τὰ παιδιὰ χρησιμοποιοῦν σήμερα αὐτὴ τὴ λέξη- «γιὰ τὰ μπάζα».
Σὲ λίγο ἐσὺ θὰ ἀρχίσεις νὰ τὴ ζηλεύεις καὶ ἐσὺ σὲ λίγο θὰ ἀρχίσεις νὰ
κουράζεσαι. Λοιπόν, μὴν κάνετε λάθη! Εὐτυχῶς κατάλαβαν ἔγκαιρα. Γιατὶ εἶναι
πάρα πολὺ σημαντικὸ νὰ βλέπεις τὴν ἀλήθεια.
Τὸ σ’ ἀγαπῶ καὶ μ’ ἀγαπᾶς εἶναι εὔκολο νὰ τὸ λές, δύσκολο ὅμως νὰ τὸ ζεῖς.
Ἐμεῖς μάθαμε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι σαρκωμένη. Κι ἂν δὲν σαρκώνεται, δὲν
σταυρώνεται, τότε ἀκριβῶς δὲν προχωράει.
Τὸ διαζύγιο τελικὰ εἶναι μία ἀποτυχία. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι τὸ ἑξῆς:
Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα διαζύγιο; Διδασκόμεθα ἀπὸ τὰ λάθη μας; Καταλάβαμε
γιατί φτάσαμε ἐδῶ; Πρῶτα-πρῶτα ἔχουμε τὴ συνείδηση ὅτι ἀποτύχαμε; Καὶ δὲν ἀποτύχαμε
τυχαῖα, ἀποτύχαμε γιὰ συγκεκριμένους λόγους, καθαροὺς καὶ ὁρατοὺς ἢ πιστεύουμε ὅτι
φταίει μόνο ὁ ἄλλος;
Στὰ ζευγάρια ποὺ παντρεύω τοὺς εὔχομαι: «Παιδιά μου, σᾶς εὔχομαι νὰ
μάθετε στὴ ζωή σας νὰ φταῖτε πάντα καὶ οἱ δύο μαζί. Γιατί ἂν πιστέψετε ὅτι
φταίει μόνο ὁ ἄλλος, κάτι δὲν πάει καλὰ μεταξύ σας.»
Παντρεύομαι σημαίνει δέχομαι τὸν ἄλλο ὅπως εἶναι, γιατὶ τὸν ἀγαπάω.
Παντρεύομαι σημαίνει ὅτι ἀγωνίζομαι, κάνω τὰ πάντα, γιὰ νὰ δίνω χαρὰ σ’ αὐτὸν
ποὺ ἀγαπάω.
Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει μία κοινὴ πορεία καὶ τῶν δύο, δηλαδὴ τὸ ὅτι ὁ ἄλλος μὲ
δέχεται, δὲν γεννάει ἀσυλία τοῦ ἐγωισμοῦ μου, ἀφοῦ μὲ δέχεται ὅπως εἶμαι. Σὲ δέχεται
γιατὶ σὲ ἀγαπάει, ἐσὺ ἀγαπᾶς; Τότε διορθώσου. Τότε ἀφοῦ βλέπεις ὅτι κάτι ἐνοχλεῖ
τὸν ἄλλο, διόρθωσέ το.
Ὅταν ἀκούω ἀνθρώπους νὰ λένε: «ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἢ ἐγὼ αὐτὴ εἶμαι, δὲν ἀλλάζω»,
τοὺς λέω: «Κακῶς παντρευτήκατε, γιατὶ ὅταν κάποιος ἀγαπάει, ἀλλάζει.»
Δὲν ἀλλάζω σημαίνει δὲν ἀγαπάω. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι περιττά.
† Μητροπολίτης, Σισανίου καὶ Σιατίστης
Παῦλος
Δευτέρα 22 Απριλίου 2024
Κυριακή 21 Απριλίου 2024
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας
Εἴχαμε πανηγύρι στὸ Κελλί, ἦταν ἡ πανήγυρη τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ
Μητροφάνους, καὶ εἶχα τὸ διακόνημα τοῦ τραπεζάρη καὶ ἑτοίμασα τὴν τράπεζα.
Κάποια στιγμὴ βλέπω ὅτι ὅλα τὰ ψωμιὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν ἦταν μόνο τρία.
Τότε δὲν εἶχα προβλέψει ὅτι ἔπρεπε νὰ ’χουμε περισσότερα ψωμιά. Ἦταν δικό μου
φταίξιμο, δὲν εἶχα ἐνημερώσει τὸν Γέροντα ὅτι εἶναι λίγα τὰ ψωμιὰ καὶ πῶς θὰ
βγάλουμε τὴν πανήγυρη; Τότε μ’ ἔπιασε κρύος ἱδρώτας. Τώρα τί θὰ κάνουμε;
Ὁ κόσμος μαζευόταν, τὰ ψωμιὰ σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ἔφταναν. Πῆγα ἀρκετὰ
τρομαγμένος στὸν Γέροντα (τὸν γνωστὸ Ὑμνογράφο, π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη) καὶ
τοῦ λέω:
-Εὐλόγησον, Γέροντα, δὲν προέβλεψα, μόνο τρία ψωμιὰ ἔχουν μείνει, τί θὰ
κάνουμε;
Νὰ ζυμώσουμε δὲν γινόταν, ἀπὸ τὴ Δάφνη δὲν ἐρχόταν κανένας ἐκείνη τὴν ὥρα
νὰ μᾶς φέρει ψωμιά. Ἔτσι θὰ μέναμε χωρὶς ψωμιὰ καὶ ὁ κόσμος μαζευότανε.
Ἐκεῖνος ὅμως μὲ χτύπησε στὴν πλάτη καὶ μὲ ἤρεμο ὕφος μοῦ εἶπε:
– Πήγαινε παιδί μου καὶ συνέχισε τὸ διακόνημά σου. Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ
οἱ Ἅγιοί μας.
Ἔφυγα, συνέχισα τὸ διακόνημα, ξεχάστηκα ἐκεῖ κόβοντας ψωμί, χωρὶς πλέον νὰ
ὑπολογίζω.
Ἀφοῦ τελείωσε ἡ πανήγυρη, βλέπω ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ ψωμιά, ὅτι εἶχαν
περισσέψει τρία ψωμιὰ καὶ εἶχαν φάει πολύ, γιατὶ ἦταν ἀρκετὸς ὁ κόσμος σὲ
’κείνη τὴν πανήγυρη.
Μητροπολίτης Κινσάσας Νικηφόρος
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024
Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
Τρίτη 16 Απριλίου 2024
Νὰ μὴ σὲ καταφρονέσουν
Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης