Παρασκευή 16 Μαΐου 2014


Ἐκκλησία καί θρησκεία
Ἡ ἀγάπη δέν μπαίνει μέσα στά καλούπια τῆς λογικῆς. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπό τήν λογική. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τήν λογική τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό τόν λόγο δέν μποροῦμε νά κρίνουμε μέ λογικά κριτήρια τούς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τόν Θεό. Γι’ αὐτό τόν λόγο οἱ ἅγιοι κινοῦνταν μέ μιά δική τους λογική. Εἶχαν μιάν ἄλλη λογική, ὄχι τήν λογική τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἡ λογική ἡ δική τους ἦταν ἡ λογική τῆς ἀγάπης. Καί ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς μαθαίνει νά γίνουμε καλοί ἄνθρωποι, ὄχι, αὐτό εἶναι φυσικό, πρέπει νά γίνουμε, ἄν δέν γίνουμε καλοί ἄνθρωποι τί κάμαμε; Αὐτά εἶναι τοῦ νηπιαγωγείου πράγματα. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς μαθαίνει νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό, δηλαδή νά ἀγαποῦμε αὐτό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀναπτύσσεται μία σχέση. Προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, ὄχι μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μέ τό Εὐαγγέλιο. Τό Εὐαγγέλιο εἶναι κάτι πού μᾶς βοηθᾶ νά φτάσουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν φτάσουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν χρειάζεται τό Εὐαγγέλιο. Δέν χρειάζεται, τίποτα δέν χρειάζεται. Αὐτά σταματοῦν ὅλα. Μένει μόνο ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν θρησκεία.
Ἡ θρησκεία σέ μαθαίνει νά κάνεις τά καθήκοντά σου, ἔτσι ὅπως ἦταν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἕνα παράδειγμα: ἐπήγαμε στά προσκυνήματα, ἐπροσκυνήσαμε, ἐβάλαμε τά λεφτά μας στό κουτί, ἀφήσαμε τίς λαμπάδες μας, τά λάδια μας, τίς παρακλήσεις μας, τά ὀνόματά μας, τά πρόσφορά μας, τά πάντα. Αὐτά εἶναι θρησκευτικά καθήκοντα. Ἀλλά ἡ καρδιά μας δέν ἄλλαξε καθόλου. Τέλειωσε ἡ ὥρα τοῦ καθήκοντος, εἴμαστε τό ἴδιο ὅπως προηγουμένως. Ἕτοιμοι νά ἐπιτεθοῦμε στόν ἄλλο, ἕτοιμοι νά διαμαρτυρηθοῦμε ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἕτοιμοι νά ΄μαστε ξινισμένοι πάλι ὅπως προηγουμένως. Δέν ἀλλάζει ἡ καρδιά μας. Δέν ἀποκτοῦμε τήν σχέση μέ τόν Χριστό. Γιατί ἁπλῶς ἀρκούμαστε στά καθήκοντα, στά θρησκευτικά καθήκοντα.
Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά ξέρετε, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τό πιό ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι ἐπικίνδυνοι. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάει ἀπ' αὐτούς. Ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης ὅταν ἔκαμνα μιά φορά λειτουργία καί λέγαμε «Κύριε σῶσον τούς εὐσεβεῖς», λέει ἀστειευόμενος «Κύριε σῶσον ἡμᾶς ἀπό τούς εὐσεβεῖς» δηλαδή ὁ Θεός νά σέ φυλάει ἀπό τούς θρήσκους ἀνθρώπους, διότι θρῆσκος ἄνθρωπος σημαίνει μιά προσωπικότης διεστραμμένη ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε προσωπική σχέση μέ τόν Θεό. Ἁπλῶς μόνον κάμνει τά καθήκοντά της ἀπέναντί Του, ἀλλά καμιά σοβαρή σχέση δέν εἶχε, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν λέει σ΄ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τίποτε. Καί σᾶς ὁμολογῶ καί ἐγώ ἀπό τήν πεῖρα μου ὅτι δέν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς θρήσκους ἀνθρώπους.

Πῶς εἶναι δυνατό νά προσεύχεσαι καί νά εἶσαι γεμάτος χολή ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου; Πῶς εἶναι δυνατό νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο καί νά μήν δέχεσαι τόν ἀδελφό σου; Πῶς εἶναι δυνατό νά λές ἔχω τόσα χρόνια στήν Ἐκκλησία, ἔχω τόσα χρόνια πού εἶμαι μοναχός, κληρικός ἤ ὁ,τιδήποτε, καί ὅμως μέ τό νά μήν δέχεσαι τό ἄλφα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ ἀγάπη, πού εἶναι τό νά ὑπομένεις τόν ἀδελφό σου, νά κάνεις λίγο ὑπομονή, σημαίνει ὅτι τίποτα δέν ἔκαμες. Ἀπολύτως τίποτα. Ἐδῶ ὁ Χριστός ἔφτασε στό σημεῖο νά πεῖ γιά τίς παρθένες ἐκεῖνες ὅτι δέν εἶχε καμιά σχέση μαζί τους. Τίς πέταξε ἔξω ἀπό τόν νυμφώνα παρόλο πού εἶχαν ὅλες τίς ἀρετές, γιατί δέν εἶχαν τήν ἀγάπη. Διότι ἤθελε νά τούς πεῖ ὅτι, μπορεῖ νά ἔχετε ἀρετές ἐξωτερικές, μπορεῖ νά μείνατε παρθένες, μπορεῖ νά κάματε χίλια πράγματα, ἀλλά δέν κατορθώσατε αὐτό πού εἶχε σημασία. Ἐάν αὐτό δέν τό καταφέρεις, τί τά θέλεις τά ἄλλα ὅλα;
Τί τό θέλω ἐγώ τώρα ἄν τρώω λάδι σήμερα ἤ δέν τρώω λάδι; Μπορεῖ νά μήν τρώω λάδι, ἄς ποῦμε, καί νά τρώω τόν ἀδελφό μου ἀπό τό πρωί ὡς τή νύχτα. Ἔλεγαν στό Ἅγιο Ὄρος:  μήν ρωτᾶς ἄν τρώω ψάρι. Τόν ψαρά νά μήν φάεις καί ψάρι φάε. Ἤ τόν λαδά νά μήν φάεις καί φάε μιά σταξιά λάδι. Τό νά φάεις τόν ἄλλον μέ τή γλώσσα εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τό νά φᾶς μιά κουταλιά λάδι. Καί ὅμως στέκομε ἐκεῖ. Τρῶμε λάδι, δέν τρῶμε λάδι, τρῶμε ψάρι, δέν τρῶμε ψάρι. Καί μπορεῖ νά τσακωθοῦμε, νά σκοτωθοῦμε μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο γιατί ἐβούτηξε τό κουτάλι προηγουμένως σέ ἕνα ἄλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία εἶναι ἐτοῦτα τά πράγματα καί μᾶς κοροϊδεύουν καί οἱ δαίμονες ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Καί ὅταν μπαίνουν κοντά μας ἀντί νά βλέπουν τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας μεταμορφωμένους σέ Χριστό Ἰησοῦ, νά 'ναι γλυκεῖς ἄνθρωποι καί νά 'ναι ὥριμοι ἄνθρωποι, ἰσορροπημένοι, ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι γεμάτοι ἁρμονία μέσα τους, μᾶς βλέπουν δυστυχῶς μέ ὅλα αὐτά τά πάθη μας καί ὅλες ἐκεῖνες τίς ξινίλες μας καί λένε: Ἔ, νά γίνω ἔτσι; Καλύτερα νά μοῦ λείπει.
Ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος, ὅταν τόν ρωτοῦσα, Γέροντα, πόσα χρόνια ἔχεις ἐσύ στό Ἅγιο Ὄρος: «Ἐγώ ἦρθα τήν ἴδια χρονιά πού ἦρθε τό μουλάρι τοῦ γείτονα». Ὁ γείτονάς του, ὁ γερο-Ζῆτος, εἶχε ἕνα μουλάρι καί, ξέρετε, στό Ἅγιο Ὄρος κάθε κελί ἔχει καί ἕνα ζῶο, ἕνα μουλάρι, πού κουβαλοῦν τά πράγματά τους. Τό ζῶο αὐτό ζεῖ πολλά χρόνια, δέν ἀγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, εἶναι ἀκριβά. «Τή χρονιά πού ἦρθα ἐγώ», λέει, «στό Ἅγιο Ὄρος, ἀγόρασε καί ὁ γείτονας τό μουλάρι του. Ἔχομε τά ἴδια χρόνια στό Ἅγιο Ὄρος, ἀλλά τό καημένο ἐκεῖνο ἔμεινε μουλάρι καί ἐγώ τό ἴδιο ἔμεινα. Δέν ἄλλαξα».
Λοιπόν, λέμε πολλές φορές, καί τά λέμε ἐμεῖς οἱ παπάδες καί οἱ καλόγεροι αὐτά τά πράγματα, ἔχω σαράντα χρόνια στό μοναστήρι. Μά τά χρόνια εἶναι εἰς βάρος σου. Ὁ Θεός θά σοῦ πεῖ: Σαράντα χρόνια καί ἀκόμα δέν κατάφερες νά γίνεις τίποτα; Ἔχεις σαράντα χρόνια καί ἀκόμα θυμώνεις, ἀκόμα κατακρίνεις, ἀκόμα ἀντιλογεῖς, ἀκόμα δέν ὑποτάσσεσαι;  Ἔχεις σαράντα χρόνια καί δέν ἔμαθες τό ἄλφα, τό πρῶτο πράγμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς; Τί νά κάμω τά χρόνια σου; Τί νά σέ κάμω ἄν ἔχεις πενήντα χρόνια καί δέν μπορεῖς νά ἀπαντήσεις στόν ἄλλον μέ ἕναν καλό σου λόγο;
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Τετράδιο 107 * Νοέμβριος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου