Στὸ παιδὶ θὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια
Τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς
συνεχεῖς ἐπαίνους δὲν οἰκοδομοῦνται. Γίνονται ἐγωιστὲς καὶ κενόδοξοι. Θὰ θέλουν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ νὰ τοὺς ἐπαινοῦν ὅλοι διαρκῶς, ἔστω κι ἂν τοὺς λένε καὶ ψέματα. Δυστυχῶς σήμερα μάθανε ὅλοι νὰ λένε καὶ ψέματα καὶ τὰ δέχονται οἱ κενόδοξοι, εἶναι ἡ τροφή τους. «Πές το, κι ἂς εἶναι ψέμα, κι ἂς εἶναι εἰρωνεία», λένε. Ὁ Θεὸς αὐτὸ
δὲν τὸ θέλει. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν ἀλήθεια. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν ὅλοι καὶ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο.
Τὰ παιδιά, ὅταν τὰ ἐπαινεῖς συνεχῶς, χωρὶς διάκριση, τὰ πειράζει ὁ ἀντίθετος. Τοὺς ξεσηκώνει τὸν μύλο τοῦ ἐγωισμοῦ καί, συνηθισμένα ἀπὸ μικρὰ στοὺς ἐπαίνους ἀπὸ γονεῖς καὶ δασκάλους, προχωροῦν ἴσως στὰ γράμματα, ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Στὴ ζωὴ θὰ βγοῦν ἐγωιστὲς καὶ ὄχι χριστιανοί. Οἱ ἐγωιστὲς δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ποτὲ χριστιανοί. Οἱ ἐγωιστὲς θέλουν διαρκῶς ὅλοι νὰ τοὺς ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τοὺς ἀγαπᾶνε, ὅλοι νὰ λένε καλὰ γι’ αὐτούς, πράγμα ποὺ ὁ Θεός μας, ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ Χριστός μας δὲν τὸ θέλει.
Ἡ θρησκεία μας δὲν θέλει αὐτὸν τὸν τρόπο, αὐτὴ τὴν ἀγωγή. Ἀντίθετα, θέλει τὰ παιδιὰ ἀπὸ μικρὰ νὰ μαθαίνουν στὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τονίζει ὅτι, ἅμα ἐπαινεῖς ἕναν ἄνθρωπο, τὸν κάνεις ἐγωιστή. Ὁ ἐγωιστὴς εἶναι ὁ μπερδεμένος, ὁ ὁδηγούμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ κακοῦ πνεύματος. Ἔτσι, μεγαλώνοντας μέσα
στὸν ἐγωισμό, ἡ πρώτη του δουλειὰ εἶναι ν’ ἀρνεῖται τὸν Θεὸ
καὶ νὰ εἶναι ἕνας ἐγωιστὴς ἀπροσάρμοστος μέσα στὴν κοινωνία. Πρέπει νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴ μάθει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς τὸν ὑποστηρίζεις στὴν ἀμορφωσιά του. Ὅταν πεῖς στὸν ἄλλο τὴν ἀλήθεια, αὐτὸς κατατοπίζεται,
προσέχει, ἀκούει καὶ τοὺς ἄλλους, ἐγκρατεύεται.
Ἔτσι καὶ στὸ παιδὶ θὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια, θὰ τὸ μαλώσεις, γιὰ νὰ κατατοπιστεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι καλό. Τί λέει ὁ σοφὸς Σολομών; «Ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας, μισεῖ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ὁ
δὲ ἀγαπῶν, ἐπιμελῶς παιδεύει». Ὄχι, ὅμως, νὰ τὸ δέρνεις μὲ τὴ μαγκούρα. Τότε φεύγουμε ἀπ’ τὰ ὅρια καὶ γίνεται τὸ ἀντίθετο. Μὲ τὸν ἔπαινο ἀπὸ μικρὰ τὰ παιδιά μας τὰ ὁδηγοῦμε στὸν ἐγωισμό. Καὶ τὸν ἐγωιστὴ μπορεῖ καὶ νὰ τὸν κοροϊδεύεις, ἀρκεῖ νὰ τοῦ λὲς ὅτι εἶναι καλός, νὰ τοῦ φουσκώνεις τὸ ἐγώ του. Κι ἔτσι σοῦ λέει: «Ἄ, αὐτὸς ποὺ μ’ ἐπαινεῖ, αὐτὸς εἶναι καλός». Αὐτὰ δὲν εἶναι σωστὰ πράγματα.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος
μεγαλώνει μὲ τὸν ἐγωισμό, ἀρχίζουν τὰ μπερδέματα μέσα του, ὑποφέρει, δὲν ξέρει
τί νὰ κάνει. Αἰτία τῆς ψυχικῆς ἀκαταστασίας εἶναι ὁ ἐγωισμός. Αὐτὸ τὸ πράγμα
καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ψυχίατροι, ἅμα τὸ μελετήσουν, θὰ τὸ βροῦν, ὅτι ὁ ἐγωιστὴς εἶναι
ἄρρωστος. Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπαινοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας καὶ νὰ τοὺς κολακεύουμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὁδηγοῦμε στὴν ταπείνωση καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι οὔτε νὰ ἐπιζητοῦμε ἐμεῖς νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε, λέγοντας ἐπαίνους στοὺς ἄλλους. Νὰ μαθαίνουμε ν’ ἀγαπᾶμε κι ὄχι νὰ ζητοῦμε νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε. Ν’ ἀγαπᾶμε ὅλους καὶ νὰ κάνουμε θυσίες, ὅσο μποροῦμε μεγάλες, γιὰ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ περιμένουμε ἐπαίνους κι ἀγάπη ἀπ’ αὐτούς. Αὐτοὶ θὰ κάνουνε γιὰ μᾶς ὅ,τι ὁ Θεὸς τοὺς λέει. Ἂν εἶναι κι ἐκεῖνοι χριστιανοί, θὰ δώσουνε δόξα στὸν Θεό, ποὺ βρεθήκαμε καὶ τοὺς βοηθήσαμε ἢ τοὺς εἴπαμε ἕναν καλὸ λόγο.
Ἔτσι νὰ ὁδηγεῖτε καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλιῶς γίνονται ἀπροσάρμοστα. Δὲν ξέρουν τί κάνουν καὶ ποῦ βαδίζουν καὶ αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ τὰ κάναμε ἔτσι. Δὲν τὰ ὁδηγήσαμε στὴν ἀλήθεια, στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὰ κάναμε ἐγωιστὲς καὶ νά τὸ ἀποτέλεσμα τώρα. Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ παιδιὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ γονεῖς ταπεινοὺς κι ἀπὸ μικρὰ ὅταν εἶναι, τοὺς μιλᾶνε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἁγία ταπείνωση. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ δὲν δημιουργοῦν προβλήματα στοὺς συνανθρώπους τους. Δὲν θυμώνουν, ὅταν τοὺς ὑποδεικνύεις τὸ λάθος τους, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ διορθώσουν καὶ προσεύχονται ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ μὴ γίνουν ἐγωιστές.
Ἐγώ, τί νὰ σᾶς πῶ, ὅταν εἶχα πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆγα σὲ κάτι γέροντες ἁγιότατους. Αὐτοὶ ποτὲ δὲν μοῦ εἶπαν
«μπράβο». Πάντα μὲ
συμβουλεύανε πῶς νὰ ἀγαπάω τὸν Θεὸ καὶ πῶς νὰ εἶμαι
πάντα ταπεινός. Νὰ ἐπικαλοῦμαι τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐνισχύει στὴν ψυχή μου καὶ νὰ Τὸν ἀγαπάω πολύ. Οὔτε τὸ ἤξερα αὐτὸ τὸ
«μπράβο», οὔτε ποτὲ τὸ ζήτησα. Ἀντίθετα στενοχωριόμουνα, ἅμα οἱ Γέροντές μου δὲν μὲ
μαλώνανε. Ἔλεγα: «Νὰ πάρει ἡ εὐχή, δὲν ηὕρα γέροντες καλούς!».
Ἤθελα νὰ μὲ παιδεύουνε, νὰ μὲ μαλώνουνε,
νὰ μοῦ φέρονται σκληρά. Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω τώρα, νὰ τ’ ἀκούσει ἕνας χριστιανός, τί θὰ πεῖ; Θὰ τὰ χάσει
καὶ θὰ τ’ ἀπορρίψει. Κι ὅμως, αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό, τὸ ταπεινό, τὸ ἀκραιφνές.
Οὔτε οἱ γονεῖς μου μοῦ εἶπαν ποτὲ «μπράβο». Οὔτε τὸ ἤθελα τὸ «μπράβο». Γι’ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανα, τὸ ἔκανα ἀνιδιοτελῶς. Τώρα ποὺ μ’ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι, αἰσθάνομαι πολὺ ἄσχημα. Τί νὰ σᾶς πῶ... Κλωτσάω μέσα μου, ὅταν οἱ ἄλλοι μοῦ λένε «μπράβο». Ἀλλὰ δὲν μ’ ἔβλαψε ποὺ ἔμαθα τὴν ταπείνωση. Καὶ τώρα γιατί δὲν θέλω νὰ μ’ ἐπαινοῦν; Διότι ξέρω ὅτι ὁ ἔπαινος
τὸν κάνει
κούφιο τὸν ἄνθρωπο καὶ διώχνει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο μὲ τὴν ἁγία ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινὸς εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Δὲν εἶναι ὡραῖα αὐτά; Δὲν εἶναι ἀληθινά;
Σ’ ὅποιον τὰ πεῖς αὐτὰ θὰ πεῖ: «Τί
λές, καλέ, ἅμα
δὲν
ἐπαινέσεις
τὸ
παιδὶ
οὔτε
νὰ
διαβάσει μπορεῖ,
οὔτε,
οὔτε...». Μὰ
συμβαίνει αὐτό,
γιατὶ ἔτσι εἴμαστε ἐμεῖς καὶ κάνουμε καὶ τὸ παιδί μας ἔτσι. Τὸ φυσικό τοῦ ἀνθρώπου,
ἔτσι ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἐνῷ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι
κάτι τὸ ἀφύσικο, εἶναι ἀρρώστια, εἶναι παρὰ φύσιν. Δὲν νομίζετε ὅτι αὐτὰ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τὰ παιδιὰ χάνονται, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀνταρτεύουν; Εἶναι ὁ ἐγωισμός,
ποὺ τοὺς ἔχουν ἀπ’ τὴν μικρὴ ἡλικία ἐμφυτεύσει οἱ γονεῖς. Ὁ διάβολος
εἶναι ὁ μέγας ἐγωιστής, ὁ μέγας ἑωσφόρος. Δηλαδὴ ζοῦμε τὸν ἑωσφόρο
μέσα μας, ζοῦμε τὸν διάβολο. Δὲν ζοῦμε τὴν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι
κάτι τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι κάτι τὸ ὀργανικό. Κι ὅταν λείπει, εἶναι σὰν νὰ λείπει
ἀπ’ τὸν ὀργανισμὸ ἡ
καρδιά. Ἡ καρδιὰ δίνει ζωὴ στὸν ὀργανισμό.
Καὶ ἡ ταπείνωση δίνει ζωὴ στὴν ψυχή. Μὲ τὸν ἐγωισμὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον μὲ τὸ μέρος τοῦ κακοῦ πνεύματος, δηλαδὴ ἀναπτύσσεται
μὲ τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ ὄχι μὲ τὸ ἀγαθό.
Γέρων
Πορφύριος
Τετράδιο 146 * Μάϊος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου