Τραγούδι
τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Ἀλλάζουν οἱ καιροί περνᾶν τά χρόνια
τοῦ κόσμου τό ποτάμι εἶναι θολό
μά ἐγώ θά βγῶ στοῦ ὀνείρου τά μπαλκόνια
γιά νά σέ ἰδῶ σκυμμένο στόν πηλό
καράβια νά κεντᾶς καί χελιδόνια.
τοῦ κόσμου τό ποτάμι εἶναι θολό
μά ἐγώ θά βγῶ στοῦ ὀνείρου τά μπαλκόνια
γιά νά σέ ἰδῶ σκυμμένο στόν πηλό
καράβια νά κεντᾶς καί χελιδόνια.
Τό πέλαγο πικρό κι ἡ γῆ μας λίγη
καί τό νερό στά σύννεφα ἀκριβό
τό κυπαρίσσι ἡ γύμνια τό τυλίγει
τό χόρτο καίει τή στάχτη του βουβό
κι ἀτέλειωτο τοῦ ἥλιου τό κυνήγι.
καί τό νερό στά σύννεφα ἀκριβό
τό κυπαρίσσι ἡ γύμνια τό τυλίγει
τό χόρτο καίει τή στάχτη του βουβό
κι ἀτέλειωτο τοῦ ἥλιου τό κυνήγι.
Κι ἦρθες ἐσύ καί σκάλισες μιά κρήνη
γιά τόν παλιό τοῦ Πόντου ναυαγό
πού χάθηκε, μά ἡ μνήμη του ἔχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στήν Ἀμοργό
καί βότσαλο ἁρμυρό στή Σαντορίνη.
γιά τόν παλιό τοῦ Πόντου ναυαγό
πού χάθηκε, μά ἡ μνήμη του ἔχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στήν Ἀμοργό
καί βότσαλο ἁρμυρό στή Σαντορίνη.
Κι ἀπ' τή δροσιά πού σάλεψε στή φτέρη
πῆρα κι ἐγώ τό δάκρυ μιᾶς ροδιᾶς
γιά νά μπορῶ σέ τοῦτο τό δεφτέρι
καημούς νά συλλαβίζω τῆς καρδιᾶς
μέ τοῦ παραμυθιοῦ τό πρῶτο ἀστέρι.
πῆρα κι ἐγώ τό δάκρυ μιᾶς ροδιᾶς
γιά νά μπορῶ σέ τοῦτο τό δεφτέρι
καημούς νά συλλαβίζω τῆς καρδιᾶς
μέ τοῦ παραμυθιοῦ τό πρῶτο ἀστέρι.
Μά τώρα πού ἡ Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι Ἀνάσταση θ' ἀργήσει νά φανεῖ
θέλω νά πᾶς στή Μάνη καί στήν Κρήτη
μέ συντροφιά σου ἐκεῖ παντοτινή
τό λύκο τόν ἀητό καί τόν ἀστρίτη.
κι Ἀνάσταση θ' ἀργήσει νά φανεῖ
θέλω νά πᾶς στή Μάνη καί στήν Κρήτη
μέ συντροφιά σου ἐκεῖ παντοτινή
τό λύκο τόν ἀητό καί τόν ἀστρίτη.
Κι ἃμα θά δεῖς κρυφά στό μέτωπό σου
νά λάμπει μ' ἀπαλή μαρμαρυγή
τ' ἀλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου
νά ζωντανέψει πάλι μιά πηγή
πού καρτερεῖ στό βράχο τό δικό σου.
νά λάμπει μ' ἀπαλή μαρμαρυγή
τ' ἀλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου
νά ζωντανέψει πάλι μιά πηγή
πού καρτερεῖ στό βράχο τό δικό σου.
Νίκος Γκάτσος
Τετράδιο 146 * Μάϊος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου