Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω
Πρέπει νὰ ἦταν τὸ ἔτος
1929, δηλαδὴ ὅταν ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἦταν σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν. Ἦταν
καλοκαίρι, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βράνιε μὲ προορισμὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ ἁγίου
Προχόρου. Πήγαινε συχνὰ στὸ Μοναστήρι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἰδιαίτερο
σύνδεσμο, γιατὶ εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὸν ἅγιο Πρόχορο. Ἦταν ἤδη καθηγητὴς
Πανεπιστημίου στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Βελιγράδι.
Ὁ δρόμος μέχρι τὸ
Μοναστήρι ἦταν δύσβατος καὶ γι’ αὐτὸ ἀρκετὰ κουραστικός. Ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ὑπερνικᾶ
αὐτὲς τὶς δυσκολίες, χρησιμοποιοῦσε κάποιο ἁπλὸ αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ διασχίσει τὸν
βουνήσιο δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μοναστήρι.
Σὲ μιὰ λοιπὸν
τέτοια ἐπίσκεψή του συνάντησε στὸ δρόμο του μιὰ γερόντισσα, κι ἀμέσως κατάλαβε ὅτι
κι αὐτὴ κατευθυνόταν μὲ τὰ πόδια πρὸς τὸ Μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε νόημα στὸν
ὁδηγὸ νὰ σταματήσει καὶ προσκάλεσε τὴ γριούλα νὰ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο, γιατί, ὅπως
τῆς ἐξήγησε, κι ἐκεῖνος πήγαινε ὅπου καὶ αὐτή.
–Σ’ εὐχαριστῶ,
παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι φτωχή.
Ὁ Ἅγιος τότε τῆς
χαμογέλασε καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν θὰ πλήρωνε τίποτε, μιὰ καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἦταν
νοικιασμένο ἀπὸ ἐκεῖνον.
Τότε ἡ γερόντισσα
τοῦ εἶπε:
–Δὲν τό ’πα γι’ αὐτό,
παιδί μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φτωχή, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω στὸν
Ἅγιο πέρα ἀπὸ τὸν κόπο μου αὐτό.
Τότε ὁ Ἅγιος χτύπησε μεμιᾶς τὸ μέτωπό του ὡς ἔνδειξη κατάπληκτου θαυμασμοῦ καὶ μονολόγησε:
–Ἄχ, Ἰουστίνε, ἔγινες
καθηγητὴς Θεολογίας, κι ὅμως! Τὴν εὐσέβεια αὐτῆς τῆς γερόντισσας ἀπέχεις πολὺ
γιὰ νὰ τὴ φτάσεις.
Στράφηκε τότε καὶ
πάλι στὸν ὁδηγό. Τὸν πλήρωσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ συνέχισε πεζὸς μαζὶ
μὲ τὴ γριούλα τὸν ὑπόλοιπο δρόμο ἕως τὸ Μοναστήρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου