Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015


Ἐπιστολή 37
… Ναί, καί ἐγώ ἐπίσης τό πῆρα ἀπόφαση ὅτι τό μυστήριο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων θά παραμείνει γιά μένα ἄλυτο ὡς τό τέλος τῶν ἡμερῶν μου, τέλος πού ἤδη πλησιάζει. Ἔχει ἐνισχυθεῖ μέσα μου ἡ συνείδηση ὅτι ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο βαθμό εἴμαστε τυφλοί.
Βλέπουμε κάποιο μέρος τῆς παγκόσμιας ζωῆς καί βασιζόμαστε στίς κρίσεις μας ἀπό τή «μερική» αὐτή θεώρηση. Ἡ μερική, ἀτομική αὐτή θεώρηση κυριεύει τόν ἄνθρωπο τόσο ἰσχυρά, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά κρίνει διαφορετικά, παρά βασιζόμενος στή δική του ἀντίληψη ἤ, ὅπως εἶπα, θεώρηση τῶν πραγμάτων.
Ὡς συνέπεια τῆς χαρακτηριστικῆς σέ ὅλους μας τυφλώσεως, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, δέν κατανοοῦμε πότε πληγώνουμε τούς ἄλλους, πότε καταστρέφουμε τή ζωή τους, πότε κρίνουμε γι’ αὐτούς σύμφωνα μέ τήν ἀντίδραση ἐκείνη πού ἀποδείχθηκε συνέπεια ἴσως κάποιας δικῆς μας ἐνέργειας.
Γνωρίζουμε ὅτι στή βάση τῆς προσωπικῆς μας συνείδησης βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ ἀναζήτηση τῆς τελειότητος, καί κινούμενοι ἀπό τή βεβαιότητα γιά τό δίκαιο τῆς ἀναζητήσεώς μας τείνουμε ἀθεράπευτα νά δικαιώνουμε τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας. Καί αὐτό ἀποτελεῖ κοινή ἀρρώστια ὅλων μας. Ἀπό αὐτό προέρχονται οἱ ἄλυτες συγκρούσεις σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἄλυτες, γιατί ὁ καθένας δικαιώνει τόν ἑαυτό του ἀπορρίπτοντας τή δικαιοσύνη τοῦ ἄλλου πού στέκεται ἀπέναντί του.
Δέν τά γράφω αὐτά μέ σκοπό νά σοῦ καταλογίσω ἐκ νέου ὁ,τιδήποτε. Δέν γνωρίζω ποιός πρῶτος μέ κάποια ὁρατή ἤ ἀόρατη κίνηση τῆς ψυχῆς του προξένησε πληγή στήν ἄλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά σωθεῖ ὁ κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο μέ τό «ἅφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Ἡ δύναμη λοιπόν αὐτή τῆς συγχωρήσεως γιά τίς πληγές πού μᾶς προξένησαν ἐκπορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Αὐτή ἦταν φυσική στόν ἄνθρωπο πρίν ἀπό τήν πτώση του, ἀλλά τώρα εἶναι γιά μᾶς ὑπερφυσική. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συγχωρήσουμε μέ δική μας δύναμη γιά τόν πόνο πού ζήσαμε.
Σοῦ ἔγραψα ἤδη, μοῦ φαίνεται, ὅτι ἀπό πολύ παλιά ἄρχισα νά βλέπω ὅλα ὅσα «συμβαίνουν» σέ μένα, ὄχι μόνο ὡς προσωπικό μου δράμα ἤ ἀκόμη καί τραγωδία, ἀλλά ὡς ἀποκάλυψη ἐκείνων πού διαδραματίζονται στόν ἀνθρώπινο ὠκεανό, στήν ἀπεραντοσύνη τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, πού περνάει ἀπό μένα σάν θάλασσα ἀπό κάποιον «πορθμό». Ὁ πορθμός αὐτός δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ θάλασσα, ἀλλά τό νερό μέσα σέ αὐτόν εἶναι τό ἴδιο μέ τό νερό τῆς θάλασσας. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τόν δρόμο γιά τή βαθύτερη κατανόηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «Πάντα οὔν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς».
Συνεπῶς αὐτό εἶναι ἡ μάθησή μας, τό σχολεῖο μας· αὐτό ἀποτελεῖ τόν δρόμο πρός τήν παγκόσμια γνώση, τήν ὁδό γιά τήν ἀφομοίωση τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὡς τότε ἀκατανόητης, παραμορφωμένης ἀπό τά πάθη καί τήν «τύφλωσή» μας.
Λοιπόν, ἀγαπητή μου Μαρία, εἰρήνη σέ σένα καί χάρη Ἄνωθεν. Καί μήν φοβᾶσαι, δέν θά σέ ἀνησυχήσω ἄλλο μέ τίποτε πού θά μποροῦσε νά σοῦ θυμίσει τήν πληγή σου.
Ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι τυφλός καί δέν θυμᾶμαι καθόλου τήν πρώτη ἐκείνη χειρονομία μου, πού ἐσύ κατανόησες μέ τόν τρόπο πού γράφεις γι’ αὐτή. Συγχώρησέ με καί δῶσε μου τήν ἀγάπη σου…

Γέρων Σωφρόνιος, 7 Ἰουλίου 1968

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου