Τρίτη 18 Μαρτίου 2014


Ὑποχρεωμένος εἶναι

Βρέθηκα κάποτε σέ δύσκολη θέση ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ὑποχρεώσεων καί πῆγα νά δῶ τόν Γέροντα γιά νά μέ στηρίξη. Μέσα στά χιόνια μέ πολύ ἄσχημο καιρό ἔφθασα καί χτύπησα τήν πόρτα. Μοῦ ἄνοιξε ὁ Γέροντας καί μέ ἔβαλε μέσα γρήγορα. «Σέ περίμενα», μοῦ εἶπε. Ἐγώ φυσικά δέν τόν εἶχα ἐνημερώσει. Μέ ἔβαλε νά καθήσω κοντά στήν σόμπα καί ἄρχισε μέ ὑπομονή νά μοῦ φτιάχνη τσάι. Ἔβαλε νερό στό μπρίκι καί ἔκανε τόν σταυρό του λέγοντας «δόξα σοι ὁ Θεός!». Ἔβαλε τό τσάι στό μπρίκι , ξανάκανε τόν σταυρό του καί ξαναεῖπε «δόξα σοι ὁ Θεός!». Ἔβαλε τέλος τό μπρίκι στή φωτιά καί ξανά πάλι τόν σταυρό του καί ξανά «δόξα σοι ὁ Θεός!».
Μέχρι τότε δέν μοῦ εἶχε πεῖ λέξη ἐκτός ἀπό τό «σέ περίμενα». Ἐγώ τόν παρακολουθοῦσα καί ἄρχισα νά νευριάζω μέ τήν ἀπάθειά του, γιατί ἐμένα μέ καίγανε τά δικά μου. Ὅταν ἔβρασε τό τσάι, μοῦ ἔδωσε τό κύπελλο, μέ κοίταξε μέ ἐκεῖνο τό ἀθῶο καί συμπονετικό βλέμμα του καί μέ ρώτησε ἥρεμα τί εἶχα καί γιατί φαινόμουν ἀνήσυχος. Ἐγώ νευριασμένος ἄρχισα νά τοῦ ξεφουρνίζω τά προβλήματά μου μέ ἔμφαση, τονίζοντας ὅτι ὁ κόσμος ἔξω ἔχει πολλές σκοτοῦρες. Ἐκεῖνος μισοχαμογέλασε, ἤπιε μιά γουλιά ἀπό τό δικό του τσάι καί μοῦ εἶπε ἀπαθέστατα: «Ἔ, καί τί ἀνησυχεῖς; Θά βοηθήσει ὁ Θεός». Ἐγώ νευρίασα ἀκόμη περισσότερο καί μέ τό θάρρος πού τοῦ εἶχα, γιατί τόν ἀγαποῦσα πολύ, τοῦ εἶπα:
«Ἔ, καλά τώρα, Γέροντα, ὁ Θεός βοηθάει μιά, βοηθάει δυό. Ὑποχρεωμένος εἶναι νά βοηθάει συνέχεια;». Τότε μέ κοίταξε σοβαρά καί μοῦ εἶπε κάτι πού μέ κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:
«Ναί» , μοῦ εἶπε, «ὑποχρεωμένος εἶναι» .
Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ σιγουριά του καί τόσο φανερό ὅτι αὐτό τό ἤξερε ἀπό πρῶτο χέρι πού ξαφνικά μοῦ ἦλθαν τά πάνω κάτω. Μοῦ ἔφυγαν τά νεῦρα, ἡρέμησα, ἔνιωσα μιά ἀπέραντη γαλήνη καί εἶχα μόνο μία ἀπορία πού τοῦ τήν εἶπα: «Καλά, καί γιατί εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεός νά μᾶς βοηθᾶ;» Τήν ἀπάντηση πού μοῦ ἔδωσε, μόνο ἕνας ἄνθρωπος πού νιώθει πραγματικά σάν παιδί τοῦ Θεοῦ καί ἔχει παρρησία στόν πατέρα του μποροῦσε νά μοῦ δώση. Μοῦ εἶπε :  «Ὅπως ἐσύ πού ἔκανες παιδιά, νιώθεις τώρα τήν ὑποχρέωση νά τά βοηθήσης καί ξεκινᾶς ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί ἔρχεσαι ἐδῶ μέ τέτοιον καιρό γιατί ἀνησυχεῖς, ἔτσι καί ὁ Θεός πού μᾶς ἔφτιαξε καί μᾶς ἔχει παιδιά Του ἐνδιαφέρεται καί Αὐτός γιά μᾶς, καί νιώθει τήν ἀνάγκη νά μᾶς βοηθήση. Ναί, ὑποχρεωμένος εἶναι!»
Ἡ ἀμεσότητα αὐτῆς τῆς ἀπάντησης ἦταν τέτοια πού ξαφνικά μοῦ ἔφυγε ἕνα βάρος καί ἔπαψα ἀπό τότε ὁριστικά νά ἀνησυχῶ γιά τό μέλλον.
Μαρτυρία Ἐλ. Ταμιωλάκη στό βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»


Τετράδιο 124 * Ἀπρίλιος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου