Ἡ χάρη πού ζήτησα
Τόν καιρό τῆς
Γερμανικῆς Κατοχῆς ὁ Γερμανός Διοικητής, ἐπειδή στό χωριό Τσιμπίδο σκότωσαν
οἱ Ἄγγλοι δύο Γερμανούς καί τραυμάτισαν ἕναν ἀξιωματικό, ζήτησε νά τοῦ προσκομίσουν
οἱ πρόεδροι τῶν κοινοτήτων, μιά ὁρισμένη μέρα, 125 νέους ἀπό ὅλες τίς
κοινότητες τῆς Πάρου, γιά νά τούς ἐκτελέσει. Ὅταν ἄκουσα αὐτή τή θανατική ἀπόφαση
πόνεσε ἡ ψυχή μου καί δοκίμασα θλίψη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, γιατί οἱ
μελλοθάνατοι ἦταν πνευματικά μου παιδιά καί ἡ πνευματική συγγένεια καί ἀγάπη
εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή σαρκική, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας.
Γι΄ αὐτό λοιπόν δέν
ἀδιαφόρησα, ἀλλά ἀμέσως ἔσπευσα σάν πνευματικός πατέρας νά σώσω τά πνευματικά
μου παιδιά ἀπό τόν ἐπικείμενο θάνατο. Ὅμως ὁ Διοικητής, ὅταν πήγαμε νά τόν
παρακαλέσουμε μέ τόν ἀγαπητό γιατρό κ. Ἀλιμπράντη, βουλευτή τῆς Πάρου, καί μέ
τούς ὑπόλοιπους προέδρους τῶν κοινοτήτων καί τούς Ἱερεῖς τοῦ νησιοῦ, πού ὅλοι
τους ἔδειξαν ἀδελφικό ἐνδιαφέρον, δέν δεχόταν μεσιτεῖες. Παρήγγειλε μάλιστα
μέσω τοῦ φρουράρχου του ὅτι ὅποιος Ἕλληνας, ἤ ἀκόμη καί Γερμανός, τολμήσει νά
μεσιτέψει γιά τούς μέλλοντες νά ἐκτελεστοῦν, θά ἐκτελεστεῖ καί αὐτός.
Ὡστόσο ὁ
φρούραρχος, πού ἦταν φιλέλληνας, μᾶς συμβούλεψε τά ἑξῆς: Ἐπειδή ἐδῶ δέν εἶναι
δυνατόν νά τόν δεῖτε, ἀλλ' οὔτε καί συμφέρει, ἔχω τήν γνώμη νά τόν
καλέσετε στό Μοναστήρι, τάχα γιά νά τόν φιλοξενήσετε καί νά τόν περιποιηθεῖτε,
καί πάνω στίς περιποιήσεις νά τοῦ ἀναφέρετε σχετικά, νά τόν παρακαλέσετε, καί ἴσως
νά λυγίσει, ἀλλά καί πάλι ἀμφιβάλλω.
Δέν ἔχασα καιρό.
Τήν ἴδια μέρα τόν κάλεσα στό Μοναστήρι, καί τήν ἑπομένη ἦρθε. Φοβόμουν μήπως ἀπορρίψει
τήν παράκλησή μου καί κατέφυγα στήν ἀκαταίσχυντη προστασία τῶν χριστιανῶν, τήν ἀπροσμάχητη
βοήθεια, τήν μόνη ἐλπίδα, καταφυγή καί σωτηρία, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν
Ζωοδόχο Πηγή. Κάναμε λοιπόν Παράκληση μέ ὅλους τούς πατέρες καί ἀδελφούς
τοῦ Μοναστηριοῦ καί παρακαλέσαμε μέ πίστη καί ἱκετεύσαμε νά μεσιτεύσει στόν υἱό
της καί Θεό μας νά μετατρέψει τήν ἀπόφαση τοῦ ἄδικου Διοικητῆ καί νά χαρίσει τή
ζωή στούς ἀνεύθυνους, πού ἄδικα καταδικάστηκαν σέ θάνατο.
Τήν Παράκληση στήν
Παναγία παρακολούθησε καί ὁ Διοικητής μέ τήν συνοδεία του. Μόλις
τελείωσε ἡ Παράκληση, ἑτοιμάστηκαν νά ἀναχωρήσουν. Τότε ὁ Διοικητής εἶπε
στόν διερμηνέα νά τοῦ ζητήσω νά μοῦ κάνει μιά χάρη. Ἐγώ ἐκείνη τή στιγμή
γέμισα χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι πίστεψα ὅτι εἰσακούστηκε ἡ δέησή μας καί ἦρθε
ἡ κατάλληλη στιγμή νά τοῦ ζητήσω ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο τόν κάλεσα στό
Μοναστήρι καί κάναμε καί τήν Παράκληση.
Ὁπότε, πῆρα θάρρος
καί μέσω τοῦ διερμηνέα τοῦ λέω νά μοῦ ὑποσχεθεῖ πρῶτα ὅτι θά μοῦ κάνει τήν χάρη
πού θά ζητήσω, καί τότε θά τοῦ τή ζητήσω. Μοῦ ἔδωσε τό δεξί του χέρι καί μοῦ ὑποσχέθηκε
ὅτι θά τήν κάνει. Τότε λοιπόν τοῦ εἶπα ὅτι θέλω νά χαρίσει τή ζωή στούς
125 νέους πού ἀποφάσισε νά θανατώσει. Ἀλλά ὅταν τό ἄκουσε, ἀπήντησε νά τοῦ
ζητήσω ἄλλη χάρη, γιατί αὐτή τή χάρη δέν μπορεῖ νά τήν κάνει, διότι ἔχει
τέτοια διαταγή, πού λέει: Ὅταν σκοτωθεῖ ἕνας Γερμανός, στή θέση του
νά σκοτώνονται 50 Ἕλληνες ἀπό τά κοντινά χωριά, γιά δύο Γερμανούς 100 Ἕλληνες
κ.λπ..
Καί ἐπειδή εἶδα ὅτι,
παρά τίς παρακλήσεις πού τοῦ ἔκαμα, ἐπέμενε νά τοῦ ζητήσω ἄλλη χάρη, τοῦ
ζήτησα ὡς μέγιστη χάρη νά μέ πάρει μέ τούς 125 καταδίκους, νά μέ ἐκτελέσει. Ὅταν
ἄκουσε τοῦτο ὁ σκληρός ἐκεῖνος καί ἀπάνθρωπος Διοικητής, κάμφθηκε, μαλάκωσε ἡ
καρδιά του, συντρίφθηκε καί συγκινημένος μοῦ ἔδωσε τό δεξί του χέρι καί μοῦ εἶπε:
«Σοῦ τούς χαρίζω».
Τή στιγμή ἐκείνη
τόση μεγάλη χαρά αἰσθάνθηκα, ὅση ποτέ. Εἶχα βέβαια χαρά ἐλπίζοντας ὅτι, ἐάν δέν
ἄλλαζε γνώμη γιά τούς κατάδικους, θά πέθαινα καί ἐγώ μέ τά πνευματικά μου
παιδιά, ἀλλά ἡ χαρά ἐκείνη θά ἦταν χαρά μόνο γιά μένα, ὁ θάνατός μου δηλαδή
μόνο σέ μένα θά προξενοῦσε χαρά, ἐνῶ στούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί σέ ὅλα τά
πνευματικά μου παιδιά στήν Πάρο θά προξενοῦσε λύπη.
Ὅμως ἡ χαρά πού πῆρα,
ὅταν ὁ Διοικητής μοῦ εἶπε «Σοῦ τούς χαρίζω», ἦταν χαρά κοινή, γενική, γιά ὅλους:
γιά μένα, γιά τούς κατάδικους, γιά τούς γονεῖς, ἀδελφούς, συγγενεῖς, φίλους καί
συμπατριῶτες, χαρά γιά ὅλη τήν Πάρο.
Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος (1884-1980)
Τετράδιο 125 * Μάϊος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου