Τὸ βλέπεις κεῖνο τὸ
βουνὸ τὸ κορφανταριασμένο,
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;
Ἐκεῖ κοιμᾶται μία
ξανθιὰ μιᾶς χήρας θυγατέρα.
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;
Ξύπνα, καημένη Ἀναστασιά,
καὶ μὴν βαριὰ κοιμᾶσαι
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.
Πῶς νὰ σκωθῶ,
λεβέντη μου, πῶς νὰ σκωθῶ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου