Τὸ διάφορο, κεφάλι
Χριστούγεννα ἐν ὄψει,
καὶ εἶπα νὰ σταθῶ καὶ πάλι στὸν λογοτέχνη τῶν ἡμερῶν, τὸν Ἀλέξανδρο
Παπαδιαμάντη.
Ὄχι μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ
χριστουγεννιάτικα πονήματά του, ἀλλὰ στὰ κείμενά του ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴ
διαχρονικὴ μάστιγα ποὺ λέγεται τοκογλυφία. «Ἀνθολόγος» ὁ ἐκ Θεσσαλονίκης
καθηγητὴς Στέλιος Παπαθανασίου, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὶς εὐχαριστίες μου, δίνω τὸν
λόγο:
Ὁ «ἀξιότιμος
πρεσβύτης» Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος «Ρεμβασμὸς
τοῦ Δεκαπενταυγούστου» φέρει «ὅλα τα ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ». Ἐπιπροσθέτως,
κατάγεται «ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ
τόπου». Ἔχει «παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετὰ καὶ χωράφια ἀμέτρητα».
Παρεμπιπτόντως: Τὴν σύζυγόν του Σινιώραν, «ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν
εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα».
Εἶναι ἀπολύτως
φυσικὸ νὰ περιμένει κάποιος ὅτι ὁ «ἀξιότιμος πρεσβύτης» τοῦ Παπαδιαμάντη οὔτε
κατὰ διάνοιαν δὲν θὰ ἐλάμβανε «ἀνάγκην μικρῶν δανείων». Παραταῦτα, ἐπειδὴ «δὲν ἐφαντάζετο
ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψει ὁλόκληρον φυτείαν», ὅταν ἦλθε
ἡ στιγμὴ ποὺ «τὰ ἔξοδα ῾τὸν ἔτρωγαν᾿, ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου».
Αὐτὰ ὁ Φραγκούλας.
«Τὸ διάφορο κεφάλι»
Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι
γνωστά. Ὅπως ἡ «Σταχομαζώχτρα» (κατὰ κόσμον θεία-Ἀχτίτσα) βλέπει «τὴν προίκα τῆς
κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ», ἔτσι
καὶ ὁ ρεμβώδης γέρων τοῦ Δεκαπενταυγούστου: «Ἐπ᾿ ἐσχάτων εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ
δευτέρου καὶ τρίτου δανείου καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπήτουν
νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν
ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. [...] Τώρα, εἰς τοὺς
τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ
παραπόνον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων.
῾Τὸ διάφορο, κεφάλι! Τὸ διάφορο, κεφάλι!᾿»
Ἡ ἔκφραση «τὸ
διάφορο κεφάλι» ἐμφανίζεται στὴ διηγηματογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ μιὰ ἀξιομνημόνευτη
συχνότητα. Σημαίνει τὸν ἀνατοκισμό, τουτέστιν τὴν πρόσθεση τῶν τόκων στὸ
κεφάλαιο, ὥστε νὰ αὐξάνεται, νὰ ἀποδίδει μεγαλύτερους καί, ἐνίοτε,
δυσβάσταχτους τόκους. Δὲν εἶναι συνεπῶς τυχαῖο πὼς «τὸ πελώριον κατάστιχον» τοῦ
κυρ-Μαργαρίτη (προεξοφλητής, τοκιστής κ.τ.λ.) ὁμοιάζει, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη,
μὲ πίονα ἀγρόν, μὲ γῆν ἀγαθήν: «Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ ἐκαρποφόρει
πολλαπλασίως» («Ἡ Σταχομαζώχτρα»).
Φυσικά, «τὸ διάφορο
κεφάλι» δὲν κάνει διακρίσεις. Ὁ τραγικὸς Κωσταντὴς («Νεκρὸς ταξιδιώτης») καὶ ὁ ἀδελφός
του Γιάννης (οἰκογενειάρχης «μὲ σχεδὸν μισὴν δουζίνα παιδιά»), ἐκτὸς τοῦ ὅτι
θαλασσοπνίγονται καθημερινῶς, εἶναι πνιγμένοι καὶ στὰ χρέη. «Ἦσαν καὶ αὐτοί», μᾶς
λέγει ὁ Σκιαθίτης Γέρων, «θύματα τῆς τοκογλυφίας τῶν 36 τοῖς ἑκατὸν καὶ ῾τὸ
διάφορο κεφάλι᾿, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι». Οἱ τοκογλύφοι, δηλαδὴ τὸ πρωτογενὲς
τραπεζικὸ σύστημα στὴ Σκιάθο τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, μὲ τὰ «θαλασσοδάνεια» καὶ
τὸ 36 τοῖς ἑκατὸν κατέστρεψαν, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ ναυτικὸ τοῦ τόπου καὶ ἐξανδραπόδισαν
ὅλο τὸ λαό.
Τοκογλυφία = Ἀσπλαχνία
«Ἡ πλουτοκρατία ἦτο,
εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος», ἰσχυρίζεται
στοὺς «Χαλασοχώρηδες» (1892) ὁ Παπαδιαμάντης. «Αὕτη γεννᾶ τὴν ἀδικίαν, αὕτη
τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν
σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς».
Ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα,
στὸ διήγημά του «Τὰ βενέτικα», αὐτὸς ὁ μέγας ὀντολόγος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως
καί, γενικότερα, τῆς (τραγικῆς) ἀνθρώπινης συνθήκης, θὰ ὁλοκληρώσει τὴν «οἰκονομικὴ
θεωρία» του μὲ μία καίρια ἀναφορὰ στὴν «ἄγουσαν ὁδὸν» πρὸς ἀπόκτηση χρημάτων. Ἡ
ὁδὸς αὕτη, «τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι καὶ πλεῖστοι Γραικοὶ γνωρίζουσιν»,
συνοψίζεται στὸν ἀκόλουθο ὁρισμό: «Ἐργασία, οἰκονομία κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα ἀσπλαχνία,
τοκογλυφία, ἐκμετάλλευσις ὅλων των ἄλλων ἀνθρώπων».
Δὲν θὰ δυσκολευτεῖ,
πιστεύω, ὁ ἀναγνώστης των ὡς ἄνω παπαδιαμαντικῶν σκέψεων, τεκμηρίων καὶ ὁμολογιῶν
νὰ προχωρήσει σὲ παραλληλισμοὺς καὶ συνδέσεις μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα καὶ
νὰ συναγάγει τὰ προσωπικά του (θλιβερὰ) συμπεράσματα. Δὲν θὰ δυσκολευτεῖ, ἐπίσης,
ὁ μέσος Ἕλλην τραπεζίτης νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ κυρ-Μανουήλου τοῦ
Στεριωμένου («Οἱ Χαλασοχώρηδες») ἕναν ἐκ τῶν ἐνδόξων προγόνων του ἀπὸ τὸ σπέρμα
τῶν ὁποίων προέκυψε: «Ἦτο ἄνθρωπος μὲ ἐπιρροήν, διότι ἤξευρε νὰ κάμνη ῾εὐκολίας᾿
εἰς χωρικούς. Μίαν ὀκὰν ἀχύρου ἔδιδε τὸν χειμώνα ἐκ τῆς προμηθείας του, μίαν ὀκὰν
κριθῆς ἐλάμβανε τὸ θέρος ἐκ τοῦ ἁλωνίου. [...] Μίαν ὀκὰν ἐλαίας ἔδιδε τὴν
Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἰς πτωχὴν χήραν, μίαν ὀκὰν ἐλαίου ἐλάμβανε τὸ φθινόπωρον
εἰς τὴν ἀποθήκην».
Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία
ἐπαναλαμβάνεται (κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα), καθόσον, σύμφωνα μὲ τὴν οἰονεὶ
προγραμματικὴ δήλωση τοῦ Παπαδιαμάντη («Λαμπριάτικος Ψάλτης»), «ταῦτα ὅλα
βασίζονται ἐπὶ τῆς πραγματικότητος».
Δημήτρης Γκιώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου