Ἄνθρωπος πένης καὶ θάνατος
Ἄνθρωπός τις ἦν
πένης, ὃς καὶ ξύλων γόμον ἐπὶ τῶν νώτων ἐβάσταζε, κατὰ δὲ τὴν ὁδοιπορίαν ἰλιγγιάσας
ἐκαθέσθη καὶ τὸν γόμον κατέθετο καὶ τὸν Θάνατον οἰκτρῶς ἐνεκαλεὶτο, λέγων:
«Ὦ Θάνατε».
Αὐτίκα γοῦν ὁ
Θάνατος ἔφθασε καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη:
«Τίνος χάριν ἐκάλεσάς
με;»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀνὴρ:
«Ἵνα τὸν γόμον ἀπὸ
τῆς γῆς συνεξάρῃς μοι».
Οὗτος δηλοῖ ὅτι πάντες ἄνθρωποι φιλόζῳοι
τυγχάνουσιν, εἰ καὶ θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις συνέχονται.
Κάποιος φτωχός, εἶχε
φορτωθεῖ ἕνα δεμάτι ξύλα καὶ τραβοῦσε τὸ δρόμο του. Ἐκεῖ ποὺ πήγαινε, σὰν νὰ
ζαλίστηκε. Ξεφορτώθηκε τὰ ξύλα, κάθισε κατάχαμα, κι ἀπ᾿ τὴν πολλή του κούραση
καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔβγαλε φωνὴ σπαραχτική:
«Ἄχ, ποῦ εἶσαι
θάνατε...»
Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποτελειώσει
καὶ νάσου ὁ θάνατος μπροστά του.
«Γιατὶ μὲ
φωνάζεις;» τὸν ρωτάει.
Κι ἐκεῖνος: «Γιὰ τὰ
ξύλα· βάλε ἕνα χεράκι νὰ τὰ σηκώσουμε».
Ὁ μύθος λέει πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν
τὴ ζωή τους, ὅσα βάσανα καὶ στενοχώριες κι ἂν τοὺς τύχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου