Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ
Ὁ Διγενὴς ψυχοµαχεῖ
κι ἡ γῆ τόνε τροµάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει
ὁ οὐρανὸς καὶ σειέτ᾿ ὁ ἀπάνω κόσµος,
κι ὁ κάτω κόσµος ἄνοιξε
καὶ τρίζουν τὰ θεµέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ
πὼς θὰ τόνε σκεπάσῃ,
πῶς θὰ σκεπάσῃ τὸν ἀϊτὸ
τῆς γῆς τὸν ἀντρειωµένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε,
σπήλιο δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε,
βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαράκια ἀµαδολόγανε
καὶ ῥιζιµιὰ ξεκούνιε.
Στὸ βίτσιµά ῾πιανε
πουλιά, στὸ πέταµα γεράκια,
Στὸ γλάκιο καὶ στὸ
πήδηµα τὰ ῾λάφια καὶ τ᾿ ἀγρίµια.
Ζηλεύγει ὁ Χάρος µἐ
χωσιά, µακρὰ τόνε βιγλίζει,
καὶ λάβωσέ του τὴν
καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή του πῆρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου