Οἱ
ἑξήντα ἱερομάρτυρες τοῦ Ἰρκούτσκ
Κατά τά ἔτη 1930,
1931 καί 1932 ταξίδεψα σ' ὁλόκληρη τήν Σιβηρία μέ μία ἐπιστημονική ἀποστολή. Τό
1933 τά ταξίδια μᾶς ὁδήγησαν στό Ἰρκούτσκ, στό Νίζνιε-Οὐντίνσκ καί μετά στό
Μπαλαγκάνσκ. Ἡ πόλι Κατσούγκ βρίσκεται στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Λένα, 140 μίλια ἀπό
τό Ἰρκούτσκ. Ἀπό τήν Κατσούγκ ὑπῆρχε δρόμος γιά τό Νίζνιε- Οὐντίνσκ καί τό
Μπαλαγκάνσκ, πού περνοῦσε ἐξ ὁλοκλήρου μέσα ἀπό τήν τάϊγκα. Δέν ὑπῆρχαν
κάτοικοι· μόνο κρατούμενοι, πού δούλευαν στήν κατασκευή κάποιου ἔργου.
Στούς καταυλισμούς
γύρω ἀπό τήν Κατσούγκ κυριαρχοῦσε τότε ἀνήκουστη βαναυσότητα. Χωρίς κανέναν ἀπολύτως
λόγο πυροβολοῦσαν, χτυποῦσαν καί μαστίγωναν τούς ἀνθρώπους. Οἱ συνθῆκες
διαβιώσεως ἦταν φρικτές. Ἑξήντα ἕως ὀγδόντα ἄνθρωποι στιβάζονταν σ' ἕναν
κοιτώνα, μέ δύο σειρές σανίδες γιά κρεββάτια. Σέ περίπτωσι πού κάποιος ἀπό τούς
κρατουμένους δέν ὁλοκλήρωνε τήν ἡμερήσια ἐργασία πού τοῦ ἀνετίθετο, οἱ φύλακες
τοῦ καταυλισμοῦ εἶχαν τό δικαίωμα νά τοῦ κάνουν ὅ,τι ἤθελαν. Ἄφηναν τούς
κρατουμένους γιά τιμωρία μία ἑβδομάδα στό ὕπαιθρο. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ἀπό τήν
πείνα καί τό κρύο.
Ταξιδέψαμε ἀπό τό Ἰρκούτσκ
ὡς τό Νίζνιε-Οὐντίνσκ μέ τό ἀτμόπλοιο Μπουριάτ. Ἀπό τό Νίζνιε-Οὐντίνσκ
προχωρήσαμε με ἅμαξες κατά μῆκος τοῦ δρόμου τῆς Κατσούγκ, ἀκολουθώντας γιά
περισσότερο ἀπό ἑβδομήντα μίλια τήν δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ἄγκερ πρός τήν
κατεύθυνσι τοῦ Κατσούγκ. Τήν περίοδο ἐκείνη δούλευα ὡς ὑδρομετρικός
παρατηρητής.
Ἀπό τίς 8 ὡς τίς 22
Ἰουλίου 1933 ἡ ἐπιστημονική μας ὁμάδα σταμάτησε γιά μερικές μέρες κοντά σ' ἕνα
στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στήν περιοχή ἐκείνη τό ἔδαφος ἦταν καταλληλότερο γιά
τήν γεωργία καί ὑπῆρχαν ἤδη σχέδια γιά ἕνα κρατικό συλλογικό ἀγρόκτημα
(κολλεκτίβα) ἐκεῖ. Ὁ καιρός εἶχε γίνει ἀρκετά εὐχάριστος. Μετά τό δεῖπνο,
καθήσαμε μέχρι ἀργά τό βράδυ κοντά στή φωτιά.
Κάθε τόσο ἀκούγαμε
κάποιες κραυγές, πού ἀντηχοῦσαν στήν τάϊγκα. Δέν ξέραμε ἀκόμη τί εἴδους κραυγές
ἦταν αὐτές. Ἦταν μία ξάστερη καί ἥσυχη νύχτα. Ὁ καθαρός ἀέρας τῆς Σιβηρίας ἀνέδιδε
τό γλυκό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τῆς τάϊγκα μέσα στήν κοιλάδα. Ὅσο ζῶ δέν θά
ξεχάσω ἐκείνη τήν κοιλάδα· θά τήν θυμᾶμαι παντοτεινά!
Ὁ γλυκός πρωινός
μας ὕπνος διακόπηκε ἀπό ἕνα πένθιμο ἀνθρώπινο βογγητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ὁ ἐπικεφαλῆς
τῆς ὁμάδος μας, ντόπιος ἀπό τό Ἰρκούτσκ, πῆρε γρήγορα ἕνα ζευγάρι κυάλια καί οἱ
ἄλλοι στήσαμε δύο τοπογραφικά ὄργανα καί ἀσχολούμασταν μέ τήν ἐργασία μας, ὅταν
παρατηρήσαμε ἕνα πλῆθος νά ἔρχεται πρός τήν κατεύθυνσή μας. Ἐξ αἰτίας τῶν
θάμνων ἦταν δύσκολο νά καταλάβουμε τί συνέβαινε.
Ἦταν ἑξήντα
κρατούμενοι καί ὅσο πλησίαζαν μπορούσαμε καθαρώτερα νά δοῦμε πώς ἦταν ὅλοι ἐξαντλημένοι
ἀπό τήν πείνα καί τήν πολλή δουλειά. Τί βλέπαμε; Ὅλοι κρατοῦσαν ἕνα σχοινί
στούς ὤμους τους. Τραβοῦσαν ἕνα ἕλκηθρο (ἕνα ἕλκηθρο Ἰούλιο μήνα!). Πάνω στό ἕλκηθρο
ὑπῆρχε ἕνα βαρέλι μέ ἀνθρώπινα περιττώματα!
Οἱ φρουροί πού τούς
συνόδευαν προφανῶς δέν γνώριζαν ὅτι ὑπῆρχε μία ἐπιστημονική ἀποστολή στήν
περιοχή τοῦ στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Ἀκούσαμε ἀκριβῶς τίς λέξεις τῆς διαταγῆς
τῶν φρουρῶν: «Ξαπλῶστε κάτω καί μή κινεῖσθε». Ἕνας φρουρός ἔτρεξε πίσω στό
στρατόπεδο - προφανῶς μᾶς θεώρησαν ὑπόπτους. Κάποιος ἀπό τήν ὁμάδα μας ἐκτίμησε
κάπως γρήγορα τήν κατάστασι τῶν κρατουμένων καί εἶπε: «Παρατείναμε τήν ζωή τους
γιά λίγα ἀκόμη λεπτά».
Κατ' ἀρχάς δέν
καταλάβαμε αὐτά τά λόγια του. Σέ 15 ὅμως μέ 20 λεπτά εἴχαμε περικυκλωθεῖ ἀπό
μία διμοιρία φρουρῶν τοῦ στρατοπέδου, πού μᾶς πλησίασαν κρατώντας τουφέκια ἕτοιμα
γιά μάχη, σάν νά ἐπρόκειτο νά ἐπιτεθοῦν μέ τίς ξιφολόγχες. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς
διμοιρίας καί ὁ πολιτικός κομισάριος μᾶς πλησίασαν καί ζήτησαν τά χαρτιά μας. Ὅταν
τά ἐξέτασαν μᾶς ἐξήγησαν πώς αὐτοί οἱ ἑξήντα ἄνδρες εἶχαν καταδικαστῆ νά ἐκτελεστοῦν,
ὡς στοιχεῖο ἀλλότριο πρός τή σοβιετική ἐξουσία.
Ἕνα χαντάκι εἶχε ἤδη
ἑτοιμασθεῖ γιά τούς ἑξήντα. Ὁ πολιτικός κομισάριος μᾶς ζήτησε νά μποῦμε στίς
σκηνές μας, πράγμα πού κάναμε. Οἱ ἑξήντα μάρτυρες ἦταν Ἱερεῖς. Στό ἥσυχο πρωινό
τοῦ Ἰουλίου οἱ ἀδύναμες φωνές πολλῶν Ἱερέων ἀκούγονταν ξεκάθαρα. Ἕνας ἀπ' τούς
δημίους ρωτοῦσε ἕναν-ἕναν τούς Ἱερεῖς, πού τώρα στέκονταν κοντά στό χαντάκι: «Εἶναι
ἡ τελευταία σου πνοή· πές μας, ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι;» Ἡ ἀπάντησι τῶν ἁγίων
μαρτύρων ἦταν σταθερή καί σίγουρη: «Ναί, ὑπάρχει Θεός!» Ἀκούστηκε ὁ πρῶτος
πυροβολισμός. Καθόμασταν στίς σκηνές καί ἡ καρδιά μας πήγαινε νά σπάση... Ἕνας
δεύτερος πυροβολισμός ἀντήχησε, ἕνας τρίτος καί μετά περισσότεροι.
Οἱ Ἱερεῖς ὁδηγοῦντο
ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο μπροστά στό χαντάκι - οἱ δήμιοι, στό χεῖλος τοῦ χαντακιοῦ,
ρωτοῦσαν κάθε Ἱερέα: «Ὑπάρχει Θεός;» Ἡ ἀπάντησι ἦταν ἡ ἴδια: «Ναί, ὑπάρχει Θεός!»
Εἴμαστε αὐτόπτες
μάρτυρες, εἴδαμε μέ τά μάτια μας καί ἀκούσαμε μέ τά αὐτιά μας πῶς τόσοι ἄνθρωποι
μπροστά στόν θάνατο ὁμολόγησαν τήν πίστι τους στόν Θεό. Ἴσως περάσουν ἀκόμη
χρόνια, δεκαετίες. Ὅμως αὐτός ὁ τάφος πάνω στόν δρόμο Κατσούγκ-Νίζνιε-Οὐντίνσκ πρέπει
νά βρεθῆ. Κανείς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, πουθενά, δέν πρέπει νά ξεχάση αὐτούς
τούς ἁγίους μάρτυρες, πού ἔδωσαν τήν ζωή τους γιά τήν πίστι τους.
Αὐθεντική μαρτυρία, γραμμένη ἀπό αὐτόπτη μάρτυρα
καί δημοσιευμένη στό βιβλίο τοῦ ἱερέως Μιχαήλ Πόλσκυ, Νέοι Μάρτυρες τῆς Ρωσίας.
Τετράδιο 160 * Αὔγουστος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου