Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης
Ὁ Δερβίσης μὲ τὸ
σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του, ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, τὸ
νάϊ του, κ' ἔφυγε. Ποῦ νὰ ὑπάγῃ; Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου.
Παρέκει ἦτο ἡ σῆραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη. Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον.
Μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ὁ κλήτωρ ὁ σκοπὸς περιεφέρετο ὑποκάτω εἰς τὸ κιόσκι, τὸ τσιγκοσκεπές,
τῶν ἐκεῖ μαγαζείων.
Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης
κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ.
Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν. Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοὺν
τσιβιρινέκ. Χαρὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν.
Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ
κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν
ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ νὰ καταβαίνῃ εἰς τὴν σήραγγα. Ποῦ νὰ εἶναι;
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν
τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος, μέλος γλυκύ.
Ὁ ξένος
μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο κ' ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε
τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ' ἐπιφορὰν εἰς
τὴν μνήμην.
Νάϊ, νάϊ, γλυκύ. Νάζι
− κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται. Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν,
μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ. Κατὰ δύο
κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός. Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον,
τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
Κάτω εἰς τὸ βάθος,
εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ
βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη
ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος,
ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας,
χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ
παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον
τοῦ ἔαρος.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τετράδιο 131 *
Ἰανουάριος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου